Αγία Πετρούπολη, 1916 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ο Ray Mesterio είναι ένας εξαιρετικός παλαιστής που ξέρει πολλές τεχνικές. Φοράει συνέχεια μια χρωματιστή μάσκα κι έτσι δεν ξέρουμε πώς είναι το

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Τρία κορίτσια. Ένα καλοκαίρι. Μια φιλία που θα αλλάξει τη ζωή τους. Το σχέδιο της Ρέιμι. Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη. Kέιτ ΝτιΚαμίλο

τα βιβλία των επιτυχιών

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Eπιμέλεια κειμένου: Xριστίνα Λαλιώτου Μακέτα εξωφύλλου - Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Το παραμύθι της αγάπης

αδύνατον να φανταστώ πως ήταν οι άλλες δύο. Οι γονείς μου τα καλοκαίρια με στέλνανε στα Αετόπουλα. Ένα πελώριο παιδικό χωριό μέσα στο καταπράσινο

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Άννα & Έλσα ΥΠΟΔΕΧΤΕΊΤΕ ΤΗ ΒΑΣΊΛΊΣΣΑ! Έρικα Ντέιβιντ Εικονογράφηση: Μπιλ Ρόμπινσον

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Παραμυθιά Τάξη Α. Μάστορα Έλλη

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

The G C School of Careers

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Ένας θαυμάσιος μαρτυρικός αγιογράφος χωρίς χέρια και πόδια

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριό, στη Νανοχώρα, ζούσε ένας νάνος, ο Μαξ, με τον παπαγάλο του τον Σκάλι. Ο Μαξ ήταν πολύ λυπημένος, γιατί

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Και τώρα τι κάνω; Σημαντικότερο απ όλα είναι να διαβάσεις και να ευχαριστηθείς την ιστορία και τις πληροφορίες για τον κόσμο των χρωμάτων

ΤΟ ΣΠΊΤΙ μύριζε λιωμένο βούτυρο και καθαριότητα.

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

O πιο. άγγελος. μικρός. Xίλντε Κέλερ-Τιμ. εικόνες: Στέφανι Ράιχ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Transcript:

ΣΑΣΕΝΚΑ 13 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Αγία Πετρούπολη, 1916 1 ΗΤΑΝ Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΤΣΑΓΙΟΥ, αλλά ο ήλιος είχε ήδη βασιλέψει όταν τρεις άντρες της τσαρικής αστυνομίας πήραν θέση μπροστά στις πύλες του Ινστιτούτου Σμόλνι για Ευγενείς Κορασίδες. Το περιώνυμο παρθεναγωγείο της Αγίας Πετρούπολης* δεν ήταν μέρος για αστυνομικούς, εντούτοις αυτοί στήθηκαν εκεί, ξεχωρίζοντας από τα μακριά γκρι παλτό τους με τα διάσημα. Ο ένας κροτάλιζε ανυπόμονα τα δάχτυλά του, ο άλλος ανοιγόκλεινε τη δερμάτινη θήκη του περιστρόφου του, ο τρίτος στεκόταν απαθής, με τα πόδια ανοιχτά και τους αντίχειρες αγκιστρωμένους στη ζώνη του. Πίσω τους επικρατούσε το αδιαχώρητο από ακινητοποιημένα έλκηθρα, στολισμένα με χρυσά και πορφυρά οικόσημα, και λίγες απαστράπτουσες λιμουζίνες. Οι νωθρές νιφάδες του χιονιού που έπεφταν λοξά διακρίνονταν μόνο μέσα στην τρεμουλιαστή άλω των φανοστατών και στα κεχριμπαρένια φανάρια των διερχόμενων οχημάτων. Ήταν ο τρίτος χειμώνας του Μεγάλου Πολέμου,** κατά τα φαινόμενα ο σκοτεινότερος και μακρύτερος μέχρι τώρα. Μέσα από τις μαύρες πύλες, στην άλλη άκρη της πλακόστρωτης αλέας, η λευκή επιβλητικό * Το όνομα της πόλης ακολούθησε τις κατά καιρούς πολιτικές εξελίξεις. Ιδρύθηκε ως Πέτερμπουργκ, μετονομάστηκε το 1914 σε Πέτρογκραντ και μετά το θάνατο του Λένιν σε Λένινγκραντ μέχρι το 1991, οπότε καθιερώθηκε το σημερινό της όνομα. (Σ.τ.Ε.) ** Πρόκειται για τον Αʹ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο η τσαρική Ρωσία ενεπλάκη το 1914, με σημαντικό ρόλο, αλλά και βαριές απώλειες. (Σ.τ.Μ.)

14 ΣΑΪΜΟΝ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ τητα του ιδρύματος με τις αρχαιοπρεπείς κιονοστοιχίες ξεπρόβαλλε μέσα από το πρώιμο λυκόφως όπως ένα υπερωκεάνιο από την ομίχλη. Ακόμα κι αυτό το οικοτροφείο, που βρισκόταν υπό την αιγίδα της ίδιας της αυτοκράτειρας και φιλοξενούσε τις θυγατέρες αριστοκρατών και κερδοσκόπων, δεν μπορούσε πια να παρέχει σίτιση στα κορίτσια ή να έχει θέρμανση στους κοιτώνες. Το σχολείο έκλεινε εσπευσμένα. Οι ελλείψεις άγγιζαν πλέον και τους πλούσιους. Λίγοι μπορούσαν να αγοράσουν καύσιμα για να κινούν τα αμάξια τους, και τα ιππήλατα μέσα έγιναν πάλι της μόδας. Η χειμωνιάτικη αρκτική σκοτεινιά στην εμπόλεμη Αγία Πετρούπολη εμπεριείχε μια κατήφεια που κολλούσε, θαρρείς, στα ρούχα. Το πουπουλένιο χιόνι έπνιγε τους ήχους των αλόγων και των μηχανών, αλλά το δριμύ ψύχος έκανε εντονότερες τις μυρωδιές από το πετρέλαιο, τις καβαλίνες, το αλκοόλ στην ανάσα των αμαξάδων που ροχάλιζαν, από τις αψιές κολόνιες και τα τσιγάρα των σοφέρ που φορούσαν στολές με κίτρινα και κόκκινα σιρίτια, και από τα λουλουδένια αρώματα στο λαιμό των γυναικών που περίμεναν. Μέσα στην επενδυμένη με βαθυκόκκινο δέρμα καμπίνα ενός λαντολέ* Ντελονέ-Μπελβίλ, στο φως μιας λάμπας νάφθας, καθόταν μια σοβαρή νέα γυναίκα με πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς, έχοντας ένα αγγλικό μυθιστόρημα στα γόνατά της. Η Όντρεϊ Λιούις κυρία Λιούις για τους εργοδότες της, Λιάλια για την αγαπημένη της προστατευόμενη κρύωνε. Τράβηξε τη δασιά προβιά ψηλότερα στα πόδια της. Φορούσε χοντρό πανωφόρι, καπέλο από γούνα λύκου και γάντια, αλλά εξακολουθούσε να τρέμει. Αγνόησε τον οδηγό, τον Παντελεϊμόν, όταν εκείνος κάθισε στη θέση του, πετώντας το τσιγάρο του στο χιόνι. Τα καστανά της μάτια δεν ξεκολλούσαν στιγμή από την πόρτα του σχολείου. «Βιάσου, Σάσενκα!» μονολόγησε στα αγγλικά η Λιάλια. Έλεγξε το μπρούντζινο ρολόι μέσα από το γυάλινο διαχωριστικό που απομόνωνε τον οδηγό. «Όπου να ναι έρχεται!» Ένα μητρικό αίσθημα προσμονής πλημμύριζε το στήθος της. Φαντάστηκε τη λεπτή, λυγερή Σάσενκα να τρέχει προς το μέρος της μέσα στο χιόνι. Ελάχιστες μητέρες είχαν έρθει να παραλάβουν τις κόρες τους * Ανοιχτό αυτοκίνητο της εποχής με πτυσσόμενη κουκούλα. (Σ.τ.Μ.)

ΣΑΣΕΝΚΑ 15 από το Ινστιτούτο Σμόλνι, και σχεδόν κανένας πατέρας. Αλλά η Λιάλια, η γκουβερνάντα, ήταν πάντα εκεί για τη Σάσενκα. Λίγα λεπτά ακόμα, παιδί μου, σκέφτηκε. Αξιολάτρευτο, πανέξυπνο, σοβαρό μου παιδί. Η λάμψη των φαναριών μέσα από το λεπτό στρώμα πάγου στα αχνοφωτισμένα παράθυρα του αυτοκινήτου τη μετέφερε μακριά, στο σπίτι των παιδικών της χρόνων στο Πέγκσντον, ένα χωριό στο Χέρτφορντσερ. Δεν είχε επισκεφτεί την Αγγλία εδώ και έξι χρόνια και αναρωτιόταν αν θα ξανάβλεπε την οικογένειά της. Όμως, αν είχε μείνει εκεί, δε θα γνώριζε ποτέ την πολυαγαπημένη της Σάσενκα. Πριν από έξι χρόνια δέχτηκε τη θέση γκουβερνάντας στην οικία του βαρόνου και της βαρόνης Τσάιτλιν και μια καινούρια ζωή στη ρωσική πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη. Πριν από έξι χρόνια την υποδέχτηκε συγκρατημένα ένα κοριτσάκι με ναυτική στολή, την κοίταξε ερευνητικά κι έπειτα της έτεινε το χεράκι του σαν να της πρόσφερε ανθοδέσμη. Η καινούρια γκουβερνάντα ήταν ζήτημα αν ήξερε δυο λέξεις στα ρωσικά, αλλά γονάτισε κι έκλεισε αυτό το χεράκι στις παλάμες της. Το κοριτσάκι, διστακτικά στην αρχή, με μεγαλύτερη σιγουριά κάθε στιγμή που περνούσε, έγειρε πάνω της, για να ακουμπήσει τελικά το κεφάλι στον ώμο της Λιάλια. «Μνιε ζαβούτ κυρία Λιούις», συστήθηκε η Αγγλίδα σε άθλια ρωσικά. «Χαιρετισμούς σε μια ξεχωριστή καλεσμένη, Λιάλια! Εμένα με καλούν Σάσενκα», απάντησε το παιδί σε εξίσου άθλια αγγλικά. Κι αυτό ήταν. Έκτοτε η κυρία Λιούις «καλούνταν» Λιάλια. Ήταν μια καρμική στιγμή. Αγαπήθηκαν με την πρώτη ματιά. «Είναι πέντε παρά δύο», ακούστηκε μεταλλική η φωνή του σοφέρ μέσα από το φωναγωγό. Η γκουβερνάντα έσκυψε μπροστά, ξεκρέμασε το δικό της φωναγωγό και μίλησε στο μπρούντζινο κύπελλο σε άψογα ρωσικά (με ελαφρώς βρετανική προφορά). «Ευχαριστώ, Παντελεϊμόν». «Τι γυρεύουν εδώ οι φαραώ ;» απόρησε ο οδηγός. Όλοι χρησιμοποιούσαν αυτό το παρατσούκλι για την πολιτική αστυνομία. Χαχάνισε. «Ίσως οι μαθήτριες κρύβουν γερμανικούς κώδικες στα μεσοφόρια τους». Η Λιάλια δε θα παρασυρόταν σε τέτοια κουβέντα μαζί του. «Παντελεϊμόν, θα χρειαστεί να πας να φέρεις το μπαούλο της», είπε με αυστηρό τόνο. Αλήθεια, όμως, τι γυρεύουν εδώ οι αστυνομικοί; αναρωτήθηκε κι εκείνη βουβά.

16 ΣΑΪΜΟΝ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ Τα κορίτσια πάντα έβγαιναν στην ώρα τους. Η κυρία Μπουξχόβεν, η διευθύντρια, γνωστή στις μαθήτριες ως Grand-maman, δηλαδή Νόνα, διοικούσε το ίδρυμα σαν πρωσικό στρατώνα αλλά στα γαλλικά. Η Λιάλια ήξερε ότι η Grand-maman ήταν ευνοούμενη της γηραιάς αυτοκράτειρας Μαρίας Φιοντόροβνα,* καθώς και της σημερινής αυτοκράτειρας Αλεξάνδρας. Ένας αξιωματικός του ιππικού κι ένα θορυβώδες μπουλούκι μαθητών και φοιτητών που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά και πηλήκια πέρασαν τις πύλες για να συναντήσουν τις αγαπημένες τους. Στη Ρωσία, ακόμα και τα σχολιαρόπαιδα φορούσαν στολές. Αιφνιδιάστηκαν όταν είδαν τους τρεις «φαραώ», αλλά συνέχισαν το δρόμο τους ρίχνοντας κάποιες κλεφτές ματιές πίσω τους. Τι γύρευε η πολιτική αστυνομία σε ένα οικοτροφείο για δεσποινίδες της αριστοκρατίας; Περιμένοντας να μεταφέρουν τις θυγατέρες των αφεντικών τους στο σπίτι, οι αμαξάδες, ντυμένοι με χοντρά πανωφόρια έως τον αστράγαλο, επενδυμένα με προβιά, κόκκινους τελαμώνες και καπέλα με σκληρό θόλο, χτυπούσαν τα πόδια τους στο χιόνι και φρόντιζαν τα άλογά τους. Κι αυτοί παρακολουθούσαν τους αστυνομικούς με την άκρη του ματιού τους. Στις πέντε ακριβώς, οι διπλές θύρες του Σμόλνι άνοιξαν διάπλατα, ρίχνοντας μια λωρίδα κιτρινωπού φωτός στη σκάλα προς τις πύλες. «Επιτέλους, έρχονται!» Η Λιάλια πέταξε το βιβλίο της στην άκρη. Στην κορυφή της σκάλας, η κυρία Μπουξχόβεν, αυστηρή μέσα στη μαύρη κάπα της, φορώντας φόρεμα από σερζ ύφασμα και ψηλό άσπρο κολάρο, ξεπρόβαλε στο φως, θυμίζοντας στη Λιάλια φιγούρα από μηχανικό ελβετικό ρολόι. Το μπούστο της Grand-maman, πλατύ σαν γκρεμός, διακρινόταν ακόμα κι από τόση απόσταση, και η καμπανιστή σοπράνο φωνή της μπορούσε να ραγίσει τον πάγο εκατό δρασκελιές μακριά. Μόλο που έκανε παγωνιά, η Λιάλια κατέβασε το τζάμι στο παράθυρό της κι έσκυψε έξω, γεμάτη έξαψη. Σκεφτόταν το αγαπημένο τσάι της Σάσενκα που την περίμενε στο μικρό σαλόνι και τα μπισκότα που της αγόρασε ειδικά από το «Αγγλικό Παντοπωλείο» στη Στοά Πασάζ. Το τσίγκινο * Πρόκειται για την πριγκίπισσα Ντάγκμαρ της Δανίας (1868-1918), η οποία, αφού ασπάστηκε την Ορθοδοξία, έγινε σύζυγος του τσάρου Αλέξανδρου Γʹ και μητέρα του τσάρου Νικόλαου Βʹ. (Σ.τ.Μ.)

ΣΑΣΕΝΚΑ 17 κουτί με τα Χάντλεϊ & Πάλμερς ήταν ακουμπισμένο δίπλα της στο βαθυκόκκινο δερμάτινο κάθισμα. Οι αμαξάδες σκαρφάλωσαν στους ψηλούς πάγκους τους και πήραν θέση, με τα καμτσίκια ανά χείρας. Ο Παντελεϊμόν φόρεσε το πηλήκιο με τα σιρίτια και το σακάκι με τα κόκκινα και χρυσά τελειώματα και, χαϊδεύοντας το κερωμένο μουστάκι του, έκλεισε το μάτι στη Λιάλια. Γιατί όλοι οι άντρες περιμένουν ότι θα τους ερωτευτούμε επειδή μπορούν να βάλουν μπροστά ένα αυτοκίνητο; αναρωτήθηκε εκείνη καθώς η μηχανή ζωντάνεψε μ έναν ήχο σαν ξερόβηχα. Ο Παντελεϊμόν χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα χαλασμένα δόντια στο στόμα του. Η φωνή του ήρθε με ένα ξεφύσημα από το φωναγωγό. «Πού είναι η αλεπουδίτσα μας, λοιπόν; Σε λίγο θα έχω δύο καλλονές στο αυτοκίνητο». Η Λιάλια κούνησε το κεφάλι. «Βιάσου τώρα, Παντελεϊμόν. Ένα μπαούλο και μια βαλίτσα, και τα δύο με το λογότυπο Άσπρεϊς οφ Λόντον. Μπίστρο! Γρήγορα!» 2 ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΑΘΗΜΑ: ραπτική για τον τσάρο και την πατρίδα. Η Σάσενκα παρίστανε ότι έραβε τις χακί περισκελίδες, αλλά της ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί και τρυπούσε διαρκώς το δάχτυλό της. Το κουδούνι θα χτυπούσε από στιγμή σε στιγμή, ελευθερώνοντας την ίδια και τα υπόλοιπα κορίτσια από αυτή τη φυλακή του 18ου αιώνα, με τους εκτεθειμένους στα ρεύματα κοιτώνες, τις τραπεζαρίες με τις αντηχήσεις και τις αλαβάστρινες αίθουσες χορού. Η Σάσενκα αποφάσισε να είναι η πρώτη που θα έκανε υπόκλιση στη δασκάλα άρα θα έβγαινε πρώτη από την τάξη. Πάντα ήθελε να ξεχωρίζει, να είναι ή πρώτη ή τελευταία, ποτέ στη μέση. Γι αυτό είχε καθίσει μπροστά μπροστά, κοντά στην πόρτα. Ένιωθε ότι είχε παραμεγαλώσει για το Σμόλνι. Την απασχολούσαν πολύ σοβαρότερα θέματα από τις βλακείες και τις επιπολαιότητες των άλλων μαθητριών σε αυτό που αποκαλούσε «Ινστιτούτο για Ευγενείς Πανηλίθιες». Το μόνο που τις ένοιαζε ήταν τα βήματα αλλόκοτων χορών

18 ΣΑΪΜΟΝ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ όπως η καντρίλια, το pas d espagne, το pas de patineur, η τρινιόν και η σικόν, τα τελευταία ραβασάκια από τον Μίσα ή τον Νικαλάσα της Φρουράς, οι νέες τάσεις της μόδας στις βραδινές τουαλέτες και, κυρίως, πώς να προβάλλουν το ντεκολτέ τους. Αυτό, ειδικά, το συζητούσαν ανελλιπώς με τη Σάσενκα μόλις έσβηναν τα φώτα, επειδή είχε το πιο τροφαντό μπούστο στην τάξη της. Έλεγαν ότι τη ζήλευαν τόσο πολύ! Η ρηχότητά τους όχι μόνο την απωθούσε, αλλά επιπλέον της προκαλούσε αμηχανία, γιατί, αντίθετα μ εκείνες, δεν επιθυμούσε καθόλου να επιδεικνύει τα στήθη της. Ήταν δεκάξι χρόνων και όχι πια κοριτσάκι, θύμισε στον εαυτό της. Σιχαινόταν τη σχολική στολή της, το απλό άσπρο φόρεμα από βαμβακερό και μουσελίνα, με την παιδιάστικη ποδίτσα μπροστά και την κολλαριστή κάπα στους ώμους, που την έκαναν να φαίνεται μικρή και αθώα. Ήταν ολόκληρη γυναίκα πλέον, και μάλιστα μια γυναίκα στρατευμένη. Παρ όλα τα μυστικά της, όμως, ανυπομονούσε να αγκαλιάσει την πολυαγαπημένη της Λιάλια, που σίγουρα περίμενε απέξω, στο λαντολέ του πατέρα της, με ένα κουτί εγγλέζικα μπισκότα στο κάθισμα δίπλα της. Ο διαπεραστικός ήχος από τα κοφτά παλαμάκια της Μαμα-Σακαλόφ (όλες τις δασκάλες έπρεπε να τις προσφωνούν Maman) έβγαλε τη Σάσενκα από τις ονειροπολήσεις της. Κοντή και στρουμπουλή, με σγουρά μαλλιά, η Maman φώναξε με τη βροντερή μπάσα φωνή της: «Κυρίες μου, ώρα να μαζέψετε τα ραπτικά σας! Ελπίζω να δουλέψατε καλά για τους γενναίους στρατιώτες μας που θυσιάζουν τη ζωή τους για την πατρίδα μας και την Αυτοκρατορική Μεγαλειότητά του, τον τσάρο». Εκείνη τη μέρα, η ραπτική για τον τσάρο και την πατρίδα απαιτούσε να προσαρμόσουν μια επαναστατική καινοτομία φερμουάρ σε περισκελίδες για τους δεινοπαθούντες κληρωτούς χωρικούς της Ρωσίας, που σφαγιάζονταν κατά χιλιάδες υπό τη διοίκηση του Νικόλαου Βʹ. Το όλο εγχείρημα προκάλεσε τα ξέπνοα χαχανητά των κορασίδων. «Σας θέλω πολύ προσεκτικές σε αυτή τη λεπτή εργασία», τις είχε προειδοποιήσει η Μαμα-Σακαλόφ. «Ένα κακοραμμένο φερμουάρ θα μπορούσε να αποτελεί έναν πρόσθετο κίνδυνο για το Ρώσο πολεμιστή που ήδη κινδυνεύει». «Εκεί βάζει το τουφέκι του;» ψιθύρισε η Σάσενκα στη διπλανή της.

ΣΑΣΕΝΚΑ 19 Όσα κορίτσια την άκουσαν έβαλαν τα γέλια. Καμιά τους δεν έδινε πολλή προσοχή στο ράψιμο. Η μέρα φαινόταν ατέλειωτη: οι ώρες σέρνονταν μετά το πρόγευμα στην κεντρική σάλα και την υποχρεωτική υπόκλιση μπροστά στο γιγάντιο πορτρέτο της μητέρας του αυτοκράτορα, της γηραιάς αυτοκράτειρας Μαρίας Φιοντόροβνα, με τα διαπεραστικά μάτια και τα στυφά χείλη. Αφού συγκεντρώθηκαν οι περισκελίδες με τα κακοραμμένα φερμουάρ, η Μαμα-Σακαλόφ χτύπησε ξανά τα χέρια της. «Απομένει ένα λεπτό μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι. Πριν φύγετε, mes enfants,* θέλω την καλύτερη υπόκλιση του τριμήνου. Και μια καλή υπόκλιση είναι...» «Μια ΒΑΘΙΑ υπόκλιση!» φώναξαν γελώντας τα κορίτσια. «Ω, ναι, νεαρές μου. Σε ό,τι αφορά την υπόκλιση, η πιο ΒΑΘΙΑ αρμόζει στις ΕΥΓΕΝΕΙΣ ΔΕΣΠΟΣΥΝΕΣ. Θα έχετε προσέξει ότι όσο υψηλότερη θέση κατέχει μια κυρία στον Πίνακα Βαθμών** που θέσπισε ο πρώτος μας αυτοκράτορας, ο Μέγας Πέτρος, τόσο ΒΑΘΥΤΕΡΑ υποκλίνεται μπροστά στις Αυτοκρατορικές Μεγαλειότητες. Ακουμπήστε στο πάτωμα». Στη λέξη «βαθύτερα», η φωνή της Μαμα-Σακαλόφ κατέβηκε σε ακόμα χαμηλότερες οκτάβες. «Οι πωλήτριες υποκλίνονται comme ça, έτσι», συνέχισε σκύβοντας ελάχιστα και η Σάσενκα χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μη βάλει τα γέλια, «αλλά ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΣΚΥΒΟΥΝ ΧΑΜΗΛΑΑΑΑ! Να ακουμπήσουν κάτω τα γόνατά σας, κορίτσια, comme ça». Και η Μαμα-Σακαλόφ υποκλίθηκε με απρόσμενη λυγεράδα, τόσο βαθιά, ώστε τα σταυρωμένα της γόνατα σχεδόν άγγιξαν το ξύλινο δάπεδο. «Ποια θα το κάνει πρώτη;» «Εγώ!» Η Σάσενκα ήταν κιόλας όρθια, κρατώντας τη σταμπωτή δερμάτινη κασετίνα της και την υφασμάτινη τσάντα με τα βιβλία της. Αδημονούσε τόσο να φύγει, ώστε έκανε την πιο βαθιά και αριστοκρατική υπόκλιση της ζωής της, βαθύτερη και από εκείνη που έκανε μπροστά * Παιδιά μου. Γαλλικά στο πρωτότυπο. (Σ.τ.Μ.) ** Σύστημα του 1722 που κατέτασσε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους σε 14 κατηγορίες, με ανώτατη την 1η. Με την εισδοχή στην 8η κατηγορία, απονεμόταν κληρονομικός τίτλος ευγενείας, εμπλουτίζοντας έτσι τις τάξεις των ευγενών με ισχυρά, από οικονομική άποψη, νέα μέλη. (Σ.τ.Μ.)

20 ΣΑΪΜΟΝ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ στο πορτρέτο της γηραιάς αυτοκράτειρας στη γιορτή της Αγίας Αικατερίνης. «Merci, Maman!» είπε. Πίσω της, άκουσε τα κορίτσια να ψιθυρίζουν έκπληκτα, γιατί συνήθως ήταν η αντάρτισσα της τάξης. Αλλά δεν την ένοιαζε πια. Είχε πάψει να τη νοιάζει από το καλοκαίρι. Τα μυστικά εκείνων των μουντών καλοκαιρινών βραδιών είχαν θρυμματίσει και αναδιαμορφώσει τα πάντα. Όταν χτύπησε το κουδούνι, η Σάσενκα ήταν κιόλας στο διάδρομο. Κοίταξε τα ψηλά ταβάνια με τα γύψινα, το γυαλιστερό, σαν καθρέφτη, παρκέ και την ηλεκτρική λάμψη των πολυελαίων. Ήταν ολομόναχη. Η σάκα της με το πλήρες όνομά της, βαρόνη Αλεξάνδρα Τσάιτλιν, χαραγμένο με χρυσά γράμματα κρεμόταν στον ώμο της, αλλά το πιο ανεκτίμητο απόκτημά της βρισκόταν στα χέρια της: μια άθλια υφασμάτινη τσάντα με βιβλία, που την έσφιγγε στο στήθος της. Μέσα ήταν οι πολύτιμοι τόμοι με τα ρεαλιστικά μυθιστορήματα του Ζολά, τη ζοφερή ποίηση του Νεκράσοφ και την παθιασμένη αψηφισιά του Μαγιακόφσκι. Άρχισε να τρέχει στο διάδρομο προς την Grand-maman, της οποίας η σιλουέτα διαγραφόταν κόντρα στα φώτα των αυτοκινήτων και το συνωστισμό από γκουβερνάντες, σοφέρ και αμαξάδες που περίμεναν να παραλάβουν τις ευγενείς κορασίδες του Σμόλνι. Αλλά ήταν πια αργά. Οι πόρτες κατά μήκος του διαδρόμου άνοιγαν διάπλατα, πλημμυρίζοντάς τον με ενθουσιώδη κορίτσια που φορούσαν άσπρα φορέματα και δαντελένιες ποδιές, άσπρες κάλτσες και μαλακά άσπρα παπούτσια. Σαν χιονοστιβάδα από φρέσκο χιόνι, κατέκλυζαν το διάδρομο προς την γκαρνταρόμπα. Από την αντίθετη πλευρά ερχόταν ένα κοπάδι από ανυπόμονους αμαξάδες, με τις μακριές γενειάδες τους κρυσταλλιασμένες από την παγωνιά και την αρκτική νύχτα στα βαριά πανωφόρια τους, οι οποίοι βιάζονταν να πάρουν τα μπαούλα των κοριτσιών. Εκθαμβωτικός μέσα στη φανταχτερή στολή του με το πηλήκιο, ο Παντελεϊμόν εμφανίστηκε ανάμεσά τους, κοιτάζοντας σαν υπνωτισμένος τη Σάσενκα. «Παντελεϊμόν!» «Ω, δεσποινίς Τσάιτλιν!» απάντησε κοκκινίζοντας εκείνος. Τι μπορεί να έφερε σε τέτοια αμηχανία το μέγα καρδιοκατακτητή στις τάξεις των υπηρετριών; απόρησε η κοπέλα χαμογελώντας του. «Ναι, εγώ είμαι. Το μπαούλο και η βαλίτσα μου βρίσκονται στον Κοιτώνα 12, δίπλα στο παράθυρο. Στάσου μια στιγμή, καινούρια στολή είναι αυτή;»

ΣΑΣΕΝΚΑ 21 «Μάλιστα, δεσποινίς». «Ποιος τη σχεδίασε;» «Η μητέρα σας, η βαρόνη Τσάιτλιν», της φώναξε ανεβαίνοντας σβέλτα τις σκάλες προς τους κοιτώνες. Τι κοίταζε με τόσο ενδιαφέρον; αναρωτήθηκε η Σάσενκα. Το τεράστιο στήθος της ή το υπερβολικά μεγάλο της στόμα; Έστριψε αμήχανα προς την γκαρνταρόμπα. Τι είναι η εξωτερική εμφάνιση, τέλος πάντων; Ο ρηχός κόσμος των μαθητριών! Το παρουσιαστικό είναι ένα τίποτα σε σύγκριση με την Ιστορία, την τέχνη, την πρόοδο και τη μοίρα. Χαμογέλασε κοροϊδευτικά με την εμμονή της μητέρας της για το χρυσό και την πορφύρα: η κραυγαλέα στολή του σοφέρ τους πρόδιδε το νεοπλουτισμό των Τσάιτλιν. Η Σάσενκα κατάφερε να μπει πρώτη στην γκαρνταρόμπα. Γεμάτη από μεταξένιες γούνες ζώων σε αποχρώσεις του καφέ, του χρυσαφί και του λευκού, από πανωφόρια, τσάπκα* και ετόλ με κεφάλια αλεπούδων και μινκ, έμοιαζε να αναπνέει όπως τα δάση της Σιβηρίας. Εκείνη φόρεσε το γούνινο παλτό της, τύλιξε την ετόλ από λευκή αλεπού γύρω από το λαιμό της και το λευκό σάλι του Όρενμπουργκ** στο κεφάλι της και κατευθυνόταν ήδη προς την πόρτα, ενώ οι άλλες κοπέλες έμπαιναν ορμητικά, με πρόσωπα γελαστά και ξαναμμένα από την προσμονή της επιστροφής στα σπίτια τους. Πετούσαν τα παπούτσια και φορούσαν μποτίνια και γαλότσες, ξεκούμπωναν δερμάτινες σάκες και κουκουλώνονταν με γούνινα παλτά, φλυαρώντας ακατάπαυστα. «Ο λοχαγός ντε Παλέν γύρισε από το Μέτωπο! Θα έρθει να επισκεφτεί τη μαμά και τον μπαμπά, αλλά εγώ ξέρω ότι έρχεται για εμένα», είπε η μικρή κόμισσα Ελένα στις έκθαμβες φιλενάδες της. «Μου το αποκάλυψε στο γράμμα του». Η Σάσενκα είχε βγει σχεδόν από το δωμάτιο όταν άκουσε κάμποσα κορίτσια να τη φωνάζουν. Πού πήγαινε, γιατί βιαζόταν τόσο, δεν μπο * Ο ρωσικός γούνινος σκούφος. (Σ.τ.Μ.) ** Η περιοχή Όρενμπουργκ της Ρωσίας είναι γνωστή γι αυτά τα εργόχειρα, που φτιάχνονται από μεταξωτές και μάλλινες ίνες από τρίχωμα κατσίκας. Τα παραδοσιακά είναι τόσο λεπτοδουλεμένα, που λέγεται ότι μπορούν να περάσουν μέσα από ένα δαχτυλίδι. (Σ.τ.Ε.)

22 ΣΑΪΜΟΝ ΜΟΝΤΕΦΙΟΡΕ ρούσε να τις περιμένει λίγο, τι θα έκανε αργότερα; «Αν σκοπεύεις να διαβάσεις ποίηση, μπορώ να διαβάσω μαζί σου; Σε παρακαλώ, Σάσενκα!» Το πλήθος των μαθητριών ήδη στριμωχνόταν προς την πόρτα, σπρώχνοντας να περάσει. Μία έβρισε έναν κάθιδρο γερο-αμαξά που, κουβαλώντας ένα τεράστιο μπαούλο, της πάτησε το πόδι. Αν κι έξω είχε παγωνιά, στο διάδρομο επικρατούσε μια πυρετώδης θερμοκρασία. Ακόμα κι εκεί μέσα, όμως, η Σάσενκα ένιωθε ολότελα αποκομμένη, κυκλωμένη από ένα αόρατο τείχος που κανείς δεν μπορούσε να διαπεράσει, καθώς έριχνε στον ώμο την υφασμάτινη τσάντα της, τραχιά και φτωχική πάνω στην πολυτέλεια της γούνας της. Είχε την αίσθηση ότι διέκρινε τα διαφορετικά βιβλία στο εσωτερικό τις ανθολογίες των Αλεξάντρ Μπλοκ και Κονσταντίν Μπάλμοντ, τα μυθιστορήματα του Ανατόλ Φρανς και του Βικτόρ Ουγκό. «Δεσποινίς Τσάιτλιν, καλές διακοπές!» της ευχήθηκε η Grand-maman, μισοκλείνοντας την έξοδο. Η Σάσενκα κατάφερε ένα merci και μια υπόκλιση (όχι τόσο βαθιά ώστε να εντυπωσίαζε τη Μαμα-Σακαλόφ) και, επιτέλους, βρέθηκε έξω. Ο τσουχτερός αέρας ήταν αναζωογονητικός, εξαγνιστικός, τον ένιωσε να καίει ευχάριστα τους πνεύμονές της, ενώ το χιόνι που έπεφτε πλάγια ένυσσε τα μάγουλά της. Τα φανάρια των αυτοκινήτων και των αμαξών δημιουργούσαν μια κατάφωτη θεατρική σκηνή που αντανακλούσε σε ύψος περίπου έξι μέτρων. Από πάνω της, ο άγριος, απέραντος ουρανός είχε μαύρο χρώμα, το μαύρο της Αγίας Πετρούπολης, με λευκές κηλίδες εδώ κι εκεί. «Το λαντολέ είναι από εκεί». Ο Παντελεϊμόν, κουβαλώντας το ταξιδιωτικό μπαούλο της στον ώμο και κρατώντας μια βαλίτσα από δέρμα κροκόδειλου στο χέρι, της έδειξε απέναντι στο δρόμο. Η Σάσενκα διέσχισε το πλήθος προς το αυτοκίνητο. Ήξερε πως ό,τι κι αν συνέβαινε πόλεμος, επανάσταση ή η Αποκάλυψη, η Λιάλια της θα την περίμενε με τα μπισκότα Χάντλεϊ & Πάλμερς, ίσως και με ένα εγγλέζικο κέικ με πιπερόριζα. Και σύντομα, επίσης, θα ξανάβλεπε τον μπαμπά της. Όταν έπεσαν οι αποσκευές από έναν υπηρέτη, εκείνη πήδηξε από πάνω τους. Όταν της έκλεισε το δρόμο μια ογκώδης Ρολς Ρόις με το δουκικό θυρεό στα πλαϊνά, η Σάσενκα απλώς άνοιξε την πόρτα, χώθηκε μέσα και βγήκε από την άλλη μεριά.