Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΜΑΣ. Δεύτερη έκδοση

Σχετικά έγγραφα
Ο δήµαρχος της Θαλαµέα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΜΑΣ. Δεύτερη έκδοση

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ 1 Η

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Τζιορντάνο Μπρούνο

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

«Η νίκη... πλησιάζει»

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

The best of A2 A3 A4. ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, α Από το Α συμβούλιο των θεών με την Αθηνά στην Ιθάκη. ως τη μεταστροφή του Τηλέμαχου.

μέρα, σύντομα δε θα μπορούσε πια να σωθεί από βέβαιο αφανισμό, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Ωκεανού.

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.


Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

T: Έλενα Περικλέους

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

(Αντιλαμβάνεται τη Ρωξάνη που βγαίνει από της Κλομίρης.)

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

Χ ρ ο ν ι κ έ ς π ρ ο τ ά σ ε ι ς. Υ π ο θ ε τ ι κ έ ς π ρ ο τ ά σ ε ι ς

ΣΚΗΝΙΚΑ. Η ιστορία διαδραματίζεται έξω από το σπίτι της Μήδειας στην Κόρινθο. Άρα σκηνικό θα είναι η πρόσοψη του σπιτιού.

...Μια αληθινή ιστορία...

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

w w w. s t i x o i. i n f o

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Transcript:

Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΜΑΣ Δεύτερη έκδοση

Ο Εθνικός Θίασος Κλασικού Θεάτρου (CNTC) Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΜΑΣ Δεύτερη έκδοση Αποσπάσματα των έργων: Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΟΝΕΙΡΟ του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα Διασκευή: Χουάν Μαγιόργκα Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΜΕΑΣ του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα Διασκευή: Εδουάρδο Βάσκο ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥΡΟΥ του Λόπε ντε Βέγα Διασκευή: Εδουάρδο Βάσκο Διανομή (με αλφαβητική σειρά) Χακόμπο Ντιθέντα Νατάλια Ουάρτε Πέπα Πεδρότσε Μουσική σύνθεση Χουάν Κάρλος ντε Μούλντερ Βιουέλα Λέρλις Μοράλες Δραματουργία και σκηνοθεσία Παραγωγή Ελένα Πιμέντα CNTC / Instituto Cervantes Στον Εθνικό Θίασο Κλασικού Θεάτρου πιστεύουμε ότι το θέατρο μπορεί να διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο στην εκπαίδευση των νέων μας, δεδομένου ότι τους ανοίγει τις πόρτες της γνώσης με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ενώ ως εμπειρία, μπορεί να τους συνοδεύει καθ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, διευρύνοντας τον συναισθηματικό τους κόσμο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο μας χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός πως το 30% των θεατών μας είναι νέοι μαθητές και φοιτητές, οι οποίοι είναι και οι αποδέκτες όλων μας των προσπαθειών. Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνουμε διδακτικές πρωτοβουλίες, σκοπός των οποίων είναι να διευκολύνουμε τους νέους και να τους φέρουμε, μετερχόμενοι παιδαγωγικά μέσα, σε επαφή με τις παραστάσεις, τις δραματοποιήσεις, τα στρογγυλά τραπέζια και τις εκδόσεις. Το φθινόπωρο του 2015, μετά από είκοσι εννέα χρόνια πορείας, ο Θίασος μπορεί να δηλώσει με περηφάνια ότι παρουσίασε πάνω από ενενήντα παραστάσεις και δραματοποιήσεις, καλύπτοντας ένα μεγάλο εύρος των καλύτερων συγγραφέων του Μπαρόκ. Το CNTC στεγάζεται στο Teatro de la Comedia, στη Μαδρίτη, το οποίο χτίστηκε το 1874. Η αίθουσα ανακαινίστηκε κι έγινε ένα σύγχρονο θέατρο του 21 ου αι. και ξανάνοιξε τις πύλες της φέτος, στις 16 Οκτωβρίου, με την πρεμιέρα του έργου Ο Δήμαρχος της Θαλαμέας, του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, σε σκηνοθεσία της Ελένα Πιμιέντα. Μετάφραση: Δημήτρης Ψαρράς 27

Ο Εθνικός Θίασος Κλασικού Θεάτρου (CNTC) Η φωνή των κλασικών μας Ο Εθνικός Θίασος Κλασικού Θεάτρου (CNTC) Η φωνή των κλασικών μας Το CNTC αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Εθνικού Ινστιτούτου Σκηνικών Τεχνών και Μουσικής, το οποίο υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ισπανίας. Ο βασικός σκοπός του Εθνικού Θιάσου Κλασικού Θεάτρου, ο οποίος ιδρύθηκε το 1986 από τον θεατρικό σκηνοθέτη και ηθοποιό Αδόλφο Μαρσιγιάκ, είναι η ανάκτηση, διατήρηση, αναθεώρηση και προβολή της προγενέστερης του 20 ου αιώνα θεατρικής κληρονομιάς, ρίχνοντας ιδιαίτερο βάρος στον Χρυσό Αιώνα. Η εν λόγω αποστολή θεμελιώνεται τόσο στην έρευνα, τη μελέτη και την εκ νέου ερμηνεία της ισπανικής θεατρικής παράδοσης, όσο και στην αναζήτηση μιας ειδικής εκπαίδευσης σχετικά με το ανέβασμα των κλασικών μας, η οποία ανανεώνεται συνεχώς, θέτοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της την καλύτερη άρθρωση και τον αρτιότερο τονισμό του κλασικού στίχου. Υπό αυτή την έννοια, οι στόχοι που έχει θέσει το CNTC είναι η εδραίωση των περίφημων έργων του ρεπερτορίου του Χρυσού Αιώνα και η ανάκτηση άλλων, λιγότερο γνωστών έργων της θεατρικής μας κληρονομιάς, προάγοντας τις συνέργειες και την υλοποίηση κοινών προγραμμάτων ανάμεσα στους φορείς και τους θιάσους, δημόσιους και ιδιωτικούς, εγχώριους και ξένους. Επιπλέον, μεταξύ των στόχων του CNTC συγκαταλέγεται και η ενθάρρυνση και ενίσχυση της εκπαίδευσης όσον αφορά το ανέβασμα των κλασικών, ρίχνοντας ιδιαίτερο βάρος στο πρόγραμμα του Νεανικού Εθνικού Θιάσου, στο πλαίσιο του οποίου συνεργάζονται επαγγελματίες εγνωσμένου κύρους. Ένας από τους στόχους του Ινστιτούτου Θερβάντες είναι και η διατήρηση του ζωντανού δεσμού ανάμεσα στον επίκαιρο χαρακτήρα και την αρτιότητα της παράδοσής μας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι δράσεις μας προάγουν τους τρόπους σύνδεσης της σύγχρονης δραματουργίας με τις κλασικές πηγές, με τους προαιώνιους σπόρους του φαντασιακού μας κόσμου. Ένας από τους καλύτερους συμμάχους για να φέρουμε εις πέρας την εν λόγω αποστολή είναι, αναμφίβολα, ο Εθνικός Θίασος Κλασικού Θεάτρου, ένας θεσμός που στόχος του είναι η διατήρηση και η διάδοση μιας μοναδικής και προγενέστερης του 20 ου αιώνα κληρονομιάς. Με το πρόγραμμα Η φωνή των κλασικών μας, το οποίο θα περιοδεύσει σε πολλά από τα ινστιτούτα μας ανά τον κόσμο, η φωνή των ηθοποιών, ανδρών και γυναικών, θα αναβιώσει το καλύτερο θέατρο του Χρυσού μας Αιώνα: Η ζωή είναι όνειρο και Ο δήμαρχος της Θαλαμέας του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, και Το σκυλί του κηπουρού, του Λόπε ντε Βέγα. Το κοινό του Ινστιτούτου Θερβάντες θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει αυτά τα αριστουργήματα σε μια μορφή η οποία μπολιάζει τη δημιουργία με τη διδακτική διάδοση πρόκειται για έναν προνομιακό τρόπο επαφής του θεατή με τον προφορικό στίχο και τη μαγεία της σκηνής, με την παράλληλη προσέγγιση των μεγάλων διαχρονικών θεμάτων: της ελευθερίας, της αγάπης, της τυραννίας της εξουσίας, της αναζήτησης της ελευθερίας. Εν ολίγοις: ο άνθρωπος του σήμερα που κοιτάζει το είδωλό του στον καλύτερο καθρέφτη του χθες. Instituto Cervantes 26 3

Το σκυλί του κηπουρού ΤΕΤΑΡΤΗ ΗΜΕΡΑ III Αυτό είναι μάλλον Είχε όμως μπει από καιρό και τώρα ήθελε να βγει. Έλα πιο δώ, μη μας ακούσουν. ΤΕΟΝΤΟΡΟ Εδώ είμαι, στις διαταγές σου. ΤΕΟΝΤΟΡΟ Εγώ φεύγω, δέσποινά μου Μόνο εγώ, όχι η καρδιά μου. Τι με διατάζεις; Γιατί σου ανήκω. Σε λατρεύω, αλλά σε χάνω, Τεοντόρο, θα πεθάνω. ΤΕΟΝΤΟΡΟ Είσαι σκληρή, γι αυτό και φεύγω. Ξέρεις ποια είμαι τι να κάνω; ΤΕΟΝΤΟΡΟ Κλαις; Όχι μου μπήκε κάτι μέσ στο μάτι. ΤΕΟΝΤΟΡΟ αγάπη; Κι αν ήταν άραγε Τι θλιβερή μέρα! ΤΕΟΝΤΟΡΟ Εγώ φεύγω, δέσποινά μου Μόνο εγώ, όχι η καρδιά μου. Κλαις; ΤΕΟΝΤΟΡΟ: Όχι μου μπήκε στο μάτι κάτι, όπως κι εσένα. Πρέπει να ναι ο θυμός μου. ΤΕΟΝΤΟΡΟ Ναι, αυτό πρέπει να είναι. Μετάφραση (με τη λογική υπερτίτλων): Μαρία Χατζηεμμανουήλ 25

Το σκυλί του κηπουρού Η φωνή και ο λόγος Λόπε ντε Βέγα Το σκυλί του κηπουρού ΠΡΩΤΗ Ημέρα Ι Χίλιες φορές πρόσεξα την ομορφιά, την εξυπνάδα και τη χάρη του Τεοντόρο, αν δεν ήταν κοινωνικά κατώτερός μου, θα εκτιμούσα το πνεύμα και την ευγένειά του. Ο έρωτας είναι στη φύση όλων μας εγώ όμως έχω την τιμή για θησαυρό μεγάλο, θέλω πολύ για την τιμή μου να με σέβονται όλοι, και νιώθω ότι είναι ξεπεσμός, να σκέφτομαι ό,τι άλλο. Στο τέλος με τη ζήλεια μου θα μείνω αυτήν που σου γεννά η ξένη ευτυχία και θα χω λόγο να παραπονιέμαι, γιατί αυτό που θα θελα, τουλάχιστον, θα ήταν, ο Τεοντόρο ν ανεβεί κοινωνικά, για να με φτάσει, ή να κατέβω εγώ, για να μαστε ίσοι. ΔΕΥΤΕΡΑ Ημέρα Ι ΤΕΟΝΤΟΡΟ (διαβάζει) Ο έρωτας που γεννιέται βλέποντας τους άλλους ν αγαπιούνται, είναι ζήλεια. Το να ζηλεύεις, προτού καν ερωτευτείς, του έρωτα είναι εφεύρεση, παρόλο που αδύνατον μας μοιάζει. Η αγάπη μου γεννήθηκε απ τη ζήλεια γιατί σκέφτηκα ότι, είναι τόσο ωραίο, που δεν θα μουν ευτυχής αν μ αγαπούσαν, όσο είμαι, βλέποντας μια ξένη αγάπη ζηλευτή. Είμαι δύσπιστη δίχως λόγο ζηλιάρα δίχως έρωτα, ακόμα κι αν το νιώθω: πρέπει ν αγαπώ, αφού ν αγαπιέμαι θέλω. Δεν παραδίνομαι, ούτε αντίσταση προβάλλω θέλω όμως να με καταλάβουν, και δίχως τίποτα να πω: όποιος μπορεί, ας με καταλάβει με καταλαβαίνω εγώ. ΤΡΙΤΗ Ημέρα Ι (διαβάζει) Η αγάπη που γεννιέται βλέποντας την ξένη αγάπη, θα ταν ζήλεια, αν αυτός που είδε, δίχως να δει δεν αγαπούσε, γιατί αν από πριν δεν ήθελε ν αγαπήσει, δεν θ αγαπούσε ούτε μετά, έστω κι αν είδε ν αγαπιούνται. Ο έρωτας, όταν θεωρεί ότι η ευτυχία του είναι σε άλλου χέρια, εκφράζει την αγάπη του, γιατί όπως το πρόσωπο αλλάζει χρώμα, έτσι αλλάζει και τα λόγια, ό,τι ταράζει την ψυχή. Δεν λέω πιο πολλά, αφού προσβάλλω το πολύ απ το λίγο, κι είμαι ανάξιος να το κάνω, γιατί αγωνίζομαι να γίνω ευτυχισμένος. Προσφέρω μόνο ό,τι καταλαβαίνω αυτό που δεν αξίζω δεν το νιώθω, γιατί δεν νιώθω τελικά ότι το αξίζω. Η φωνή και ο λόγος Ο Εθνικός Θίασος Κλασικού Θεάτρου (CNTC), σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Θερβάντες, ανοίγεται στην Ευρώπη με μια δεύτερη έκδοση του προγράμματος με τίτλο Η φωνή των κλασικών μας. Το 2014 αυτή η θεατρική βραδιά παρουσιάστηκε σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιρλανδίας. Φέτος, το 2015, θα την παρουσιάσουμε στη Βρέμη, την Φρανκφούρτη, τη Βαρσοβία, τη Σόφια, το Βερολίνο και την Αθήνα. Στην εν λόγω βραδιά θα συμμετέχουν τρεις ερμηνευτές του Θιάσου: οι Πέπα Πεδρότσε, Νατάλια Ουάρτε και Χακόμπο Ντιθέντα, τους οποίους θα συνοδεύει επί σκηνής η μπαρόκ μουσικός Λέρλις Μοράλες. Οι συντελεστές θα προσφέρουν στο κοινό ορισμένα από τα πιο σημαντικά αποσπάσματα εμβληματικών έργων του Ισπανικού Χρυσού Αιώνα, όπως το Η ζωή είναι όνειρο και το Ο δήμαρχος της Θαλαμέας, του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, καθώς κα το Το σκυλί του κηπουρού, του Λόπε ντε Βέγα. Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ελένα Πιμέντα, το CNTC θα παρουσιάσει ένα δραματικό-ποιητικό ταξίδι, όπου υπερθεματίζεται η αρτιότητα του προφορικού στίχου, του λόγου, της ευγλωττίας, των διαφορετικών ειδών και παραλλαγών, ενώ αποκαλύπτεται ο επίκαιρος χαρακτήρας των κοινών θεμάτων του χθες και του σήμερα που αναδύονται μέσα από τα επιλεγμένα κείμενα: της αγάπης, της ελευθερίας, της χειραγώγησης του ατόμου από την εξουσία, της ευθύνης του κυβερνήτη και του πατέρα και, φυσικά, της αναζήτησης της ευτυχίας. Σε κάθε πόλη θα συμπληρώνουμε την εν λόγω δράση μέσα από συναντήσεις με θεατρικούς θιάσους, μελετητές του ισπανόφωνου πολιτισμού, καθηγητές και φοιτητές, καθώς και με τους λάτρεις της ομορφιάς και της μελέτης της θεατρικής μας κληρονομιάς. Ελπίζουμε να το απολαύσετε. Εθνικός Θίασος Κλασικού Θεάτρου 24 5

Λόπε και Καλντερόν, οι συγγραφείς μας Ο δήμαρχος της Θαλαμέας Λόπε και Καλντερόν, οι συγγραφείς μας με σεβασμό να χετε έγνοια πρώτη να μη μιλήσει με κανέναν στρατιώτη και να τους βάλετε όλους φυλακή γιατί είναι δίκαιο, επιπλέον, να αρχίσουν με σεβασμό κι οι τρεις τους να ομολογήσουν. (Κατ ιδίαν στον ΛΟΧΑΓΟ) Κι αν ένοχο σε βρω, χωρίς καιρό να χάσω, ορκίζομαι μα τον Θεό, πως με μεγάλο σεβασμό θα σε κρεμάσω! Aχ, πήραν εξουσία οι χωριάτες! Αν αναζητούσαμε τους δύο πιο σημαντικούς δραματουργούς του ισπανικού Χρυσού Αιώνα, θα καταλήγαμε αναμφίβολα στους Λόπε ντε Βέγα και Καλντερόν ντε λα Μπάρκα. Ο Λόπε, ο οποίος γεννήθηκε το 1562 στη Μαδρίτη, εκπροσωπεί τη θεατρική γραφή του τέλους του 16 ου αιώνα, η οποία αναπτύχθηκε κυρίως στη Βαλένθια, τη Σεβίλλη και τη Μαδρίτη ως δραματουργός φέρνει την επανάσταση στο δυτικό θέατρο, δεδομένου ότι εκείνος είχε το απαράμιλλο θάρρος να συλλάβει και να εφαρμόσει στην πράξη μια πετυχημένη θεατρική φόρμουλα, τη νέα κωμωδίαˮ. Η εξαιρετική τέχνη του συγκεράζει δημιουργικά κοινά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού θεάτρου (κωμωδίες του Τερέντιου που παραπέμπουν στο πανεπιστημιακό περιβάλλον, παραστάσεις στα παλάτια και στα αίθρια των ναών, και ιταλική επιρροή) με στοιχεία που ήδη υπήρχαν στην θεατρική παράδοση της Ιβηρικής Χερσονήσου, αλλά και με άλλα, εντελώς καινούργια, τα οποία συναντάμε τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο των κειμένων του. Το δραματικό μοντέλο του Λόπε χαρακτηρίζεται από έναν τόνο συναισθηματισμού και μια νέα δραματική και αφηγηματική οργάνωση η οποία σπάει τους κλασικούς κανόνες αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος της δράσης σε νέες κυρίες και κυρίους, εδραιώνει τη μορφή του gracioso (ή απλοϊκού) και εκφράζεται με στίχους απαράμιλλου πλούτου και λεπτότητας για τα δεδομένα του ευρωπαϊκού θεάτρου και της ποίησης, συνδέοντας ορισμένες στροφές με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Ο συγγραφέας μας αποκάλυψε την ποιητική του το 1609, μέσα φυσικά από πανέμορφους στίχους μπαρόκ, τους οποίους τιτλοφόρησε Η νέα τέχνη για να γράφουμε κωμωδίες. Με την ποιητική του συνέβαλε στη διαμόρφωση του δυτικού θεάτρου έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα, προσανατολίζοντας τη δραματική δραστηριότητα προς τους επαγγελματίες και θέτοντας τις βάσεις για να μπορούν οι δραματουργοί και οι ηθοποιοί να ζουν από την εργασία τους (ή σχεδόν ). Ο Καλντερόν που γεννήθηκε κι αυτός στη Μαδρίτη το 1600, εδραιώνει αυτόν τον νέο τρόπο αντίληψης του θεάτρου και τον εξελίσσει ακόμα περισσότερο, χτίζοντας με τις πέτρες που του δανείζει ο Λόπε τους πιο όμορφους καθεδρικούς του θεάτρου του 17 ου αιώνα. Ο Καλντερόν και οι δραματουργοί της γενιάς του Μετάφραση (με τη λογική υπερτίτλων): Μαρία Χατζηεμμανουήλ 6 23

Ο δήμαρχος της Θαλαμέας Λόπε και Καλντερόν, οι συγγραφείς μας Να επανορθώσεις δεν υπάρχει τρόπος; Η σιωπή είναι η καλύτερη επανόρθωση για σένα. Καμιά άλλη; Όχι. Ε λοιπόν, μάρτυς μου ο Θεός, (παίρνει τη ράβδο) πως θα μου το πληρώσεις! Ε, εσύ! ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Κύριέ μου; Μα τι ζητάνε πια αυτοί οι χωριάτες; ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Τι ορίζετε; τον κύριο λοχαγό. Στ άκρα το τραβάς! Δεν μπορεί αυτό να γίνει μ έναν άντρα σαν εμένα, που υπηρετεί τον Βασιλιά. Ορίζω να συλλάβεις Θα το δούμε αυτό. Θα βγεις από δώ μέσα μόνο κρατούμενος ή νεκρός. Σε προειδοποιώ πως είμαι λοχαγός εν ενεργεία. Γιατί, εγώ τι είμαι τάχα; Δήμαρχος εν αχρηστία; Στη φυλακή βάλ τον, αμέσως. Κατ ιδίαν (Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα Πρέπει ν αφήσω να με συλλάβουν) Στο βασιλιά, γι αυτή την τρέλα, θέλω να διαμαρτυρηθώ. Κι εγώ, για εκείνη τη δική σου. Καλά που είναι εδώ κοντά, κι έτσι θ ακούσει και τους δυο. Το σπαθί σου, άφησέ το. γιατί Με σεβασμό να μου φερθείτε. Το αίτημα αυτό, βεβαίως, το βρίσκω πολύ λογικό. (Στον ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ) Αυτό δεν είν σωστό Θα πας στη φυλακή. Με σεβασμό, λοιπόν, στο Δημαρχείο να τον πάτε, με σεβασμό να τον αλυσοδέσουν και χειροπέδες να του φορέσουν εμβαθύνουν στη νέα κωμωδία, προσδίδοντάς της έναν πιο ιδεολογικό και λιγότερο οικείο χαρακτήρα, όχι όμως και λιγότερο προσωπικό, δεδομένου ότι οι αμφιβολίες, η ευτυχία και ο πόνος των ανθρώπων εξακολουθούν να αποτελούν τα βαθύτερα θέματά της. Δομούν μια δραματική αρχιτεκτονική όπου εναλλάσσονται οι αντιθέσεις και οι ομοιότητες, αλληλοσυνδέονται οι δράσεις που ενισχύουν η μία την άλλη γύρω από το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, ενώ η πραγματικότητα σχηματοποιείται μέσα από την τέχνη. Μέσα από τα κείμενα που επιλέχθηκαν γι αυτή τη θεατρική βραδιά, αναδύεται ό,τι καλύτερο έχουν να επιδείξουν τόσο ο Λόπε όσο και ο Καλντερόν, οι ανησυχίες των οποίων έχουν πολλά κοινά σημεία. Από τη μια μεριά, το Η ζωή είναι όνειρο μάς φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με την κατάκτηση του ίδιου μας του πεπρωμένου και με την τόλμη να βάλουμε όρια στον εαυτό μας, μέσα από τα βάσανα που βιώνει ο πρίγκιπας της Πολωνίας, Σιγισμούνδος, ο οποίος αδίκως παραμένει φυλακισμένος από τον πατέρα του, τον βασιλιά Βασίλειο. Η σύγκρουση πατέρα-γιου ανάγεται εν προκειμένω στην κατηγορία του φιλοσοφικού δράματος, ενώ περιβάλλεται από το όνειρο και τον εφιάλτη μόνο η αγάπη κρατάει τον πρωταγωνιστή συνδεδεμένο με την πραγματικότητα, φωτίζοντάς του τον δρόμο της προσωπικής του βελτίωσης... Από την άλλη μεριά, Ο δήμαρχος της Θαλαμέας (1640 περίπου) μιλάει για τον Πέδρο Κρέσπο, έναν άντρα ο οποίος ορμώμενος από την περηφάνιά του για το γεγονός ότι είναι γαιοκτήμονας, υπερασπίζεται την πολιτική δικαιοσύνη έναντι της στρατιωτικής. Μάχεται, όπως και ο Σιγισμούνδος, για την προσωπική του ελευθερία, αν και δεν είναι το ίδιο γενναιόδωρος με την ελευθερία της κόρης του. Αυτά όσον αφορά τον Καλντερόν. Και τέλος ο Λόπε, ο οποίος μέσα από το Σκυλί του κηπουρού (1611 περίπου) μάς διαμηνύει ότι η αγάπη πάντα θριαμβεύει, συντρίβοντας κάθε είδους εμπόδια. Μια ευχάριστα εκλεπτυσμένη κωμωδία, η δράση της οποίας εκτυλίσσεται στο παλάτι της Ντιάνα, κόμισσας του Μπελφλόρ, μιας γυναίκας που και αυτή καταφέρνει να βρει τον δρόμο προς την προσωπική της ελευθερία στο πλάι του άντρα που αγαπά. 22 7

Η ζωή είναι όνειρο Ο δήμαρχος της Θαλαμέας Καλντερόν ντε λα Μπάρκα Η ζωή είναι όνειρο ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ Σκηνή 1 η Στα βουνά της Πολωνίας. Ψηλά από μια βουνοπλαγιά, εμφανίζεται η, ντυμένη ανδρικά, και κατεβαίνει προς τα κάτω λέγοντας τους πρώτους στίχους. Άλογο ον, που βάλθηκες να φτάσεις τον άνεμο και να τον ξεπεράσεις, πουλί άφτερο, Πήγασε πεισματάρη, άφλογε κεραυνέ, χερσόβιο ψάρι, κτήνος, αφύσικο της φύσης πλάσμα, πού μ έφερες; Μπροστά σ αυτό το χάσμα, σ ένα λαβύρινθο γυμνά λιθάρια με παρατάς και σπας τα χαλινάρια; Εσύ μείνε εδώ πάνω, όπου τ αγρίμια του Φαέθοντα προσμένουν τα συντρίμμια. Εγώ, που δεν μου μένει παρά ο δρόμος που χάραξε του πεπρωμένου ο νόμος, τυφλή κι απελπισμένη, κατεβαίνω στη ρίζα του βουνού, που χει ορθωμένο το ανάστημα με θράσος προς τον ήλιο και μ οδηγεί στου σκότους το βασίλειο. Αχ, Πολωνία, σκληρή η υποδοχή σου στον ξένο που χει μόλις μπει στη γη σου: το πόδι του ματώνει όπου πατάει με πόνους έρχεται, σε πόνους πάει. Μα η τύχη μου είν γραμμένη εδώ και χρόνια πώς να βρει ένας δύσμοιρος συμπόνια; Μπαίνει ο, κωμικός. Δυο δύσμοιροι να λες! Κι όχι ν αρχίζεις τις κλάψες και να μη με υπολογίζεις! Γιατί αν αποξαρχής ήμασταν δύο που είπαμε στην πατρίδα μας αντίο, αν μπήκαμε κι οι δυο σε περιπέτειες, μπελάδες, τρέλες και λαχτάρες τέτοιες, κι αν φτάσαμε κι οι δυο μαζί εδώ κάτω κουτρουβαλώντας στου βουνού τον πάτο, βρίσκεις σωστό σ όλα να μ έχεις μπλέξει και να μη λες για μένα ούτε μια λέξη; Προτίμησα να μη σε υπολογίσω στους θρήνους μου, Κλαρίν, μη σου στερήσω την ευχαρίστηση που θα γευτείς αν κάτσεις μοναχός σου να κλαφτείς. Γιατί το κλάμα τόσο ανακουφίζει, που λέει ένας φιλόσοφος: Αξίζει πόνους και βάσανα να επιζητήσεις, για να ευχαριστηθείς να τα θρηνήσειςˮ. Τέτοιες βλακείες, φιλοσοφίες τάχα, τις λέει φιλόσοφος μπεκρής μονάχα. Και να τρωγε χίλια χαστούκια, λέει, να δεις πώς θα χαιρότανε να κλαίει! Όμως, μ εμάς, κυρά μου, τι θα γίνει σ αυτή την ερημιά που έχουμε μείνει, πεζοί, χαμένοι μες στην άγρια φύση, τώρα που ο ήλιος πάει πια να δύσει; Τέτοιο τοπίο παράξενο, αμφιβάλλω αν είδε άλλος κανείς. Αλλά αν δεν σφάλλω, αν δεν με περιπαίζει η φαντασία και δεν είναι μονάχα μια οπτασία, στο φως το αχνό του δειλινού, στο βάθος, βλέπω ένα κτίριο. Ναι, δεν κάνεις λάθος, Εκτός κι αν βλέπω οράματα απ την πείνα. Χωμένος πίσω από τα βράχια εκείνα, είναι ένας πύργος, τόσο χαμηλός, που ο ήλιος τον περιφρονεί εντελώς. Κι είναι τόσο άτεχνη η κατασκευή του δεν το μπορώ ο Θεός ξέρει πως αν μπορούσε μυστική να μείνει και να τη θάψω στην καρδιά μου, δεν θα φτανα εδώ που φτάνω μακάρι με τη σιωπή μου, να απαλυνόταν και ο πόνος. Θέλοντας λοιπόν να διορθώσω μια ολοφάνερη ατιμία αν ψάξω την ντροπή να σβήσω, μού πρέπει εκδίκηση να πάρω όχι επανόρθωση να ζητήσω και παραπαίοντας απ το να στ άλλο, βρήκα μονάχα μία λύση που εγώ τη δέχομαι ευχαρίστως και σένα δεν θα σ αδικήσει πάρε λοιπόν το σπίτι μου όλο, δεν θα κρατήσω για τον γιο μου -που εδώ θα ρθει, στα πόδια σου να πέσει-, ούτε για μένα μια δεκάρα, έστω κι αν χρειαστεί να βγω στη ζητιανιά, αν δεν μου μείνει άλλη λύση. Γύρισε στην παλιά σου γνώμη. Δεν θα θιχτεί-λέω- η τιμή σου, αφού όσα αγαθά χάσουν τα παιδιά σου, κύριέ μου, όντας εγγόνια δικά μου, θα τα κερδίσουνε διπλά όντας παιδιά δικά σου. Όπως λέει η παροιμία Στην Καστίλλη, το άλογο φοράει τη σέλα, κι έχει δίκιο. Γονατιστός σε ικετεύω, άκουσέ με. Τι σου ζητάω; Μονάχα την τιμή μου, που εσύ ο ίδιος μου την πήρες κι επειδή είναι δική μου, φαίνεται ταπεινά πως τη ζητάω, σαν να ζητάω όχι δικό μου, αλλά δικό σου πράγμα. Μπορώ και μόνος μου αν θελήσω, να τηνε πάρω τώρα πίσω, μα εγώ από σένα τη ζητάω. (Κατ ιδίαν) (Άλλη όρεξη δεν είχα!) Χρώστα χάρη κουραστικέ γέρο, που δε σας σκοτώνω σήμερα με τα ίδια μου τα χέρια κι εσένα και τον γιο σου Να χρωστάτε κι οι δυο χάρη στην ομορφιά της Ισαμπέλ, που δεν είμαι πιο σκληρός μαζί σας. Αν θέλετε να εκδικηθείτε με όπλα διόλου δεν σας φοβάμαι κι αν θέλετε στο δικαστήριο να με πάτε, τέτοιο δικαίωμα δεν έχετε. Δεν σε συγκινούν τα δάκρυά μου; Δάκρυα του γέρου, του μωρού και της γυναίκας, ψεύτικα είναι. Τόσος πόνος δεν αξίζει να βρει μια παρηγοριά; Και που γυρίζεις ζωντανός, παρηγοριά μεγάλη! Ζητάω γονατιστός να πάρω πίσω την τιμή μου. Θα θυμώσω! Σκέψου μόνο, ότι είμαι δήμαρχος της Θαλαμέας. Δικαίωμα να με δικάσεις εσύ δεν έχεις. Μόνο το πολεμικό συμβούλιο το δικαιούται. Αυτή είν η απόφασή σου; Ναι, κουραστικέ και ξεπεσμένε γέρο. 8 21

Ο δήμαρχος της Θαλαμέας Η ζωή είναι όνειρο τον πόνο μου να ιστορήσω Γιατί αν δεις πως έχεις χέρια, αλλά δεν έχεις πια τιμή, θα με σκοτώσεις με οργή γι αυτό και θέλω προτού σε λύσω για την κατάντια μου να σου μιλήσω. Σταμάτα, Ισαμπέλ, σταμάτα. Μη συνεχίζεις τις συμφορές για να τις πεις, δεν χρειάζονται λόγια πολλά. ΙΣΑΜΠΕΛ Η κόρη σου είμαι, ατιμασμένη, κι εσύ είσαι ελεύθερος ζήτα τον έπαινο του κόσμου να πάρεις, με τον θάνατό μου, να λένε για σένα όλοι πως, η τιμή σου για να ζήσει, την κόρη σου έχεις σκοτώσει. Έλα, Ισαμπέλ, σήκω επάνω. Μη μένεις άλλο γονατιστή Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά που τους ανθρώπους βασανίζουν δεν θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν τη δυστυχία απ τη χαρά. Όλα για τους ανθρώπους είναι, και πρέπει να τα πολεμάνε με θάρρος μέσα στην καρδιά. Πάμε γρήγορα, Ισαμπέλ ας γυρίσουμε στο σπίτι. Αυτό το παιδί κινδυνεύει και πρέπει γρήγορα να κάνουμε τις διαδικασίες. (Πάμε) στο σπίτι μας. Ημέρα III Τώρα πια, που σαν δικαστής, κέρδισα τον σεβασμό σου για να σε κάνω να με ακούσεις, αφήνω τη ράβδο στην άκρη, και σαν άνθρωπος απλός, θέλω τα βάσανά μου να σου πω. Αφήνει στην άκρη τη ράβδο Κι αφού είμαστε μόνοι τώρα, κύριε λοχαγέ μου, ας μιλήσουμε ξεκάθαρα οι δυο μας, χωρίς να σπάσουν τις φυλακές της σιωπής όλα αυτά τα συναισθήματα που είναι κλεισμένα στην καρδιά μας. Είμαι άνθρωπος τίμιος από τότε που γεννήθηκα, μάρτυς μου ο Θεός, δεν άφησα κανένα ελάττωμα, κανένα ψεγάδι, να σταθεί εμπόδιο στην πορεία της ζωής μου. Πάντα οι συγχωριανοί μου μου φέρονταν με σεβασμό. Με εκτιμούν οι αρχές του τόπου, ο Δήμος και η Εκκλησία. Έχω αρκετή περιουσία γιατί ο Θεός το έδωσε άλλος πιο πλούσιος από μένα αγρότης να μην είναι, σε όλα τα χωριά της περιοχής. Η κόρη μου έχει ανατραφεί με καλούς τρόπους, όπως νομίζω, με ευθύνη κι αρετή. Η μάνα της - Θεός σ χωρέσ τη! φρόντισε γι αυτό! Και νομίζω, κύριε, είν ανταμοιβή μεγάλη πως είμαι πλούσιος αλλά κανείς δεν μουρμουρίζει, είμαι σεμνός κι έτσι κανένας δεν με βρίζει. Κι ενώ μάλιστα ζω σε έναν τόπο μικρό, που άλλη δουλειά δεν κάνουμε από το να χτυπάμε ο ένας στον άλλο τα κουσούρια του. Αν είναι όμορφη η κόρη μου, το διαπίστωσες ο ίδιος, με τρόπο που όταν τον θυμάμαι θέλω να κλαίω. Αυτή ήταν, κύριε, η δυστυχία μου. Αλλ ας μην πιούμε όλο το πικρό ποτήρι. Ας μείνει λίγο να το πιει ο πόνος. Δεν πρέπει, κύριε, να αφήσουμε, να τα φροντίσει όλα ο χρόνος πρέπει κι εμείς κάτι να κάνουμε να κρύψουμε τις συνέπειές της. Είναι, βλέπεις, τόσο μεγάλη, που όσο κι αν θέλω να την κρύψω και τόσο αδρή η αρχιτεκτονική του, που, στου γκρεμού τα πόδια όπως κουρνιάζει και μες στις πέτρες, θα λεγες πως μοιάζει βράχος που αρνήθηκε του ήλιου τα χάδια κι έχει κατρακυλήσει στα σκοτάδια. Όμως, γιατί δεν πάμε προς τα κει; Ωραία είναι να βλέπουμε, μα αρκεί. Καλύτερα να δώσουμε, κυρία, σ αυτόν που μένει εκεί την ευκαιρία γενναιόδωρα να μας υποδεχτεί. Η πόρτα, απ ό,τι βλέπω, είν ανοιχτή. Μα μέσα, νύχτα, ζοφερό σκοτάδι, λες και στεκόμαστε στην πύλη του Άδη. Από μέσα ακούγεται θόρυβος από αλυσίδες. Θεέ μου, τι ακούω; Παγώνω από τον τρόμο, σαν να μ αγγίζει ο θάνατος στον ώμο! Δεν ήταν αλυσίδα αυτό; Ποιος ξέρει ποιανού κατάδικου η ψυχή υποφέρει, και τρέμω από το φόβο μου, ο καημένος! Σκηνή 2 η (Από μέσα) Ο άμοιρος εγώ, ο δυστυχισμένος! Τι θρήνος είν αυτός που ακούν τ αυτιά μου; Νέοι πόνοι, νέα βάσανα μπροστά μου. Κι εγώ νέες λαχτάρες περιμένω. Κλαρίν πύργο! Κυρία; Μακριά απ τον στοιχειωμένο Δεν πάω πουθενά, δεν έχω κουράγιο ούτε να φύγω! Δεν αντέχω! Είναι λυχνάρι εκείνο το φωτάκι που τρεμοπαίζει σαν χλωμό αστεράκι, εκείνη η ξέπνοη λάμψη, που πασχίζει να μην πεθάνει, κι αντί να φωτίζει το χώρο αυτό, πιο σκοτεινό τον δείχνει με τι θαμπές ανταύγειες που ρίχνει; Λυχνάρι, ναι! Στο ημίφως του, εκεί, διακρίνω από μακριά μια φυλακή, μαύρη σαν τάφο για ζωντανό πτώμα. Και, πράγμα πιο τρομακτικό ακόμα, βλέπω έναν άνθρωπο χάμω πεσμένο, σαν άγριο θεριό αλυσοδεμένο, ντυμένο μοναχά μ ένα τομάρι, με μόνη συντροφιά του το λυχνάρι. Κι αφού να φύγουμε πια δεν μπορούμε, τους θρήνους του ας ακούσουμε, να δούμε για ποιαν αιτία ζει φυλακισμένος. Αποκαλύπτεται ο, αλυσοδεμένος, ντυμένος με τομάρια ζώων, και κρατώντας ένα λυχνάρι. Ο άμοιρος εγώ, ο δυστυχισμένος! Με βλέπεις, ουρανέ, πόσο υποφέρω πες μου: τόσο πολύ σ έχω προσβάλλει που ήρθα στον κόσμο, κι έχεις επιβάλλει τέτοια σκληρή ποινή; Αν κι ίσως ξέρω γιατί η γέννησή μου είν η αιτία να λιώνω εδώ, σε μαύρη φυλακή: η γέννηση του ανθρώπου μόνο αρκεί, αυτή ναι η πιο μεγάλη του αμαρτία. Μα σε ρωτώ, ουρανέ, κι εσύ αποκρίσου, να βρω μια λογική στα βάσανά μου: έξω απ τη γέννηση, ποιο έγκλημά μου προκάλεσε τη φοβερή οργή σου για να χω τέτοια τύχη; Δεν γεννιούνται στον κόσμο πλάσματα άλλα; Αυτά τι κάνουν; Γιατί τόσα προνόμια απολαμβάνουν, προνόμια που εμένα μου στερούνται; 20 9

Η ζωή είναι όνειρο Ο δήμαρχος της Θαλαμέας Γεννιέται το πουλί, και κελαηδάει, ίσα-ίσα μια μικρή μπάλα από χνούδι, όμορφο, λες, σαν φτερωτό λουλούδι η φύση το χει πλάσει. Όμως πετάει, αρνιέται της φωλιάς την προστασία σκίζει τη διάφανη οροφή του κόσμου κι εγώ, με πιο πολλή ψυχή εντός μου, λιγότερη να έχω ελευθερία; Γεννιέται και το αγρίμι, στολισμένο μ όμορφα στίγματα, λες και η φύση μ αστερισμούς τού έχει ζωγραφίσει το δέρμα. Μα σαν νιώσει πεινασμένο, θα δείξει την τυφλή του θηριωδία και άγρια θα ξεσκίσει τη βορά του κι εγώ, που ένστικτα έχω ανώτερά του, λιγότερη να έχω ελευθερία; Γεννιέται και το ψάρι, τυφλό σπέρμα του αφρού και των φυκιών, κι ούτε αναπνέει, άβουλο μες στα κύματα επιπλέει σαν ασημένια βάρκα δίχως έρμα. Κι όμως, βουτά στην άβυσσο την κρύα, τα απύθμενά της βάθη να μετρήσει κι εγώ, που έχω βούληση και κρίση, λιγότερη να έχω ελευθερία; Γεννιέται το ρυάκι, στα λουλούδια ανάμεσα τις σπείρες ξεδιπλώνει σαν φίδι που ολοένα μεγαλώνει. Κι αμέσως, με κελαρυστά τραγούδια, υμνεί του κάμπου τη γενναιοδωρία κι ελεύθερο κυλάει, χωρίς εμπόδιο κι εγώ, που έχω της ζωής το εφόδιο, λιγότερη να έχω ελευθερία; Η σκέψη αυτή μαρτύριο μού χει γίνει, ηφαίστειο που μου καίει τα σωθικά μου, και μου ρχεται να κάνω την καρδιά μου χίλια κομμάτια. Ποια δικαιοσύνη, ποια λογική, ποιοι νόμοι έχουν στερήσει από τον άνθρωπο ένα δώρο θείο που απλόχερα χαρίζουν στο θηρίο, στο ψάρι, στο πουλί, σ όλη τη φύση; Φόβο μού προκαλούν αυτά τα λόγια, μα και συμπόνια. Κλοτάλντο εσύ; Είναι εκεί κανένας; Πες ναι! Όχι, μόνο ένας Δύστυχος είμαι, που σ αυτά τα υπόγεια τα σκοτεινά σ άκουσε να θρηνείς. Τότε, σε περιμένει ο θάνατός σου, γιατί αυτό που μόλις είδες μπρος σου, δεν έπρεπε να το χει δει κανείς. (Την αρπάζει στα χέρια του). Και μόνο επειδή μ άκουσες, θα δέσω βρόχο τα μπράτσα μου και θα σε λιώσω! Εγώ λέξη δεν άκουσα, μη σώσω! Είμαι κουφός! Στα πόδια σου αν πέσω κι έχεις καρδιά, θα βρω το λυτρωμό. Αυτή η φωνή σου πόσο με ημερεύει, κι η παρουσία σου πώς με γαληνεύει, και μπρος στη θέα σου νιώθω σεβασμό! Ποιος είσαι; Γιατί, μες στη φυλακή μου, από τον κόσμο ελάχιστα έχω μάθει, αφού τούτος ο πύργος που μαι εστάθη τάφος μαζί και κούνια βρεφική μου κι από της γέννας μου τη μέρα αν όντως γεννήθηκα ποτέ αντικρίζω μόνο την ερημιά, και σ αυτήν μέσα λιώνω σαν άταφος νεκρός, σκιά ανθρώπου ζώντος και μ όλο που δεν μου κανε παρέα άνθρωπος άλλος, παρά ένας μόνο, εκείνος που μου στέκεται στον πόνο και λέει της γης και τ ουρανού τα νέα μ όλο που η όψη τούτου του προσώπου δείχνει για να σε κάνει να τρομάζεις κι ανθρώπινο θεριό να με ονομάζεις κάτι μεταξύ τέρατος και ανθρώπου μ όλο που, μες σε τόση δυστυχία, σπούδασα την πολιτική, τους νόμους, μελέτησα των αστεριών τους δρόμους, μαθαίνοντας από όρνεα και θηρία, εσύ, μονάχα εσύ έχεις καταφέρει να μετριάσεις κάπως την οργή μου, εσύ κατέπληξες την ακοή μου κι εσύ το δέος στο βλέμμα μου έχεις φέρει. Όσο σε βλέπω, τόσο σε θαυμάζω, Για τον Θεό, ξεκουραστείτε! (Κατ ιδίαν) (Πεισματάρης ο χωριάτης Βρίζει θεούς και δαίμονες, όπως εγώ.) (Κατ ιδίαν) (Όλο καπρίτσια είν ο Δον Λόπε, και δεν θα κάνουμε χωριό.) ΔΕΥΤΕΡΗ Ημέρα ΙΙΙ βγαίνει η ΙΣΑΜΠΕΛ κλαίγοντας ΙΣΑΜΠΕΛ Της μέρας τ όμορφο το φως ποτέ στα μάτια μου μην ξημερώσει, γιατί στη σκιά του ντρέπομαι να δω τον εαυτό μου. Στάσου, πελώριε πλανήτη, για λίγο ακόμα, στης θάλασσας τον παγωμένο αφρό! Άσε την παγωμένη νύχτα για μια φορά να παρατείνει την ασταθή της βασιλεία άσε να πουν για τη θεοσύνη σου, που άκουσε την ικεσία μου, ότι έχει βούληση, και όχι ακρίβεια. Γιατί θέλεις να προβάλεις, για να δεις στο πάθημά μου τη μεγαλύτερη αδικία την πιο μεγάλη τυραννία, που ο ουρανός θέλει να μείνει στης ντροπής την ιστορία; Τι να κάνω; Πού να πάω; Αν τα πόδια μου με φέρουν ξανά στο σπίτι μου, θα μαι ένα στίγμα στην τιμή του πατέρα μου, που άλλο καμάρι και χαρά δεν είχε, απ το να καθρεφτίζεται στ ολόγιομο φεγγάρι της τιμής μου, που σήμερα όμως το κρύβει σύννεφο ντροπής. Τι λάθος έκανα μεγάλο, να ξεφύγω απ τον αδερφό μου! Δεν θα ταν προτιμότερο να με σκοτώσει ο αγέρωχος θυμός του, την συμφορά μου όταν είδε; Θέλω να τον φωνάξω, πίσω να γυρίσει και με μανία εκδίκησης τον θάνατο να μου χαρίσει. Ακούω την ηχώ να φέρνει φωνές ανάκατες, που λένε... Έλα να με αποτελειώσεις, τίμιος αν θες να σαι φονιάς γιατί ατιμία είναι μεγάλη να ζει το θύμα μιας συμφοράς. ΙΣΑΜΠΕΛ Ποια είναι η φωνή αυτή; Μόλις που ακούγεται, να την αναγνωρίσω δεν μ αφήνει. Σκοτώστε με, σας λέω, αν θέλετε σέβας να δείξετε και καλοσύνη. ΙΣΑΜΠΕΛ Ω, ουρανοί! Κι άλλος τον θάνατο φωνάζει, κι άλλος είναι δυστυχισμένος, που δίχως να το θέλει ζει. Ανακαλύπτει τον δεμένο. Μα τι είν αυτό που βλέπω εμπρός μου; Κόρη μου! Έλα να με λύσεις! ΙΣΑΜΠΕΛ Δεν τολμώ γιατί αν σε λύσουν απ τα δεσμά σου αυτά τα χέρια, δεν θα τολμήσω, κύριέ μου, τα βάσανά μου να σου πω, 10 19

Ο δήμαρχος της Θαλαμέας Η ζωή είναι όνειρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα Ο δήμαρχος της Θαλαμέας ΠΡΩΤΗ Ημέρα Ι Μπείτε εκεί μέσα. Φεύγουν η ΙΣΑΜΠΕΛ, η INΕΣ και ο ΧΟΥΑΝ Κύριε, σας ευχαριστώ πολύ, μεγάλη σας χρωστάω χάρη, με σώσατε από μια πράξη που θα μου παιρνε τη ζωή. Γιατί; Πώς θα κινδύνευε η ζωή σας; Αν σκότωνα όποιον σκέφτηκε ν αγγίξει -έστω- την τιμή μου. Να πάρει ο διάολος! Ξέρετε ότι είναι λοχαγός; Ναι, που να πάρει ο διάολος! Και στρατηγός να ήταν, αν πίστευα ότι μ έβλαψε, θα τον σκότωνα. Όποιον αγγίξει έστω μια τρίχα απ τα μαλλιά του τελευταίου μου στρατιώτη, μάρτυρα βάζω τον Θεό, ότι θα τον κρεμάσω. Όποιον τολμήσει την τιμή μου να μη σεβαστεί, μάρτυρα βάζω τον Θεό, ότι κι εγώ θα τον κρεμάσω. Δεν ξέρεις ότι έχεις χρέος ν αντέχεις τέτοιες προσβολές, αφού είσαι αυτός που είσαι; Στο σπίτι μου ίσως, μπορεί, μα όχι στην τιμή μου. Στον βασιλιά πρέπει να δίνεις, το σπίτι σου και τη ζωή σου η τιμή όμως είναι μέρος της ψυχής σου, κι αυτή ανήκει στον Θεό. Μου φαίνεται, μα τον Χριστό, ότι έχεις δίκιο! Μα τον Χριστό, μου φαίνεται ότι είχα πάντα! Κουράστηκα, κι αυτό το πόδι, που ο διάολος μου το χει δώσει, πρέπει ν αναπαυτεί. Γιατί όχι; Και μένα, ο διάολος μου χει δώσει ένα κρεβάτι, ανάπαυσέ το. Σου το δωσε στρωμένο ο διάολος; Ναι. Θα το ξεστρώσω, γιατί είμαι-μα τον Θεό!-πτώμα. τόσο την παρουσία σου δεν χορταίνω, που, με τα μάτια ορθάνοιχτα, επιμένω ακόμα πιο πολύ να σε κοιτάζω σαν θάνατο γλυκόπιοτο ρουφάω τη θέα σου, κι όλο πίνω παραπάνω, κι ενώ, κοιτάζοντάς σε, θα πεθάνω το ξέρω, όμως πεθαίνω να κοιτάω. Αλλά ας πεθάνω τι έχει να μου λείψει; Αν είναι θάνατος το να σε βλέπω, τάχα τι θα ναι το να μη σε βλέπω; Χειρότερο από θάνατο, από θλίψη αβάσταχτη, πάθος απελπισμένο: θα ναι ζωή. Τέτοια ζωή αν χαρίζεις στον δυστυχή, μοιάζει σαν να δωρίζεις το θάνατο σ έναν ευτυχισμένο. Με τόσο δέος, κατάπληξη και τρόμο σε βλέπω και σ ακούω, που τα χάνω! Τι να σου πω, τι ερώτηση να κάνω; Ένα θα πω: ότι μού δειξε το δρόμο ο ουρανός να ρθω σ αυτό το μέρος, να παρηγορηθώ αν επιτρέπει παρηγοριά στον δυστυχή να βλέπει άνθρωπο δυστυχέστερο. Ένας γέρος σοφός, λένε πως βρέθηκε σ ανέχεια τόσο βαθιά, που τρέφονταν μονάχα με άγρια χόρτα. «Υπάρχει άλλος, τάχα, φτωχότερος στον κόσμο;» Αυτό συνέχεια ρωτούσε, ώσπου, γυρνώντας να κοιτάξει, είδε, πιο πίσω, την απάντησή του: άλλον σοφό, που μάζευε ως τροφή του τις ρίζες που αυτός είχε πετάξει. Κι εγώ έτσι ζούσα, κλαίγοντας τη μοίρα κι ενώ απορούσα αν πλάσμα άλλο κανένα είχε ατυχία χειρότερη από μένα, βρέθηκα εδώ, κι έτσι από σένα πήρα μια απάντηση λυτρωτική, αφού τώρα, ξαναγυρνώντας πια στα λογικά μου, καταλαβαίνω πως τα βάσανά μου για σένα θα ταν ευσπλαχνίας δώρα. Κι αν η ιστορία μου λίγο θα μπορούσε να σε παρηγορήσει, άκουσε τώρα τα πάθη μου, κι εγώ θα σου χαρίσω όσα απ αυτά νομίζεις πως δεν έχεις. Είμαι, λοιπόν ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Σκηνή 3 η Μπαίνουν μουσικοί που παίζουν και τραγουδούν. Ακολουθεί ο, σαστισμένος, και πίσω του υπηρέτες που τον βοηθούν να ντυθεί. Θεέ μου, τι βλέπω; Τι είν εδώ; Πού να μαι; Τι θαύματα είναι τούτα που κοιτάζω; Με πλημμυρίζει δέος, μα δεν φοβάμαι, θέλω να τα πιστέψω, μα διστάζω. Εγώ, σε μεγαλόπρεπο παλάτι; Εγώ, ντυμένος ρούχο μεταξένιο; Εγώ, να χω ξυπνήσει σε κρεβάτι με στρώμα μαλακό και πουπουλένιο; Εγώ, να χω υπηρέτες στο πλευρό μου σβέλτους, κομψούς, με τόση προθυμία, να με βοηθούν ώς και στο ντύσιμό μου και να εκτελούν κάθε μου επιθυμία; Μήπως με ξεγελάνε τα όνειρά μου; Κι όμως, το ξέρω πως έχω ξυπνήσει. Δεν είναι Σιγισμούνδος τ όνομά μου; Ουρανέ, πες μου, έχω παραφρονήσει! Πες μου, για να με βγάλεις απ την πλάνη: Τι μπορεί να συνέβη στο μυαλό μου την ώρα που κοιμόμουν, και με κάνει να βλέπω μέσα εδώ τον εαυτό μου; Μα ας έγινε ό,τι να ναι, τι με μέλλει, τι βάζω το κεφάλι μου να σπάσει; Θ αφήσω να με υπηρετεί όποιος θέλει, κι η τύχη ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Σκηνή 6 η Τι έγινε εδώ; Τίποτα. Κάποιον, μόνο, που μ έσκασε, τού δωσα μια να πάει απ το μπαλκόνι κάτω. Ενημερώνω πως είν ο βασιλιάς που σου μιλάει. 18 11

Η ζωή είναι όνειρο Η ζωή είναι όνειρο Πώς; Ο ερχομός σου, από την πρώτη μέρα, κόστισε τη ζωή ενός ανθρώπου; Έλεγε ότι η απειλή μου ήταν φοβέρα μόνο, κι εγώ του απάντησα επί τόπου. Πρίγκιπα, είμαι βαθύτατα θλιμμένος ενώ ήρθα να σε δω με την ελπίδα πως μάχεσαι τη μοίρα σου με σθένος και βγαίνεις θριαμβευτής, αντίθετα είδα μιαν άσβεστη αλαζονική μανία, ενώ το πρώτο μέγα επίτευγμά σου ήταν μια στυγερή ανθρωποκτονία. Πώς τώρα ν αφεθώ στο αγκάλιασμά σου, πώς να σου δείξω αγάπη, όταν το χέρι που θα μ αγγίξει έχει πια αποκτήσει τη γνώση του θανάτου; Είδε μαχαίρι κανείς, γυμνό, μόλις να χει χτυπήσει θανάσιμα, και δεν έχει παγώσει; Είδε κανείς φρέσκο το αίμα να στάζει στη γη όπου κάποιον έχουνε σκοτώσει, δίχως ν ανατριχιάσει; Εδώ τρομάζει και υποχωρεί κι ο πιο ισχυρός ακόμα. Κι εγώ, που είδα του φόνου τα εργαλεία, τα δυο σου χέρια, κι είδα πως το χώμα είναι ζεστό απ την πρόσφατή σου λεία, θα τραβηχτώ μακριά απ την αγκαλιά σου. Κι ενώ ήθελα μ αγάπη να σε σφίξω επάνω μου, θα φύγω από κοντά σου τα χέρια αυτά φοβάμαι να τ αγγίξω. Η αγκαλιά σου λίγο θα μου λείψει, όπως δε μού λειψε ως εδώ. Πατέρας που μ έχει δίχως οίκτο εγκαταλείψει, που μ απαρνήθηκε σαν να μουν τέρας, που μ έστειλε θεριό σ έρημα μέρη να μεγαλώσω, κι εύχεται η καρδιά του να χα πεθάνει, λίγο μ ενδιαφέρει αν δε με δέχεται στην αγκαλιά του, αφού, ώς τα τώρα, καν δε μου χει δώσει δικαίωμα στην ανθρώπινη ύπαρξή μου. Είθε ο ουρανός να μη μ είχε αξιώσει να σού δινα ζωή, να σουν παιδί μου έτσι το μίσος σου δεν θα χα νιώσει, δεν θ άκουγα τα λόγια τα ασεβή σου. Λάθος: διόλου ζωή αν δε μού χες δώσει, παράπονο δεν θα χα απέναντί σου μου δωσες, όμως, και την πήρες πάλι. Να δίνεις, είναι πράξη καλοσύνης κι ευγένειας μα αχρειότητα μεγάλη είναι να παίρνεις πίσω αυτό που δίνεις. Αυτό είν το ευχαριστώ σου, που έχεις γίνει πρίγκηψ, από άθλιος δεσμώτης που ήσουν; Και θες γι αυτό να δείξω ευγνωμοσύνη; Όταν πεθάνεις γιατί δεν θ αργήσουν τα γηρατειά στον τάφο να σε πάνε τι παραπάνω, τότε, θα μου αφήσεις έξω απ αυτό που ήδη δικό μου θα ναι; Πατέρας μου δεν είσαι; Άρα, απ της φύσης το δίκαιο, έχεις εμένα κληρονόμο, κι όλα τα μεγαλεία σου και τα πλούτη μού ανήκουν δικαιωματικά απ το νόμο. Όσο για την καλοτυχία μου τούτη, τίποτα δεν χρωστώ, αφού θα μπορούσα να σου ζητήσω ευθύνες για τα χρόνια που σαν ατιμασμένος σκλάβος ζούσα. Άρα, εσύ πρέπει ευγνωμοσύνη αιώνια να μου χρωστάς, που αν και μου είσ οφειλέτης, δεν σου ζητώ λογαριασμό κανένα. Βάρβαρος, ματαιόδοξος, προπέτης να που επαληθευτήκαν τα γραμμένα. Μάρτυς μου ο ουρανός, λοιπόν: το νου σου, γιατί, μ όλο που ξέρεις πλέον ποιος είσαι και διέλυσες τα σκότη του μυαλού σου, μ όλο που, εδώ που βρέθηκες, ηγείσαι των πάντων, δείξε ταπεινότητα, άσε την έπαρση και τον εγωισμό σου, γιατί όσο κι αν θαρρείς πως δεν κοιμάσαι, μπορεί όλα να τα βλέπεις στ όνειρό σου. (Φεύγει ο ). Τι λέει; Ότι μπορεί και να κοιμάμαι και να ονειρεύομαι; Όχι, δεν νομίζω! Ξέρω το τι είμαι, τι ήμουνα θυμάμαι, πιστεύω σ ό,τι βλέπω, σ ό,τι αγγίζω. Τώρα δεν μπορείς πια να επανορθώσεις, Σκηνή 14 η Γιατί εκπλήσσεστε; Γιατί απορείτε που ένα όνειρο ήταν δάσκαλός μου, και τρέμω από την αγωνία μήπως ξυπνήσω και ξαναβρεθώ κλεισμένος στη φυλακή μου; Κι έτσι να μη γίνει, μόνο να τ ονειρεύομαι μού φτάνει. Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος (Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2003) Γιατί, επιτέλους, μπόρεσα να μάθω πως κάθε ανθρώπινη ευτυχία είναι σαν όνειρο που χάνεται και σβήνει. (Στο κοινό). Και θέλω να επωφεληθώ απ το λίγο χρόνο που μου έμεινε, για να ζητήσω συγγνώμη για όσα λάθη έχουμε κάνει, γιατί οι ευγενικές καρδιές σας ξέρω πως είναι πρόθυμες να συγχωρήσουν. ΤΕΛΟΣ 12 17

Η ζωή είναι όνειρο Η ζωή είναι όνειρο υπέμενα το βάσανο σιωπώντας. Ώσπου μια μέρα που ήμασταν μονάχες, η μάνα μου, η Βιολάντα, καλά να ναι, μου σπασε τη σιωπή, και σαν πλημμύρα ξεχύθηκαν οι πίκρες απ το στήθος, στρατιά ασυγκράτητη δακρύων και πόνων. Δεν ντράπηκα που τα λεγα όταν ξέρεις πως τις αδυναμίες σου τις ακούει κάποιος που χε στο παρελθόν δικές του, σ ανακουφίζει γιατί, πότε-πότε, και το κακό παράδειγμα αποβαίνει χρήσιμο. Άκουσε τις συμφορές μου πονετικά, κι ήθελε να μου δώσει παρηγοριά, λέγοντας τις δικές της κριτής που κάποτε ένοχος υπήρξε, πόσο εύκολα χαρίζει τη συγγνώμη! Μαθαίνοντας απ τον εαυτό της, είδε πως φάρμακο για την τιμή δεν ήταν το κύλισμα του χρόνου κι η απραξία προτίμησε, έτσι, να με συμβουλέψει να τον ακολουθήσω, και με τρόπο να τον εξαναγκάσω να πληρώσει το χρέος του στην τιμή μου μάλιστα, είπε για ασφάλεια να φορέσω ανδρικά ρούχα. Ξεκρέμασε κι ένα παλιό σπαθί είναι τούτο που χω στη μέση κι ήρθε μάλλον η ώρα να βγει απ τη θήκη του, όπως το χω τάξει, γιατί, πιστεύοντας στη δύναμή του, μου το δωσε η μητέρα μου, και μου είπε: «Εμπρός στην Πολωνία, και να φροντίσεις να δουν το ξίφος οι ευγενείς της χώρας κάποιος ανάμεσά τους, ίσως δείξει συμπόνια για τη μοίρα σου, και θα βρεις έτσι παρηγοριά και προστασία.» Ήρθα, λοιπόν, κι εγώ στην Πολωνία. Θα παραλείψω, αφού το ξέρεις ήδη, ότι το αφηνιασμένο άλογό μου μ έφερε στη σπηλιά σου, όπου εξεπλάγης μόλις μ αντίκρισες. Θα παραλείψω πως ο Κλοτάλντο, εκεί, με προθυμία και ζήλο με υποστήριξε, ζητώντας χάρη απ το βασιλιά για τη ζωή μου πως, όταν έμαθε ποια είμαι, μου είπε, αφού φορέσω τα σωστά μου ρούχα, να μπω στη συνοδεία της Εστέλλας, όπου κατόρθωσα να φέρω εμπόδια στο γάμο που σχεδίαζε ο Αστόλφο. Θα παραλείψω πως εδώ με βλέπεις σαστίζοντας ξανά, μια κι οι αντιφάσεις της όψης μου σύγχυση προκαλούνε. Θα φτάσω στο σημείο που ο Κλοτάλντο, κρίνοντας πως συμφέρει για το κράτος να παντρευτούνε και να κυβερνήσουν ο Αστόλφο κι η Εστέλλα, συμβουλεύει, ενάντια στην τιμή μου, να ξεχάσω τις βλέψεις που είχα και να υποχωρήσω. Ανδρείε Σιγισμούνδο, τώρα που είδα πως ήρθε η ώρα της εκδίκησής σου, μια κι ο ουρανός το θέλησε να σπάσεις της φυλακής σου τα δεσμά, όπου ζούσες σαν άνθρωπος μ αισθήματα θηρίου κι υπέμενες τα βάσανα σαν βράχος, τώρα που ύψωσες σημαία πολέμου ενάντια σε πατέρα και πατρίδα, ήρθα συμπαραστάτης σου, φορώντας μαζί με τις Αρτέμιδος τα ρούχα, τα όπλα της Παλλάδας, στολισμένη με αβρό μετάξι και σκληρό ατσάλι. Εμπρός, λοιπόν, ατρόμητε αρχηγέ μου! Συμφέρει και τους δυο μας να μη γίνει ποτέ τούτος ο γάμος που σχεδιάζουν: εμένα, για να μη δω παντρεμένο αυτόν που θα γινόταν σύζυγός μου κι εσένα, γιατί, μόλις ενωθούνε τα δυο βασίλειά τους, θ αντιτάξουν διπλές δυνάμεις στο μικρό στρατό μας και θα ναι αμφίβολη η δική μας νίκη. Ήρθα ως γυναίκα εδώ, για να σε πείσω υπέρμαχος να γίνεις της τιμής μου, κι ως άνδρας ήρθα για να σε εμψυχώσω στη μάχη της ανάκτησης του θρόνου. Ήρθα ως γυναίκα να σε συγκινήσω πέφτοντας ταπεινά στα δυο σου πόδια, κι ως άνδρας ήρθα να σε υπηρετήσω και να συνδράμω τους δικούς σου ανθρώπους. Ήρθα ως γυναίκα για να με συντρέξεις στην προσβολή και στην ταπείνωσή μου, κι ως άνδρας ήρθα για να σε συντρέξω με το σπαθί και μ όλο μου το είναι. Μα πρόσεξε: αν σκεφτείς να μου πουλήσεις έρωτα βλέποντάς με σαν γυναίκα, σαν άνδρας τότε θα σε θανατώσω για να υπερασπιστώ την αρετή μου γιατί, στο θέμα αυτό, η τιμή μου θα ναι γυναίκα για να σου παραπονιέται κι άνδρας για να κερδίζει τ όνομά της. τώρα είν αργά, την ξέρω την αλήθεια, κι όσο κι αν λυπηθείς, κι αν μετανιώσεις, δεν θα σου δώσει ο ουρανός βοήθεια. Κανείς πια δεν μπορεί να μου στερήσει τα δικαιώματα που έχω στο θρόνο σαν κληρονόμος. Κι αν, πριν, μ είχες κλείσει στης φυλακής τα σίδερα, ήταν μόνο γιατί δεν ήξερα. Μα έχω ξυπνήσει τώρα, και ξέρω, είμ ενημερωμένος για το ποιος είμαι. Κι είμαι, από τη φύση, άνθρωπος με θεριό μαζί πλασμένος. Σκηνή 18 η Κλοτάλντο; Κύριε! Εδώ, μεταμφιεσμένος; Μια περιέργεια διαβολεμένη να μάθω ο Σιγισμούνδος πώς πηγαίνει, μ έκανε να ρθω ταπεινά ντυμένος. Να, κοίτα τον, εκεί, παραδομένο σ άθλια δεσμά, όπως πριν έτσι και τώρα. Αχ, πριγκιπόπουλο άτυχο, που σε ώρα κακιά κι ολέθρια είσαι γεννημένο! Ξύπνα τον πια, το υπνωτικό θα πρέπει να χει στραγγίξει όλη τη δύναμή του. Κινείται, κύριε, ακούω τη φωνή του. Άραγε, τώρα τι όνειρο να βλέπει; Ας δούμε. (στ όνειρό του). Πρίγκιπας με δίκαιη κρίση είν όποιος τους τυράννους εξοντώνει. Στα χέρια μου ο Κλοτάλντο ας τελειώνει, τα πόδια μου ο πατέρας μου ας φιλήσει. Με θάνατο φρικτό μ έχει απειλήσει. Κι εμένα ταπεινώσεις μού ετοιμάζει. Να μου αφαιρέσει τη ζωή σχεδιάζει. Σκοπεύει καταγής να με πατήσει. (στ όνειρό του) Ας βγει στο μέγα θέατρο του κόσμου η άφθαστή μου ανδρεία, ας σαγηνεύσει. Και θα χω ως Σιγισμούνδος θριαμβεύσει μόλις συρθεί στα πόδια μου ο γονιός μου. (Ξυπνάει). Θεέ μου! Πού βρίσκομαι; Πιο κει κρυμμένος θα τον ακούω, δίχως να με βλέπει. Ξέρεις τι έχεις να κάνεις και τι πρέπει. (Ο αποσύρεται). Να το πιστέψω; Εγώ είμ εδώ, κλεισμένος στης φυλακής τους τοίχους; Τον εαυτό μου βλέπω στα σίδερα; Την απορία μου λύσε, πύργε: το μνήμα μου εσύ δεν είσαι; Εσύ είσαι! Θεέ μου, τι είδα στ όνειρό μου! (Κατ ιδίαν) Σειρά μου τώρα εγώ να πάω πιο πέρα την πλάνη τούτη. Είν ώρα να ξυπνήσω; Ναι, ξύπνα πια, καιρός να σου μιλήσω. Μα τι ύπνος είν αυτός, όλη τη μέρα; Από την ώρα που έφυγα θυμάσαι; έναν αετό να παρακολουθήσω στο αργό του πέταγμα, κι έμεινες πίσω, από την ώρα εκείνη, εσύ κοιμάσαι; 16 13

Η ζωή είναι όνειρο Η ζωή είναι όνειρο Ναι, ναι. Κι ούτε και τώρα έχω ξυπνήσει, αφού, Κλοτάλντο, ξέρω ότι στο βάθος κοιμάμαι ακόμα, και δεν κάνω λάθος. Αν όσα στ όνειρό μου έχω ζήσει τα είδα, τ άγγιξα κι ήταν αλήθεια, τα τωρινά είναι ψεύτικα. Επομένως, θα βλέπω την αλήθεια κοιμισμένος και ξυπνητός θα βλέπω παραμύθια. Τι ονειρευόσουν; Πράγματι αυταπάτη αν ήταν, δεν θα πω τι ονειρευόμουν, μα τι έβλεπα, Κλοτάλντο. Πως κοιμόμουν, λέει, και ξύπνησα σ ένα κρεβάτι ω, τι σκληρή ειρωνεία στολισμένο με τόσα χρώματα, τόσα κεντίδια, που μοιαζε σαν να χε έρθει η Άνοιξη η ίδια κι έστρωσε ένα χαλί λουλουδιασμένο. Εκεί, χίλιοι ευγενείς, ενώπιόν μου γονατιστοί, πρίγκιπα με καλούσαν, πετράδια, πλούσια ρούχα μού φορούσαν και τη γαλήνη των αισθήσεών μου την έκανες εσύ χαρά, τα νέα σαν μου φερες: πως, αν κι είμαι δεσμώτης, η Πολωνία με έχει διάδοχό της. Και μάλλον θα με αντάμειψες γενναία. Δεν θα λεγα προδότη σε καλούσα, και δυο φορές πήγα να σε σκοτώσω απ την οργή μου μανιασμένος. σκληρός μαζί μου; Τόσο Σ όλους κυριαρχούσα, κι απ όλους εκδικιόμουν. Αγαπούσα μονάχα μια γυναίκα Ήταν αλήθεια αυτό, γιατί όλα αν χάθηκαν, στα στήθια η αίσθηση τούτη μόνο είναι παρούσα. Ο φεύγει. (Κατ ιδίαν) Έφυγε ο βασιλιάς, συγκινημένος μ όσα άκουσε. (Στον ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟ). Γιατί είχαμε μιλήσει για τον βασιλικό αετό, είχες στήσει βασίλεια μες στον ύπνο βυθισμένος. Μα ας μην ξεχνάμε, έστω και κοιμισμένοι, αυτόν που μας μεγάλωσε με κόπους διότι η καλή πράξη στους ανθρώπους, ούτε και στ όνειρο δεν πάει χαμένη. (Φεύγει). Σκηνή 19 η Σωστά λοιπόν, η λύσσα αυτή ας κοπάσει κι η ματαιοδοξία μας η μεγάλη, γιατί μπορεί να ονειρευτούμε πάλι κι αλήθεια, στην παράξενη αυτή πλάση, μόνο όνειρο είναι η ζωή. Κι η πείρα μού έδειξε πως ζούμε στ όνειρό μας ό,τι πιστεύουμε για τον εαυτό μας, ώσπου ν αφυπνιστούμε από τη μοίρα. Σ όνειρο ο βασιλιάς έχει την πλάνη ότι διατάζει, ορίζει, βασιλεύει, αλλά οι ιαχές, τα ζήτω που μαζεύει, δανεικά είναι ο θάνατος τα κάνει στάχτες και τα σκορπίζει στον αέρα. Ποιος θα θελε άραγε να κυβερνήσει ξέροντας ότι πρέπει να ξυπνήσει σ ένα όνειρο θανάτου κάποια μέρα; Όνειρο βλέπει ο πλούσιος πως φυλάει με κόπο τόσα πλούτη όνειρο πάλι βλέπει ο φτωχός τη φτώχεια τη μεγάλη όνειρο αυτός που η τύχη τού γελάει, κι αυτός που με τις προσβολές χορταίνει το μίσος του, κι αυτός που δάφνες δρέπει τι είν ο καθένας, σ όνειρο το βλέπει, αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει. Κι εγώ, το ότι ήμουν χθες σ ένα παλάτι, όνειρο το δα κι όνειρο είναι πάλι πως στο κελί δεμένο μ έχουν βάλει. Τι είν η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη, μια χίμαιρα, μια σκιά. Στιγμή στου απείρου το χάος είν ό,τι φαίνεται μεγάλο. Γιατί η ζωή είν ένα όνειρο, τι άλλο! Και τα όνειρα, είναι όνειρο του ονείρου. ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ Σκηνή 10 η Ευγενικέ πρίγκιπα Σιγισμούνδο, που μέσα από της νύχτας σου τα ερέβη, το ηρωικό σου μεγαλείο προβάλλει στο φως των πράξεών σου των ενδόξων κι όπως ο μέγας του ουρανού πλανήτης που απ της Αυγής την αγκαλιά επιστρέφει να ξαναδώσει λάμψη στα λουλούδια, και πάνω από τις θάλασσες, τα όρη, στεφανωμένος με αίγλη, φως σκορπίζει, και των χρυσών ακτίνων του το νήμα κεντάει κορφές βουνών και αφρούς κυμάτων, έτσι κι εσύ στον κόσμο ν ανατείλεις, ήλιε βασιλικέ της Πολωνίας, ώστε να προστατέψεις μια γυναίκα δύσμοιρη, που μπροστά σου γονατίζει. Είναι γυναίκα, και δυστυχισμένη δυο πράγματα, που μόνο του καθένα φτάνει να υποχρεώσει έναν άνδρα που χει για καύχημά του την ανδρεία. Τρίτη φορά είναι τούτη που με βλέπεις, και τρίτη πάλι που αγνοείς ποια είμαι, αφού κάθε φορά μ έβλεπες μ άλλη περιβολή και με μορφή αλλαγμένη. Την πρώτη τη φορά, με πήρες για άνδρα, όταν της φυλακής σου το μαρτύριο ξαλάφρωσε λιγάκι το δικό μου. Τη δεύτερη, με θαύμασες γυναίκα, όταν οι δόξες και τα μεγαλεία που ζούσες ήταν όνειρο, ίσκιος, φάσμα. Και τρίτη τούτη εδώ, που είμαι ένα κράμα αλλόκοτο απ τα δύο φύλα, αφού έχω όπλα ανδρικά και ρούχα γυναικεία. Μα για να σου ξυπνήσω τη συμπόνια, να σαι πιο πρόθυμος να με συντρέξεις, άκου τις τραγωδίες της ζωής μου. Γέννημα της Αυλής της Μοσχοβίας είμαι, από μάνα ευγενική, που πρέπει να υπήρξε πολύ όμορφη, αν κρίνω από τις δυστυχίες της ζωής της. Την ερωτεύτηκε κάποιος προδότης δεν θα τον ονομάσω, αφού ποτέ μου δεν τον εγνώρισα, μα αν του έχω μοιάσει, πρέπει να ταν γενναίος σαν κι εμένα. Και τώρα που το σκέπτομαι, λυπάμαι που δεν γεννήθηκα σε καιρούς άλλους, ειδωλολατρικούς, για να πιστέψω, η ανόητη, πως ήταν θεός, που ήρθε να αποπλανήσει, μεταμορφωμένος σε κύκνο, σε χρυσή βροχή ή σε ταύρο, τη Λήδα, τη Δανάη ή την Ευρώπη! Όχι, δεν φλυαρώ αναφέροντάς σου μύθους περί απιστίας, αντιθέτως, μ αυτό τον τρόπο, σου είπα με δυο λέξεις πώς η μητέρα μου, που ήταν ωραία όσο καμιά και δύστυχη όπως όλες, πλανεύτηκε από τα γλυκόλογά του. Οι όρκοι πίστης κι οι υποσχέσεις γάμου τόσο την ξεγελάσανε, που ακόμα και τώρα, η θύμησή τους την πονάει γιατί, ο προδότης, έφυγε άρον-άρον, όπως ο Αινείας το σκασε απ την Τροία αφού ούτε καν το ξίφος του δεν πήρε! Να το, στη θήκη θα το ξεγυμνώσω εγώ, προτού τελειώσει αυτή η ιστορία. Από τον άτυχο δεσμό ετούτο, που ούτε δεσμά του γάμου ήταν, ούτε της φυλακής αν κι όλα αυτά είναι ένα, εβγήκα εγώ, της μάνας μου πορτραίτο φτυστό όχι βεβαίως στην ομορφιά της, μα στα δεινά της και στις ατυχίες. Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να πω ότι εκείνη κι εγώ, η κληρονόμος τέτοιας μοίρας, τραβήξαμε κι οι δυο τον ίδιο δρόμο. Το μόνο που μπορώ να σου αναφέρω για μένα, είναι το όνομα του ανθρώπου που λήστεψε τα τρόπαια της τιμής μου, που έκανε λάφυρο την αρετή μου: Ο Αστόλφο! Ω, Θεέ μου, μόνο που το λέω, οργίζεται η καρδιά μου κι ανταριάζει, όπως συμβαίνει όταν ακούς του εχθρού σου τ όνομα. Ναι, ο Αστόλφο ήταν εκείνος ο αχάριστος που, λησμονώντας όρκους γιατί όταν ένας έρωτας τελειώσει, ξεχνιέται ακόμα και η ανάμνησή του ήρθε στην Πολωνία, κυνηγώντας νέο λάφυρο: το χέρι της Εστέλλας αυτή ανατέλλει, τώρα που εγώ δύω. Ποιος να πιστέψει πως, αν ένα αστέρι ενώνει δυο εραστές, ένα άλλο αστέρι, η Εστέλλα, είν αυτό που τους χωρίζει! Έμεινα μόνη με την προσβολή μου, την κοροϊδία, τη θλίψη μου, την τρέλα, σχεδόν νεκρή, και μέσα μου ένα χάος, λες και της κόλασης η σύγχυση όλη σαν μια Βαβέλ κυρίεψε το μυαλό μου. Κι αποφασίζοντας βουβή να μείνω γιατί είναι κάποιοι πόνοι, που τα μάτια καλύτερα τους λένε από το στόμα, 14 15