le Dyscolos texte grec

Σχετικά έγγραφα
1st and 2nd Person Personal Pronouns

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

BACCALAURÉAT GÉNÉRAL SESSION Série L GREC ANCIEN. Épreuve du 24 juin 2019

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

Πῶς σὺ Ιουδαῖος ὢν παρ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης;

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

GREC ANCIEN. Épreuve du 25 juin 2018

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ 322Α - 323Α

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Αριστοτέλους Πολιτικά, Θ 2, 1 4)

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΜΑΪΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΘΕΜΑ 61ο Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Στο απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην αξιοκρατική επιλογή των αρχόντων κατά το παρελθόν.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. «Ἐπεί δ ἡ πόλις τῶν συγκειµένων τοῖς ἀπό συµβόλων κοινωνοῦσι»:να µεταφράσετε το απόσπασµα που σας δίνεται. Μονάδες 10 Β. Να γράψετε σ

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΕΝΟΤΗΤΑ 4η


Δειγματική Διδασκαλία του αδίδακτου αρχαιοελληνικού κειμένου στη Β Λυκείου με διαγραμματική παρουσίαση και χρήση της τεχνολογίας

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο Πλάτωνος Πρωταγόρας (323Α-Ε)

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ Μ.ΤΕΤΑΡΤΗ 11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2012 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

44 Χρόνια Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

εἰ δὲ μή, παῦσαι ἤδη, ὦ θαυμάσιε, πολλάκις μοι λέγων τὸν αὐτὸν λόγον, bepaling cmpl. attribuut complement (object)

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Γ ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2011

ΘΕΜΑ 2o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ...

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ (Β1, 1-4) Διττῆς δὴ τῆς ἀρετῆς οὔσης, τῆς μὲν διανοητικῆς τῆς δὲ ἠθικῆς,

ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2.1-4

A.R.E.L.A.BOR! ACADEMIE DE BORDEAUX CONCOURS REGIONAL DE LANGUES ANCIENNES SESSION 2018

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτων, Πολιτεία 615C-616Α Αρδιαίος ο τύραννος

ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΠΑΝ. 10 οὐδεν B Gron. : οὐδενι Ll-J. 12 τοῦτ edd. : τουστ B

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

Αρχαία Ελληνικά ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἐπειδὴ πᾶσαν πόλιν ὁρῶμεν κοινωνίαν τινὰ οὖσαν καὶ πᾶσαν κοινωνίαν ἀγαθοῦ

Δ ι α γ ω ν ί ς μ α τ α π ρ ο ς ο μ ο ί ω ς η σ 1

65 B Cope (1877)

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΤΑΞΗ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ H ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2014 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι ΙI

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

Δ ι α γ ω ν ί ς μ α τ α π ρ ο ς ο μ ο ί ω ς η σ 1

Ο πύργος της Βαβέλ Πως «εξηγεί» η ιουδαιοχριστιανική θρησκεία την ποικιλία γλωσσών στον κόσμο

Α. Διδαγμένο κείμενο : Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους ( Β1, 5-7 & 7-8 )

ΘΕΜΑ 151 ον οφοκλέους, Αντιγόνη, στ Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ. (Β Κορ. δ 6 15)

ιδαγµένο κείµενο 'Αριστοτέλους 'Ηθικά Νικοµάχεια (Β6, 4-10)

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΤΑΞΗ

Hexaemeron. Orientalia Christiana Analecta 278. Rome 2007.

Α. Διδαγμένο κείμενο : Πολιτικά Αριστοτέλους ( Α2,15-16) &( Γ1, 1-2/3-4/6/12 )

Ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τη σύνδεση των προτάσεων στα αρχαία ελληνικά. Παράλληλα θα δίνονται παραδείγματα και στα Νέα Ελληνικά (ΝΕ)

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Παῦσαι, πρὶν ὀργῆς εἰσορᾷς θεούς; Μονάδες 30

Athanasius Alexandrinus - Magnus - Epistula ad Palladium

Διδάσκοντας Αρχαία ελληνικά με αξιοποίηση της τέχνης. Αγάθη Γεωργιάδου Σχολ. Σύμβουλος

ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τὸς και -τέος

1. Να μεταφραστεί το τμήμα: Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον τῶν ἐχθρῶν κακά; Μονάδες 30

King s College London

ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ

ΘΕΜΑ 271ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 3,

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ

Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου. Δειγματικό Εξεταστικό Δοκίμιο. Α Τετράμηνο

ιδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια (Β1, 1-3 και Β6, 1-4)

Σε μια περίοδο ή ημιπερίοδο σύνθετου λόγου οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με τρεις τρόπους:

King s College London

Περὶ Εἰρήνης Λόγος ή Συµµαχικὸς Προοίµιο (απόσπασµα)

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Πλάτωνος Πρωταγόρας 323C-324Α

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΗΘΙΚΗ. Ενότητα 13: ΤΟ ΝΕΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΜΑΡΙΑ Κ. ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ Τμήμα Ιερατικών Σπουδών

Σύνδεσε με μια γραμμή καθένα από αυτά με μια από τις σημασίες της δεξιάς στήλης.

12 οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ". ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΕΤΟΥΣ 2004 ΦΥΛΛΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 3)

1. ιδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο. Πλάτωνος Πρωταγόρας, (324 Α-C).

ΑΡΧΑΙΑ Β ΛΥΚ. ΠΡΟΕΤ. Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ Ο. ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΝΟΥ

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2013 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΚΑΝΟΝΙΟΝ ΕΤΟΥΣ 2013 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΗΜΕΡΟΜ. ΗΧΟΣ ΕΩΘΙΝΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ 6. Τῆς ἑορτῆς Ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ (Τίτ.

ΘΕΜΑ 331ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 4,

Μια ερμηνεία του Πλατωνικού Σοφιστή υπό το πρίσμα των σύγχρονων σημασιολογικών σχέσεων. Διεπιστημονικό Συνέδριο: Ιστορία της Πληροφορίας 1

ἐκτὸς ἐπ ἀσπαλάθων κνάµπτοντες, καὶ τοῖς ἀεὶ παριοῦσι σηµαίνοντες ὧν ἕνεκά τε καὶ ὅτι εἰς τὸν Τάρταρον ἐµπεσούµενοι ἄγοιντο.» Α. Από το κείµενο που

De virginitate ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΕΡΙ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ. Ὅτι τῶν αἱρετικῶν ἡ παρθενία μισθὸν οὐκ ἔχει.

Transcript:

1 le Dyscolos texte grec le Dyscolos (317/316) de Ménandre Μενάνδρου δύσκολος ΔΥΣΚΟΛΟΣ ( autre titre : Μισάνθρωπος ) Personnages parlants (sauf la mère de Sostrate) par ordre d entrée en scène Τὰ τοῦ δράματος πρόσωπα Πάν ὁ θεός Χαιρέας ὁ παράσιτος Σώστρατος ὁ ἐρασθείς Πυρρίας ὁ δοῦλος Κνήμων ὁ πατήρ παρθένος θυγάτηρ Κνήμωνος Δᾶος ὁ δοῦλος Γοργίας ὁ ἐκ μητρὸς ἀδελφὁς Σίκων μάγειρος Γέτας ὁ δοῦλος Σιμίκη γραῦς Καλλιππίδης πατὴρ τοῦ Σωστράτου Personnages muets : Parthénis (joueuse de flûte), Donax (joueur de flûte), Myrrhiné (femme de Cnémon), Plangon (soeur de Sostrate)

2 Prologue ΠΑΝ Τῆς Ἀττικῆς νομίζετ εἶναι τὸν τόπον Φυλήν, τὸ νυμφαῖον δ ὅθεν προέρχομαι Φυλασίων καὶ τῶν δυναμένων τὰς πέτρας ἐνθάδε γεωργεῖν, ἰερὸν ἐπιφανὲς πάνυ. Τὸν ἀγρὸν δὲ τὸν ἐπὶ δεξί οἰκεῖ τουτονὶ 5 Κνήμων, ἀπάνθρωπός τις ἄνθρωπος σφόδρα καὶ δύσκολος πρὸς ἅπαντας οὐ χαίρων τ ὄχλωι - ὄχλῳ λέγω ; -. Ζῶν οὗτος ἐπιεικῶς χρόνον πολὺν λελάληκεν ἡδέως ἐν τῷ βίωι οὐδενί, προσηγόρευκε πρότερος δ οὐδένα 10 πλὴν ἐξ ἀνάγκης, γειτνιῶν παριών τ, ἐμὲ τὸν Πᾶνα καὶ τοῦτ εὐθὺς αὐτῷ μεταμέλει, εὖ οἶδ. Ὅμως οὖν τῶι τρόπωι τοιοῦτος ὢν χήραν γυναῖκ ἔγημε, τετελευτηκότος αὐτῆι νεωστὶ τοῦ λαϐόντος τὸ πρότερον 15 ὑοῦ τε καταλελειμμένου μικροῦ τότε. Ταύτῃ ζυγομαχῶν οὐ μόνον τὰς ἡμέρας, ἐπιλαμϐάνων δὲ καὶ τὸ πολὺ νυκτὸς μέρος, ἔζη κακῶς θυγάτριον αὐτῷ γίνεται ἔτι μᾶλλον. Ὡς δ ἦν τὸ κακὸν οἷον οὐθὲν ἄν 20 ἕτερον γένοιθ, ὁ βίος τ ἐπίπονος καὶ πικρός, ἀπῆλθε πρὸς τὸν ὑὸν ἡ γυνὴ πάλιν τὸν πρότερον αὐτῆι γενόμενον. Χωρίδιον τούτῳ δ ὑπάρχον ἦν τι μικρὸν ἐνθαδὶ ἐν γειτόνων, οὗ διατρέφει νυνὶ κακῶς 25 τὴν μητέρ, αὑτόν, πιστὸν οἰκέτην θ ἕνα πατρῶιον. Ἤδη δ ἐστὶ μειρακύλλιον ὁ παῖς ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν τὸν νοῦν ἔχων προάγει γὰρ ἡ τῶν πραγμάτων ἐμπειρία. Ὁ γέρων δ ἔχων τὴν θυγατέρ αὐτὸς ζῆι μόνος 30 καὶ γραῦν θεράπαιναν, ξυλοφορῶν σκάπτων τ, ἀεὶ πονῶν, ἀπὸ τούτων ἀρξάμενος τῶν γειτόνων καὶ τῆς γυναικὸς μέχρι Χολαργέων κάτω μισῶν ἐφεξῆς πάντας. Ἡ δὲ παρθένος γέγονεν ὁμοία τῆι τροφῆι τις, οὐδὲ ἓν 35 εἰδυῖα φλαῦρον. Τὰς δὲ συντρόφους ἐμοὶ Νύμφας κολακεύουσ ἐπιμελῶς τιμῶσά τε πέπεικεν αὐτῆς ἐπιμέλειαν σχεῖν τινα ἡμᾶς νεανίσκον τε καὶ μάλ εὐπόρου πατρὸς γεωργοῦντος ταλάντων κτήματα 40 ἐνταῦθα πολλῶν, ἀστικὸν τῇ διατριϐῆι, ἥκοντ ἐπὶ θήραν μετὰ κυνηγέτου τινὸς < φίλου > κατὰ τύχην παραϐαλόντ εἰς τὸν τόπον < αὐτῆς > ἔχειν πως ἐνθεαστικῶς ποῶ. Ταῦτ ἐστὶ τὰ κεφάλαια. Τὰ καθ ἕκαστα δὲ 45 ὄψεσθ ἐὰν βούλησθε. Βουλήθητε δέ. Καὶ γὰρ προσιόνθ ὁρᾶν δοκῶ μοι τουτονὶ τὸν ἐρῶντα τόν τε < συγκυνηγέτην >, ἅμα αὑτοῖς ὑπὲρ τούτων τι < συγκοινουμένους >.

3 Scène 1 : Chéréas, Sostrate ΧΑΙΡΕΑΣ Τί φῄς ; Ἰδὼν ἐνταῦθα παῖδ ἐλευθέραν 50 τὰς πλησίον Νύμφας στεφανοῦσαν, Σώστρατε, ἐρῶν ἀπῆλθες εὐθύς ; Εὐθύς. ΧΑΙΡΕΑΣ Ὡς ταχύ. Ἦ τοῦτ ἐϐεϐούλευσ ἐξιών, ἐρᾶν τινος ; Σκώπτεις ἐγὼ δέ, Χαιρέα, κακῶς ἔχω. ΧΑΙΡΕΑΣ Ἀλλ οὐκ ἀπιστῶ. Διόπερ ἥκω παραλαϐὼν 55 σὲ πρὸς τὸ πρᾶγμα, καὶ φίλον καὶ πρακτικὸν κρίνας μάλιστα. ΧΑΙΡΕΑΣ Πρὸς τὰ τοιαῦτα, Σώστρατε, οὕτως ἔχω. Παραλαμϐάνει τις τῶν φίλων ἐρῶν ἑταίρας εὐθὺς ἁρπάσας φέρω, μεθύω, κατακάω, λόγον ὅλως οὐκ ἀνέχομαι. 60 Πρὶν ἐξετάσαι γὰρ ἥτις ἐστί, δεῖ τυχεῖν τὸ μὲν βραδύνειν γὰρ τὸν ἔρωτ αὔξει πολύ, ἐν τῷ ταχέως δ ἔνεστι παύσασθαι ταχύ. Γάμον λέγει τις καὶ κόρην ἐλευθέραν ἕτερός τίς εἰμ ἐνταῦθα πυνθάνομαι γένος, 65 βίον, τρόπους εἰς πάντα τὸν λοιπὸν χρόνον μνείαν γὰρ ἤδη τῷ φίλωι καταλείπομαι ὡς ἂν διοικήσω περὶ ταῦτα. Καὶ μάλ εὖ. - οὐ πάνυ δ ἀρεσκόντως ἐμοί. ΧΑΙΡΕΑΣ Καὶ νῦν γε δεῖ ταῦτα διακοῦσαι πρῶτον ἡμᾶς. Ὄρθριον 70 τὸν Πυρρίαν τὸν συγκυνηγὸν οἴκοθεν ἐγὼ πέπομφα... ΧΑΙΡΕΑΣ Πρὸς τίν ;... αὐτῷ τῷ πατρὶ ἐντευξόμενον τῆς παιδὸς ἢ τῶι κυρίωι τῆς οἰκίας ὅστις ποτ ἐστίν. ΧΑΙΡΕΑΣ Ἡράκλεις, οἷον λέγεις ; Ἥμαρτον οὐ γὰρ οἰκέτηι 75 ἥρμοττ ἴσως τὸ τοιοῦτον. Ἀλλ οὐ ῥάιδιον ἐρῶντα συνιδεῖν ἐστι τί ποτε συμφέρει.

4 Καὶ τὴν διατριϐὴν ἥτις ἔστ αὐτοῦ πάλαι τεθαύμακ εἰρήκειν γὰρ εὐθὺς οἴκαδε αὐτῶι παρεῖναι πυθομένωι τἀνταῦθά μοι. 80

5 Scène 2 Les mêmes, Pyrrhias. ΠΥΡΡΙΑΣ Πάρες, φυλάττου, πᾶς ἄπελθ ἐκ τοῦ μέσου μαίνεθ ὁ διώκων, μαίνεται. Τί τοῦτο ; παῖ. ΠΥΡΡΙΑΣ Φεύγετε. Τί ἐστι ; ΠΥΡΡΙΑΣ Βάλλομαι βώλοις, λίθοις. Ἀπόλωλα. Βάλλει ; Ποῖ, κακόδαιμον ; ΠΥΡΡΙΑΣ ἴσως διώκει ; Μὰ Δί. Οὐκέτι ΠΥΡΡΙΑΣ Ἐγὼ δ ᾤμην. Τί δαὶ 85 λέγεις ; ΠΥΡΡΙΑΣ Ἀπαλλαγῶμεν, ἱκετεύω σε. Ποῖ ; ΠΥΡΡΙΑΣ Ἀπὸ τῆς θύρας ἐντεῦθεν ὡς πορρωτάτω. Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἢ κακοδαιμονῶν τις ἢ μελαγχολῶν ἅνθρωπος ὡικῶν ἐνθαδὶ τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν μ < ἔπεμψας. Ἡράκλεις, > 90 μεγάλου κακοῦ τοὺς δακτύλους < κατέαξα γὰρ > σχεδόν τι προσπταίων ἅπαντας. <...> ἐλθών τι πεπαρῴνηκε δεῦρο ; ΧΑΙΡΕΑΣ <...> εὔδηλός ἐστι. ΠΥΡΡΙΑΣ Νὴ Δί ἐξώλης ἐγώ, Σώστρατ, ἀπολοίμην ἔχε δέ πως φυλακτικῶς. 95 Ἀλλ οὐ δύναμαι λέγειν προσέστηκεν δέ μοι τὸ πνεῦμα. Κόψας τὴν θύραν τῆς οἰκίας τὸν κύριον ζητεῖν ἔφην. Προσῆλθέ μοι γραῦς τις κακοδαίμων. Αὐτόθεν δ οὗ νῦν λέγων ἕστηκ ἔδειξεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λοφιδίου 100 ἐκεῖ περιφθειρόμενον, ἀχράδας ἢ πολὺν... κύφων ἑαυτῷ συλλέγονθ. ΧΑΙΡΕΑΣ Ὡς ὀργίλως.

6 ΠΥΡΡΙΑΣ Τί, ὦ μακάρι ; Ἐγὼ μὲν εἰς τὸ χωρίον ἐμϐὰς ἐπορευόμην πρὸς αὐτόν, καὶ πάνυ πόρρωθεν ( εἶναί τις φιλάνθρωπος σφόδρα 105 ἐπιδέξιός τε βουλόμενος ) προσεῖπα καὶ «ἥκω τι», φημί, «πρὸς σέ, πάτερ, ἰδεῖν τί σε σπεύδων ὑπὲρ σοῦ πρᾶγμ». Ὁ δ εὐθύς «ἀνόσιε ἄνθρωπε,» φησίν, «εἰς τὸ χωρίον δέ μου ἥκεις σύ ; τί μαθών ;» Βῶλον αἴρεταί τινα 110 ταύτην ἀφίησ εἰς τὸ πρόσωπον αὐτό μου. ΧΑΙΡΕΑΣ Ἐς κόρακας. ΠΥΡΡΙΑΣ Ἐν ὅσωι δ «ἀλλά σ ὁ Ποσειδῶν...» λέγων κατέμυσα, χάρακα λαμϐάνει πάλιν τινά ταύτῃ μ ἐκάθαιρε, «σοὶ δὲ κἀμοὶ πρᾶγμα τί ἐστιν ;» λέγων «τὴν δημοσίαν οὐκ οἶσθ ὁδόν ;» 115 ὀξύτατον ἀναϐοῶν τι. ΧΑΙΡΕΑΣ Μαινόμενον λέγεις τελέως γεωργόν. ΠΥΡΡΙΑΣ Τὸ δὲ πέρας, φεύγοντα γὰρ δεδίωχ ἴσως με στάδια πεντεκαίδεκα περὶ τὸν λόφον πρώτιστον, εἶθ οὕτω κάτω εἰς τὸ δασὺ τοῦτο, σφενδονῶν βώλοις, λίθοις, 120 ταῖς ἀχράσιν ὡς οὐκ εἶχεν οὐδὲν ἄλλ ἔτι. - Ἀνήμερόν τι πρᾶγμα, τελέως ἀνόσιος γέρων. - Ἱκετεύω σ, ἄπιτε. Δειλίαν λέγεις. ΠΥΡΡΙΑΣ Οὐκ ἴστε τὸ κακὸν οἷόν ἐστι κατέδεται ἡμᾶς. ΧΑΙΡΕΑΣ Τυχὸν ἴσως ὅδ ὀδυνώμενός τι νῦν 125 τετύχηκε διόπερ ἀναϐαλέσθαι μοι δοκεῖ αὐτῷ προσελθεῖν, Σώστρατ. Εὖ τοῦτ ἴσθ ὅτι πρὸς πάντα πράγματ ἐστὶ πρακτικώτερον εὐκαιρία. ΠΥΡΡΙΑΣ Νοῦν ἔχεθ. ΧΑΙΡΕΑΣ Ὑπέρπικρον δέ τί ἐστιν πένης γεωργός, οὐχ οὗτος μόνος, 130 σχεδὸν δ ἅπαντες. Ἀλλ ἕωθεν αὔριον ἐγὼ πρόσειμ αὐτῶι μόνος, τὴν οἰκίαν ἐπείπερ οἶδα. Νῦν δ ἀπελθὼν οἴκαδε καὶ σὺ διάτριϐε τοῦτο δ ἕξει κατὰ τρόπον. ΠΥΡΡΙΑΣ Πράττωμεν οὕτως. - Πρόφασιν οὗτος ἄσμενος 135 εἴληφεν εὐθύς φανερὸς ἦν οὐχ ἡδέως μετ ἐμοῦ βαδίζων οὐδὲ δοκιμάζων πάνυ

7 < τὴν ἐπιϐολὴν > τὴν τοῦ γάμου. - Κακὸν δέ σε κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί. ΠΥΡΡΙΑΣ <... > Τί σ ἠδίκηκα, Σώστρατε ; 140 < ἔκλεπτες > εἰς τὸ χωρίον τι δηλαδὴ < ἐλθών >. ΠΥΡΡΙΑΣ Ἔκλεπτον ; Ἀλλ ἐμαστίγου σέ τις οὐδὲν ἀδικοῦντα ; ΠΥΡΡΙΑΣ Καὶ πάρεστί γ οὑτοσί. Αὐτός ; ΠΥΡΡΙΑΣ Ὑπάγω. Βέλτιστε, σὺ δὲ τούτωι λάλει. ΧΑΙΡΕΑΣ Οὐκ ἂν δυναίμην ἀπίθανός τίς εἰμ ἀεὶ 145 ἐν τῷ λαλεῖν ποῖον λέγεις σὺ τουτονί ; Οὐ πάνυ φιλάνθρωπον βλέπειν μοι φαίνεται, μὰ τὸν Δί. Ὡς δ ἐσπούδακ. Ἐπανάξω βραχὺ ἀπὸ τῆς θύρας βέλτιον. Ἀλλὰ καὶ βοᾶι μόνος βαδίζων οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖ. 150 Δέδοικα μέντοι, μὰ τὸν Ἀπόλλω καὶ θέους, αὐτόν. Τί γὰρ ἄν τις μὴ οὐχὶ τἀληθῆ λέγοι ;

8 Scène 3 Sostrate, Cnémon Εἶτ οὐ μακάριος ἦν ὁ Περσεὺς κατὰ δύο τρόπους ἐκεῖνος ; ὅτι πετηνὸς ἐγένετο κοὐδενὶ συνήντα τῶν βαδιζόντων χαμαί, 155 εἶθ ὅτι τοιοῦτο κτῆμ ἐκέκτηθ ὧι λίθους ἅπαντας ἐπόει τοὺς ἐνοχλοῦντας ; Ὅπερ ἐμοὶ νυνὶ γένοιτ οὐδὲν γὰρ ἀφθονώτερον λιθίνων γένοιτ ἂν ἀνδριάντων πανταχοῦ. Νῦν δ οὐ βιωτόν ἐστι, μὰ τὸν Ἀσκληπιόν 160 λαλοῦσ ἐπεμϐαίνοντες εἰς τὸ χωρίον ἤδη. Παρ αὐτὴν τὴν ὁδὸν γάρ, νὴ Δία, εἴωθα διατρίϐειν ὃς οὐδ ἐργάζομαι τοῦτο τὸ μέρος τοῦ χωρίου, πέφευγα δὲ διὰ τοὺς παριόντας. Ἀλλ ἐπὶ τοὺς λόφους ἄνω 165 ἤδη διώκουσ. Ὢ πολυπληθείας ὄχλου. Οἴμοι, πάλιν τις οὑτοσὶ πρὸς ταῖς θύραις ἕστηκεν ἡμῶν. Ἆρα τυπτήσει γέ με ; Ἐρημίας οὐκ ἔστιν οὐδαμοῦ τυχεῖν, οὐδ ἂν ἀπάγξασθαί τις ἐπιθυμῶν τύχηι. 170 - Ἐμοὶ χαλεπαίνει. - Περιμένω, πάτερ, τινὰ ἐνταῦθα συνεθέμην γάρ. Οὐκ ἐγώ λεγον ; Τουτὶ στοὰν νενομίκατ ἢ τὸ τῶν Λεώ ; Πρὸς τὰς ἐμὰς θύρας ἐὰν ἰδεῖν τινα βούλησθε, συντάττεσθε πάντα παντελῶς 175 καὶ θῶκον οἰκοδομήσατ, ἂν ἔχητε νοῦν, μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον. - Ὢ τάλας ἐγώ ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ. Οὐ τοῦ τυχόντος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, πόνου τουτὶ τὸ πρᾶγμά γ, ἀλλὰ συντονωτέρου 180 πρόδηλόν ἐστιν. Ἆρ ἐγὼ πορεύσομαι ἐπὶ τὸν Γέταν τὸν τοῦ πατρός ; Νὴ τοὺς θεούς, ἔγωγ. Ἔχει τι διάπυρον καὶ πραγμάτων ἔμπειρός ἐστιν παντοδαπῶν τὸ δύσκολον τὸ τοῦδ ἐκεῖνος τάχος ἀπώσετ, οἶδ ἐγώ. 185 Τὸ μὲν χρόνον γὰρ ἐμποεῖν τῷ πράγματι ἀποδοκιμάζω πόλλ ἐν ἡμέραι μιᾶι γένοιτ ἄν. Ἀλλὰ τὴν θύραν πέπληχέ τις.

9 Scène 4 Sostrate, la fille de Cnémon Η ΚΟΡΗ ΘΥΓΑΤΗΡ ΟΣ ΘΥΓΑΤΗΡ ΟΣ Οἴμοι τάλαινα τῶν ἐμῶν ἐγὼ κακῶν. Τι νῦν ποήσω ; Τὸν κάδον γὰρ ἡ τροφὸς 190 ἱμῶσ ἀφῆκεν εἰς τὸ φρέαρ. - Ὦ Ζεῦ πάτερ καὶ Φοῖϐε Παιάν, ὦ Διοσκόρω φίλω, κάλλους ἀμάχου. ΘΥΓΑΤΗΡ ΟΣ Θερμὸν δ ὕδωρ προσέταξέ μοι ποεῖν ὁ πάπας ἐξιών. Ἄνδρες, < τί φῶ ; > ΘΥΓΑΤΗΡ ΟΣ Ἐὰν δὲ τοῦτ αἴσθητ, ἀπολεῖ < κάκιστα δὴ > 195 παίων ἐκείνην οὐ σχολή, μὰ τὼ θεώ. Ὦ φίλταται Νύμφαι, παρ ὑμῶν ληπτέον. Αἰσχύνομαι μέν, εἴ τινες θύουσ ἄρα ἔνδον, ἐνοχλεῖν... Ἀλλ ἂν ἐμοὶ < δοῦναι θέλης, > βάψας ἐγὼ < σοι τὴν ὑδρίαν > ἥξω φέρων. 200 ΘΥΓΑΤΗΡ ΟΣ Ναί, πρὸς θεῶν, < ἀνύσας γε. > Ἐλευθερίως γέ πως ἄγροικος ἐστιν. Ὦ πολυτίμητοι θεοί τίς ἂν ἐμὲ σώσαι δαιμόνων ; ΘΥΓΑΤΗΡ ΟΣ Τάλαιν ἐγώ, τίς ἐψόφηκεν ; Ἆρ ὁ πάπας ἔρχεται ; Ἔπειτα πληγὰς λήψομ, ἄν με καταλάϐηι 205 ἔξω.

10 Scène 5 Sostrate, la fille de Cnémon, Daos ΔΑΟΣ ΔΑΟΣ Διατρίϐω σοι διακονῶν πάλαι ἐνταῦθ ὁ δὲ σκάπτει μόνος. Πορευτέον πρὸς ἐκεῖνόν ἐστιν. - Ὦ κάκιστ ἀπολουμένη Πενία, τί σ ἡμεῖς τηλικοῦτ ἐφεύρομεν ; Τί τοσοῦτον ἡμῖν ἐνδελεχῶς οὕτω χρόνον 210 ἔνδον κάθησαι καὶ συνοικεῖς ; Λάμϐανε τηνδί. ΘΥΓΑΤΗΡ ΟΣ Φέρε δεῦρο. ΔΑΟΣ Τί ποτε βούλεθ οὑτοσὶ ἅνθρωπος ; Ἔρρωσ ἐπιμελοῦ τε τοῦ πατρός. - Οἴμοι κακοδαίμων. Παῦε θρηνῶν, Σώστρατε ἔσται κατὰ τρόπον. ΔΑΟΣ Κατὰ τρόπον τί ; - Μὴ φοϐοῦ, 215 ἀλλ ὅπερ ἔμελλες ἄρτι τὸν Γέταν λαϐὼν ἐπάνηκ, ἐκείνῳ πᾶν τὸ πρᾶγμ εἰπὼν σαφῶς.

11 Scène 6 Daos ΔΑΟΣ Τουτὶ τὸ κακὸν τί ποτ ἐστίν ; Ὡς οὔ μοι πάνυ τὸ πρᾶγμ ἀρέσκει. Μειράκιον διακονεῖ κόρῃ πονηρόν. Ἀλλά σ, ὦ Κνήμων, κακὸν 220 κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί ἄκακον κόρην μόνην ἀφεὶς ἐν ἐρημίαι ἐᾷς, φυλακὴν οὐδεμίαν, ὡς προσῆκον ἦν, ποιούμενος. Τουτὶ καταμανθάνων ἴσως οὗτος προσερρύη, νομίζων ὡσπερεὶ 225 ἕρμαιον. Οὐ μὴν ἀλλὰ τἀδελφῶι γε δεῖ αὐτῆς φράσαι με τὴν ταχίστην ταῦθ, ἵνα ἐν ἐπιμελείαι τῆς κόρης γενώμεθα. Ἤδη δὲ τοῦτ ἐλθὼν ποήσειν μοι δοκῶ. Καὶ γὰρ προσιόντας τούσδε Πανιστάς τινας 230 εἰς τὸν τόπον δεῦρ ὑποϐεϐρεγμένους ὁρῶ, οἷς μὴ νοχλεῖν εὔκαιρον εἶναί μοι δοκεῖ. CHOEUR ΧΟΡΟΥ

12 ACTE II scène 1 Gorgias, Daos Οὕτω παρέργως δ, εἰπέ μοι, τῷ πράγματι φαύλως τ ἐχρήσω ; ΔΑΟΣ Πῶς ; Ἔδει σε, νὴ Δία, τὸν τῇ κόρῃ προσιόντα, Δᾶ, ὅστις ποτ ἦν, 235 ἰδεῖν τότ εὐθύς, τοῦτο τοῦ λοιποῦ χρόνου εἰπεῖν θ ὅπως μηδείς ποτ αὐτὸν ὄψεται ποιοῦντα νυνὶ δ ὥσπερ ἀλλοτρίου τινὸς πράγματος ἀπέστης. Οὐκ ἔνεστ ἴσως φυγεῖν οἰκειότητα, Δᾶ ἀδελφῆς ἔτι μέλει 240 ἔμοιγ. Ὁ πατὴρ ἀλλότριος εἶναι βούλεται αὐτῆς πρὸς ἡμᾶς μὴ τὸ τούτου δύσκολον μιμώμεθ ἡμεῖς. Ἂν γὰρ αἰσχύνῃ τινὶ αὔτη περιπέσῃ, τοῦτο κἀμοὶ γίνεται ἐπιμελές ὁ γὰρ ἔξωθεν οὐ τὸν αἴτιον 245 ὅστις ποτ ἐστὶν οἶδεν, ἀλλὰ τὸ γεγονό ς. < Κόψωμεν. > ΔΑΟΣ Ὦ τᾶν, τὸν γέροντα, Γοργία, δέδοικ ἐὰν γὰρ τῇ θύραι προσιόντα με λάϐηι, κρεμᾶι παραχρῆμα. Δυσχρήστως γέ πως ἔχει ζυγομαχῶν τοῦτον οὔθ ὅτῳ τρόπῳ 250 ἀναγκάσαι τις εἰς τὸ βέλτιον ῥέπειν οὔτ ἂν μεταπείσαι νουθετῶν οἶδ οὐδὲ εἷς ἀλλ ἐμποδὼν τῷ μὲν βιάσασθαι τὸν νόμον ἔχει μεθ αὑτοῦ, τῷ δὲ πεῖσαι τὸν τρόπον. ΔΑΟΣ Μικρὸν δ ἐπίσχες οὐ μάτην γὰρ ἥκομεν, 255 ἀλλ ὥσπερ εἶπον ἔρχετ ἀνακάμψας πάλιν. Ὁ τὴν χλανίδ ἔχων ; Οὗτός ἐστιν ὃν λέγεις ; ΔΑΟΣ Οὗτος. Κακοῦργος εὐθὺς ἀπὸ τοῦ βλέμματος.

13 scène 2 Gorgias, Daos, Sostrate Τὸν μὲν Γέταν οὐκ ἔνδον ὄντα κατέλαϐον, μέλλουσα δ ἡ μήτηρ θεῷ τινί, 260 οὐκ οἶδ ὅτῳ ( ποεῖ δὲ τοῦθ ὁσημέραν, περιέρχεται θύουσα τὸν δῆμον κύκλῳ ἅπαντ ) ἀπέσταλκ αὐτὀν αὐτόθεν τινὰ μισθωσόμενον μάγειρον. Ἐρρῶσθαι δὲ τῆι θυσίαι φράσας ἥκω πάλιν πρὸς τἀνθάδε 265 καί μοι δοκῶ τοὺς περιπάτους τούτους ἀφεὶς αὐτὸς διαλέξεσθ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ. Τὴν θύραν κόψω δ ἵν ᾖ μοι μηδὲ βουλεύσασθ ἔτι. Μειράκιον, ἐθελήσαις ἂν ὑπομεῖναι λόγον σπουδαιότερόν μου ; Καὶ μάλ ἡδέως λέγε. 270 Εἶναι νομίζω πᾶσιν ἀνθρώποις ἐγώ, τοῖς τ εὐτυχοῦσιν τοῖς τε πράττουσι κακῶς, πέρας τι τούτου καὶ μεταλλαγήν τινα καὶ τῷ μὲν εὐτυχοῦντι μέχρι τούτου μένειν τὰ πράγματ εὐθενοῦντ ἀεὶ τὰ τοῦ βίου, 275 ὅσον ἂν χρόνον φέρειν δύνηται τὴν τύχην μηδὲν ποήσας ἄδικον - εἰς δὲ τοῦθ ὅταν ἔλθῃ προαχθεὶς τοῖς ἀγαθοῖς, ἐνθαῦτά που τὴν μεταϐολὴν τὴν εἰς τὸ χεῖρον λαμϐάνει - τοῖς δ ἐνδεῶς πράττουσιν, ἂν μηδὲν κακὸν 280 ποιῶσιν ἀποροῦντες φέρωσιν δ εὐγενῶς τὸν δαίμον, εἰς πίστιν ποτ ἐλθόντας χρόνωι βελτίον εἶναι μερίδα προσδοκᾶν τινα. Τί οὖν λέγω ; Μήτ αὐτός, εἰ σφόδρ εὐπορεῖς, πίστευε τούτῳ, μήτε τῶν πτωχῶν πάλιν 285 ἡμῶν καταφρόνει τοῦ διευτυχεῖν δ ἀεὶ πάρεχε σεαυτὸν τοῖς ὁρῶσιν ἄξιον. Ἄτοπον δέ σοί τι φαίνομαι νυνὶ ποεῖν ; Ἔργον δοκεῖς μοι φαῦλον ἐζηλωκέναι, πείσειν νομίζων ἐξαμαρτεῖν παρθένον 290 ἐλευθέραν ἢ καιρὸν ἐπιτηρῶν τινα κατεργάσασθαι πρᾶγμα θανάτων ἄξιον πολλῶν. Ἄπολλον. Οὐ δίκαιόν ἐστι γοῦν τὴν σὴν σχολὴν τοῖς ἀσχολουμένοις κακὸν ἡμῖν γενέσθαι. Τῶν δ ἁπάντων ἴσθ ὅτι 295 πτωχὸς ἀδικηθείς ἐστι δυσκολώτατον πρῶτον μέν ἐστ ἐλεεινός, εἶτα λαμϐάνει οὐκ εἰς ἀδικίαν ὅσα πέπονθ ἀλλ εἰς ὕϐριν.

14 Μειράκιον, οὕτως εὐτυχοίης, βραχύ τί μου ἄκουσον. ΔΑΟΣ Εὖ γε, δέσποθ οὕτω πολλά μοι 300 ἀγαθὰ γένοιτο. Καὶ σύ γ ὁ λαλῶν πρόσεχε δή. Κόρην τιν εἶδον ἐνθαδί ταύτης ἐρῶ εἰ τοῦτ ἀδίκημ εἴρηκας, ἠδίκηκ ἴσως. Τί γὰρ ἄν τις εἶποι ; Πλὴν πορεύομ ἐνθάδε οὐχὶ πρὸς ἐκείνην, βούλομαι δ αὐτῆς ἰδεῖν 305 τὸν πατέρ. Ἐγὼ γάρ, ὢν ἐλεύθερος, βίον ἱκανὸν ἔχων, ἕτοιμός εἰμι λαμϐάνειν αὐτὴν ἄπροικον, πίστιν ἐπιθεὶς διατελεῖν στέργων. Ἐπὶ κακῷ δ εἰ προσελήλυθ ἐνθάδε ἢ βουλόμενος ὑμῶν τι κακοτεχνεῖν λάθρα, 310 οὗτός μ ὁ Πάν, μειράκιον, αἱ Νύμφαι θ ἅμα ἀπόπληκτον αὐτοῦ πλησίον τῆς οἰκίας ἤδη ποήσειαν. Τετάραγμ, εὖ ἴσθ ὅτι, οὐδὲ μετρίως, εἴ σοι τοιοῦτος φαίνομαι. Ἄλλ εἴ τι κἀγὼ τοῦ δέοντος σφοδρότερον 315 εἴρηκα, μηδὲν τοῦτο λυπεῖτο σ ἔτι ἅμα γὰρ μεταπείθεις ταῦτα καὶ φίλον μ ἔχεις. Οὐκ ἀλλότριος δ ὤν, ἀλλ ἀδελφὸς τῆς κόρης ὁμομήτριως, βέλτιστε, ταῦτά σοι λέγω. Καὶ χρήσιμός γ εἶ, νὴ Δί, εἰς τὰ λοιπά μοι. 320 Τί χρήσιμος ; Γεννικὸν ὁρῶ σε τῷ τρόπωι. Οὐ πρόφασιν εἰπὼν βούλομ ἀποπέμψαι κενήν, τὰ δ ὄντα πράγματ ἐμφανίσαι. Ταύτῃ πατήρ ἐσθ οἷος οὐδεὶς γέγονεν οὔτε τῶν πάλαι ἄνθρωπος οὔτε τῶν καθ ἡμᾶς. Ὁ χαλεπός ; 325 Σχεδὸν οἶδ. Ὑπερϐολή τίς ἐστιν τοῦ κακοῦ. Τούτῳ ταλάντων ἔστ ἴσως τουτὶ δυεῖν τὸ κτῆμα τοῦτ αὐτὸς γεωργῶν διατελεῖ μόνος, συνεργὸν δ οὐδέν ἀνθρώπων ἔχων, οὐκ οἰκέτην οἰκεῖον, οὐκ ἐκ τοῦ τόπου 330 μισθωτόν, οὐχὶ γείτον, ἀλλ αὐτὸς μόνος. Ἥδιστόν ἐστ αὐτῶι γὰρ ἀνθρώπων ὁρᾶν οὐδένα. Μεθ αὑτοῦ τὴν κόρην ἐργάζεται ἔχων τὰ πολλά προσλαλεῖ ταύτῃ μόνηι, ἑτέρῳ δὲ τοῦτ οὐκ ἂν ποήσαι ῥαιδίως. 335 Τότε φησὶν ἐκδώσειν ἐκείνην, ἡνίκ ἂν ὁμότροπον αὑτῷ νυμφίον λάϐῃ.

15 Λέγεις οὐδέποτε. Μὴ δὴ πράγματ, ὦ βέλτιστ, ἔχε μάτην γὰρ ἕξεις τοὺς δ ἀναγκαίους ἔα ἡμᾶς φέρειν ταῦθ, οἷς δίδωσιν ἡ τύχη. 340 Πρὸς τῶν θεῶν, οὐπώποτ ἠράσθης τινός, μειράκιον ; Οὐδ ἔξεστί μοι, βέλτιστε. Πῶς ; Τίς ἐσθ ὁ κωλύων ; Ὁ τῶν ὄντων κακῶν λογισμός, ἀνάπαυσιν διδοὺς οὐδ ἡντινοῦν. Οὔ μοι δοκεῖς ἀπειρότερον γοῦν διαλέγει 345 περὶ ταῦτ. Ἀποστῆναι κελεύεις μ οὐκέτι τοῦτ ἔστιν ἐπ ἐμοί, τῷ θεῶι δέ. Τοιγαροῦν οὐ μὲν ἀδικεῖς ἡμᾶς, μάτην δὲ κακοπαθεῖς. Οὐκ ἂν λάϐοιμι τὴν κόρην ; Οὐκ ἂν λάϐοις. < Εἴσει δὲ καὶ σὺ > συνακολουθήσας ἐμοὶ 350 < ἄνπερ παραστῆς > πλησίον γὰρ τὴν νάπην < γ ἐργάζεθ > ἡμῶν. Πῶς ; Λόγον τιν ἐμϐαλῶ < ἐγὼ περὶ > γάμου τῆς κόρης τὸ τοιοῦτο γὰρ < ἴδοιμι κἂν > αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος. Εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι, λοιδορούμενος 355 εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι σὲ δ ἄγοντ ἂν ἴδηι σχολὴν τρυφῶντά τ, οὐδ ὁρῶν γ ἀνέξεται. Νῦν ἐστ ἐκεῖ ; Μὰ Δί, ἀλλὰ μικρὸν ὕστερον ἔξεισιν ἣν εἴωθεν. Ὦ τᾶν, τὴν κόρην ἄγων μεθ αὑτοῦ, φήις ; Ὅπως ἂν τοῦτό γε 360 τύχηι. Βαδίζειν εἴμ ἕτοιμος οἷ λέγεις. Ἀλλ, ἀντιϐολῶ, συναγώνισαί μοι.

16 Τίνα τρόπον ; Ὅντινα τρόπον ; Προάγωμεν οἷ λέγεις. Τί οὖν ; Ἐργαζομένοις ἡμῖν παρεστήξεις ἔχων χλανίδα ; Τί δὴ γὰρ οὐχί ; ΔΑΟΣ Ταῖς βώλοις βαλεῖ 365 εὐθύς σ, ἀποκαλεῖ τ ὄλεθρον ἀργόν. Ἀλλὰ δεῖ σκάπτειν μεθ ἡμῶν σ εἰ τύχοι γάρ, τοῦτ ἰδὼν ἴσως ἂν ὑπομείνειε καὶ παρὰ σοῦ τινα λόγον, νομίσας αὐτουργὸν εἶναι τῷ βίωι πένηθ. Ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν. Ἄγε. 370 Τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζῃ ; ΔΑΟΣ Βούλομαι ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον, τοῦτόν τε τὴν ὀσφῦν ἀπορρήξανθ ἅμα παύσασθ ἐνοχλοῦνθ ἡμῖν προσιόντα τ ἐνθάδε. Ἔκφερε δίκελλαν. ΔΑΟΣ Τὴν παρ ἐμοῦ λαϐὼν ἴθι. 375 Τὴν αἱμασιὰν ἔτ οἰκοδομήσω γὰρ τέως ἐγώ ποητέον δὲ καὶ τοῦτ ἐστί. Δός. - Ἀπέσωσας. ΔΑΟΣ Ὑπάγω, τρόφιμ ἐκεῖ διώκετε. Οὕτως ἔχω παραποθανεῖν ἤδη με δεῖ ἢ ζῆν ἔχοντα τὴν κόρην. Εἴπερ λέγεις 380 ἃ φρονεῖς, ἐπιτύχοις. Ὦ πολυτίμητοι θεοί οἷς ἀποτρέπεις νυνὶ γὰρ ὡς οἴει με σύ, τούτοις παρώξυμμ εἰς τὸ πρᾶγμα διπλασίως. Εἰ μὴ γὰρ ἐν γυναιξίν ἐστιν ἡ κόρη τεθραμμένη, μηδ οἶδε τῶν ἐν τῷ βίωι 385 τούτων κακῶν μηδὲν ὑπὸ τηθίδος τινὸς δεδισαμένη μαίας τ, ἐλευθερίως δέ πως μετὰ πατρὸς ἀγρίου, μισοπονήρου τῷ τρόπῳ, πῶς οὐκ ἐπιτυχεῖν ἐστι ταύτης μακάριον ; Ἀλλ ἡ δίκελλ ἄγει τάλαντα τέτταρα 390 αὑτη προαπολεῖ μ. Οὐ μαλακιστέον δ ὅμως ἐπείπερ ἦργμαι καταπονεῖν τὸ πρᾶγμ ἅπαξ.

17 Scène 3 Sicon, cuisinier ; l esclave Gétas ; Τουτὶ τὸ πρόϐατόν ἐστιν οὐ τὸ τυχὸν κακόν. Ἄπαγ εἰς τὸ βάραθρον. Ἂν μὲν αἰρόμενος φέρω μετέωρον, ἔχεται τῷ στόματι θαλλοῦ κράδης, 395 κατεσθίει τὰ θρῖ, ἀποσπᾶι δ εἰς βίαν ἐὰν δ ἀφῆι χαμαί τις, οὐ προέρχεται. Τοὐναντίον δὴ γέγονε κατακέκομμ ἐγὼ ὁ μάγειρος ὑπὸ τούτου νεωλκῶν τὴν ὁδόν. Ἀλλ ἔστιν εὐτυχῶς τὸ νυμφαῖον τοδὶ 400 οὗ θύσομεν. Τὸν Πᾶνα χαίρειν. Παῖ Γέτα, τοσοῦτ ἀπολείπῃ ; Ο ΔΟΥΛΟΣ Τεττάρων γὰρ φορτίον ὄνων συνέδησαν αἱ κάκιστ ἀπολούμεναι φέρειν γυναῖκές μοι. Πολύς τις ἔρχεται ὄχλος, ὡς ἔοικε στρώματ ἀδιήγηθ ὅσα 405 φέρεις. Ο ΔΟΥΛΟΣ Τί δ ἐγὼ < δρῶ >; Ταῦτ ἔρεισον δεῦρ. Ο ΔΟΥΛΟΣ Ἰδού. Ἐὰν ἴδῃ γὰρ ἐνύπνιον τὸν Πᾶνα τὸν Παιανιοῖ, τούτωι βαδιούμεθ, οἶδ ὅτι, θύσοντες εὐθύς. Τίς δ ἑόρακεν ἐνύπνιον ; Ο ΔΟΥΛΟΣ Ἄνθρωπε, μή με κόφθ. Ὅμως εἶπον, Γέτα 410 τίς εἶδεν ; Ο ΔΟΥΛΟΣ Ἡ κεκτημένη. Τί, πρὸς θεῶν ; Ο ΔΟΥΛΟΣ Ἀπολεῖς. Ἐδόκει τὸν Πᾶνα... Τουτονὶ λέγεις ; Ο ΔΟΥΛΟΣ τοῦτον. Τί ποιεῖν ; Ο ΔΟΥΛΟΣ...τῷ τροφίμῳ τῷ Σωστράτωι... Κομψῳ νεανίσκωι γε.

18 Ο ΔΟΥΛΟΣ... περικρούειν πέδας... Ἄπολλον. Ο ΔΟΥΛΟΣ... εἶτα δόντα διφθέραν τε καὶ 415 δίκελλαν ἐν τοῦ πλησίον τῷ χωρίῳ σκάπτειν κελεύειν. Ἄτοπον. Ο ΔΟΥΛΟΣ Ἀλλὰ θύομεν διὰ τοῦθ, ἵν εἰς βέλτιον ἀποϐῇ τὸ φοϐερόν. Μεμάθηκα. Πάλιν αἴρου δὲ ταυτὶ καὶ φέρε εἴσω. Ποῶμεν στιϐάδας ἔνδον εὐτρεπεῖς 420 καὶ τἆλλ ἕτοιμα. Μηδὲν ἐπικωλυέτω θῦσαί γ ἐπὰν ἔλθωσιν ἀλλ ἀγαθῆι τύχηι. Καὶ τὰς ὀφρῦς ἄνες ποτ, ὦ τρισάθλιε ἐγώ σε χορτάσω κατὰ τρόπον τήμερον. Ο ΔΟΥΛΟΣ Ἐπαινέτης σοῦ τ εἰμὶ καὶ τῆς σῆς τέχνης 425 ἔγωγ ἀεί ποτ. - οὐχὶ πιστεύω δ ὅμως. ΧΟΡΟΥ

19 ACTE 3 scène 1 Cnémon, la mère de Sostrate, Plangon (sa fille), Parthénis (joueuse de flûte), Gétas, ΜΗΤΗΡ ΣΩΣΤΡΑΤΟΥ, Γραῦ, τὴν θύραν κλείσασ ἄνοιγε μηδενὶ ἕως ἂν ἔλθω δεῦρ ἐγὼ πάλιν. Σκότους ἔσται δὲ τοῦτο παντελῶς, ὡς οἴομαι. ΜΗΤΗΡ ΣΩΣΤΡΑΤΟΥ Πλαγγών, πορεύου θᾶττον ἤδη τεθυκέναι 430 ἡμᾶς ἔδει. Τουτὶ τὸ κακὸν τί βούλεται ; Ὄχλος τις. Ἄπαγ ἐς κόρακας. ΜΗΤΗΡ ΣΩΣΤΡΑΤΟΥ Αὔλει, Παρθενί, Πανός σιωπῇ, φασί, τούτωι τῷ θεῶι οὐ δεῖ προσιέναι. Νὴ Δί, ἀπεσώθετέ γε. Ὦ Ἡράκλεις, ἀηδίας. Καθήμεθα 435 χρόνον τοσοῦτον περιμένοντες. ΜΗΤΗΡ ΣΩΣΤΡΑΤΟΥ Εὐτρεπῆ ἅπαντα δ ἡμῖν ἐστι ; Ναὶ μὰ Δτὸν Δία, τὸ γοῦν πρόϐατον μικροῦ τέθνηκε γάρ. ΜΗΤΗΡ ΣΩΣΤΡΑΤΟΥ Τάλαν οὐ περιμενεῖ τὴν σὴν σχολήν. Ἀλλ εἴσιτε κανᾶ πρόχειρα, χέρνιϐας, θυλήματα 440 ποιεῖτε. Ποῖ κέχηνας, ἐμϐρόντητε σύ ; Κακοὶ κακῶς ἀπόλοισθε. Ποιοῦσίν γέ με ἀργόν καταλιπεῖν γὰρ μόνην τὴν οἰκίαν οὐκ ἂν δυναίμην. Αἱ δὲ Νύμφαι μοι κακὸν αὗται παροικοῦσ, ὥστε μοι δωκῶ πάλιν 445 μετοικοδομήσειν καταϐαλὼν τὴν οἰκίαν ἐντεῦθεν. Ὡς θύουσι δ οἱ τοιχωρύχοι κοίτας φέρονται, σταμνί, οὐχὶ τῶν θεῶν ἕνεκ ἀλλ ἑαυτῶν. Ὁ λιϐανωτὸς εὐσεϐὲς καὶ τὸ πόπανον τοῦτ ἔλαϐεν ὁ θεὸς ἐπὶ τὸ πῦρ 450 ἅπαν ἐπιτεθέν. Οἱ δὲ τὴν ὀσφῦν ἄκραν καὶ τὴν χολήν, ὅτι ἔστ ἄϐρωτα, τοῖς θεοῖς ἐπιθέντες αὐτοὶ τἆλλα καταπίνουσι. - Γραῦ, ἄνοιγε θᾶττον τὴν θύραν - ποητέον ἐστὶν γὰρ ἡμῖν τἄνδον ὡς ἐμοὶ δοκεῖ. 455

20 scène 2 Gétas, Cnémon Τὸ λεϐήτιον, φήις, ἐπιλέλησθε ; Παντελῶς ἀποκραιπαλᾶτε. Καὶ τί νῦν ποιήσομεν ; Ἐνοχλητέον τοῖς γειτνιῶσι τῶι θεῶι ἐσθ ὡς ἔοικε. - Παιδίον. - Μὰ τοὺς θεούς, θεραπαινίδια γὰρ ἀθλιώτερ οὐδαμοῦ 460 οἶμαι τρέφεσθαι. - Παῖδες. - Οὐδὲν ἄλλο πλὴν κινητιᾶν ἐπίσταται... - Παῖδες καλοί. -... καὶ διαϐαλεῖν ἐὰν ἴδῃ τις ; - Παιδίον. Τουτὶ τὸ κακὸν τί ἐστι ; - Παῖδες. - Οὐδὲ εἷς ἐστ ἔνδον ; - Ἠήν. Προστρέχειν τις φαίνεται. 465 Τί τῆς θύρας ἅπτει, τρισάθλι, εἰπέ μοι, ἄνθρωπε ; Μὴ δάκῃς. Ἐγώ σε, νὴ Δία, καὶ κατέδομαί γε ζῶντα. Μή, μή, πρὸς θεῶν. Ἐμοὶ γάρ ἐστι συμϐόλαιον, ἀνόσιε, καὶ σοὶ τί ; Συμϐόλαιον οὐδέν. Τοιγαροῦν 470 προσελήλυθ οὐ χρέος σ ἀπαιτῶν, οὐδ ἔχων κλητῆρας, ἀλλ αἰτησόμενος λεϐήτιον. Λεϐήτιον ; Λεϐήτιον. Μαστιγία, θύειν με βοῦς οἴει ποεῖν τε ταὔθ ἅπερ ὑμεῖς ποιεῖτ ; Οὐδὲ κοχλίαν ἔγωγέ σε. 475 Ἀλλ εὐτύχει, βέλτιστε. Κόψαι τὴν θύραν ἐκέλευσαν αἱ γυναῖκες αἰτῆσαί τέ με. Ἐπόησα τοῦτ. Οὐκ ἔστι. Πάλιν ἀπαγγελῶ ἐλθὼν ἐκείναις. Ὦ πολυτίμητοι θεοί ἔχις πολιὸς ἅνθρωπός ἐστιν οὑτοσί. 480 Ἀνδροφόνα θηρί εὐθὺς ὥσπερ πρὸς φίλον κόπτουσιν. Ἂν ἡμῶν προσιόντα τῆι θύραι λαϐώ τιν, ἂν μὴ πᾶσι τοῖς ἐν τῶι τόπωι παράδειγμα ποιήσω, νομίζεθ ἕνα τινὰ ὁρᾶν με τῶν πολλῶν. Ὁ νῦν οὐκ οἶδ ὅπως 485 διευτύχηκεν οὗτος, ὅστις ἦν ποτε.

21 scène 3 Sicon, Cnémon Κάκιστ ἀπολοι. Ἐλοιδορεῖτό σοι τυχὸν ἤιτεις σκατοφάγως. - Οὐκ ἐπίστανταί τινες ποιεῖν τὸ τοιοῦθ εὕρηκ ἐγὼ τούτου τέχνην. Διακονῶ γὰρ μυρίοις ἐν τῇ πόλει 490 τούτων τ ἐνοχλῶ τοῖς γείτοσιν καὶ λαμϐάνω σκεύη παρὰ πάντων. Δεῖ γὰρ εἶναι κολακικὸν τὸν δεόμενόν του. Πρεσϐύτερός τις τῆι θύραι ὑπακήκο εὐθὺς πατέρα καὶ πάπαν καλῶ. Γραῦς μητέρ. Ἄν τῶν διὰ μέσου < τις ᾖ γυνή > 495 ἐκάλεσ ἱέρειαν. Ἄν θεράπων < τις ᾖ καλῶ > βέλτιστον. Ὑμεῖς δέ γε κρεμᾶν < αὐτόν φατε. > Ὦ τῆς ἀμαθίας. - Παιδίον, παῖδες, < καλῶ > ἐγώ. - Πρόελθε, πατρίδιον σὲ βούλομαι. Πάλιν αὖ σύ ; Πῶς ; τί τοῦτ ; Ἐρεθίζεις μ ὡσπερεὶ 500 ἐπίτηδες. Οὐκ εἴρηκά σοι πρὸς τὴν θύραν μὴ προσιέναι ; - Τὸν ἱμαντα δός, γραῦ. Μηδαμῶς, ἀλλ ἄφες. Ἄφες ; Βέλτιστε, ναὶ πρὸς τῶν θεῶν. Ἧκε πάλιν. Ὁ Ποσειδῶν σε... Καὶ λαλεῖς ἔτι ; Χυτρόγαυλον αἰτησόμενος ἦλθον. Οὐκ ἔχω 505 οὔτε χυτρόγαυλον οὔτε πέλεκυν οὔθ ἅλας οὔτ ὄξος οὔτ ἄλλ οὐδέν, ἀλλ εἴρηχ ἁπλῶς μὴ προσιέναι μοι πᾶσι τοῖς ἐν τῶι τόπωι. Ἐμοὶ μὲν οὐκ εἴρηκας. Ἀλλὰ νῦν λέγω. - Νὴ σὺν κακῷ γ. - Οὐδ ὁπόθεν ἄν τις, εἰπέ μοι, 510 ἐλθὼν λάϐοι φράσαις ἄν ; Οὐκ ἐγώ λεγον ; Ἔτι μοι λαλήσεις ;

22 Χαῖρε πόλλ. χαιρεῖν παρ ὑμῶν οὐδενός. Οὐ βούλομαι Μὴ χαῖρε δή. Ὢ τῶν ἀνηκέστων κακῶν. Καλῶς γέ με βεϐωλοκόπηκεν. Οἷόν ἐστ ἐπιδεξίως 515 αἰτεῖν διαφέρει, νὴ Δί. Ἐφ ἑτέραν θύραν ἔλθῃ τις ; Ἀλλ εἰ σφαιρομαχοῦσ ἐν τῷ τόπωι οὕτως ἑτοίμως, χαλεπόν. Ἆρά γ ἐστί μοι κράτιστον ὀπτᾶν τὰ κρέα πάντα ; Φαίνεται. Ἔστιν δέ μοι λοπάς τις. Ἐρρῶσθαι λέγω 520 Φυλασίοις τοῖς οὖσι τούτοις χρήσομαι.

23 scène 4 Sostrate Ὅστις ἀπορεῖ κακῶν, ἐπὶ Φυλὴν ἐλθέτω κυνηγετῶν. Ὢ τρισκακοδαίμων, ὡς ἔχω ὀσφῦν, μετάφρενον, τὸν τράχηλον, ἑνὶ λόγῳ ὅλον τὸ σῶμ. Εὐθὺς γὰρ ἐμπεσὼν πολύς, 525 νεανίας ἐγώ τις, ἐξαίρων ἄνω σφόδρα τὴν δίκελλαν, ὡς ἂν ἐργάτης, βαθὺ ἐνέπαιον. Ἐπεκείμην φιλοπόνως... οὐ πολὺν χρόνον εἶτα καὶ μετεστρεφόμην τι, πηνίκα ὁ γέρων πρόσεισι τὴν κόρην ἄγων ἅμα 530 σκοπούμενος καὶ νὴ Δί ἐλαϐόμην τότε τῆς ὀσφύος λάθρα τὸ πρῶτον. Ὡς μακρὸν ἦν παντελῶς δὲ τοῦτο, λορδοῦν ἠρχόμην, ἀπεξυλούμην ἀτρέμα δ. Οὐδεὶς ἤρχετο. Ὁ δ ἥλιος κατέκα, ἑώρα τ ἐμϐλέπων 535 ὁ Γοργίας ὥσπερ τὰ κηλώνειά με μόλις ἀνακύπτοντ, εἶτ ὅλῳ τῷ σώματι πάλιν κατακύπτοντ. «Οὐ δοκεῖ μοι νῦν», ἔφη, «ἥξειν ἐκεῖνος, μειράκιον.» «Τί οὖν», ἐγὼ εὐθύς, «ποῶμεν ;» «Αὔριον τηρήσομεν 540 αὐτόν τὸ δὲ νῦν ἐῶμεν». Ὅ τε Δᾶος παρῆν ἐπὶ τὴν σκαπάνην διάδοχος. Ἡ πρώτη μὲν οὖν ἔφοδος τοιαύτη γέγονεν ἥκω δ ἐνθάδε, διὰ τί μὲν οὐκ ἔχω λέγειν, μὰ τοὺς θεούς, ἕλκει δέ μ αὐτόματον τὸ πρᾶγμ εἰς τὸν τόπον. 545

24 scène 5 Sostrate, Gétas Τί τὸ κακόν ; Οἴει χεῖρας ἑξήκοντά με, ἄνθρωπ, ἔχειν ; Τοὺς ἄνθρακάς σοι ζωπυρῶ, < δέχομαι >, φέρω, πλύνω, κατατέμνω σπλάγχν ἅμα μάττω, περιφέρω < ταῦτα, ναὶ μὰ τουτονί >, ὑπὸ τοῦ καπνοῦ τυφλός < εἰμι πρὸς > τούτοις, ὄνος 550 ἄγειν δοκῶ μοι τὴν ἑορτήν. Παῖ Γέτα. Ἐμὲ τίς ; Ἐγώ. Σὺ δ εἶ τίς ; Οὐχ ὁρᾶις ; Ὁρῶ τρόφιμος. Τί ποιεῖτ ἐνθάδ ; Εἰπέ μοι. Τί γάρ ; Τεθύκαμεν ἄρτι καὶ παρασκευάζομεν ἄριστον ὑμῖν. Ἐνθάδ ἡ μήτηρ ; Πάλαι. 555 Ὁ πατὴρ δέ ; Προσδοκῶμεν. Ἀλλὰ πάραγε σύ. Μικρὸν διαδραμών γ. Ἐνθαδὶ τρόπον τινὰ γέγον οὐκ ἄκαιρος ἡ θυσία παραλήψομαι τὸ μειράκιον τουτὶ γάρ, ἐλθὼν ὡς ἔχω, καὶ τὸν θεράποντ αὐτοῦ. Κεκοινωνηκότες 560 ἱερῶν γὰρ εἰς τὰ λοιπὰ χρησιμώτεροι ἡμῖν ἔσονται σύμμαχοι πρὸς τὸν γάμον. Τί φῄς ; Ἐπ ἄριστον τινας παραλαμϐάνειν μέλλεις πορευθείς ; Ἕνεκ ἐμοῦ τρισχίλιοι γένοισθ. Ἐγὼ μὲν γὰρ πάλαι τοῦτ οἶδ, ὅτι 565 οὐ γεύσομ οὐδενός. Πόθεν γάρ. Συνάγετε πάντας καλὸν γὰρ τεθύκαθ ἱερεῖον πάνυ, ἄξιον ἰδεῖν. Ἀλλὰ τὰ γύναια ταῦτά μοι ( ἔχει γὰρ ἀστείως ) μεταδοίη γ ἄν τινος ; Οὐδ ἄν, μὰ τὴν Δήμητρ, ἁλὸς πικροῦ. Καλῶς 570

25 ἔσται, Γέτα, τὸ τήμερον μαντεύσομαι τοῦτ αὐτός, ὦ Πάν. Ἀλλὰ μὴν προσεύχομαι ἀεὶ παριών σοι, καὶ φιλανθρωπεύσομαι.

26 Scène 6 Simiké, Gétas ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Ὢ δυστυχής, ὢ δυστυχής, ὢ δυστυχής. Ἄπαγ εἰς τὸ βάραθρον τοῦ γέροντος τις γυνὴ 575 προελήλυθεν. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Τί πείσομαι ; Τὸν γὰρ κάδον ἐκ τοῦ φρέατος βουλομένη τοῦ δεσπότου εἴ πως δυναίμην ἐξελεῖν αὐτὴ λάθρα, ἀνῆψα τὴν δίκελλαν ἀσθενεῖ τινι καλωιδίωι σαπρῶι διερράγη τέ μοι 580 τοῦτ εὐθύς... Ὀρθῶς. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ... ἐνσέσεικα θ ἁθλία καὶ τὴν δίκελλαν εἰς τὸ φρέαρ μετὰ τοῦ κάδου. - Ῥῖψαι τὸ λοιπόν σοι σεαυτήν ἐστ ἔτι. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Ὁ δ ἀπὸ τύχης κόπρον τιν ἔνδον κειμένην μέλλων μεταφέρειν περιτρέχων ταύτην πάλαι 585 ζητεῖ βοᾶι τε. - Καὶ ψοφεῖ γε τὴν θύραν. Φεῦγ, ὦ πονήρα, φεῦγ ἀποκτενεῖ σε, γραῦ. Μᾶλλον δ ἀμύνου.

27 Scène 7 Simiké, Gétas, Cnémon Ποῦ στιν ἡ τοιχωρύχος ; ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Ἄκουσα, δέσποτ, ἐνέϐαλον. Βάδιζε δὴ εἴσω. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Τί ποιεῖν δ, εἰπέ μοι, μέλλεις ; Ἐγώ ; 590 Δήσας καθιμήσω σε. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Μὴ δῆτ, ὦ τάλαν. Ταὐτῶι γε τούτωι σχοινίωι, νὴ τοὺς θεούς. Κράτιστον, εἴπερ ἐστὶ παντελῶς σαπρόν. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Τὸν Δᾶον ἐκ τῶν γειτόνων ἐγὼ καλῶ. Δᾶον καλεῖς, ἀνόσιά γ εἰρυκυῖα σύ ; Οὔ σοι λέγω ; Θᾶττον βάδιζ εἴσω. - Τάλας ἐγώ, τάλας τῆς νῦν ἐρημίας ἐρῶ ὡς οὐδὲ εἷς. Καταϐήσομ εἰς τὸ φρέαρ τί γὰρ ἔτ ἐστὶν ἄλλ ; Ἡμεῖς ποριοῦμεν ἁρπάγην καὶ σχοινίον. Κακὸν κάκιστά σ οἱ θεοὶ 600 ἅπαντες ἀπολέσειαν εἴ τι μοι < λαλεῖς >. Καὶ μάλα δικαίως. Εἰσπεπήδηκεν πάλιν. Ὢ τρισκακοδαίμων οὗτος οἷον ζῇ βίον. Τοῦτ ἔστιν εἰλικρινὴς γεωργὸς Ἀττικός πέτραις μαχόμενος θύμα φερούσαις καὶ σφάκον 605 ὀδύνας ἐπισπᾶτ, οὐδὲν ἀγαθὸν λαμϐάνων. Ἀλλ ὁ τρόφιμος γὰρ οὑτοσὶ προσέρχεται ἄγων μεθ αὑτοῦ τοὺς ἐπικλήτους ἐργάται ἐκ τοῦ τόπου τινές εἰσιν. Ὢ τῆς ἀτοπίας οὗτος τί τούτους δεῦρ ἄγει νῦν ; Ἢ πόθεν 610 γεγονώς συνήθης ;

28 Scène 8 Sostrate, Gorgias, Daos, Gétas Οὐκ ἂν ἐπιτρέψαιμί σοι ἄλλως ποῆσαι. Πάντ ἔχομεν. Ὦ Ἡράκλεις τουτὶ δ ἀπαρνεῖταί τις ἀνθρώπων ὅλως, ἐλθεῖν ἐπ ἄριστον συνήθους τεθυκότος ; Εἰμὶ γάρ, ἀκρίϐως ἴσθι, σοὶ πάλαι φίλος 615 πρὶν ἰδεῖν. - Λαϐὼν ταῦτ εἰσένεγκε, Δᾶε, σύ εἶθ ἧκε. Μηδαμῶς μόνην τὴν μητέρα οἴκοι καταλείπων - ἀλλ ἑκείνης ἐπιμελοῦ ὧν ἂν δέηται. - Ταχὺ δὲ κἀγὼ παρέσομαι. ΧΟΡΟΥ

29 ACTE IV Scène 1 Simiké, Sicon ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Τίς ἂν βοηθήσειεν ; Ὢ τάλαιν ἐγώ. 620 Τίς ἂν βοηθήσειεν ; Ἡράκλεις ἄναξ, ἐάσαθ ἡμᾶς, πρὸς θεῶν καὶ δαιμόνων, σπονδὰς ποῆσαι. Λοιδερεῖσθε, τύπτετε οἰμώζετ ὢ τῆς οἰκίας τῆς ἐκτόπου. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Ὁ δεσπότης ἐν τῷ φρέατι. Πῶς ; ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Ὅπως ; 625 Ἵνα τὴν δίκελλαν ἐξέλοι καὶ τὸν κάδον, κατέϐαινε κἆιτ ὤλισθ ἄνωθεν ὥστε καὶ πέπτωκεν. Οὐ γὰρ ὁ χαλεπὸς γέρων σφόδρα ; ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Οὗτος. Καλά γ ἐπόησε, νὴ τὸν Οὐρανόν. Ὢ φιλτάτη γραῦ, νῦν σὸν ἔργον ἐστί. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Πῶς ; 630 Ὅλμον τιν ἢ λίθον τιν ἢ τοιοῦτό τι ἄνωθεν ἔνσεισον λαϐοῦσα. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Φίλτατε, κατάϐα. Πόσειδον, ἵνα τὸ τοῦ λόγου πάθω ; ἐν τῷ φρέατι κυνὶ μάχωμαι ; Μηδαμῶς. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Ὦ Γοργία, ποῦ γῆς ποτ εἶ ;

30 Scène 2 Simiké, Sicon, Gorgias, Sostrate Ποῦ γῆς ἐγώ ; 635 Τί ἐστι, Σιμίκη ; ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Τί γάρ ; Πάλιν λέγω ὁ δεσπότης ἐν τῷ φρέατι. Σώστρατε, ἔξελθε δεῦρ. - Ἡγοῦ, βάδιζ εἴσω ταχύ. Εἰσὶν θεοί, μὰ τὸν Διόνυσον. Οὐ δίδως λεϐήτιον θύουσιν, ἱερόσυλε σύ, 640 ἀλλὰ φθονεῖς ἔκπιθι τὸ φρέαρ εἰσπεσών, ἵνα μηδ ὕδατος ἔχηις μεταδοῦναι μηδενί. Νυνὶ μὲν αἱ Νύμφαι τετιμωρημέναι εἴσ αὐτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ δικαίως. Οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῶιος διέφυγεν 645 ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη. < Ἀλλ εἰς > τραπεζοποιὸν ὅ τι βούλει πόει. Ἀλλ ἆρα μὴ τέθνηκε ; Πάπαν φίλτατον κλαίουσ ἀποιμώζει τις οὐδὲν τοῦτό γε 649 < lacune : 4 vers> δηλονότι καθ < lacune> οὕτως ἀνιμήσουσι <lacune> 655 τὴν ὄψιν αὐτοῦ τίν <lacune> οἴεσθ ἔσεσθαι, πρὸς θεῶν, βεϐαμμένου, τρέμοντος ; Ἀστείαν. Ἐγὼ μὲν ἡδέως ἴδοιμ ἄν, ἄνδρες, νὴ τὸν Ἀπόλλω τουτονί. Ὑμεῖς δ ὑπὲρ τούτων, γυναῖκες, σπένδετε 660 εὔχεσθε τὸν γέροντα σωθῆναι - κακῶς, ἀνάπηρον ὄντα, χωλόν οὕτω γίνεται ἀλυπότατος γὰρ τῶιδε γείτων τῶι θεῶι καὶ τοῖς ἀεὶ θύουσιν. Ἐπιμελὲς δέ μοι τοῦτ ἔστιν, ἄν τις ἆρα μισθώσητ ἐμέ. 665

31 Scène 3 Sostrate Ἄνδρες, μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀσκληπιόν, μὰ τοὺς θεούς, οὐπώποτ ἐν τὠμῶι βίωι εὐκαιρότερον ἄνθρωπον ἀποπεπνιγμένον ἑόρακα μικροῦ τῆς γλυκείας διατριϐής. Ὁ Γοργίας γάρ, ὡς τάχιστ εἰσήλθομεν, 670 εὐθὺς κατεπήδης εἰς τὸ φρέαρ. Ἐγὼ δὲ καὶ ἡ παῖς ἄνωθεν οὐδὲν ἐποοῦμεν - τί γὰρ ἐμέλλομεν ; - πλὴν ἡ μὲν αὑτῆς τὰς τρίχας ἔτιλλ, ἔκλα, ἔτυπτε τὸ στῆθος σφόδρα, ἐγὼ δ ὁ χρυσοῦς, ὡσπερεί - νὴ τοὺς θεούς - 675 τροφὸς παρεστώς, ἐδεόμην γε μὴ ποεῖν ταῦθ, ἱκέτευον, ἐμϐλέπων ἀγάλματι οὐ τῷ τυχόντι. Τοῦ δὲ πεπληγμένου κάτω ἔμελεν ἔλαττον ἤ τινός μοι, πλὴν ἀεὶ ἕλκειν ἐκεῖνον τοῦτ ἐνώχλει μοι σφόδρα 680 μικροῦ γε, νὴ Δί, αὐτὸν εἷς ἀπολώλεκα τὸ σχοινίον γάρ, ἐμϐλέπων τῇ παρθένωι, ἀφῆκ ἴσως τρίς. Ἀλλ ὁ Γοργίας Ἄτλας ἦν οὐχ τυχών ἀντεῖχε καὶ μόλις ποτὲ ἀνενήνοχ αὐτόν. Ὡς ἐκεῖνος ἐξέϐη, 685 δεῦρ ἐξελήλυθ. Οὐ γὰρ ἐδυνάμην ἔτι κατέχειν ἑμαυτόν, ἀλλὰ μικροῦ τὴν κόρην ἐφίλουν προσιών οὕτω σφόδρ < ἐνθεαστικῶς > ἐρῶ. Παρασκευάζομαι δὴ... - τὴν θύραν ψοφοῦσιν. - Ὦ Ζεῦ Σῶτερ, ἐκτόπου θέας. 690

32 Scène 4 Gorgias, Cnémon, la fille de Cnémon, Sostrate Βούλει τι, Κνήμων ; Εἰπέ μοι. Τί βούλομαι ; φαύλως ἔχω. Θάρρει. Τεθάρρηκ οὐκέτι ὑμῖν ἐνοχλήσει τὸν ἐπίλοιπον γὰρ χρόνον, Κνήμων. Τοιοῦτόν ἐστ ἑρημία κακόν. Ὁρᾶις ; Ἀκαρὴς νῦν παραπόλωλας ἀρτίως. 695 Τηρούμενον δὴ τηλικοῦτον τῶι βίωι ἤδη καταζῆν δεῖ. Χαλεπῶς μὲν οἶδ ὅτι ἔχω. Κάλεσον δέ, Γωργία, τὴν μητέρα. Ὡς ἔνι μάλιστα. - Τὰ κακὰ παιδεύειν μόνα ἐπίσταθ ἡμᾶς, ὡς ἔοικε. Θυγάτριον, 700 βούλει μ ἀναστῆσαι λαϐοῦσα ; Μακάριε ἄνθρωπε. Τί παρέστηκας ἐνταῦθ, ἄθλιε ; < lacune 5 vers >

33 Scène 5 (tétramètres trochaïques) Gorgias, Cnémon, Myrrhiné, la fille de Cnémon, Sostrate <... lacune > ἐϐουλόμην <... lacune > Μυρρίνη καὶ Γοργία, <... lacune > προειλόμην 710 οὐκ ἴσως ἐστὶν δίκαιον, οὐδ ἂν εἷς δύναιτό με τοῦτο μεταπεῖσαι τις ὑμῶν, ἀλλὰ συγχωρήσετε. Ἕν δ ἴσως ἥμαρτον ὅστις τῶν ἁπάντων ᾠόμην αὐτὸς αὐτάρκης τις εἶναι καὶ δεήσεσθ οὐδενός. Νῦν δ ἰδὼν ὀξεῖαν οὖσαν ἄσκοπόν τε τοῦ βίου 715 τὴν τελευτὴν εὗρον οὐκ εὖ τοῦτο γινώσκων τότε. Δεῖ γὰρ εἶναι καὶ παρεῖναι τὸν ἐπικουρήσοντ ἀεί. Ἀλλὰ μὰ τὸν Ἥφαιστον, ( οὕτω σφόδρα διεφθάρμην ἐγὼ τοὺς βίους ὁρῶν ἑκάστους τοὺς λογισμούς θ ὃν τρόπον πρὸς τὸ κερδαίνειν ἔχουσιν) οὐδέν εὔνουν ὠιόμην 720 ἕτερον ἑτέρῳ τῶν ἁπάντων ἂν γένεσθαι. Τοῦτο δὴ ἐμποδὼν ἦν μοι. Μόλις δὲ πεῖραν εἷς δέδωκε νῦν Γοργίας, ἔργον ποήσας ἀνδρὸς εὐγενεστάτου. Τὸν γὰρ οὐκ ἐῶντά τ αὐτὸν προσιέναι <τι> τὴν θύραν οὐ βοηθήσαν τά τ αὐτῶι πώποτ εἰς οὐδὲν μέρος, 725 οὐ προσειπόντ, οὐ λαλήσανθ ἡδέως, σέσωχ ὅμως. Ὅπερ ἂν ἄλλος καὶ δικαίως «οὐκ ἐᾶις με προσιέναι οὐ παρέρχομ οὐδὲν ἡμῖν γέγονας αὐτὸς χρήσιμος οὐδ ἐγὼ σοὶ νῦν» - τί δ ἐστί, μειράκιον ; Ἐάν τ ἐγὼ ἀποθάνω νῦν ( οἴομαι δέ, καὶ κακῶς, οἵως ἔχω ) 730 ἄν τε περισωθῶ, ποοῦμαι σ ὑόν ἅ τ ἔχων τυγχάνω, πάντα σαυτοῦ νόμισον εἶναι. Τήνδε σοι παρεγγυῶ ἄνδρα δ αὐτῇ πόρισον. Εἰ γὰρ καὶ σφόδρ ὑγιαίνοιμ ἐγώ, αὐτὸς οὐ δυνήσομ εὐρεῖν οὐ γὰρ ἀρέσει μοί ποτε οὐδ εἷς. Ἀλλ ἐμὲ μέν, ἂν ζῶ, ζῆν ἐᾶθ ὡς βούλομαι 735 τὰ δ ἐμὰ πρᾶττ αὐτὸς παραλαϐών. Νοῦν ἔχεις, σὺν τοῖς θεοῖς, κηδεμὼν εἶ τῆς ἀδελφῆς εἰκότως. Τοῦ κτήματος ἐπιδίδου σὺ προῖκα τοὐμοῦ διαμετρήσας θ ἥμισυ, τὸ δ ἕτερον λαϐὼν διοίκει κἀμὲ καὶ τὴν μητέρα. Ἀλλὰ κατάκλινόν με, θύγατερ. Τῶν δ ἀναγκαίων λέγειν 740 πλείον οὐκ ἀνδρὸς νομίζω πλὴν ἐκεῖνό γ ἴσθι, παῖ ὑπὲρ ἐμοῦ γὰρ βούλομ εἰπεῖν ὀλίγα σοι καὶ τοῦ τρόπου εἰ τοιοῦτοι πάντες ἦσαν, οὔτε τὰ δικαστήρια ἦν ἄν, οὔθ αὑτοὺς ἀπῆγον εἰς τὰ δεσμωτήρια, οὔτε πόλεμος ἦν, ἔχων δ ἂν μέτρι ἕκαστος ἠγάπα. 745 Ἀλλ ἴσως ταῦτ ἔστ ἀρεστὰ μᾶλλον οὕτω πράττετε. Ἐκποδὼν ὑμῖν ὁ χαλεπὸς δύσκολός τ ἔσται γέρων. Ἀλλὰ δέχομαι ταῦτα πάντα. Δεῖ δὲ μετὰ σοῦ νυμφίον ὡς τάχισθ εὑρεῖν τιν ἡμᾶς τῇ κόρῃ, σοὶ συνδοκοῦν. Οὗτος, εἴρηχ ὅσ ἐφρόνουν σοι μή νόχλει, πρὸς τῶν θεῶν. 750 Βούλεται γὰρ ἐντυχεῖν σοι... Μηδαμῶς, πρὸς τῶν θεῶν.... τὴν κόρην αἰτῶν τις...

34 Οὐδὲ ἓν ἔτι τοῦτό μοι μέλει.... ὃ σε συνεκσώσας. Ὁ ποῖος ; Οὑτοσί. - Πρόσελθε σύ. Ἐπικέκαυται μέν γεωργός ἐστι ; Καὶ μάλ, ὦ πάτερ οὐ τρυφῶν, οὐδ οἷος ἀργὸς περιπατεῖν τὴν ἡμέραν 755 <... lacune > γένος. < lacune...> <... lacune > δίδου πόει τοῦτο < lacune... > εἰσκυκλεῖτ εἴσω με. Καὶ < lacune... > ἐπιμελοῦ τούτου.

35 τὴν ἀδελφήν. Τὸ λοιπὸν ἐγγυᾶν νῦν ἐστί σοι Scène 6 (tétramètres trochaïques) Sostrate, Gorgias Ἐπανένεγκε ταῦτα, Σώστραθ < οἷς σε δεῖ > 760 Οὐδὲν ὁ πατὴρ ἀντερεῖ μοι. Τοιγαροῦν ἔγωγέ σοι ἐγγυῶ δίδωμι πάντων τῶν θεῶν ἐναντίον < τήνδ ἐνεγκεῖν σ ὡς> δίκαιόν ἐστ ἐπείσθη, Σώστρατε. Οὐ πεπλασμένῳ γὰρ ἤθει πρὸς τὸ πρᾶγμ ἐλήλυθας ἀλλ ἁπλῶς καὶ πάντα ποιεῖν ἠξίωσας τοῦ γάμου 765 ἕνεκα τρυφερὸς ὢν, δίκελλαν ἔλαϐες, ἔσκαψας, πονεῖν ἠθέλησας. Ἐν δὲ τούτῳ τῷ μέρει μάλιστ ἀνὴρ δείκνυτ, ἐξισοῦν ἑαυτὸν ὅστις ὑπομένει τινὶ εὐπορῶν πένητι καὶ γὰρ μεταϐολὴν οὗτος τύχης ἐγκρατῶς οἴσει. Δέδωκας πεῖραν ἱκανὴν τοῦ τρόπου 770 διαμένοις μόνον τοιοῦτος. Πολὺ μὲν οὖν κρείττων ἔτι. Ἀλλ ἐπαινεῖν αὑτόν ἐστιν φορτικόν τι πρᾶγμ ἴσως, εἰς καλόν θ ὁρῶ παρόντα τὸν πατέρα. Καλλιπίδης ἐστὶ σοῦ πατήρ ; Πάνυ μὲν οὖν. Νὴ Δία, πλούσιός γ ἀνήρ, καὶ δικαίως γ, ὢν γεωργὸς ἄμαχος.

36 Scène 7 (tétramètres trochaïques) Callipide, Gorgias, Sostrate ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Ἀπολέλειμμ ἴσως 775 οἱ δὲ καταϐεϐρωκότες δὴ τὸ πρόϐατον φροῦδοι πάλαι εἰσὶν εἰς ἀγρόν. Πόσειδον, ὀξυπείνως πως ἔχει. Αὐτίκ αὐτῶι ταῦτ ἐροῦμεν ; Πρῶτον ἀριστησάτω πραότερος ἔσται. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Τί τοῦτο, Σώστρατ ; Ἠριστήκατε ; Ἀλλὰ καὶ σοὶ παραλέλειπται. Πάραγε. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Τοῦτο δὴ ποῶ. 780 Εἰσιὼν αὐτῷ λάλει νῦν εἴ τι βούλει τῷ πατρὶ κατὰ μόνας. Ἔνδον περιμενεῖς ; Οὐ γάρ ; Οὐκ ἐξέρχομαι ἔνδοθεν. Μικρὸν διαλιπὼν παρακαλῶ τοίνυν σ ἐγώ. ΧΟΡΟΥ

37 ACTE V scène 1 Sostrate, Callipide Οὐχ ὡς ἐϐουλόμην ἅπαντά μοι, πάτερ, οὐδ ὡς προσεδόκων γίνεται παρὰ σοῦ. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Τί δέ ; 785 Οὐ συγκεχώρηχ ; Ἧς ἐραῖς σε λαμϐάνειν καὶ βούλομαι καί φημι δεῖν. Οὔ μοι δοκεῖς. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγε, γινώσκων ὅτι νέῳ γάμος βέϐαιος οὗτος γίνεται, ἐὰν δι ἔρωτα τοῦτο συμπεισθῇ ποεῖν. 790 Ἔπειτ ἐγὼ μὲν τὴν ἀδελφὴν λήψομαι τὴν τοῦ νεανίσκου, νομίζων ἄξιον ἡμῶν ἐκεῖνον, πῶς δὲ τοῦτο νῦν σὺ φῄς, οὐκ ἀντιδώσειν τὴν ἐμήν ; Αἰσχρὸν λέγεις. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Νύμφην γὰρ ἅμα καὶ νυμφίον πτωχοὺς λαϐεῖν 795 οὐ βούλομ ἱκανὸν δ ἐστὶν ἡμῖν θάτερον. Περὶ χρημάτων λαλεῖς, ἀϐεϐαίου πράγματος. Εἰ μὲν γὰρ οἶσθα ταῦτα παραμενοῦντά σοι εἰς πάντα τὸν χρόνον, φύλαττε μηδενὶ τούτων μεταδιδούς. Ὧν δὲ μὴ σὺ κύριος 800 εἶ, μηδὲ σαυτοῦ, τῆς τύχης δὲ πάντ ἔχεις, μή τι φθονοίης, ὦ πάτερ, τούτων τινί αὕτη γὰρ ἄλλῳ τυχὸν ἀναξίῳ τινὶ ἀφελομένη σοῦ πάντα προσθήσει πάλιν. Διόπερ ἐγὼ σέ φημι δεῖν, ὅσον χρόνον 805 εἶ κύριος, χρῆσθαι σε γενναίως, πάτερ, αὐτόν, ἐπικουρεῖν πᾶσιν, εὐπόρους ποεῖν ὡς ἂν δύνῃ πλείστους διὰ σαυτοῦ. Τοῦτο γὰρ ἀθάνατόν ἐστι κἄν ποτε πταίσας τύχηις, ἐκεῖθεν ἔσται ταὐτὸ τοῦτό σοι πάλιν. 810 Πολλῷ δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἐμφανὴς φίλος ἢ πλοῦτος ἀφανὴς ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Οἶσθ οἷόν ἐστι, Σώστρατ ἃ συνελεξάμην οὐ συγκατορύξω ταῦτ ἐμαυτῶι. Πῶς γὰρ ἄν ; Σὰ δ ἐστί. Βούλει περιποήσασθαί τινα 815 φίλον δοκιμάσας ; Πρᾶττε τοῦτ ἀγαθῇ τύχηι. Τί μοι λέγεις γνώμας ; Πόριζε, < lacuna > βάδιζε δίδου, μεταδίδου συμπέπεισμαι πάντα σοι. Ἑκών ; ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Ἑκών, εὖ ἴσθι. Μηδὲν τοῦτό σε ταραττέτω.

38 Τὸν Γοργίαν τοίνυν καλῶ. 820

39 Scène 2 Callipide, Sostrate, Gorgias Ἐπακήκο ὑμῶν ἐξιὼν πρὸς τῆι θύραι ἅπαντας οὓς εἰρήκατ ἐξ ἀρχῆς λόγους. Τί οὖν ; Ἐγώ σε, Σώστρατ, εἶναι μὲν φίλον ὑπολαμϐάνω σπουδαῖον ἀγαπῶ τ ἐκτόπως μείζω δ ἐμαυτοῦ πράγματ οὔτε βούλομαι 825 οὒτ ἂν δυναίμην, μὰ Δία, βουληθεὶς φέρειν. Οὐκ οἶδ ὅ τι λέγεις. Τὴν ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν δίδωμί σοι γυναῖκα, τὴν δὲ σὴν λαϐεῖν... καλῶς ἔχει μοι. Πῶς «καλῶς» ; Οὐχ ἡδύ μοι εἶναι τρυφαίνειν ἀλλοτρίοις πόνοις δοκεῖ, 830 συλλεξάμενον δ αὐτόν. Φλυαρεῖς, Γοργία οὐκ ἄξιον κρίνεις σεαυτὸν τοῦ γάμου ; Ἐμαυτὸν εἶναι κέκρικ ἐκείνης ἄξιον, λαϐεῖν δὲ πολλὰ μίκρ ἔχοντ οὐκ ἄξιον. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Νὴ τὸν Δία τὸν μέγιστον, εὐγενῶς γέ πως 835 < ἀλόγιστος > εἶ. Πῶς ; ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Οὐκ ἔχων βούλει δοκεῖν < ἀγαπᾶν > ἐπειδὴ συμπεπεισμένον μ ὁρᾶις < αὐτῷ > δὲ τούτῳ μ ἀναπέπεικας διπλασίως < πέπαυσό γ > ὢν πένης τις ἀπόπληκτός θ ἅμα τόδ ἐλπίδ ὑποδείκνυσιν εἰς σωτηρίαν. 840 Δοκεῖ. Τὸ λοιπόν ἐστιν ἡμῖν ἐγγυᾶν. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Ἀλλ ἐγγυῶ παίδων ἐπ ἀρότῳ γνησίων τὴν θυγατέρ ἤδη, μειράκιον, σοὶ προῖκά τε δίδωμ ἐπ αὐτῇ τρία τάλαντ. Ἐγὼ δέ γε ἔχω τάλαντον προῖκα τῆς ἑτέρας. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Ἔχεις ; 845 Μηδ αὖ σὺ λίαν.

40 Ἀλλ ἔχω τὸ χωρίον. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Κέκτησ ὅλον σύ, Γοργία. Τὴν μητέρα ἤδη σὺ δεῦρο τήν τ ἀδελφὴν μετάγαγε πρὸς τὰς γυναῖκας τὰς παρ ἡμῖν. Ἀλλὰ χρή. Τὴν νύκτα <...lacune > 850 Πάντες < μένοντες αὔριον δὲ > τοὺς γάμους ποήσομεν. Καὶ τὸν γέροντα, Γοργία, κομίσατε δεῦρ ἕξει τὰ δέοντ ἐνταῦθ ἴσως μᾶλλον παρ ἡμῖν. Οὐκ ἐθελήσει, Σώστρατε. Σύμπεισον αὐτόν. Ἂν δύνωμαι. Δεῖ πότον 855 ἡμῶν γενέσθαι, παπία, νυνὶ καλόν, καὶ τῶν γυναικῶν παννυχιδα. ΚΑΛΛΙΠΙΔΗΣ Τοὐναντίον πίοντ ἐκεῖναι, παννυχιοῦμεν, οἶδ ὅτι, ἡμεῖς. Παράγων δ ὑμῖν ἑτοιμάσω τι τῶν προὔργου. Πόει τοῦτ. - Οὐδενὸς χρὴ πράγματος 860 τὸν εὖ φρονοῦνθ ὅλως ἀπογνῶναί ποτε ἁλωτὰ γίνετ ἐπιμελείαι καὶ πόνωι ἅπαντ. Ἐγὼ τούτου παράδειγμα νῦν φέρω ἐν ἡμέραι μιᾶι κατείργασμαι γάμον ὃν οὐδ ἂν εἷς ποτ ὤιετ ἀνθρώπων ὅλως. 865

41 Scène 3 Gorgias, Sostrate, les femmes Προάγετε δὴ θᾶττόν ποθ ὑμεῖς. Δεῦτε δή. - Μῆτερ, δέχου ταύτας. Ὁ Κνήμων δ οὐδέπω ; Ὃς ἱκέτευεν ἐξαγαγεῖν τὴν γραῦν ἔτι ἵν ᾖ τελέως μόνος καθ αὑτόν ; Ὢ τρόπου ἀμάχου. Τοιοῦτος. Ἀλλὰ πολλὰ χαιρέτω. 870 Ἡμεῖς δ ἴωμεν. Σώστραθ, ὑπεραισχύνομαι γυναιξὶν ἐν ταὺτῷ... Τίς ὁ λῆρος ; Οὐ πρόει ; Οἰκεῖα ταῦτ ἤδη νομίζειν πάντα δεῖ.

42 Scène 4 Simiké, Gétas, un flûtiste ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Ἄπειμι, νὴ τὴν Ἄρτεμιν, κἀγώ μόνος ἐνταῦθα κατακείσαι τάλας σὺ τοῦ τρόπου. 875 Πρὸς τὸν θεόν σε βουλομένων τούτων ἄγειν, ἀντεῖπας ἔσται μέγα κακὸν πάλιν τί σοι, νὴ τῶ θεώ, καὶ μεῖζον ἢ νῦν εὖ πάνυ. Ἐγὼ προσελθὼν ὄψομαι δεῦρ ὡς ἔχει. Αυλεῖ Τί μοι προσαυλεῖς, ἄθλι οὗτος ; Οὐδέπω σχολή μοι. 880 Πρὸς τὸν κακῶς ἔχοντα πέμπουσ ἐνθαδί μ ἐπίσχες. ΣΙΜΙΚΗ ΓΡΑΥΣ Καὶ παρακαθήσθω γ εἰσιὼν αὐτῷ τις ἄλλος ὑμῶν. Ἐγὼ δ ἀποστέλλουσα τροφίμην, βούλομαι λαλῆσαι ταύτῃ, προσειπεῖν, ἀσπάσασθαι. Νοῦν ἔχεις. Βάδιζε. Τοῦτον δὲ θεραπεύσω τέως ἐγώ. Πάλαι < δέδοκται > 885 τοῦτον λαϐεῖν τὸν καιρὸν ἀλλὰ < διαπορῶ τί χρὴ δρᾶν > < lacune> οὔπω < δυνήσομαι... >... μάγειρε Σίκων, πόελθε δεῦρό μοι σὺ θᾶττον. Ὦ Πόσειδων οἵαν ἔχειν οἶμαι διατριϐήν.

43 Scène 5 Sicon, Gétas, un flûtiste Σύ με καλεῖς ; Ἔγωγε. 890 Τιμωρίαν βούλει λαϐεῖν ὧν ἀρτίως ἔπασχες ; Ἐγὼ δ ἔπασχον ἀρτίως ; Οὐ λαικάσει φλυαρῶν ; Ὁ δύσκολος γέρων καθεύδει μόνος. Ἔχει δὲ πῶς <νῦν > ; Οὐ παντάπασιν ἀθλίως. Οὐκ ἂν δύναιτό γ ἡμᾶς τύπτειν ἀναστας ; Οὐδ ἀναστῆναι < γ ἄν >, ὡς ἐγᾦμαι. 895 Ὡς ἡδὺ πρᾶγμά μοι λέγεις αἰτήσομ εἰσιών τι ἔξω γὰρ ἔσται τῶν φρενῶν. < Τί δ ἄν >, τὸ δεῖνα, πρῶτον ἔξω προελκύσωμεν αὐτόν, εἶτα θέντες αὐτοῦ κόπτωμεν οὕτω τὰς θύρας, αἰτῶμεν, ἐπιφλέγωμεν ; Ἔσται τις ἡδονή, λέγω. Τὸν Γοργίαν δέδοικα 900 μὴ καταλαϐὼν ἡμᾶς καθαίρηι. Θόρυϐός ἐστιν ἔνδον, πίνουσιν οὐκ αἰσθήσετ οὐδείς. Τὸ δ ὅλον ἐστὶν ἡμῖν ἅνθρωπος ἡμερωτέος κηδεύομεν γὰρ αὐτῶι, οἰκεῖος ἡμῖν γίνετ. Εἰ δ ἔσται τοιοῦτος ἀεί, ἔργον ὑπενεγκεῖν. Πῶς γὰρ οὔ ; Λαθεῖν μόνον προθυμοῦ 905 αὐτὸν φέρων δεῦρ εἰς τὸ πρόσθεν. Πρόαγε δὴ σύ. Μικρὸν πρόσμεινον, ἱκετεύω σε μή με καταλιπὼν ἀπέλθῃς. Καὶ μὴ ψόφει, πρὸς τῶν θεῶν. Ἀλλ οὐ ψοφῶ, μὰ τὴν Γῆν.

44 Scène 6 Sicon, Gétas, Cnémon, un flûtiste (Donax) ( ) Εἰς δεξίαν. Ἰδού. Θὲς αὐτοῦ. Νῦν ὁ καιρός. Εἶεν. Ἐγὼ προάξω πρότερος. Ἤν. Καὶ τὸν ῥυθμὸν σὺ τήρει. 910 Παῖδες καλοί, παῖ, παιδίον. Παῖ, παῖδες. < 1 vers interpolé > Οἴχομ, οἴμοι. Τίς οὗτος ; Ἐντεῦθέν τις εἶ ; Δηλονότι. Σὺ δὲ τί βούλει ; Λέϐητας αἰτοῦμαι παρ ὑμῶν καὶ σκάφας. Τίς ἄν με στήσειεν ὀρθόν ; Ἔστιν ὑμῖν, ἔστιν ὡς ἀληθῶς. 915 Καὶ τρίποδας ἑπτὰ καὶ τραπέζας δώδεκ. Ἀλλά, παῖδες, τοῖς ἔνδον εἰσαγγείλατε σπεύδω γάρ. Οὐδὲν ἔστιν. Οὐκ ἔστιν ; Οὐκ ἀκήκοας μυριάκις ; Ἀποτρέχω δή. Ὢ δυστυχὴς ἐγώ τίνα τρόπον ἐνθαδὶ προήχθην ; Τίς μ εἰς τὸ πρόσθε κατατέθηκεν ; Ἄπαγε δὴ σύ, καὶ δή. 920 Παῖ, παιδίον, γυναῖκες, ἄνδρες, παῖ θυρωρέ. Μαίνει, ἄνθρωπε τὴν θύραν κατάξεις. Δάπιδας ἐννέ ἡμῖν < χρήσατε >... Πόθεν ;... καὶ παραπέτασμα βαρϐαρικὸν ὑφαντὸν <... > ποδῶν τὸ μῆκος ἑκατόν. Εἴθε μοι γένοιτο λίθος ποθέν. Γραῦ ποῦ στιν ἡ γραῦς ;

45 Ἐφ ἑτέραν βαδίζω 925 θύραν ; Ἀπαλλάγητε δή. Γραῦ Σιμίκη. - Κακὸν δὲ κακῶς σ ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί τί βούλει ; Κρατῆρα βούλομαι λαϐεῖν χαλκοῦν μέγαν. Τίς ἄν με στήσειεν ὀρθόν ; Ἔστιν ὑμῖν, ἔστιν ὡς ἀληθῶς τὸ παραπέτασμα, παπία, πατρίδιον. Οὐδ ὁ κρατήρ. 930 Τὴν Σιμίκην ἀποκτενῶ. Κάθευδε μηδὲ γρύζων. Φεύγεις ὄχλον, μισεῖς γυναῖκας, οὐκ ἐᾶις κομίζειν εἰς ταὐτὸ τοῖς θύουσι σαυτόν πάντα ταῦτ ἀνέξει, οὐδεὶς βοηθός σοι πάρεστιν. Πρῖε σαυτὸν αὐτοῦ. Ἄκουε δ ἑξῆς πάντα < lacune > 935 < lacune et quelques mots dégradés > < lacune > αἱ γυναῖκες < lacune > παρ ὑμῶν < τῇ σῇ γυναικὶ > τῆι τε παιδὶ < περιϐολαὶ > τὸ πρῶτον < φιλήματ > οὐκ ἀηδὴς διατριϐή τις αὐτῶν. Μικρόν γ ἄνωθεν. Ηὐτρέπιζον συμπόσιον ἐγώ τι 940 τοῖς ἀνδράσιν τούτοις... - Ἀκούεις ; Μὴ κάθευδε. Μὴ γάρ ; Οἴμοι. < Πότῳ > βούλει παρεῖναι ; Πρόσεχε καὶ τὰ λοιπά. Σπονδὴ παρῆν ἐστρώννυτο στιϐὰς χαμαί τραπέζας ἔγωγε τοῦτο γὰρ ποεῖν ἐμοὶ προσῆκ... - Ἀκούεις ; - Μάγειρος ὢν γὰρ τυγχάνω μέμνησο. Μαλακὸς ἀνήρ. 945 Ἄλλος δὲ χερσὶν εὔιον γέροντα πολιὸν ἤδη ἔκλινε κοῖλον εἰς κύτος, μειγνύς τε νᾶμα Νυμφῶν ἐδεξιοῦτ αὐτοῖς κύκλῳ, καὶ ταῖς γυναιξὶν ἄλλος. Ἦν δ ὥσπερ εἰ ς ἄμμον φοροίης ταῦτα μανθάνεις σύ ; Καί τις βρεχεῖσα προσπόλων εὐήλικος προσώπου 950 ἄνθος κατεσκιασμένη χορεῖον εἰσέϐαινε ῥυθμὸν μετ αἰσχύνης ὁμοῦ μέλλουσα καὶ τρέμουσα ἄλλη δὲ συγκαθῆπτε ταύτῃ χεῖρα κἀχόρευεν. Ὦ πρᾶγμα πάνδεινον παθών, χόρευε, συνεπίϐαινε. Τίποτε, τί βούλεσθ, ἄθλιοι ; Μᾶλλον σὺ συνεπίϐαινε. 955 Ἄγροικος εἶ.

46 Μή πρὸς θεῶν. Οὐκοῦν φέρωμεν εἴσω ἤδη σε ; Τί ποήσω ; Χόρευε δὴ σύ. Φέρετε κρεῖττον ἴσως ὑπομένειν ἐστὶ τἀκεῖ. Νοῦν ἔχεις. Κρατοῦμεν. Ὢ καλλίνικοι. - Παῖ Δόναξ, Σίκων σύ γε, αἴρεσθε τοῦτον, εἰσφέρετε. Φύλαττε δὴ 960 σεαυτόν, ὡς ἐάν σε παρακινοῦντά τι λάϐωμεν αὖτις, οὐδὲ μετρίως ἴσθ ὅτι χρησόμεθά σοι τὸ τηνικάδ. Ἰώ, ἐκδότω στεφάνους τις ἡμῖν, δαῖδα. Τουτονὶ λαϐέ. Εἶεν. - Συνησθέντες κατηγωνισμένοις 965 ἡμῖν τὸν ἐργώδη γέροντα, φιλοφρόνως, μειράκια, παῖδες, ἄνδρες, ἐπικροτήσατε. Ἡ δ εὐπάτειρα φιλόγελώς τε παρθένος Νίκη μεθ ἡμῶν εὐμενὴς ἕποιτ ἀεί.