ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012 (...) ΙΙ. Με την απευθυνόμενη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών από 11.3.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης.../2010 αγωγή, που άσκησε η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Ζ. Σ. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ» κατά του εναγομένου νοσοκομείου - ΝΠΔΔ με την επωνυμία Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΙΤΣ), ισχυρίσθηκε ότι με 203 διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων κατά το χρονικό διάστημα από 27.7.2007 έως 17.7.2009 χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις του ΝΔ διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου», πώλησε και παρέδωσε στο εναγόμενο, το οποίο και παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα παραγγελθέντα απ' αυτό τα αναφερόμενα στην αγωγή υλικά οστεοσύνθεσης και γενικά εμφυτεύσιμα ορθοπαιδικά είδη, καθώς και συμπληρωματικά και άλλα ιατρικά υλικά, έναντι των αναφερομένων στην αγωγή συμφωνηθέντων τιμημάτων, συνολικού ποσού 3.613.795,81 ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με όρο των συμβάσεων πωλήσεως, έπρεπε να καταβληθεί 60 ημέρες μετά την παράδοση - παραλαβή των υλικών και την έκδοση των σχετικών τιμολογίων, όπως ακριβώς άλλωστε προβλέπει το άρθρο 4 του ΠΔ 166/2003, «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές» και ότι το εναγόμενο αρνείται να καταβάλλει το ανωτέρω ποσό παρά τις οχλήσεις της. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα, ζητεί, ύστερα από νόμιμο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο της οφείλει το ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, από την επομένη της παρόδου των 60 ημερών από την παραλαβή των υλικών κάθε τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, κυρίως σύμφωνα με τους όρους των επικαλουμένων συμβάσεων πωλήσεως και επικουρικά, ήτοι στην περίπτωση κατά την οποία κριθεί ότι οι συμβάσεις είναι άκυρες, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον το εναγόμενο ωφελήθηκε ισόποσα προς το ανωτέρω συνολικό τίμημα εις βάρος της περιουσίας της, χωρίς νόμιμη αιτία. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασίας και κατ' αντιμωλία των διαδίκων η προσβαλλόμενη οριστική απόφαση, με την οποία: α) απορρίφθηκε η αγωγή κατά την κυρία αυτής βάση από τις επικαλούμενες διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως ως μη νόμιμη και β) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως νόμιμη και βάσιμη από ουσιαστική άποψη κατά την επικουρική βάση αυτής από τον επικαλούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό και αναγνωρίσθηκε ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.613.795,81 ευρώ με το νόμιμο τόκο 6% από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Κατά
της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εφεσίβλητη και αντεκκαλούσα με την υπό κρίση από 9.1.2012 αντέφεση αυτής. [...] III. Από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντ., κατά την οποία οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, προκύπτει, ότι το Σύνταγμα θεσπίζει και την ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια, ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου, κοινωνικού ή δημόσιου, συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (ΑΠ Ολ 23/2004, 11/2003). Εξάλλου, τα άρθρα 20 του Συντ., 6 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ.), τα οποία εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, μεταξύ των οποίων και τα Νοσηλευτικά Ιδρύματα, που λειτουργούν με τη μορφή αυτή, τα οποία από τη φύση και το καταστατικό τους, έχουν αποστολή και έργο να εξυπηρετούν, αδιακρίτως, την δημόσια υγεία με την παροχή υγειονομικής περίθαλψης στους πολίτες και στων οποίων την περιουσία και την οικονομική κατάσταση συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες, με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό, πρωτίστως, εξυπηρετεί, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 «περί λογιστικού των ΝΠΔΔ», ανάλογη με το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (ΒΔ/γμα της 26.6/10.7.1944), με την οποία ορίζεται, ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία αναγνωρίζεται το δικαίωμα, στα ΝΠΔΔ να καταβάλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, επί υπερημερίας, ποσοστό τόκου (6%), μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή, υπέρ των νομικών αυτών προσώπων εξαίρεση, η οποία υπαγορεύεται από το σκοπό που προαναφέρθηκε, και δεν βρίσκεται σε αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλο της ίδιας σύμβασης, που προστατεύει την περιουσία του δανειστή (πρβλ. ΑΠ 804/2002). Και τούτο διότι, η προστασία της περιουσίας Νοσηλευτικού Ιδρύματος, που λειτουργεί με τη μορφή του νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, είναι αναγκαία για να είναι τούτο σε θέση να εκπληρώνει απρόσκοπτα, τους προέχοντες καταστατικούς του σκοπούς και να εξυπηρετεί το γενικότερο κοινωνικό και δημόσιο συμφέρον, με την προστασία της δημόσιας υγείας των πολιτών (ΑΠ Ολ 3/2006, ΑΠ 157, 437, 1005/2011).
Εξ άλλου οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 παρ. 1-3, και 4 παρ. 1-4 του ΠΔ 166/29.5.2003, με τίτλο «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35 της 29.6.2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», που άρχισε να ισχύει στις 5.6.2003, δηλαδή από τη δημοσίευσή του στο υπ αριθμό ΦΕΚ Α' 138/5.6.2003 (βλ. άρθρο 9 του άνω ΠΔ), ορίζουν ότι: «Άρθρο 1. Σκοπός. Σκοπός του παρόντος διατάγματος είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 "για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές" (EEL 200 της 882000 σελ. 35). Άρθρο 2. Πεδίο εφαρμογής. Οι διατάξεις του διατάγματος αυτού εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή. Άρθρο 3. Ορισμοί. Κατά την έννοια του διατάγματος αυτού: 1. "Εμπορική συναλλαγή" είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. α. "Δημόσια αρχή" είναι κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας, όπως ορίζεται στα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών (ΠΔ 370/1995, ΦΕΚ Α' 199), υπηρεσιών (ΠΔ 346/1998, ΦΕΚ 230) εξαιρούμενων τομέων (ΠΔ 57/2000, ΦΕΚ Α' 45) και Δημοσίων έργων (ΠΔ 334/2000, ΦΕΚ Α' 279), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν. β. "Επιχείρηση" είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. 2. "Καθυστέρηση πληρωμής" είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. 3. "Επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδότησης" είναι το επιτόκιο που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο. Στην περίπτωση κατά την οποία μία βασική πράξη αναχρηματοδότησης πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τη διαδικασία προσφοράς με κυμαινόμενο επιτόκιο, το τελευταίο αυτό επιτόκιο αναφέρεται στο οριακό επιτόκιο που προέκυψε από τη συγκεκριμένη προσφορά. Άρθρο 4. Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής. 1. Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος, χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α. Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. β. Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας. γ. Εάν η παραλαβή των
αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου. δ. Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3. Ο δανειστής δικαιούται τόκους, εφόσον α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ["επιτόκιο αναφοράς"] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες "περιθώριο"], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες». Από τη συνολική δομή και σειρά κατάταξης των ανωτέρω διατάξεων και ιδιαίτερα αυτής του άρθρου 4 παρ. 2 περ. δ' του προαναφερόμενου ΠΔ κατά την οποία: «Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες», συνάγεται σαφώς ότι η ρύθμιση αυτή, που καθορίζει με διαφορετικό τρόπο το ύψος του τόκου υπερημερίας και την έναρξη αυτής από εκείνο που ορίζει το άρθρο 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, εφαρμόζεται μόνο όταν η κυρία αξίωση του δανειστών - επιχειρήσεων για την καθυστέρηση πληρωμής εκ μέρους των οφειλετών - δημοσίων αρχών στηρίζεται σε ισχυρή, έγκυρη και νόμιμη σύμβαση και συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών. Αντιθέτως, όταν η ανωτέρω κυρία αξίωση των δανειστών στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό των οφειλετών (επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. 1α του άρθρου 3 του ΠΔ 166/2003), δηλαδή όταν δεν υφίσταται νόμιμη σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως και με τις εγγυήσεις, που παρέχουν οι, λαμβανόμενες αυτεπαγγέλτως υπόψη, δημοσίας τάξεως διατάξεις του ΠΔ 394/1996 περί «Του Κανονισμού Προμηθειών του Δημοσίου» (Πρβλ. ΑΠ Ολ 862/1984 NοB 33,80), για τις εξυπηρετούσες το δημόσιο και γενικό συμφέρον δημόσιες αρχές, το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και ο χρόνος έναρξης της τελευταίας καθορίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, η οποία, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 του Συντ., 1 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και 4 του νέου νόμου [ΠΔ 166/2003, πρβλ. ΣτΕ Ολ 1663/2009 Nomos, που αναφέρεται στην όμοια προς τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΠΔ 456/1984)], διότι, κατά την κρίση του
Δικαστηρίου, το νέο νομικό καθεστώς που ισχύει με το ΠΔ 166/2003, έχει ως σκοπό να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με έγκυρες, ισχυρές και νόμιμες συμβάσεις και όχι εκείνους που θεμελιώνουν τις αξιώσεις τους στον επικαλούμενο για τον ανωτέρω λόγο (ανυπαρξία νόμιμης σύμβασης) αδικαιολόγητο πλουτισμό των δημοσίων αρχών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχεία II σκέψη και δέχεται και η αντεkκαλούσα, εφόσον δεν προσβάλλει με την αντεφεσή της το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης, η τελευταία έκρινε με δύναμη δεδικασμένου ότι η αξίωση αυτής (εκκαλούσας) ως ενάγουσας για την επικαλούμενη καθυστέρηση πληρωμής στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εναγομένου και αντεφεσιβλήτου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, λόγω ακυρότητας των επικαλουμένων συμβάσεων πωλήσεως, οφειλόμενης (της ακυρότητας) στην έλλειψη της τήρησης των διατυπώσεων του ΠΔ 394/1996. Επομένως, η υπερημερία του εναγομένου αρχίζει από την επίδοση της αγωγής, ανεξάρτητα από τον καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό χαρακτήρα αυτής (ΑΕΔ 7/2011, ΑΠ Ολ 3/2006, ΑΠ 588/2011, ΑΠ 1127, 1128/2010 Nomos) και το ύψος αυτού είναι 6% ετησίως, όπως ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Όμοια, λοιπόν αφού έκρινε και η εκκαλουμένη, έστω και με εν μέρει ελλιπή και εσφαλμένη αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την παρούσα απόφαση κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, με αποτέλεσμα και οι δύο λόγοι της αντέφεσης, κατά τους οποίους η έναρξη της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη και το ύψος αυτού έπρεπε να καθορισθούν, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 4 του ΠΔ 166/2003, να κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι, όπως και η τελευταία στο σύνολο της.