ISBN: 978-960-99765-2-7



Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η δικη μου μαργαριτα 1

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Το παραμύθι της αγάπης

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Πάμπλο Νερούδα Επιλεγμένα ποιήματα

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Σ.Δ.Ε. ΦΥΛ. ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ. Μια φορά κι έναν καιρό, χωρίς το πιο πολύτιμο αγαθό: το νερό Π.Μ.

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Στη μέση μιας ημέρας μακρύ ταξίδι κάνω, σ ένα βαγόνι σκεπτικός ξαναγυρνώ στα ίδια. Μόνος σε δύο θέσεις βολεύω το κορμί μου, κοιτώ ξανά τριγύρω μου,

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Β Περίοδος

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ποίημα στους φίλους. Επιλεγμένα ποιήματα.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω


ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Copyright Φεβρουάριος 2016

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΟυρανός, το Υπέροχο Σπίτι του Θεού

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Ιερα Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΟΟυρανός, το Υπέροχο Σπίτι του Θεού

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

XΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ εμείς.

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Η πορεία προς την Ανάσταση...

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

1) Μες τους κάμπους τ αγγελούδια ύμνους ουράνιους σκορπούν κι από τα γλυκά τραγούδια όλα τριγύρω αχολογούν. Gloria in excelsis Deo!

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Transcript:

ISBN: 978-960-99765-2-7 Ψηφιακή έκδοση (e-book) του Περιοδικού Γραμμάτων και Τεχνών Βακχικόν www.vakxikon.gr Μαραθώνος 36, 122 44 Αιγάλεω e-mail : info@vakxikon.gr 2011 Χρίστος Κρεμνιώτης & Εκδόσεις του Περιοδικού Βακχικόν Σειρά: Βακχικόν Ποίηση - 5 Πρώτη Έκδοση: Σεπτέμβριος 2011 Υπεύθυνος Σειράς: Νέστορας Πουλάκος Επιμέλεια Έκδοσης & Εξωφύλλου: Χρίστος Κρεμνιώτης Επεξεργασία Υλικού: Παναγιώτης Πάκος, Στράτος Π. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή του συνόλου ή τμημάτων του παρόντος έργου με οποιονδήποτε τρόπο και η μετάφρασή του ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, όπως ορίζουν οι διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, η οποία κυρώθηκε με το ν. 100/1975.

Χρίστου Κρεμνιώτη Μ Ε Τ Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Ε Ι Σ Μεταφράσεις και αποδόσεις, έργων των Antonin Artaud, Arthur Rimbaud, Saint John Perse, Pierre Jean Jouve, Salvatore Quasimodo, Eugenio Montale, Γιώργου Σαραντάρη, Rabindranath Tagore, Pablo Neruda, Ted Hughes, William Shakespeare Βακχικόν 2011

ώριμο σπέρμα, Πλανόδιον, 2008 Εφηβεία του μπλε, Οδός Πανός, 2009 Του ιδίου ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ Οι γίγαντες του βουνού, Luigi Pirandello, Ηριδανός, 2011

Μεταμορφώσεις

Περιεχόμενα Eugenio Montale... σελ. 11-21 Ιντερλούδιο... σελ. 22 Rabindranath Tagore... σελ. 23-34 Ιντερλούδιο... σελ. 35 Pablo Neruda... σελ. 36-58 Ιντερλούδιο... σελ. 61 Antonin Artaud... σελ. 63-76 Ιντερλούδιο... σελ. 77 Pierre Jean Jouve... σελ. 79-84 Ιντερλούδιο... σελ. 85 William Shakespeare... σελ. 87-96 Ιντερλούδιο... σελ. 97 Arthur Rimbaud... σελ. 99-142 Ιντερλούδιο... σελ. 143 Ted Hughes... σελ. 145-150 Ιντερλούδιο... σελ. 151 Saint John Perse... σελ. 153-170 Ιντερλούδιο... σελ. 171 Salvatore Quasimodo... σελ. 173-187 Επίμετρο... σελ. 189 Βιβλιογραφία... σελ. 195 Τα ιντερλούδια, είναι ιταλικά ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη μεταφρασμένα στα ελληνικά.

E u g e n i o M o n t a l e εννέα από τα είκοσι μοττέττα

Το γνωρίζεις πως πρέπει Και πάλι να σε χάσω δεν μπορώ. Μοττέττο β Κάθε πράξη, κάθε ουρλιαχτό Κι ο αρμυρός ανασασμός που ξεχειλίζει Από την προκυμαία ξεπηδώντας- Άνοιξη σκοτεινή, για τέτοιο τόπο καμωμένη- Με τραντάζουνε σαν πυροβολισμός. Τόπος γεμάτος στοιβαγμένα Σίδερα και κατάρτια μες στη σκόνη του απογεύματος: Κάτι σαν βόμβος φτάνει απ τ ανοιχτά Στριγκλίζοντας Όπως το νύχι που ζητάει να βυθιστεί στο τζάμι. Και γυρεύω το χαμένο Σημείο: Το μόνο ενθύμιο από εσένα Η κόλαση μόνο. 13

Η ελπίδα μου να σ έβλεπα και πάλι μ εγκατέλειπε Κι αναρωτήθηκα εάν ο,τι μ εμποδίζει Απ οποιαδήποτε αίσθηση δική σου- Μορφών οχετός- Έχει σημάδι του θανάτου ή παρελθόντος Έχει, έστω, ισχνή και ζαλισμένη Μαραζωμένη λίγη απ την απόχρωση σου. Μοττέττο ε (Στη Μόντενα ένας υπηρέτης Έβγαλε απ το κελάρι δυο τσακάλια) 14

Να το σημάδι: τους νευρώνες απλώνουν- Εκεί που ο τείχος χρυσίζει- Ρετάλια απ τη σκιά του φοίνικα Φλεγόμενα μες στις ανταύγειες του χαράματος. Μοττέττο η Τα βήματα που ακούγονται να φτάνουν Ανάλαφρα αλλ όχι από το χιόνι φιμωμένα, Είναι ζωή σου, ακόμη, Αίμα δικό σου στις δικές μου φλέβες. 15

Γιατί αργείς; Στο πεύκο Ο σκίουρος με την ουρά του μαστιγώνει Μοττέττο ι Το φλοιό αργοφτάνει Το μισοφέγγαρο που η κόγχη του αλέθεται απ τον ήλιο: Έτσι, πλάθεται ημέρα. Καθώς φυσάει ανασκιρτά η νωθρή αιθάλη Μα υπερασπίζει το σημείο που σε κρύβει. Τίποτα δεν τελειώνει, ή όλα, Κεραυνέ Εκτός εάν απ τα σύννεφα, επιτέλους, έρθεις. 16

Λυτρώνω από τα κύτταρα του πάγου τη μορφή σου- Τα θέρισες διασχίζοντας τα ύψη- νεφελώδη. Μάσησαν οι κυκλώνες τα φτερά σου, ενώ ξυπνάς Παίρνεις μορφή σου παφλασμούς του άλλου ειδώλου. Μοττέττο ιβ Γέμα του άστρου ήλιος: Στον κήπο η σκιά της μουσμουλιάς απλώνει. Ο μαύρος ήσκιος, Το άστρο ήλιος Πεισμώνουν ριγώντας. Στα στενά Οι υπόλοιπες σκιές αγνοούν πως Παρευρίσκεσαι. 17

Το λουλούδι, που Από το χείλος του γκρεμού «μην με ξεχνάς», Συνέχεια λέει «μην με ξεχνάς» Αποχρώσεις δεν έχει, πιο αδρές, ή, διαυγέστερες Από τους τόπους Που ανάμεσα μας είναι πια ριγμένοι σκορπίζει Ο συνεχής τριγμός, απομακρύνοντας μας, και Το γαλανό- Αμετάπειστο- Δεν εμφανίζεται ξανά. Μοττέττο ις Στην άψα, ορατή σχεδόν Μ επαναφέρει το τελεφερίκ Στων βουνών τα από εκεί. Τα με τη νύχτα. 18

Δώσε να μην, από τη μνήμη που εκκενώνεται, Κοπεί, να μην κοπεί, δρεπάνι, να μη γίνει ατμός, Η ξακουσμένη της μορφή. Και σύννεφο. Μοττέττο ιη Στη δύση, ψύχος βασιλεύει κι αστραπή Την ακακία λαβώνει και του τζίτζικα τα οστά Πέφτουν στην πρώτη λάσπη του Νοέμβρη 19

Ξεφτίζει το μπαμπού Σκορπίζει την πορφύρα του σαν βεντάλια της άνοιξης. Οι δρόμοι μας φτάνουν και είναι τριγύρω Η μαύρη, πεπλωμένη, ρεματιά απ τις λιβελούλες. Μοττέττο ιθ Ο σκύλος, πια λαχανιασμένος, Γυρνά στο σπίτι με το θήραμα στα δόντια. Σήμερα, εδώ, Δεν υποχρεούμαι να ομολογήσω τίποτα. Όμως εκεί, που η μαρμαρυγή καίει περσότερο και Χαμηλώνουν τα σύννεφα Πέρα απ τα περασμένα μάτια τους Μονάχα δυο δεμάτια φως ο,τι είδα: Ριγμένα σταυρωτά, Και ο χρόνος που φεύγει 20

Έχει καλώς. Απ το κέρας, ο ήχος Συζητά με του δρυμώνα το σμήνος. Μοττέττο κ Στη ζωγραφιά μες στο κοχύλι- Ανακλάται η δύση: Ένα ηφαίστειο καπνίζει ευτυχισμένο. Το κέρμα, σφηνωμένο σε κομμάτι λάβας, Στο τραπέζι, λαμπυρίζει και εκείνο. (Η ζωή Που τόση έμοιαζε, σου παραστέκει Σύντομη σαν γραμμή Ανάμεσα στου μαντηλιού σου τ άκρα.) 21

Κλείνομαι στη σκιά και ακούω: Ι ν τ ε ρ λ ο ύ δ ι ο Η μαγική περιπέτεια Διαβαίνει και ανταριάζει τις κοιλάδες Και απλώνει Βοή της στριγκλιάς Φωνών από την τυραννία πονεμένων Φραγμένων μες στους κύκλους του αέρα Να εκτοξεύουν εκκλήσεις Αναπολώντας περασμένους και Ξερνώντας τον οίκτο. Ύστερα, όλα επιστρέφουν Σαν φωτιά που ανάβει και πάλι. Φύσημα ανέμου, που Απομακρύνει τους διαβάτες. Εισβάλλουνε όντα- Άπληστα για σιωπή- Μύχια φαντάσματα. Πλησιάζω στον ύπνο Συμμέτοχος της ζωής μου. Μα χωρίς το παλιό μου καμάρι. Γ.Σ. Μάιος του 35 22

R a b i n d r a n a t h T a g o r e δέκα ποιήματα

Άφησε τις δουλειές, κι άκουσε Νύφη Ο ξένος έφτασε. Ακούς; Αργά ξετυλίγει Την αλυσίδα που έκλεινε την πόρτα. Κοίτα μην θορυβήσουν τα κοσμήματα σου Μήτε να βιάσεις το περπάτημα σου. Σταμάτα τις δουλειές, νύφη, άκουσε με. Βράδιασε, άκου, έφτασε ο επισκέπτης. Όχι, να μην φοβάσαι νύφη, Δεν φυσάει στοιχειωμένος ο αέρας. Ολόγιομη η σελήνη απόψε. Κι είναι νύχτα του Απρίλη. Οι σκιές Πελιδνές στους διαδρόμους, Κι απάνω τους υπάρχει ουρανός. Φύλαξε το πρόσωπο σου μες στο πέπλο, Άναψε τον πυρσό στην πόρτα εάν φοβάσαι. Νύφη, δεν φυσάει των στοιχειών ο αέρας. Αν ντραπείς, μην του πεις ούτε λέξη. Στάσου πλάι απ την πόρτα σαν θα πας να του ανοίξεις. Σε ο,τι ζητήσει Χαμήλωσε τα μάτια σιγηρά. Πρόσεξε να μην ακουστούνε τα κοσμήματα σου Αν ντραπείς, ας μην πεις ούτε λέξη Νύφη, άκουσε με, έφτασε ο καλεσμένος. Κρέμασες το λύχνο στο στάβλο; Ετοίμασες την προσφορά της προσευχής; Με το σημείο το κόκκινο της μοίρας Σήμανες το αθώο μέτωπο σου; Ακόμη δεν είσαι έτοιμη για τη νύχτα; Νύφη, μην μεριμνάς Έφτασε ο ξένος, έφερε το πεπρωμένο. Από τη συλλογή «Πέταλα στη τέφρα» 25

Σου δόθηκα ολοκληρωτικά. Δεν κράτησα για εμένα πάρεξ λίγο αισχύνης. Λεπτή επιφύλαξη. Χαμογελούσες στα κρυφά- Τόσο που μ έκανες ντροπή να νιώθω- Της άνοιξης τη σκόρπισαν οι αύρες Και το ίδιο χτυποκάρδι, πια, γινόταν Γλυκός σπασμός του μέσα κόσμου. Αγάπη, ας μην με κρίνεις Που κρύφτηκα στον αμαυρό του πέπλου ετούτου. Ο δισταγμός μου αυτός, Προσποιητός, όχι, δεν είναι Μα το βλαστάρι, που το κάθε δώρο μου βαστάει: Λουλούδι Που εχέμυθη χάρη Το κλείνει. Από τη συλλογή «Πέταλα στην τέφρα» 26

Προχωρούσες στην όχθη του ποταμού Με τη κανάτα γεμισμένη, στηριγμένη στο πλευρό σου. Όμως, γιατί με κοίταξες απότομα Από το πέπλο που φτεροκοπούσε; Το βλέμμα εκείνο, φεγγερό για το σκοτάδι, Με χτύπησε σαν τη μαρμαρυγή που χάνεται Αφού ραγίσει τα νερά που αγγίζει Και τρέχει πάλι Στης όχθης τους ήσκιους. Πλησίασες μέχρις εμένα σαν το νυχτοπούλι Που διαπερνάει το δωμάτιο-στιγμές του ερέβους. Εσύ, κρύβεσαι όπως ένα αστέρι πίσω Απ το βουνό που Στις πλαγιές του μονάχος βαδίζω. Όμως, γιατί σταμάτησες για μια στιγμή Να με κοιτάξεις Κρυμμένη στο πέπλο Με την κανάτα γεμισμένη στο πλευρό σου Παρηγοριά των ποταμών; Από τη συλλογή «Ο κηπουρός» 27

Μου έμοιαζε πως λάμπει η τρυφερότητα. Μα ήταν απ τα μάτια σου η φυγή της. Εάν διαβαίνοντας αυτή τη γη Από τις χούφτες σου γλιστρούσε ο σπόρος Θα επέστρεφε Ξανά Αθάνατος καρπός Όπως Νέα ζωή. Από τη συλλογή «Βικιτρίτα» 28

Μα, ποιός έκλεψε τον ύπνο του παιδιού; Η μητέρα, ήταν στην στέρνα του χωριού. Λοιπόν, ηλιόλουστη η μέρα Και όλοι είχαν παρατήσει τα παιχνίδια. Στην άλλη όχθη, τα πουλιά, στέκανε σιωπηλά Και ο βοσκός, με το ραβδί του αφημένο στη σκόνη Κοιμόταν κάτω απ τη μουριά Σε μία του σκέψη, καθώς στο ένα του πόδι Ο ερωδιός, Παρέστεκε στη σκιά των καλαμιών. Την ευκαιρία αρπάζοντας ο κλέφτης του ύπνου Μπήκε στην κάμαρα και παρευθύς Τράβηξε ως τον ουρανό τον ύπνο. Η μητέρα, γύρισε και είδε Ξαφνιασμένη, το μωρό να παίζει μπουσουλώντας. «Ποιός να πήρε του μικρού μου τον ύπνο; Τις φτερούγες του κλέφτη θα δέσω. Όπου κι αν κρύβεται. Θα φτάσω μέχρι και τ άντρα Που από τις μαύρες πέτρες πιδακίζουν τα νερά. Θα φτάσω έως τους κήπους με τις δάφνες, Μέρος απόμερο και μυστικό, Όπού οι τρυγόνες είναι δούλες και Η Θεία ιτιά τα χνάρια της τα έχει σβήσει και Οι γρύλοι μέρα και νύχτα μουρμουρίζουν. Θα πάω μετά την χάση. Στο φως της πυγολαμπίδας Θα δώσω την προσευχή μου στη βοή των καλαμιών και Θα ρωτήσω, ποιος «Γνωρίζεις; Ο κλέφτης του ύπνου είναι ποιος; Ποιος έκλεψε τον ύπνο απ το μικρό μου;» Ω! θα εξοφλήσει κάθε οργή μου Θα ξεθάψω απ την κρυψώνα του τον ύπνο. Θα φέρω να τον έχω φυλαγμένο Όποτε ξάγρυπνο θα μένει το παιδί Ύπνο να του χαρίζω και τραγούδι. Του κλέφτη, θα του δέσω τα φτερά. Στην όχθη θα τον σύρω, δίπλα απ το ποτάμι, Θα τον πετάξω ανάμεσα στις καλαμιές. Θα τον αφήνω όλη τη μέρα να ψαρεύει. Τις βραδιές, όταν θα παύει ο απόηχος της αγοράς, Τα μωρά θρόνο θα κάνουν την ποδιά της μητέρας Και κουκουρίζοντας θα ομολογούν τα νυχτοπούλια : «Τα όνειρα, κλέφτη, επιστραφήκανε»» Από το «Άσμα της παιδικότητας» 29

Κοντά στο ξημέρωμα, τα δίχτυα μου, τα άνοιξα στην τρικυμία. Θήρεψα στις αβύσσους Πράματα μιας μορφής, τρελής σχεδόν, Ασύχναστης στον κόσμο ωραιοσύνης. Όπως το γέλιο λαμπυρίζανε και Άλλα Όπως το δάκρυ Μοιάζαν φως. Είχαν τη νιώση της αφής της νύφης. Με την ημέρα πια, στους ώμους φορτωμένος, Γύρισα και, στο περιβόλι Βρήκα στους θρόνους της να υψώνεται Η ερωμένη. Αργά Τα δάχτυλα της ξεφυλλίζανε τον κήπο. Δίστασα μια στιγμή, και Αργά Στα πόδια της απόθεσα την αλιεία. Κοίταξε τότε απορημένη: «Περίεργα όλα αυτά; Πού χρησιμεύουν, δεν καταλαβαίνω;» Έσκυψα ντροπιασμένος το κεφάλι και σκεφτόμουν: «Δεν πάλεψα για να χω τον καρπό των βυθών Μήτε σε εμπορία τ αγόρασα για εκείνη. Τίποτα απ όλα αυτά δεν της αξίζει.» Όλη τη νύχτα, πετώντας τα στους δρόμους περπατούσα. Και το πρωί, περαστικοί Τα περιμάζευαν, σηκώνοντας τα μες το φως Φορτίο Γι άλλους τόπους. Από τη συλλογή «Ο κηπουρός» 30

Καινούρια μου φιλοξενούμενη- Και αέναε της ψυχής μου επισκέπτη- Τόσους αιώνες, πού να ήσουν κρυμμένη; Και τι δεν έφερα με αγάπη να στολίσω το σπίτι για εσένα; Πες μου, ποιός σε προσκάλεσε; Κρυμμένη μες στην άλλη ουσία του σπλάχνου Πόσες κι ελπίδες κι έρωτες δεν σκέπασα Στο στήθος μου χαμόγελα και δάκρυ! Κι εσύ παντάνασσα, Σιωπηλή Κρυφά Τα πόδια σου ακουμπάς μες στη νωπή ψυχή μου. Από τη συλλογή «Ο κηπουρός» 31

Θυμάμαι Υπάρχει μια στιγμή εκεχειρίας στις κρούσεις της βροχής. Έπειτα πέφτει εκ νέου, πυκνή και ιδιότροπη Σαν βιασμένη από στυφούς λυγμούς. Πηρά την άρπα μου. Δίχως βιασύνη. Μήτε και νύσσω τις χορδές ωσότου Υποσυνείδητοι ρυθμοί Να νυμφευτούν τις τρελές συγχορδίες ενός τέτοιου μουσώνα. Εκείνη, Άφησε τις δουλειές της, κοντοστάθηκε στην πόρτα, Εφυγε με αβέβαιο βήμα. Επέστρεψε κι ακούμπησε στον τοίχο, Καρτέρεσε Κι έπειτα εισέβαλλε σαν σιωπή για να καθίσει. Με το κεφάλι της χαμηλωμένο- Μα σύντομα το κέντημα αφήνει Για να κοιτάξει απ το παράθυρο Ανταριασμένες λέξεις της δεντροστοιχίας.- Θυμάμαι Μόνον αυτό: Κάποια ώρα βροχερού βασιλέματος. Κάποια σκιά, κάποιο τραγούδι: Απ το κενό. Από τη συλλογή «Πέταλα στην τέφρα» 32

Εσύ που επιθύμησες την αγάπη μου, Δεν λαχταράς εμένα. Πλέον, η ζωή μου, στη δική σου Αλυσίδα Που όταν ξεφεύγεις Ακόμη πιο δική μου πίσω σε φέρνει. Η απόγνωση, είναι σύντροφος αλγεινή Που κραταιώνεται με κάθε ελάχιστο σου πόθο Όταν γυρεύει να σε σύρει στη σκιά και το κλάμα. Εσύ, κατέστρεψες την ελευθερία μου. Μα τα χαλάσματα της Σε σκεπάσανε για πάντα. Από τη συλλογή «Πέταλα στην τέφρα» 33

Αβέβαιες λέξεις με τυραννούν. Όμως θ αφήσω την άλαλη νύχτα Να ξετυλιχθεί σε μουσική. Σήμερα, η άνοιξη, Διστάζει σκορπώντας ταραχή και ψιθύρους Αγάπη μου δεν σου ανήκει αυτή η ώρα. Δεν σου υποτάσσονται, όχι, Τα σκαλοπάτια που στον τόπο μου φέρνουν. Κι ο φόβος μόνο, το περιδέραιο σου ν ακουστεί, Ξαγρυπνά την ηχώ στο περβόλι. Τα τριαντάφυλλα, για να μυρίσουν, Χρωστούν ακόμα Υπομονή Μην δίνεις στα λουλούδια Την αγωνία μιας πρόωρης άνοιξης Από τη συλλογή «Πέταλα στην τέφρα» 34

Ι ν τ ε ρ λ ο ύ δ ι ο Δημιουργήματα, αγαπώντας τις μορφές που ντύνει το φως φτάνω ανάμεσα σας. Γ.Σ. Μάιος του 35 35

P a b l o N e r u d a Τα υψίπεδα του Μάτσου Πίτσου Στον Γιάννη Στεφανάκι

Α Ρίχτηκα στους ανέμους σαν δίχτυ αδειανό Μέσα από δρόμους που χαράχτηκαν Στην πέτρα, στην ατμόσφαιρα και με το χέρι Καλούσα- με την άφιξη του φθινοπώρου- Σε συζυγία, τα χαμένα κέρματα των φυλλωμάτων. Και άλλοτε, μέσα στα στάχυα ή την άνοιξη Ένευα σε ο,τι η πιο μεγάλη αγάπη- Σαν μ ένα γάντι που γλιστρά- Μας εμπιστεύεται, όπως η λύπη Μια γραμμή σελήνης και το μόνο φως της Νύχτες της απουσίας του έρωτα της. Ημέρες έμψυχων πρωινών Στους αιώνες της μπόρας Στους καιρούς των σαρκών! Ατσάλι που Προσηλυτίστηκε Απ τη σιγή του οξέως. Νύχτες: κι απ το μεδούλι τους κεντήματα Για τις πατρίδες των γαμήλιων τελετών. Κάποιος που με καρτέρεσε Όρθιος μες σε μιαν ορχήστρα με βιολιά Βρήκε έναν κόσμο σαν θαμμένο πύργο Που μες στα χώματα ξετύλιγε τα σκαλοπάτια του Κάτω κι από το θειάφι των γαιών Κάτω κι από τις σήψεις των φθινόπωρων- Μες στης γεωλογίας τα ρινίσματα. Κάτι σαν λάμα από σπαθί αυτός ο τόπος Και οι παράλληλες χαραγματιές του: Πτώσεις από τα θρύψαλα μετεωρίτη. Έχωσα, έτσι, την παλάμη του στροβίλου, Το χέρι μου, του γλυκασμού, της δίνης Στη σήραγγα της γένεσης Των πιο θνητών. 39

Φώλιασα, με το μέτωπο μου μες στο κύμα. Κατέβηκα σαν μια σταγόνα Ως στην ειρήνη που κρατά Στους βυθούς των χωμάτων το θειάφι και Σαν τυφλός Βρήκα ξανά το γιασεμί Της ξεραμένης άνοιξης του ανθρώπου. 40

B Εάν το λουλούδι στο λουλούδι εμπιστεύεται το σπόρο Και στα πετρώματα Εγκλωβισμένα διατηρούνται σπέρματα του άνθους Ευνουχισμένα μέσα στον πελεκημένο τους χιτώνα, Της άμμου και του διαμαντιού, ο άνθρωπος Από τις ξέχωρες πελάγινες πηγές συνάζει Πέταλα του φωτός και μες στα χέρια του τα τσαλακώνει Τρυπώντας το παλλόμενο μέταλλο. Σύντομα Μέσα στα ρούχα και τους καπνούς Σαν λύτρα Απομένει Η ψυχή: Γαλαζίτες και αγρυπνίες, Το κλάμα επάνω απ τους ωκεανούς, Ψύχος, Που πυκνώνοντας Βαλτώνει. Μα εσύ, κάνε το θάνατο να μακροημερεύσει Βασάνισε τη στο χαρτί σου με το μίσος Και σκέπασε την κάτω απ το χαλί σου. Σύρτη τριγύρω από χαρακώματα, σε πλέγματα σιδήρου! Όχι: Στα στενορύμια, στις οδούς, στους δρόμους μας Ποιος δίχως άρματα πορεύεται μέσα στη μάχη και όμως Σώζει Μονάχα με την αθωότητα το αίμα του, σαν παπαρούνα; Η οργή μας Εξάντλησε: Θλιμμένη πραμάτεια εμπορίου υπάρξεων. Ενώ, στην κορφή της δαμασκηνιάς Η δροσοσταλιά εδώ και χίλια χρόνια τώρα Στο ίδιο το κλαδί, αποθέτει ένα διάφανο όμικρον Καρδιά Μορφή θρυμματισμένη Ριγμένη στις οπές του φθινόπωρου. 41

Πόσες φορές, χειμερινές στιγμές, στους δρόμους Σε κάποιο λεωφορείο ή σ ένα πλοίο Που απομακρύνεται με τον ρυθμό που φτάνει το λυκόφως Κι εκεί που η μοναξιά πυκνώνει πιότερο Τις νύχτες των γιορτών Κάτω απ τους ήσκιους των σκιών Και μες στον ήχο γιορτινής καμπάνας Πόσες φορές δεν θέλησα Να γυρέψω το ατελεύτητο αβόλιστο νήμα Που πρόφτασα ν αγγίξω κάποτε Στην πέτρα κι άλλοτε Στον κεραυνό που ξεπηδάει από ένα φίλημα. Δεν μπόρεσα να αρπάξω Παρά τσαμπί από πρόσωπα- ή μάσκες- Που κατρακύλησαν σα κούφια δαχτυλίδια από χρυσάφι Σαν πανιά σκορπισμένα Γεννήματα οργής φθινόπωρου Που ας είχε, ας είχε δώσει Να έτρεμε το δέντρο των ανάστατων φυλών στο Διηνεκές. Το χέρι μου να ξαποστάσω, τόπο, Δεν βρήκα και νερό αχαλίνωτο Απ την πηγή του να βρεθεί στις χούφτες μου, ή, Σαν σβόλος από άνθρακα ή ψίχουλα κρυστάλλου Που θα φερναν στο απλωμένο χέρι μου Το πυρ ή ψύχος. Μα τι να ήτανε ο άνθρωπος εδώ; Σε ποιο σημείο της συνομιλίας του, στα μαγαζιά και στα σφυρίγματα, μα τι να ήταν; Ποια από τις μεταλλικές κινήσεις του, να τον έφερνε πιο κοντά στο άφθαρτο, στο απόρθητο, στη ζωή; 42

Γ Μες στο σιτοβολώνα των χαμένων γεγονότων Να ήσουν, λέει, ο αραβόσιτος Και σαν αυτό να σε ξεσπύριζε η μοίρα Σπόρο τον σπόρο εν και δυο, Σπυρί σπυρί, επτά κι οχτώ Μίζερος ναι μα όχι μόνον μ ένα θάνατο Να ταν πολλοί οι θάνατοι που θα σε ξεψειρίζανε από τη ζωή σου: Η κάθε ημέρα θάνατος μικρός: Σκόνη, σκουλήκι και μπηγμένη μες στη λασπουριά λαμπάδα Που θα σβηνε στα πέριξ της πολίχνης Μικρός ο θάνατος μα τανυπτέρυγος να ήταν, Σαν βέλος στον καθέναν να έμπαινε Σαν μικροκαμωμένο βέλος κι ήταν: Ο άνθρωπος Γεμάτος εμμονές: με το ψωμί και το μαχαίρι, ναι. Και ο βουκόλος Ή και ο μελαμψός του αρότρου καπετάνιος, ναι Το τρωκτικό στις στράτες τις πολύβουες, ακόμη Άφηναν τώρα αδειανούς Τη σπείρα που ανέβαινα κι εγώ «Ριχνόμουν στους ανέμους σαν δίχτυ αδειανό Μέσα από δρόμους που χαράχτηκαν» : Σπείρα στην πέτρα, ναι, Δρόμοι αδειανοί από ανθρώπους, τρωκτικά και ανθρώπους Απουσίαζαν Προσμένοντας το δικό τους θάνατο: Τον λίγο και εφήμερο κι η αλγηδόνα Μια κούπα μες στα χέρια που τους ξεδιψούσε. 43

Δ Η ισχύς του θανάτου Μ έχει αρκετές φορές καλέσει: Ήτανε αόρατη όπως το αλάτι μες στο κύμα Κι αυτό που έσπερνε η αφανής του γεύση Ήταν χαλάσματα, ψηλώματα, Πέτρινοι δρόμοι στην επιμονή της χλόης Ξέσκεπη πόλη Στον αιφνιδιασμό της μπόρας. Εγώ, το σιδερένιο νήμα ακολουθώντας, Κατέφτασα Έως στα σοκάκια που χανόντουσαν μες στον αγέρα, τον αέρα, τον άνεμο! Στον ιδρώτα του αγρού και της πέτρας Στον ανάστερο τόπο του έσχατου βήματος Στον ίλιγγο της σπείρας της καθέτου στο πέλαο: Τόσε Ω, τόσε ωκεανέ και θάνατε Δεν φτάνεις ορατός Σαν κύμα Φτάνεις Ορατός καλπασμός νυχτερινής ευδίας. Έφτασες, ναι, σαν άθροισμα ακριβές. Δόλια και δεν τόλμησες Να γίνεις ορατός ευθέως ψάχνοντας στη τσέπη: Δεν μπόρεσες Να φτάσεις δίχως κόκκινους χιτώνες, δίχως Ο,τι η αστροφεγγιά φανέρωνε να το περικυκλώσεις Δίχως να θάψεις ο,τι θα κληρονομούσες: Τέφρα δακρύων Δεν μπόρεσα στην κάθε ύπαρξη να αγαπήσω Ένα δέντρο Που είχε κατάσαρκα το νεογέννητο χινόπωρο φορέσει, Τον θάνατο που τόσα φύλλα τον μοιράζονταν, Τον κάθε Ψευδεπίγραφο θάνατο και Την κάθε ανάσταση Την δίχως χώμα και άβυσσο. (Θέλησα να κολυμπήσω στις πιο ανοιχτές ζωές, στις πιο αγριεμένες εκβολές κι όταν σιγά σιγά ο άνθρωπος ξεκίνησε να με απαρνιέται και να μου κλείνει το δρόμο και τα θυρωτά, τρομοκρατημένος να μην φτάσω έως μέσα του και ) 44

Στη λαβωμένη ανυπαρξία Από δρόμο σε δρόμο Ποτάμι το ποτάμι πόλη Την πόλη, στα κρεβάτια της Τους λύχνους μες στα ρημαγμένα σπίτια τσακισμένους (Η δική μου μάσκα, τότε, διέσχισε την ερημιά της πόλης με τα κρεβάτια της, τους τσακισμένους λύχνους, τα σπασμένα τραπέζια, τις σιωπές και την πέτρα και την απουσία του άρτου και της φωτιάς) Κατέρρευσα Από την ψυχή που επέμενε στο δικό μου θάνατο. 45

E Όμως δεν ήσουν, θάνατε, εσύ, που ο φτωχός κληρονόμος των αιθουσών κουβαλούσε μαζί με τρόφιμα τυλιγμένα σε τομάρια: ήταν όμως κάτι μια φλούδα από χορδή κατεστραμμένη, μόριο στήθους που δεν αναλώθηκε στη μάχη ή και η πικρή δροσοσταλιά που απόφαση δεν παίρνει να ριχτεί στο πυρωμένο μέτωπο: Ήταν εκείνο που δεν μπόρεσε να γεννηθεί ξανά, Σάρκα ενός θανάτου πένητα: Ένα οστό ξερό Με μια καμπάνα ν αντηχεί, Από βαθιά, ξεψυχισμένα, μέσα του. Εγώ, ανέγειρα και πάλι τα διαδήματα Τα χέρια μου Τα βύθισα μες στην οδύνη Που επαιτούσε και στραγγάλιζε Και στην πληγή άλλο δεν βρήκα από αντάρα: Παγερή να τρυπώνει Απ τις σχισμές της ψυχής μου. 46

ΣΤ Λοιπόν, ανέβηκα την κλίμακα της γης Απ το άγριο τύλιγμα των σπαρμένων δρυμών Έως εσένα Μάτσου Πίτσου Ψηλή μου πόλη Με πέτρες γεννημένες κλίμακα των ουρανών Εντέλει κατοικία εκείνου που το φρόνημα της γης Δεν μπόρεσε Κάτω από τα αποκοιμισμένα του βελούδα να χωνιάσει. Σε εσένα είναι παράλληλες γραμμές- Που κυματίζουνε μέσα σε ανέμους όλο αγκάθια- Των κεραυνών το λίκνο και του ανθρώπου η τρώγλη. Μάνα της πέτρα και του κόνδορα αφρέ Σκόπελε των εωθινών στιγμών του ανθρώπου Φτυάρι χαμένο μες στον πρώτο αμμόλοφο των στειρωμένων θαλασσών! Ναι, αυτή υπήρξε η κατοικία Τούτος ο τόπος Εδώ τα σπόρια του καλαμποκιού σκορπίζονταν Σαν ερυθρόδερμο χαλάζι επάνω απ τους ορίζοντες. Εδώ ανοίχτηκε η προβιά του λάμα Να ντύσει έπειτα Έρωτες, μαδριγάλια, σωρούς μανάδες Άρματα, ορατόρια, ρίγες και βασιλιάδες. Εδώ ξεκουραστήκανε πέλματα ανθρώπινα Σιμά στα πόδια του αετού Στα σαρκοβόρα του λημέρια Και το ξημέρωμα κάποιοι καταπατήσανε Ξαναμμένοι, Την κακοσκορπισμένη, αδύναμη Ισχνή κι ανυπεράσπιστη ομίχλη. Και ψηλάφισαν τα βράχια και τα χώματα και Από τότε Τα αναγνωρίζεις απ το θάνατο κι από τη νύχτα. 47

Κοιτώ τα πανωφόρια και τα χέρια Και του νερού τα χνάρια στα ηχηρά κοιλώματα Του βότσαλου, της πέτρας, των βουνών Των φαραγγιών, των κεραυνών, του Μάτσου Πίτσου Τείχη Λειασμένα από το διάβα των μορφών Που με δικά μου μάτια Κοιτούσανε τα γήινα κεριά, Που με τις χούφτες μου Δέσαν ξανά τα χαμένα ξύλα, Γιατί όλα Αλήθεια, όλα: Τα ρούχα, τα αγγεία Το κρασί, το ψωμί και οι λέξεις Σκορπίσανε στη γη Και ο άνεμος, Με ανθοπορτοκαλένια δάχτυλα Τρύπωσε εκεί που όλοι αποκοιμήθηκαν Και αρμενίζει άνεμος; Χίλια χρόνια ανέμων Και επτά ημέρες ανεμόεσσες Ατσάλινης οροσειράς και γαλανού λεβάντε που Οι διαβάτες στίλβωσαν Χρόνια και βράχια σαν γυαλί Και τώρα φέγγει από τις λαίλαπες εωθινών ηλίων. 48

Ζ Νεκροί Της μιας αβύσσου και της ίδιας ερημιάς Στοιχειά της μιας, Εκείνης της χωρίς πυθμένες τάφρου, έτσι Στο μέγεθος του μεγαλείου σας Ήρθε ο αληθινός ο θάνατος, Ο ένας και πύρινος. Κι απ τα κατάτρητα λιθάρια Από τα ερυθρόδερμα κιονόκρανα Μ ένα φθινόπωρο, Σας έριξε. Σήμερα, ο αδειασμένος αέρας, Δεν κλαίει πια και Δεν γνωρίζει τα πήλινα πόδια σας, Τα κλαδιά σας που ξορκίζανε των ουρανό Όταν τον έχυναν οι μαχαιριές των αστραπών Και το κραταιό το δέντρο Το κατασπάραζαν ομίχλη και σπιλιάδες. Εκείνος, Τράβηξε το χέρι που αιφνίδια έπεσε Από τις κορυφές, μέχρι το τέλος του χρόνου. Πια, δεν είστε, χέρια της αράχνης Αδύναμα ή κεντήματα αργαλειού: Ό,τι ήσασταν, πέφτει: Έθιμα, συλλαβές, Ξέθωρες μάσκες από φως Και κόπος. Μια επιμονή από πέτρες και λέξεις: Και η πόλη σας, κάλυκας Ορθώθηκε ανάμεσα στα χέρια του πλήθους Ζωντανών, νεκρών, σιωπηλών μυστικών Βασταγμένων από τόσο θάνατο- Ένα τοίχος, από τόση ζωή Ένα χτύπημα από σέπαλα πέτρας. Φωλιά σας το τριαντάφυλλο αειθαλής Λουλούδι πέτρινο και οίκος μεσιτείας των ουρανών. 49

Όταν το αργιλώδες χέρι σας Επέστρεψε στον άργιλο Κι όταν τα μικροσκοπικά τα βλέφαρα σας Σφραγίστηκαν κάτω απ το χώμα της εικόνας τους Από το πλήρωμα των φρουρίων Γεμάτα με τείχη λευκά Κι όταν ολόκληρος ο άνθρωπος, Μπλέχτηκε στο άνδρο του Ο ορθολογισμός αποψίλωνε : Ο υψηλός τόπος της ανθρώπινης Αναγέννησης. Το ψηλό δοχείο που ενστερνίστηκε Ζωμούς σιωπής. Ζωή Της πέτρας Και μία Ύστερα από τόσες ζωές. 50

Η Μαζί μου ανέβα, αγάπη της παλιάς Αμερικής. Μαζί μου φίλησε τις μυστικές του πέτρες. Οι ασημένιοι στρόβιλοι Αναστατώνουν την κίτρινη γύρη. Φτερουγίζει το κενό των αναρριχητικών Το πέτρινο βλαστάρι κι η σκληρή γιρλάντα Πάνω από τη σιγή του Λίθινου ανεμοδαρμένου φέρετρου. Έλα Μικροσκοπική ζωή Με τα φτερά σου τα πλασμένα από γη και δες: Το αγρίμι νερό Σπέρνει σμαράγδια σαν ο ήλιος χωνεύει το χιόνι Αγάπη Αγάπη ακόμα και τη νύχτα απαράβατη Βγες από τους αντίλαλους των Άνδεων Προς το ξημέρωμα των κόκκινων μηρών Και, θώρησε Τον τυφλωμένο απόγονο των παγετώνων. Ω, Γικαμάρο, Όταν τσακίζεις τους ευθύγραμμους κεραυνούς σου και Στάζει ο λευκός αφρός τους Σαν λαβωμένο χιόνι, Όταν ο αέρας Τραγουδά Και ξυπνώντας τον ουρανό Τιμωρεί τον ουρανό, Σε ποιά διάλεκτο μιλάς Στο αφτί της φρεσκοπλασμένης αποχώρησης ; Ποιός αιχμαλώτισε τα φεγγάρια του ψύχους και τ άφησε, αλυσοδεμένα, Σκορπισμένα μες στο κλάμα του παγετώνα, στα υψίπεδα ταραγμένα από τα Γρήγορα σπαθιά, πεσμένα στα κρεβάτια του πολεμιστή Πηδώντας απ το τέλος του βράχου; Τι λένε οι κυνηγημένες λαμπηδόνες σου; Ο μυστικός αναρχικός σου κεραυνός Παλιά, ταξίδεψες με λέξεις στη ράχη του; 51

Ποιος σπάει τις παγωμένες συλλαβές Μαύρα ιδιώματα και λάβαρα χρυσά Αβυσσαλέα στόματα Κραυγές υπόδουλες στα εξόριστα νερά Των πέτρινων υδραγωγείων σου ; Ποιός κόβει τις χλοερές βλεφαρίδες Που ρχονται να κοιτάξουν απ τη γη; Ποιος πετά τα νεκρά τσαμπιά Που τα πετούν τα χέρια των καταρρακτών σου Που ξεσπυρίζουνε τη στειρωμένη σου τη νύχτα Με τον ήχο των νερών; Ποιός γκρεμίζει Τα πέτρινα κλαδιά των δρόμων σου; Ποιο ψέμα ζητάει Την οδύνη να θάψει του αντίο; Αγάπη, Αγάπη μην αγγίξεις τα όρια Το βυθισμένο πρόσωπο, μην το λατρέψεις : Άσε να ξετυλίξει ο χρόνος το ανάστημα του. Στ αρχοντικό του με Τις διαμελισμένες πηγές και Ανάμεσα στα γρήγορα νερά και τα συντρίμμια Μάζεψε τον αγέρα του λαιμού των βουνών, Τις παράλληλες του ανέμου λεπίδες Το τυφλό κανάλι των οροσειρών Τον πικρό χαιρετισμό της δροσοσταλίδας Κι ανέβα, λουλούδι το λουλούδι Πατώντας το πεσμένο φίδι του λίθου. Στο απόκρημνο έθνος, δρυμός και λιθάρι Πράσινη σκόνη αστεριών Ξέφωτο δάσος που εκρήγνυται, Μαντούρ Σαν λίμνη ζώσα, Καινός γυναικώνας σιωπής. Σύρε με στη δική μου χαραυγή, Στον τόπο του χρόνου Οπού της μοναξιάς τελείται η στέψη. Εκεί Είμαι Το μετά θάνατο των νεκρών βασιλείων. Η αιματηρή πηχτή σκιά του όρνιου Σαν μαύρο βαπόρι Διαβαίνει. 52

Θ Αστραετέ της ομίχλης αμπέλι Χαμένε προμαχώνα και τυφλό σπαθί Ζωστήρα των άστρων γαλήνιο ψωμί Φιδίσια σκάλα βλέφαρο αχανές Χιτώνα τρίγωνε γύρη της πέτρας Φίδι μετάλλινο τριαντάφυλλο της πέτρας Καράβι θαμμένο κρήνη της πέτρας Άλογο της σελήνης και της πέτρας το φως Έσχατη γεωμετρία, βιβλίο της πέτρας Τυμπανοκρουσία γεμάτη από μπουρίνια Ναυαγημένο του χρόνου κοράλλι. Οροφή τσακισμένη από τα φτερά Φυλλωσιές καθρεφτών Θρόνοι από αναποδογυρισμένα αναρριχητικά. Τόπε της ανελέητης αρπάγης Πετρωμένε καταρράκτη του γαλαζίτη Καμπάνα πόλεως κεκοιμημένων Κολάρο της κατακτημένης χιονοθύελλας. Σίδηρε φυλαγμένε μες στ αγάλματα του Άβατη καταιγίδα και κλειστή Μονόλογε χιονιού και πύργε σκιών Παράθυρο των νεφελών και Πετρωμένο περιστέρι. Αγιόκλημα άγαλμα των κεραυνών Αρχιτεκτονική των περασμένων αετών Και σκέπασμα θαλασσινό Χορδή του ουρανού μέλισσα του ύψους Ματωμένο επίπεδο. Άστρο χτιστό Μεταλλική φυσαλίδα φεγγάρι μπλε Όψη του αμάρανθου φίδι Ανδεινό Αγνή πατρίδα θόλε της σιωπής Νύφη της θάλασσας, δέντρο του κόσμου και καθεδρικέ Βλαστέ αλμυρέ και πετροκέρασο Με νέγρικα φτερά Χιονερέ κυνόδοντα Παγωμένε κεραυνέ. Φεγγάρι ολόγιομο από χαρακιές Πράξη του ανέμου Κώμη του πάγου πέτρα απειλής Ηφαίστειο της μοίρας ποταμέ ζοφερέ Αργυρή τρικυμία Του χρόνου οδηγέ 53

Πέτρα που στέκεσαι στην πέτρα, Πού στάθηκε ο άνθρωπος; Ραντίδα μες στη θύελλα, Τον άνθρωπο, τι δρόσισε; Χρόνε, στου χρόνου τα μέσα δυσθεώρητε Από πού διάβηκε; Ήσουνα το κομμάτι που έσπασε απ την ατέλεια Του αδειανού αετού Που στους σημερινούς τους δρόμους, Στα χνάρια και στα φύλλα του νεκρού χινόπωρου Στεγνώνει την ψυχή το φτωχό Χέρι, το πόδι, η φτωχή ζωή Οι μέρες του ξεφτισμένου φωτός Μέσα σου, όπως η βροχή Πάνω στα σημαιάκια των πανηγυριών στις αποβάθρες Έδωσαν σέπαλο το σέπαλο Τη ζοφερή τροφή τους του αδειανού σου στόματος σε ποιόν; Πείνα Κοράλλι του ανθρώπου Πείνα, μυστικό φυτό, Ρίζα του ξυλοκόπου το τάγμα σου Ανεβαίνει Ακόμη ως τα μετέωρα κάστρα του ανέμου; Σ επεξεργάζομαι, αλάτι ριγμένο στους δρόμους Δείξε μου το κουτάλι, άφησε με Αρχιτεκτονική Μ ένα ραβδί να ροκανίσω αυτές τις στάμνες, Ν ανέβω όλα τα σκαλιά του αέρα ως το υψηλό κενό. Το σπλάχνο του να ξύσω έως ότου Φανεί Το ανθρώπινο. Μάτσου Πίτσου, Έβαλες την πέτρα στην πέτρα Και θεμέλια σου πια, ματωμένα κουρέλια; Το κάρβουνο στο κάρβουνο Από τον ήλιο αναμμένο πέτρας πέλαγο μα δάκρυνων βυθών Φλόγα στο χρυσό, χρυσό μες στη φωτιά και Μέσα σου τρεμάμενη Πρωτόπλαστη καταγωγή του αίματος. Παραδώστε μου! Παραδώστε τον σκλάβο που θάψατε! Πετάξατε από τη γη Το σκληρό ψωμί του πένητα; 54

Δείξε μου τα σκεπάσματα και Τα παράθυρα του Πες μου, πώς κοιμόταν σα ζούσε; Πες μου, Ο ύπνος βραχνάς για εκείνον; Παλιά Αμερική! Νύφη και ναυαγέ Και τα δικά σου δάχτυλα Απ τους δρυμούς σαν βγήκανε προς Το σπουδαίο κενό των θεών Κάτω από γαμήλια λάβαρα Φωτός και ευπρέπειας Ανάκατη με την βροντή των ταμπουριών και Του δόρατος Δικά σου, Και τα δικά σου ακόμη δάχτυλα, εκείνα Που το ανέμελο τριαντάφυλλο άγγιξαν και Τη γραμμή του ψύχους, δείξε! Πού τους κλεμμένους σύναξαν καρπούς; Ως τις σπηλιές: και Και εσύ, Ενταφιασμένη Αμερική Διατήρησες τόσο βαθιά Στο πικραμένο σπλάχνο σου, Σαν αετός, τις σάρκες του θηράματος; 55

Κ Διασχίζοντας πέτρες Κάτω απ τη μπερδεμένη λάμψη της ιστορίας Τώρα, την πέτρινη βραδιά, άσε με να βυθίσω το χέρι Κι άφησε μέσα μου παλμός να γίνει Σαν από χίλια χρόνια δεμένο πουλί Η γέρικη καρδιά της λήθης. Άφησε με να ξεχάσω απόψε Τη χαρά την πλατυτέρα του πελάγους Γιατί χωράει ο άνθρωπος, Χωρά και τα νησιά του και τη θάλασσα Και θέλει μέσα του να πέσεις Σαν σε πηγάδι μα, Για να βγεις απ τους βυθούς του Με ανθοδέσμες μυστικού νερού Και την αλήθεια για το ναυάγιο. Άσε με να ξεχάσω, μεγάλη πέτρα, Την κραταιά αναλογία, Το λίθο της κυψέλης, Κι άσε με να μετρήσω με αριθμούς Την υποτείνουσα Την υποτείνουσα του σκεπάσματος που Θα έκρυβε τα πτώματα των αθώων Όταν ο μαινόμενος κόνδορας Δονούσε τους κροτάφους μου Στον ρυθμό της οράσεως της πτήσης του Και ο κυκλώνας Των σαρκοβόρων του πτερύγων σκουπίζει Την ερεβώδη σκόνη από Τα διαγώνια σκαλιά σου, Μάτσου Πίτσου. Δεν βλέπω το γρήγορο κτήνος Και τις τυφλές περιφορές της αρπάγης: Βλέπω το αρχαιότατο Είναι Τον υπηρέτη, Τον κοιμισμένο στις κοιλάδες Ένα σώμα βλέπω. Χίλια σώματα μόνο Έναν άνδρα, χίλιες γυναίκες Κάτω απ τον άνεμο και Μαυρισμένους από την βροχή και τη νύχτα Με την βαριά την πέτρα του αγάλματος: 56

Ιωάννης - του λιθοξόου Ιωάννης - του παγοποιού. Ιωάννη, Ξυπόλυτε, Του γαλανού εγγόνι, ανέβα Να γεννηθείς, Μαζί μου, αδελφέ. 57

Λ Μαζί να γεννηθούμε, Ανέβα. Δώσ μου το χέρι απ το βαθύ Το έθνος της σκορπισμένης σου οδύνης. Από τα μύχια της πέτρας Δεν θα γυρίσεις. Δεν θα γυρίσεις Από τα υπόγεια του χρόνου, Η πετρωμένη σου φωνή Δεν θα γυρίσει. Τα κοσκινισμένα σου μάτια- Κοίτα με Απ της γαίας τα εντόσθια- Δεν θα γυρίσουν τα Θρυμματισμένα μάτια σου Δεν θ ανεβούνε μαζί σου: Χωρικέ, υφαντή, Βοσκέ σιωπηλέ Πλάστη του ζηλεμένου ικριώματος, Των Άνδεων Πενθοκράτορα Χρυσοχόε Αγρότη με τα στραβωμένα δάχτυλα Ραιβέ κηπουρέ Τρομαγμένε απάνω από το σπόρο Κεραμοποιέ Επιστρεμμένε στον πηλό σου Φέρτε τους θαμμένους σας πόνους Στο ποτήρι αυτής της ζωής, στο κορμί μου Φανερώστε μου το αίμα σας και Τα ίχνη, πείτε μου: Εδώ μου επιβλήθηκε η ποινή, Εδώ με εκδικήθηκαν γιατί Το κόσμημα δεν λαμποκόπησε; Γιατί δεν έδωσε Το χώμα, πέτρα και ψωμί στον καιρό τους; Φανερώστε μου Την πέτρα που σας άνοιξε τα μέτωπα Και το ξύλο που ύψωσαν το σώμα σας: Για το σημείο του Σταυρού. 58

Ανάψτε τους πυρόλιθους Τους αρχαίους πυρσούς Τα μαστίγια Τ απ τους αιώνες μουδιασμένα Τις δάδες της αιμάτινης σας αμφιλύκης Εγώ, Λόγια του λασπωμένου λάρυγγα σας έρχομαι να πω Στη γη Ενώστε όλα τα σωπασμένα σκόρπια χείλη σας και Μιλήστε μου Απ τον πυθμένα της σκόνης Μιλήστε Αυτή την πανύψηλη νύχτα Όπως αν θα χα μαζί σας αγκυροβολήσει Εξιστορείστε μου, Αλυσίδα την αλυσίδα Το σύμπαν Δαχτυλίδι προς δαχτυλίδι, Τον αρραβώνα σας με αυτό Βήμα προς βήμα, Τροχίστε Τα φυλαγμένα σας μαχαίρια Δώστε τα μου Στο δικό μου το στήθος φυλάξτε τα και Σαν ποτάμι από κίτρινες αστραπές Σαν ποτάμι τίγρεις θαμμένες Αφήστε με Να κλάψω για ημέρες Αστρικοί αιώνες Τυφλωμένες εποχές. Δώστε μου τη σιωπή σας Είμαι εδώ στο ακόμη Δικό σας νερό, Και ελπίδα. Δώστε μου τον αγώνα, Τον σίδερο και τα ηφαίστεια. Σαν του μαγνήτη να μουν το άλλο σας μισό Ενώστε με Στα σώματα σας. 59

Ελάτε Μες απ τα χείλια μου Ψελλίστε Με ανάσα δική μου Λέξεις δικές σας Παλιό μου αίμα. 60

Ι ν τ ε ρ λ ο ύ δ ι ο Οι αισθησιακές ψυχές Ανατριχιάζουν. (Στη σκέψη ζωής μετρημένης σε ημέρες Που σβήνουνε στην υγρασία των παραισθήσεων) Λιγωμένη νεότητα Οι αψηλάφητες κόρες- Του γέλιου, των χειλιών Του ανεξέλεγκτου στήθους- Εμποδίζουν τη λήθη σου. Γ.Σ. Atene 1932 61

A n t o n i n A r t a u d από τα ποιήματα της σκληρότητας

Και θα χαθεί Τ αρχαϊκό καράβι, εκεί Στις θάλασσες που τα όνειρα μου Θα κολυμπούνε ανυπότακτα και Γιγάντια Τα κατάρτια του θα υφαίνονται στο πούσι Ουρανού Των ύμνων Βιβλικού. Άνεμος στα γυμνά κατάρτια θα ηχήσει- Όχι, εκείνος ο παλιός βουκολικός αέρας- Κι όσιο το καράβι Ούτε και τα πιο σπάνια μπαχάρια θα πουλήσει. Τις φωτιές των οάσεων της γης, Δεν τις γνωρίζει. Δεν γνωρίζει παρά τον Θεό. Ακατάπαυστα μόνο Τους φλοίσβους ανοίγει Του απείρου. Οι κορυφές των καταρτιών του, εξαντλούνται στο μυστήριο Και κάθε νύχτα τρεμοστάζει Επάνω τους, μυσταγωγό Ασήμι άμωμο Του πολικού αστέρα. Το μυστηριακό καράβι 65

Των βυθών τα σπήλαια στοιβαγμένα Μάχονται μεταξύ τους με τα κρεμασμένα Κρύσταλλα που οι φλογερές αιχμές τους Τα καταστρώματα τρυπούν Που στους ανθούς των κοραλλιών Πλαγιάζουν: Στων νερών τους καθρέφτες, εικόνες. Τα σκαριά, με ηχώ γεμισμένα, Χλευάζουν το κύμα Με τη φωνή που τα πανιά, τσακισμένα, πλαντάζουν Και με το σπέρμα- στις οπές της πέτρας- των ιχθύων. Ο φλοίσβος, λίγο λίγο, υφαίνεται με πάγους Και τα κοράλλια, σιγηλά, Σκέπασμα απλώνουν στις καρίνες. Ένα βραδύ μουρμουρητό Ανασηκώνεται απ τις αλυσίδες και τα κοράλλια ριζωμένα Στου σκάφους τα πλευρά ψιθυρίζουν Μια μουσική ψυχρή, που Στα κύτταρα πήζει των όντων. Το φως, άλλους ήχους ξυπνά Ανταρκτική 66

Είμαι ο άγιος. Είμαι Εκείνος που υπήρξε Άνθρωπος ελάχιστος ανάμεσα στους ανθρώπους. Λίγες σκέψεις για στέμμα μου Που με τα βέλη εξαπλώνονται του ήχου. Είμαι, ο αιωνίως απών από τον εαυτό του, που Πάντοτε από τα βήματα του προηγείται. Και οι ψυχές μου, μια μέρα, θα φύγουν. Αύριο Και πάλι θα ξυπνήσω σε μια πόλη παλιά-. Ακούστε, Είμαι ο περιπλανώμενος που καταφτάνει Να σας προσφέρει την εικόνα ενός προτύπου ταπεινού. Έτσι ακριβώς αφέθηκα Μιαν αρχαία Κυριακή Κατά την ευαγγελική πτήση ενός αγγέλου. Και να που, έτυχα στον κύκλο των πνευμάτων, Που καταρρέανε από μια σπείρα οροσειράς Και το χορτάρι ψαλμωδούσε με σουρντίνα Στων γαϊδουριών τα πόδια, που Φορτωμένα πνεύματα, χαμογελούσαν. Δεν νιώθω πια ντροπή για ό,τι με ντύνει, και Μήτε και για τα χέρια μου Που μου ανήκουνε και σας ανήκουν. Την μέρα εκείνη, ελευθερώθηκα από τη γη Καθώς διασχίζανε το κρυστάλλινο μου σώμα Κύματα. Τριγύρω μου, απλώνεται μια πόλη σύνεργα Και οι προμαχώνες της Είναι σαν τα νερά του αρχιπελάγους. Και να που βρήκα πάλι ο,τι αρχίζει. Και την λέξη που τελειώνει Και την γη. Που έπεται. 67

Δεν έχω παρά κέρινη μορφή. Και είμαι ορφανός. Προορισμός μου, οι άγγελοι Που αποκαλύπτουν Την στράτα του περίεργου Πατρός- Με την καρδιά την πιο γλυκιά από Εκείνη του ανθρώπινου πατέρα.- Ζητήστε με, Εγώ, Προέρχομαι από το βασίλειο της ειρήνης. Της ειρήνης εκείνης που Εισδύει στις πέτρες και Νιώθω τον οίκτο Για την ασταμάτητη σκόνη Ανθρώπινων οστών που Επιστρέφουνε στην ασβόλη της γης. Είμαι Εκείνος Που μπορεί την αγωνία να σκορπίσει. Την αγωνία του να είσαι άνθρωπος και Να ξεκινάς για τους νεκρούς. Δεν είναι η θαυμάσια στάχτη Το χώμα μου Που το σώμα του Διαλέγεται με τον θάνατο. Το ποίημα του Αγίου Φραγκίσκου 68

Παλλόμενη παλίρροια, γεμάτη σώματα κι οστά που Ψιθυρίζουν Με σκόνη και αίμα Λάμψεων τσακισμένων κι αστρικών κογχυλιών. Παλίρροια Μακάρια Που τα σώματα πάλι ενώνεις Βαθύτατη κι ολόγιομη Άστρα περιστρεφόμενα Και σάρκα και αφρέ Είδωλο Που τους αγγέλους κατοπτρίζεις. Καπνοί απ τις περίεργες λαχτάρες Περιπλανούνται καθρεφτίζοντας Τους ορίζοντες που διασχίζουν οι άνθρωποι. Μαγική- Που συλλογίζεσαι στους ουρανούς Αγγελική Ουσία και σύνεση Παλίρροια Παράδοση της οσιότητας και των μάγων. Γεμισμένη καταιγίδες και κουφή Αναστρέφεις ουρανούς Και κλώθεις, σκόνη μαγική Από αγγέλους φερμένη Πνεύμα από σάρκινα ρετάλια κεντημένο. Παλίρροια Ζωγραφισμένη σαν νεφέλη Κάτω από εσένα, λαμπρύνεις Τον κόσμο, τις σφαίρες, τα άστρα, το φως. Κόκκοι, διαμάντια της σκόνης Παλίρροια Και χάος και ισχύ Στρογγυλή σαν το σύννεφο που αδελφώνει τους ορίζοντες. 69

Πάλι συνθέτεις Ανάμεσα μας Το σκόρπισμα των σωμάτων. Παλίρροια Ζώσα, που Την απαράμιλλη στάχτη των περασμένων κόσμων Διασχίζεις και Κόσμοι από εσένα πιδακίζουν Ήδη νεκροί, πεθαίνουνε κι αναγεννιόνται. Πλάσε με τα χέρια σου, ξανά, Την ανίσχυρη άμμο. Διαπέρνα μας Με τις αιμάτινες χαίτες σου. Παλίρροια 70

Τώρα αμολήθηκαν Απ τη γη του θανάτου Τα άνθη που μια διαρκής προσπάθεια ονείρων Σκόρπισε με τη στάχτη και Τον άυλο καπνό Νυχτολούλουδων μαδημένων το ένα μετά το άλλο Μέσα στα ρεύματα μιας Έσχατης και τρομερής εποχής. Από τα σκουριασμένα ύδατα Άστραψαν φωτεινά Τα αργά διαμάντια της ώρας. Περίεργη έκλαμψη Του συγκλονισμένου ηλίου. Τα κρίνα Εξευτέλισαν τη συγκομιδή του ωραίου κήπου Όπου συντρίβεται η παλίρροια Και δονεί Το παγωμένο μέταλλο των αγίων κιόνων σας Μίσχοι. Ιδού, Η νύχτα που Προσφέρει Το υπερκόσμιο κλειδί των πνευστών πυλών Των αδέσποτων πνευμάτων που τριγυρνούν. Ο μαύρος κήπος 71

Ιδού η ώρα που οι δάφνες προσκυνούν στις ακτές. Τα νερά της Ανάμεσα, τις κλείνουν στα βαθιά κύματα τους. Ιδού, ηχεί το ρολόι της εκκλησιάς των κόσμων Ακούγεται σαν άγγελος που σκορπίζει το χιόνι. Σκάφοι στο πέλαγο Κοκκινωπά Τα πανιά τους ανοίγουν. Τα βιτρό των ναών, μαδούν στον ήσκιο του χαμομηλιού Και μοιάζει, στους μακρινούς ουρανούς να Διασκορπίζονται Τα περιπλανώμενα πέταλα του ουράνιου τριαντάφυλλου. Η γριά ψυχή της βραδιάς που Λυγίζει επάνω μας Με την πραότητα του κλαδιού και των φοινίκων Ελευθερώνει, Επιτέλους, Με την γλυκύτητα των αγγέλων Τις δικές μας ψυχές. Το βράδυ 72

Ήταν σαν να χε ολοκληρωθεί το ανεπανόρθωτο. Ο τρόμος ήταν απλά η αποκορύφωση του. Μαζί με την απελπισία και την αποθάρρυνση. Κι όλο αυτό, εξαπλωνόταν Σε ολόκληρη τη μελλοντική πνευματική μου ζωή. Τότε, ο Θεός, Είχε καταστεί αφανέρωτος. Υπήρχε ένα σημείο μαύροόπου είχε συσσωρευτεί όλο μου το πεπρωμένο Και παρέμενε προσηλωμένο Εκεί, μέχρι που Ο χρόνος θα αφομοιωνόταν από την αιωνιότητα. Ανατριχίλα 73

Περιστρεφόμενα όργανα Αρμόνια κι άγγελοι Μελάνια και βερνίκια Απίστευτα αμαλγάματα Πικρίας και απαλότητας. Τραβάτε γραπτά μου, εμπρός, Απ τα κλειστά μέλη Οπού, το μεδούλι του πνεύματος Καταγράφεται διαχωρισμένο Σε αγγέλους Σε βερνίκια σε μελάνια κι αμαλγάματα. Στιλπνέ μου εφιάλτη Λαμποκόπε βάσανε Τριγμοί ουρανού 74

Δώσ μας λοιπόν τα κρανία των βραχιόνων Κρανία απ τις ουράνιες αστραπές Καμένα Όλβια μα πραγματικά. Διάσχισε Την παρουσία σου. Κάνε μας να γεννηθούμε στους κατώτερους ουρανούς Και κατατρύπησε μας από αναρίθμητες αβύσσους και Δώσε, κάποιος ίλιγγος να μας διαπεράσει με Κατάπυρο νύχι. Χόρτασε μας, γιατί εμείς, πεινάμε Για διασυμπαντικές συγκινήσεις Χύσε μας λάβες αστρικές Στη θέση του αίματος. Αποκόλλησε μας. Χώρισε μας Με τα λεπιδοπτέρυγα σου δάχτυλα Άνοιξε τις Καυτές οδούς Οπού, μακριά κι από τον θάνατο Μπορείς να πεθαίνεις. Κάνε να δονηθεί Το μυαλό μας στο στήθος της δικής σου γνώσεως. Και Γλύτωσε τη νοημοσύνη μας Από τα αρπακτικά ενός νέου τυφώνα. Η προσευχή 75

Όμορφη πλατεία με κατάψυχες πέτρες που Επάνω τους θρονιάζεται η σελήνη. Η ξερή και μυστική σιγή, εκεί, Ανασυνθέτει το παλάτι της. Τώρα, η ορχήστρα που τις νότες της βόσκει Στο ανάχωμα του λευκού της γάλακτος, προσελκύει λίθους και σιωπή. Κι όπως τα σπλάχνα που απ τον έρωτα Συθέμελα τρέμουν Η άτονη αυτή μουσική Καταρρέει Ανίκανη να προσφέρει οτιδήποτε. Το φως, λούζει το κέντρο της ορχήστρας Που σε κάθε στροφή, Αφού χαθεί ένας άγγελος, μεγαλώνει η μέρα. Μονάχα το σκυλί σιμά σ έναν γέρο. Ακούει μαζί του αυτοσχεδιασμούς στο όργανο Που ίσως, Θα δώσουνε στον κόσμο άλλο φεγγάρι, Να μην φαντάζεται πως Δεν οφείλει τα οράματα του, παρά, στην επιστήμη. Της σιγής 76

Βρέχει στη μνήμη μου περίεργη ευτυχία: Μοιάζει από ομίχλη Μοιάζει από φως. Ι ν τ ε ρ λ ο ύ δ ι ο Ίσως και να ναι κάποια νέα ελαφρότητα Που απ της ρωγμές να μπαίνει τη συνείδησης Και να μ εμπαίζει Γ.Σ. Σεπτέμβρης του 32 77

P i e r r e J e a n J o u v e Νύχτα των αγίων

Α Δεν σας μιλώ για τη σκιά, ή, την ημέρα Για τους βυθούς της νύχτας, για τα στήθη Της κηπουρού, ή, για τις μάχες Τις αδειασμένες πια απ τους πολεμιστές τους Για την καταστροφή του σαδισμού των πόλεων, Δεν σας μιλώ, για μακρινούς θανάτους Για ανέμους απ το φόβο μεστωμένους- Τότε που εγκατέλειπα τα άσπρα τείχη. Εγώ δεν υμνώ το χρυσό των ναών Τους τρυφερούς αγγέλους Της Ιερουσαλήμ, μιλώ Για τα δυο μόλις βήματα που χρειαστήκαν Για να πιάσουν, γυμνά, Τα χέρια μου του ερέβους το Είναι. 81

Β Τρυπώνει ο αγέρας μες στο θάνατο και ουρλιάζει Στα κουφάρια των αρχαίων αμνών Που η καρδιά μου κοιτούσε Να βαδίζουν σιμά στους γοφούς της ημέρας. Των πολέμων οι τρόμοι Φτιάχνουν φως απ την ύλη της νύχτας. Μα σήμερα, είναι Το αίμα της πέτρας Που τις ύλες συναθροίζει του σκότους. Την τάφρο του χρυσού, ποιμένα Σκάψε τη πέρα από το σκήνωμα σου. 82

Γ Αντίο στα μπλε βουνά Στο Λίβανο του νου μου Στην αγαπημένη των σπλάχνων της αντιλόπης Στο ερωτικό κυνήγι, όλα: Ερείπια του θανάτου που αντέχουν στο θάνατο Θαμπωμένος γυρνούσα, ζητώντας ημέρα Κι είδα να πέφτουν από χέρια αγγέλων Εδώ κι εκεί οι αστραπές Εξοικονομώντας τους εγκληματίες. 83

Δ Γυμνή κάτω απ το πέπλο μου, θλιμμένη Βάδιζα στις καμπύλες των βουνών Ζητώντας τον αγαπημένο, δίχως Η μνήμη τίποτε απ αυτόν να χει κρατήσει. Και συναντούσα ανθρώπους κόσμων χαμένων «Προδότες φύλακες των πόλεων, ρωτούσα, Είδατε το λατρεμένο Ελάφι μήπως, Που με τη θέρμη του έλεγχε τα άλματα του νου μου;» Μ ακολουθώντας των πατέρων τους συνήθειες Στράφηκαν πάλι μελετώντας για εμπόριο και φόρους Και με κοιτούσαν σα θνητοί Που έστεκαν εμπρός από θνητό Που ύστερα απ το θάνατο Για τη ζωή επέμενε και τους μιλούσε 84

Ι ν τ ε ρ λ ο ύ δ ι ο Υπάρχει ένας καθ όλα περίεργος θρύλος ανάμεσα στα λουλούδια που τα κάνει να μιλούν για την παράδεισο και να σε συμβουλεύουν να πεθαίνεις τη στιγμή της ηδονής, όταν, γυμνά εξαπολύονται τα ξίφη ενάντια στη ζωή και τα αυθάδη όνειρα κι η φιλόδοξη αγάπη, σου εμπνέουνε την περιπλάνηση Γ.Σ. Απρίλης του 35 85

W i l l i a m S h a k e s p e a r e Οκτώ από τα σονέτα

Η αγάπη, είναι παιδί για να κατανοήσει τη συνείδηση. Κι όμως, ποιος δεν θυμάται πως Της αγάπης θρέμμα είναι η συνείδηση; Λοιπόν, ευγενή κατεργάρη, Τις μομφές σου παράτα αν δεν θέλεις Να αποκαλυφθεί πως Των αμαρτημάτων μου εσύ είσαι ο υπαίτιος. Από σε παρασυρμένος, στην προδοσία ενδίδω Χάρη στο χέρσο μου κορμί Της ψυχής μου, που λέει, λέει πως το σώμα Μπορεί να θριαμβεύσει απάνω στην αγάπη. Σονέτο ΡΝΑ Περαιτέρω λογική δεν απομένει στη σάρκα, Που, σκιρτώντας, δείχνει εσένα θήραμα και θρίαμβο. Έτσι, χαρούμενα σου παραστέκεται το σώμα Σαν να τανε ο ταπεινός σου τσαρλατάνος Και εμφανίζεται, σαν έπαρση στις πράξεις σου και Στο πλευρό σου Σύντροφος. Μα τίποτα δεν μ εμποδίζει «αγάπη» Να σε αποκαλώ κι ας πέφτω Και ας σηκώνομαι Για εσένα. 89

Τα δώρα σου φρουρεί ιφιγένεια μνήμη. Ανάμεσα τους εκείνο Το ημερολόγιο που πια, μέχρι του νου μου εκτείνεται τα φύλλα Τη θύμηση σου την κρατά πάνω απ τις μέρες. Φυλαγμένη Στους αιώνες επάνω. Για πάντα. Ή αν όχι, κι έχουνε αλλιώς τα πράγματα Μέχρι που θα χουν εξουσία Η καρδιά και ο νους μου να υπάρχουν Ωσότου σαν αντάρα που περνά Θα σβήσουνε στ απόμακρα της λήθης Το όνομα σου, και Του έρωτα μας η ανάμνηση δεν θα χαθούν. Δεν έχω ανάγκη κόλλες χάρτινες ή ενθύμια. Σονέτο ΡΚΒ Ό,τι κι αν θα σημείωνα για εσένα Θα δειχνε ν άντεχα Για εσένα μέσα μου να υπάρξει λήθη. 90

Γυρεύω από το δάκρυ της Σειρήνας, Να βρω πόσο δοκίμασα. Ραντίδα από την πλημοχόη του Άδη που Την κάθε ελπίδα μου αλλοίωνε σε φόβο Κι ό,τι φοβόμουν μ έκανε να ελπίζω. Υπέκυπτα κι όταν ακόμη έβλεπα ότι νικούσα. Σονέτο ΡΙΘ Μα ποια συφοριασμένα έκανε η καρδιά μου λάθη Που μήτε γνώριζε πριχού τα πράξει ότι ποθούσε; Πώς εκτροχιάζεται η ματιά μου Στο παραλήρημα του μανιασμένου πυρετού! Να ήταν κάποια αγαθοεργία του κακού; Πλέον μου μοιάζει, πάντως, πιθανό Το βέλτιστο από το Κάπως κακό να βελτιώθηκε. Μια αγάπη που συντρίφτηκε, ξανασηκώνεται Απ άλλοτε, πιότερο θέλγει κι όλο νάζι αναθάλλει. Έτσι, στο κάτεργο επιστρέφω της χαράς μου Και η απώλεια τριπλά μου επιστρέφει τις κλοπές της. 91

Όσοι μπορούνε να πικράνουνε μα δεν το κάνουν Όσοι μια τέτοια δύναμη δεν εκδηλώνουν, Όσοι τους άλλους συγκινούν, μα αυτοί σαν πέτρα παραμένουν Ψυχροί, στον πειρασμό ατάραχοι, απαθείς Απολαμβάνουνε τις χάρες τ ουρανού Και προίκα μοιάζει να χουνε κάθε καλό του κόσμου. Σονέτο ι Αυτοί, είναι οι κύριοι κι οι αφέντες του προσώπου τους, ενώ Οι άλλοι τίποτε Άλλο από υπηρέτες των δικών τους χαρισμάτων. Δίνει το άρωμα του το άνοιγμα του άνθους Αν και γεννιέται και πεθαίνει μόνο για τον εαυτόν του. Όμως, σαν μολυνθεί και μαραζώσει Κι η οσμή των χόρτων ωραιότερη θα μοιάζει αν τα συγκρίνεις. Σάπια τα κρίνα, Πιότερο ζέχνουν κι από την τυχαία χλόη. 92

Νομίζω, με αξιοπρέπεια συγκρατείται Λέω, η φιμωμένη έμπνευση μου. Ενώ, ψιμυθιωμένα σχόλια από λαμπρές κονδύλους Και από κάθε Μούσα σμιλεμένες φράσεις Σ εκθειάζουν. Σονέτο ΠΕ Έχουνε κάποιοι τις ωραίες λέξεις, έχω κι εγώ Αντί για αυτές, τους στοχασμούς μου. Πάντοτε ως ανίδεος κληρικός «αμήν» προσθέτω. Σε κάθε ρίμα κραταιής εμπνεύσεως Οπού προσφέρεται από τις μεγάλες πένες -ένεκεν δόξης - λέω: «Ω, έτσι είναι, όμορφα το λέτε!». Στην πιο μεγάλη φιλοφρόνηση Ακόμη και σ αυτή, κάτι προσθέτω, κι όμως Για εσένα είναι φυλαγμένη η μόνη Η λέξη η σιγανά φερμένη από τη σκέψη μου και Η από αγάπη νοτισμένη Να σαι λοιπόν ευγνώμων Σ εκείνους, για τις τανυπτέρυγες τους λέξεις, Σ εμένα, για τους στοχασμούς μου που Σχεδόν σιωπώντας Σε ενσαρκώνουν. 93

Που συνεχώς σε κατακρίνουνε, δεν έχεις Ευθύνη που η ομορφιά, ήτανε στόχος πάντοτε συκοφαντίας. Κρίνανε ως ύποπτο, ανέκαθεν, Σονέτο Ο Το ελάχιστο αγλάισμα της. Τους αναστάτωνε Σαν το κοράκι την ευδία. Αν όμως συ στην καλοσύνη σου εμμείνεις, κάθε μέμψη Πιο καθαρά θα δείξει την απέραντη σου αξία- Είσαι από χρόνο ακόμη ντυμένος- Γιατί είναι το σκουλήκι ο φθόνος, Που προτιμάει τα τρυφερά βλαστάρια, κι είσαι Για εκείνον προσφορά άσπιλου άνθους. Πέρασες απ της νιότης τις παγίδες Δίχως να ηττηθείς παρασυρμένος. Μα οι αρετές σου δυνατές δεν είναι τόσο Ώστε να καταπνίξουν τέτοιου φθόνου την παραφροσύνη. Εάν καμία υποψία δεν αμαύρωνε το φως σου Ο μόνος θα σουν σε όλες τις καρδιές αφέντης. 94

Απ όλα κουρασμένος, Φτάνω ν αποζητάω Θάνατο. Ο κόπος, Της αξίας που γεννήθηκε επαίτης- Ενώ οι ανώφελοι σε γλεντοκόπημα μονίμως - Κι η πιο αθώα πίστη, προδομένη. Αναίσχυντα υψηλές τιμές, τυχάρπαστα δοσμένες, Οι αρετές, από τα κτήνη πορνεμένες. Η ευθύτητα, στα πόδια κάθε πονηρίας βιασμένη. Από ανέντιμες γροθιές η θέληση εξαντλημένη. Από αυθεντίες, φίμωτρα στην τέχνη καμωμένα Θέσφατα για τον οίστρο από πολύξερες παράνοιες και Η απλή αλήθεια, ως σκέψη απλοϊκή να αγνοείται. Στην πλώρη, ερέτης, του κακού Το καλό σκλαβωμένο. Σονέτο ΞΖ Απ όλα κουρασμένος, φεύγω Μα η μοναξιά που αφήνω στην αγάπη μου Δεν με αφήνει. 95

Το πάθος της μεγαλομανίας, δεσπόζει τη ματιά μου Ολόκληρη- Την ψυχή μου. Υπήκοος της βασιλείας της. Είμαι. [Και όλα ετούτα, μοιάζουνε δίχως σωτηρία. (Τόσο καλά θεμελιωμένη στην καρδιά μου. Είναι.)] Σονέτο ΞΒ Φαντασιώνομαι, πως πρόσωπο κανένα, άψογο και Χαριτωμένο σαν και το δικό μου, δεν υπάρχει. Όμως συχνά Με αποκαλύπτουνε καθρέφτες Χαλασμένο Από τόση αρχαιότητα χτυπημένη στη μορφή μου( και, Τότε, αλλιώς με κατατρώγει η μανία.) Εσύ, είμαι ο μόνος αληθινός. Και ικεσία. Οίκτος ίσως. Για εκείνους που Ποτέ δεν υπήρξα. 96

Ι ν τ ε ρ λ ο ύ δ ι ο Ύπνου απανθίσματα σκορπάς στη φύση Και Βυζαίνεις: Τα έντρομα πλάσματα της ύπαρξης με Του πανικού τον πλούτο. Γ.Σ. 3/11/1939 97

J e a n N i c o l a s A r t h u r R i m b a u d Μια εποχή στην κόλαση

Όλα γιορτή. Κι η ζωή μου, Γλέντι με δίχως τελειωμό. Εάν καλά τη θυμάμαι. Οι καρδιές μας ορθάνοιχτες. Και κρασιά ξεχειλίζαν παντού. Δείλι: Στα γόνατα μου κάθισα την ομορφιά. Ήτανε αβάσταχτη. Και την έφτυσα στα μούτρα! Αρματώθηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Κι από εσάς Ελέη Μάγισσες, διχόνοιες, οικτιρμοί, Που δωσα να φυλάξετε το θησαυρό μου Δραπετεύω. Έκανα τη ψυχή μου πόρτα Κι από τα μέσα της φυγάδεψα, κάθε ελπίδα ανθρωπινή. Και Χίμηξα - Με τη σιγή που κρύβουν τα θεριά πριν απ το θύμα- Στο σβέρκο του χαρμόσυνου Κάλεσα δήμιους. Τη γκιλοτίνα, ζήτησα να με άφηναν να γλύψω. Τη λάμα γλύφοντας, βαθιά να ένιωθα το τέλος. Πέθαινα (και ακόμη λαχταρούσα;). Όλων των εποχών επικαλέστηκα τις μάστιγες: Αίμα και άμμος το τέλος. Και ο Θεός καταντημένος τρικυμία! Με στέγνωσε η ανάσα του φόνου. Μα εγώ Την ξεγέλασα την παράνοια! Έσκισε η άνοιξη τα χείλη μου, του έδωσε Το σχήμα το φριχτό, του γέλιου του ηλίθιου. Και Μία στιγμούλα μόνο πριν να παραδώσω πινακίδες Σκέφτηκα να γυρέψω πάλι το κλειδί Για τη λαμπρή εκείνη τη γιορτή (Η ανθρωπιά! Ετούτο είναι το κλειδί. Κι η ευσπλαχνία- Μια τέτοια έμπνευση, ξέρω, το δείχνει: ονειρεύτηκα). «Μα ύαινα θα παραμείνεις! Θέλοντας και μη.» Κτλ κτλ κτλ οι λέξεις. (Του δαίμονα, μα, τίνος άλλου) Επίμονα. Μέχρι που ν ακουγόταν να πλατάγιζαν Έως στα ποτάμια που διαγράφει το μεδούλι μου. Και μ έστεφε με τα χεράκια του εράσμιες παπαρούνες. «Άκου καλέ μου: Φτάσε στο θάνατο με τις ορέξεις σου όλες κι όλο σου το εγώ Και τ αμαρτήματα όλα, αυτά που λεν θανάσιμα» Α-γρίεψα! Αγαπητέ μου Βελζεβούλ, του είπα, σ εξορκίζω! Άσε τις άγριες ματιές και σκέψου: Η ώρα για καινούριες αθλιότητες σιμώνει. 101

Κάποια κραιπάλη Και πάλι θα με καβαλήσεις για να κάνω. Ως τότε, αφού ζητάς από τους συγγραφείς Να λείπουνε, περιγραφές και σοφιολογίες Την προσφορά μου δέξου: Τα βδελυρά χαρτιά που επάνω τους Αιμορραγεί ο κολασμένος: 102

Το βρόμικο αίμα 103

Πρόγονοι Γάλλοι. Ένα κρυστάλλινο γαλάζιο γκρι, Πέτρωμα των ματιών μου: από κείνους. Η στενοκεφαλιά μου, Γαλλική -επίσης. Κι εξίσου πλαδαρός μ αυτούς στην πάλη. Τα ρούχα μου, βαρβαρικά. Ναι, ναι, όσο και τα δικά τους. Μα ευτυχώς, Με βούτυρα δεν τα αλείφω τα μαλλιά μου Οι Φράγκοι, ήσαν θεριστές. Και γδάρτες! (Όμως ακόμη και σ αυτά, οι ανικανότεροι στην εποχή τους). Ως απόγονος τους, ειδωλολάτρης και εγώ. Και βέβαια, φανατικός της ιεροσυλίας. Μα όλα τα ελαττώματα! Οργή, λαγνεία (α! εξαίρετη αυτή!) και πάνω απ όλα, ψέμα! Το ψέμα και η νωθρότητα. Τρέμω το κάθε επάγγελμα. Αφέντες, δουλικά κι αστοί κι εργάτες, Βλάχοι. Όλοι! Ο αιών των χεριών. Μα εγώ δεν μπλέκομαι σε αυτά. Εγώ, τα χέρια μου, τα έχω καθαρά. Άσε που συνηθίζοντας κανείς, ξεχνιέται. Η ειλικρίνεια των ζητιάνων, με τρελαίνει! Ευνούχοι και φονιάδες, απεχθείς. Αλλά εγώ άθικτος περιστέρα! Κι έτσι δεν με αφορά. Mais! Qui a fait ma langue συγγνώμη, Θέλω να πω, δεν βρίσκω Ποιός την έκανε έτσι δόλια την γλώσσα μου, Που ως σήμερα, τόσο προστάτεψε την οκνηρία μου. Μήτε απ το κορμί μου γύρεψα να ζήσω. ( Χαμένο κορμί!) Εγώ, ο πανταχού! Ούτε μια φαμελιά δεν είναι στην Ευρώπη ολόκληρη που δεν γνωρίζω. Και λέω, οικογένειες σαν τη δική μου, Που όλα τα χρωστά στην διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Γνώρισα τον απόγονο όλων. Να ταν ένας, δικός μου πρόγονος γνωστός στην ιστορία. Ένας έστω Μα τίποτε. Κανένας. Είναι ολοφάνερο, προέρχομαι από κατώτερη φυλή. Από στασιασμούς δεν σκαμπάζω. Απλά, Ορμάω όπως και οι λύκοι Σε εύκολα θηράματα ή ψοφίμια. Αναπολώ την ιστορία της Γαλλίας, κόρη πρωτότοκο της εκκλησίας. Σαν χορικός, ταξίδεψα στους άγιους τόπους Και έχω στο μυαλό μου, δρόμους Που μες απ τις κοιλάδες πέρναγαν της Σουαβίας. Βυζαντινές εικόνες, και της Ιερουσαλήμ τους προμαχώνες. 104