Συνέντευξη από την κυρία Αθηνούλλα Βρακά Καρακάννα Ονομάζομαι Αθηνούλλα Βρακά Καρακάννα και κατάγομαι από τα Λιβερά της Κερύνειας. Όταν έγινε ο πόλεμος ήμουν 9 χρονών. Μετά τον πόλεμο του 1974 εγκαταστάθηκα με την οικογένειά μου στη Λεμεσό. Φοίτησα στην Δ αστική σχολή όπου έκανα την 5 η και την 6 η τάξη του δημοτικού. Ακολούθως φοίτησα στο γυμνάσιο και στο λύκειο Αγίου Αντωνίου από όπου αποφοίτησα το 1982. Το 1986 παντρεύτηκα με τον Φάνο Καρακάννα από το Άρσος της Λεμεσού. Το 1987 με πολλούς κόπους και πολλές δυσκολίες αγοράσαμε ένα αρτοποιείο. Με σκληρή δουλειά και πολλή επιμονή στήσαμε τη δική μας οικογενειακή επιχείρηση όπου δουλεύουμε μέχρι σήμερα. Αποκτήσαμε δύο παιδιά, τη Χριστίνα και τον Αλέξανδρο. Μορφώσαμε τα παιδιά μας και είμαστε περήφανοι για αυτά γιατί πάνω από όλα πιστεύουμε ότι είναι καλοί και άξιοι πολίτες της κοινωνίας μας. Πριν να γίνει ο πόλεμος κατοικούσαμε με τους γονείς μου στα Λιβερά. Είναι το τελευταίο χωριό στο ακρωτήριο Κορμακίτη και είναι ένα γραφικό και πανέμορφο μέρος τριγυρισμένο από τη θάλασσα. Είμαι το δεύτερο παιδί της οικογένειάς μου. Είχα μια μεγάλη αδελφή, την οποία έχω χάσει δυστυχώς. Μετά από εμένα έχω τον αδελφό μου και τελευταία είναι η μικρή μου αδελφή. Η ζωή μας κυλούσε ανέμελα ανάμεσα στα παιχνίδια με τα αδέλφια μου αλλά και το διάβασμα των μαθημάτων μας που είχε προτεραιότητα πριν από κάθε άλλη ασχολία. Οι γονείς μας ασχολούνταν με τη γεωργία. Έτσι και εμείς από πολύ μικροί βοηθούσαμε στις γεωργικές δουλειές. Επίσης εγώ και η μεγάλη μου αδελφή βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε στις δουλειές του σπιτιού. Όταν άρχισε ο πόλεμος εμείς βλέπαμε τις φωτιές από τα γειτονικά χωριά, που βομβαρδίζονταν και καίγονταν. Επίσης ακούγαμε για τον
κόσμο που έπαιρνε το δρόμο της προσφυγιάς για να σώσει τη ζωή του και ότι μπορούσε από τα υπάρχοντά του. Βλέπαμε τα αεροπλάνα που πετούσαν στον ουρανό και φοβόμασταν πάρα πολύ. Όμως επειδή ήμασταν πολύ μικροί δεν συνειδητοποιούσαμε το μέγεθος της καταστροφής. Τα τραύματα όμως παρέμειναν στην ψυχή μας και με το πέρασμα του χρόνου αντιληφθήκαμε πόσο είχαμε επηρεαστεί από αυτά τα γεγονότα που σημάδεψαν την παιδική μας ηλικία. Λόγω του ότι στο χωριό μας υπήρχε RANDAR και μονάδα της ΕΛΔΥΚ ήμασταν στόχος βομβαρδισμών. Επειδή καταρρίφθηκε ένα τουρκικό αεροπλάνο τα πυρά άρχισαν να στρέφονται εναντίων του χωριού. Τα παράθυρα στο σπίτι μας και άλλων γειτονικών μας σπιτιών έσπασαν χωρίς ευτυχώς να τραυματιστεί κανείς. Τότε οι γονείς μου με άλλους χωριανούς αποφάσισαν να φύγουμε από τα σπίτια μας και να πάμε έξω στα χωράφια για περισσότερη ασφάλεια. Περίπου 30 άνθρωποι βρήκαμε καταφύγιο σε μια εγκαταλειμμένη στάνη του θείου της μητέρας μου Ματθαίου. Εκεί έφεραν φαγητό, κυρίως ψωμί, χαλούμι και ελιές οι μεγαλύτεροι από τα σπίτια. Νερό κουβαλούσαν από ένα κοινό περιβόλι που ήταν κοντά και έτσι επιβιώσαμε για 2-3 μέρες. Το περιστατικό που με συγκλόνισε και θα το θυμάμαι όσο ζω είναι το ακόλουθο Όταν μέναμε στη στάνη υπήρχε και μια κοπέλα με το μωρό της. Έπλεναν τα ρούχα του και τα άπλωναν να στεγνώνουν. Αυτό όμως έγινε αιτία να μας εντοπίσουν τα αεροπλάνα που μας βομβάρδιζαν. Ένας όλμος έπεσε στην στάνη και ράγισε ένας τεράστιος βράχος που ήταν η φυσική στέγη της. Κάτω από αυτό το βράχο κρυβόμασταν όλοι και αν έσπαζε θα μας καταπλάκωνε. Εκείνη τη μέρα φοβηθήκαμε όλοι πάρα πολύ και ευχαριστήσαμε τον Θεό που μας βοήθησε να σωθούμε. Την επόμενη μέρα μας ειδοποίησαν οι Κύπριοι στρατιώτες να φύγουμε από το χωριό γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι θα έπεφταν Τούρκοι
αλεξιπτωτιστές και θα μας σκότωναν. Πήγαμε σπίτι βιαστικά και μαζέψαμε μια βαλίτσα ρούχα. Η μεγάλη μου αδελφή Ανδρομάχη πήρε μια τσάντα με φωτογραφίες και την κρατούσε στο χέρι της. Η μητέρα μου πήρε 3 παπλώματα που τα είχε φτιάξει με το σμιλί. Έτσι 6 του Αυγούστου πήραμε τον δρόμο της προσφυγιάς, αφήνοντας πίσω μας το χωριό μας και την ως τότε ζωή μας. Τα κλειδιά του σπιτιού τα είχε φυλαγμένα ο πατέρας μου γιατί ελπίζαμε ότι πολύ σύντομα θα επιστρέφαμε. Μέσα από το φλεγόμενο δάσος του Κορμακίτη πήραμε τον δρόμο για ένα γειτονικό χωριό, το Διόριος, όπου έμενε ο θείος μου ο Κώστας. Το βράδυ μείναμε στο σπίτι του και καθώς είχαμε μαζευτεί πολλοί συγγενείς απλώσαμε κουβέρτες στο πάτωμα και κοιμηθήκαμε. Όταν ξημέρωσε πήγαμε στο περιβόλι και κρυβόμασταν κάτω από τα δέντρα. Την επόμενη μέρα ο πατέρας μου αποφάσισε να πάμε στην Μόρφου. Εκεί βρήκαμε και την αδελφή του, τη θεία μου τη Μαρούλλα οικογενειακώς που είχαν έρθει μαζί με τη γιαγιά μου από τη Βασίλεια. Βρήκαμε καταφύγιο σε ένα σχολείο, δίπλα από τη Γεωργική Σχολή. Εκεί είχαν καταφύγει πολλοί πρόσφυγες προσπαθώντας να γλιτώσουν από την λαίλαπα του πολέμου. Μας έδωσαν μια αίθουσα όπου μέναμε δεκατέσσερα άτομα. Κοιμόμασταν στο πάτωμα πάνω σε κουβέρτες. Οι γυναίκες μαγείρευαν στην κουζίνα του σχολείου και μας έδιναν φαγητό. Τις μέρες που ακολούθησαν ο πατέρας μου πήγε στο χωριό μας και φόρτωσε την καρότσα του τρακτέρ με έπιπλα από το σπίτι μας και τα έφερε στη Μόρφου. Το ίδιο έκανε ο θείος μου και πολλοί άλλοι που δεν είχαν ακόμη καταλάβει τα χωριά τους οι Τούρκοι. Όσο περνούσαν οι μέρες πολλοί έπαιρναν ότι μπορούσαν από τα υπάρχοντα τους και έφευγαν για περιοχές που θεωρούσαν πιο
ασφαλισμένες. Επίσης πολλοί βάφτιζαν τα μωρά τους στην εκκλησία του Αγίου Μάμα γιατί δεν ήξεραν τι θα συμβεί ή αν θα μέναμε ζωντανοί. Η θεία μου βάφτισε το κοριτσάκι της οικογένειας που έμενε στη διπλανή τάξη. Στις 14 Αυγούστου όταν ξυπνήσαμε, και ενώ βρισκόμασταν ακόμη στην τάξη που μέναμε, βλέπαμε τα αεροπλάνα να πετούν πολύ χαμηλά κάνοντας αναγνωριστικές πτήσεις. Εμείς που ήμασταν παιδιά φοβόμασταν πάρα πολύ και οι μεγάλοι προσπαθούσαν να μας καθησυχάσουν. Ο κόσμος, πρόσφυγες αλλά και κάτοικοι του Μόρφου έφευγαν μαζικά προσπαθώντας να περισώσουν ότι μπορούσαν από τα υπάρχοντά τους και αναζητώντας καταφύγιο σε ορεινές περιοχές. Ο θείος μου με τον πατέρα μου πήγαν στα περιβόλια και έκρυψαν το αυτοκίνητο και το τρακτέρ που ήταν φορτωμένα έπιπλα. Εμείς μείναμε στη Μόρφου μέχρι αργά το βράδυ. Μετά τα μεσάνυχτα σηκώθηκαν οι μεγάλοι και μας ξύπνησαν και εμάς. Υπήρχαν οδηγίες για γενική συσκότιση για αυτό δεν ανάψαμε το φως. Ο πατέρας μου άναψε την τηλεόραση και με το φως της μαζέψαμε ότι μπορούσαμε για να φύγουμε. Η αδελφή μου η Ανδρομάχη πήρε την τσάντα με τις φωτογραφίες γιατί αυτές απεικόνιζαν τις θύμησες της ως τότε ζωής μας. Πήραμε τη βαλίτσα με λίγα ρούχα για τον καθένα για να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε λίγες μέρες. Η μητέρα μου πήρε τα τρία παπλώματα που έφτιαξε με το σμιλί. Τελευταία βάλαμε και την τηλεόραση στο αυτοκίνητο γιατί μας βοήθησε να πάρουμε τον δρόμο του ξεριζωμού και να γλιτώσουμε από τον Αττίλα. Στριμωχτήκαμε στα αυτοκίνητα μας, σε ένα VW ESTATE εμείς και ο θείος μου σε ένα MORRIS. Μαζί μας φέραμε και την οικογένεια από τη διπλανή τάξη που της είχε βαφτίσει η θεία μου το μωρό της γιατί δεν είχαν αυτοκίνητο. Είχαν 9 παιδιά αλλά τα δύο ήταν στρατιώτες.
Ήταν για αρκετό καιρό αγνοούμενοι αλλά πριν τα Χριστούγεννα του 1974 ευτυχώς γύρισαν στην οικογένεια τους. Όλη νύχτα ταξιδεύαμε και με το πρώτο φως φτάσαμε στον Πρόδρομο. Εκεί μας πρόσφεραν πρόγευμα και μας πρότειναν να πάμε στη Λεμύθου όπου υπήρχε χώρος να μείνουμε στη σχολή Μιτσή. Μας έδωσαν μια τάξη για κάθε οικογένεια και βολευτήκαμε όπως μπορούσαμε. Όταν ξημέρωσε για τα καλά ο πατέρας μου με τον θείο μου πήγαν για να φέρουν τα έπιπλα μας που είχαν φορτωμένα στο τρακτέρ και στο αυτοκίνητο. Κύπριοι στρατιώτες τους σταμάτησαν στη Βυζακιά και τους είπαν να μην προχωρήσουν πάρα πέρα γιατί οι Τούρκοι στρατιώτες είχαν μπει ήδη στη Μόρφου. Θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο να επιχειρήσουν να μπουν γιατί μπορεί να μην επέστρεφαν. Ευτυχώς πείστηκαν και επέστρεψαν πίσω. Στη σχολή Μιτσή μείναμε τρεις μέρες. Κάθε μέρα το απόγευμα έβρεχε. Για μας ήταν δύσκολο γιατί μέναμε σε παράλια περιοχή και ήμασταν συνηθισμένοι σε πιο ζεστό κλίμα. Επίσης τα ρούχα που φέραμε μαζί μας ήταν καλοκαιρινά και δεν είχαμε κατάλληλα ρούχα για να φορέσουμε και να αντιμετωπίσουμε το κρύο. Την τρίτη μέρα μας ειδοποίησε ο αδελφός του πατέρα μου, ο θείος μου ο Παναγιώτης, ότι υπήρχαν τούρκικα σπίτια στη Λεμεσό. Έτσι ήρθαμε στη Λεμεσό όπου μένουμε μέχρι σήμερα. Βρήκαμε ένα τουρκικό σπίτι και μείναμε ένα μήνα περίπου δίπλα από την Δ Αστική Σχολή. Ακολούθως με οδηγίες της κυβέρνησης το αφήσαμε και πήγαμε και ενοικιάσαμε ένα σπίτι στην Ομόνοια. Μας είχαν πει ότι πρέπει να βγούμε έξω από τα Τούρκικα σπίτια για να γυρίσουν οι Τούρκοι στα σπίτια τους και να πάμε και εμείς στα δικά μας. Φυσικά τίποτα από αυτά δεν έγινε.
Μείναμε τρεις μήνες στην Ομόνοια. Ακολούθως η θεία μου η Μαρούλλα με τη γιαγιά μου βρήκαν σπίτι Τουρκοκυπριακό στον Άγιο Ιωάννη και πήγαν. Ύστερα από λίγο καιρό βρήκαμε και εμείς ένα Τουρκοκυπριακό σπίτι στην περιοχή Αγ. Αντωνίου όπου εγκατασταθήκαμε. Αυτό το σπίτι το έχουν οι γονείς μου μέχρι σήμερα. Το κλειδί του σπιτιού μας το έχουμε μέχρι σήμερα και περιμένουμε τη μέρα που θα γυρίσουμε πίσω. Ύστερα από τόσα χρόνια είναι πλέον ένα σύμβολο για εμάς. Ο πατέρας μου έχει το κλειδί του τρακτέρ του και νοσταλγεί τα όσα έζησε και πέρασε στην αγαπημένη του γη. Το 2003 με το «άνοιγμα» των συνόρων αποφασίσαμε να επισκεφτούμε το χωριό μας ύστερα από 29 χρόνια. Δευτέρα του Πάσχα πήγαμε στο οδόφραγμα, ανυπομονώντας να δούμε μετά από τόσο καιρό τα σπίτια μας και τον τόπο που μεγαλώσαμε. Δεν μπορώ να πω με πόση συγκίνηση μπήκα στο πατρικό μου σπίτι αλλά και πόσο συγκλονισμένη ένιωσα γιατί τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Πανέμορφο παρέμεινε όμως το φυσικό τοπίο, το καταπράσινο βουνό αλλά και η γαλάζια θάλασσα που αγκαλιάζει το χωριό μου. Τώρα έχω δύο εικόνες στο μυαλό μου. Από τη μια ότι υπήρχε μέχρι το 1974. Η ωραία εικόνα και οι όμορφες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων πέρασαν ξανά σαν ταινία από το μυαλό μου. Και μετά ότι «κατέγραψα» από την επίσκεψή μου το 2003 στο χωριό μου, μια νέα «ταινία» με τα σπίτια μας και τις περιουσίες μας σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Σήμερα σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τα αισθήματα είναι ανάμικτα. Αισθάνομαι πίκρα και πόνο γιατί ακόμη υπάρχουν αγνοούμενοι που είναι η πιο τραγική πτυχή του πολέμου ιδίως για τους δικούς τους. Επίσης απογοήτευση γιατί οι κατά καιρούς κυβερνήσεις δεν στήριξαν
όσο έπρεπε τους πρόσφυγες. Λύπη γιατί τόσα χρόνια δεν επιτεύχθηκε μια λύση για να καταφέρουμε να γυρίσουμε στα πατρικά μας εδάφη. Νιώθω μεγάλη στενοχώρια γιατί στην προσφυγιά έχω χάσει την αγαπημένη μου μητέρα και την Ανδρομάχη την πολυαγαπημένη μου αδελφή. Όμως ελπίζω ότι επιτέλους τα μεγάλα κράτη που ορκίζουν τις ευχές των μικρών λαών να πράξουν ότι είναι δίκαιο και σωστό ώστε να μπορέσουμε οι προσφυγές να γυρίσουμε στα σπίτια μας και στις περιουσίες μας. Αυτό θα είναι μια δικαιοσύνη γιατί τόσα χρόνια περιμένουμε αυτή την μέρα. Ήρθαμε στην προσφυγιά μικρά παιδιά, κάναμε τη δική μας οικογένεια και περιμένουμε ενήλικες πια να γυρίσουμε πίσω με τα δικά μας παιδιά. Ελπίζω και εύχομαι η μέρα αυτή να είναι σύντομα.