ΟΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΕΒΝΑ εἶχε πεθάνει τὴν προηγούμενη μέρα στὸ



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΕΊΜΑΙ ένας ποντικός φτωχός

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής


ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Ἡ γέννηση. (La naissance)

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Το παραμύθι της αγάπης

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Γνωρίζω Δεν ξεχνώ Διεκδικώ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ο Μικρός Πρίγκιπας. Μετάφραση: Μελίνα Καρακώστα. Διασκευή: Ανδρονίκη

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Κατανόηση προφορικού λόγου

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Παύλος Δέσποινα Το τρένο ήταν γεμάτο παιδιά, που όλα φορούσαν τις πιτζάμες και τα νυχτικά τους. Τραγουδήσαμε πρωτοχρονιάτικα κάλαντα και φάγαμε

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ - ΜΥΘΟΙ ΘΡΥΛΟΙ

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Μαρία Ψωμᾶ - Πετρίδου ΔΕΥΤΕΡΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΦΤΕΡΑ. Ποιήματα

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Ζήτησε να συναντηθούμε νύχτα. Το φως της μέρας τον

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Η Άννα και ο Αλέξης ενάντια στους παραχαράκτες

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ


Κατερίνα Ζωντανού. Γράμματα. Στη Νεφέλη και στον Αναστάση. K.Z. Εικονογράφηση: Γεωργία Στύλου. από τον

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

[Ο Τομ Σόγιερ και οι δύο φίλοι του έχουν φύγει κρυφά από τα σπίτια τους και έχουν κατασκηνώσει δίπλα στο ποτάμι. Ο Τομ ξυπνά πρώτος το πρωί.

Τρία κορίτσια. Ένα καλοκαίρι. Μια φιλία που θα αλλάξει τη ζωή τους. Το σχέδιο της Ρέιμι. Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη. Kέιτ ΝτιΚαμίλο

POCKET CΑMILLA LACKBERG H ΓΟΡΓΟΝΑ ΜΕΤΆΦΡΆΣΗ: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

Ορθογωνούλης Αμβλυγωνούλης Οξυγωνούλης

ΤΟ ΣΠΊΤΙ μύριζε λιωμένο βούτυρο και καθαριότητα.

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Transcript:

Ζοζὲφ Κεσὲλ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ* Ο ΣΚΟΥΠΙΔΟΝΤΕΝΕΚΕΣ ΟΑΝΤΡΑΣ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΕΒΝΑ εἶχε πεθάνει τὴν προηγούμενη μέρα στὸ νοσοκομεῖο, ἀλλὰ ἐκείνη δὲν ἤξερε ἀπὸ ποιὰν ἀρρώστια. Ὅταν ρώτησε τὸν γιατρὸ γι αὐτό, ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε μὲ τὸν ἀπότομο τρόπο κάποιου ποὺ ἔχει τὰ νεῦρα του ἀπὸ ὑπερβολικὸ φόρτο ἐργασίας. Τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὸ γιὰ σᾶς; Πέθανε, αὐτὸ τὰ λέει ὅλα. Καὶ τὴν παράτησε σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς αἴθουσας ποὺ τὴν ἔκρυβε ἕνα παραβάν, τὸ μόνο καὶ πρόσκαιρο διαχωριστικὸ ἀνάμεσα στὰ πτώματα καὶ τοὺς ἀκόμη ζωντανοὺς ἀρρώστους. Ἐκείνη ἔμεινε ἀρκετὴ ὥρα μπροστὰ στὸ ἄκαμπτο σῶμα καὶ στὸ πρόσωπο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ θάνατος εἶχε ἀφαιρέσει τὸν πόνο. Ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της, περπατώντας πολὺ ἀργά, μὲ τὸν αὐχένα σκυφτὸ καὶ τὸ βλέμμα ἀπλανὲς καὶ μολονότι ἦταν μονάχα σαράντα χρονῶν μὲ τὸ τουρτουριάρικο καὶ κακομοίρικο ὕφος ποὺ ἔχουν οἱ γριοῦλες. Καθὼς εἶχε πολλὲς μέρες νὰ κοιμηθεῖ, σωριάστηκε στὸ κρεβάτι, καὶ ὁ ὕπνος τὴν ἀπέσπασε γιὰ μερικὲς ὧρες ἀπὸ τὴ δυστυχία της. Ὅταν ξύπνησε, τὸ πρωινὸ εἶχε ἤδη προχωρήσει πολύ. Χιονονιφάδες γλιστροῦσαν νωχελικὰ μέσα στὸ πελιδνὸ φῶς τῆς φαινόταν σὰν νὰ εἶχαν ξεκοιλιάσει, ἐκεῖ ψηλά, ἕνα πελώριο πουπουλένιο πάπλωμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πούπουλα ἔπεφταν ἀσταμάτητα. Στὰ ἄλλα δωμάτια τοῦ διαμερίσματος, στρατιῶτες ἐπιβεβλημένοι ἔνοικοι φωνασκοῦσαν. Ἔκανε κρύο, κι ἐκείνη πεινοῦσε. Ὅμως ἡ ἀτμόσφαιρα αὐτὴ ἦταν συνηθισμένη, καὶ δὲν κατάφερνε διόλου νὰ ἐξηγήσει τὸν τρόμο ποὺ ἔνιωθε σὰν φυσικὸ πόνο νὰ τὴν πλακώνει στὸ στῆθος. Μόνο τότε θυμήθηκε πὼς ἦταν μόνη, καὶ ξαφνικὰ τὸ κρεβάτι τῆς φάνηκε τρομακτικὰ φαρδύ. Ἔκλεισε τὰ μάτια της, λὲς καὶ τὰ πέπλα τῶν βλεφάρων της τὴν προστάτευαν ἀπὸ τὸν πόνο, κι ἀπαγόρευσε στὸν ἑαυτό της νὰ σκεφτεῖ. Ὅμως μιὰ τραχιὰ γλώσσα πέρασε πάνω ἀπὸ τὸ χέρι της. Ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα ἀνατρίχιασε, κι ἔπειτα χαμογέλασε ἀδύναμα. Ἂχ Μπίλλυ! Ἔλα κοντά, καημένο μου. Τὸ μεγάλο λυκόσκυλο μὲ τὰ φλογερὰ μάτια πήδηξε μὲ μιὰ ἐλαφριὰ κίνηση πάνω στὸ κρεβάτι καὶ ξάπλωσε πλάι στὴν κυρά του, τοποθετώντας τὸ μουσούδι του στὸν ὦμο της. Ξεφύσαγε πάνω της τὴ ζεστὴ καὶ στεγνὴ ἀνάσα του στὴ ροδαλὴ σκιὰ τοῦ στόματός του τὰ δόντια του ἔλαμπαν σὰν μικροὶ λειασμένοι κῶνοι. Η Ἄννα Βασίλιεβνα, χαϊδεύοντας συνεχῶς τὸ ρόδινο σημάδι στὴν κορυφὴ τοῦ κεφαλιοῦ του, ἀνάμεσα στ ἀφτιά του, παρατηροῦσε τὸ σκυλὶ κατασυγκινημένη. Θυμόταν τὴν τρυφερότητα ποὺ ἔτρεφε ὁ ἄντρας της γιὰ τὸ δυνατὸ καὶ ἤπιο τοῦτο ζωντανό, τὶς θυσίες στὶς ὁποῖες δεχόταν νὰ ὑποβάλλεται γιὰ νὰ τὸ κρατήσει κοντά τους. Καὶ πράγματι, βλέποντάς το εὐλύγιστο κι ἐλάχιστα ἀδυνατισμένο, δὲν θὰ μποροῦσες νὰ πεῖς ὅτι ὁ Μπίλλυ ἦταν σκύλος ἀστῶν. Παρέμειναν ἔτσι κολλημένοι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον τὰ καυτὰ μάτια τοῦ σκύλου ἀνοιγόκλειναν πότε πότε κάτω ἀπὸ τὸ ξέθωρο γαλανὸ βλέμμα τῆς γυναίκας. Τέλος ὁ Μπίλλυ χασμουρήθηκε φαρδιὰ πλατιά, καὶ οἱ κυνόδοντές του ἔτριξαν ὅταν συναντήθηκαν μεταξύ τους. Ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα μουρμούρισε μηχανικά: Πεινᾶς; Mὲ τὶς λέξεις αὐτές, συνειδητοποίησε καὶ πάλι ὅλη τὴν ἀπελπισία τῆς ζωῆς. Πεινᾶς; ἐπανέλαβε. Κι ἐγὼ ἐπίσης. Ἔπρεπε νὰ βρεθεῖ κάτι φαγώσιμο.

Σηκώθηκε μὲ δυσκολία καὶ βάλθηκε νὰ συλλογιέται. Τί νὰ πουλήσει; Ἔριξε μιὰ ματιὰ στοὺς γυμνοὺς τοίχους, στὰ χωρὶς κουρτίνες παράθυρα, σὲ ὅλη τὴν ἀθλιότητα τοῦ δωματίου. Κι ὅμως στὴν πόρτα κρέμονταν ἀπὸ ἕνα καρφὶ ἕνα καπέλο κι ἕνα παλτό. Ὅ,τι τῆς εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὸν ἄντρα της. Ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα ἔτριψε μὲ τὸ χέρι της τὸ μέτωπό της, ξεκρέμασε τὰ παλιόρουχα καὶ πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἀγορά. Σύντομα γεύτηκε τὴ χειρότερη ἀπόγνωση, ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει πιὰ οὔτε ἐλπίδα οὔτε καταφυγή. Ἔναντι τροφίμων εἶχε ἀνταλλάξει τὰ πάντα, τὶς κουβέρτες, τὰ σεντόνια, τὸ τραπέζι, τὶς καρέκλες, τὸ κανάτι γιὰ τὴν τουαλέτα, τὶς φουρκέτες, τὰ πάντα. Δὲν πλενόταν πιά, κοιμόταν τυλιγμένη μ ἕναν μπερντὲ τῆς πόρτας, ποὺ τῆς χρησίμευε καὶ γιὰ παλτό. Τὰ βλέφαρά της πῆραν τὴ φθαρμένη ὄψη ἑνὸς παλιοκούρελου, κι ἀποστήματα ἐμφανίστηκαν στὶς ἄκρες τῶν χειλιῶν της ὑγρὴ ἄχνα τρεμόπαιζε στὰ σβησμένα της μάτια. Συχνὰ βρέθηκε στοὺς δρόμους τοῦ Πέτρογκραντ ἀνάμεσα στοὺς ζητιάνους, ἀξιολύπητους ἴσκιους, ντροπαλοὺς καὶ πεινασμένους, ποὺ κλαῖνε χωρὶς νὰ τολμοῦν ἢ νὰ ξέρουν ν ἁπλώνουν τὸ χέρι. Στὴν ἀρχὴ τὴ συνόδευε ὁ σκύλος, ἀλλὰ καθὼς τὴ συντάραζε μὲ τὸ ἀποσκελετωμένο σῶμα του καὶ τὰ ἱκετευτικά του μάτια, τὸν ἔδιωξε. Ἕνα πρωί, μόλις καὶ μετὰ βίας βρῆκε τὴ δύναμη νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι εἶχε νὰ βγεῖ μία βδομάδα ἀπὸ τὸ σπίτι της, ἀφοῦ εἶχε πουλήσει τὸ μοναδικό της ζευγάρι παπούτσια. Ἔκανε πολὺ ὡραῖο καιρό ὁ ἥλιος ἅπλωνε γαλαζωπὲς σκιὲς πάνω στὸ χιόνι, καὶ τὸ παράθυρο λαμπύριζε κάτω ἀπὸ τὸν παγετό, ὅμως μέσα στὸ δωμάτιο τὸ κρύο ἦταν τόσο τσουχτερό, ποὺ ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα φοβόταν ν ἀγγίξει τὰ σιδερένια κάγκελα τοῦ κρεβατιοῦ της ἐπειδὴ ἔκαιγαν σὰν καυτὸ νερό. Ἔπρεπε νὰ πάει στὴν πόλη, εἰδάλλως θὰ πέθαινε ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο. Τύλιξε τὰ πόδια της μ ἕναν λεπτὸ ἐπίδεσμο καὶ κίνησε γιὰ τὴν ἀγορά. Ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε ν ἀγοράσει τίποτα ἐκεῖ πέρα, ὡστόσο ἕνα σκοτεινὸ ἔνστικτο τὴν ὠθοῦσε πρὸς τὴν περιοχὴ ὅπου μποροῦσες νὰ βρεῖς ὡραῖο ἀλεύρι ποὺ χύνεται σὰν χιονισμένη ἄμμος, χρυσαφὶ καλαμπόκι, πατάτες... Στὴν ἀγορὰ παρατήρησε ἰδιαίτερη κινητικότητα. Οἱ ἀγοραστές, περισσότεροι τούτη τὴ φορά, παζάρευαν μὲ μικρότερη ἁψάδα. Οἱ μουζίκοι κουβαλοῦσαν στὴν πλάτη τους σακιὰ πιὸ βαριὰ ἀπ ὅσο συνήθως στὸ περιπαικτικό τους ὕφος ἀνωτερότητας ἀναμειγνυόταν μιὰ ἐπίφαση γλυκύτητας. Τὰ τρόφιμα ἦταν ἀφθονότερα καὶ μεγαλύτερης ποικιλίας κι ὅταν ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα εἶδε ἕναν χοντρὸ νὰ χώνει μὲ προφύλαξη μιὰ χήνα κάτω ἀπὸ τὴ γούνα του, θυμήθηκε ὅτι θὰ πρέπει νὰ πλησίαζαν τὰ Χριστούγεννα. Καθὼς τὰ ξαναμμένα πόδια της δὲν τῆς ἐπέτρεπαν διόλου νὰ σταθεῖ στὸ ἴδιο μέρος, περιπλανήθηκε μεταξὺ τῶν διαφόρων ὁμάδων. Ἔβλεπες ἐκεῖ ἕνα ἐκπληκτικὸ ἀνθρωπομάνι, μεῖγμα ὅλων τῶν τάξεων, ὅλων τῶν φυλῶν. Κινέζοι κομμουνιστές, ντυμένοι στὰ δερμάτινα, περιδιάβαζαν ἥσυχα, μὲ μιὰ μακριὰ πίπα στὸ στόμα γυναῖκες μὲ φίνα χέρια καὶ χλωμὰ χείλη πρότειναν, μὲ σπασμένη φωνή, γουναρικά, μετάλλια, πετσέτες. Ἕνας κερδοσκόπος μονοπωλοῦσε κότες, ἐνῶ ἕνα δεκαεξάχρονο χαμίνι, μὲ ἤδη μαραμένο πρόσωπο, ἔκανε τὸ ἴδιο μὲ βούτυρο. Μιὰ χωριάτισσα εἶχε κρεμάσει ἀπ τὸν λαιμό της, ἐν εἴδει καδένας, τρία ρολόγια τοῦ χεριοῦ μὲ μπρασελέδες, ποὺ οἱ πολύτιμοι λίθοι τους ἔλαμπαν στὸν ἥλιο. Ὅλοι εἶχαν ἄπληστα κι ἀνήσυχα πρόσωπα. Ἡ ἀγορά, ποὺ οἱ ἀρχὲς τὴν ἀνέχονταν χωρὶς νὰ τὴν ἐπιτρέπουν, μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει στὸν θάνατο. Ἔτσι, τὰ πιὸ παχιὰ πουλερικὰ καὶ τὸ πιὸ ψιλὸ ἀλεύρι ἦταν γιὰ τοὺς μυστικοὺς ἀστυνομικούς, ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ τὶς πλουμισμένες, διαμαντοστολισμένες καὶ μακιγιαρισμένες φιλενάδες τους καὶ περνοῦσαν σὰν περιφρονητικοὶ ἀφεντάδες μπρὸς ἀπὸ τοὺς πάγκους. Ὁ τρόμος, ἡ ἁρπακτικότητα, ἡ ἀθλιότητα καὶ ἡ διαφθορὰ συναναστρέφονταν μεταξύ τους στὴν πλατεία. Ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα ἄκουγε τὰ βιαστικὰ παζαρέματα καὶ παρακολουθοῦσε μὲ λυπητερὸ βλέμμα τὰ τρόφιμα ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ χέρι σὲ χέρι. Οἱ ἔμποροι ἔκοβαν μὲ τὸ μάτι 2

αὐτὴ τὴν κουρελιάρα ζητιάνα, ποὺ μόλις καὶ στεκόταν στὰ πόδια της, καὶ ἀποστρέφανε τὸ πρόσωπό τους μὲ περιφρόνηση. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ δαύτους τῆς ψιθύρισε: Στὸν σκουπιδοντενεκέ, γριά. Ἡ προσβολὴ ὡστόσο λειτούργησε γιὰ τὴν Ἄννα Βασίλιεβνα σὰν συμβουλή. Θυμήθηκε ὅτι πράγματι ὑπῆρχε στὴν ἄκρη τῆς πλατείας κάτι σὰν τεράστιος τσίγκινος κάδος ὅπου πετοῦσαν τὰ ψαροκόκαλα, τὸ τελείως χαλασμένο κρέας, τ ἀπομεινάρια λαχανικῶν. Ἀναμφίβολα, θὰ μποροῦσε κάτι νὰ βρεῖ ἐκεῖ. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα, στράφηκε φοβισμένη, λὲς καὶ κάποιος θὰ μποροῦσε ν ἀκούσει τὴ σκέψη της καὶ νὰ ἐπωφεληθεῖ πρὶν ἀπ αὐτήν. Ἄρχισε νὰ βαδίζει μὲ μικρά, βιαστικὰ βήματα. Ἀπὸ τὰ φθαρμένα πνευμόνια της ἔβγαινε μὲ δυσκολία ἡ ἀνάσα της, καὶ εἶχε ξεχάσει ὅτι τὸ χιόνι ἔκαιγε τὰ σχεδὸν γυμνὰ πόδια της ἔτρεμε σύγκορμη ἀπὸ ζωώδη πόθο. Σὰν ἔφτασε στὸ μέρος ποὺ γνώριζε, τὴν ἔπιασε τρέμουλο χαρᾶς. Δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἐκεῖ. Θὰ μποροῦσε μὲ τὴν ἡσυχία της νὰ χορτάσει τὴν πείνα της. Πλησίασε τὸν σκουπιδοντενεκὲ κι ἅπλωνε ἤδη τὰ χέρια της, ὅταν μιὰ γκρίζα μάζα, ξαπλωμένη κατὰ μῆκος τοῦ κάδου, ποὺ τὰ θολωμένα ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ἐλπίδα μάτια της δὲν τὴν εἶχαν διόλου ἀντιληφθεῖ, ἀνορθώθηκε μπροστά της γρυλίζοντας. Ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα ἔκανε πίσω καὶ στὴν ἀρχὴ δὲν ἀναγνώρισε καθόλου πὼς ἦταν σκύλος τὸ ἄγριο ζῶο ποὺ βρέθηκε μπροστά της. Τὸ δέρμα του κολλοῦσε στὴ ραχοκοκαλιὰ καὶ στὰ πλευρά του καὶ κρεμόταν στὴ χαλαρωμένη του κοιλιά. Τὸ τρίχωμά του ἦταν τόσο σκληρό, ποὺ ἔμοιαζε μὲ ξερό, κοντοκομμένο σανό. Οἱ κυνόδοντές του ἔδειχναν νὰ ἔχουν παραταχθεῖ γιὰ μάχη στὸ μισάνοιχτο στόμα του τὰ μάτια του ἦταν θολωμένα καὶ αἱματώδη. Τὸ ζῶο ἔγρουξε, ἀνορθωμένο μπρὸς στὸν σκουπιδοντενεκέ, καὶ δὲν ἐπέτρεπε διόλου νὰ τὸν πλησιάσουν. Ὅμως, ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ φύγει. Ἔπρεπε νὰ φάει, ἀκόμα κι ἂν ἔπρεπε νὰ πεθάνει καὶ προχώρησε. Μὲ τὰ χείλη του τραβηγμένα, τὸ ζῶο συστάλθηκε γιὰ νὰ χυμήξει. Τὰ σφιγμένα του ὅμως νεφρὰ χαλάρωσαν ἀπότομα, καὶ κάτι σὰν ἀνησυχία πέρασε ἀπὸ τὸ καυτὸ βλέμμα του. Πῆγε κι ἔβαλε τὸ μουσούδι του στὰ γυμνὰ πόδια τῆς γυναίκας καὶ τὰ ὀσμίστηκε προσεκτικά. Τότε, ἀνάμεσα στ ἀφτιά του, ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα διέκρινε ἕνα ρόδινο σημάδι. Τὸ σκυλὶ ὀπισθοχώρησε, σὰν μὲ λύπη του, καὶ κάθισε μερικὰ βήματα παραπέρα. Παραχωροῦσε τὴ θέση του. Χωρὶς ν ἀσχοληθεῖ μαζί του, ἡ Ἄννα Βασίλιεβνα ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν σκουπιδοντενεκὲ καί, ἐνῶ τὸ ζῶο τὴν παρακολουθοῦσε μὲ τὰ λυπημένα του μάτια, βάλθηκε νὰ ψάχνει, νὰ ψάχνει... Τὰ λυμένα γκρίζα της μαλλιὰ μπλέκονταν μὲ τὰ σκουπίδια. Ο ΔΗΜΙΟΣ ΠΟΥ ΠΟΥΛΟΥΣΕ ΠΑΛΙΑ ΡΟΥΧΑ Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΖΙΛΑΝΙΝ ζοῦσε μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του σ ἕνα ἀπομονωμένο σπίτι. Ἕνα βράδυ, ἐνῶ ἡ πόλη τυλιγόταν μὲ τὸ σάβανο ἑνὸς χιονισμένου δειλινοῦ, οἱ πράκτορες τῆς Τσεκὰ 1 ἦρθαν νὰ συλλάβουν τὸν νέο. Ὅταν τὸ φορτηγό τους σταμάτησε μπρὸς στὴν πόρτα, ἦταν μόνος του καὶ ἀσχολιόταν μὲ τὸ στρώσιμο τοῦ τραπεζιοῦ γιὰ τὸ βραδινὸ φαγητό. Ἂν καὶ δὲν εἶχε διαπράξει τίποτε τὸ ἐπιλήψιμο, δὲν ξαφνιάστηκε διόλου ἀπ αὐτὴ τὴν ἐπίσκεψη, καθὼς εἶχε συνηθίσει στὴν ἰδέα πὼς ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου εἶναι ἐφήμερα πράγματα. Ὡστόσο, ἀπὸ μιὰν ἀνάγκη μεθοδικότητας, καὶ προκειμένου νὰ ἔχει τὸ μυαλό του ἥσυχο, ζήτησε νὰ δεῖ τὸ ἔνταλμα σύλληψής του. Οἱ ἀστυνομικοὶ δέχτηκαν νὰ τοῦ τὸ δείξουν, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν ν ἀφήσει δυὸ λέξεις ποὺ νὰ εἰδοποιοῦσαν τὴ μάνα του. 1. Ἑληνικὴ μεταγραφή τοῦ ρωσικοῦ ἀρκτικόλεξου τῆς ὀργάνωσης «Ἔκτακτη Πανρωσικὴ Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν Καταστολὴ τῆς Ἀντεπανάστασης καὶ τῆς Δολιοφθορᾶς». Πρόκειται γιὰ τὴν περιβόητη σοβιετικὴ μυστικὴ ὑπηρεσία ποὺ ἱδρύθηκε στὶς 20 Δεκεμβρίου 1917 ἀπὸ τὸν Πολωνὸ Ντερζίνσκι. (Σ.τ.μ.) 3

Οἱ ὁδηγίες ποὺ ἔχω λάβει σᾶς ἀπαγορεύουν κάθε ἐπαφὴ μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, τοῦ εἶπε ὁ κομισάριος, ποὺ τὰ ἄτονα μάτια του κι ἕνα σγουρὸ μουστάκι τοῦ ἔδιναν τὴν ὄψη ἀκίνδυνου ὑπαλληλάκου, ἀλλὰ ποὺ πασπάτευε νευρικὰ τὴν κάννη τοῦ περιστρόφου του, ἔτσι ποὺ ὁ Ζιλάνιν δὲν ἐπέμεινε καθόλου. Κοίταξε τὸ παλτό του ποὺ κρεμόταν στὸν τοῖχο καὶ σκέφτηκε: «Καλύτερα νὰ μὴν τὸ πάρω μαζί μου. Ἡ μητέρα μου θὰ μπορέσει νὰ ζήσει μερικὲς μέρες ἀπ αὐτό». Ἔτσι, ἀνέβηκε στὸ βαρὺ ὄχημα, φορώντας μονάχα τὸ συνηθισμένο του χοντρὸ πράσινο πουλόβερ μὲ τὶς ἄσπρες ρίγες, κι ἀναχώρησε μοιρολατρικὰ γιὰ τὴ φυλακή. Ὅταν ἡ Σοφία Ἰβάνοβνα ἐπέστρεψε στὸ ἄδειο σπίτι, στάθηκε κατάπληκτη καὶ γεμάτη ἀγωνία μπρὸς στὸ γυμνὸ τραπέζι. Δὲν θέλησε ἐντούτοις νὰ καταλάβει. Εἶπε μέσα της πὼς ὁ γιός της εἶχε προσκληθεῖ ξαφνικὰ στὸ σπίτι φίλων του ἢ συγγενῶν του καὶ παρ ὅλη τὴ νυχτερινὴ ἀπαγόρευση κυκλοφορίας, ἔτρεξε σὲ ὅλες τὶς οἰκογένειες ποὺ γνώριζε γιὰ νὰ τὸν βρεῖ. Ἐπέστρεψε σπίτι της ἐξουθενωμένη, μὲ τὸ σαγόνι της νὰ τρέμει, ἀλλ ἀποφασισμένη νὰ ἐξακολουθήσει νὰ ἐλπίζει. Τὴν ἑπομένη μονάχα ἔμαθε ἀπὸ τοὺς γείτονες πὼς ἕνα φορτηγὸ εἶχε σταθμεύσει μπρὸς στὸ σπίτι της καὶ πώς, μὲς στὸ χλωμὸ βράδυ, ἄντρες ντυμένοι στὰ δερμάτινα εἶχαν κατέβει ἀπ αὐτό. Τότε, κλείστηκε στὸ σπίτι της καὶ παρέμεινε ὁλόκληρη τὴ μέρα ὁλομόναχη, ἀποσβολωμένη, παρακολουθώντας μέσ ἀπὸ τὸ παγωμένο τζάμι τὸ παιχνίδισμα τῶν νιφάδων τοῦ χιονιοῦ, ποὺ ἀλληλοκυνηγιόντουσαν ἀσταμάτητα σὰν πετούμενα ἄσπρα μυγάκια. Κατόπιν, γιὰ μία ἑβδομάδα ἔψαχνε νὰ βρεῖ τὸν γιό της. Κάθε μέρα πήγαινε στὴν ἕδρα τῆς Τσεκὰ τῆς πόλης καὶ ἀνάλογα κάθε φορὰ μὲ τὴ διάθεση τῶν φρουρῶν, ἔπαιρνε ἀσαφεῖς ἢ χονδροειδεῖς ἀπαντήσεις, γεγονὸς ποὺ δὲν κατάφερνε νὰ διαλύσει τὴν τρομοκρατημένη πραότητα ποὺ θαρρεῖς καὶ εἶχε πετρώσει στὸ πρόσωπό της. Θέλησε νὰ δεῖ τοὺς καταλόγους τῶν τουφεκισμένων τῆς ἀπάντησαν πὼς ἦταν ἀπόρρητοι. Μερικὲς φορὲς παρέμεινε ὧρες ὁλόκληρες ὀνειροπολώντας μὲς στὸ χιόνι ποὺ ἔπεφτε, μπροστὰ στὸ μυστηριῶδες κτίριο, ποὺ τὰ ὑπόγειά του ἔκρυβαν τόσες ἀνθρώπινες ὀδύνες καὶ ἀγωνίες κι ἀπὸ ὅπου τὰ χαράματα ἔφευγαν φορτηγάκια φορτωμένα πτώματα, καλυμμένα μ αἱματοβαμμένο μουσαμά. Ἡ Σοφία Ἰβάνοβνα ἔπρεπε ὡστόσο νὰ ζήσει. Ἕνα πρωὶ ποὺ διαπίστωσε πὼς ὅλες της οἱ προμήθειες εἶχαν ἐξαντληθεῖ, πῆρε μηχανικὰ κάποια σεντόνια κι ἔφυγε γιὰ τὴν ἀγορά. Ἔφτασε ἐκεῖ ἀπὸ νωρίς, ὁπότε οἱ ἔμποροι δὲν εἶχαν φτάσει ἀκόμη ὅλοι τους. Καθὼς ὅμως τὴν ἔκαιγε ἡ ἀδημονία νὰ τελειώνει γρήγορα μὲ τούτη τὴν ἱστορία, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει μπρὸς στὸ ἀποτρόπαιο ἐκεῖνο κτίριο ποὺ τῆς εἶχε γίνει ἐμμονή, ἡ Σοφία Ἰβάνοβνα δὲν θέλησε καθόλου νὰ περιμένει τοὺς ἀγοραστές. Πλησίασε ἕναν μουζίκο ποὺ βρισκόταν ἀραχτὸς στὸ ἕλκηθρό του καὶ τοῦ πρόσφερε τὰ σεντόνια της σὲ τόσο ἐξευτελιστικὴ τιμή, ποὺ ὁ ἄλλος, ἀφοῦ τὴν πλήρωσε, σταυροκοπήθηκε ἀπὸ πρόληψη. Η Σοφία Ἰβάνοβνα ἔχωσε μέσα στὸ μανίκι της τὰ κάποια χαρτονομίσματα μόλις τὰ πῆρε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ μέρος ὅπου πήγαινε συνήθως. Δὲν εἶχε ὡστόσο ἀκόμη φύγει ἀπὸ τὴν ἀγορά, ὅταν βοὴ ἀκούστηκε γύρω της καὶ τὴν ἔκανε νὰ σταθεῖ. Ὁ Κινέζος, ὁ Κινέζος, ἔρχεται ὁ Κινέζος! Θά λεγε κανεὶς πὼς ἦταν κάποιο σύνθημα. Ἀπ ὅλες τὶς γωνιὲς τῆς ἀγορᾶς γυναῖκες κατέφταναν: γριὲς ποὺ τρέκλιζαν στὰ ξυλιασμένα ἀπ τὸ κρύο πόδια τους καὶ μουρμούριζαν ἀκατανόητα λόγια, νέες ποὺ βάδιζαν γρήγορα λαχανιάζοντας, φτωχὲς ρακένδυτες καὶ γεμάτες ἀποστήματα, νεοαστὲς ποὺ οἱ γοῦνες τους πρόδιδαν τὴν εὐμάρειά τους, ὅμως ὅλες τους μ ἕνα νοσηρὰ ἀπλανὲς βλέμμα καὶ τὸ σφίξιμο ἐκεῖνο στὰ χείλη ποὺ μαρτυρεῖ τὴν ἀγωνία. Νιώθοντας ἀμυδρὰ σ αὐτὲς τὶς γυναῖκες ἕνα ἀδελφικὸ βάσανο, ἡ Σοφία Ἰβάνοβνα ἀκολούθησε τὴν ἀνήσυχη ὁμάδα τους κι ἄκουσε τὶς κοφτές τους κουβέντες. Εἶχε δυὸ μέρες νὰ φανεῖ. Ἐπειδὴ δὲν ἔγιναν ἐκτελέσεις. Ἡ Σοφία Ἰβάνοβνα ζήτησε ἐξήγηση ἀπὸ μιὰ γριὰ χωριάτισσα ποὺ βάδιζε στὸ πλάι της. 4

Εἶναι μαθὲς ὁ δήμιος, μητερούλα, τῆς ἀποκρίθηκε. Δὲ μιλάει ρούσικα, μὰ ὅλο καὶ κάτι μπορεῖς νὰ μάθεις ἀπὸ δαῦτον. Γρήγορα ἔφτασαν οἱ γυναῖκες στὸν ἄντρα πρὸς τὸν ὁποῖο κατευθύνονταν. Τὸν περιτριγύρισαν στενά, ἀναρριγώντας καὶ σωπαίνοντας. Ἦταν ἕνας πελώριος Κινέζος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ συναντάει κανεὶς στὶς ἐπαρχίες τοῦ Βορρᾶ. Φοροῦσε ἕναν γούνινο σκοῦφο ποὺ συνέθλιβε τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ κτηνώδη, πλακουτσωτὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τ ἄσπλαχνα μάτια, ποὺ τὸ χρῶμα τους ἔμοιαζε νὰ εἶναι ἡ παράξενη ἀνταύγεια τῆς χακὶ χλαίνης ποὺ τὸν κάλυπτε. Τὰ βρομερὰ χείλη του ἀνοιγόκλειναν καθὼς ἀπευθυνόταν στοὺς πελάτες, ἀφήνοντας νὰ βγαίνει μιὰ βραχνὴ φωνή. Μὲ τὰ τεντωμένα σὰν προθῆκες, μακριὰ μπράτσα του, πρότεινε πουκάμισα, σακάκια, παλτά, μιὰ ὁλόκληρη παράξενη σειρὰ λεκιασμένων παλιόρουχων. Ἡ Σοφία Ἰβάνοβνα κατάλαβε. Τὰ παλιόρουχα ἐτοῦτα ἦταν τὸ σκύλευμα τῶν θυμάτων, ἡ λεία τοῦ δήμιου, ποὺ τὴ μάζευε ἀπὸ τὰ χλιαρὰ ἀκόμη σώματα, καὶ ὅλες ἐτοῦτες οἱ γυναῖκες ἦταν οἱ μανάδες, οἱ ἀρραβωνιαστικές, οἱ κόρες ποὺ ἔρχονταν νὰ διαβάσουν στὸ ἐμπόρευμα τοῦ Κινέζου τὴν τύχη τῶν ἀγνοουμένων τους. Κάτι σὰν τρομερὸς σπασμὸς ἔκανε τὴ Σοφία Ἰβάνοβνα νὰ μαζευτεῖ. Τὰ θολωμένα ἀπὸ τὸν τρόμο μάτια της δὲν μπόρεσαν στὴν ἀρχὴ νὰ διακρίνουν τίποτα ὕστερα, ξαφνικά, πῆγαν καὶ στυλώθηκαν σ ἕνα πράσινο πουλόβερ μὲ ἄσπρες ρίγες, ποὺ ὁ δήμιος ἀνέμιζε στὴν ἄκρη τοῦ χεριοῦ του. Στέναξε σιωπηλὰ κι ἔπεσε στὰ γόνατα, ἐνῶ οἱ ἄλλες γυναῖκες παραμέριζαν γιὰ ν ἀφήσουν νὰ περάσει ὁ δήμιος ποὺ πουλοῦσε παλιὰ ροῦχα προχωρώντας μὲ ἤρεμο βάδισμα, βγάζοντας μονότονες κραυγὲς καὶ περιφέροντας τὸν θάνατο στ ἁπλωμένα του μπράτσα. * Τίτλος πρωτοτύπου: «Au marché (I. La Poubelle, II. Le Bourreau fripier)», La Steppe rouge [Ἡ κόκκινη στέπα], ἐκδ. Gallimard/folio, 2005, σσ. 103-116. Ἡ ἴδια μετάφραση δημοσιεύτηκε ἐπίσης στὸ περιοδικὸ Ἐντευκτήριο, τχ 86, Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2009, σσ. 43-48. Ὁ ρωσοεβραϊκῆς καταγωγῆς γάλλος λογοτέχνης, δημοσιογράφος καὶ μέγας τυχοδιώκτης Ζοζὲφ Κεσὲλ (Joseph Kessel) γεννήθηκε στὶς 10 Φεβρουαρίου 1898 στὴν ἀργεντίνικη πόλη Κλάρα καὶ πέθανε στὶς 23 Ἰουλίου 1979 στὸ Παρίσι. Διετέλεσε μέλος τῆς Γαλλικῆς Ἀκαδημίας ἀπὸ τὸν Νοέμβριο 1962. Ἀπὸ τὴν πληθώρα τῶν βιβλίων ποὺ συνέγραψε ἂς ἀναφερθοῦν ἐνδεικτικὰ τὰ ἑξῆς: La Steppe rouge [Ἡ κόκκινη στέπα, 1922], Les Captifs [Οἱ αἰχμάλωτοι, 1926], Ἡ ὡραία τῆς ἡμέρας (Belle de jour, 1928), Ἡ περαστικὴ τοῦ Σὰν-Σουσί (La Passante du Sans-Souci, 1936), L Armée des ombres [Ἡ στρατιὰ τῶν ἴσκιων, 1943], Στὸ μεγάλο παζάρι (Αu Grand socco, 1952), Les Amants du Tage [Οἱ ἐραστὲς τοῦ Τάγου, 1954], La Vallée des Rubis [Ἡ κοιλάδα τῶν ρουμπινιῶν, 1955], Τὸ λιοντάρι (Le Lion, 1958), Oἱ καβαλάρηδες (Les Cavaliers, 1967). (Σ.τ.Μ.) 5