Κ.Π. Καβάφης : Ο οικουμενικός ποιητής Με ορμητήριο την Αλεξάνδρεια κατέκτησε την αιωνιότητα
Αλεξάνδρεια: Για τον Καβάφη είναι ένα πλάσμα αγαπημένο Εκεί γεύτηκε τις ηδονές του, εκεί γνώρισε τους θριάμβους του και τις αποτυχίες του, εκεί διέτρεξε τους κινδύνους του, εκεί αξιώθηκε, με τον τρόπο του, τη δική του «αμίμητη» ζωή. (Μ.Γιουρσενάρ)
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον»
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γυρνάς. «Η πόλις»
Η μητέρα του ποιητή Χαρίκλεια Φωτιάδη Καβάφη
Ο μικρός Κωνσταντίνος Καβάφης ανάμεσα στους αδελφούς του Τζων (αριστερά) και Παύλο (δεξιά).
Από αριστερά τα τρία αδέρφια : ο Τζων Καβάφης, ο Παύλος Καβάφης και ο ποιητής.
Στην Αλεξάνδρεια ο ποιητής φοιτά στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο.
Το 1882 η οικογένεια Καβάφη εγκαταλείπει την Αλεξάνδρεια και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη.
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνουνε-για λίγο-να μη νοιώθεται η πληγή. «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 Μ.Χ»
Ο ποιητής το 1885 επιστρέφει στην γενέτειρά του Αλεξάνδρεια.
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους. Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό. «Φωνές»
Στην Αλεξάνδρεια αποποιείται την Βρετανική υπηκοότητα που είχε και από τους δυο γονείς του και κρατά μόνο την Ελληνική.
Εμπρός κυττάζω τ αναμένα μου κεριά. Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν. «Κεριά»
Ο ποιητής ξεκινά την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δημοσιογράφος, μετά ως μεσίτης και στη συνέχεια στο Γραφείο Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. «Ιθάκη»
Η κάρτα εισόδου του ποιητή στο χρηματιστήριο.
1886 : «Βακχικόν», «Ο Ποιητής και η Μούσα»
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται «Επέστρεφε»
«Κωνσταντίνος Καβάφης. Νέος,φιλόφρων τους τρόπους, πλήρης σφρίγους και ζωής, με άπειρον ποιητικήν τόλμην, άνθρωπος του κόσμου, λογογράφος, είναι εκ των συμπαθεστάτων Αλεξανδρινών φιλολόγων..» Αιγυπτιακόν Ημερολόγιον Δρακοπούλου,1900
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. «Περιμένοντας τους βαρβάρους»
1901 : ταξίδι στην Αθήνα και γνωριμία με τον Ξενόπουλο.
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις. «Όσο μπορείς»
1897-1910:Δημοσίευση των ποιημάτων: «Τείχη», «Τα άλογα του Αχιλλέως», «Δέησις», «Η Κηδεία του Σαρπηδόνος», «Κεριά», «che fece il gran rifiuto», «Τα Παράθυρα», «Θερμοπύλες», «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», «Φωνές», «Επιθυμίες», «Η Συνοδεία του Διονύσου», «Ο βασιλεύς Δημήτριος», «Τα βήματα», «Ούτος Εκείνος», «Η Πόλις».
1911-1915 :Δημοσίευση των ποιημάτων: «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Ιθάκη», «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», «Επέστρεφε», «Όσο μπορείς», «Σοφοί δε Προσιόντων», «Ο Θεόδοτος», «Ομνύει», «Ζωγραφισμένα».
«Την ποίηση του Καβάφη δυο μου φάνηκαν/../ πως της ξεχωρίζουν χαρακτηριστικά: Η βαθειά φιλοσοφική αντίληψη του ανθρώπου που πολλά ξέρει και η αισταντικότητα του Ποιητή.» (Γαλάτεια Καζαντζάκη )
1916-1918: Δημοσίευση των ποιημάτων: «Γκρίζα», «Έτσι πολύ ατένισα-», «Ιγνατίου Τάφος», «Καισαρίων», «Θυμήσου, Σώμα», «Νόησις», «Αριστόβουλος», «Το Διπλανό Τραπέζι».
Το αναγγελτήριο του θανάτου του
Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα στην Aλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται) για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους, για τ άλογα και για τ αμάξια μου, για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα. Άπαγε εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν. Είμ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά συνήλθα αλλ όμως κ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.
ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
«Πού απεσύρθηκε, πού εχάθηκε ο Σοφός; Έπειτ από τα θαύματά του τα πολλά, την φήμη της διδασκαλίας του που διεδόθηκεν εις τόσα έθνη εκρύφθηκ' αίφνης και δεν έμαθε κανείς με θετικότητα τι έγινε (ουδέ κανείς ποτέ είδε τάφον του). Έβγαλαν μερικοί πως πέθανε στην Έφεσο. Δεν τόγραψεν ο Δάμις όμως τίποτε για θάνατο του Aπολλωνίου δεν έγραψεν ο Δάμις. Άλλοι είπανε πως έγινε άφαντος στην Λίνδο. Ή μήπως είν εκείν η ιστορία αληθινή, που ανελήφθηκε στην Κρήτη, στο αρχαίο της Δικτύννης ιερόν. Aλλ όμως έχουμε την θαυμασία, την υπερφυσικήν εμφάνισί του εις έναν νέον σπουδαστή στα Τύανα. Ίσως δεν ήλθεν ο καιρός για να επιστρέψει, για να φανερωθεί στον κόσμο πάλι ή μεταμορφωμένος, ίσως, μεταξύ μας γυρίζει αγνώριστος. Μα θα ξαναφανερωθεί ως ήτανε, διδάσκοντας τα ορθά και τότε βέβαια θα επαναφέρει την λατρεία των θεών μας, και τες καλαίσθητες ελληνικές μας τελετές.»