ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ 1 Α1. Στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως ακριβώς εσύ λες, εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής, ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία δεν είναι, τον περιγελούν ή αγανακτούν, και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν με τη σκέψη ότι είναι τρελός στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, και αν ακόμα γνωρίζουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς, πράγμα το οποίο στην πρώτη περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σωφροσύνη, το να λέει δηλαδή κανείς την αλήθεια, σ αυτή την περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα, και ισχυρίζονται ότι όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, διαφορετικά (ισχυρίζονται) ότι είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι κατέχει τη δικαιοσύνη γιατί, κατά τη γνώμη τους, είναι αναγκαίο ο καθένας να μετέχει με οποιονδήποτε τρόπο σ αυτή, διαφορετικά (είναι αναγκαίο) να μη συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Β1. Αποδεικτέα θέση: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή. Παραδείγματα: α) Στις τέχνες: έστω ότι κάποιος δεν είναι καλός αυλητής. Θεωρείται μυαλωμένος, αν πει την αλήθεια αλλιώς, θεωρείται τρελός. β) Στην αρετή-δικαιοσύνη: έστω ότι κάποιος δεν είναι δίκαιος. Θεωρείται μυαλωμένος, αν προσποιηθεί ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι αλλιώς, θεωρείται τρελός. Φράσεις-αιτιολογήσεις, που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση: α)επειδή όλοι πρέπει να ισχυρίζονται ότι είναι δίκαιοι β)επειδή είναι αναγκαίο να έχει ο καθένας μερίδιο στην πολιτική αρετή Συμπέρασμα: όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας συμμετέχει στην πολιτική αρετή. Αναλυτικότερα: Ειδικότερα, ακολουθώντας ο Πρωταγόρας το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη, που αναφερόταν στον ειδικό στη ναυπηγική και στην οικοδομική, χρησιμοποιεί την περίπτωση του αυλητή για να δείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Ο Πρωταγόρας προβάλλει ρεαλιστικά τη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωση να είναι δίκαιος. Συγχρόνως, διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας που απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική και κοινωνική συνείδηση που στοιχειωδώς
2 εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως «τεκμήριον» για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία. «Η φράση «Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον» αποτελεί την αποδεικτέα θέση για την καθολικότητα της αρετής, ότι όλοι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν μερίδιο σ αυτή. Ο Σωκράτης, στο επιχείρημα για τους ειδικούς που συμβουλεύουν σε ειδικά θέματα σε αντίθεση με την πολιτική, για την οποία όλοι αδιακρίτως έχουν λόγο, αφήνει να νοηθεί ότι για την πολιτική μιλούν όλοι, γιατί ισχύει η καθολικότητα της πολιτικής αρετής ως κοινής ιδιότητας όλων των ανθρώπων. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι στα συστατικά της πολιτικής αρετής ο Πρωταγόρας προσθέτει εδώ και τη δικαιοσύνη. Στο τέλος του κεφαλαίου θα προσθέσει, επίσης, την ευσέβεια. Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Τα παραδείγματα που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση: 1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον» Αρχικά αναφέρει ένα παράδειγμα με τον αυλητή. Στις τέχνες δηλαδή, αν κάποιος υποστηρίξει ότι είναι καλός αυλητής, αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα, όλοι θυμώνουν μαζί τους και τον συμβουλεύουν να λέει την αλήθεια, διαφορετικά τον θεωρούν τρελό. Μάλιστα, η λέξη αρετή εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις σε έναν ειδικό τομέα. Η κοινή γνώμη, λοιπόν, των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά στην ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης. 2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν» Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της
3 κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη. Β2. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Πρωταγόρας κάνοντας χρήση δυο παραδειγμάτων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλοι πρέπει να λένε ότι συμμετέχουν στη δικαιοσύνη και εν γένει στην πολιτική αρετή, που του επιτρέπουν να έχουν την ιδιότητα του πολίτη. Αυτό αποδεικνύεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός πως όποιος ισχυρίζεται ότι δεν διαθέτει αυτές τις ιδιότητες θεωρείται τρελός. Η άποψη αυτή του Πρωταγόρα μπορεί και να ερμηνευθεί και ως εξής: το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι αφενός θα υποστεί ποινές και αφετέρου θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του. Βέβαια, κανένας λογικός άνθρωπος δεν θέλει να του συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη νοοτροπία των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν, αλλά το τι τους συμφέρει να κάνουν. Επίσης, δεν τους ενδιαφέρει η πραγματική τους εικόνα (το εἶναι), όσο η εικόνα που συνάδει με τα προβαλλόμενα κοινωνικά πρότυπα και το κοινώς αποδεκτό σύστημα αξιών (το φαίνεσθαι). Συνεπώς, η κοινωνική ηθική και το συμβατικό αίσθημα δικαίου αφορά (και πρέπει να αφορά) όλους τους ανθρώπους, διαφορετικά θέτουν τον εαυτό τους έξω από την κοινωνία και υφίστανται ό,τι συνεπάγεται αυτό. Η άποψη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής συμπληρώνεται και στηρίζεται από δύο ακόμη αιτιολογήσεις, που αποδίδονται ως σχόλια της κοινής γνώμης: α) «καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους»: όλοι πρέπει να λένε ότι κατέχουν την πολιτική αρετή, β) «ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.»: Είναι ανάγκη όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη, ή έστω να αποδέχονται καταρχήν το δίκαιο, για να μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες. Β3. Στο έργο «Πρωταγόρας» διαγράφονται οι δυο διαφορετικές απόψεις των δυο συνομιλητών για τη φύση της πολιτικής αρετής. Ο Πρωταγόρας στηρίζεται πάνω στο επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο Σωκράτης στην 1 η ενότητα του έργου και του απαντά στο ερώτημα αν η πολιτική αρετή είναι διδακτή. Μετά την αφήγηση του μύθου του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι άνθρωποι μετέχουν στην πολιτική τέχνη, καθώς σε όλους δόθηκε από το Δία η αιδώς και η δίκη, τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία της πολιτικής τέχνης. Έτσι, δίνεται εξήγηση ότι όλοι οι πολίτες μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους πάνω σε θέματα πολιτικής φύσεως, καθώς η αιδώς και η δίκη-που συναποτελούν την πολιτική τέχνη- δεν είναι έμφυτες στους ανθρώπους, αφού δεν προικίστηκαν μ αυτές κατά τη δημιουργία τους. Άρα, ως μη έμφυτες, μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι είναι επίκτητες και κατ επέκταση διδακτές. Τέλος, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, επαφίεται στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου να δεχτεί τα δώρα του Δία και δεν αρκεί η προσφορά του θεού, αλλά απαιτείται και εσωτερικός αγώνας και προσπάθεια του ανθρώπου για την κατάκτηση των
4 δυο αξιών. Γι αυτό και ο σοφιστής υποστηρίζει ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή. Άρα όλοι οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα και την υποχρέωση να αποκτήσουν την αιδώ και την δίκη, γι αυτό όμως χρειάζεται διδασκαλία και προσωπική προσπάθεια. Από την άλλη, στην 1 η ενότητα του έργου, αφού ο Πρωταγόρας διατύπωσε με σαφήνεια ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του και τη θέση του ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί, τον λόγο παίρνει ο Σωκράτης, ο οποίος εκφράζει μια εντελώς αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται. Αναλυτικότερα, ο Σωκράτης, για να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις, διατυπώνει τα εξής επιχειρήματα «Μάλιστα, ωραία τέχνη κάτι που διδάσκεται», θέλοντας να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Στην Εκκλησία του Δήμου, όταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι είναι σοφοί, συζητούν για θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη τεχνογνωσία, θεωρούν σωστό να δέχονται τη γνώμη μόνο των ειδικών. Μάλιστα, αν κάποιος μη ειδικός επιχειρήσει να εκφράσει τη γνώμη του για τα θέματα αυτά, τον αποδοκιμάζουν και τον διώχνουν. Αντίθετα, όταν γίνεται λόγος για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, δέχονται τη συμβουλή οποιουδήποτε πολίτη ανεξαρτήτως επαγγέλματος, οικονομικής κατάστασης ή καταγωγής, γιατί πιστεύουν πως όλοι έχουν πολιτική αρετή χωρίς να την έχουν διδαχτεί από πουθενά. Καταλήγει έτσι στο συμπέρασμα ότι οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Αξίζει βέβαια να επισημάνουμε ότι ο Σωκράτης δεν πίστευε στο μη διδακτό της αρετής. Επικαλούμενος όμως την καθημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της Αθήνας, προβάλλει την κοινή αντίληψη ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή και προσποιείται ότι τη δέχεται και ο ίδιος, για να αναγκάσει τον Πρωταγόρα να αποδείξει το αντίθετο. Αυτή του η επιδίωξη δείχνει και τη βεβαιότητα ότι ο σοφιστής θα αποτύχει να αποδείξει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί. Έτσι θα αναλάβει να το κάνει ο ίδιος ακολουθώντας τη διαλεκτική διαδικασία, αποδεικνύοντας τη σαθρότητα των επιχειρημάτων του σοφιστή. Β4. α. Σ β. Λ γ. Σ δ. Σ ε. Λ
Β5. α) ἴωσιν-εισιτήριο Δεῖ-ένδεια ἀνέχονται-έξη εἰδῶσιν-συνείδηση 5 β) Στην εποχή μας παρατηρείται έκπτωση των ηθικών αρετών. Ο λόγος για την αύξηση της ανεργίας στη χώρα μας είναι η οικονομική κρίση. Ο άνθρωπος στον ελεύθερο του χρόνο οφείλει να ασχολείται με δημιουργικές δραστηριότητες. ΑΔΙΔΑΚΤΟ Γ1. Κάθε φορά που ο λόγος στερηθεί και τη γνώμη του ρήτορα και τη φωνή και τις μεταβολές που συντελούνται με τα ρητορικά τεχνάσματα, και ακόμη τις περιστάσεις και την ενασχόληση σχετικά με την πράξη, και καμία σημασία δεν έχει ο συναγωνισμός και το να πείθει κάποιος από κοινού, αλλά από τη μια απαλλαγεί και στερηθεί από όλα όσα πριν ανεξαιρέτως ειπώθηκαν, όμως (κάθε φορά που) κάποιος διαβάσει αυτόν με απίθανο τρόπο και χωρίς να φανερώνει κανένα στοιχείο χαρακτήρα, αλλά σαν να απαριθμεί, εύλογα, νομίζω, θεωρείται στους ακροατές ότι είναι τιποτένιος. Αυτά ακριβώς και θα μπορούσαν να βλάψουν περισσότερο και αυτόν που τώρα του παρουσιάζει και να τον κάνουν να φαίνεται πιο τιποτένιος. Γ2.α. ἀνάγνωθι ἀπαριθμοῖεν ἀκούσεσθαι μάλα φανῆτε
6 Γ2.β «τοῦ μέν προειρημένου ἅπαντος ἔρημοι γένωνται» Γ3.α. τῶν μεταβολῶν: αντικείμενο στο ρήμα ἀποστερηθῆ τῶν προειρημένων: επιθετική μετοχή ως ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική αντικειμενική στο επίθετο «ἔρημος» γυμνός: κατηγορούμενο στο υποκείμενο «ὁ λόγος» λόγω του συνδετικού ρήματος «γένηται» εικότως: επίρρημα του τρόπου, ως επιρρηματικός προσδιορισμός στο «δοκεῖ εἶναι» τοῖς ἀκούουσιν: επιθετική μετοχή ως δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο «δοκεῖ». Γ3.β. Το είδος της πρώτης πρότασης είναι κύρια πρόταση κρίσεως που εκφέρεται με δυνητική ευκτική(«ἄν βλάψειεν»). Η πρόταση δικαιολογείται ως κύρια, επειδή η αναφορική αντωνυμία «ἅπερ» βρίσκεται μετά από τελεία και δεν ενυπάρχει στην περίοδο άλλη κύρια. Άπερ: υποκείμενο στο ἄν βλάψειε, αττική σύνταξη. Τόν ἐπιδεικνύμενον: επιθετική μετοχή ως αντικείμενο στο ρήμα αν βλάψειε. Φαυλότερον: κατηγορούμενο στο εννούμενο υποκείμενο του τελικού απαρεμφάτου φαίνεσθαι, «τόν επιδεικνύμενον», λόγω του συνδετικού φαίνεσθαι. Φαίνεσθαι: τελικό απαρέμφατο ως αντικείμενο στο ρήμα ποιήσειεν. Επιμέλεια Θεμάηων Γιαννοπούλος Ανδπιάνα Παπαδοπούλος ίλια Ροζή Κςπιακή Φιλολογική ομάδα θπονηιζηηπίων ΟΡΟΗΜΟ-ΘΑΛΗ Αλεξανδποπούλος Ναηάζα Αλεξοπούλος Καηεπίνα Βοπλόκα Μαπία Κοπανιηζάνορ Μισάληρ Λένηζιος Έλενα Παναγοπούλος Καηεπίνα Ψαπάκη Ζέθη
7