ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Α.- ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

-Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς επί των προϋποθέσεων της προσωρινής κρατήσεως

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Για την ενσωµάτωση των Οδηγιών 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

ΕΝΩΠΙOΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Νικολάου ΜΑΝΙΑΔΑΚΗ του Γεωργίου, κάτοικου Διονύσου Αττικής οδός Ξάνθου αριθμ.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Αριστοτέλης Ι. Χαραλαμπάκης

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ. Αρ. 243 ΠΚ: Παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

Ο Νόμος 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος

Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3818, 12/3/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ. «Πρόληψη και καταπολέµηση της εµπορίας ανθρώπων και προστασία των θυµάτων αυτής»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6312-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 168/2014

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (23.10) (OR. en) 14826/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0036 (COD)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5969-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 181/2014

DGD 2 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 27 Ιανουαρίου 2016 (OR. en) 2013/0407 (COD) PE-CONS 63/15 DROIPEN 136 COPEN 299 CODEC 1435

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Θεσσαλονίκη 14 και 15 Μαρτίου

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Νομοθετικές πράξεις) ΟΔΗΓΙΕΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4979-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 142 /2014

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4154, 31/12/2007

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Transcript:

ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2008-2009 1

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Λ. ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: Ο αποδεικτικός περιορισμός του άρθρου 211 α ΚΠΔ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΚΩΤΟΥΛΑ ΜΑΡΙΑ (Ι.Κ.Υ.) 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 6 2. Η ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 9 3. Η ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ 14 4. Ο ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ 20 5. ΣΚΟΠΟΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 211 Α ΚΠΔ 27 6. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 35 «η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία» 36 «προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη» 37 «μόνη δεν είναι αρκετή» 42 «για την καταδίκη του κατηγορουμένου» 47 7. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 211 Α ΚΠΔ 52 8. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ 211 Α ΚΠΔ 58 9. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΔΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 211 Α ΚΠΔ 64 3

10. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 211 Α ΚΠΔ 70 11. ΤΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΙΩΠΗΣ ΚΑΙ ΜΗ ΑΥΤΟΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 211 Α ΚΠΔ 74 12. ΑΝΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 211 Α ΚΠΔ 80 13. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ 87 14. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 89 Ελληνική 89 Ξενόγλωσση 94 15. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 95 ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ 95 ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ 99 4

Συντομογραφίες Α.Π. = Άρειος Πάγος Αρ. = αριθμός Αρμ. = Αρμενόπουλος, νομικό περιοδικό Βλ. = βλέπε Δ.Σ.Α.Π.Δ..= Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα Εδ = εδάφιο Εισ. = Εισαγγελέας Επ.= επόμενα ΕΣΔΑ = Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΔΔΑ = Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφ = Εφετείο ΚΠολΔ = Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Κτλ = και τα λοιπά ΚΔΔ = Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας Μον = Μονομελές Ν. = Νόμος ΝοΒ = Νομικό Βήμα, νομικό περιοδικό Ό.π. = όπου παραπάνω ΠΚ = Ποινικός Κώδικας Πχ = παραδείγματος χάριν Σελ = σελίδα 5

1. Εισαγωγή Στην ποινική δίκη κυριαρχεί η αρχή της αναζήτησης της «ουσιαστικής αλήθειας», σε αντίθεση με την πολιτική δίκη, όπου αρκεί η «τυπική αλήθεια» 1. Το έργο του Δικαστηρίου είναι η απονομή δικαιοσύνης και τούτο αφορά τον πραγματικά υπαίτιο της τέλεσης εγκλήματος. Η δε ανακάλυψη αυτού ανατίθεται σε όργανα της ποινικής δικαιοσύνης, των οποίων οι ενέργειες ρυθμίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ηγετικό ρόλο στις ενέργειες προς την ανακάλυψη και τιμωρία έκαστου ενόχου έχει το Δικαστήριο. Χαρακτηριστικές αρχές του ποινικού δικαίου καθορίζουν και οριοθετούν τον πρωταρχικό ρόλο του Δικαστηρίου. Η αρχή της ανακρίσεως, βάσει της οποίας την ευθύνη συλλογής του ανακριτικού, και μετέπειτα αποδεικτικού, υλικού έχει το Δικαστήριο. Η συγκέντρωση του αποδεικτικού αυτού υλικού, λαμβάνει χώρα από όργανα, δρώντα στα πλαίσια της νομιμότητας, όπως ο Κώδικας ορίζει, και κατ εντολή των δικαστικών αρχών. Η αρχή του απεριόριστου αριθμού των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την οποία στην ποινική δίκη επιτρέπεται να εκτιμηθεί και να ληφθεί υπόψη αρχικά από το Δικαστήριο κάθε είδους αποδεικτικό μέσο. Ως εκ τούτου, στην ποινική δίκη απουσιάζει ο κλειστός αριθμός αποδεικτικών μέσων που κυριαρχεί στην αστική δίκη, και ο,τιδήποτε δύναται εν αρχή να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο. Η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, αρχή της ηθικής απόδειξης, σύμφωνα με την οποία, δύναται να εκτιμηθεί και να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο ελεύθερα έκαστο αποδεικτικό μέσο, και μάλιστα οι δικαστές κρίνουν «κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής του». 1 Σπινέλλης Διονύσης (1986) «αποδεικτικές απαγορεύσεις στην ποινική δίκη», Ποινικά Χρονικά ΛΣΤ, 865, όπου παρατίθενται αναλυτικώς οι αρχές που απορρέουν από την θεμελιώδη αρχή της αναζήτησης της αλήθειας, καθώς και ο ρόλος του Δικαστηρίου στην αναζήτηση αυτή. 6

Στο πλαίσιο αυτών των αποφασιστικών ενεργειών και της εν γένει «ελευθερίας δράσης» που προσδίδεται στα δικαστικά όργανα, κατά τη συλλογή και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, καθίσταται αναγκαία η οριοθέτηση της δράσης τους. Στόχο και σκοπό της οριοθέτησης και κατ επέκταση του περιορισμού ενεργειών των δικαστικών οργάνων αποτελεί η προστασία του κατηγορουμένου και όχι μόνο. Οιεσδήποτε απαγορεύσεις και περιορισμοί τίθενται στα δικαστικά όργανα στα πλαίσια της δίκης σχετικά με τη συλλογή και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού θεμελιώνονται κυρίως στο γεγονός της στάθμισης και εξισορρόπησης των αντιτιθέμενων συμφερόντων, δηλαδή τόσο της αναζήτησης της αλήθειας όσο και της προστασίας της κοινωνίας και του ατόμου. Οι περιορισμοί αυτοί δύναται να νοηθούν και ως φραγμοί στην αναζήτηση της αλήθειας, ωστόσο ο λόγος θέσπισης τους έγκειται ακριβώς στην νομοθετική (και συνταγματική) αναγνώριση της υπεροχής ορισμένων αξιών έναντι της ανάγκης δικαστικής διερεύνησης της αλήθειας 2. Τούτο, άλλωστε, δικαιολογείται καθώς η γενικότερη θεώρηση του δικονομικού μας συστήματος, στηρίζεται στην αρχή που δεν αναζητεί την αλήθεια με οιοδήποτε τίμημα 3, 4. 2 Τσόλιας Γρηγόρης, (2002) «το 211 Α ΚΠΔ ανάμεσα στην ηθική απόδειξη και στην δεσμευτικότητα των αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική δίκη», Ποινικά Χρονικά, ΝΒ, 178, αλλά και Δημητράτου Ν, Η εξέλιξη του θεσμού των αποδεικτικών απαγορεύσεων ΠοινΧρ ΝΑ/7 με παραπομπές στις υποσημειώσεις 27-28. 3 Δαλακούρας Θεοχάρης (1996), «Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα : δογματικές βάσεις για τη θεμελίωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική δίκη», Ποινικά Χρονικά ΜΣΤ, 321, όπου και παραπομπή στην αντίστοιχη διατύπωση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (BGHSt. 14,365), κατά την οποία «δεν αποτελεί αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου η αναζήτηση της αλήθειας με οποιοδήποτε τίμημα». 4 Δημόπουλος Παναγιώτης (1996) «διατύπωση απόψεων ενόψει της σπουδαιότητας των ρυθμίσεων, οι οποίες εισήχθησαν με τον Ν 2408/1996, με σκοπό την ορθή εφαρμογή τους», Ποινικά Χρονικά, ΜΣΤ, 1166. 7

Περιορισμό σε αποδεικτικό επίπεδο εισάγει και το άρθρο 211α στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο «μόνη η μαρτυρική κατάθεση του ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου». Προκειμένου για την ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως, κρίνεται απαραίτητη η προσέγγιση της εν γένει αποδεικτικής αξίας των δηλώσεων του κατηγορουμένου, τόσο σε προδικαστικό επίπεδο, όσο κυρίως στην ακροαματική διαδικασία, προκειμένου να διασαφηνισθεί η αποδεικτική αξία αυτών, και δη της απολογίας του. Ειδικότερα, στο πέρασμα του χρόνου προκάλεσε προβληματισμούς η νομική φύση της απολογίας του κατηγορουμένου ως αποδεικτικό μέσο, μέσο ανακρίσεως και ως μέσο υπεράσπισης. Προτού, λοιπόν, διερευνηθεί η αποδεικτική αξία των δηλώσεων του κατηγορουμένου για τον συγκατηγορούμενό του, δέον όπως οριοθετηθεί η εν γένει αποδεικτική αξία της απολογίας του. 8

2. Η αποδεικτική αξία της απολογίας του κατηγορουμένου Η απολογία του κατηγορουμένου αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο τμήμα της ποινικής δίκης, σε κάθε στάδιο αυτής, και τούτο θεμελιώνεται στη δικαιολογητική συνείδηση του ανθρώπου 5, βάσει της οποίας δεν δύναται να δικασθεί ο κατηγορούμενος άνευ απολογίας του. Η δε βαρύτητα που προσδίδεται στην απολογία του κατηγορουμένου, καθίσταται σαφής από το σύνολο και το πνεύμα των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, βάσει του οποίου η απολογία μετουσιώνεται κυρίως σε κορυφαία εκδήλωση της συμμετοχής του κατηγορουμένου στην αποδεικτική διαδικασία. Η θέση της απολογίας, και ως εκ τούτου η νομική της φύση, ποικίλει στο πέρασμα του χρόνου, και στις εναλλαγές των δικονομικών συστημάτων, κατά τα οποία αποτελούσε άλλοτε μέσο ανάκρισης και άλλοτε μέσο υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Στα πλαίσια της νομικής φύσης της απολογίας ως μέσου ανακρίσεως, κυρίαρχο μέσο απόδειξης αποτελούσε (και αποτελεί ίσως) η ομολογία 6. «Ομολογία» του κατηγορουμένου 7 είναι η αποδοχή από την κατηγορούμενο των αληθινών εκείνων περιστατικών που αποτελούν την ιστορική βάση της εναντίον του κατηγορίας, και η εν γένει αποδοχή γεγονότος επιβλαβής για αυτόν 8. 5 Μπάκας Χρήστος (1987), «το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη», Ποινικά Χρονικά ΛΖ, 481. 6 Δεδομένου ότι αυτή και σήμερα βάσει του άρθρου 178 ΚΠΔ αποτελεί ένα από τα αναγραφόμενα στο άρθρο αποδεικτικά μέσα. 7 Όπως ταύτη οριοθετείται και στο άρθρο 178 στ. δ ΚΠΔ 8 Συλίκος Γεώργιος (2006), «Η ομολογία του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη ως αλυσιτελές αποδεικτικό μέσο», Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 195. 9

Εν αρχή, λοιπόν, υπό το εξεταστικό σύστημα 9, που εξέφραζε στο χώρο του δικονομικού δικαίου την απόλυτη υποταγή του ατόμου στο απολυταρχικό κράτος, ο κατηγορούμενος ήτο επιφορτισμένος με την υποχρέωση συμβολής στην ανακάλυψη της αλήθειας, και κυρίως την «υποχρέωση ομολογίας», καθώς κατείχε τη θέση του απλού αντικειμένου της ποινικής καταστολής 10. «Άοπλος απέναντι στο πανίσχυρο κράτος» 11, διατηρούσε στο ακέραιο την υποχρέωσή του για την κατάθεση αληθινών γεγονότων, και η ομολογία του, σε αντίθεση με τα σημερινά διαλαμβανόμενα, αποτελούσε πλήρη απόδειξη ενοχής και χαρακτηριζόταν δε «βασίλισσα των αποδείξεων». Ως εκ τούτου ήτο και επιτρεπτή και επιβεβλημένη, μέχρις ενός σημείου, η απόσπαση αυτής με τη χρήση κάθε μέσου, καθώς η απολογία του ήτο ουσιαστικά ένας «αγώνας δρόμου για την απόσπαση της ομολογίας» 12. Παρά την επικράτηση του πολιτικού φιλελευθερισμού με την Γαλλική Επανάσταση και την αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων του ατόμου με τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη (1789), η ομολογία του κατηγορουμένου 9 Αναλυτικότερα, το καθεστώς της θέσης του κατηγορουμένου υπό το συγκεκριμένο ποινικό σύστημα. Henschel G. (1909) «Beilageheft» σελ. 14 επ., Rogall (1977) «Der Beschuldigte als Beweismittel gegensich selbst», σελ. 87 επ., Schreider H. (1968) «Die Sellung des Beschuldigen im Hinblick auf die Aussage nach formellem und materiellem Recht, σελ 11 επ. 10 Τριανταφύλλου Γεώργιος (1993) «η θέση του συγκατηγορουμένου στο ισχύον σύστημα απόδειξης», Ποινικά Χρονικά ΜΓ, 1076, όπου και αντίστοιχες παραπομπές κειμένων στις οποίες παρατίθεται αναλυτική εξέλιξη της θέσης του κατηγορουμένου στο σύστημα απόδειξης της ποινικής δίκης σε διαχρονικό και διατοπικό επίπεδο. 11 Γαρδίκας Κ. (1959) «Η αξία της δια μαρτύρων αποδείξεως εν τη ποινική δίκη», Ποινικά Χρονικά Θ, 185 12 Μπάκας Χρήστος ό.π., σελ. 491 10

παρέμεινε πρωταρχικός στόχος της ποινικής δίκης και πλήρη απόδειξη ενοχής, παρότι περιορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό τα μέσα για την απόσπαση αυτής 13. Η υποχρέωση αυτή του κατηγορουμένου για κατάθεση και αποκάλυψη της αλήθειας, διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια, με συνέπεια την πλήρη περιφρόνηση του τεκμηρίου της αθωότητας και την μετάθεση του βάρους αποδείξεως στην πλάτη του κατηγορουμένου. Υπό το σημερινό καθεστώς η απολογία του κατηγορουμένου συνεχίζει να διατηρεί ορισμένα στοιχεία που της προσδίδουν το χαρακτήρα του μέσου ανάκρισης 14. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο ανακρίνων και ο διευθύνων τη συζήτηση κατ άρθρον 366 παρ1 ΚΠΔ, δύναται να προβούν στην υποβολή ερωτήσεων μετά την απολογία του κατηγορουμένου, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δύναται να κληθεί προδικαστικά σε συμπληρωματική απολογία (κατ άρθρον 101 ΚΠΔ), καθώς και το γεγονός ότι κατ άρθρον 366 παρ 2, «αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατόν να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση», είναι ορισμένες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες χρησιμοποιούν την απολογία του κατηγορουμένου προς την επιβοήθηση του «ανακριτικού έργου» του Δικαστηρίου. Παρά ταύτα, κυρίως λόγω τόσο των περιορισμών που τέθηκαν στα δικαστικά όργανα, κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή της απολογίας, όσο και των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται την ίδια στιγμή στον κατηγορούμενο, έχει επικρατήσει η νομική φύση της απολογίας όχι ως ανακριτικού μέσου αλλά κυρίως ως μέσου υπεράσπισης. Ειδικότερα, η περιορισμένη δυνατότητα του διευθύνοντος τη συζήτηση να διακόψει τον κατηγορούμενο κατά τη στιγμή της απολογίας του μόνο όταν «επιμένει να απομακρύνεται από το θέμα» (366 παρ 1 ΚΠΔ), η απαγόρευση ορκοδοσίας του 13 Κατ αυτόν τον τρόπο καταργήθηκαν τα βασανιστήρια και η ορκοδοσία, και παρέμεινε στο δικαστή το δικαίωμα ερωτήσεων για την αποκάλυψη της αλήθειας και την απόσπαση ομολογίας. 14 Μπάκας Χρήστος ό.π., σελ 494, κατά το οποίο αναφέρεται η δυνατότητα του κατηγορουμένου για παρουσία δικηγόρου κατά τη στιγμή της απολογίας και σε προδικαστικό επίπεδο, η υποχρέωση να μη διακόπτεται τη στιγμή της απολογίας ο κατηγορούμενος από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, η απαγόρευση ορκοδοσίας, η ελεύθερη ανάκληση της ομολογίας. 11

κατηγορουμένου, η παράσταση δικηγόρου κατά τη στιγμή της απολογίας του, και στην προδικασία (κατ άρθρον 100 ΚΠΔ), το δικαίωμά του να λαμβάνει πάντοτε το λόγο τελευταίος (333 παρ 3 και 369 παρ 3 ΚΠΔ), αλλά κυρίως η υποχρεωτικότητά της απολογίας (και στην προδικασία κατ άρθρον 270 ΚΠΔ), προσδιορίζουν τη νομική φύση της απολογίας ως μέσου υπεράσπισης. Ακόμη δε και ως μέσο υπεράσπισης η αποδεικτική αξία της απολογίας του κατηγορουμένου, αλλά και της ομολογίας αυτού, είναι αδιαμφισβήτητη. Τούτο και βάσει του άρθρου 366 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο περιλαμβάνει την εξέταση του κατηγορουμένου στο κεφάλαιο των αποδεικτικών μέσων, όσο και βάσει του άρθρου 368 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά το οποίο εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση κηρύσσει το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας «αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος.». Η αποδεικτική αξία αυτής, ωστόσο, έχει πλέον περιορισθεί και προσδιορίζεται κατά πολύ διαφορετικό τρόπο, από ότι αναφέρθηκε ανωτέρω υπό το εξεταστικό σύστημα. Σήμερα, σε καμία περίπτωση η ομολογία του κατηγορουμένου δεν συμπίπτει με την έννοια της πλήρους απόδειξης, που απαιτεί ο νόμος για τη στοιχειοθέτηση της καταδίκης του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, και σε επίπεδο αναιρετικού ελέγχου, η ομολογία του κατηγορουμένου, δεν θεωρείται ότι καθιστά επαρκή θεμελίωση της δικανικής πεποίθησης και «ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση» της δικαστικής κρίσης 15. Κατά τα ανωτέρω, ακόμη και στην περίπτωση κατηγορουμένου, ο οποίος ομολογεί την άδικη πράξη για την οποία κατηγορείται, δεν θα ήταν δυνατή η καταδίκη του κατηγορουμένου, βασιζόμενη αποκλειστικά στα λεγόμενα του ιδίου. Σε αυτή την περίπτωση, ουσιαστικά θα μετατιθόταν η απόδειξη της κατηγορίας στα λεγόμενα του κατηγορουμένου και θα αποτελούσε κατάφορη παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, τα διδάγματα της δικαστικής πρακτικής καθιστούν σαφές ότι η ομολογία δύναται να έλκεται από διάφορους λόγους, τους 15 Συλίκος Γεώργιος (2006), ό.π., σελ. 195 12

οποίους είναι αδύνατο να γνωρίζει το δικαστήριο και για το λόγο αυτό, οφείλει να μην προκαταλαμβάνεται η κρίση του από την ύπαρξη της ομολογίας. Ως εκ τούτου, η κάθε ομολογία κατηγορουμένου (η οποία επιβαρύνει μόνο τον ίδιο) θα πρέπει να επαληθεύεται από όλα τα αποδεικτικά μέσα και να μην διαψεύδεται ή αναιρείται από κανένα από αυτά. Σε σχέση, λοιπόν, με την ομολογία του κατηγορουμένου, αυτή δεν ανατρέπει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου και εκτιμάται ελεύθερα τόσο η ομολογία όσο και η ανάκλησή της 16, ενώ έχει αναγνωριστεί στον κατηγορούμενο πλήρως το δικαίωμα σιωπής ή ακόμα και ψεύδους του 17, στα πλαίσια της μη αυτοενοχοποίησής του. Κατά τα ανωτέρω και ενώ εξ αρχής φαίνεται να περιλαμβάνει ο Κώδικας τα όσα διαλαμβάνει τα όσα αναφέρει ο κατηγορούμενος στην απολογία του στο ακροατήριο (αλλά και στην κατάθεση του προδικαστικά) στο ευρύτερο αποδεικτικό υλικό, η αποδεικτική αξία αυτών είναι ιδιαίτερα περιορισμένη σε σχέση με το παρελθόν και σε καμιά περίπτωση δεν είναι επαρκής αιτιολογία για την καταδίκη του κατηγορουμένου. 16 Υπ αριθμόν 237/1974 ΑΠ, Ποινικά Χρονικά ΚΔ 1974, σελ 537 17 Δασκαλόπουλος Ιωάννης (1964), «Περί της σχέσεως του άρθρου 227 παρ 3 ΠΚ προς τα άρθρα 223 παρ 4, 273 παρ1, 274, 342, 357 παρ 4 και 366 παρ 3 εδ β ΚΠΔ», Ποινικά Χρονικά ΙΔ, 251 13

3. Η αποδεικτική αξία της απολογίας του κατηγορουμένου για τον συγκατηγορούμενο Πέραν της αποδεικτικής αξίας των όσων, επιβαρυντικά για τον ίδιο, ο κατηγορούμενος αναφέρει στην απολογία του, ακόμη πιο προβληματική κρίνεται η αποδεικτική αξία των όσων ο κατηγορούμενος αναφέρει για συγκατηγορούμενό του. Ιδιαίτερα, απασχολεί το γεγονός της ιδιότυπης θέσης του κατηγορούμενου σε σχέση με τον συγκατηγορούμενό του, τη στιγμή που καταθέτει επιβαρυντικά για τον συγκατηγορούμενό του στοιχεία. Στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά συμπίπτει η κατά τα άλλα ασυμβίβαστη ιδιότητα του κατηγορουμένου και του μάρτυρα 18, και δη στην περίπτωση συγκατηγορουμένων, όταν ένας εξ αυτών καταθέτει επιβαρυντικά για τον άλλον στοιχεία, κατά τρόπο που η κατάθεση ή η απολογία αυτού να θεωρείται αποδεικτικό υλικό για την καταδίκη του συγκατηγορούμενού του 19. Γύρω από το ζήτημα αυτό διατυπώθηκαν πλείστες απόψεις. Κατά μια άποψη, λοιπόν, δεν δύναται να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία τα όσα επιβαρυντικά για τον συγκατηγορούμενό του ο κατηγορούμενος καταθέτει 20. Τούτο διότι το άρθρο 178 στοιχείο δ, περιλαμβάνει ως αποδεικτικό μέσο την ομολογία του κατηγορουμένου και όχι την απολογία αυτού. Ως εκ τούτου και κατά τη συγκεκριμένη άποψη, τα επιβαρυντικά για τον ίδιο τον κατηγορούμενο στοιχεία αποτελούσαν τμήμα του αποδεικτικού υλικού και αποδεικτικό 18 Η εξέτασή του συγκατηγορουμένου ως μάρτυρα προκαλεί σχετική ακυρότητα, κατ άρθρον 211 εδ β. Υπ αριθμόν 831/1975 απόφαση του ΑΠ, ποινικά Χρονικά 1976 ΚΣΤ, σελ 235 19 Τριανταφύλλου Γεώργιος, ό.π. σελ. 1078 20 Τριανταφύλλου Γεώργιος, ό.π. σελ. 1080 14

μέσο, κατά τον τρόπο που αυτά αποτελούσαν ομολογία, και όχι τα επιβαρυντικά για τον συγκατηγορούμενο, καθώς αυτά είναι μέρος της απολογίας και όχι της ομολογίας του 21. Το γεγονός, όμως, ότι ο κώδικας κάνει λόγο για «κυριότερα» αποδεικτικά μέσα, καθιστά σαφές ότι ο αριθμός των αποδεικτικών μέσων δεν είναι κλειστός και η αναφορά σε αυτά στο άρθρο 178 ΚΠΔ 22, κάθε άλλο παρά περιοριστική είναι. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε δεν υπάρχει αμφιβολία, βάσει των άρθρων 366 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το οποίο περιλαμβάνει την εξέταση του κατηγορουμένου στο κεφάλαιο των αποδεικτικών μέσων και το άρθρο 368 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά το οποίο εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση κηρύσσει το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας «αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος.», ότι τα όσα αναφέρει στην απολογία του ο κατηγορούμενος αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία. Εν συνεχεία, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι τα επιβαρυντικά για τον συγκατηγορούμενο στοιχεία που αναφέρει ο κατηγορούμενος, όχι απλώς αποτελούν αποδεικτικό μέσο, αλλά επώνυμο αποδεικτικό μέσο, καθότι ο κατηγορούμενος για τον συγκατηγορούμενο είναι «τρίτος», και ως εκ τούτου μάρτυρας, κατά τη διάταξη του άρθρου 178 ε Κώδικα Ποινικής Δικονομίας 23. Ωστόσο, η λογική αυτή προσκρούει στην έλλειψη των περιορισμών στους οποίους υπόκεινται και υποβάλλονται οι μάρτυρες (όπως το καθήκον αληθείας, η ορκοδοσία, καθώς και κυρίως ίσως το δικαίωμα των απευθείας ερωτήσεων από τον 21 Τριανταφύλλου Γεώργιος, ό.π. σελ 1080. Την άποψή του αυτή ενίσχυε το γεγονός ότι κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο σχέδιο διαγράμματος ο εισηγητής Γιωτόπουλος έκανε λόγο για διπλό χαρακτήρα της απολογίας ως μέσο υπεράσπισης και ως αποδεικτικό μέσο, αλλά μόνο σχετικά με τα επιβαρυντικά για τον ίδιο στοιχεία, δίχως να γίνεται λόγος για γενική αποδεικτική λειτουργία. 22 Αλλά και βάσει του άρθρου 179 ΚΠΔ που επιτρέπει κάθε είδους αποδεικτικό μέσο. 23 Βλ απόφαση ΕφΘράκης 36/88 Ποινικά Χρονικά ΛΗ, 423, όπου αποδέχεται την εισαγγελική πρόταση κατά την οποία οι απολογίες των συγκατηγορουμένων ενδέχεται να είναι «τα μόνα επιβαρυντικά και ενισχυτικά της κατηγορίας στοιχεία για τον κατηγορούμενο». 15

συγκατηγορούμενο και το συνήγορό του 24 κπλ), και ως εκ τούτου προβλημάτιζε έντονα η αξιοποίηση μιας τέτοιας κατάθεσης ή απολογίας και τούτη η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα προβληματική, λόγω της σαφής διάστασης που λαμβάνει πλέον η θέση του κατηγορουμένου με αυτή του μάρτυρα. Αντλώντας επιχειρήματα από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει με σαφήνεια το «ασυμβίβαστο» της ιδιότητας του μάρτυρος και του κατηγορουμένου 25. Ειδικότερα 26, στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ορίζεται η απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου, διαχωρίζοντας σαφώς τη θέση του από αυτή του μάρτυρα, άρθρο 72 ΚΠΔ «την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη». Την διάταξη αυτή δέον όπως την συσχετίσουμε με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά τις οποίες ο εισαγγελέας έχει δικαίωμα να ασκήσει in personam ποινική δίωξη είτε παραγγέλοντας προανάκριση ή ανάκριση είτε εισάγοντας την υπόθεση κατ ευθείαν στο ακροατήριο. Αλλά και με τη δεύτερη και τρίτη παράγραφο του άρθρου 243 ΚΠΔ, κατά τις οποίες ορίζεται η ιδιότητα του κατηγορουμένου και δίχως την κίνηση ποινικής δίωξης σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς τέλος και κατά το άρθρο 31 παρ 2 ΚΠΔ στο στάδιο της 24 Ως λόγος αποκλεισμού των ευθέων ερωτήσεων στον Σχέδιο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είχε προβληθεί η αποφυγή αντεγκλήσεων και διαπληκτισμών μεταξύ των κατηγορουμένων, που ενδέχεται να προβληθούν από την μεταξύ τους αντιπαράθεση. Άλλωστε, το δικαίωμα των απ ευθείας ερωτήσεων δύναται ευχερώς να στραφεί ενάντια στο δικαίωμα της σιωπής και της εν γένει υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ο οποίος κατά την απάντηση των ερωτήσεων θα αυτοενοχοποιείται ουσιαστικά. 25 Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης (1999) «Το άρθρο 211 Α ΚΠοινΔ ένας «ατελής» κανόνας αξιολογήσεως των αποδεικτικών μέσων;», Ποινικά Χρονικά ΜΘ, 885 26 Καλφέλης Γρηγόρης (1991) «Η σύμπτωση της ιδιότητας του μάρτυρα και του κατηγορουμένου στο ίδιο πρόσωπο», Υπεράσπιση/1991, 757 16

προκαταρκτικής εξέτασης 27. Από τα ανωτέρω προκύπτει με σαφήνεια η απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου, και το γεγονός ότι με την απόκτηση αυτής αποκλείεται η ιδιότητα του μάρτυρα στο ίδιο πρόσωπο 28. Το άρθρο 218 ΚΠΔ στην πρώτη παράγραφό του αναφέρει την υποχρέωση ορκοδοσίας των μαρτύρων, επί ποινής ακυρότητας, σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο, ο οποίος δεν ορκίζεται ως εξής: «Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια, θέτοντας το δεξιό του χέρι στο ιερό ευαγγέλιο, τον εξής όρκο: "Ορκίζομαι στο Θεό να πω με ευσυνειδησία όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε". Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη». Το άρθρο 350 ΚΠΔ ορίζει για το μάρτυρα, πάλι σε αντίθεση με τον κατηγορούμενο του οποίου η αποχώρησή επί ποινή απόλυτης ακυρότητας (πέραν εξαιρετικά προβλεπόμενων στον Κώδικα λόγων) είναι απαράδεκτη, την παρουσία των μαρτύρων στο ακροατήριο μόνο κατά τη στιγμή της κατάθεσης τους: «1. Πριν ακόμα αρχίσει η εξέταση μαρτύρων, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση παραγγέλει στους μάρτυρες να αποχωρήσουν στο δωμάτιο που είναι προορισμένο γι` αυτούς. 2. Οι μάρτυρες πριν από την εξέτασή τους οφείλουν να μην επικοινωνούν με κανέναν από αυτούς που έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ούτε να ακούν αυτά που λέγονται στη διαδικασία. 3. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση, αν το κρίνει αναγκαίο, διατάσσει τα πρόσφορα μέτρα για την αποφυγή οποιασδήποτε αθέμιτης επικοινωνίας». Τέλος, στο άρθρο 366 ΚΠΔ ορίζεται η θέση του κατηγορουμένου και τα δικαιώματα του τη στιγμή της απολογίας του, κατά τρόπο που με σαφή αντίθεση με τους μάρτυρες 27 Χριστοφορίδης Χριστόφορος (2000), «Ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του», Ποινικά Χρονικά Ν/2000, 865 28 Διαφορετική νομική θέση στην ποινική δίκη. Αντίστοιχα βλέπε και απόφαση 134/1963 ΑΠ, Ποινικά Χρονικά ΙΓ 1963, σελ 118 και 75/1964 Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας, Ποινικά Χρονικά ΙΔ 1964, σελ. 112 17

δεν ερωτάται από τον συγκατηγορούμενο ή τους συνηγόρους αυτού 29 και δεν διακόπτεται πλην συγκεκριμένων λόγων, ήτοι «1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος πρέπει να μη διακόπτεται, εκτός αν επιμένει να απομακρύνεται από το θέμα, και να μην εμποδίζεται στην αφήγηση περιστατικών που αποκρούουν την κατηγορία. Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους δικαστές. Οι υπόλοιποι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. 2. Αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση. 3. Ο κατηγορούμενος μπορεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας να συνεννοείται με το συνήγορό του, όχι όμως προκειμένου να δώσει απάντηση σε ερώτηση. Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί να απολογηθεί ή να απαντήσει σε ερώτηση, αυτό αναγράφεται στα πρακτικά». Παρά ταύτα γίνεται δεκτό ότι το ασυμβίβαστο της ιδιότητας μάρτυρα κατηγορουμένου κάμπτεται στην προδικασία, καθώς καταθέτει ως μάρτυρας σε προκαταρκτική εξέταση, πρόσωπο το οποίο κινεί ήδη υποψίες στο ερευνόμενο έγκλημα, άσχετα αν η κατάθεσή του αυτή είναι ανεπίδεκτη αξιολογήσεως μετέπειτα της κίνησης ποινικής δίωξης (31 παρ2), αλλά και στην προανάκριση όπου ενδέχεται να εξετασθεί μάρτυρας, ο οποίος μετέπειτα θα λάβει την ιδιότητα του συγκατηγορουμένου (προς την προστασία αυτού ορίζει το άρθρο 243 παρ2, 273 και 274 θεμελιώδη δικαιώματά του). Το σύνολο των διατάξεων, οι οποίες διαχωρίζουν την θέση του κατηγορουμένου από αυτή του μάρτυρα, αποκλείουν την αξιοποίηση των όσων επιβαρυντικών αναφέρει ο κατηγορούμενος για τον συγκατηγορούμενό του, ως «μαρτυρία». 29 Κατά το αγγλικό και το αμερικάνικο πρότυπο δίκης, ο κατηγορούμενος, ως απλό διάδικο μέρος, έχει δικαίωμα, αν το επιθυμεί, να ζητήσει να εξετασθεί ο ίδιος ως μάρτυρας υπεράσπισης (competent witness for the defence), υποβάλλοντας τον εαυτό του σε όλες τις υποχρεώσεις των μαρτύρων. 18

Ως εκ τούτου, τα όσα αναφέρει στην απολογία του ή στην εξέτασή του ο κατηγορούμενος αποτελούν αναμφισβήτητα αποδεικτικό μέσο, απλώς σε περίπτωση που αυτά επιβαρύνουν τη θέση του συγκατηγορούμενού του, η αξιολόγηση και η αξιοποίηση αυτών από το Δικαστήριο, προκάλεσε ιδιαίτερους προβληματισμούς σχετικά με τη δογματική θεμελίωσή τους, καθώς και την ανάγκη να οριοθετηθεί/περιορισθεί η αποδεικτική αξία αυτών. 19

4. Ο αποδεικτικός περιορισμός Προς την κατεύθυνση της οριοθέτησης της αποδεικτικής αξίας των όσων επιβαρυντικών για τον κατηγορούμενο αναφέρει ο συγκατηγορούμενος, λόγω κυρίως της ιδιότυπης θέσης αυτού στην ποινική δίκη, τέθηκαν, από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διατάξεις οι οποίες περιόριζαν την αποδεικτική αξία αυτών. Οι διατάξεις αυτές είναι γνωστές στον Ποινικό Κώδικα ως αποδεικτικοί περιορισμοί. Σε μια πρώτη προσπάθεια διερεύνησης των εν γένει περιορισμών που θέτει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, αξίζει να αναφερθεί ότι με τον όρο «αποδεικτικοί περιορισμοί» νοούνται οι περιορισμοί της εν ευρεία έννοιας αποδεικτικής διαδικασίας που αφορούν είτε στην απόκτηση είτε στην αξιοποίηση ορισμένου αποδεικτικού μέσου 30. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο κατηγορίες αποδεικτικών περιορισμών, ήτοι της απόκτησης και της αξιολόγησης του αποδεικτικού μέσου 31. Γίνεται δεκτό ότι η πρώτη κατηγορία περιορισμών αφορά εξαίρεση από την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, ενώ η δεύτερη εξαίρεση από την αρχή της ηθικής απόδειξης 32. Περαιτέρω, οι απαγορεύσεις αξιοποίησης αποδεικτικού υλικού διακρίνονται σε αυτοτελείς ή ανεξάρτητες και σε εξαρτημένες. Οι εξαρτημένες προϋποθέτουν πάντοτε την 30 Δαλακούρας Θεοχάρης (1996), «Απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα : δογματικές βάσεις για τη θεμελίωση των αποδεικτικών απαγορεύσεων στην ποινική δίκη», Ποινικά Χρονικά ΜΣΤ, 323 31 Σπινέλλης Διονύσης, ό.π. σελ. 878, κατά τον οποίο ο διαχωρισμός δεν είναι ιδιαίτερα εύκολος στο ελληνικό δίκαιο. 32 Δαλακούρας Θεοχάρης, ό.π. σελ. 323 και 324, όπου παρατίθενται και διαφορετικές ορολογίες αντί του όρου αποδείξεων, όπως «πληροφορίες», κάνοντας λόγο για «απαγόρευση απόκτησης και αξιολόγησης πληροφοριών», με περιορισμένη σημασία του γραμματικού χαρακτηρισμού. 20

παράνομη απόκτηση του αποδεικτικού υλικού 33, ενώ οι αυτοτελείς καταφάσκονται ανεξάρτητα από παράνομη ή μη απόκτηση των αποδεικτικών μέσων, καθώς για την στοιχειοθέτησή τους είναι αρκετή αυτή καθαυτή η δικαστική αξιοποίηση των αποδεικτικών μέσων που από μόνη της πλήττει θεμελιώδη και κατά κύριο λόγο συνταγματικώς κατοχυρωμένα έννομα αγαθά 34. Αρχικώς, τέθηκε σε ισχύ αποδεικτικός περιορισμός κατά το άρθρο 211 εδ β ΚΠΔ, 35 σχετικά με τα επιβαρυντικά στοιχεία που αναφέρει ο κατηγορούμενος για τον συγκατηγορούμενο, κατά τον οποίο «με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται, ακόμη και αν δεν τους επιβλήθηκε ποινή». Τούτος, είναι ένας αποδεικτικός περιορισμός, ο οποίος απαγορεύει την εξέταση ως μάρτυρες ήδη καταδικασθέντων συγκατηγορουμένων, προκαλώντας, ωστόσο, προβληματισμούς σχετικά με την έκτασή του. Ειδικότερα, η διάταξη στο γραμματικό της περιεχόμενο φαίνεται να επιτρέπει αρχικά την εξέταση κατηγορουμένου, ο οποίος δεν κηρύχθηκε (ακόμη) ένοχος, λόγω χωρισμού της δίκης. Ως εκ τούτου, εάν κατηγορούμενοι για συμμετοχή στην ίδια πράξη δικαζόταν 33 Για παράδειγμα η παραβίαση της απαγόρευσης εξέτασης μαρτύρων κατά το 212 παρ 1 του ΚΠΔ κατά το οποίο τίθεται απαγόρευση αξιοποίησης των ληφθεισών καταθέσεων, και η αγνόηση της απαγόρευσης αυτής συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, η οποία στηρίχθηκε στην συγκεκριμένη εξέταση. Δαλακούρας Θεοχάρης, ό.π. σελ., 325 34 Τέτοιου περιορισμού παράδειγμα αποτελεί η απαγόρευση αξιοποίησης κατά το άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ κατάθεσης υπόπτου, Δαλακούρας Θεοχάρης, ό.π. σελ. 326 35 Με το άρθρο 8 του νόμου 1160/1972 τέθηκε σε ισχύ η συγκεκριμένη διάταξη, επικυρώνοντας και το ασυμβίβαστο μεταξύ μάρτυρα και κατηγορούμενου, βλ. αντίστοιχα απόφαση υπ αριθμόν 1136/1987 Τμ Ε Αρείου Πάγου, Νομικό Βήμα τόμος 35, σελ 1278. Η δε νομολογία κατά την σε προγενέστερο χρόνο απόφαση 43/1956 ΑΠ, Ποινικά Χρονικά 1956, σελ 194 καθώς και 234/1971 ΑΠ, Ποινικά Χρονικά ΚΑ 1971, σελ 543 έκρινε ότι ουδεμία ακυρότητα υφίστατο από την εξέταση συγκατηγορουμένου στο ακροατήριο, και ουδένας λόγος αναιρέσεως προκύπτει, καθώς η περίπτωση του 211 β ήτο διαφορετική. 21

σε χωριστές δίκες, τίποτα δεν θα εμπόδιζε την εξέτασή τους ως μάρτυρες στη χωριστή δίκη που εκκρεμεί 36. Ωστόσο, η θεωρία είχε κάνει δεκτό ότι ανίκανοι προς μαρτυρία δεν είναι μόνο όσοι είχαν κηρυχθεί ένοχοι, αλλά οι εν γένει «κατηγορούμενοι», καθώς θεωρήθηκε ότι η αναφορά του άρθρου σε κηρυχθέντες ενόχους δεν είναι περιοριστική, δεδομένου ότι ο σκοπός της ανικανότητας προς μαρτυρία, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, δέον όπως επεκταθεί και στους κατηγορουμένους, των οποίων η υπόθεση είτε δεν έχει ακόμη εκδικασθεί είτε δεν έχει εκδοθεί απόφαση 37. Με τον τρόπο αυτό, η θεωρία διεύρυνε την εφαρμογή του συγκεκριμένου περιορισμού στους εν γένει συγκατηγορούμενους, θεωρώντας απαγορευμένη ουσιαστικά την εξ αρχής κατάθεση αυτών ως «μαρτυρία». Άλλωστε, στην εξέταση συγκατηγορούμενου ως μάρτυρα, στέκεται εμπόδιο και η εναλλαγή ρόλων του μάρτυρα και του κατηγορουμένου, η οποία για λόγους που προαναφέρθηκαν, είναι σε κάθε περίπτωση ασυμβίβαστη. Παραβιάζεται ουσιαστικά το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου-μάρτυρα, ο οποίος θα κατέθετε εν είδη ομολογίας ουσιαστικά, με τον ενδεχόμενο κίνδυνο να αξιοποιηθούν τα όσα είχε καταθέσει εναντίον του, κατ άρθρον 364 παρ 2 Κ.Π.Δ. 38. 36 Τριανταφύλλου Γεώργιος ό.π., σελ. 1092, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά την περίπτωση της γερμανικής πρακτικής, κατά την οποία προκαλούνταν χωρισμός των δικών που αρχικά ήταν ενωμένες, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η εξέταση των μαρτύρων-κατηγορουμένων. Η πρακτική αυτή του πρόσκαιρου χωρισμού των δικών, κρίθηκε από το γερμανικό ακυρωτικό δικαστήριο ότι είναι απαγορευμένη, με τη βασική σκέψη ότι θα παραβιαζόταν έμμεσα το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου. 37 Την άποψη αυτή υιοθέτησε και τμήμα της νομολογίας. Βλέπε υπ αριθμόν 403/2000 Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γυθείου, Ποινική Δικαιοσύνη 11/2000, σελ 1112, όπου αναφέρει η απόφαση για τον περιορισμό κατάθεσης συγκατηγορουμένου που αθωώθηκε λόγω μη τέλεσης της πράξης ότι «η ερμηνεία που υιοθετεί την απαγόρευση εξέτασης του συγκατηγορουμένου ως μάρτυρα δεν είναι αναλογία νόμου στο 211 ΚΠΔ, αλλά τελολογική διαστολή, αφού διαστέλλεται το προσδιοριζόμενο από το γλωσσικό κείμενο πλαίσιο ρύθμισης του νόμου με κριτήριο τον σκοπό του» 38 Η παράβαση της συγκεκριμένης αποδεικτικής απαγόρευσης, μάλιστα, κατά μια έννοια αποτελούσε ακυρότητα της διαδικασίας κατ άρθρον 170 παρ 1ΚΠΔ, άποψη η οποία δεν έγινε 22

Ακόμη, όμως, και υπό την ανωτέρω διευρυμένη έννοια της απαγόρευσης μαρτυρικής κατάθεσης του κατηγορουμένου, προέκυψε ζήτημα, σχετικά με τον προσδιορισμό της έννοιας του «κατηγορουμένου», ο οποίος κατά την ορθή ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης δεν δύνατο να καταθέσει ως μάρτυρας 39. Κατά μια άποψη, η διάταξη έκανε λόγο για την «τυπική» έννοια του συγκατηγορούμενου, ήτοι αυτούς που συνεκδικαζόταν η υπόθεσή τους 40, κατ άρθρα 128 ΚΠΔ επ, ανεξαρτήτως κατηγορίας που τους αποδιδόταν. Από το δε σύνολο των διατάξεων που προσδιορίζουν τον διαχωρισμό της θέσης του μάρτυρα και του κατηγορουμένου, όπως προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι όταν συντρέχει το στοιχείο της συνεκδίκασης ο συνεκδικαζόμενος κατηγορούμενος δεν δύναται να λάβει την ιδιότητα του μάρτυρα, καθώς θα ανέτρεπε θεμελιακά την ισορροπία της ποινικής δίκης 41. Η άποψη αυτή, ωστόσο, επέτρεπε ως προαναφέρθηκε την εξέταση των κατηγορουμένων, οι οποίοι εκδικαζόταν σε χωριστές δίκες. Μια άλλη θεωρητική προσέγγιση του θέματος ήτο ότι η απαγόρευση κατάθεσης ίσχυε για τους «ουσιαστικά» συγκατηγορούμενους 42, ήτοι ακόμη και τους υπόπτους συμμέτοχης με οιαδήποτε μορφή στην ίδια πράξη και όχι για τους «τυπικά» συγκατηγορούμενους. Η κριτική αυτή της άποψης συνοψίζεται κυρίως στο γεγονός ότι επιτρέπει την εξέταση των τυπικά συνεκδικαζόμενων κατηγορουμένων ως μάρτυρες, εάν αυτοί δεν κατηγορούνται για την ίδια άδικη πράξη, αλλά για συναφή εγκλήματα. καθολικά αποδεκτή, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει ακυρότητα της διαδικασίας για παράβαση διατάξεων, μόνο όταν ορίζεται ρητά από το νόμο. 39 Αναλυτικά και Peters K (1964) «Verhandungen des Deutschen Juristentages», Teil A, σελ 13 επ. 40 Τριανταφύλλου Γεώργιος, ό.π. σελ 1092. 41 Καλφέλης Γρηγόρης, ό.π. σελ. 758 42 Τριανταφύλλου Γεώργιος, ό.π. 1092 23

Τρίτη θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος αποτελεί η θεωρία της τυπικήςουσιαστικής θεωρίας, η οποία απαρτίζεται τόσο από τυπικά όσο και από ουσιαστικά κριτήρια. Με βάση αυτή τη θεωρητική προσέγγιση προσδιορίζεται αφενός ουσιαστικά η σύνδεση των κατηγορουμένων με συγκεκριμένο έγκλημα, αλλά και η τυπική πρόσκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου, και όχι απλού υπόπτου ή υπόνοιες για τον χαρακτηρισμό του ως κατηγορούμενο 43. Η άποψη αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην υπέρτερη αποδεικτική αξία της καταθέσεως του μάρτυρα σε σχέση με την κατάθεση του συγκατηγορουμένου, ο οποίος έχει άμεσο συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Ωστόσο, η κριτική που ασκήθηκε για το συγκεκριμένο επιχείρημα έγκειτο κυρίως στην αντίθεσή του με την ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς κατ άρθρον 178 ΚΠΔ, ο νόμος δεν προσδίδει στην μαρτυρική κατάθεση υπέρτερη αποδεικτική αξία από ότι στην εξέταση του κατηγορουμένου. Έτερο επιχείρημα, πέραν της αποδεικτικής αξίας, για την «ουσιαστική» θεώρηση του κατηγορουμένου, αποτελεί αυτό της προστασίας των δικαιωμάτων του εξεταζόμενου συγκατηγορουμένου, εξαιτίας του επιχειρήματος της πιθανής χειροτέρευσης της θέσης του. Ήτοι ο ίδιος ως κατηγορούμενος (αν όχι μάρτυρας) θα είχε το δικαίωμα της σιωπής (366 παρ 3 ΚΠΔ) και ουδεμία ποινική ευθύνη για την κατάθεση ψευδών γεγονότων (227 παρ 3 ΚΠΔ), σε αντίθεση με την εξέτασή του ως μάρτυρα που τον βαρύνει με υποχρέωση αληθείας και σε αντίθεση περίπτωση δημιουργεί ποινική ευθύνη για ψευδορκία (224 ΚΠΔ). Τα δε στοιχεία που καταθέτει δύναται να χρησιμοποιηθούν ως πρακτικά δίκης στην μελλοντική δική του δίκη κατ άρθρον 364 αρ2 ΚΠΔ. Ως μέσο αντιμετώπισης του ανωτέρω ζητήματος, ήτοι της παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, όταν αυτός θα κατέθετε ως μάρτυρας, προτάθηκε η κλήση των συγκατηγορούμενων προς κατάθεση όχι ως μάρτυρες, αλλά ως 43 Αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε και στο ελληνικό δίκαιο. Κατά τον Μπουρόπουλο «η διάταξις του άρθρου 211β ΚΠΔ αναγνωρίζουσα το ασυμβίβαστον της ιδιότητας κατηγορουμένου προς την του μάρτυρος (εν πάση παριτπώσει και ουχί μόνον όταν συνεκδικάζονται) θεσπίζει μίαν μόνην εξαίρεσιν..», αλλά και κατά Κόλια «και όταν δεν συνεκδικάζονται οι κατηγορούμενοι είναι ανεπιτήδιοι προς μαρτυρίαν». 24

κατηγορούμενοι, τηρώντας όλα τα δικονομικά προνόμια που ο Κώδικας προβλέπει για αυτούς. Η τελευταία θεωρητική κατασκευή δεν δύναται να εφαρμοσθεί, τουλάχιστον στο ελληνικό δικονομικό πεδίο, στο οποίο δεν προβλέπεται κατάθεση μάρτυρακατηγορούμενου. Με βάση τα ανωτέρω, αντιμετωπίστηκε σε ένα βαθμό το ζήτημα της κατάθεσης του συγκατηγορουμένου, υπό την ευρεία έννοια του όρου, «ως μάρτυρα», με συνέπεια τον αποκλεισμό αυτής της δυνατότητας, ασχέτως αν έχει λάβει χώρα η καταδίκη του συγκατηγορούμενου αυτού ή όχι. Αυτή η απαγόρευση, ωστόσο, ακόμη και στη διευρυμένη μορφή της, εστιάζει στην απαγόρευση θεώρησης του συγκατηγορουμένου ως μάρτυρα, και στον αποκλεισμό της μαρτυρικής του κατάθεσης. Δεν αγγίζει, ούτε εισέρχεται σε θέματα αποδεικτικής αξίας των όσων επιβαρυντικών αναφέρει ο συγκατηγορούμενος για τον κατηγορούμενο, στην απολογία του ή στη μαρτυρική του κατάθεση (προδικαστικά). Το κενό αυτό, και δη την αποδεικτική αξία των όσων επιβαρυντικών καταθέτει ο συγκατηγορούμενος για τον κατηγορούμενο, όχι ως μάρτυρας, αλλά ως κατηγορούμενος, έρχεται να καλύψει ο νομοθέτης με τη θέσπιση του αποδεικτικού περιορισμού του άρθρου 211 α, κατά το οποίο ορίζεται ότι «μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου». Η διάταξη αυτή αποτελεί αποδεικτική απαγόρευση, η οποία όμως δεν είναι απόλυτη 44, όπως η απαγόρευση μαρτυρίας που θέτει το 211 εδ β, και χαρακτηρίζεται ως αποδεικτική απαγόρευση αξιοποίησης, αφού δεν απαγορεύει την αξιοποίηση εξ αρχής της κατάθεσης του συγκατηγορουμένου, απλώς δεν δύναται να στηριχθεί η καταδίκη αποκλειστικά σε αυτή. 44 Τριανταφύλλου Γεώργιος, (1996) «Η απαγόρευση αξιοποίησης της απολογίας ή της μαρτυρικής κατάθεσης του συγκατηγορουμένου», Ποινικά Χρονικά ΜΣΤ, 1210. 25

Η ανάγκη θέσπισης της εν λόγω διάταξης προκύπτει από την περιορισμένη αποδεικτική αξία των όσων καταθέτει ο συγκατηγορούμενος για τον κατηγορούμενο, αλλά και στην εν γένει προάσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. 26

5. Σκοπός θέσπισης του άρθρου 211 α ΚΠΔ Η διάταξη του άρθρου 211 α ΚΠΔ βασίζεται στο βασικό νομικό αξίωμα «ένοχος ένοχο ου ποιεί» και ορίζει σαφώς ότι για την καταδίκη του κατηγορουμένου δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Η παρούσα διάταξη τέθηκε σε ισχύ με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του Νόμου 2408/1996 (ΦΕΚ Α104) και κύριος λόγος αυτής της θέσπισης φαίνεται να είναι η δυσπιστία του νομοθέτη απέναντι στην αποδεικτική αξία της επιβαρυντικής για τον κατηγορούμενο κατάθεσης ή ομολογίας του συγκατηγορούμενού του. Χαρακτηριστικά στην εισηγητική έκθεση 45 του Νόμου αναφέρεται ότι «καταθέσεις προσώπων συγκατηγορουμένων στην ίδια δίκη δεν επιτρέπεται να αποτελούν αποκλειστικά αποδεικτικά ερείσματα μιας καταδίκης» και ως δικαιολογητικό λόγο θέσπισης της διάταξης παρακάτω αναφέρει: «η προσπάθεια του συγκατηγορούμενου να ελαφρύνει τη θέση του μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για ψευδείς καταθέσεις σε βάρος άλλων συγκατηγορουμένων». Η καχυποψία αυτή του νομοθέτη στηρίζεται στην τυχόν προσπάθεια του συγκατηγορούμενου να επιρρίψει αποκλειστικά τις ευθύνες στον κατηγορούμενου, προκειμένου να αποφύγει ο ίδιος την ποινική του ευθύνη 46. Σε γενικότερο επίπεδο ο νομοθέτης εμφανίζεται να προασπίζει την ασφάλεια δικαίου και προσπαθεί να αποφύγει την πιθανότητα αποδεικτικής πλάνης από μια αναληθή μαρτυρία ή ομολογία του συγκατηγορουμένου για τον κατηγορούμενο. Ο σκοπός αυτός αναφέρεται χαρακτηριστικά στην εισηγητική έκθεση του νόμου, όπου τίθεται: «για να αποφευχθούν 45 Εισηγητική έκθεση νόμου 2408/1996, ΠΧ ΜΣΤ (1996) σελ. 749. 46 Κατά δε την εισηγητική έκθεση του νόμου «Τη δυσπιστία του ήδη δείχνει ο κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ορίζοντας ότι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται, και αν ακόμα δεν τους επιβλήθηκε ποινή.» 27

ενδεχόμενες αποδεικτικές πλάνες και η ανασφάλεια δικαίου που μπορεί να προκαλείται προτείνεται η εισαγωγή ενός ήπιου αποδεικτικού περιορισμού: οι καταθέσεις αυτές μπορούν να αξιολογούνται αλλά όχι και να αποτελούν το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης 47» Είναι σαφές από τα ανωτέρω ότι ο νομοθέτης στοχεύει στην αποδυνάμωση της αποδεικτικής αξίας της κατάθεσης του κατηγορουμένου για τον συγκατηγορούμενό του, και τούτο επιτυγχάνει με την εισαγωγή του συγκεκριμένου αποδεικτικού περιορισμού. Ωστόσο, η πρόθεση αυτή του νομοθέτη, παρότι προσπαθεί να θέσει τέλος σε μια σαφή και μη ανεκτή δικαστηριακή πραγματικότητα 48, και δη το γεγονός ότι η μαρτυρία ή η ομολογία του συγκατηγορούμενου είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου, προκάλεσε αντιδράσεις και σχόλια σχετικά με τον λόγο που προβλήθηκε για τη θέσπισή της. Ειδικότερα, ο Έλληνας νομοθέτης κατά μια άποψη στην παρούσα διάταξη φαίνεται να προκαταβάλει την αναλήθεια των όσων καταθέτει ή ομολογεί ο συγκατηγορούμενος εις βάρος του κατηγορουμένου, γεγονός το οποίο σε καμία περίπτωση δεν είναι απόλυτος κανόνας. Όπως, λοιπόν, χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τριανταφύλλου 49 «σε ένα σύστημα ηθικής απόδειξης, ο αποκλεισμός αποδεικτικών μέσων λόγω της εκ των προτέρων εκτίμησης τους ως αναξιόπιστων δεν μπορεί να είναι άνευ ετέρου ανεκτός». Η ανωτέρω άποψη υπονοείται και στην έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποίηση διατάξεων του ποινικού κώδικα, του κώδικα ποινικής δικονομίας, του κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων και άλλες διατάξεις», της Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής, Τμήμα νομοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων 47 Εισηγητική έκθεση νόμου 2408/1996, ΠΧ ΜΣΤ (1996) σελ. 749 48 Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ό.π. 885, κατά το οποίο δικαιολογεί τη θέσπιση της διάταξης ως ανάγκη ρύθμισης «ενός άσχημου φαινομένου, το οποίο παρατηρούμε συχνά, κυρίως σε ποινικές διαδικασίες που έχουν αντικείμενο τα ναρκωτικά». 49 Τριανταφύλλου Γεώργιος (1996), «η απαγόρευση αξιοποίησης της απολογίας ή της μαρτυρικής κατάθεσης του συγκατηγορουμένου», ΠΧ ΜΣΤ 1210. 28

νόμων, όπου αναφέρεται για την εισαγωγή της συγκεκριμένης διάταξης στο κείμενο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ότι «η διάταξη αυτή θίγει ένα υπαρκτό πρόβλημα που εμφανίζεται συνήθως σε δίκες που αφορούν ναρκωτικά. Όμως, ο εν προκειμένω θεσπιζόμενος περιορισμός στην αρχή της ηθικής απόδειξης, θέτει το ερώτημα κατά πόσον είναι σκόπιμος σε κάθε περίπτωση. Οι μικροέμποροι π.χ. («βαποράκια») που κατονομάζουν τον προμηθευτή τους, στερούνται με τη διάταξη αυτήν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ως αποδεικτικά μέσα. Η απολογία του κατηγορουμένου δύναται να εκτιμηθεί αυτοτελώς από τον δικαστή, ως προς την συνοχή της, την έλλειψη αντιφάσεων, την αρμονία της προς το λοιπό αποδεικτικό υλικό κλπ. Και ως εκ τούτου είναι αμφίβολο κατά πόσο δικαιολογείται η εν λόγω διάταξη 50». Η άποψη αυτή, κατά τον τρόπο που διατυπώνεται, δεν είναι άνευ κριτικής, καθώς προσεγγίσει εξ αρχής τον συγκεκριμένο αποδεικτικό περιορισμό ως απόλυτο, στο μέτρο που θεωρεί απόλυτα αναξιόπιστη και απορριπτέα εξ αρχής την κατάθεση ή ομολογία του συγκατηγορουμένου. Ωστόσο, τούτο δεν είναι ούτε το πνεύμα ούτε το γράμμα του νόμου. Τουναντίον, η διάταξη προασπίζει μεν τον κατηγορούμενο από μία καταδίκη στηριζόμενη αποκλειστικά στην μαρτυρία ή ομολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά επιτρέπει την αξιολόγηση της κατάθεσης ή της ομολογίας αυτού με έτερα αποδεικτικά μέσα. Ως εκ τούτου, δεν ισχύει η έλλειψη κάθε αποδεικτικής αξίας της κατάθεσης ή ομολογίας του κατηγορουμένου για συγκατηγορούμενό του. Απλώς και μόνο, δεν είναι ανεκτή μια καταδίκη στηριζόμενη αποκλειστικά σε αυτή 51. Ουσιαστικά η διάταξη προϋποθέτει την ύπαρξη αποδεικτικών μέσων που να επιβεβαιώνουν και να 50 Εισηγητική έκθεση νόμου 2408/1996, ΠΧ ΜΣΤ (1996) σελ. 762 51 Κατ αυτόν τον τρόπο και σε σχέση με το χαρακτηριστικό παράδειγμα σε δίκες ναρκωτικών που προβάλει η επιστημονική επιτροπή, αξίζει να αναφερθεί ότι μια κατάθεση μικροεμπόρου, και δη η αναφορά ενός απλού προσώπου ως συνένοχο ή συμμέτοχο στην πράξη, πράγματι σε καμία περίπτωση δεν είναι ούτε πρέπει να είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη, ωστόσο, η κατάθεση αυτή σε σχέση με την εύρεση και έτερων αποδεικτικών μέσων (όπως ζυγαριά, χρήματα προερχόμενα από διακίνηση ναρκωτικών, έτερες μαρτυρικές καταθέσεις κλπ) δύναται σαφώς να αξιολογηθεί και να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε καταδικαστική απόφαση. 29

επαληθεύουν την αλήθεια της κατάθεσης ή ομολογίας του συγκατηγορουμένου. Άλλωστε, στην περίπτωση που δεν αναγνωριζόταν η περιορισμένη αποδεικτική αξία των όσων αναφέρει ο συγκατηγορούμενος, και εναπόκειτο στην κρίση του Δικαστή, θα αδρανοποιούνταν ουσιαστικά όλες οι καθιερωμένες ήδη αποδεικτικές απαγορεύσεις, ενώ θα δύνατο ο δικαστής να αποφασίσει έξω από τις ρυθμίσεις του νόμου κατά την αναζήτηση της αλήθειας 52, καταστρατηγώντας ακόμη και έξω από τα όρια του νόμου. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της περιορισμένης αποδεικτικής αξίας των όσων επιβαρυντικών αναφέρει ο κατηγορούμενος για το συγκατηγορούμενό του, παραμένει ισχυρό και ανταποκρίνεται σε μια πραγματικότητα, που χρήζει ρύθμισης. Η περιορισμένη αποδεικτική ισχύ των όσων επιβαρυντικών αναφέρει ο συγκατηγορούμενος για τον κατηγορούμενο, προκύπτει και από την ίδια τη θέση του στην ποινική δίκη. Σε αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να προσδοθεί στον συγκατηγορούμενο αποδεικτική αξία ίση με αυτή της μαρτυρικής καταθέσεως, γεγονός ανεπίτρεπτο. Το δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως και το δικαίωμα ψεύδους του συγκατηγορουμένου τη στιγμή της απολογίας του εξ αρχής θέτουν την αποδεικτική αξία των όσων αναφέρει σε μειονεκτικότερη θέση από αυτή του μάρτυρα, και του προσδίδουν περιορισμένη αποδεικτική ισχύ. Αντίθετα, και τούτο είναι το πνεύμα και το γράμμα του νόμου, στην ύπαρξη και άλλων αποδεικτικών μέσων πέραν της καταθέσεως του συγκατηγορουμένου, είναι στην κρίση του δικαστή η αξιολόγηση των όσων αναφέρει αυτός. Πέρα, όμως από το επιχείρημα της μειωμένης αποδεικτικής αξίας των όσων αναφέρει ο συγκατηγορούμενος, ο λόγος θέσπισης της διάταξης αναζητήθηκε με διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, ανάλογα με την μαρτυρική κατάθεση ή την απολογία του συγκατηγορούμενου. Σχετικά δε με την απολογία του συγκατηγορουμένου, λοιπόν, η διάταξη του 211 α θεμελιώνεται και θεσπίζεται στο δικαίωμα ακρόασης του θιγόμενου από την κατηγορία κατηγορουμένου, το οποίο θίγεται 53. Αναλυτικότερα, κατά το άρθρο 366 παράγραφος 1 52 Μαργαρίτης Λάμπρος (1997), «οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις του ν. 2408/1996», Υπεράσπιση, 529 53 Τριανταφύλλου Γεώργιος, ό.π. σελ 1211. 30

του Κώδικα Ποινικής δικονομίας, δεν επιτρέπεται να γίνουν ευθέως ερωτήσεις στον κατηγορούμενο από τον συγκατηγορούμενό του ή το συνήγορο αυτού, παρά μόνο μέσω του διευθύνοντος τη συζήτηση. Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα ακροάσεως και υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, κατά τον τρόπο, μάλιστα, που αυτό ορίζεται στο άρθρο 6 παρ. 3 του ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο «Ειδικότερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:..(δ) να εξετάση ή να ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας..». Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι το δικαίωμα αυτό έχει ο κατηγορούμενος για όλους όσους λειτουργούν ως μάρτυρες κατηγορίας, άσχετα αν τυπικά αυτοί δεν έχουν τη θέση του μάρτυρα. Στο μέτρο, λοιπόν, που ο κατηγορούμενος απολογείται ο ίδιος κατά το άρθρο 366 παρ. 1, ορθώς «προστατεύεται» και δεν επιτρέπεται να του γίνουν ερωτήσεις από τον συγκατηγορούμενο και το συνήγορό του, στο μέτρο, όμως, που καταθέτει βλαπτικά για συγκατηγορούμενό του γεγονότα, στερεί από την κατηγορούμενο το δικαίωμα υπερασπίσεως και ακροάσεως, όπως ταύτο προσδιορίζεται όχι μόνο από την ΕΣΔΑ αλλά και από το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Κατά τα ανωτέρω και κατά τον Τριανταφύλλου τούτος είναι ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης της διάταξης, σχετικά με την ομολογία του συγκατηγορουμένου, και στην περίπτωση παραβιάσεως του δικαιώματος ακροάσεως του κατηγορουμένου κατά τον ανωτέρω τρόπο, θα επρόκειτο για έναν απόλυτο αποδεικτικό περιορισμό, ο οποίος δεν θα επέτρεπε καθόλου την αξιολόγηση της συγκεκριμένης μαρτυρικής καταθέσεως. Ωστόσο, το επιχείρημα τούτο είναι ισχυρό, στο μέτρο που δεν εφαρμόζεται κατά την ορθή της έννοια της η αρχής της ακροάσεως, και προβάλλεται η διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 366 παρ 1 του ΚΠΔ. Ειδικότερα, κατά το μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου, που αυτός καταθέτει βλαπτικά γεγονότα για συγκατηγορούμενό του, τότε αυτός «μαρτυροποιείται», και σε αυτή την περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη τόσο του άρθρου 6 παρ 3δ του ΕΣΔΑ, όσο 31

και του άρθρου 20 παρ. 1 Συντάγματος, και στον κατηγορούμενο που θίγεται και στον συνήγορό του, πρέπει να δοθεί η ευχέρεια υποβολής ερωτήσεων στον «μάρτυρακατηγορούμενο». Παρά, λοιπόν, την απαράδεκτη, κατά τα άλλα, σύμπτωση ιδιότητας μάρτυρα και κατηγορουμένου στο ίδιο πρόσωπο, το δικαίωμα του θιγόμενου κατηγορουμένου να υποβάλλει ερωτήσεις δεν αίρεται. Τούτο διότι σε περίπτωση που δεν δόθηκε το δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων στον κατηγορούμενο, θίγεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου, όπως προασπίζεται με το άρθρο 6 παρ. 3 του ΕΣΔΑ. Κατά τα ανωτέρω, και κατά την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, τόσο ο θιγόμενος κατηγορούμενος όσο και ο συνήγορός του έχουν ευθέως το δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων στον συγκατηγορούμενο, ο οποίος «μαρτυροποιείται» στο σκέλος αυτό και δεν υφίσταται προσβολή του δικαιώματος υπερασπίσεως και ακροάσεως του κατηγορουμένου, δεδομένης της υπέρτερης ισχύς των προαναφερόμενων διατάξεων από την ισχύ του άρθρου 366 παρ 1 ΚΠΔ και το επιχείρημα αυτό προβληματίζει. Ωστόσο, η αναγνώριση του δικαιώματος στον θιγόμενο κατηγορούμενο και στο συνήγορό του της απ ευθείας υποβολής ερωτήσεων στον συγκατηγορούμενο, πρακτικά σημαίνει έναν «περιορισμό» του δικαιώματος του κατηγορουμένου να μην του υποβάλλονται ευθέως ερωτήσεις από τους συγκατηγορουμένους του και τους συνηγόρους αυτών (προς αποφυγή διαπληκτισμών όπως προέβλεπε το σχέδιο κώδικα ποινικής δικονομίας), όπως προβλέπει το άρθρο 366 παρ 1 ΚΠΔ. Αν δεχθούμε ότι η διάταξη τέθηκε, όπως προβλέπει το σχέδιο κώδικα ποινικής δικονομίας προς αποφυγή διαπληκτισμών μεταξύ των κατηγορουμένων, τότε ο ανωτέρω περιορισμός, ο οποίος εξ αρχής αντίκειται στην ισότητα των όπλων των διαδίκων, αφού ο εισαγγελέας έχει δικαίωμα ευθέως υποβολής ερωτήσεων, δύναται ευχερώς να εφαρμοσθεί στην δεδομένη περίπτωση, καθώς η «ενοχοποίηση» του κατηγορουμένου και το δικαίωμα υπεράσπισής του απέναντι σε αυτή, είναι σαφώς υπέρτερης αξίας δικαίωμα, και χρήζει ασφαλέστερης προστασίας από το δικαίωμα που προστατεύεται στο 366 παρ 1 ΚΠΔ του συγκατηγορουμένου και αφορά κυρίως την τήρηση της «τάξης» στην ποινική διαδικασία και όχι ένα ουσιώδες δικαίωμα του συγκατηγορουμένου. 32