Μαρία Μιχαηλίδη, Στ τάξη, Δημοτικό Καλύμνου 13ος Πανελλήνιος Διαγωνισμός Παραμυθιού Ψάχνοντας την Ανεµώνα στη Γιγαντοχώρα Ακούσατε,ακούσατε! Νέοι,γέροι και παιδιά! Ο βασιλιάς μας έχει σήμερα, τα γενέθλια του. Θα γεμίσει χρυσάφι, αυτόν που θα του φέρει για δώρο, αυτό που λαχταρά, μια άπιαστη κίτρινη ανεμώνα! Ακούσατε,ακούσατε! Ο Κιλ και η Μπέρτα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, φόρεσαν τα ξυλοπάπουτσά τους κι έφυγαν τρέχοντας από το κάστρο. -Πού να φυτρώνουν τέτοιες ανεμώνες Κίλ; Ρώτησε η Μπέρτα. -Δεν έχω ιδέα. Απάντησε ο Κίλ. Ο Κίλ και η Μπέρτα ήταν δύο πολύ αγαπημένα αδέρφια, η μοίρα όμως τους είχε φερθεί πολύ σκληρά. Ήταν πολύ φτωχά και ζούσαν, μαζί με τους γονείς τους, σε μία φτωχική καλύβα λίγο έξω από την πόλη. Ο πατέρας τους ήταν ξυλοκόπος. Ξυπνούσε πολύ πρωί πηγαίνοντας στο δάσος να κόψει ξύλα και αργότερα να τα πουλήσει στην πόλη για να βγάλει το ψωμί του. Η μητέρα ήταν καλή το να ράβει όλων των ειδών τα υφάσματα και πάντα κατάφερνε να τους δίνει μορφή και το εκμεταλλεύτηκε πουλώντας τα για να βγάζει χρήματα. Μπορεί να ήταν φτωχοί αλλά είχαν μεγάλη καρδιά, ήταν φιλότιμοι κι ευγενικοί. Όταν άκουσαν λοιπόν αυτή την ανακοίνωση, θεώρησαν ότι ήταν μία καλή ευκαιρία να αλλάξουν την τύχη τους. Στην αρχή σκέφτηκαν να πάει ο πατέρας αλλά μετά κατάλαβαν ότι δεν θα τα κατάφερνε λόγω της ηλικίας του, έτσι αποφάσισαν, διστάζοντας βέβαια στην αρχή, να στείλουν τα παιδιά τους. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν γιατί φανταζόταν τι ωραίες περιπέτειες τους περίμεναν και ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα, αν έβρισκαν την ανεμώνη. Την άλλη μέρα, τα χαράματα, τα δύο αδέρφια ξεκίνησαν. Πριν φύγουν, οι γονείς τους, τους έδωσαν μια συμβουλή: -Παιδιά μου, από τον δρόμο σας, ποτέ μην ξεστρατίσετε για θέματα που δεν σας αφορούν. Ξεμάκρυναν αρκετά από το σπίτι τους, ώσπου μπήκαν στο δάσος. Το δάσος ήταν σκοτεινό και από παντού ακούγονταν διάφοροι ανατριχιαστικοί θόρυβοι. -Κίλ, αρχίζω να φοβάμαι, μήπως δεν κάναμε καλά που ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι. -Μη φοβάσαι, πρέπει να είμαστε ενωμένοι για να βγούμε κερδισμένοι. Απάντησε ο Κίλ. Αφού περπάτησαν αρκετά, κουρασμένοι κι αποκαμωμένοι, βρήκαν μια τεράστια κουφάλα και πέρασαν την νύχτα τους εκεί. Το ξημέρωμα τα βρήκε νηστικά, γιατί το φαγητό τους είχε τελειώσει.
-Πεινάω! είπε η Μπέρτα -Κι εγώ! απάντησε ο Κίλ. Δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν τις σκέψεις τους και μια γαργαλιστική μυρωδιά τους έσπασε την μύτη. Αποφάσισαν να την ακολουθήσουν. Βγήκαν από το δάσος, ακολούθησαν το μονοπάτι κι έφτασαν σε μια πόλη. ξακουστή χώρα των τεμπέληδων. Πολύ περίεργη πόλη!! Ήταν η Συνάντησαν μια γυναίκα που κρατούσε γλυκά μέσα σε ένα ταψί. -Μπορείτε να μας δώσετε μερικά; Είπε ο Κίλ -Θέλω να σας δώσω αλλά δεν ξέρω αν τα φάτε. -Γιατί; ρώτησαν τα παιδιά. -Γιατί είναι φτιαγμένα εδώ και καιρό και τα φύλαξα για να μην φτιάχνω άλλα. Όπως καταλάβατε εμείς εδώ δεν κάνουμε τίποτα παρά μόνο καθόμαστε, είμαστε η χώρα των τεμπέληδων! απάντησε η κυρία. -Όχι, ευχαριστούμε! είπαν τα παιδία και προχώρησαν. Πιο κάτω συνάντησαν έναν άνθρωπο που τους έκανε τρομερή εντύπωση. Καθόταν στη φωτιά γυμνός, ζεσταίνοντας την κοιλιά του. -Τι κάνετε εκεί; ρώτησαν τα παιδιά. -Δεν ξέρετε; Μάλλον δεν είστε από τα μέρη μας, θα σας εξηγήσω. Έχω φάει αλεύρι και νερό, τώρα κάθομαι στη φωτιά για να γίνει ψωμί αυτό που έφαγα για να μην κάθομαι να ζυμώνω. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, δεν άντεχαν άλλο όλο αυτόν τον παραλογισμό και την ανοησία! Έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν από εκεί, πρώτα όμως ρώτησαν πώς θα φτάσουν στην πόλη με την άπιαστη ανεμώνη. Κάποιος από τους τεμπέληδες μίλησε και είπε πως πρέπει να περάσουν από την πόλη των ηλιθίων. Καθώς προχωρούσαν, πέρασαν μέσα από ένα μικρό δασάκι, το οποίο ήταν γεμάτο με πολύχρωμα λουλούδια και παράξενα φυτά. Τα δέντρα και οι θάμνοι ήταν πλούσιοι από νοστιμότατους καρπούς. Κανένας δεν μπορούσε να αντισταθεί στη νοστιμιά τους! Τα παιδιά ήταν τόσο πεινασμένα που όρμισαν στους γλυκύτατους καρπούς. Μάλιστα, γέμισαν τις τσέπες τους για έχουν κι αργότερα. Όταν επιτέλους έφτασαν στην χώρα των ηλιθίων, έμειναν έκπληκτοι από το θέαμα που αντίκρισαν. Σαστισμένοι, έμειναν να κοιτάνε τους ανθρώπους!. Ήταν μια μυστηριώδης πόλη, τα σπίτια ήταν εντελώς διαφορετικά. Τα παράθυρα είχαν τοποθετηθεί πάνω στην σκεπή και η σκεπή στο κάτω μέρος του σπιτιού. Η πόρτα κοίταζε τον ουρανό!
Οι άνθρωποι αντί για μηχανάκια και αυτοκίνητα ή ποδήλατα, είχαν σκουπόξυλα και χαρτόκουτες. Τις μπλούζες τους, τις φορούσαν γα σκουφιά και παντελόνια για μπλούζες, τα παπούτσια τους τα χρησιμοποιούσαν για ποτήρια και τα καπέλα τους για πιάτα. -Γιατί είστε έτσι εσείς; ρώτησε η Μπέρτα έναν κύριο. -Δεν διάβασες την πινακίδα, κοριτσάκι μου; Είστε στην χώρα των ηλιθίων, αυτό είναι το ντύσιμο μας και η διακόσμηση των σπιτιών μας είναι καινούρια μόδα! -Όλα αυτά πάντως, εμένα δεν μου φαίνονται λογικά. είπε ο Κίλ. -Τέλος πάντων, εσείς τι θέλετε εδώ; ρώτησε ο παράξενος κύριος. -Ψάχνουμε την άπιαστη κίτρινη ανεμώνη. απάντησαν τα παιδιά. -Α!α! Πρέπει να πάτε στην χώρα των γιγάντων, εκεί σίγουρα θα σας πουν. Όμως προσοχή, πρέπει να ζητήσετε από τους γίγαντες να κόψουν την ανεμώνη γιατί έχει μαγικές ικανότητες και μπορεί να σας σκοτώσει!. - Ευχαριστούμε για την συμβουλή. είπαν τα παιδιά κι έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, δεν άντεχαν άλλο τόση ηλιθιότητα! Τους έπιασε γρήγορα η νύχτα αλλά ευτυχώς βρήκαν μια σπηλιά και πέρασαν εκεί την βραδιά τους. Όσο από φαγητό είχαν ακόμη λίγα φρούτα στις τσέπες τους κι έτσι χόρτασαν. Το άλλο πρωί συνέχισαν το δρόμο τους. Έφτασαν επιτέλους στην χώρα των γιγάντων. Ξαφνικά είδαν ένα γίγαντα να ορθώνεται μπροστά τους. Έμοιαζε σαν να ήταν ένας ουρανοξύστης. Τα παιδιά φοβήθηκαν. Ο γίγαντας τους έπιασε στην παλάμη του και τα ρώτησε: -Εσείς μικρά ανθρωπάκια, τι ζητάτε στην χώρα μας; -Είναι μεγάλη ιστορία! απάντησαν τα παιδιά με τρεμουλιαστή και κοψοχολιασμένη φωνή. -Ήρθαμε να σας παρακαλέσουμε να μας δώσετε την άπιαστη κίτρινη ανεμώνη, ξέρουμε πως μόνο στη χώρα σας φυτρώνουν. -Μμμμ! Α! Μάλιστα, τώρα εξηγείται, εντάξει λοιπόν, με μια συμφωνία, θα μου πείτε όμως όλη την ιστορία σας. Tα παιδιά, του είπαν τα πάντα. Για τον βασιλιά τους που ζήτησε την ανεμώνη για δώρο γενεθλίων και όλες
τις περιπέτειες που είχαν περάσει, του τα περιέγραψαν με όλες τις λεπτομέρειες. Ο γίγαντας Φλινκγ-Φλονγκ-Φλανγκ συμπόνεσε τα παιδιά και αποφάσισε να τα βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε. -Εντάξει, ας ξεκινήσουμε! Εσείς απλά πάντα θα κάθεστε στο κεφάλι μου και σε λίγο θα βρούμε αυτό που ζητάτε. Οι άλλοι γίγαντες, βλέποντας τα παιδιά με τον γίγαντα να περπατούν θέλησαν να μάθουν τι γινόταν και να βοηθήσουν όλοι μαζί. Όλοι οι γίγαντες ήταν πρόθυμοι για βοήθεια, ευδιάθετοι και καμαρωτοί. Όλοι μεταξύ τους ήταν αδέρφια κι όταν κάποιος είχε ένα πρόβλημα, είτε μικρό, είτε μεγάλο οι σύντροφοι του έτρεχαν αμέσως να τον βοηθήσουν. Τα παιδιά ούτε που το κατάλαβαν πότε έφτασαν στο ψηλό, απότομο και άγριο βουνό. Εκεί ο γίγαντας εντόπισε αμέσως την άπιαστη κίτρινη ανεμώνη. Προσπάθησε να την ξεριζώσει, αλλά μάταια, το μόνο που κατάφερε ήταν να ηλεκτριστεί. Τότε αμέσως, ήρθαν οι άλλοι γίγαντες, τον βοήθησαν και όλοι μαζί ενωμένοι φορώντας τα ειδικά γάντια, κατάφεραν να βγάλουν την ανεμώνη από το έδαφος. Ο γίγαντας και τα παιδιά ευχαρίστησαν από τα βάθη της καρδιάς τους, τους άλλους γίγαντες. Μέσα στο μυαλό τους οι γίγαντες σκέφτονταν πως όταν είσαι ενωμένος πάντα τα καταφέρνεις, πάντα χρειάζεται ένα δεύτερο άτομο για βοήθεια. Την ανεμώνη, την βάλανε σε ένα μεγάλο γάντι και ο γίγαντας την πρόσφερε στα παιδιά. Ο Κίλ και η Μπέρτα παρακάλεσαν τον γίγαντα Φλινγκ-Φλονκγ-Φλανκγ να τους πραγματοποιήσει ακόμη μια χάρη. Ήθελαν να τους επιστρέψει στο σπίτι. Ο γίγαντας που τώρα τους θεωρούσε φίλους του, δεν τους χάλασε το χατίρι. Τους υποσχέθηκε να τους πάει σπίτι αύριο το πρωί, γιατί είχε πια νυχτώσει και σίγουρα έπρεπε να ξεκουραστούν και να φάνε κάτι. Ο γίγαντας τους φιλοξένησε σπίτι του, ο οποίος είχε μια πολύ καλή κόρη που την λέγανε Ουρσουλία. Η Ουρσουλία τους πήρε στο δωμάτιο της και τους ταΐσε μια ζεστή σούπα και για επιδόρπιο μια πάστα σοκολατίνα. Αμέσως μετά τους πήρε και τους έβαλε στο ξύλινο κουκλόσπιτο που της το είχε φτιάξει ο πατέρας της. Η μητέρα της Ουρσουλίας, τους έφτιαξε μπισκότα με καραμέλα, βγαλμένα μόλις από τον φούρνο. Τα παιδιά ξετρελάθηκαν, το ίδιο και η Ουρσουλία, η οποία έπαιζε ασταμάτητα μαζί με τους μικρούς της φίλους, τον Κίλ και την Μπέρτα. Ήταν πια πολύ αργά το βράδυ, τα παιδιά νύσταζαν πολύ. Η Ουρσουλία τους έβαλε
σε κάτι μικρά ξύλινα κρεβατάκια, τα οποία βρισκόντουσαν μέσα στο κουκλόσπιτο. Μετά πήγε και η ίδια για ύπνο, αφού τους καληνύχτισε πρώτα. Το άλλο πρωί, η Ουρσουλία είχε ξυπνήσει πρώτη απ όλους για να φτιάξει πρωινό. Ακόμη έραψε καινούρια ρούχα και παπούτσια για τον Κίλ και την Μπέρτα. Όταν είχαν όλοι ξυπνήσει, ευχαρίστησαν την Ουρσουλία για τον κόπο της κι έπειτα κάθισαν όλοι κι έφαγαν. Στα παιδιά άρεσαν τα καινούρια τους ρούχα. Ο Φλινκγ-Φλανγκ-Φλονκγ είπε στα παιδιά πως έπρεπε να φύγουν. Η Ουρσουλία όμως τους σταμάτησε λέγοντας: -Σταθείτε! Πρέπει να σας δώσω ένα φυλαχτό και στους δύο σας. Όταν θα το κοιτάτε, θα με θυμάστε. -Ευχαριστούμε για όλα αυτά που μας κάνατε. είπαν τα παιδιά. Ο γίγαντας τα έβαλε στο κεφάλι του και άρχισαν να περπατάνε. Πέρασαν από όλα τα σημεία και τις πόλεις, τους χαιρετούσαν όλους και τους ευχαριστούσανε. Μετά από δύο μέρες και δύο νύχτες ταξίδι, έφτασαν επιτέλους στο σπίτι τους που τόσο λαχταρούσαν. Οι γονείς μόλις είδαν τα παιδιά τους, τα έπνιξαν στα φιλιά και τις αγκαλιές. Ακόμη, χάρηκαν πολύ και για την ανεμώνη, αλλά τρόμαξαν με τον γίγαντα. Τα παιδιά, τους εξήγησαν όλη την ιστορία τους. Έπειτα ο γίγαντας τους αποχαιρέτισε κι έφυγε τραγουδώντας. Όσο για την ανεμώνη, τα παιδιά χωρίς να χάσουν χρόνο, πήγαν στο παλάτι και την παρέδωσαν στον βασιλιά. Τότε εκείνος ενθουσιάστηκε και θέλησε να τα ρωτήσει που βρήκαν την ανεμώνη. -Μας συγχωρείτε, αλλά δεν μπορούμε να σας πούμε, είναι μυστικό. Ο βασιλιάς Τουκ-Τικ-Τοκ έκλεισε την ανεμώνη σε ένα μικρό γυάλινο μπαουλάκι. Κάθε πρωί, σηκωνόταν και την θαύμαζε, ένιωθε πολύ τυχερός που είχε τέτοιο σπάνιο φυτό. Όσο για τα παιδιά και τους γονείς τους, ανταμείφθηκαν με ένα πελώριο βάζο χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας. Η ζωή τους είχε πια αλλάξει εντελώς. Ζούσαν πλούσιοι σε ένα ευρύχωρο σπίτι κοντά στο κάστρο, που και που πήγαιναν επίσκεψη στον γίγαντα και περνούσαν όπως εκείνη την αξέχαστη μέρα με την κόρη του την Ουρσουλία. Δεν την ξέχασαν ποτέ, όσα χρόνια και αν είχαν περάσει, γιατί οι φίλοι μένουν για πάντα φίλοι και δεν ξεχνάνε ο ένας τον άλλο ποτέ!