ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ κ. ΠΟΤΑΜΙΑΣ) ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ Γιώργου Σ.-Π. Κατρούγκαλου, αν. καθηγητή ΔΠΘ, κατοίκου, ως εκ της υπηρεσίας του, Κομοτηνής, οδός Π. ΚΑΤΑ Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΕΙ Η απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων 24528/Β7 «Έγκριση Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Κοινωνικής Διοίκησης του ΔΠΘ με τίτλο «Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνική Εργασία» (ΦΕΚ Β 990, 26/5/2009), ως προς την πρόβλεψη του άρθρου 10 παρ. 2 αυτής για την καταβολή διδάκτρων. Συζητήθηκε κατά την δικάσιμο της 1 ης Απριλίου η ένδικη αίτηση ακύρωσης μου, που πρέπει να γίνει δεκτή ως νόμιμη, βάσιμη και αληθινή. Συμπληρωματικά επάγομαι τα εξής: Α- Η αδιάστικτη και απόλυτη διατύπωση της κρίσιμης διάταξης Με την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 4 Σ ο συντακτικός νομοθέτης θέτει μία γενική αρχή απόλυτης εφαρμογής, που ισχύει, κατά τη ρητή πρόβλεψη του, για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Το ότι η υπό κρίση ρύθμιση αφορά και τις μεταπτυχιακές σπουδές προκύπτει από την γενική και αδιάστικτη διατύπωση της, που ρητά όρισε για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία ότι το δικαίωμα για δωρεάν παιδεία εφαρμόζεται «σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια». Η πρόθεση αυτή για επέκταση του δωρεάν χαρακτήρα της δημόσιας παιδείας σε όλες τις βαθμίδες και σε όλα τα δημόσια εκπαιδευτήρια προκύπτει (πέρα από την αναμφισβήτητη και απόλυτη γραμματική της διατύπωση, εφόσον το όλες δεν βαθμονομείται) και ιστορικά, από την αντιδιαστολή της με εκείνες των
2 προϋφιστάμενων Συνταγμάτων, που περιόριζαν τον δωρεάν χαρακτήρα μόνον στην υποχρεωτική εκπαίδευση (βλ. και παρακάτω, Β-2.2). Και η συστηματική ερμηνεία της υπό κρίση ρύθμισης, σε σχέση με την ακαδημαϊκή ελευθερία, που δεν πρέπει να εξαρτάται από την οικονομική επιφάνεια των σπουδαστών, όμως, άγει αναγκαστικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Όπως επισημαίνεται και από τη μειοψηφήσασα άποψη «Τα αναφερθέντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, κατά το Σύνταγμα, των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των καθηγητών τους συνδέονται αρρήκτως με την δωρεάν παροχή παιδείας σε όλους μέσω των προγραμμάτων σπουδών που προβλέπει ο νομοθέτης και που συνιστούν την αποστολή τους. Το κατοχυρούμενο από το Σύνταγμα δικαίωμα δωρεάν παιδείας δεν μπορεί να περιορισθεί σε ορισμένο μόνον βασικό επίπεδο σπουδών χωρίς να θίγεται το περιεχόμενο και το αντικείμενο της ακαδημαϊκής ελευθερίας.» Β- Κριτική αντίκρουση του σκεπτικού της πλειονοψηφήσασας άποψης της ΣτΕ 2714-2010 Β-1 Επιχείρημα 1 ο : «Η περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσεως και προώθηση της έρευνας με τις μεταπτυχιακές σπουδές στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι εκτός της κύριας αποστολής τους» Το επιχείρημα αυτό είναι το κεντρικό της υπό κρίση άποψης και αναπτύσσεται στη σκέψη 7, επί λέξει ως εξής: «( Τ)ο δικαίωμα παροχής δωρεάν παιδείας από τα κρατικά εκπαιδευτήρια της ανώτατης βαθμίδας έχει πεδίο εφαρμογής μόνον στο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών που ολοκληρώνεται με την χορήγηση σχετικού πτυχίου, που συνιστά την βασική αποστολή όλων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δωρεάν παιδείας δεν περιλαμβάνει την φοίτηση στα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών που ολοκληρώνονται με την χορήγηση μεταπτυχιακού διπλώματος ειδικεύσεως ούτε την διαδικασία εκπονήσεως διδακτορικής διατριβής που καταλήγει στην απόκτηση διδακτορικού διπλώματος. Και τούτο γιατί το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα δωρεάν παιδείας όσον αφορά τα κρατικά εκπαιδευτήρια της ανώτατης βαθμίδας καλύπτει μόνον την βασική αποστολή τους όπως αυτή έχει ιστορικά διαμορφωθεί, δηλαδή την απόκτηση από τους φοιτητές των γνώσεων που χρειάζονται για να αξιοποιήσουν και να καλλιεργήσουν επιστημονικά και επαγγελματικά το γνωστικό αντικείμενο των σπουδών τους.» Η περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσεως και προώθηση της έρευνας με τις μεταπτυχιακές σπουδές στα εν λόγω ανώτατα
3 εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι εκτός της κύριας αποστολής τους και άρα δεν αποτελούν αντικείμενο του κοινωνικού δικαιώματος της δωρεάν παιδείας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα.» Η θέση ότι η περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσης και η προώθηση της έρευνας είναι εκτός της κύριας αποστολής των ΑΕΙ αποτελεί θεμελιώδες πραγματολογικό σφάλμα, που έρχεται σε αντίθεση με τον ιστορικά διαμορφωμένο ήδη από την Αναγέννηση σκοπό των πανεπιστημίων. Αυτά, σε αντίθεση με τα εκπαιδευτήρια της εγκύκλιας εκπαίδευσης που απλώς μεταδίδουν στους μαθητές δεδομένες, βασικές γνώσεις, έχουν την παράλληλη και αδιάρρηκτα συνδεδεμένη διπλή λειτουργία αφενός να μεταδίδουν στους φοιτητές το βασικό corpus γνώσεων και δεξιοτήτων της σχετικής επιστήμης (όχι επαγγέλματος, όπως υπολαμβάνει η πλειοψηφία!) και αφετέρου να προάγουν περαιτέρω το σχετικό κύκλο γνώσης. Αυτό το χαρακτηριστικό (και ο εν γένει ανθρωπιστικός και όχι στενά επαγγελματοκεντρικός προσανατολισμός τους) διαφοροποιεί τα Πανεπιστήμια από τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης. Ορθά, επί του προκειμένου, η μειοψηφούσα άποψη σημειώνει «(Σ)ύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3685/2008 που διέπουν πλέον την οργάνωση και λειτουργία των μεταπτυχιακών σπουδών, τα μεταπτυχιακά αυτά προγράμματα σπουδών εντάσσονται ρητά στην ανώτατη βαθμίδα της παιδείας που παρέχεται από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα που λειτουργούν με την μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, λειτουργούν με την ευθύνη των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και έχουν ως σκοπό την περαιτέρω προαγωγή της επιστημονικής γνώσεως και των τεχνών και την προώθηση της έρευνας με συνεκτίμηση των αναγκών αναπτύξεως της Χώρας. Οι σκοποί αυτοί βρίσκονται στον πυρήνα της αποστολής των εκπαιδευτικών αυτών ιδρυμάτων και συνδέονται αρρήκτως με την ακαδημαϊκή ελευθερία και άρα οι σχετικές υπηρεσίες κατά το Σύνταγμα πρέπει να παρέχονται από αυτά δωρεάν.» Β-2 Επιχείρημα 2 ο : Ιστορική ερμηνεία Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος επιχειρήματος υπάρχει ένα σκέλος που αναφέρεται στην ιστορική διαμόρφωση του υπό κρίση κοινωνικού δικαιώματος: «το εν λόγω κοινωνικό δικαίωμα δωρεάν παιδείας όσον αφορά τα κρατικά εκπαιδευτήρια της ανώτατης βαθμίδας καλύπτει μόνον την βασική αποστολή τους όπως αυτή έχει ιστορικά διαμορφωθεί».
4 Β.2.1 Και το επιχείρημα αυτό είναι ανακριβές. Κατ αρχάς πραγματολογικά, εφόσον η ακαδημαϊκή ενότητα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών εντός της βαθμίδας της πανεπιστημιακής, τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προκύπτει ήδη από τον πρώτο νόμο που ρύθμισε συνολικά τα της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, το ν. 5343/1932, Περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος προέβλεπε στο άρθρο 11 παρ. 1 ότι «1. Αι Σχολαί του Πανεπιστημίου απονέμουσι πτυχία, διδακτορικά διπλώματα». Περαιτέρω, όπως δέχεται και η μειοψηφούσα άποψη, οι μεταπτυχιακές σπουδές σε επίπεδο διδακτορικό ή μεταπτυχιακού τίτλου αποτελούσαν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης πολύ πριν από το Σύνταγμα του 1975. Ενδεικτικά: Με το ΠΔ της 7/14 Αυγ. 1930 (ΦΕΚ Α`283) «Περί δοκιμασίας διδακτόρων και πτυχιούχων της νομικής ή των πολιτικών και οικονομικών επιστημών αλλοδαπών πανεπιστημίων» ρυθμίσθηκε ο τρόπος απονομής των διδακτορικών διπλωμάτων νομικής και οικονομικής επιστήμης. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, με το ν 5343/1932, Περί Οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών ορίσθηκε (άρθρο 11 παρ. 1) ότι «1. Αι Σχολαί του Πανεπιστημίου απονέμουσι πτυχία, διδακτορικά διπλώματα.» Με το ΠΔ υπ` αριθ. 359 της 29 Σεπτ. /3 Οκτ. 1973 (ΦΕΚ Α` 264) Περί ιδρύσεως, παρά τη Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών επιστημών, Τμημάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών ιδρύθηκαν μεταπτυχιακά τμήματα στην τότε- ΑΣΟΕΕ. Από την ανωτέρω ενδεικτική και όχι εξαντλητική καταγραφή, προκύπτει ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές, ως τμήμα της τριτοβάθμιας, ανώτατης εκπαίδευσης, προσφέρονταν από τα Πανεπιστήμια και ρυθμίζονταν από το νόμο καθ ολη την διάρκεια του περασμένου αιώνα, πολύ πριν από την θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975. Β.2.2 Η ιστορική ερμηνεία της συνταγματικής ρύθμισης επιβεβαιώνει την θέση της αίτησης ακύρωσης, διότι σαφώς προκύπτει από αυτήν η βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 1975 να καθιερώσει ως novum και σε αντίθεση με τα προϋφιστάμενα συντάγματα την δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Τόσο το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος του 1911, το οποίο για
5 πρώτη φορά καθιέρωσε την υποχρεωτική εκπαίδευση, όσο και το άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος του 1927, όπως και το άρθρο 16 παρ. 3 του Συντάγματος του 1952 επαναλάμβαναν την ίδια ρύθμιση: «η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους». Είναι προφανής η βούληση του ιστορικού συνταγματικού νομοθέτη η δωρεάν παροχή της εκπαίδευσης να αφορά όλες τις βαθμίδες σπουδών και όλα τα προγράμματα σπουδών που παρέχονται από δημόσια εκπαιδευτήρια. Β-3 Επιχείρημα 3 ο «Ο κοινός νομοθέτης εκδηλώνει την σχετική κοινωνική μέριμνά του με την πρόβλεψη χορηγήσεως υποτροφιών σε μεταπτυχιακούς φοιτητές» Κατά το επιχείρημα αυτό, δεν πρέπει να υπάρχει δωρεάν παροχή της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης διότι, επί λέξει, «ο κοινός νομοθέτης εκδηλώνει την σχετική κοινωνική μέριμνά του με την πρόβλεψη χορηγήσεως υποτροφιών σε μεταπτυχιακούς φοιτητές από τους πόρους των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών και την θέσπιση της δυνατότητας υγειονομικής και νοσοκομειακής περιθάλψεως όσων δεν έχουν υγειονομική κάλυψη και της χορηγήσεως φοιτητικών δανείων.» Το επιχείρημα αυτό είναι προδήλως αλυσιτελές για την ερμηνεία του πρώτου εδαφίου του άρθρου 16 παρ. 4, διότι αναφέρεται προφανώς σε διαφορετικό συνταγματικό κανόνα, αυτόν του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου αυτής που προβλέπει, αυτοτελώς και προσθετικά σε σχέση με το πρώτο εδάφιο: «To Kράτoς ενισχύει τoυς σπoυδαστές πoυ διακρίνoνται, καθώς και αυτoύς πoυ έχoυν ανάγκη από βoήθεια ή ειδική πρoστασία, ανάλoγα με τις ικανότητές τoυς.» Είναι προφανές ότι η ρύθμιση αυτή έχει αυτοτελές κανονιστικό περιεχόμενο και θεωρεί δεδομένη την δωρεάν παροχή της δημόσιας εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπει μία πρόσθετη υποχρέωση για τον δημόσιο νομοθέτη, για την ενίσχυση των ασθενέστερα οικονομικά σπουδαστών. Γ- Συνέπειες από την διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας του νόμου Το οικονομικό περιβάλλον της χώρας είναι ιδιαίτερα δυσμενές. Τυχόν διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης θα υπονομεύσει την δυνατότητα των Πανεπιστημίων να παρέχουν μεταπτυχιακές σπουδές; Βεβαίως και όχι. Η επιβολή διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές δεν επιβάλλεται από λειτουργικές ανάγκες των σχετικών προγραμμάτων αλλά από τη ζήτηση της αγοράς, ιδίως τη ζήτηση για
6 χρηματοοικονομικές σπουδές τύπου MBA. Για το λόγο αυτό και δεν έχουν επιβληθεί δίδακτρα στο Πολυτεχνείο ή τις Ιατρικές Σχολές, όπου τα λειτουργικά έξοδα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, λόγω εργαστηρίων, είναι συγκριτικά μεγαλύτερα. Το μεγαλύτερο τμήμα δε από τα δίδακτρα αυτά χρηματοδοτεί τις αμοιβές των διδασκόντων καθηγητών, οι οποίοι έχουν ούτως ή άλλως νομική (και κυρίως ηθική και ακαδημαϊκή) υποχρέωση να διδάσκουν σε αυτά χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Το γεγονός αυτό αποτελεί σημαντική διαστρέβλωση του ακαδημαϊκού λειτουργήματος. Απολύτως ορθά αυτό επισημαίνεται από τη μειοψηφούσα άποψη, ως εξής: «Το Σύνταγμα, κατά την έννοια του, αποκλείει την ύπαρξη οικονομικής σχέσεως μεταξύ των καθηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που είναι δημόσιοι λειτουργοί και των φοιτητών σε οποιοδήποτε επίπεδο σπουδών που εντάσσεται στην αποστολή τους και, κατά συνέπεια, είναι αντίθετη προς αυτό η πρόβλεψη καταβολής από τους φοιτητές διδάκτρων για την διδασκαλία και παροχή παιδείας στο πλαίσιο μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών και μάλιστα όταν σημαντικό τμήμα των διδάκτρων αυτών διατίθεται, κατά τον νόμο, για αμοιβή ή αποζημίωση του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού.» Αντιθέτως, η μη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας κινδυνεύει να υπονομεύσει τον δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και σε άλλα επίπεδα ή βαθμίδες της εκπαίδευσης, με την επίκληση ακριβώς του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος. Σε κάθε περίπτωση, η μη διαπίστωση της αντισυνταγματικότητας της πρόβλεψης για καταβολή διδάκτρων, ενόψει της αντίθετης ρητής, σαφούς και αδιάστικτης συνταγματικής πρόβλεψης συνιστά στην ουσία έμμεση δικαστική αναθεώρηση του άρθρου 16. Δεν πρέπει το Δικαστήριο να αναλάβει το ρόλο αυτό, διότι δεν του ανήκει. Άλλωστε, η συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου αυτού έχει ήδη ξεκινήσει από την προηγούμενη αναθεωρητική βουλή και δεν έχει ακόμη καταλήξει. Δεν πρέπει η δικαστική λειτουργία να λάβει θέση στη συζήτηση αυτή. Επειδή κατά τα λοιπά αναφέρομαι στην αίτηση ακύρωσης μου, ΓΙΑ ΑΥΤΟ- ΖΗΤΩ Να γίνει δεκτό το παρόν και η αίτηση ακύρωσης μου στο σύνολο της και Να καταδικασθεί το Δημόσιο στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη.. Αθήνα, 3 Μαΐου 2011 Ο αιτών δικηγόρος