ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Σχετικά έγγραφα
Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙV. Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής. Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ της ΕρμΚΠολΔ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Á ΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Σταύρος Κουρμπέτης Ασκούμενος Δικηγόρος

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Αριθµός απόφασης 135/2013 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ Ε ΕΣΣΑΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 7 Συντομογραφίες... 9 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Εισαγωγικά

Ειδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΠερΙεΧομεΝΑ ΠρΩτο μερος ειςαγωγη Ι. ΔΙΚΑΙοΔοςΙΑ ΚΑΙ ΑρμοΔΙοτΗτΑ των ΠοΛΙτΙΚΩΝ ΔΙΚΑςτΗρΙΩΝ Α. ΔΙΚΑΙοΔοςΙΑ των ΠοΛΙτΙΚΩΝ ΔΙΚΑςτΗρΙΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ (ΑΡΘΡΟ 88ΚΠΟλΔ) Η νομική φύση και η λειτουργία του στην ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Η ιδιότητα του διαδίκου σε αντιδιαστολή με την ιδιότητα του τρίτου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Τέλος, είναι αναγκαία η προσκόμιση στο δικαστήριο τεστ dna του εραστή, της μητέρας και του τέκνου και (κατά περίπτωση) του τεκμαιρόμενου πατέρα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 21722/2011 (αριθµός κατάθεσης αγωγής 22752/2008) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 53 έως και 56 του ν. 3842/2010 (Φ.Ε.Κ. 58Α / ) και οδηγίες για την εφαρμογή τους.

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΜΕΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΎ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ (Κ.Ε.Π.)

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Ως προς τη νομική φύση των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 936 ΚΑΙ 1020 ΚΠΟΛΔ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Το εκκλητό των δικαστικών αποφάσεων

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Η άσκηση ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 (Μελέτη στον τόμο

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ÚÌÂÓÔappleÔ ÏÔ. ΕΤΟΣ 68o ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2014

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 4335/2015 στο αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 12069/2013

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Η ενέργεια της παρεμβάσεως στην πολιτική δίκη (84 ΚΠολΔ)

Άρθρο 1. Το άρθρο 9 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΣΤΙΚΟ, ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2015-2016 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ/ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Η άσκηση ενδίκων μέσων επί απλής και αναγκαίας ομοδικίας. Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Κ. ΜΑΚΡΙΔΟΥ, καθηγήτρια Τριμελής επιτροπή: Κ. ΜΑΚΡΙΔΟΥ, καθηγήτρια Γ. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, καθηγητής Λ. ΠΙΨΟΥ, καθηγήτρια Εισηγήτρια: ΜΑΡΙΑ Η. ΚΩΤΣΗ Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2016 [1]

[2]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΛΗΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ 1.1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ 1.2. Η ΑΠΛΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΕΝ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙ 1.2.1. Οι μορφές της απλής ομοδικίας 1.2.2. Οι διαδικαστικές συνέπειες της απλής ομοδικίας 1.2.3. Οι μορφές της αναγκαίας ομοδικίας 1.2.4. Οι διαδικαστικές συνέπειες της αναγκαίας ομοδικίας 2. Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤ ΕΦΕΣΗ, ΚΑΤ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗΣ ΆΡΘΡΑ 516, 542 ΚΑΙ 556 ΚΠΟΛΔ 3. Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ ΟΜΟΔΙΚΟΥ ΕΠΙ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ - ΑΡΘΡΟ 76 ΠΑΡ.4 ΚΠΟΛΔ 3.1. ΟΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ Ή ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥΣ ΟΜΟΔΙΚΟΥΣ 3.2. Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ ΟΜΟΔΙΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ 3.2.1. Το απαράδεκτο της ατομικής παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου 3.2.2. Το δικαίωμα παραίτησης από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου 4. Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΟΜΟΔΙΚΟΥ ΕΠΙ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ - ΤΟ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΟΜΟΔΙΚΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΣΚΗΣΑΝ ΕΦΕΣΗ - ΑΡΘΡΟ 537 ΚΠΟΛΔ 4.1. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ (ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ) ΑΠΟ ΕΝΑΝ Ή ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΕΚ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΟΜΟΔΙΚΩΝ [3]

4.2. Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΕΦΕΤΕΙΑΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΠΛΟΥΣ ΟΜΟΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ 4.2.1. Το επεκτατικό αποτέλεσμα της έφεσης εν γένει Οι μοναδικές στο ΚΠολΔ περιπτώσεις διεύρυνσης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας 4.2.2. H διάταξη του άρθρου 537 ΚΠολΔ και το περιεχόμενο αυτής 4.2.3. Ο δικαιολογητικός λόγος της ύπαρξης εξαιρέσεως από τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου 4.2.4. Η επεκτατική συνέπεια της εφετειακής απόφασης 4.2.5. Το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη επεκτάσεως του ευνοϊκού αποτελέσματος της έφεσης στους μη συμμετέχοντες στη δευτεροβάθμια δίκη ομοδίκους - Η στάση της νομολογίας και η θέσπιση από αυτήν επιπλέον προϋποθέσεων 4.3. ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 537 ΚΠΟΛΔ 4.3.1. Ύπαρξη απλής ομοδικίας μεταξύ περισσοτέρων διαδίκων στην πρωτοβάθμια δίκη 4.3.2. Ήττα των απλών ομοδίκων με την ίδια απόφαση 4.3.3. Ταυτότητα του αιτιολογικού καθώς και του διατακτικού της αποφάσεως της πρωτοβάθμιας δίκης ως προς όλους τους απλούς ομοδίκους 4.3.4. Άσκηση του ενδίκου μέσου της έφεσης από έναν ή περισσοτέρους εκ των απλών ομοδίκων 4.3.5. Η μη αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τους μη εκκαλέσαντες διαδίκους 4.3.5.1. Η έννοια της αποδοχής της πρωτόδικης απόφασης 4.3.5.2. Το ειδικότερο ζήτημα της αποδοχής ή μη της πρωτόδικης απόφασης δια της παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας [4]

άσκησης έφεσης από την πλευρά των μη εκκαλέσσαντων απλών ομοδίκων 4.6. ΤΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 537 ΚΠολΔ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΙΚΛΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗ ΕΚΚΑΛΕΣΑΝΤΑ ΟΜΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΕΩΣ ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ 4.7. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 537 ΚΠΟΛΔ ΣΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ 5. Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ - ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ - ΑΡΘΡΑ 517, 543, 558 ΚΠΟΛΔ 5.1. Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤ ΕΦΕΣΗ ΔΙΚΗ ΕΝ ΓΕΝΕΙ 5.2. Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ 5.2.1. Η παθητική νομιμοποίηση των απλών ομοδίκων 5.2.2. Η παθητική νομιμοποίηση των αναγκαίων ομοδίκων 5.3. Η ΚΑΤ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΠΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΛΟΥ/ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ ΟΜΟΔΙΚΟΥ ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ 5.3.1. Η δυνατότητα απεύθυνσης της έφεσης κατά του απλού ομοδίκου του εκκαλούντος 5.3.2. Η δυνατότητα απεύθυνσης της έφεσης κατά του αναγκαίου ομοδίκου του εκκαλούντος 5.4. Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑ ΛΟΙΠΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΕΠΙ ΑΠΛΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ 6. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΠΙ ΑΠΛΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ [5]

[6]

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ αρ. Αρμ ΑρχΝ ΑχΝομ βλ. ΔΕΕ ΔΕΝ Δικογρ Δ Δνη ΔΣΑ ΕΔΚΑ ΕΔΠολ Ειρ Άρειος Πάγος άρθρο Αρμενόπουλος Αρχείον Νομολογίας Αχαϊκή νομολογία βλέπε Δίκαιο επιχειρήσεων και εταιριών Δελτίο εργατικής νομολογίας Δικογραφία Δίκη Δικαιοσύνη Δικηγορικός σύλλογος Αθηνών Επιθεώρηση δικαίου κοινωνικών ασφαλίσεων Επιθεώρηση δικαίου πολυκατοικίας Ειρηνοδικείο ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη εκδ. έκδοση ενδεικτ. ενδεικτικά ΕπισκΕΔ Επισκόπηση εμπορικού δικαίου ΕΣυγκΔ Επιθεώρησις συγκοινωνιακού δικαίου κατωτ. Μον ΝοΒ κλπ κατωτέρω Μονομελές Νομικό Βήμα και λοιπά [7]

ΚΠολΔ κρ. γν. λχ. ο.π. Πολ παρ. παρατ. περ. Πρ ΤΝΠ ΧρΙΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας κρατούσα γνώμη λόγου χάριν όπου παραπάνω Πολυμελές παράγραφος παρατηρήσεις περίπτωση Πρωτοδικείο Ταμείο Νομικών Πληροφοριών Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου [8]

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΛΗΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ 1.1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ Σε μια υπόθεση που έχει εναχθεί ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατ αρχήν συμμετέχουν δύο διάδικοι, εκείνος που αξιώνει το επίδικο δικαίωμα και ονομάζεται ενάγων, και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αξίωση και ονομάζεται εναγόμενος. Πέραν όμως αυτής της απλουστευμένης μορφής, είναι δυνατόν η πολιτική δίκη να προσλάβει και πιο σύνθετη μορφή, με την συμμετοχή περισσοτέρων των δύο διαδίκων. Δύνανται, δηλαδή, διάδικοι από την πλευρά είτε του ενάγοντος είτε του εναγομένου είτε και αμφοτέρων να είναι περισσότεροι του ενός. Η ύπαρξη περισσοτέρων διαδίκων αποτελεί και το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της ομοδικίας. Όταν στην πολιτική δίκη συμμετέχουν περισσότεροι ενάγοντες έχουμε ενεργητική ομοδικία ενώ όταν οι εναγόμενοι είναι περισσότεροι η ομοδικία καλείται παθητική. Η ύπαρξη πλειόνων διαδίκων συνεπάγεται και την ύπαρξη πλειόνων δικών σε αριθμό τουλάχιστον τόσων, όσοι είναι και οι διάδικοι 1. Μέσω του θεσμού της ομοδικίας που επιβάλλει κοινή διαδικασία επιτυγχάνεται μια σειρά ωφελειών για τους ίδιους τους διαδίκους με σημαντικότερες την ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης, καθώς η συνεκδίκαση συντείνει σε μια καλύτερη διερεύνηση της διαφοράς καθ ην στιγμήν ενώπιον του δικαστή παρουσιάζεται πληρέστερα το υλικό της υπόθεσης με αποτέλεσμα να μπορεί αυτός σχηματίζοντας μια πιο ολοκληρωμένη άποψη να καταλήξει σε ασφαλέστερο συμπέρασμα, την αποτροπή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και τέλος την συρρίκνωση των δικαστικών δαπανών. Πέραν της ανωτέρω διάκρισης της ομοδικίας σε ενεργητική και παθητική, συναντώνται και άλλες διακρίσεις. Ειδικότερα, αναλόγως του χρόνου εμφάνισης του εν λόγω δεσμού μεταξύ των περισσοτέρων διαδίκων 1 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην, σελ. 20-22. Σε ό,τι αφορά την αναγκαία ομοδικία, όπως αναφέρουμε και σε άλλο σημείο της παρούσης, υπάρχει διάσταση απόψεων ως προς το εάν υπάρχει μία ενιαία δίκη ή τόσες όσοι και οι αναγκαίοι ομόδικοι. [9]

η ομοδικία μπορεί να διακριθεί περαιτέρω σε αρχική και επιγενόμενη. Η αρχική θεμελιώνεται μέσω της αγωγής, ενώ η μεταγενέστερη-επιγενόμενη θεμελιώνεται σε μεταγενέστερο χρόνο λχ. με καθολική διαδοχή. Επιπλέον, ο θεσμός της ομοδικίας διακρίνεται ανάλογα με τη φύση της σχέσης που υφίσταται μεταξύ των περισσοτέρων εναγόντων ή εναγομένων σε απλή και αναγκαία. Όπως αναφέρουμε και κατωτέρω, τα δύο αυτά είδη ομοδικίας, διαφέρουν μεταξύ τους τόσο ως προς τις προϋποθέσεις, όσο και ως προς τις συνέπειές τους. 1.2. Η ΑΠΛΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΕΝ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙ 1.2.1. Οι διαδικαστικές συνέπειες της απλής ομοδικίας Στην απλή ομοδικία, η ένωση των δικών έχει καθαρά δικονομική φύση, έχει δηλαδή καθαρά εξωτερικό, τυπικό χαρακτήρα. Τούτο σημαίνει ότι η κάθε δίκη εξακολουθεί να έχει την δική της πορεία ωσάν η υπόθεση δικαζόταν μόνη της 2. Με την εισαγωγή του θεσμού της απλής ομοδικίας επιτυγχάνεται η συνεκδίκαση περισσότερων δικών σε μία ενιαία διαδικασία, η κοινή συζήτηση τους και η έκδοση ενιαίας απόφασης 3. Ο κάθε απλός ομόδικος έχει, σύμφωνα με το άρ. 75 παρ. 1 που καθιερώνει τον κανόνα της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των ομοδίκων, την δυνατότητα να ενεργεί ανεξάρτητα από τους λοιπούς ομοδίκους του, επηρεάζοντας οι διαδικαστικές πράξεις αυτού αποκλειστικά την δική του δίκη. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν οι πράξεις επίσπευσης της δίκης, οι οποίες δεσμεύουν και τους λοιπούς απλούς ομοδίκους σύμφωνα με το άρ. 75 παρ. 2, υπό την έννοια ότι αν αυτοί δεν εμφανιστούν στην δίκη δικάζονται ερήμην. Έτσι, βάσει της υποκειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων των απλών ομοδίκων, τυχόν παραίτηση ομοδίκου από το δικόγραφο ή το 2 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία τ. I, Θεμελιώδεις έννοιες και αρχές, Δικαιοδοσία- Αρμοδιότητα, σελ. 347. 3 Βλ. Νίκα, τ. I, ό.π. σελ. 344. [10]

δικαίωμα της αγωγής επηρεάζουν μόνο την δική του δίκη 4. Το ίδιο συμβαίνει και με τις λοιπές διαδικαστικές πράξεις, είτε πρόκειται για ενεργητική είτε για παθητική απλή ομοδικία. Για παράδειγμα, τυχόν συμβιβασμός ισχύει μόνο για τον προτείνοντα αυτόν και τον αντισυμβαλλόμενό του, όχι δε και για τους λοιπούς ομοδίκους του προτείνοντος ή του αντισυμβαλλομένου. Επιπλέον, η άρνηση, αμφισβήτηση, αναγνώριση ή ομολογία των ισχυρισμών του ενάγοντος από έναν μόνο εκ των απλών ομοδίκων εναγομένων λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά στο πλαίσιο της δικής του δίκης 5. Ομοίως συμβαίνει με τις προσωπικές ενστάσεις, όπως για παράδειγμα με την ένσταση συμψηφισμού, τις επιδόσεις που επενεργούν στην δίκη εκ μέρους εκείνου που γίνονται ή προς εκείνους στους οποίους τα δικόγραφα απευθύνονται, τις προθεσμίες για το παραδεκτό της άσκησης των ενδίκων μέσων, το παραδεκτό των μαρτύρων, το ευεργέτημα της πενίας, το βίαιο της διακοπής της δίκης στο πρόσωπο ομοδίκου κτλ. 6. Απόρροια της αρχής της υποκειμενικής ενέργειας είναι και η δυνατότητα του δικάζοντος δικαστή σε δίκη πλειόνων διαδίκων να εκδώσει απόφαση με διαφορετικό περιεχόμενο λχ. λόγω προβολής από αυτούς αντίθετων ισχυρισμών. Η προσαγωγή όμως αποδεικτικών μέσων από έναν διάδικο ωφελεί και τους ομοδίκους του (346ΚΠολΔ). Επί ανταγωγής, εξ αντιδιαστολής με το 268 παρ. 2 που προβλέπει ότι αυτή στην περίπτωση της αναγκαίας ομοδικίας πρέπει να ασκείται από όλους τους εναγομένους σε περίπτωση υπάρξεως δεσμού παθητικής ομοδικίας και κατά όλων των εναγόντων σε περίπτωση υπάρξεως δεσμού ενεργητικής ομοδικίας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι επί του προκείμενου η άσκησή της 4 Ομοίως και επί παραιτήσεως από το δικόγραφο ή από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων, που εγκύρως μπορούν να επιχειρούνται από οποιονδήποτε από ομόδικο χωρίς να επηρεάζονται οι δίκες των υπολοίπων. Βλ. σχετικά Μπότσαρη, Η παραίτησης από τον ενδίκων μέσων, σελ. 94-95. 5 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 195. 6 Βλ. Νίκα, τ. I, ό.π. σελ. 348-349. [11]

επιδρά μόνο υπέρ των απλών ομοδίκων εναγομένων που την άσκησαν και μόνο κατά των απλών ομοδίκων στους οποίους απευθύνεται 7. Λόγω ακριβώς της αποκλειστικά εξωτερικής σύνδεσης των πλειόνων δικών, η ύπαρξη απλής ομοδικίας δεν είναι υποχρεωτική αλλά δυνητική 8. Οι ενάγοντες και εν δυνάμει απλοί ομόδικοι δύνανται να αποφασίσουν την ξεχωριστή εκδίκαση των υποθέσεών τους με την άσκηση ξεχωριστών αγωγών. Απεναντίας, ο εναγόμενος ή οι εναγόμενοι δεν μπορούν να εξαναγκάσουν τους ενάγοντες σε άσκηση κοινής ή ξεχωριστής αγωγής και συνεπώς στην δημιουργία απλής ή μη ενεργητικής ομοδικίας. Σε ό,τι αφορά την παθητική απλή ομοδικία, ο ενάγων ή οι εναγόμενοι είναι αυτοί που θα αποφανθούν εάν από την πλευρά των εναγομένων θα δημιουργηθεί απλή παθητική ομοδικία ή εάν αυτοί θα εναχθούν ξεχωριστά. Απεναντίας ο εναγόμενος δεν μπορεί να αρνηθεί η υπόθεσή του να συνεκδικαστεί με αυτές των ομοδίκων του. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο η απλή ομοδικία χαρακτηρίζεται ως σχέση μονομερώς προαιρετική 9. 1.2.2. Οι μορφές της απλής ομοδικίας Οι περιπτώσεις υποκειμενικής σώρευσης αγωγών στην απλή ομοδικία περιγράφονται στο άρθρο 74 ΚΠολΔ, είναι τρείς στον αριθμό και πρέπει να ερμηνεύονται με ευρύτητα. Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις για την συνένωση περισσοτέρων αγωγών ή την απεύθυνση αγωγής κατά περισσοτέρων εναγομένων συντρέχουν όταν επί του αντικειμένου της διαφοράς έχουν περισσότεροι κοινό δικαίωμα ή κοινή υποχρέωση (74 αρ. 1 περ. 1 ΚΠολΔ). Όταν υφίσταται, δηλαδή, κοινωνία δικαιώματος ή υποχρέωσης, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στη κοινωνία των άρθρων 785 επ. ΑΚ, στη συννομή (994 ΑΚ), στη συγκυριότητα (1113 ΑΚ), στην οροφοκτησία (1117 7 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 196. 8 Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ Ι 1-590, σελ. 170 αρ. 4. 9 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 184. [12]

ΑΚ), στη συγκληρονομία (1884 ΑΚ) και στην ενεργητική και παθητική (γνήσια και μη γνήσια) εις ολόκληρον ενοχή των άρθρων 481 επ. 10 Περίπτωση υπάρξεως απλής ομοδικίας υπάρχει κατά δεύτερον όταν σύμφωνα με το άρθρο 74 αρ. 1 περ. β ΚΠολΔ τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των περισσοτέρων διαδίκων στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίπτωση όπου περισσότεροι συγγενείς επιβαινόντων σε μεταφορικό μέσο ενάγουν τον μεταφορέα για ψυχική οδύνη λόγω θανάτου των επιβαινόντων ή στην ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως εναντίον περισσοτέρων δανειστών 11. Περίπτωση απλής ομοδικίας συντρέχει όμως και όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς 12 απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία ιστορική και νομική βάση, συγχρόνως το δικαστήριο έχει καθ ύλην με βάση το άρ. 9.4 ΚΠολΔ και κατά τόπο με βάση το άρ. 37 I ΚΠολΔ αρμοδιότητα για τον καθέναν χωριστά από τους ομοδίκους (74 αρ. 2) και υπάρχει ταυτότητα διαδικασίας. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η αγωγή διατροφής συζύγου και τέκνου, η αγωγή περισσοτέρων κληρονόμων προς ανατροπή άστοργης δωρεάς και η αγωγή του νόμιμου κομιστή συναλλαγματικής κατά του αποδέκτη και του τριτεγγυητή 13. 1.2.3. Οι διαδικαστικές συνέπειες της αναγκαίας ομοδικίας Σε αντίθεση με την απλή ομοδικία όπου υπάρχει ανεξαρτησία και αυτοτέλεια των δικών, στην αναγκαία ομοδικία υπάρχει ουσιαστικός δεσμός μεταξύ των 10 Βλ. Νίκα τ. I, ό.π. σελ. 345 Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τ. I σελ. 168 αρ. 1 Μαργαρίτη/ Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Θεωρία-Νομολογία, Τόμος I, εκδ. 2012, σελ. 153 αρ. 3. 11 Για περισσότερα παραδείγματα βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τ. I σελ. 168 169 αρ. 2 Μαργαρίτη, τ. I, ό.π. σελ. 153, αρ. 3. 12 Ομοειδής είναι αυτές οι απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στο ίδιο ποιοτικά είδος παροχής. 13 Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, τ. I ό.π. σελ. 169 αρ. 3 Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, εκδ. 1986, σελ. 261 Μαργαρίτη, τ. I, ό.π. σελ. 153 αρ. 4. [13]

ομοδίκων, οι οποίοι ενώνονται υποχρεωτικώς σε κοινή διαδικασία προκειμένου εν τέλει να εκδοθεί απόφαση ταυτόσημου περιεχομένου για όλους. Το χαρακτηριστικό της φύσης της αναγκαίας ομοδικίας είναι η κατ αρχήν αντικειμενική ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων των ομοδίκων. Το αποτέλεσμα της διαδικαστικής πράξης του δρώντος διαδίκου επεκτείνεται, δηλαδή, και στον αναγκαίο ομόδικό του ανεξαρτήτως αν αυτή προσκομίζει ωφέλεια ή βλάβη στον τελευταίο. Έτσι για παράδειγμα, ο λόγος εξαίρεσης ενός μάρτυρα ως προς έναν ομόδικο καταλαμβάνει και τους υπολοίπους, όταν διακόπτεται η δίκη για έναν από τους ομοδίκους επέρχεται διακοπή για όλους, η πραγματοποιηθείσα επίδοση από έναν ή περισσοτέρους ομοδίκους ωφελεί και τους λοιπούς κ.ο.κ. 14. Στη ρύθμιση της αντικειμενικής ενέργειας υπάγεται κάθε πράξη διαδίκου, όχι μόνον όταν ερημοδικούν οι ομόδικοί του, αλλά και όταν αυτοί αδρανούν, όπως για παράδειγμα όταν αν και παρόντες στην δίκη αμελούν να προτείνουν μέσα επίθεσης και άμυνας καθώς και μέσα απόδειξης. Για την εκπροσώπηση των ερημοδικούντων ομοδίκων από τους αναγκαίους ομοδίκους τους προϋποτίθεται νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή τους, ειδάλλως δύνανται να ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας. Η αντικειμενική ενέργεια αφορά αποκλειστικά τις πράξεις που επιχειρούν οι αναγκαίοι ομόδικοι όχι όμως και τις διαδικαστικές πράξεις του αντιδίκου τους, ο οποίος οφείλει να ενεργεί ως προς κάθε ομόδικο ξεχωριστά. Όταν στη δίκη παρίστανται όλοι οι αναγκαίοι ομόδικοι ενεργώντας διαδικαστικές πράξεις αντιφατικές μεταξύ τους, αντί του απαραδέκτου ο εθνικός νομοθέτης μέσω του άρθρου 77 ΚΠολΔ επιτρέπει στον δικαστή την ελεύθερη εκτίμηση των ενεργειών των ομοδίκων και τον καθορισμό των αποτελεσμάτων της κάθε διαδικαστικής πράξης 15. Από την αρχή της αντικειμενικής ενέργειας ρητώς εξαιρούνται οι αναφερόμενες στο άρθρο 76 παρ. 2 διαδικαστικές πράξεις, ήτοι ο συμβιβασμός, η παραίτηση από το δικαίωμα και το δικόγραφο της αγωγής, 14 Βλ. Νίκα, τ.i, ό.π. σελ. 361. 15 Βλ. Νίκα, τ. I, ό.π. σελ. 365. [14]

η αναγνώριση και η συμφωνία για διαιτησία 16. Δεν μπορεί συνεπώς ο αναγκαίος ομόδικος να συνάπτει τις τέσσερις αυτές διαδικαστικές πράξεις και για λογαριασμό των υπολοίπων ομοδίκων του που αδρανούν. Αμφίβολη φαίνεται για τους θεωρητικούς η δυνατότητα σύναψης συμβιβασμού, αναγνώρισης, παραίτησης καθώς και η συμφωνία για διαιτησία για έναν μόνο από τους αναγκαίους ομοδίκους χωρίς την σύμπραξη των υπολοίπων. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη που επικρατεί στην νομολογία 17 αλλά και σε μέρος της θεωρίας 18, η ανάγκη εκδόσεως όμοιας απόφασης για όλους τους αναγκαίους ομοδίκους λόγω της ανάγκης ενιαίας ρύθμισης αποκλείει εν προκειμένω την διάσπαση της δικονομικής ενότητας με τον συμβιβασμό ή την αναγνώριση ή την παραίτηση ή την προσφυγή στην διαιτησία υπό ενός εκ των ομοδίκων δίχως την σύμπραξη και των υπολοίπων μόνο στην περίπτωση όπου απαιτείται υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση ή πρόκειται για αδιαίρετα δικαιώματα. Η υποχρέωση συμπράξεως περιορίζεται, δηλαδή, στις ανωτέρω δύο περιπτώσεις. Σύμφωνα όμως με δεύτερη άποψη, αναγκαίος ομόδικος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επιχειρήσει μεμονωμένα τις ανωτέρω πράξεις, καθώς είναι απαραίτητη η σύμπραξη όλων των ομοδίκων καθώς πρόκειται για ενιαία έννομη σχέση 19. Η αξία των θέσεων αυτών για την υποχρέωση σύμπραξης όλων των ομοδίκων διαφαίνεται και επί των ενδίκων μέσων, ιδίως σε ό,τι αφορά την 16 Βλ. αναλυτικά Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 275-280 17 Βλ. ενδεικτικώς ΕφΑθ 1624/1987, Αρμ 1987.505 ΕφΑθ 10127/1980, ΕλλΔνη 23.170 ΕιρΑργαλ 23/1991, ΝΟΜΟΣ και ΑρχΝ 1993.502. 18 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, σελ. 275 επ., 289 και Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος - Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, εκδ. 2016 σελ. 578, αρ. 61,62 και 63, όπου αναφέρονται και οι δύο απόψεις, Μητσόπουλο, Δ 10. 157 (197). 19 Βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Γενικαί Αρχαί και κατ άρθρον ερμηνεία, τ. Iα, Γενικαί διατάξεις (άρθρα 1-105), εκδ. 1973, σελ. 424-425 Νίκα, τ. I, ό.π. σελ. 362 Μαργαρίτη, Η αποδοχή της αγωγής, ΕλλΔνη 24 (1983) σελ. 349 επ., σελ. 352. Βλ. επίσης ΕφΘεσσ 2687/1996, ΝΟΜΟΣ και Αρμ 1997.919: «Γι αυτό επιβάλλεται η σύμπραξη όλων των αναγκαίων ομοδίκων, η δε τυχόν χωριστή επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων, όπως η παραίτηση, η αποδοχή, ο συμβιβασμός κλπ. από έναν είναι ανίσχυρη, τόσον έναντι των άλλων όσον και έναντι του ιδίου.» [15]

παραίτηση από το δικαίωμα άσκησής τους ή την παραίτηση από το δικόγραφό τους από κάποιον εκ των ομοδίκων 20. Επιπλέον, για το παραδεκτό της ανταγωγής δεν επαρκεί η άσκηση αυτής εξ ενός εκ των ομοδίκων αλλά απαιτείται η σύμπραξη όλων (268 παρ. 2ΚΠολΔ). Αναγκαία ομοδικία δύναται να υπάρξει το πρώτον κατά την έγερση της αγωγής από περισσότερους αλλά και κατά περισσοτέρων αναγκαίων ομοδίκων, αλλά και μεταγενεστέρως με την πραγματική ή πλασματική είσοδο αυτών κατόπιν της προσεπικλήσεως του άρθρου 86 ΚΠολΔ 21. 1.2.4. Οι μορφές της αναγκαίας ομοδικίας Οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη αναγκαίας ομοδικίας περιγράφονται περιοριστικώς στο άρθρο 76 παρ. 1 και είναι τέσσερις στον αριθμό. Συχνά μάλιστα τυγχάνει αυτές να αλληλεπικαλύπτονται καθώς υπάρχουν περιπτώσεις αναγκαίας ομοδικίας που εμπίπτουν σε περισσότερες της μίας 22. Πρώτη μορφή αναγκαίας ομοδικίας αποτελεί η υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση. Η προϋπόθεση αυτή προβλέπεται ρητώς από διατάξεις του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου και η παράβασή της επιφέρει ως συνέπεια το απαράδεκτο της άσκησης αγωγής από περισσότερους ή κατά περισσοτέρων. Το απαράδεκτο της αγωγής γίνεται να καλυφθεί και με προσεπίκληση των λοιπών μη συμμετεχόντων αναγκαίων ομοδίκων ή με εκούσια παρέμβασή τους. Παραδείγματα υποχρεωτικής κοινής νομιμοποίησης αποτελούν η διαπλαστική αγωγή αποκλεισμού εταίρου αστικής εταιρείας (771 ΑΚ), η αγωγή διανομής καθώς και η άσκηση του δικαιώματος συμβατικής υπαναχώρησης (396 ΑΚ) όταν οι συμβαλλόμενοι από τις δύο πλευρές είναι περισσότεροι 23. 20 Τα θέματα αυτά εξετάζονται ειδικότερα στο κεφάλαιο της ενεργητικής νομιμοποίησης των αναγκαίων ομοδίκων. 21 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 219-222. 22 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 229ˑ Νίκα, τ. I, ό.π. σελ. 352 αρ. 1.. 23 Βλ. ΑΠ 107/2005, ΕλλΔνη 2007.152 ΑΠ 1327/2006, ΧρΙΔ 2006.902 ΑΠ 863/2006 ΕλλΔνη 2007.443. Για αναλυτική παράθεση περιπτώσεων υποχρεωτικής κοινής [16]

Αναγκαιότητα για ύπαρξη του θεσμού της αναγκαίας ομοδικίας υφίσταται και όταν η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους. Στην δεύτερη αυτή προϋπόθεση υπάγονται όλες οι περιπτώσεις όπου υπάρχει επέκταση των υποκειμενικών ορίων του ουσιαστικού δεδικασμένου (325 επ. ΚΠολΔ). Εν προκειμένω, υποχρέωση κοινής εναγωγής δεν υφίσταται αλλά όταν οι τρίτοι στους οποίους εκτείνεται το δεδικασμένο συμμετέχουν στην δίκη και ομοδικούν με τον κύριο διάδικο, καθίστανται αναγκαίοι ομόδικοί του. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν η αγωγή κατά μισθωτή και υπομισθωτή για απόδοση μισθίου (325 αριθ. 3), η αγωγή κατά ΟΕ και ομορρύθμου εταίρου της για χρέη της εταιρείας (329), καθώς και η αγωγή δανειστή κατά πρωτοφειλέτη και εγγυητή αλλά μόνο καθ ο μέρος αντικείμενο της δίκης είναι η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του χρέους (328) 24. Αναγκαία ομοδικία υπάρχει ακόμη όταν εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν μία υπόθεση, δεν μπορούν να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους. Εν προκειμένω, παρ ότι δεν υφίσταται κίνδυνος σύγκρουσης δεδικασμένου, παρ ολ αυτά κατά τους κανόνες της κοινής λογικής πρέπει να εκδοθούν όμοιες αποφάσεις. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι αντίθετες αποφάσεις δεν δύνανται να υπάρξουν λχ. στις περιπτώσεις διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας κατά του οφειλέτη και του τρίτου και αγωγής αγοραστή κατά του εργολάβου και του οικοπεδούχου για μεταβίβαση της κυριότητας οριζόντιας ιδιοκτησίας 25. Στην τέταρτη και τελευταία κατηγορία εμπίπτουν οι περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει η ανάγκη ενιαίας ρύθμισης της διαφοράς, χωρίς όμως να νομιμοποίησης σε καταψηφιστικές, αναγνωριστικές και διαπλαστικές αγωγές βλ. Γέσιου- Φαλτσή, ό.π., σελ. 231-239. Για περισσότερα παραδείγματα βλ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 264 Μαργαρίτη, ό.π. σελ. 160 αρ. 11. 24 ΑΠ 1103/2010, ΝοΒ 2011.114 ΑΠ 23/1997 ΝοΒ 1998.763 ΕφΑθ 9775/2002 ΝοΒ 2003.1237 ΕφΑθ 205/2002 Αρμ 2003.840. Για περισσότερα παραδείγματα βλ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, ό.π. σελ. 26 Μαργαρίτη, τ.i, ό.π. σελ. 159-160, 7,8,9. 25 Για περισσότερα παραδείγματα βλ. Κεραμέα, ό.π. σελ. 264-265 Νίκα τ. I, ό.π. σελ. 360. [17]

υπάρχει εν προκειμένω επέκταση του δεδικασμένου, και δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμία από τις λοιπές τρείς κατηγορίες. Εδώ υπάγονται κυρίως οι αγωγές που αφορούν αδιαίρετες παροχές, παραδείγματος χάριν προσωπικής ή περιορισμένης προσωπικής δουλείας (1112, 1131, 1138 παρ.2 και 1191 ΑΚ) και διατροφής τέκνου κατά αμφότερων των γονέων του 26. Τυχόν μη συνδρομή των προϋποθέσεως της αναγκαίας ομοδικίας συνεπάγεται αυτεπάγγελτο χωρισμό των δικών σε κάθε στάδιο της δίκης. 2. Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚAΤ ΕΦΕΣΗ, ΚΑΤ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗΣ ΆΡΘΡΑ 516, 542 ΚΑΙ 556 ΚΠΟΛΔ Νομιμοποιούμενα πρόσωπα σε άσκηση έφεσης είναι σύμφωνα με το άρθρο 516 ΚΠολΔ καταρχήν οι διάδικοι που συμμετείχαν στην πρωτοβάθμια δίκη, ήτοι ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο κυρίως παρεμβαίνων, ο προσθέτως παρεμβαίνων και ο εισαγγελέας πρωτοδικών. Πρόσωπα που δεν συμμετείχαν ως διάδικοι δεν νομιμοποιούνται να προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ακόμη και αν δεσμεύονται από το δεδικασμένο ή την εκτελεστότητα αυτής 27. Το ποιοι ήταν διάδικοι στην δίκη προκύπτει και από την δικαστική απόφαση. Διάδικοι θεωρούνται και οι νόμιμοι αντιπρόσωποι του διαδίκου. Έτσι δύνανται να ασκήσουν έφεση ο ασκών την γονική μέριμνα που παραστάθηκε στον πρώτο βαθμό εκτός αν ο ανήλικος ενηλικιώθηκε μετά τα πέρας της συζήτησης ή την έκδοση της οριστικής απόφασης 28, ο δικαστικός συμπαραστάτης, εφόσον επίσης κατά τον χρόνο έφεσης οι προστατευόμενοί του δεν έχουν ικανότητα δικαστικής 26 Για περισσότερα παραδείγματα βλ. Κεραμέα, ό.π. σελ. 263 Νίκα τ. I, ό.π. σελ. 354-355. 27 Βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία III, Ένδικα μέσα, σελ. 129. 28 Βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π. σελ. 910 αρ. 6 Σαμουήλ, Η έφεση (κατά τον ΚΠολΔ), σελ. 138. Σε περίπτωση που στην πρωτοβάθμια δίκη παραστάθηκε ανήλικος και το ελάττωμα δεν διαπιστώθηκε, τότε κατά μία άποψη η άσκηση της έφεσης θα πρέπει να γίνει από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του κατά άλλη δε άποψη ο ίδιος θα πρέπει να διατηρήσει παρά το ελάττωμα το δικαίωμα άσκησης έφεσης. Βλ. αναλυτικά Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 131-133. [18]

συμπαράστασης, οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου 29, ο σύνδικος πτώχευσης, ο εκτελεστής διαθήκης, ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας κτλ.. Στις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες το δικαίωμα έφεσης ανήκει στην εταιρεία και όχι στους εταίρους 30. Συχνότερη κατηγορία εκκαλούντων είναι ο ενάγων ή ο εναγόμενος, εφόσον ηττήθηκαν εν μέρει ή εν όλω. Όταν εκκαλούντες είναι περισσότεροι ενάγοντες ή εναγόμενοι, υφίσταται τότε μεταξύ τους δεσμός ομοδικίας, οπότε και τίθενται ειδικότερα ζητήματα ως προς την εκ μέρους τους άσκηση ενδίκων μέσων. Καθ ην στιγμήν με την άσκηση κύριας παρέμβασης, ο κυρίως παρεμβαίνων καθίσταται διάδικος στον πρώτο βαθμό, νομιμοποιείται και αυτός σε άσκηση έφεσης κατά του απορριπτικού της παρέμβασής του σκέλους της απόφασης 31 αλλά και κατά της διατάξεως που αναφέρεται στις σχέσεις των αρχικών διαδίκων 32,33. Προκειμένου όμως να εναντιωθεί κατά της διάταξης που αναφέρεται στις σχέσεις των αρχικών διαδίκων θα πρέπει σωρευτικά να εναντιωθεί και κατά της διάταξης που απέρριψε την 29 Για την άσκηση έφεσης από δήμο απαιτείται άδεια της δημαρχιακής επιτροπής, από ενοριακό ναό απαιτείται η άδεια του οικείου εκκλησιαστικού συμβουλίου, από το ΙΚΑ απαιτείται άδεια του διοικητή του. Επίσης για περιουσία που καταλείπεται υπέρ κοινωφελούς σκοπού ή κοινωφελούς ιδρύματος, ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί να ασκήσει οποιοδήποτε ένδικο μέσο ακόμη κα αν δεν ήταν διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη. Βλ. Σαμουήλ, ό.π. σελ. 138 και 142. 30 Βλ. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, Ερμηνεία-Νομολογία-Βιβλιογραφία, Ειδικές διατάξεις, σελ. 152. 31 Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 564-565 αρ. 2278ˑ Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 93ˑ ΕφΑθ 855/2011, ΝΟΜΟΣˑ ΕφΑθ 1146/2002, ΝΟΜΟΣ και ΕλλΔνη 2002.841. 32 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 135 αρ. 24ˑ Μπέη, Πολιτική Δικονομία, Γενικές Αρχές και ερμηνεία των άρθρων, τ. III, Ένδικα μέσα και ανακοπές (άρθρα 495 έως 590), σελ. 1935 αρ. 6. 33 Με το άρθρο 1 του νόμου 4335/2015 επήλθε τροποποίηση στην παρ. 1 του άρθρου 79 ΚΠολΔ. Με την τροποποίηση αυτή περιορίστηκε η δικονομική ικανότητα για άσκηση κύριας παρέμβασης για πρώτη φορά στον δεύτερο βαθμό, όπως ίσχυε υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, Πλέον, κάθε κύρια παρέμβαση που ασκείται στον δεύτερο βαθμό μετά την 01.01.2016 είναι ανεπίτρεπτη και επιφέρει το απαράδεκτο αυτής. Βλ. και Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 566 αριθ. 2278 επ. [19]

παρέμβασή του 34. Διαφορετικά, η απορριπτική της παρέμβασής του διάταξη θα τελεσιδικήσει και καθότι δεν θα έχει πλέον δικαίωμα να συμμετάσχει στην διαδικασία υπό την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος, η έφεση θα απορριφθεί για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης. Σε περίπτωση που η κύρια παρέμβαση έγινε στον πρώτο βαθμό δεκτή δεν δικαιολογείται συνήθως έννομο συμφέρον προς άσκηση εφέσεως κατά διατάξεως που αναφέρεται στις σχέσεις των αρχικών διαδίκων 35. Δικαίωμα έφεσης έχει σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο και ο προσθέτως παρεμβαίνων, ανεξαρτήτως αν άσκησε έφεση και ο υπέρ ου η παρέμβαση. Σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί να προτείνει και άλλους λόγους εκτός από αυτούς που τυχόν προέβαλε ο κύριος διάδικος, είτε αφορούν την παρέμβασή του είτε την ουσία της υπόθεσης. Ακόμη και όταν ο υπέρ ου δεν ασκεί ο ίδιος έφεση κλητεύεται υποχρεωτικά στην δευτεροβάθμια δίκη και παραμένει κύριος διάδικος σε αυτήν. Εφόσον δεν πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, απαράδεκτη κρίνεται η πρόσθετη παρέμβαση στην περίπτωση που ο υπέρ ου αποδέχτηκε την πρωτόδικη απόφαση ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα άσκησης έφεσης ή αντιτίθεται σε αυτήν ευθέως 36. Στην αυτοτελή παρέμβαση το δικαίωμα του παρεμβαίνοντος είναι αυθύπαρκτο και συνεπώς δεν επηρεάζεται από την δικονομική συμπεριφορά που θα έχει ο υπέρ ου. Τρίτος στον οποίο ανακοινώθηκε η δίκη χωρίς όμως να ασκήσει παρέμβαση, δεν δύναται να ασκήσει έφεση, καθώς δεν γίνεται διάδικος. Στην προσεπίκληση, εκείνος που προσεπικλήθηκε εφόσον δεν άσκησε παρέμβαση δεν έγινε διάδικος και δεν δικαιούται συνεπώς να ασκήσει έφεση. Όταν πρόκειται για προσεπίκληση των αναγκαίων ομοδίκων (86) ή του τρίτου αληθινού κυρίου ή νομέα (87), αυτοί αποκτούν με την προσεπίκληση την ιδιότητα του διαδίκου και συνεπώς ακόμη και αν δεν 34 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 135 και Μπέη, τ. III, ό.π. σελ. 1935 αρ. 6. 35 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 135 υποσ. 145. 36 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ.137-138 Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 155-156. [20]

συμμετέχουν στην δίκη έχουν δικαίωμα άσκησης έφεσης 37. Στην προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή (88), εφόσον ο δικονομικός εγγυητής δεν παρενέβη στην κύρια δίκη, δικαιούται άσκησης έφεσης μόνο ως προς τις διατάξεις της απόφασης που αφορούν την καταδίκη του, μπορεί δηλαδή να εφεσιβάλει την απόφαση μόνο ως προς την παρεμπίπτουσα δίκη της προσεπίκλησης, καθώς δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη 38. Διάδικοι καθίστανται και οι καθολικοί διάδοχοι (κληρονόμοι, καταπιστευματοδόχοι, κληροδόχοι υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1996 ΑΚ), όταν ο θάνατος του αρχικού διαδίκου επήλθε μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης ή την έκδοση απόφασης. Εφόσον ο θάνατος επήλθε κατά την διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης, επέρχεται βίαιη διακοπή αυτής, οπότε και οι καθολικοί διάδικοι του αποθανόντος μέχρι πρότινος διαδίκου επαναλαμβάνουν σύμφωνα με τα άρθρα 286 επ. την δίκη υπό την ιδιότητα πλέον του διαδίκου και υπό την ίδια ιδιότητα ασκούν εν συνεχεία και το ένδικο μέσο 39. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, επέρχεται επιγενόμενη ομοδικία, οι καθολικοί διάδοχοι καθίστανται, δηλαδή, μεταξύ τους ομόδικοι 40. Επί αυστηρώς προσωποπαγών αγωγών οι κληρονόμοι δεν δικαιούνται να συνεχίσουν την δίκη ή να ασκήσουν έφεση. Επί οιονεί καθολικής διαδοχής, στις περιπτώσεις απορρόφησης ή συγχώνευσης εταιρείας, δικαίωμα έφεσης έχει η οιονεί καθολική διάδοχος εταιρεία. Επί διαλύσεως της εταιρείας, αυτή συνεχίζει να υφίσταται, εκπροσωπείται όμως πλέον από τους εκκαθαριστές της. Το άρθρο 516 ΚΠολΔ επιφυλάσσει το δικαίωμα άσκησης έφεσης και στους ειδικούς διαδόχους. Σύμφωνα με το άρ. 225 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι επιτρεπτή η μεταβίβαση επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση 37 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 138ˑ Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 156 Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π. σελ. 909 αρ. 4. 38 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 138 Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π. σελ. 909 αρ. 4. 39 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 139 Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, σελ. 157 Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ό.π. σελ. 910 αρ. 7 Σαμουήλ, ό.π. σελ. 139. 40 Βλ. Πατεράκη, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ έφεση δίκη, ΝοΒ 1989, σελ. 545 επ. (550). [21]

εμπραγμάτου δικαιώματος, χωρίς να επέρχεται καμία μεταβολή στη δίκη. Διάδικος σε αυτήν παραμένει ο μεταβιβάσας, ενώ σε περίπτωση θανάτου του υπεισέρχονται στη θέση του οι καθολικοί του διάδοχοι. Κατά του δικαιοπαρόχου δεν μπορεί να προβληθεί ένσταση ενεργητικής νομιμοποίησης, εκτός αν η απόφαση δεν είναι δεσμευτική για τον ειδικό διάδοχο (225 παρ. 3). Ο ειδικός διάδοχος μπορεί όμως να ασκήσει παρέμβαση στην πρωτόδικη δίκη, οπότε εν συνεχεία δύναται να ασκήσει έφεση υπό την ιδιότητα του παρεμβαίνοντος. Έφεση όμως μπορεί να ασκήσει ο ειδικός διάδοχος και χωρίς να έχει προηγηθεί παρέμβαση, όπως προκύπτει και από την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 516, ακόμη και παράλληλα με τον δικαιοπάροχό του και κύριο διάδικο στην πρωτόδικη δίκη, οπότε εν προκειμένω και οι δύο εφέσεις θα συνεκδικαστούν αφού στην ουσία θα πρόκειται για μία έφεση 41. Ειδικοί διάδοχοι ενδέχεται να είναι περισσότεροι του ενός, όταν αποδέχτηκαν από κοινού το επίδικο δικαίωμα μετά την άσκηση αγωγής, οπότε σε περίπτωση που αυτοί ασκήσουν έφεση γεννάται επίσης επιγενόμενη ομοδικία 42. Ο εισαγγελέας πρωτοδικών έχει κατ αρχήν δικαίωμα για άσκηση έφεσης μόνο εφόσον έφερε την ιδιότητα του διαδίκου στον πρώτο βαθμό. Στην εκούσια δικαιοδοσία (761ΚΠολΔ) όμως και σε κάποιες άλλες διαφορές 43 έχει δικαίωμα άσκησης έφεσης ακόμη και αν δεν συμμετείχε στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη δίκη 44. Στο εφετείο παρίσταται ο εισαγγελέας εφετών. Στην πτώχευση, κατά απόφασης που κηρύσσει σε πτώχευση, έφεση μπορεί να ασκήσει ο πτωχεύσας μόνο εφόσον ήταν διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, διαφορετικά ο σύνδικος πτώχευσης. Όταν η πτώχευση κηρύχθηκε μετά το πέρας της συζήτησης στον πρώτο βαθμό, εφόσον η 41 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 141-142 Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 159. 42 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 149 Πατεράκη, ό.π. σελ. 550. 43 Συγκεκριμένα στις διαφορές που αναφέρονται στην ύπαρξη ή στην ανυπαρξία ή στην ακύρωση γάμου (604ΚΠολΔ ΚΑΙ 1378 ΑΚ). Βλ. Σαμουήλ, ό.π. σελ. 142. 44 Βλ. Σαμουήλ, ό.π. σελ. 142. [22]

υπόθεση δεν αφορά την προσωπική κατάσταση του πτωχεύσαντα, δικαίωμα έφεσης έχει πλέον ο σύνδικος πτώχευσης, εκτός αν υφίσταται κατεπείγουσα περίπτωση 45. Εν αντιθέσει με τις ανωτέρω κατηγορίες προσώπων, έφεση πλέον δεν μπορούν να ασκήσουν πλαγιαστικώς οι δανειστές κατά απόφασης που εκδόθηκε εναντίον οφειλέτη τους 46. Για την άσκηση αναίρεσης νομιμοποιούνται όσοι αναφέρονται στο άρθρο 556 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι ο ενάγων και ο εναγόμενος, όταν προσβάλλεται απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο εκκαλών και ο εφεσίβλητος, όταν προσβάλλεται απόφαση δευτέρου βαθμού, εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση και εκείνος κατά του οποίου αυτή στρέφεται, όταν προσβάλλεται απόφαση αναψηλάφησης, εκείνοι που είχαν ασκήσει κύρια και πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοι εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα μετά την άσκηση αγωγής, και οι εισαγγελείς μόνο αν ήταν διάδικοι. Τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω επί εφέσεως ισχύουν και εν προκειμένω 47. Ούτως για παράδειγμα, τρίτα πρόσωπα δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν αναίρεση έστω και πλαγιαστικώς. Δικαίωμα άσκησης αναίρεσης έχουν οι καθολικοί διάδοχοι, όταν ο θάνατος του διαδίκου επήλθε μετά την τελευταία συζήτηση ή την έκδοση της απόφασης που αναιρείται, καθώς και οι ειδικοί διάδοχοι ακόμη και αν δεν παρενέβησαν στην δίκη. Οι προσεπικληθέντες νομιμοποιούνται είτε υπό την ιδιότητά τους ως παρεμβαίνοντες, όταν παρεμβαίνουν στη δίκη επί της οποίας ασκείται αναίρεση, είτε βάσει των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ. Νομιμοποιείται επίσης ανάλογα με την προσβαλλόμενη απόφαση ο εισαγγελέας πρωτοδικών ή εφετών, εφόσον υπήρξε διάδικος στην προσβαλλόμενη δίκη, εκπροσωπούμενος στην αναιρετική δίκη από τον εισαγγελέα Αρείου Πάγου. Ομοίως ισχύουν όσα ειπώθηκαν προηγουμένως στην έφεση και για την περίπτωση του κυρίως και προσθέτως παρεμβαίνοντος. Τέλος, αναίρεση 45 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 141. 46 Βλ. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, σελ. 161. Αντίθετα Σαμουήλ, ό.π. σελ. 141. 47 Βλ. Νίκα, τ. I, ό.π. σελ. 360. [23]

υπέρ του νόμου σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 557 ΚΠολΔ μπορεί να ασκήσει ο εισαγγελέας του ΑΠ. 48 Όσα ήδη εκτέθηκαν ισχύουν αντιστοίχως και στην ενεργητική νομιμοποίηση επί αναψηλάφησης (542 ΚΠολΔ). 3. Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥ ΟΜΟΔΙΚΟΥ ΕΠΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ - ΑΡΘΡΟ 76 ΠΑΡ. 4 ΚΠΟΛΔ 3.1. ΟΙ ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΑΠΟ ΕΝΑΝ Ή ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΥΣ ΟΜΟΔΙΚΟΥΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΑΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΓΟΜΕΝΗ ΔΙΚΗ Το αδιάσπαστο της δικονομικής ενότητας και η αντικειμενική ενέργεια των πράξεων των αναγκαίων ομοδίκων εμφανίζονται και στα ένδικα μέσα. Στην περίπτωση της αναγκαίας ομοδικίας, έφεση νομιμοποιούνται να ασκήσουν από κοινού όλοι οι αναγκαίοι ομόδικοι αλλά και ένας ή μερικοί εξ αυτών. Σύμφωνα όμως με τη παρ. 4 του άρθρου 76, εφόσον ασκηθεί το ένδικο μέσο της έφεσης αλλά και οιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο (ανακοπή, αναψηλάφηση, αναίρεση) από κάποιον ή μερικούς από τους αναγκαίους ομοδίκους, τότε εκ του νόμου επέρχονται τα αποτελέσματα και για τους λοιπούς μη εκκαλούντες αναγκαίους ομοδίκους (εκ του νόμου επεκτατικό αποτέλεσμα) 49. Στη δίκη που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου καθίστανται διάδικοι όλοι οι αναγκαίοι ομόδικοι, ακόμη και εκείνοι που δεν ήταν εκκαλούντες, αναιρεσείοντες ή αιτούντες την αναψηλάφηση. Ως εκ τούτου, οι αναγκαίοι ομόδικοι αποκτώντας εκ του νόμου την ιδιότητα του διαδίκου δεν μπορούν να ασκήσουν παρέμβαση στο εφετείο. 48 Βλ. αναλυτικά Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 365-367. 49 Σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 4 «Η άσκηση ενδίκων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους». Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 285 Πατεράκη, ό.π. σελ. 550, Τσικρικά, Προϋποθέσεις και συνέπειες της άσκησης ενδίκων μέσων στο πλαίσιο της αναγκαστικής ομοδικίας, Δίκη 27/1996, σελ. 78 επ. (78). [24]

Η λύση αυτή της επέκτασης της ιδιότητας του διαδίκου μετά την άσκηση ενδίκου μέσου σε όλους τους ομοδίκους προκύπτει από τη γενική διατύπωση του άρθρου 76 παρ. 4 ΚΠολΔ, το οποίο δεν θέτει ως βασική προϋπόθεση τη δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου από όλους τους ομοδίκους. Συνεπώς, το ένδικο μέσο που ασκεί ένας από τους ομοδίκους επάγεται αποτελέσματα και για τους υπολοίπους, ακόμη και να αυτοί δεν θα ήταν να σε θέση να ασκήσουν αυτό παραδεκτώς, παραδείγματος χάριν λόγω παρέλευσης της προθεσμίας άσκησης 50. Το ερώτημα που εγέρθηκε στο παρελθόν ήταν εάν η διάταξη του άρθρου 76 παρ. 4, στην οποία γίνεται λόγος για επέκταση του αποτελέσματος της άσκησης ενδίκου μέσου από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους και στους λοιπούς αδρανήσαντες, απονέμει στους τελευταίους την ιδιότητα του τυπικού διαδίκου. Ήδη από πολύ παλιά γινόταν δεκτό ότι οι αδρανήσαντες αναγκαίοι ομόδικοι αποκτούν την ιδιότητα του τυπικού διαδίκου και συνεκκαλούντος με αποτέλεσμα να δύνανται, όπως και ο αναγκαίος ομόδικος που άσκησε το ένδικο μέσο, να επιχειρούν κάθε διαδικαστική πράξη στο πλαίσιο της δίκης του ενδίκου μέσου 51. Εάν, δηλαδή, ένας αναγκαίος ομόδικος ασκούσε ένδικο μέσο, θεωρούνταν από τον νόμο ότι ασκούσαν αυτό και οι ομόδικοί του παρ` ότι αδράνησαν (πλασματική άσκηση ενδίκου μέσου). Η παγιωμένη αυτή άποψη αμφισβητήθηκε το πρώτον με την υπ αρ. 11/1992 απόφαση της ΟλΑΠ 52. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ασκήθηκε από τον καθ ου η εκτέλεση ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ κατά των υπερθεματιστών και του επισπεύδοντος δανειστή, οι οποίοι συνδέονταν κατά τον νόμο με δεσμό αναγκαίας ομοδικίας, με σκοπό την ακύρωση του πλειστηριασμού. Κατά της απόφασης επί της ανακοπής ασκήθηκε έφεση μόνο από τους υπερθεματιστές, όχι δε και από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση. Η 50 Βλ. Τσικρικά, ό.π. σελ. 79. 51 Βλ. ΑΠ 778/1991, ΝΟΜΟΣ και Δ 1991.962ˑ ΑΠ 1411/87, ΝΟΜΟΣ και ΝοΒ, 1988(36).1614ˑ ΕφΑθ 4881/1991, ΝΟΜΟΣ και Δνη 1993.620ˑ ΕφΑθ 3291/1991, ΝΟΜΟΣ και ΑρχΝ 1992.264. 52 Βλ. για την απόφαση ΝΟΜΟΣ και Δνη 1992.759. [25]

πλειοψηφία της Ολομέλειας αποφάνθηκε ότι οι μη εκκαλέσαντες αναγκαίοι ομόδικοι, εν προκειμένω ο επισπεύδων δανειστής, με την άσκηση και μόνο ενδίκου μέσου από άλλον ομόδικό τους δεν αποκτούν στην δίκη που ανοίγεται την ιδιότητα του τυπικού διαδίκου. Τούτο σημαίνει ότι δεν δικαιούνται να επιχειρούν διαδικαστικές πράξεις, καθώς θεωρούνται διάδικοι μόνο ως προς τα αποτελέσματα της δίκης του ενδίκου μέσου 53. Η μειοψηφία της Ολομέλειας εξέφρασε την άποψη που κρατούσε μέχρι τότε στην νομολογία, είναι κατά την άποψή μας ορθότερη και συνεχίζει να ακολουθείται μέχρι και σήμερα, ήτοι ότι ο αδρανήσας ομόδικος με την άσκηση του ενδίκου μέσου από τον ομόδικό του καθίσταται πλασματικά εκκαλών 54,55. Συνεπώς, ο αδρανήσας ομόδικος μπορεί να επιχειρεί υπό την ιδιότητα του εκκαλούντος οιαδήποτε διαδικαστική πράξη 56. Ακριβώς βάσει της ιδιότητάς του αυτής κλητεύεται υποχρεωτικώς στην δίκη του ενδίκου μέσου προκειμένου να συμμετάσχει σε αυτήν και να προασπίσει τα συμφέροντά του. Την άποψη της μειοψηφίας ενστερνίζεται και η πλειοψηφία των θεωρητικών 57. 53 «Κατά συνέπεια η άσκηση και μόνον του ενδίκου μέσου της εφέσεως, με την κατάθεσή του, δεν προσδίδει την ιδιότητα του διαδίκου εκκαλούντος και στους λοιπούς αδρανήσαντες ομοδίκους, εφόσον δεν έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή στην κατ έφεση δίκη.» 54 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 78/2008, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1145/2007, ΝΟΜΟΣ και ΝοΒ 2007.1828 ΑΠ 214/1998 ΝΟΜΟΣ και ΕλλΔνη 1998.1320 ΕφΠειρ 486/1994, ΝΟΜΟΣ και Δνη 1995.699ˑ ΠολΠρΛαρ 3/2001, ΝΟΜΟΣ και Δικογρ 2001.298. 55 «η από μέρους κάποιου από τους ομοδίκους που ηττήθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη άσκηση εφέσεως εναντίον της πρωτόδικης αποφάσεως, προσδίδει, από τον νόμο, τη δικονομική ιδιότητα που απέκτησε εκείνος ο οποίος την άσκησε και στους αναγκαίους ομοδίκους που δεν άσκησαν το ένδικο τούτο μέσο, ούτως ώστε και αυτοί να έχουν από την άσκησή του, τη συντελούμενη με την σύνταξη της εκθέσεως για την κατάθεση του αντίστοιχου δικογράφου, ιδιότητα εκκαλούντος διαδίκου στην δευτεροβάθμια δίκη και ομοδίκου εκείνου ο οποίος άσκησε την έφεση.». 56 Εδώ ακριβώς παρουσιάζεται και η διαφορά σε σχέση με το άρθρο 537 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται επί απλής ομοδικίας. Σύμφωνα με αυτό οι απλοί ομόδικοι επωφελούνται του ευνοϊκού αποτελέσματος της απόφασης χωρίς όμως να μπορούν να δράσουν στην δίκη που ανοίγεται με το ένδικο μέσο της εφέσεως. 57 Βλ. αναλυτικότερα για το ζήτημα Μακρίδου, Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον ΚΠολΔ, σελ. 239-244 και Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 285-286, οι οποίες ασπάζονται την άποψη που [26]

Διάδικοι στην ανοιγόμενη δίκη μπορούν να είναι όλοι εκείνοι οι αναγκαίοι ομόδικοι που έφεραν αυτήν την ιδιότητα και επί της πρωτοβάθμιας δίκης 58. Διάδικοι καθίστανται, δηλαδή, αυτοί που είχαν συμπεριληφθεί στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ή είχαν προσεπικληθεί σε αυτήν (86). Συνεπώς, οι μη καταστάντες διάδικοι στην πρωτόβαθμη δίκη αλλά και οι μη προσεπικληθέντες δεν μπορούν ούτε να ασκήσουν ένδικο μέσο, ούτε να ενεργήσουν διαδικαστικές πράξεις στην ανοιγόμενη δίκη, ούτε να καταστούν διάδικοι σε αυτήν μέσω αντιπροσώπευσης από τους λοιπούς αναγκαίους ομοδίκους. Όταν πρόκειται για απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για να ασκηθεί το ένδικο μέσο της έφεσης απαραίτητη προϋπόθεση είναι η οριστικότητα της απόφασης, ενώ αν πρόκειται για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης και της αναίρεσης απαραιτήτως πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι τελεσίδικη. Η οριστικότητα και η τελεσιδικία της απόφασης πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπο όλων των αναγκαίων ομοδίκων 59. θέλει τους αδρανήσαντες αναγκαίους ομοδίκους να αντιμετωπίζονται εκ του νόμου ως εκκαλούντες. 58 Βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 1027/2011, ΝΟΜΟΣ ΟλΑΠ 11/1992, ό.π. ΕφΠειρ 501/2013, ΝΟΜΟΣ ΕφΑδ 2011/1195, ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 3136/2007, ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 6032/2005 ΕλλΔνη 2006/574 ΕφΑθ 6220/1999 ΕλλΔνη 1999.1604. 59 Βλ. Νίκα, τ. I, ό.π. σελ. 361 Μαργαρίτη, τ. I, ό.π. σελ. 163 αρ. 19, 879 αρ. 4 ΟλΑΠ 18/2001, ΝΟΜΟΣ, ΕπισκΕΔ 2002.74 και ΕλλΔνη 2002.75(76): «Περαιτέρω εκ του συνδυασμού της πρώτης των διατάξεων αυτών προς τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 2, 76 παρ. 1 συνάγεται ότι επί απλής ομοδικίας η εκδοθείσα οριστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς έναντι εκάστου των ομοδικούντων και συνεπώς είναι προσβλητή με αναίρεση κατά το μέρος τούτο, πριν δηλαδή καταστεί τελεσίδικη και ως προς τους λοιπούς διαδίκους. Αντιθέτως επί αναγκαστικής ομοδικίας, η οποία συντρέχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της εκδοθησόμενης αποφάσεως εκτείνεται επί όλων των ομοδίκων ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να.. εναγάγουν ή να εναχθούν ή όταν λόγω των συντρεχουσών περιστάσεων δεν δύναται να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις έναντι αυτών, η οριστική απόφαση προσβάλλεται παραδεκτώς μόνο όταν αυτή καταστεί τελεσίδικη για όλους τους ομοδίκους.» [27]

Η επίδοση της απόφασης πρέπει να γίνεται προς όλους τους ομοδίκους. Σε ό,τι αφορά την έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενδίκου μέσου, η επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αντίδικο σε έναν μόνο και όχι σε όλους τους αναγκαίους ομοδίκους, θέτει σε κίνηση μόνο την προθεσμία άσκησης ως προς τον ομόδικο προς τον οποίο έγινε η επίδοση, όχι δε και προς τους υπολοίπους 60. Αντιθέτως, η επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από έναν από τους ομοδίκους στον αντίδικο κινεί την προθεσμία άσκησης ενδίκου μέσου και ως προς τους λοιπούς 61. Μετά την άσκηση ενδίκου μέσου, τυχόν άλλο ένδικο μέσο που ασκήθηκε από κάποιον ή κάποιους άλλους εκ των αναγκαίων ομοδίκων θα πρέπει να θεωρείται ανενεργό 62 έως ότου αποφανθεί το δικαστήριο για το παραδεκτό ή μη του αρχικού 63. Το μεταγενεστέρως ασκηθέν ένδικο μέσο δύναται να αποκτήσει σημασία και να καταστεί ενεργό μόνο μετά την απόρριψη του αρχικού ενδίκου μέσου και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι αυτό δεν ασκήθηκε εκπροθέσμως αλλά εντός της νομίμου προθεσμίας. Όπως αναφέρουμε και κατωτέρω, στην περίπτωση της απόρριψης του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου, εφόσον το δεύτερο εμπροθέσμως ασκηθέν ένδικο μέσο κριθεί παραδεκτό, καθίσταται μεταξύ των υπολοίπων αναγκαίων ομοδίκων διάδικος και αυτός του οποίου το αρχικώς ασκηθέν ένδικο μέσο απορρίφθηκε. Πάντως, εφόσον υπάρχει δυνατότητα συνεκδίκασης της πρώτης έφεσης με τις υπόλοιπες που τυχόν ακολουθήσουν, συνεκδικαζόμενες αυτές μπορούν 60 Σύμφωνα, όμως, με αντίθετη άποψη, η προθεσμία άσκησης ενδίκου μέσου αρχίζει ως προς όλους τους αναγκαίους ομοδίκους συγχρόνως από την ημερομηνία της τελευταίας επίδοσης. Για την άποψη αυτή βλ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, σελ. 164. 61 Βλ. Νίκα, τ. III, ό.π. σελ. 161 Πατεράκη, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ έφεση δίκη, σελ. 549. 62 Πέραν του χαρακτηρισμού του δεύτερου ενδίκου μέσου ως ανενεργού, μεγάλο μέρος της νομολογίας προσδίδει σε αυτό τον χαρακτηρισμό απαράδεκτο (βλ. ενδεικτ. ΑΠ 1001/2007, ΝΟΜΟΣ και ΧρΙΔ 2008.139). 63 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. σελ. 285-286 η ίδια, Η αυτοτελής πρόσθετος παρέμβασης, σελ. 559 επ.(621)ˑ Νίκα, τ. I, σελ. 362 Απαλαγάκη Χ. (Γεωργιάδου), Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2Α, εκδ. 2008, 2 α, σελ. 129 αρ. 66. [28]

να ληφθούν υπόψη ως μία κοινή για όλους έφεση, ενώ αν περιέχουν διαφορετικούς λόγους δύνανται οι λοιπές εφέσεις να λειτουργήσουν ως πρόσθετοι λόγοι στην πρώτη 64. Κατ εξαίρεση, γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται και άσκηση ενδίκου μέσου σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο από άλλον αναγκαίο ομόδικο κατά την ίδιας απόφασης χωρίς αυτό να καθίσταται ανενεργό, υπό την προϋπόθεση όμως πρώτον ότι προβάλλονται με αυτό λόγοι που δεν περιέχονται στο πρώτο χρονικώς ασκηθέν ένδικο μέσο και δεύτερον ότι παρέχεται κατ αυτόν τον τρόπο δραστικότερη δικαστική προστασία 65. Τυχόν απαγόρευση άσκησης ενδίκου μέσου υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα οδηγούσε σε στέρηση της παροχής έννομης προστασίας θεμελιωμένης στο άρθρο 20 Σ. Επανερχόμενοι τώρα στον κανόνα, εφόσον, λοιπόν, οι αδρανήσαντες αναγκαίοι ομόδικοι καθίστανται διάδικοι με μόνη την άσκηση ενδίκου μέσου από τους ομοδίκους τους, έχουν πλέον όλα τα δικαιώματα που πηγάζουν από την ιδιότητά τους αυτή. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, οι μη 64 Βλ. Βλ. Απαλαγάκη (Γεωργιάδου), 2 α, ό.π. σελ. 128 αρ. 66 ΕφΠειρ 34/2005, ΝΟΜΟΣ και Αρμ 2006.744, ΝΟΒ 2006.714. 65 Βλ. Απαλαγάκη (Γεωργιάδου), 2 α, σελ. 128 αρ. 65 Μαργαρίτη, τ.i, ό.π. σελ. 1029 αρ. 24. Βλ. επίσης ΑΠ 1001/2007, ΝΟΜΟΣ και ΧρΙΔ 2008.139: «Η άσκηση μεταγενεστέρως ένδικου μέσου από αναγκαίο ομόδικο, αφού αυτός έλαβε την ιδιότητα του διαδίκου με την άσκηση του από άλλο ομόδικο, καθιστά το ένδικο μέσο απαράδεκτο ως εκ δευτέρου ασκηθέν. Η αρχή αυτή όμως κάμπτεται, όταν δικαιολογείται έννομο συμφέρον προς άσκηση αυτοτελώς ενδίκου μέσου από άλλον αναγκαίο ομόδικο, όπως συμβαίνει όταν προβάλλονται με αυτό λόγοι που δεν περιέχονται στο προηγουμένως από άλλον ομόδικο ασκηθέν και με τους οποίους επιδιώκεται η παροχή δραστικότερης δικαστικής προστασίας, πέραν δηλαδή εκείνης που επιδιώκεται και είναι δυνατό να παρασχεθεί με βάση το προηγουμένως ασκηθέν. Η αντίθετη εκδοχή θα μπορούσε να οδηγήσει σε στέρηση παροχής έννομης προστασίας, την οποία καθένας δικαιούται κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος. Είναι δε πρόδηλο ότι τα ανωτέρω ισχύουν και επί αναιρέσεως.». Βλ. επίσης και ΑΠ 1107/2003, ΝΟΜΟΣ. Έχει εκφραστεί πάντως και η άποψη (βλ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, σελ. 164) ότι τόσο η λύση του ανενεργού του επιγενομένως ασκούμενου ενδίκου μέσου, όσο και αυτή του απαράδεκτου, εκτός αν περιέχει και άλλους λόγους εφέσεως, δεν είναι σύμφωνη ούτε με την γραμματική διατύπωση του άρθρου 76 παρ. 4, ούτε με την φύση της αναγκαστικής ομοδικίας ούτε με το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του άρθρου 20 του Σ. [29]

ασκούντες το ένδικο μέσο αλλά παρ όλ αυτά διάδικοι-αναγκαίοι ομόδικοι, μπορούν να ασκήσουν κατά την κρατούσα άποψη 66 πρόσθετους λόγους έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 520 ΚΠολΔ, πρόσθετους λόγους αναψηλάφησης σύμφωνα με το άρθρο 547 ΚΠολΔ ή πρόσθετους λόγους αναίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 569 ΚΠολΔ. Οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι που συμπληρώνουν τους λόγους που συμπεριελήφθησαν στο ένδικο μέσο επενεργούν τόσο υπέρ των μη ασκούντων αυτό λοιπών ομοδίκων όσο και υπέρ του ομοδίκου ή ομοδίκων που το άσκησαν 67. Η δυνατότητα για άσκηση πρόσθετων λόγων εφέσεως (κλπ.) εκ μέρους των αναγκαίων ομοδίκων που δεν ήταν εκκαλούντες υφίσταται φυσικά εάν ενστερνιστεί κανείς την κρατούσα στην νομολογία και όπως φαίνεται και στην θεωρία άποψη που θέλει τους αναγκαίους ομοδίκους, που δεν άσκησαν ένδικο μέσο, να θεωρούνται πλασματικά εκκαλούντες και να λαμβάνουν την ιδιότητα του τυπικού διαδίκου στην δίκη που ανοίγεται. Δεχόμενοι όμως την αντίθετη άποψη, που εκφράστηκε για πρώτη φορά από την πλειοψηφία της υπ αρ. 11/1992 ΟλΑΠ, καταλήγουμε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η επιχείρηση κάθε διαδικαστικής πράξης από τους αδρανήσαντες αναγκαίους ομοδίκους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης πρόσθετων λόγων έφεσης, δεν είναι δυνατή. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, που υποστηρίζεται και στην θεωρία 68, χωρίς όμως να έχει βρει ιδιαίτερη απήχηση, οι αδρανήσαντες αναγκαίοι ομόδικοι με την άσκηση ενδίκου μέσου έλαβαν πλασματικά την ιδιότητα του διαδίκου μόνο όμως σε ότι αφορά το αποτέλεσμα της εν λόγω δίκης και ανεξαρτήτως του επωφελούς ή δυσμενούς αποτελέσματος αυτής, χωρίς να έχουν όλα εκείνα τα δικαιώματα που απορρέουν από την τυπική ιδιότητα του διαδίκου 69. Την διαθετική εξουσία του ενδίκου μέσου την έχει αποκλειστικά ο αναγκαίος 66 Βλ. ανωτέρω υποσ. 57 και Νίκα, τ.iii, σελ. 83 υποσ. 342 και σελ. 135 υποσ. 144. 67 Βλ. Μαργαρίτη, τ.i, ό.π. σελ. 1029 αρ. 23 Τσικρικά, ό.π., σελ. 78. 68 Βλ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, σελ. 163 69 Βλ. Μακρίδου, Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, σελ. 241. [30]