ροσάκη Ιωάννα Αριθµός Μητρώου: Θέµα εργασίας: «Ο Νόµιµος ικαστής» (Άρθρο 8 του Συντάγµατος)

Σχετικά έγγραφα
Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Θέμα: «Το άρθρο 8 του Συντάγματος 1975/86/01».

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Κος ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΑ ΕΙ ΙΚΑ ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ε

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Θέµα εργασίας: Άρθρο 8 του Συντάγµατος. «Ο νόµιµος δικαστής» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ :322 Εmail : (Τετάρτη, 5 Μαΐου 2004)

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Τσιλιµίγκρα Μαρίας Ελένης

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΛΕΞΗ 1 ΣΟΦΙΑ ΜΑΡΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΟΣ

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4979-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 142 /2014

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Εισαγωγή στην Επιστήµη του ικαίου 4. Μαθήµατα ελεύθερης επιλογής 2057 Πολιτική Επιστήµη Πολιτική Οικονοµία Γενική Κοινωνιολογία 4

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ι. Η έννοια του δικαίου. 1. Ορισμός του κανόνα δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ


Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΗΣ ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ, ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο έκθεσης Alexandra Thein (PE v01-00)

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Συνθέσεις - Εφαρμογές ημοσίου ικαίου

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (Σχηµατισµός Ολοµελείας) ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Transcript:

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής Τοµέας ηµοσίου ικαίου Μάθηµα: Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, εξάµηνο Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος ροσάκη Ιωάννα Αριθµός Μητρώου:1340200600096 Θέµα εργασίας: «Ο Νόµιµος ικαστής» (Άρθρο 8 του Συντάγµατος) 1

ιάγραµµα εργασίας 1. Εισαγωγικά σελ. 3 2. Ιστορική αναδροµή στην έννοια του «νόµιµου δικαστή». σελ. 4 Α Μέρος 3. Η έννοια και οι συνέπειες της αρχής του νόµιµου δικαστή σελ. 4-9 Ορισµός- ιασαφήνιση της έννοιας Φορέας ικαιώµατος Η Συνταγµατική αρχή του νόµιµου δικαστή ιευκρινήσεις Β Μέρος 4. Η απαγόρευση δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων. σελ. 9-11 -Αντιδιαστολή «εκτάκτων δικαστηρίων» από τα «εξαιρετικά δικαστήρια». - ιάκριση «εκτάκτων δικαστηρίων» από τα «ειδικά δικαστήρια». -«Ειδικά ιοικητικά ικαστήρια». 5. ιαιτησία σελ. 11 Γ Μέρος 6. Συµπεράσµατα. σελ. 12 7. Περίληψη σελ. 12-13 8. Βιβλιογραφία σελ. 13 9. Νοµολογία. σελ. 13-14 2

Συντοµογραφίες: Αρµ. : Αρµενόπουλος ΑΠ : Άρειος Πάγος Άρθρ. : Άρθρο ΕφΑθ : Εφετείο Αθηνών Παρ. : Παράγραφος Πρβλ. : Παράβαλε ΚΠοιν : Κώδικας Ποινικής ικονοµίας ΚΠολ : Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας Κ ιοικ : Κώδικας ιοικητικής ιαδικασίας ΝοΒ: Νοµικό Βήµα Συντ. : Σύνταγµα ΣτΕ : Συµβούλιο της Επικρατείας Υ.Α. : Υπουργική Απόφαση ΤοΣ : Το Σύνταγµα 1. Εισαγωγικά Η προστασία της προσωπικής ασφάλειας ουσιαστικά κατοχυρώνεται µε το άρθρο 8 του Συντάγµατος που ορίζει αφενός µεν ότι «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέληση του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόµος» (παρ. 1) και αφετέρου ότι «ικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, µε οποιοδήποτε όνοµα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν» (παρ. 2). Πράγµατι, θα απέβαινε αλυσιτελής η συνταγµατική προστασία όχι µόνο της προσωπικής ασφάλειας, αλλά και γενικότερα των ατοµικών ελευθεριών, αν ήταν δυνατόν να αποστερηθεί κανείς οποιοσδήποτε, είτε Έλληνας είτε αλλοδαπός- τον νόµιµο δικαστή του, και µάλιστα τον περιβεβληµένο µε εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. 1 2. Ιστορική αναδροµή στην έννοια του «νόµιµου δικαστή» 1 Βλ. Α.Μάνεση, Ατοµικές Ελευθερίες, 1982 3

Αρχικά, αξίζει να αναφερθεί το ότι τα δύο εδάφια εκ των οποίων συνίσταται το άρθρο 8 του Συντάγµατος δεν ήταν πάντοτε ενωµένα αλλά αποτελούσαν «εκάτερον ίδιον άρθρον, τόσον κατά το Σύνταγµα 1864/1911 (άρθρ. 8 και 91 παρ.1), όσον και το Σύντ. 1927 (άρθρ. 9 παρ.1). 2» Η αρχή του νόµιµου δικαστή ανατρέχει στην αγγλική Magna Charta του 1215, όπου υπάρχουν υποτυπώδεις σχετικές διατάξεις και στο Bill of Rights του1689 που χαρακτηρίζει τις κάθε είδους δικαστικές επιτροπές «παράνοµες και ολέθριες». Αρχικά, η διασφάλιση του νόµιµου δικαστή συναντάται σε µοναρχικά πολιτεύµατα, όπου απέβλεπε στην κατοχύρωση ορισµένων δικονοµικών προνοµίων των ευγενών, της Καθολικής Εκκλησίας και των Συντεχνιών. Με τη σύγχρονη µορφή της η αρχή του νόµιµου δικαστή εµφανίζεται στη Γαλλία, στα Συντάγµατα της επαναστατικής περιόδου, του 1791 και του 1795 και αργότερα στους συνταγµατικούς χάρτες του 1814 (άρθρα 52-63) και 1830 (άρθρα 53-54) και στο βελγικό Σύνταγµα του 1831 (άρθρα 8 και 94), από όπου την παρέλαβαν και τα Συντάγµατα των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Στην Ελλάδα η αρχή του νόµιµου δικαστή καθιερώνεται για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του Άστρους («Νόµος της Επιδαύρου») του 1823 και σαφέστερα στο Σύνταγµα της Τροιζήνας του 1827 (άρθρα 22 και 138) και ύστερα σε όλα τα µεταγενέστερα, από δε το Σύνταγµα του 1844 µε διατύπωση όµοια της σηµερινής. Στο διεθνές επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Σύµβαση του 1950 (ν.δ. 53/1974) προβλέπει απλώς «ανεξάρτητο και αµερόληπτο δικαστήριο, νοµίµως λειτουργουν» (άρθρο 6 παρ. 1). 3 Α Μέρος 3.Η έννοια και οι συνέπειες της αρχής του νόµιµου δικαστή Ορισµός- ιασαφήνιση της έννοιας «Νόµιµος ικαστής» είναι εκείνος που, οριζόµενος από τους εν γένει νόµους (ουσιαστικούς ή δικονοµικούς) που εκάστοτε ισχύουν, είναι καθ ύλην ή κατά τόπο ή βάσει οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου- αρµόδιος να δικάσει και κάθε άλλη υπόθεση όµοια, από άποψη περιεχοµένου ή προσώπου, µε τη συγκεκριµένη υπόθεση, για την οποία πρόκειται κάθε φορά. 4 2 Βλ. Σβώλου-Βλάχου, το Σύνταγµα της Ελλάδος Τόµος Β, 1954 3 Βλ. Α.Μάνεση, Ατοµικές Ελευθερίες, 1982 4 Βλ. Α.Μάνεση, Ατοµικές Ελευθερίες, 1982 4

Η δικαστική προστασία, άλλωστε, είναι ουσιαστική και αντικειµενική, µόνο όταν παρέχεται από δικαστή που δεν ορίζεται ειδικά για να δικάσει ένα συγκεκριµένο άτοµο ή µια συγκεκριµένη υπόθεση, αλλά από δικαστή που ορίζεται γενικά εκ των προτέρων από το νόµο. Αυτό ορίζουν όχι µόνο το Σύνταγµα, αλλά ρητώς και οι δικονοµικοί νόµοι. 5 Μόνο µ αυτόν τον τρόπο µπορεί να αποφευχθεί (ή τουλάχιστον να περιοριστεί) η προκατειληµµένη ή και προαποφασισµένη απονοµή της δικαιοσύνης. Στις περιπτώσεις που, παρά το γενικό από το νόµο προκαθορισµό του δικαστή, συµβαίνει στη συγκεκριµένη περίπτωση να τελεί αυτός προς τον διάδικο ή την υπόθεση σε ιδιαίτερη σχέση που διεγείρει υπόνοια µεροληψίας, ο δικαστής αποκλείεται από την εκδίκαση της υπόθεσης ή µπορεί ή οφείλει να προτείνει ο ίδιος την εξαίρεση του ή να εξαιρεθεί από οποιονδήποτε διάδικο. 6 Όπως ορθά τονίζει το Συµβούλιο της Επικρατείας, η «αρχή του φυσικού (νόµιµου) δικαστή δεν αποτελεί µόνο ατοµικό δικαίωµα αλλά και θεσµική εγγύηση λειτουργίας των δικαστηρίων. 7 Η αρχή του νόµιµου δικαστή 8 αναφέρεται ιστορικά στην ποινική δίκη. Αποτελούσε, όπως προαναφέραµε, συµπλήρωµα της προσωπικής ασφάλειας και στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται µερικές φορές και σήµερα. Η διάταξη του άρθρου 8, παρά τη θέση της αµέσως µετά την κατοχύρωση προσωπικής ασφάλειας και των θεµελιωδών αρχών του Ποινικού ικαίου, ισχύει αναµφισβήτητα στο σύνολο της δικαιοσύνης, εποµένως και στην πολιτική 9 και τη διοικητική δίκη 10, καθώς και στην πειθαρχική διαδικασία. 11 Φορέας ικαιώµατος Φορέας των δικαιωµάτων που απορρέουν από το άρθρο 8 Συντ. είναι, όπως καθίσταται άλλωστε σαφές από τη διατύπωση του, ο καθένας, φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, Έλληνας ή αλλοδαπός. Από την ίδια τη φύση τους εξάλλου τα δικαιώµατα αυτά δεν µπορούν παρά να στρέφονται κατά της κρατικής εξουσίας, αφού αυτή καθορίζει την οργάνωση και απονοµή της δικαιοσύνης. Αποδέκτης της ισχύος τους δεν είναι, στο πλαίσιο αυτό, µόνο ο νοµοθέτης και η διοίκηση, αλλά επίσης και η δικαιοσύνη, κατεξοχήν µάλιστα τα όργανα που ασκούν τη διοίκηση των δικαστηρίων. εν πρόκειται πάντως αποκλειστικά για ατοµικό δικαίωµα, µε σκοπό την προστασία κυρίως της προσωπικής 5 Βλ. άρθρο 109 Κπολ. 6 Βλ. άρθρα 14 επ. ΚΠοιν, 52 επ. ΚΠολ, 14 επ. Κ ιοικ 40 π.δ. 18/1989 σε συνδυασµό µε άρθρα 52 επ. ΚΠολ. 7 ΣτΕ 2152/93, Ολ., ΤοΣ 1994, 117 (120) 8 Gesetzicher Richter 9 Ν.Ν. Σαρίπολος, Συντ. δικ. Γ σ. 92/3, Κ. Κεραµεύς, Αστ. ικον. ικ. Σ.86. Βλ. άρθρο 109 Κπολ. 10 Π.. αγτόγλου, ιοικ. ικον. ικ., άρ. 296. 11 Βλ. Ν.Ν. Σαρίπολος, Συντ.δικ., Γ σ. 92/3, Αλ. Σβώλος/ Γ. Βλάχος, Σύνταγµα, Β σ. 125 επ., Α. Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες σ. 214. 5

ασφάλειας και κατ επέκταση των συµφερόντων γενικά των φορέων του, αλλά και για θεσµική εγγύηση (όπως προαναφέραµε) 12. Και τούτο διότι ο καθορισµός της αρµοδιότητας και της σύνθεσης των δικαστηρίων µε βάση κοινές για όλους γενικές και αφηρηµένες ρυθµίσεις αυτονόητα συµβάλλει στην εύρυθµη λειτουργία και απονοµή της δικαιοσύνης, µε αποκλεισµό της αυθαιρεσίας. Συνεπώς από τη θέσπιση σχετικών διατάξεων στην κοινή δικονοµική νοµοθεσία απορρέει ένα θεσµικό κεκτηµένο. Έτσι π.χ. πρέπει να θεωρηθεί ότι απολαµβάνει συνταγµατική κατοχύρωση ο θεσµός της κλήρωσης των συνθέσεων στα ποινικά δικαστήρια, όπως αυτός καθιερώνεται στο άρθρο 17 του Οργανισµού ικαστηρίων (ν. 1756/1988, όπως τροποποιήθηκε µε το ν. 1868/1989) 13. Η συνταγµατική αρχή του νόµιµου δικαστή Α. Ισχύει τόσο υπέρ των Ελλήνων Πολιτών, όσο και υπέρ των αλλοδαπών που βρίσκονται στο ελληνικό έδαφος Β. εσµεύει όλα τα κρατικά όργανα: και της νοµοθετικής και της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας. Ειδικότερα, ως προς τη νοµοθετική ρύθµιση ορισµένων περιπτώσεων, πρέπει να σηµειωθεί ότι προς το άρθρο 8 Συντ. αντίκειται όχι µόνο ο νόµος που αφαιρεί µια υπόθεση ή ένα πρόσωπο- από τη δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου, αναθέτοντας την σε άλλο, αλλά και ο νόµος που αναδροµικά καταργεί ένδικα µέσα, καθιστώντας έτσι δυσµενέστερη τη θέση ενός διαδίκου ή που καταργεί µια υφιστάµενη δικαιοδοσία χωρίς να ιδρύει παράλληλα νέα. Επειδή πάντως η διατύπωση του άρθρου 8 ενδέχεται να δηµιουργεί ορισµένα ζητήµατα, διευκρινίζεται ότι η αρχή του νόµιµου δικαστή: Ι. εν έχει την έννοια ότι αποκλείονται µεταβολές, ενεργούµενες µε νόµο, στη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων. ΙΙ. ε σηµαίνει ότι απαγορεύεται η αναδροµική ισχύς των δικονοµικών νόµων ή η υπαγωγή εκκρεµών υποθέσεων στη ρύθµιση τους ή επίσης η τροποποίηση της καθ ύλην ή κατά τόπο αρµοδιότητας των δικαστηρίων ή η ίδρυση νέων δικαστηρίων ( υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι όλα αυτά δεν αντίκεινται σε άλλες διατάξεις του Συντάγµατος, π.χ. άρθρα 7 ή 17) 14. ΙΙΙ. εν αποκλείει την βάσει αντικειµενικών κριτηρίων παραποµπή µιας υπόθεσης από ένα δικαστήριο σε άλλο οµοειδές και ισόβαθµο που παρέχει τις ίδιες εγγυήσεις (π.χ. άρθρα 48 επ. ΚΠολ., άρθρο 136 ΚΠ ) ή την ανάθεση σ αυτό µερικότερων δικαστικών πράξεων (π.χ. διεξαγωγή αποδείξεων, λήψη µαρτυρικών καταθέσεων). 12 Βλ. Α. Σβώλου-Γ.Βλάχου, Το Σύνταγµα της Ελλάδος, Β, 1955,117. 13 Πρβλ. Α. Καρρά, Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, 1998, 258 επ. 14 Πρβλ. σχετικά Α. Μάνεση, Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγµατος, τ. ΙΙ (1965) σ. 375 επ., και την εκεί συναφή βιβλιογραφία και νοµολογία. 6

Σε τελευταία ανάλυση, απόκειται στον ερµηνευτή και στον εφαρµοστή του Συντάγµατος να εξετάζει, στη συγκεκριµένη κάθε φορά περίπτωση και στο πλαίσιο του ελέγχου της κατά το περιεχόµενο συνταγµατικότητας των νόµων (άρθρο 93 παρ. 4 Συντ.)-, αν ορισµένο νοµοθέτηµα, µε το οποίο επέρχεται µια οποιαδήποτε µεταβολή στη δικαιοδοσία, αρµοδιότητα, οργάνωση, σύνθεση, λειτουργία κ.ο.κ. των δικαστηρίων, τείνει πράγµατι, έστω και µε προκάλυµµα γενικών διατάξεων, να αφαιρέσει ορισµένη υπόθεση ή ορισµένα πρόσωπα από το µέχρι τώρα αρµόδιο δικαστήριο, δηλ. από το «νόµιµο δικαστή», για να την υπαγάγει στην κρίση άλλου δικαστηρίου, hic et nunc, οπότε και µόνο παραβιάζεται το άρθρο 8 του Συντάγµατος, διότι τεκµαίρεται ότι η αφαίρεση γίνεται µε σκοπό την ευµενέστερη ή δυσµενέστερη αντιµετώπιση. ιευκρινήσεις Όταν το Σύνταγµα ορίζει ότι «κανείς δε στερείται χωρίς τη θέληση του», αναγνωρίζει µεν τη σηµασία της θέλησης των διαδίκων για την αρµοδιότητα των δικαστηρίων, µε την έννοια ότι αποκλείει την υπαγωγή τους, παρά τη θέληση τους, στη δικαιοδοσία δικαστηρίου διαφορετικού από εκείνο που γενικά καθορίζεται από το νόµο. Αυτό όµως δε σηµαίνει ότι οι ιδιώτες διάδικοι ή κατηγορούµενοι- µπορούν να επιλέγουν το δικαστήριο που θα τους δικάσει και να καθορίζουν ή να τροποποιούν την αρµοδιότητα του ούτε ότι µπορούν να υπάγουν οποιαδήποτε διαφορά τους σε διαιτησία, αλλά ότι απλώς επιτρέπεται η λύση διαφορών µε εκούσια διαιτησία, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει κάθε φορά ο νόµος. Τα δικαστήρια δηλαδή και οι δικαστές που είναι αρµόδιοι για τη διεξαγωγή µιας συγκεκριµένης δίκης ορίζονται από το νόµο, µε την ουσιαστική έννοια του όρου, που περιλαµβάνει και την κανονιστική πράξη της διοικήσεως βάσει νοµοθετικής εξουσιοδοτήσεως. Η συνταγµατική κατοχύρωση του «νόµιµου δικαστή» είναι τόσο αντικειµενικός κανόνας λειτουργίας των δικαστηρίων, όσο και ατοµικό δικαίωµα των διαδίκων. Επιβάλλει τον καθορισµό του αρµόδιου δικαστηρίου κατά γενικές και αφηρηµένες κατηγορίες (π.χ. σύµφωνα µε την κατοικία του εναγοµένου ή την αξία του αντικειµένου της δίκης), µε κριτήρια άσχετα εντελώς προς τις συγκεκριµένες δικαζόµενες υποθέσεις ή τα πρόσωπα των διαδίκων. Το Σύνταγµα βέβαια, δεν κατοχυρώνει µόνο τον καθορισµό του αρµόδιου δικαστηρίου από γενικό και αφηρηµένο νόµο, αλλά και τον καθορισµό των συγκεκριµένων δικαστών που απαρτίζουν εκάστοτε το δικαστήριο. Και ο καθορισµός αυτός πρέπει να γίνεται εκ των προτέρων, κατά αντικειµενικές κατηγορίες υποθέσεων. Η συγκρότηση της συνθέσεως ενός δικαστηρίου µε απόφαση του προέδρου ή προϊσταµένου εν όψει και εν γνώσει των προς συζήτηση υποθέσεων είναι ασυµβίβαστη µε το Σύνταγµα 15. Ορθά πια ορίζει 15 Α. Καρράς, Ποιν. ικον. ικ., 2 η έκδ. 1998, αρ. 272. Κ. Κεραµεύς, Αστ. ικον δικ., σ. 18, Α. Μάνεσης, Ατοµ. Ελευθερίες σ. 213/4. Το θέαµα ορισµένων δικαστών ή συνθέσεων πολυµελών δικαστηρίων που δικάζουν συστηµατικά ορισµένου είδους υποθέσεις δηµιουργεί εντυπώσεις που 7

ύστερα από την τροποποίηση του ο Οργανισµός των ικαστηρίων, ότι «σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθµός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται µε κλήρωση». Για τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, καθώς και για τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας δεν υπάρχει όµως αντίστοιχος κανόνας. Η «αφαίρεση» του νόµιµου δικαστή δεν επιτρέπεται ούτε µετά την έναρξη της δίκης. Οι δικονοµικοί νόµοι προχωρούν µάλιστα ακόµη περισσότερο. Έτσι ορίζει το άρθρο 8 του Κώδικα ιοικητικής ικονοµίας, ότι : «Το δικαστήριο που είναι αρµόδιο όταν ασκείται το ένδικο βοήθηµα ή µέσο διατηρεί την αρµοδιότητα του ως την περάτωση της δίκης, ακόµη και αν στο µεταξύ µεταβληθεί η αρµοδιότητα του» 16. Εξάλλου, κατά το άρθρο 188 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα : «Η απόφαση λαµβάνεται από το δικαστή ή τους δικαστές που µετείχαν στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης» 17. Ο νοµοθέτης µπορεί όµως, γενικά και αφηρηµένα, να µεταβάλει οποτεδήποτε τους κανόνες που διέπουν την αρµοδιότητα των δικαστηρίων 18, µέσα πάντως στα πλαίσια που χαράζουν τα άρθρα 94 (αρµοδιότητες του Συµβουλίου της Επικρατείας), 96 (αρµοδιότητες ποινικών δικαστηρίων), 97 (αρµοδιότητες µικτών ορκωτών δικαστηρίων), 98 (αρµοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου), 99 (αρµοδιότητες δικαστηρίου κακοδικίας), 86 (αρµοδιότητες «ειδικού δικαστηρίου» διαφορών των δικαστικών λειτουργών και µελών του κυρίου προσωπικού του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους) και 100 (αρµοδιότητες του Ανώτατου Ειδικού ικαστηρίου) 19. Κατά το Συµβούλιο της Επικρατείας, «εν σχέσει προς την αρχήν του φυσικού δικαστού δέον να λεχθή ότι αυτή πλήττεται όχι µόνον όταν ωρισµένη υπόθεσις αφαιρείται από τον αρµόδιον δικαστήν, αλλά και όταν ορισµένη οµοιογενής κατηγορία υποθέσεων διασπάται, κατά παράβασιν των ειρηµένων οργανωτικών κριτηρίων, καταµεριζοµένη µεταξύ πλειόνων Τµηµάτων δικαστηρίου προς µαταίωσιν της ενότητος της νοµολογίας» 20. (Οι διατάξεις περί δωσιδικίας κλπ. Του Κπολ κ.ά. είναι «δηµοσίας τάξεως» και εποµένως δεν είναι δυνατό να µεταβληθούν ή να καταργηθούν µε τη βούληση των ενδιαφεροµένων, εκτός αν υπάρχουν διατάξεις που προβλέπουν την υπαγωγή της συγκεκριµένης διαφοράς σε εκούσια διαιτησία (π.χ. άρθρα 867 επ. Κπολ ). Ακόµη περισσότερο: οι διατάξεις αυτές είναι δυνατό να καταργηθούν µε νόµο, παρά τη θέληση των ενδιαφεροµένων, χωρίς αυτοί να ερωτηθούν και χωρίς να δικαιούνται να ζητήσουν αποζηµίωση. 21 ) διακυβεύουν την αξιοπιστία της δικαοσύνης. Πρβλ. Κ. Μπέη, Τα συνταγµατικά θεµέλια της δικαστικής προστασίας, Αφιέρωµα εις Γεώργιον Οικονοµόπουλον, 1981, σ. 315 «Ο νόµιµος λοιπόν δικαστής, τον οποίο εγγυάται το Σύνταγµα, είναι στον τόπο µας ανύπαρκτος». 16 Πρβλ. 45 Κπολ. 17 Πρβλ. 300Λπον. 18 Π.χ. Κ. Κεραµέα, Αστ.δικον.διν. σ.87, µε παραποµπή στην ΑΠ 142/84, ΝοΒ 1985, (248) (249). 19 Βλ. Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα, Τόµος Β 20 ΣτΕ 1781/93 (Ε τµ.), ΤοΣ 1994, 129 (134). 21 Βλ. Α.Μάνεση, Ατοµ. Ελευθερίες 1982 8

Β Μέρος 4. Η απαγόρευση δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων Κατά τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 8, «ικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, µε οποιοδήποτε όνοµα, δεν επιτρέπεται να συσταθούν». Η διάταξη αυτή εκφράζει αποθετικά µέρος του περιεχοµένου της πρώτης παραγράφου: νοηµατικά καλύπτεται δηλαδή ήδη από την πρώτη παράγραφο 22. Ιστορικά όµως αναφέρεται στη συχνότερη µορφή παραβιάσεως της αρχής του νόµιµου δικαστή και γι αυτό συναντάται πολύ συχνότερα στα σύγχρονα συντάγµατα 23, το άρθρο 8 απαγορεύει όχι µόνο τα «έκτακτα δικαστήρια», αλλά και τις «δικαστικές επιτροπές». Οι δικαστικές επιτροπές όµως είναι επιτροπές που έχουν δικαστικές αρµοδιότητες χωρίς να είναι δικαστήρια, χωρίς δηλαδή να είναι συγκροτηµένες από τακτικούς δικαστές που απολαύουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Εποµένως αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 1 Συντ. που επιφυλάσσουν την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας και την απονοµή της δικαιοσύνης αποκλειστικά σε δικαστήρια συγκροτούµενα από τακτικούς δικαστές που απολαύουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. Οι «δικαστικές επιτροπές» είναι δηλαδή ήδη βάσει αυτών των γενικών διατάξεων απαγορευµένες. Ιστορικά η απαγόρευση των «δικαστικών επιτροπών» έχει υπ όψιν τις ειδικές επιτροπές αποτελούµενες εν µέρει ή και στο σύνολο τους από µη δικαστές (δηµόσιους λειτουργούς, εκκλησιαστικούς λειτουργούς ή ιδιώτες) µε προειληµµένη ήδη την καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση 24. εν αναφέρεται αντιθέτως σε διοικητικές επιτροπές που «επιλύουν» διαφορές µε αποφάσεις που µπορούν να προσβληθούν (ήδη βάσει των άρθρων 20 παρ. 1 ή 95 παρ. 1 Συντ.), ενώπιον των δικαστηρίων 25. Τα επίσης απαγορευµένα έκτακτα δικαστήρια 26 είναι µεν δικαστήρια κατά την έννοια του άρθρου 87 παρ. 1 Συντ., αλλά συνιστώνται ή καθορίζεται η σύνθεση τους ad hoc και ex post facto, για να δικάσουν δηλαδή µια 22 Έτσι και ο Α. Μάνεσης, Ατοµ. Ελευθερίες σ.218. 23 Πρβλ. άρθρα 94 εδ. 2 βελγ.συντ., 101 παρ. 1 εδ.1 γερµ.συντ., 61 εδ.2 δαν.συντ., 117 παρ. 6 ισπαν.συντ., 102 ιταλ.συντ., 36 εδ. 2 λουξ.συντ. 24 Βλ. Α. Μάνεση, Ατοµ. Ελευθερίες σ.218. 25 Έτσι π.χ. η Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή των βουλευτικών εκλογών που εκδίδει απόφαση για την κατανοµή των αδιάθετων βουλευτικών εδρών (άρθρο 91 παρ. 2 π.δ. 92/1994 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείµενο των διατάξεων της νοµοθεσίας για την εκλογή βουλευτών», Α 55) ή η Ανώτατη Επιτροπή Τελωνειακών Αµφισβητήσεων (ΣτΕ 2081/61). 26 Tribunaux d exception, Ausnahmegerichte. 9

συγκεκριµένη υπόθεση ή ένα συγκεκριµένο πρόσωπο, µετά συνήθως την τέλεση της αξιόποινης πράξεως ή τη δηµιουργία της διαφοράς 27. - Αντιδιαστολή «εκτάκτων δικαστηρίων» από τα «εξαιρετικά δικαστήρια». εν απαγορεύονται, αλλά αντιθέτως προβλέπονται από το σύνταγµα και πρέπει να διακρίνονται από τα «έκτακτα δικαστήρια» τα «εξαιρετικά δικαστήρια» 28 που συνιστά η Βουλή όταν ασκεί τις εξαιρετικές εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 48 Συντ. 29 - ιάκριση «εκτάκτων δικαστηρίων» από τα «ειδικά δικαστήρια». εν αποτελούν εξάλλου «έκτακτα δικαστήρια» τα διάφορα «ειδικά δικαστήρια» 30 που συνιστώνται από το Σύνταγµα ή βάσει του Συντάγµατος και ασκούν ειδική µεν αλλά πάντοτε εκ των προτέρων καθοριζόµενη δικαιοδοσία, χωρίς αναφορά δηλαδή σε συγκεκριµένο πρόσωπο ή υπόθεση. Το Σύνταγµα απευθείας προβλέπει το ειδικό δικαστήριο που κρίνει την ποινική ευθύνη των υπουργών και του Προέδρου της ηµοκρατίας (άρθρα 86 και 49 παρ. 3), το ειδικό ικαστήριο Κακοδικίας (άρθρο 99), το «ειδικό δικαστήριο» διαφορών των δικαστικών λειτουργών και των µελών του κύριου προσωπικού του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους (άρθρο 88 παρ. 2, 100 Α) και το Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο (άρθρο 100) 31. Η αναθεώρηση πρόσθεσε και «ειδικά δικαστήρια» που συνιστώνται από το νόµο βάσει του άρθρου 96 είναι τα δικαστήρια ανηλίκων, τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, καθώς και το δικαστήριο λειών. -«Ειδικά ιοικητικά ικαστήρια». Τίποτε τέλος δεν εµποδίζει τον νοµοθέτη να κατανέµει την εκάστοτε δικαιοδοσία και να αναθέτει in abstracto και a priori ορισµένες αρµοδιότητες κατ είδος υποθέσεων ή κατηγορία προσώπων σε ορισµένα καταλλήλως καταρτισµένα δικαστήρια ή τµήµατα δικαστηρίων 32. Τα διάφορα πάντως «ειδικά διοικητικά δικαστήρια» (επιτάξεων, µεταλλείων και λατοµείων, σηµάτων κλπ.) καταργήθηκαν ύστερα από την ανάθεση όλων των «διοικητικών διαφορών ουσίας» στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια σύµφωνα µε το άρθρο 94 παρ. 1 Συντ. από τον νόµο 1406/1983 και η επανασύσταση τους δεν επιτρέπεται από το Σύνταγµα. 27 Πρβλ. Α. Μάνεση, Ατοµ. Ελευθερίες σ.218. 28 Ausserordentliche Gerichte 29 Βλ. και άρθρα 5-8 ν. 566/977 «περί καταστάσεως πολιορκίας» (Α 90). Με πράξη αυξηµένης τυπικής ισχύος (συντ. πράξη της 6.11./944 «περί επιβολής ποινικών κυρώσεων κατά των συνεργασθέντων µετά του εχθρού») θεσπίστηκαν στο παρελθόν εξαιρέσεις από την αρχή του νόµιµου δικαστή. 30 Sondergerichte 31 Το άρθρο 99 µιλάει για «ειδικό δικαστήριο», ενώ το άρθρο 86 χρησιµοποιεί τον όρο «επί τούτω δικαστήριο». 32 Πρβλ. άρθρα 101 παρ. 2 συντ., 102 παρ. 2 εδ. 2 ιταλ.συντ. 10

Το άρθρο 8 ανήκει στις διατάξεις του Συντάγµατος η ισχύς των οποίων µπορεί να ανασταλεί εν όλω ή εν µέρει από τη Βουλή στο πλαίσιο των εξαιρετικών εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 48. Η διάταξη αυτή του άρθρου 48 είχε εισαχθεί για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του 1952 (άρθρο 91) και είναι αδικαιολόγητη, αφού το άρθρο 48 προβλέπει έτσι ή αλλιώς τη σύσταση «εξαιρετικών δικαστηρίων» 33 34. 5. ιαιτησία Ιδιαίτερη προσοχή κυρίως πρέπει να δοθεί στο ότι ιδίως αντίκειται στο άρθρο 8 παρ. 1 Συντ., σε συνδυασµό και προς τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3, 87 παρ. 1 και 91 παρ. 3 Συντ., κάθε µορφή αναγκαστικής ή υποχρεωτικής διαιτησίας 35. Κρίθηκε έτσι αντισυνταγµατική η πρόβλεψη του άρθρου 3 π.δ. 723/1979 «περί συστάσεως µονίµου διαιτησίας του Τεχνικού Επιµελητηρίου Ελλάδος» ότι, εάν µέλος του παραπάνω Επιµελητηρίου έχει διαφορές µε άλλο πρόσωπο προερχόµενες από συµβάσεις τεχνικών έργων, µπορεί µε απλή αίτηση του να υπαγάγει τη διαφορά αυτή σε διαιτησία από µέλη του Τ.Ε.Ε 36. Η µονοµερής αυτή, χωρίς συµφωνία του αντιδίκου, υπαγωγή σε διαιτησία είναι χαρακτηριστικό παράδειγµα αναγκαστικής διαιτησίας. Αναγκαστική διαιτησία έχουµε όµως και όταν µε νόµο ή κανονιστική πράξη ορίζεται ως προϋπόθεση έγκυρης σύναψης συµβατικής σχέσης η αναγραφή στο σχετικό συµφωνητικό ρήτρας υπαγωγής σε διαιτησία. Όπως εύστοχα επισηµαίνεται, «η ρήτρα αυτή δεν εκφράζει την ελεύθερη και αβίαστη θέληση των µερών αλλά τη δυναστευτική παρέµβαση του νόµου» 37. Είναι άρα πρόδηλα αντισυνταγµατική 38 η κατά τα άρθρα 43 ν. 1958/1991, 19 π.δ. 61/1992 και 3 Υ.Α. 37495/1991 (Πολιτισµού) υπαγωγή των συµβατικών διαφορών των αµειβοµένων καλαθοσφαιριστών και των σωµατείων τους στις Επιτροπές Επίλυσης Οικονοµικών ιαφορών Αµειβοµένης Καλαθοσφαίρισης (ΕΕΟ ΑΚ), αφού τα συµβαλλόµενα µέρη υποχρεώνονται να περιλάβουν σχετικό όρο στο συµβόλαιο αθλητή σωµατείου µε ποινή αυτοδίκαιης ακυρότητας του. 39 33 Πρβλ. Αλ Σβώλο/Γ. Βλάχο, Σύνταγµα Β, σ.147, Α. Μάνεση, Ατοµ. Ελευθερίες. Σ. 220/1. 34 Βλ. και Π.. αγτόγλου Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Τόµος Β 35 Βλ. Γ. Μητσόπουλου, Η επίδρασις του Συντάγµατος επί της Πολιτικής ικονοµίας, σε: Η επίδρασις του Συντ. 1975 επί του ιδιωτικού και επί του δηµοσίου δικαίου, 1976, 55. 36 ΕφΑθ 4168/1982, ΤοΣ 1983,61. 37 Βλ. Ν. Νίκα, Το κύρος της ρήτρας υπαγωγής διαφορών στις ΕΕΟ ΑΚ, Αρµ. 1994, 509. 38 Contra ΕφΑθ 1556/1994, Αρµ. 1994,464. 39 Βλ. Χρυσόγονος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Έκδοση 2002 11

Γ Μέρος 6. Συµπεράσµατα Από τη συνταγµατική κατοχύρωση της αρχής του νόµιµου δικαστή απορρέουν πολλά ατοµικά δικαιώµατα. Ωστόσο, η προσφορά του συγκεκριµένου άρθρου εντοπίζεται κυρίως στη δυνατότητα αποκλεισµού πιθανότητας αυθαιρεσίας της δικαστικής εξουσίας, αν και η ιστορία έχει δείξει ότι πιθανόν να µην έχει ιδιαίτερο αντίκρισµα, διότι έχουν επιχειρηθεί πολλές φορές παρεµβάσεις σε δικαστικές υποθέσεις, στα πλαίσια ευρύτερων συµφερόντων, γεγονός που υποτιµά κατ αρχήν το εν λόγω άρθρο του Συντάγµατος αλλά και κλονίζει την πίστη των πολιτών στην αδιαφάνεια που πρέπει να χαρακτηρίζει τη δικαιοσύνη, πλήττοντας συγχρόνως και το κύρος της. 7. Περίληψη Στο άρθρο 8 του Συντάγµατος καθιερώνεται η αρχή του «Νόµιµου ικαστή». Πρόκειται για µια γενικότερη αντικειµενική αρχή του ικονοµικού ικαίου, η οποία αφορά την ποινική, αλλά και την πολιτική, τη δικονοµική, ακόµα και την πειθαρχική διαδικασία. Ως «νόµιµος» λοιπόν, ορίζεται ο δικαστής εκείνος την ύπαρξη του οποίου δεν µπορεί και δεν επιτρέπεται να στερηθεί κανείς χωρίς τη θέληση του. Τονίζεται ότι απαγορεύεται ο διορισµός «ειδικού» δικαστή προκειµένου να προεξασφαλιστεί το περιεχόµενο της δικαστικής κρίσης. Η θέληση των διαδίκων, προκειµένου να αποκλειστεί η δυνατότητα υπαγωγής συγκεκριµένης υπόθεσης χωρίς τη θέληση των διαδίκων σε δικαστήριο πλην αυτού του καθοριζοµένου εκ του νόµου, υπογραµµίζεται από το Συντακτικό Νοµοθέτη. Έτσι είναι δυνατή και κυρίως επιτρεπτή η υπαγωγή σε εκούσια διαιτησία, χωρίς όµως αυτό να σηµαίνει ότι αφήνεται περιθώριο για οποιαδήποτε παραβίαση κανόνων περί δωσιδικίας. Σύµφωνα µε τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, απαγορεύεται η σύσταση ειδικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων, γεγονός που οφείλεται, κατ αρχήν, σε ιστορικούς λόγους, µιας και η σύσταση 12

ειδικών επιτροπών έχει αποτελέσει πολλές φορές στο παρελθόν µορφή παραβιάσεως της αρχής του νόµιµου δικαστή. Ωστόσο, αξίζει να τονιστεί ότι επιτρέπεται σαφώς η σύσταση εξαιρετικών δικαστηρίων, όπως και η σύσταση ειδικών, σε συγκεκριµένες όµως περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις. 8. Βιβλιογραφία Α.Μάνεσης, Ατοµικές Ελευθερίες, 1982 Α.Σβώλου/ Γ.Βλάχου, Το Σύνταγµα της Ελλάδος Τόµος Β, 1954 Ν.Ν. Σαρίπολος, Συνταγµατικό ίκαιο, Τεύχος Γ Κ. Κεραµεύς, Αστικό ικονοµικό ίκαιο Π.. αγτόγλου, ιοικητικό ικονοµικό ίκαιο Π.. αγτόγλου, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Τόµος Β Α. Καρράς, Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, 2 η έκδοση 1998 Χρυσόγονος, Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, Έκδοση 2002 13

9. Νοµολογία a. ΣτΕ 2081/61 b. ΕφΑθ 2080/1982 c. ΕφΑθ 4168/1982 d. ΑΠ 356/1991 e. ΣτΕ 1781/93 f. ΣτΕ 2152/1993 g. ΣτΕ 2153/1993 h. ΕφΑθ 1556/1994 i. ΑΠ 851/1995 14

15