Σχολή Θετικών Επιστημών: Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης Πτυχιακή Εργασία: «Η Έννοια της Αρετής στην Ηθική Φιλοσοφία του Αριστοτέλη» Ονοματεπώνυμο: Ελευθερίου Νικόλαος Α.Μ.:9986201100023 Επιβλέπων Καθηγητής: Χατζημωυσής Αντώνιος ΑΘΗΝΑ, 2017
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...2 1. Η ΠΡΟΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ.3 1.0 Εισαγωγικός Σχολιασμός.3 1.1 Όμηρος.4 1.2 Προσωκρατικοί 5 1.3. Σοφιστές..6 1.4 Σωκράτης.7 1.5 Πλάτων 9 2. Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ...11 2.1 Η ζωή και το έργο του Αριστοτέλη 11 2.2 Η μέθοδος του Αριστοτέλη στην ηθική φιλοσοφία 14 2.3 Ο σκοπός της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας...17 2.4 Η σχέση μεταξύ ψυχής και αρετής.19 2.5 Ηθικές και διανοητικές αρετές...21 2.6 Προϋποθέσεις για την άσκηση της αρετής 25 2.7 Καθορισμός του γένους της αρετής: Έξις..26 2.8 Καθορισμός της ειδοποιού διαφοράς της αρετής: Προαίρεση και Μεσότητα.28 2.9 Το νόημα της μεσότητας σε σχέση με τις ηθικές αρετές 31 2. 10 Η αρετή της φρόνησης.34 2. 11 Η αρετή της δικαιοσύνης.36 2.12 Η αρετή της φιλίας..38 ΕΠΙΛΟΓΟΣ 41 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 42 1
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η ηθική του Αριστοτέλη δεν έπαψε μέχρι σήμερα να απασχολεί τους μελετητές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και να προκαλεί ερμηνευτικές συζητήσεις. Αν κάτι προκύπτει μέσα από αυτές είναι, αναμφίβολα, η διαχρονικότητα. Εξάλλου, το αριστοτελικό ηθικό σύστημα αποτελεί σύνοψη της αρχαίας ηθικής σκέψης και εκφράζει όλη την προαριστοτελική σοφία η οποία διαμορφώθηκε με την κριτική επεξεργασία των ηθικών δοξασιών του λαού και των σοφών της Ελλάδας, όπως λόγου χάριν του Ομήρου. Αφετηρία της αριστοτελικής ηθικής αποτελεί κυρίως ο Πλάτωνας. Ακολουθώντας τα πλατωνικά διδάγματα, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι κύριες έννοιες της ηθικής αυτής είναι το αγαθό, η ευδαιμονία, η αρετή και η προαίρεση. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα επιστημονική εργασία έχει στόχο να παρουσιάσει όλες τις πτυχές της έννοιας της αρετής στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Μιας έννοιας που είναι άμεσα συνυφασμένη με την ανθρώπινη ευδαιμονία και το αγαθό. Ταυτόχρονα, μέσω επιλεγμένων χωρίων, η συγγραφή φιλοδοξεί να αναδείξει τον επίκαιρο χαρακτήρα της σκέψης του σπουδαίου φιλοσόφου. 2
1. Η προαριστοτελική ηθική φιλοσοφική σκέψη 1.0 Εισαγωγικός σχολιασμός Ο Αριστοτέλης παραθέτει το έργο του σε ένα πλαίσιο θεωρητικών και μη προβληματισμών ή ηθικών προβληματισμών, που αναπτύσσονται στην καθημερινή ζωή. Σε κάθε κοινωνία συναντάται αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί καθημερινή ηθική, κοσμικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα, δηλαδή ένα σύνολο ηθικών κανόνων, αρχών και αξιών. Πριν τον Αριστοτέλη έχει προηγηθεί μια φιλοσοφική σκέψη, ένας εκτεταμένος θεωρητικός στοχασμός πάνω στο συγκεκριμένο φαινόμενο. Οι προτάσεις αυτές στην πιο συστηματική μορφή τους βρίσκονται στο Σωκράτη και στο έργο του Πλάτωνα. Στο Σωκράτη εντοπίζουμε και μπορούμε να ανακατασκευάσουμε ένα σύνολο θέσεων που δείχνουν την ηθική του στάση. Ταυτόχρονα, στον Πλάτωνα διαπιστώνουμε μια πιο συστηματική θεώρηση. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε πως η Πολιτεία οικοδομείται βασιζόμενη στο ερώτημα γιατί πρέπει κανείς να είναι ηθικός. Επομένως γίνεται αντιληπτό πως το έργο του Αριστοτέλη επηρεάστηκε από μία φιλοσοφική παράδοση, της οποίας τα βασικά χαρακτηριστικά ανήκουν μεν σε μια εποχή που προηγήθηκε του Σωκράτη, συντώνται όμως και στην εποχή του. Μέσα από κείμενα αρχαίων στοχαστών προκύπτουν ποικίλα αρεταϊκά πρότυπα τα οποία συγκροτούν τις απαρχές της αρχαιοελληνικής ηθικής σκέψης. Αυτά τα πρότυπα συγκεντρώθηκαν από μεγάλους φιλοσόφους, μεταξύ των οποίων και τον Αριστοτέλη, που τα συνέθεσαν σε πιο οργανωμένα και συγκροτημένα σύνολα σκέψης. Στο παρόν κεφάλαιο θα προσεγγίσουμε την ηθική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων μέσα από: 1. Το πρότυπο των ανταγωνιστικών αρετών στον Όμηρο 2. Την ανάδειξη της έννοιας της δικαιοσύνης 3. Την κριτική των Σοφιστών στην κρατούσα ηθική 4. Την ηθική σκέψη που διατυπώθηκε από το Σωκράτη 5. Το νόημα της ηθικής αρετής στον Πλάτωνα 3
1.1 Όμηρος Η πρώτη αναφορά του όρου της αρετής γίνεται στον ήρωα των ομηρικών επών. Ο ήρωας παρουσιάζει διάφορα χαρακτηριστικά. Αρχικά, είναι άνδρας που διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό αρετών. Τέτοιου είδους μπορεί να είναι: η γενναιότητα, η ευγενική καταγωγή, η ομορφιά και η ρωμαλεότητα. Στη συνέχεια, ο ήρωας του Ομήρου εμφανίζεται να είναι αρχηγός ενός οίκου. Εκεί έχει γύρω του πολλά πρόσωπα, όπως γυναίκα, παιδιά, υπηρέτες, φίλους και στρατιώτες. Έχει την υποχρέωση να φροντίζει τους δικούς του και τον εαυτό. Ωστόσο δε νοιάζεται για το κοινό καλό, που ενδεχομένως να αφορά την πόλη ή το έθνος του. Κοιτάζει, γενικά, το προσωπικό του όφελος, χωρίς να δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από υποχρεώσεις που αφορούν το σύνολο. Άλλο ένα γνώρισμά του είναι ο ανταγωνισμός με άλλους ήρωες, προκειμένου να δείξει την ανδρεία του ή να επεκτείνει τη φήμη του. Ο ήρωας, όπως γίνεται αντιληπτός από τον Όμηρο, είναι ένας εύπορος ηγέτης, που έχει στην κατοχή του στρατό. Οι σχέσεις μεταξύ των ηρώων διακατέχονται από ανταγωνισμό και συγκρούσεις 1. Αυτό το μοντέλο των βίαιων, ατομικών, ανταγωνιστικών αρετών αρχίζει να φθίνει, όσο προχωρά η εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Ο σκοπός της αρετής που προβάλλεται στον Όμηρο, είναι να δείξει ο ήρωας το πόσο ανώτερος είναι από τους υπόλοιπους. Υπό αυτή την έννοια μείζονα ρόλο παίζουν οι ανδρεία, η γενναιότητα και η σωματική δύναμη, με τις άλλες αρετές να έρχονται σε δεύτερη μοίρα 2. Με λίγα λόγια, η πρωταρχική έννοια της αρετής ταυτίζεται αποκλειστικά με την πολεμική ανδρεία που δείχνει ο ήρωας στη μάχη. 1 Βλ. Μπαγιόνας Αύγουστος, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Ηθικής από τους Προσωκρατικούς ως την Αρχαία Ακαδημία (Θεσσαλονίκη: Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1985) σσ. 20-23. 2 Βλ. Hainsworth Bryan, Ομήρου Ιλιάδα, Τόμος Γ' (Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2003) σσ. 137-149. 4
1.2 Προσωκρατικοί Στους προσωκρατικούς φιλοσόφους συναντούμε την έννοια της δικαιοσύνης, που κινείται τόσο σε μεταφυσικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Το γεγονός που ξεχωρίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως παρόλο που η αρχαία ηθική παρουσιάζεται ως αρεταϊκή, η δικαιοσύνη εμφανίζεται να είναι για τους αρχαίους έννοια, αρχή και αρετή. Η δικαιοσύνη δεν ταυτίζεται πλέον με τη μοίρα, η οποία επιβάλλεται από ποικίλες ανεξέλεγκτες δυνάμεις. Επιπλέον, η θεία δίκη θεωρείται αναξιόπιστη πια. Υπάρχει σε καθαρά φιλοσοφικό επίπεδο μια μεγαλύτερη καχυποψία, σχετικά με τη δικαιοσύνη που βασίζεται αποκλειστικά στη θρησκεία. Οι προσωκρατικοί μετασχηματίζουν τη δικαιοσύνη σε φυσική αρχή. Υπό αυτό το πρίσμα, όλα υπάγονται σε ένα κοινό νόμο. Όσο η αντίληψη αυτή εισέρχεται στην κοινωνία, επικρατεί η πεποίθηση πως η πολιτεία πρέπει να υποτάσσεται και να διοικείται από μία γενική αρχή, το νόμο. Όλοι δεσμεύονται από το νόμο, ενώ η ύβρις συνιστά παραβίαση της ηθικής και της φυσικής τάξης. Έτσι η αρχή της δικαιοσύνης εκφράζει τη θέση πως το σύνολο πρέπει να κυβερνάται από νόμους, στους οποίους όλοι θα υπακούν 3. Η αρχή της δικαιοσύνης ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό εκείνη την εποχή από το νομοθετικό έργο των Σόλωνα και Κλεισθένη. Οι νόμοι που θέσπισαν περιόρισαν τα προνόμια των ευγενών, οι οποίοι κυριαρχούσαν στα ομηρικά χρόνια. 3 Βλ. Μπαγιόνας Αύγουστος, ό.π., σσ. 23-25. Επίσης, Lesky Albin, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, Μετάφραση: Αγαπητού Τσοπανάκη (Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη, 2001) σ. 781. 5
1.3 Σοφιστές Οι Σοφιστές, με τις ιδέες και τον τρόπο σκέψης τους, συνέβαλλαν αρκετά στην ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας. Σκοπός τους ήταν να διδάξουν τους ανθρώπους που θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά και κοινωνικά τεκτενόμενα, παρέχοντάς τους τις κατάλληλες γνώσεις και ικανότητες. Όσον αφορά την ηθική, οι σοφιστές άσκησαν κριτική στη λεγόμενη θρησκευτική ηθική. Στο επίκεντρό τους βρέθηκε η ύπαρξη του θεού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στάση του Πρωταγόρα, σύμφωνα με την οποία δεν είναι σαφές ότι υπάρχουν θεοί. Εφόσον συμβαίνει αυτό, η πολιτεία και οι νόμοι δεν μπορούν να προέρχονται από εκείνους 4. Οι ηθικές αξίες για τους σοφιστές, περιορίζονται και συνδέονται με μια συγκεκριμένη κοινωνία χωρίς να έχουν καθολική ισχύ. Οι αξίες εφαρμόζονται μονάχα στην κοινωνία που τις παράγει. Κατά συνέπεια δεν μπορούν να επεκταθούν περαιτέρω. Καθένας θα πρέπει να δεσμεύεται από τους νόμους που διέπουν το εκάστοτε κοινωνικό σύνολο που ζεί 5. Ακόμη ένα στοιχείο που συναντούμε στην αρετή των σοφιστών, είναι ο εγωκεντρικός της χαρακτήρας. Σύμφωνα με αυτή, λοιπόν, ηθικό είναι οτιδήποτε θεωρεί κανείς πως είναι προς το συμφέρον του. Το κοινό δίκαιο υποτιμάται διότι ο νόμος δεν προσβλέπει στην ηθική εξύψωση του ανθρώπου. Αντίθετα, ρυθμίζει μόνο τα συμφέροντα των πολιτών 6. Η επίδραση των σοφιστών προς την καθημερινή ζωή του μέσου Έλληνα πολίτη, θα λέγαμε πως κυμάνθηκε σε μικρά επίπεδα. Εκείνοι που επηρεάστηκαν περισσότερο ήταν οι Σωκράτης και Πλάτωνας. Κυρίως διότι θεώρησαν τη διδασκαλία ως μια πρόκληση, στην οποία ήταν υποχρεωμένοι να απαντήσουν. 4 Βλ. Guthrie W.K.C., Οι Σοφιστές (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ, 1998) σσ. 278-288. 5 Βλ. Guthrie W.K.C., ό.π., σσ. 206-220. 6 Βλ. Guthrie W.K.C., ό.π., σσ. 356-361 και Πλατ., Πολιτ., Α, 339a 3-4. 6
1.4 Σωκράτης Σύμφωνα με την άποψη πολλών στοχαστών, αλλά και μελετητών ο Σωκράτης θεωρείται ως ο θεμελειωτής της ηθικής φιλοσοφίας. Ο λόγος είναι πως ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με το ζήτημα του πως πρέπει να ζει κανείς, προσπαθώντας να δώσει μια φιλοσοφική απάντηση. Το στοιχείο που χαρακτηρίζει το βίο του Σωκράτη είναι οι συνέπειες των λόγων και των πράξεων. Η συνεπής στάση ζωής έχει ιδιαίτερη σημασία. Ταυτόχρονα ο ίδιος αποτελεί αξιοθαύμαστο παράδειγμα ηθικής στάσης, αφού θυσιάστηκε προκειμένου να μην παραβιαστούν οι νόμοι της πόλης του. Για τις ηθικές απόψεις του Σωκράτη μαθαίνουμε, κυρίως, από τους πρώιμους Πλατωνικούς διαλόγους, που θεωρείται ότι εκφράζουν τις απόψεις του σπουδαίου φιλοσόφου. Άλλες πηγές που μας δίνουν πληροφορίες για τη ζωή του Σωκράτη, είναι τα κείμενα του Ξενοφώντα και του Αριστοφάνη. Αν επιθυμούσαμε να συνοψίσουμε τις κυριότερες θέσεις του Σωκράτη περί ηθικής, τότε αυτές θα ήταν οι εξής 7 : 1. Αρετή είναι η γνώση της ορθής πράξης και παράλληλα γνώση και απόρριψη του κακού 8. 2. Εάν κάποιος γνωρίσει το καλό και το κακό, τότε αυτόματα θα πράττει το καλό, ώστε να γίνει ενάρετος 9. Στην εκδήλωση τηε ανήθικης συμπεριφοράς οδηγεί η άγνοια του καλού. Ο Σωκράτης τονίζει πως από τη στιγμή που κάποιος θα γνωρίσει ποιο είναι το καλό, θα το πραγματοποιεί έτσι κι αλλιώς. 3. Από τη στιγμή που κάποιος διακατέχεται από ένα είδος αρετής, τότε αυτόματα κατέχει και όλα τα άλλα. Ο Σωκράτης θεωρεί πως ο ενάρετος άνθρωπος καλλιεργεί τον εαυτό του με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελείται από όλες τις αρετές. Αφού γνωρίσει τη σπουδαιότητά τους, μπορεί να κατακτήσει την ευδαιμονία. 4. Κατά το Σωκράτη η ενάρετη διαγωγή είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Για να υλοποιηθεί αυτό είναι 7 Βλ. Guthrie W.K.C., Ο Σωκράτης (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ, 2001) σ. 170-210 8 Βλ. Πλάτωνος, Ἀπολογία, 22D και Γοργίας, 5110 κ.ε. 9 Ἠθικὰ Μεγάλα, A 1, 1183b 10 κ.ε. 7
αναγκαίο να υπάρξει ένα ηθικό μέτρο, που να διέπεται από μαθηματική ακρίβεια, ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα. 8
1.5 Πλάτων Οι Πλατωνικοί διάλογοι περιλαμβάνουν εκτενείς συζητήσεις αναφορικά με τις ηθικές αρετές. Ο Πλάτωνας ενδιαφέρεται για την ηθική στάση της κοινωνίας. Εφόσον θεωρεί πως οι Σοφιστές απειλούν την ηθική της πόλης, επιχειρεί να δώσει μια θεωρία που θα ταιριάζει με την άποψή του για την ορθή πολιτεία. Στην ουσία, τα στοιχεία που καθορίζουν την ορθή πολιτεία ταυτίζονται με τα αντίστοιχα που καθορίζουν την ορθή συμπεριφορά. Μελετώντας την Πολιτεία του Πλάτωνα, παρατηρούμε πως υπάρχουν τρεις τάξεις πολιτών: 1. Οι φύλακες ή άνθρωποι του «χρυσού»: οι ψυχές αυτών των ανθρώπων έζησαν για πολύ καιρό στον κόσμο των ιδεών, κουβαλώντας μαζί τους την αληθινή γνώση. Όταν λάβουν την κατάλληλη αγωγή θα είναι ικανοί να ασχοληθούν με τη σκέψη και το στοχασμό, ώστε να φέρουν στο φως τη γνώση της αληθινής ζωής. Αυτή η κατηγορία είναι η μόνη που έχει τη δυνατότητα να αναλάβει τη διακυβέρνηση της πολιτείας, εφόσον έχουν λάβει μια πολύπλευρη και σκληρή εκπαίδευση. 2. Οι επίκουροι ή άνθρωποι του «αργύρου»: είναι άνθρωποι που έχουν μια γενική αίσθηση της αρμονίας και της τάξης που κυβερνά όλα τα πράγματα, αλλά δεν μπορούν να έχουν μια πλήρη γνώση του αγαθού. Οι συγκεκριμένοι εκτελούν τα διοικητικά καθήκοντα της πολιτείας, επιτηρούν και εποτεύουν. 3. Ο λαός ή οι άνθρωποι του «σιδήρου»: η τάξη αυτή ασχολείται με τις καθημερινές ασχολίες. Αυτοί δεν έχουν καμιά επιθυμία για γνώση του αγαθού και για αυτό δεν είναι ικανοί να πάρουν καμία δημόσια θέση εντός της ορθής οργανωμένης κοινωνίας 10. Η δομή αυτή δείχνει τέσσερις αρετές που διέπουν την Πολιτεία. Αυτές σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι: η σοφία 11, η σωφροσύνη, η ανδρεία 12 και η δικαιοσύνη. Όπως γίνεται αντιληπτό είναι πανομοιότυπες με εκείνες του Σωκράτη. Η σοφία μας βοηθάει να γνωρίσουμε οτιδήποτε έχει να κάνει με την ορθή διαγωγή του βίου και την τελείωσή μας. Πρόκειται για μια καταξοχήν αρετή των φυλάκων, με την οποία 10 Βλ. Δεσποτόπουλος Κωνσταντίνος, «Η δομή της ορθής Πολιτείας» Στο Πλάτων: Σαράντα ομόκεντρες μελέτες, Τόμος Α', Εκδοτική επιμέλεια: Δημήτριος Ανδριόπουλος (Θεσσαλονίκη: Υπηρεσία Δημοσιευμάτων Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 2002) σσ. 104-116. 11 Βλ. Düring Ingemar, Ο Αριστοτέλης: Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του (Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ, 1994) σ. 228 και Ηθ. Ευδ. Θ 1, 1246b 3436. 12 Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 11, 1116b 3. 9
επιτυγχάνεται η ορθή διακυβέρνηση της πολιτείας. Για το λόγο αυτό, θεωρήθηκε ως η κορύφωση των αρετών 13. Η ανδρεία είναι η αρετή που αναφέρεται στη φροντίδα για την τήρηση των νόμων και την προστασία της πολιτείας. Κατά κύριο λόγο διέπει τους επικούρους, καθώς στις δύσκολες στιγμές του βίου τους εφοδιάζει με θάρρος, δύναμη, καρτερικότητα και επιμονή 14. Η σωφροσύνη δεν αφορά μόνο τους φύλακες, αλλά ολόκληρο το σύνολο της πόλης. Είναι η αρετή μέσω της οποίας οι άνθρωποι υποτάσσουν της κατώτερες ορμές, τις ηδονές και τις επιθυμίες. Η δικαιοσύνη, τέλος, είναι η αρετή της οποίας ο κάτοχος εκτελεί καθήκοντα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους. Ο Πλάτωνας αντιστοιχίζει αυτές τις αρετές με τα μέρη της ανθρώπινης ψυχής, δίνοντάς τους κατά τον τρόπο αυτό διαφορετική σημασία. Η ψυχή διακρίνεται σε τρία μέρη. Αρχικά, έχουμε το λογιστικό. Σε αυτό κυριαρχεί ο λόγος που κυβερνά και άρχει επί των υπολοίπων. Στη συνέχεια, σειρά έχει το θυμοειδές που ως έδρα ευγενών συναισθημάτων συντάσσεται με το λογιστικό και βοηθά στην ορθή λειτουργία του. Τέλος, το κομμάτι εκείνο της ψυχής που σχετίζεται με τις επιθυμίες και, κυρίως, τις ηδονές ονομάζεται επιθυμητικό. Αυτό, κατά την πλατωνική διδασκαλία, πρέπει να παραμένει υποταγμένο στο λογιστικό και το θυμοειδές 15. Στο επίπεδο της ψυχής, η σοφία είναι μια αρετή του λογιστικού, με την οποία γνωρίζει τι είναι συμφέρον για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Η ανδρεία σημαίνει το να είναι το θυμοειδές υπό τον έλεγχο του λογιστικού. Η σωφροσύνη αναφέρεται στην αρμονία που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τα μέρη της ψυχής στη μεταξύ τους σχέση. Τέλος, η δικαιοσύνη διασφαλίζει πως κάθε μέρος της ψυχής θα επιτελεί σωστά το έργο του. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, εκείνος που είναι δίκαιος είναι παράλληλα και ηθικός. Όπως αναφέρει στην Πολιτεία του, η αρετή είναι υγεία και ευεξία της ψυχής. Η δίκαιη και ηθική στάση δεν είναι τίποτε άλλο από την ομαλή λειτουργία της. Συνεπώς, η ανηθικότητα και η αδικία αποτελούν αρρώστεια και κατ επέκταση δυσλειτουργία των τριών μερών της ψυχής. 13 Βλ. Πλάτωνος, Νόμοι, 631c. 14 Βλ. Πλάτωνος, Πολιτεία, 430b 2-4. 15 Βλ. Ματσούκας Νικόλαος, Ιστορία της φιλοσοφίας (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Π. Πουρναρά, 1997) σ. 176. 10
2. Η αριστοτελική ηθική φιλοσοφική σκέψη 2.1 Η ζωή και το έργο του Αριστοτέλη Ο Αριστοτέλης σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές γεννήθηκε το 384 π.χ., στα Στάγειρα, μια μικρή μακεδονική πόλη. Πατέρας του ήταν ο Νικόμαχος, σπουδαίος ιατρός στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα του Γ. Λόγω της πολυμάθειας και των ερευνητικών ενδιαφερόντων του Νικόμαχου, ο Αριστοτέλης είχε από μικρή ηλικία την ευκαιρία να διεισδύσει στον κόσμο της ιατρικής. Μελετώντας βιβλία ιατρικού περιεχομένου, ο Αριστοτέλης εξοικειώθηκε με τη σοφία του Ιπποκράτη, φημισμένου στοχαστή και ιατρού της αρχαιότητας, του οποίου τα έργα είχαν περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη του πατέρα του. Η σημαντικότερη στιγμή στη ζωή του Αριστοτέλη ήρθε το 367 π.χ., όταν στα δεκαεφτά του χρόνια, έφτασε στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει στην Ακαδημία, τη σχολή του Πλάτωνα. Ο λόγος που τον έκανε να επιλέξει τη συγκεκριμένη, ήταν η λατρεία του για τον Πλατωνικό λόγο. Στην Ακαδημία ο Αριστοτέλης είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με πολλούς λόγιους της εποχής, οι οποίοι διατηρώντας ο καθένας τη δική του προσωπικότητα, προωθούσαν από κοινού την επιστημονική έρευνα, έχοντας θετική επίδραση μεταξύ τους. Βέβαια ο Σταγειρίτης δε γνώρισε αμέσως τον Πλάτωνα όταν έφτασε στη σχολή, καθώς εκείνη την περίοδο βρισκόταν στη Σικελία. Σύμφωνα με την άποψη του αριστοτελιστή Ingemar During χάρη στην απουσία του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης δέχθηκε την επίδραση που ανταποκρινόταν περισσότερο άμεσα στη δική του ψυχοσύνθεση. Δηλαδή, τη σχεδόν απόλυτα θετική και επιστημονική. Σίγουρα σε καμία περίπτωση ποιητική, όπως ήταν κατά βάση του Πλάτωνα. Με την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Πλάτωνας γνώρισε τον εικοσάχρονο τότε Αριστοτέλη, για τον οποίο δεν άργησε να εκφράσει το θαυμασμό του. Μάλιστα, συνήθιζε να τον προσφωνεί με τους χαρακτηρισμούς «νους» και «αναγνώστης», εξαίροντας κατά αυτόν τον τρόπο την οξύνεια και τη φιλομάθεια του μαθητή του. Πράγματι ο Αριστοτέλης, καθόταν για ώρες στο δωμάτιό του, όπου διάβαζε ακούραστα τους παλαιότερους σοφούς, όχι απλώς για να γίνει γνώστης των μελετών τους, αλλά και για να τις συζητήσει ή ακόμη και να τις αντικρούσει. Μετά την ολοκλήρωση της μαθητείας του δίπλα στον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης ανέλαβε το έργο της επιστημονικής έρευνας και της διδασκαλίας στην Ακαδημία. Βασικότερη μέθοδος στη διδασκαλία το 11
ήταν η χρήση παραδειγμάτων, προκειμένου οι μαθητές να κατανοούν και να αφομoιώνουν καλύτερα το διδακτικό υλικό. Αφότου πέθανε ο Πλάτωνας, το 347 π.χ., ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε την Ακαδημία και την Αθήνα, όπου είχε μείνει για 20 χρόνια. Το γεγονός που έπαιξε καταλυτικό ρόλο σε αυτή του την απόφαση, ήταν η πολιτική άνοδος του Δημοσθένη, αρχηγού του αντιμακεδονικού κόμματος. Μια τέτοια εξέλιξη ασφαλώς και θα δυσκόλευε τη ζωή ενός Μακεδόνα στην Αθήνα, σηματοδοτώντας μια σειρά προβλημάτων και κινδύνους. Όντας προσκεκλημένος του Ερμία, τυράννου του Αταρνέα, ο Αριστοτέλης εγκαταστάθηκε στην Άσσο, μια πόλη στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από τη Λέσβο. Στο σημείο εκείνο, μπορούμε να πούμε πως ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος της φιλοσοφικής του δραστηριότητας, από την οποία προέκυψαν τα εξείς έργα: Κατηγορίαι, Περί Ερμηνείας, Τοπικά, Αναλυτικά πρότερα και ύστερα, Ποιητική, Ρητορική, Περί Ουρανού, Περί Γενέσεως και Φθοράς, Ηθικά Μεγάλα, Ηθικά Ευδήμεια, καθώς και δύο ενότητες από το Μετά τα Φυσικά. Στην Άσσο ο Αριστοτέλης έστρεψε προς νέα κατεύθυνση την έρευνά του. Ο φυσικός κόσμος κέντρισε τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα, καθώς τότε ανακάλυψε τον κόσμο των φυτών και των ζώων, συλλέγοντας έναν εντυπωσιακό όγκο υλικού. Κατά την περίοδο αυτή το φιλοσοφικό του έργο έχει έναν περισσότερο φυσιογνωστικό χαρακτήρα, ολοκληρώνοντας τα Περί τα ζώα ιστορίαι, Περί ζώων μορίων, Περί ζώων πορείας, Μικρά Φυσικά και Περί Ψυχής. Πολύτιμος συνεργάτης του σε όλη αυτή την προσπάθεια ήταν ο Θεόφραστος, με τον οποίο γνωρίστηκαν είτε στην Άσσο είτε στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε αργότερα. Ο Θεόφραστος ακολούθησε τον Αριστοτέλη και στο ταξίδι του στη Μακεδονία. Εκεί ο φιλόσοφος ανέλαβε την αγωγή του Αλέξανδρου, νεαρού τότε διαδόχου του θρόνου, έπειτα από πρόσκληση του βασιλιά Φιλίππου. Το 335 π.χ. ο Αριστοτέλης εγκατέλειψε τη Μακεδονία, επιστρέφοντας στην Αθήνα. Εκεί παρέμεινε για δώδεκα χρόνια, διδάσκοντας στο Λύκειο, το δημόσιο γυμναστήριο στο Λυκαβηττό. Σε αυτό το διάστημα της δεύτερης παραμονής του στην Αθήνα, ο φιλόσοφος συνέγραψε σημαντικό μέρος από τα Μετά τα Φυσικά, μέρος των Πολιτικών του, καθώς και το Περί ζώων γενέσεως και τα Ηθικά Νικομάχεια. Η φιλοσοφική δραστηριότητα του Αριστοτέλη, θα λέγαμε πως τερματίστηκε από τη στιγμή που πληροφορήθηκε το θάνατο του 12
Αλεξάνδρου το 323 π.χ. Μάλιστα εκείνη την περίοδο ο φιλόσοφος είχε κατηγορηθεί για ασέβεια, επειδή είχε γράψει στη μορφή ενός παιάνα, παραδοσιακού ύμνου στο θεό Απόλλωνα, ένα ποίημα αφιερωμένο στο φίλο του τον Ερμία, που είχε βρει μαρτυρικό θάνατο. Οι Αθηναίοι, αν και δεν το παραδέχτηκαν, είχαν ενοχληθεί από το γεγονός πως αυτό το ποιητικό σχήμα, χρησιμοποιήθηκε για να υμνηθεί ένας δηλωμένος φίλος του βασιλιά της Μακεδονίας. Ο Αριστοτέλης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, μετακινούμενος στη Χαλκίδα, όπου είχε ένα σπίτι από τη μητέρα του τη Φαιστίδα. Εκεί πέθανε ένα χρόνο αργότερα, το 322 π.χ., σε ηλικία 63 ετών 16. 16 Βλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Γ2 (Κλασσικός Ελληνισμός) σσ. 486-489 και Γεωργούλης Κωνσταντίνος, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας: Τόμος Α' (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα, 1975) σσ. 242-247. 13
2.2 Η μέθοδος του Αριστοτέλη στην ηθική φιλοσοφία Πριν εξετάσουμε τις πτυχές της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας, θα ήταν χρήσιμο να γίνει μία αναφορά στη μέθοδο που ακολουθεί ο φιλόσοφος στα Ηθικά Νικομάχεια. Πιο συγκεκριμένα, στις πρώτες παραγράφους των Ηθικών Νικομαχείων τίθενται διάφορα μεθοδολογικά ζητήματα. Αυτά που ξεχωρίζουν είναι τα εξείς: 1. Τι είδους ακρίβεια μπορούμε να επιζητήσουμε στην ηθική μας έρευνα; 2. Από που θα ξεκινήσουμε και προς τα που θα κινηθούμε στην έρευνα μας; 3. Ποιοι είναι οι πλέον κατάλληλοι να κατανοήσουν την έρευνά μας; 4. Η έρευνά μας θα είναι οριστική ή προσωρινή; Διαβάζουμε λοιπόν στα Ηθικά Νικομάχεια: «Λέγοιτο δ ἂν ἱκανῶς, εἰ κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην διασαφηθεί τὸ γὰρ ἀκριβὲς οὐχ ὁμοίως ἐν ἅπασι τοῖς λόγοις ἐπιζητητέον, ὥσπερ οὐδ ἐν τοῖς δημιουργουμένοις 17». Με το παραπάνω χωρίο ο Αριστοτέλης απαντά στο πρώτο μεθοδολογικό ερώτημα. Αποφαίνεται πως πρέπει να διασαφηνίσουμε το ζήτημα στο βαθμό που μας επιτρέπει το αντικείμενό μας. Σε όλες τις θεωρήσεις δεν μπορούμε να επιζητήσουμε την ίδια ακρίβεια. Ανάλογα με το εξεταζόμενο αντικείμενο θα πρέπει να αναζητούμε και τον αντίστοιχο βαθμό ακρίβειας και λεπτομέρειας. Επιπλέον, χρειάζεται να κάνουμε ένα γενικό περίγραμμα χωρίς πολλές λεπτομέρειες και να φτάσουμε σε ανάλογα συμπεράσματα, που με τη σειρά τους δεν θα είναι τόσο λεπτομερή. Είναι χαρακτηριστικό του εκπαιδευμένου να ζητεί την ακρίβεια που αρμόζει σε κάθε είδος και όσο επιδέχεται η φύση του πράγματος. Διαφορετικά θα ήταν σα να δεχόμαστε ένας μαθηματικός να πιθανολογεί και ένας ρήτορας να χρησιμοποιεί αποδείξεις 18. Έπειτα εξετάζει ποιος είναι ο καταλληλότερος να κατανοήσει την ηθική του έρευνα. Εδώ ο Αριστοτέλης υπογραμμίζει ότι η εν λόγω έρευνα 17 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α 1094b 19-27. 18 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α 1094b 19-27. 14
δεν προορίζεται ούτε απευθύνεται σε άτομα νεαρής ηλικίας 19. Το αιτιολογεί ως εξής: α)τα άτομα αυτά είναι άπειρα των καταστάσεων για τις οποίες γίνεται λόγος, β) Οι νέοι παρασύρονται από τα πάθη τους και αυτό αποδεικνύεται καταστροφικό για την ηθική, η οποία ασχολείται όχι με τη γνώση, αλλά με την πράξη. Αντίθετα, οι πλέον κατάλληλοι να εμπλακούν στην ηθική έρευνα είναι όλοι όσων τις επιθυμίες τις κατευθύνει το λογικό, ο λόγος, δηλαδή άνθρωποι με κάποια πείρα ζωής, με ορισμένη πνευματική ωριμότητα 20. Στο δεύτερο μεθοδολογικό ερώτημα ο Αριστοτέλης απαντά ως εξής: πρέπει να ξεκινήσουμε την έρευνά μας από τα πράγματα που είναι γνωστά. Υπάρχουν όμως δύο ειδών γνωστά: α) Οι πρώτες αρχές, δηλαδή το νοητό καθαυτό και β)το γνώριμο σε εμάς (τα απλά γεγονότα). Εμείς στην ηθική μας έρευνα πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτά που είναι σε εμάς γνωστά, από τα σίγουρα και γνωστά σε όλους 21. Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει την απάντησή του τονίζοντας: ἀρχὴ γὰρ τὸ ὅτι, καὶ εἰ τοῦτο φαίνοιτο ἀρκούντως, οὐδὲν προσδεήσει τοῦ διότι 22. Αρχή της έρευνάς μας είναι το πώς έχουν τα πράγματα (ὅτι), και αν το δείξουμε αυτό, τότε δε χρειάζεται να δείξουμε γιατί έχουν έτσι τα πράγματα (διότι) 23. Αυτό σημαίνει πως ο Αριστοτέλης θα μας δείξει ποια είναι η ευδαιμονία, εντούτοις δεν θα μας πει γιατί πρέπει να την επιδιώκουμε. Η περιγραφή του θα είναι τέτοια, ώστε να πεισθούμε από το αυταπόδεικτο και την προφάνεια των όσων μας πει και, τελικά, να ακολουθήσουμε το προτεινόμενο ηθικό μοντέλο του. Απόδειξη των ηθικών αρχών δεν θα υπάρξει 24. Μία ακόμη μεθοδολογική παρέμβαση αναπτύσσεται στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων 25. Ο Σταγειρίτης διευκρινίζει το χαρακτήρα του ηθικού συστήματος που προτείνει. Αναφέρει πως πρέπει πρώτα να κάνουμε ένα σχεδιάγραμμα της περιγραφής του αγαθού και μετά 19 Βλ. Δημήτριος Κούτρας, Η Πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους. τόμ. Α. Ηθική (Αθήνα: 2002) σ. 15. 20 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α 1094b 28 1095a 11. 21 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, A 1095a 32 1095b 3. 22 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, A 1095b 6-7. 23 Βλ. Kullmann Wolfgang, Η Πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, Μετάφραση: Α. Ρεγκάκος (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1996) σ. 29 24 Βλ. W. D. Ross, Αριστοτέλης, Μετάφραση: Μαριλίζα Μήτσου (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1973) σ. 267 25 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, A 1098a 20-25. 15
να βάλουμε τις λεπτομέρειες. Αφήνει να εννοηθεί ότι ο καθένας θα μπορούσε να προσθέσει κάτι σε όσα έχουν ήδη ενταχθεί στην περιγραφή. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για ένα κλειστό ηθικό σύστημα, αλλά για μία ανοικτή έρευνα που μπορεί να συνεχιστεί και να συμπληρωθεί. 16
2.3 Ο σκοπός της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας Η κεντρική ιδέα των Ἠθικῶν Νικομαχείων παρουσιάζεται ήδη στην πρώτη πρόταση: «Πᾶσα τέχνη καὶ πᾶσα μέθοδος, ὁμοίως δὲ πρᾶξίς τε καὶ προαίρεσις, ἀγαθοῦ τινὸς ἐφίεσθαι δοκεῖ διο καλῶς ἀπεφήναντο ταγαθον, οὐ παντ ἐφίεται 26». Το συγκεκριμένο χωρίο, παρμένο από το Α' βιβλίο των Ἠθικῶν Νικομαχείων, μας μεταφέρει την ουσία της αριστοτελικής σκέψης. Εδώ ο Αριστοτέλης ομολογεί τον τελεολογικό χαρακτήρα του ηθικού του συστήματος. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης για τα πράγματα και τον κόσμο οποιαδήποτε τεχνική δραστηριότητα και κάθε θεωρητική ενασχόληση, ομοίως κάθε πράξη (ηθική δραστηριότητα) και κάθε επιλογή (προαίρεσις) φαίνεται να αποσκοπεί σε κάποιο καλό (αγαθό). Γι αυτό κι ορθώς υποστήριξαν κάποιοι ότι αγαθό είναι εκείνο στο οποίο αποβλέπουν όλα τα όντα. Ο παραπάνω ισχυρισμός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το αγαθό είναι αυτό που επιθυμούν όλες οι πράξεις και στο οποίο αποβλέπουν. Σ αυτό όμως το επιχείρημα φαίνεται εκ πρώτης όψεως να διαπράττεται ένα λογικό σφάλμα. Ωστόσο, δε θα πρέπει να βιαζόμαστε να αναγνωρίζουμε λογικά σφάλματα και άκυρα επιχειρήματα στους συλλογισμούς των μεγάλων φιλοσόφων. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο επιχείρημα αποτελεί συμπυκνωμένη μορφή ενός μεγαλύτερου επιχειρήματος το οποίο αποδεικνύεται λογικό, έχει λογική βάση. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω γράφει ο Αριστοτέλης: «Εἰ δή τι τέλος ἐστὶ τῶν πρακτῶν ὁ δι αὐτὸ βουλόμεθα, τἆλλα δὲ διὰ τοῦτο, καὶ μὴ πάντα δι ἕτερον αἱρούμεθα (πρόεισι γὰρ οὕτ ω γ εἰς ἄπειρον, ὥστ εἶναι κενὴν καὶ ματαίαν τὴν ὄρεξιν), δῆλον ὡς τοῦτ ἂν εἴη ταγαθόν καὶ τὸ ἄριστον 27». Ας επιχειρήσουμε τώρα να ανασυγκροτήσουμε το Αριστοτελικό επιχείρημα: 1η προκείμενη: Καθετί αποβλέπει στην επίτευξη κάποιου στόχου που είναι και αγαθό. (Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α 1094a 1-3) 26 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α 1, 1094a 1-3. 27 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α 1, 1094a 18-22. 17
2η προκείμενη: Αν ο στόχος-αγαθό, που επιτυγχάνεται, καθίσταται κάθε φορά μέσο για την επίτευξη ενός ανώτερου στόχου-αγαθού, τότε οι επιλογές μας και οι προσπάθειές μας κινδυνεύουν να αποβούν μάταιες. (Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α 1094a 18-22) 3η προκείμενη: Οι επιλογές μας και οι προσπάθειές μας δεν είναι μάταιες. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τον παραπάνω συλλογισμό είναι το εξής: Υπάρχει ένας τελικός σκοπός χάριν του οποίου επιλέγουμε τα πάντα και αυτό είναι το τελικό αγαθό 28. Βλέπουμε, συνεπώς, ότι για τον Αριστοτέλη η ζωή έχει νόημα και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την επιδίωξη, την αναζήτηση ενός τελικού αγαθού, ενός τελικού σκοπού, προς τον οποίο όλες οι προσπάθειές μας συγκλίνουν. Το ερώτημα που θα απασχολήσει τον φιλόσοφο προκύπτει αβίαστα από όσα μέχρι στιγμής εκθέσαμε: ποιος είναι ο τελικός σκοπός της ζωής; Στη συζήτηση για τον προσδιορισμό του τελικού αγαθού στη ζωή ο Αριστοτέλης εμπλέκει και την επιστήμη, που θα μας μιλήσει για τους τελικούς σκοπούς. Αυτή η ανώτερη επιστήμη δεν είναι η Ηθική, αλλά η Πολιτική, «η αρχιτεκτονική των επιστημών» 29. Ο πολιτικός θα πρέπει κατά τον Αριστοτέλη να έχει μία σαφή εικόνα των τελικών σκοπών για μια πολιτεία. Στο βαθμό που το ύψιστο αγαθό στον άνθρωπο είναι η ευδαιμονία, η επιδίωξή της γίνεται το κύριο αντικείμενο της πολιτικής. Η τελευταία ενδιαφέρεται για το εὖ ζῆν και το εὖ πράττειν των πολιτών, δηλαδή για την ευζωία και την ευπραγία τους. Με άλλα λόγια ό,τι ενδιαφέρει την πολιτική δεν είναι παρά τα συστατικά της ευδαιμονίας, που ως ενέργεια της ψυχής συνδέεται με την πράξη 30. 28 Βλ. Βλ. Mortimer J. Adler, Ο Αριστοτέλης για όλους: Δύσκολος στοχασμός σε απλοποιημένη μορφή (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα, 1998) σσ. 97-100. 29 Βλ. W. D. Ross, ό.π., σ. 265 και Δημήτριος Κούτρας, Η Πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους. τόμ. Α. Ηθική (Αθήνα: 2002) σ. 11. 30 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Α 1, 1095a 14-22. 18
2.4 Η σχέση μεταξύ ψυχής και αρετής Είδαμε ότι στα Ἠθικὰ Νικομάχεια προσφέρεται ένας πλήρης ορισμός της ευδαιμονίας με διάφορα στοιχεία. Σ αυτά τα στοιχεία πρέπει κατά τον Αριστοτέλη να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας, επιχειρώντας να τα εξετάσουμε λεπτομερειακά. Η συζήτηση για το ανθρώπινο αγαθό και την ευδαιμονία οδηγεί, αναπόφευκτα πια, στη συζήτηση για την ανθρώπινη αρετή. Ο πρώτος σταθμός σε αυτήν την αναζήτηση είναι η διασάφηση του περιεχομένου των εννοιών "ψυχῆς ἐνέργεια". Η πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι η αρετή είναι αρετή της ψυχής και όχι μία σωματική αρετή καθιστά αναγκαία μία σύντομη περιγραφή της ανθρώπινης ψυχής 31. Μία πρώτη, θεμελιώδης αναφορά των Ἠθικῶν Νικομαχείων είναι η διμερής διάκριση σύμφωνα με την οποία η ψυχή χωρίζεται σε δύο μέρη: το ἄλογον και το λογικὸν (το «λόγον ἔχον»). Το άλογο κομμάτι διακρίνεται με τη σειρά του σε δύο μέρη: το φυτικό και το επιθυμητικό. Το φυτικό είναι κοινό σε όλα τα ζώα, τα φυτά, τους ανθρώπους 32 και χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι ότι «οὐδαμῶς κοινωνεῖ λόγου». Μ αυτό το μέρος της ψυχής δεν έχει σχέση η ανθρώπινη αρετή. Ακολουθώντας τη σύγχρονη ορολογία, εκφράζεται εδώ μία σαφώς ψυχοσωματική αντίληψη ότι το σώμα και η ψυχή αποτελούν μία ενότητα. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Αριστοτέλης αποδίδει στην ψυχή λειτουργίες, που κανονικά κάποιος θα τις απέδιδε στο σώμα. Ωστόσο, υπάρχει στην ψυχή ένα κομμάτι το οποίο είναι άλογο, αλλά κατά κάποιο τρόπο συνδέεται με το λογικό κομμάτι. Το επιθυμητικό, όπως περιγράφεται από τον ίδιο τον Αριστοτέλη, μπορεί είτε να συγκρούεται είτε να υποτάσσεται στο έλλογο μέρος της ψυχής 33. Ακούγοντας τις συμβουλές, τις προτροπές και τις παραινέσεις του λογικού, το ορεκτικό έχει τη δυνατότητα να πεισθεί και να συμμορφωθεί. Έτσι, στην περίπτωση ενός εγκρατούς ανθρώπου το θρεπτικό κομμάτι πειθαρχεί στο λογικό, γιατί ο εγκρατής ελέγχει διά του λόγου τις επιθυμίες του. Στο τέλος του πρώτου βιβλίου των Ἠθικῶν Νικομαχείων ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει δύο είδη αρετών: α) τις διανοητικές και β) τις ηθικές αρετές. Στο αμιγώς κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής αντιστοιχούν 31 Βλ. Γ. Μ. Ιγνατιάδης, «Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια (Β, 6 εδ. 9-20 και 7 εδ. 1-6)». Στο περιοδικό Φιλόλογος (Τόμος Ε', Τεύχος 19-20, Μάρτιος 1980) σσ. 25-26. 32 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, A 1102a 32 1102b 2. 33 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, A 1102b 28-31. 19
οι διανοητικές αρετές (σοφία, σύνεση, φρόνηση). Επιπλέον, στο εμμέσως λογικό τμήμα, δηλαδή στο επιθυμητικό, εδράζονται οι ηθικές αρετές (γενναιοδωρία, σωφροσύνη). Η ανάπτυξη του χαρακτήρα κύριο αντικείμενο της φιλοσοφικής επιστήμης, που καλείται Ηθική σχετίζεται με τις ηθικές, και όχι με τις διανοητικές, αρετές 34. 34 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, A 1103a 4-8. 20
2.5 Ηθικές και διανοητικές αρετές Ο Αριστοτέλης στο δεύτερο βιβλίο των Ἠθικῶν Νικομαχείων αναλαμβάνει να διαλευκάνει το περιεχόμενο μιας κρίσιμης για την ηθική του έρευνα έννοιας, της αρετής. Η θέση του για το διττό χαρακτήρα της υπαγορεύει περαιτέρω διευκρινήσεις όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται, καλλιεργούνται, τόσο οι ηθικές όσο και οι διανοητικές αρετές. Έπειτα, θα ακολουθήσει ο ορισμός της αρετής ως συμπέρασμα των όσων συζητήθηκαν. Πιο συγκεκριμένα, οι διανοητικές αρετές αποκτούνται και αυξάνονται μέσω διδασκαλίας. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης δεν είναι απόλυτος στη θέση αυτή. Με την εισαγωγή της λέξης τὸ πλεῖον αφήνει ένα περιθώριο σε μία ενδεχομένως εγγενή προέλευση των διανοητικών αρετών 35. Αντίθετα από τις διανοητικές, οι ηθικές αρετές αποκτώνται μέσω του εθισμού του ατόμου σε ενάρετες πράξεις. Από τον ισχυρισμό αυτό πηγάζει το ερώτημα του εάν, και κατά πόσο, η αρετή είναι κάτι που διδάσκεται ή όχι, μία προβληματική που απασχόλησε ολόκληρη την προαριστοτελική ελληνική διανόηση. Συνεπώς, κατά τον Αριστοτέλη, διδασκαλία προϋποθέτει κατά κύριο λόγο η διανοητική αρετή, ενώ η ηθική αρετή επιβάλλει τη θέληση του ατόμου να εθισθεί σταδιακά και εξακολουθητικά σε έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς (με την επανάληψη των ίδιων ενεργειών). Εάν, όμως, η διανοητική αρετή είναι προϊόν διδασκαλίας, τότε απαιτείται: α) χρόνος άσκησης και β) συλλογή εμπειριών, που το άτομο αποκομίζει με το πέρασμα του χρόνου 36. Αντίθετα, στις ηθικές αρετές το βάρος πέφτει στον εθιζόμενο 37, δηλαδή στο άτομο, που ασκείται σε ορισμένες αρετές. Η άσκηση αυτή δεν έχει καταναγκαστικό χαρακτήρα, αλλά είναι το αποτέλεσμα της προαίρεσης, δηλαδή της ελεύθερης, συνειδητής επιλογής του ατόμου και επίδειξης επιμονής κατά τη διάρκεια της άσκησης. Αυτή η διά του έθους καλλιέργεια της ψυχής (ἡ δ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται) πρέπει να ξεκινήσει όπως στον Πλάτωνα από τη νεανική ηλικία 38. 35 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103a 15. 36 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103a 16-17. 37 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103a 17-18 και Δημήτριος Κούτρας, Η Πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους. τόμ. Β. Ηθική (Αθήνα: 1986) σ. 127 38 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103b 23-25. 21
Σε σχέση με τις ηθικές αρετές απορρίπτονται από τον Αριστοτέλη δύο μοντέλα σκέψης: 1. Οι ηθικές αρετές είναι ήδη δοσμένες από τη φύση. 2. Οι ηθικές αρετές είναι κάτι το παρά φύσιν στον άνθρωπο 39. Ας μελετήσουμε τον Αριστοτελικό συλλογισμό επί του οποίου στηρίζονται οι παραπάνω δύο θέσεις. Όπως εξηγεί ο φιλόσοφος, όλα τα πράγματα που είναι καμωμένα από τη φύση, αναπτύσσουν ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς. Αυτή η συμπεριφορά δεν δύναται να τροποποιηθεί με μία διαδικασία υπομονετικού και επαναλαμβανόμενου εθισμού. Στο σημείο αυτό αξιοποιείται ένα παράδειγμα από τα απλά εμπειρικά δεδομένα της καθημερινής ζωής. Ο Αριστοτέλης αναφέρει την περίπτωση της πέτρας, που όσες φορές και αν ριχθεί στο έδαφος, ουδέποτε θα εθισθεί στην υιοθέτηση μίας διαφορετικής συμπεριφοράς, πέφτοντας προς τα πάνω. Αυτή είναι η πρώτη προκείμενη του επιχειρήματος. Σύμφωνα με τη δεύτερη προκείμενη η ηθική αρετή προκύπτει και τελειοποιείται μονάχα μέσω εθισμού. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η ηθική αρετή δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως. Έτσι ο Αριστοτέλης απορρίπτει την παλαιά, ομηρικού τύπου, αριστοκρατική αντίληψη σύμφωνα με την οποία αξιόλογος είναι μονάχα εκείνος ο άνθρωπος που από τη φύση είναι προικισμένος με μία ξεχωριστή ιδιότητα. Επιπλέον, δεν εγκρίνει την πεποίθηση ότι όσα κατορθώνει να μάθει από μόνο του το άτομο δεν έχουν σε τελική ανάλυση καμία σημασία. Παράλληλα, η απόκτηση των ηθικών αρετών δεν συνιστά κάτι το αντίθετο με την ανθρώπινη φύση. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το εξής: ο άνθρωπος είναι προικισμένος από τη φύση με την ικανότητα να δέχεται τις ηθικές αρετές (προϋπάρχουν μέσα μας σε λανθάνουσα μορφή), μόνο που αυτή η έμφυτη ικανότητα είναι απαραίτητο να συνδυάζεται με την άσκηση. Μόνο διά του έθους είναι εφικτή η τελείωση του ανθρώπου στο πεδίο της αρετής. Ο Αριστοτέλης προβαίνει στη διαπίστωση ότι αναμφισβήτητα ορισμένα πράγματα τα έχει ο άνθρωπος εκ φύσεως. Για αυτά είμαστε από τη φύση προικισμένοι με τις δυνάμεις τους, προτού αρχίσουμε να τα ενεργοποιούμε. Στην περίπτωση, όμως, των ηθικών αρετών συμβαίνει κάτι το διαφορετικό. Εκεί πρέπει να προηγηθούν οι ενέργειες, η 39 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103a 18-26. 22
εφαρμογή τους στην πράξη, προκειμένου να έχουμε την ικανότητα να συμπεριφερόμαστε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο 40. Περίφημο στο χώρο της Ηθικής είναι το ακόλουθο Αριστοτελικό παράδειγμα, όπου ο τρόπος καλλιέργειας των αρετών ομοιάζει με τον τρόπο εκμάθησης μιας τέχνης. Όπως οι οικοδόμοι μαθαίνουν να κτίζουν σπίτια χτίζοντας, έτσι και οι άνθρωποι γίνονται δίκαιοι με το να ασκούνται σε δίκαιες πράξεις, ανδρείοι με το να εθίζονται σε ανδρείες πράξεις, σώφρονες με το να τελούν με επιμονή σώφρονες πράξεις 41. Μπορούμε να κατανοήσουμε πληρέστερα τη σχέση αρετήςτεχνών, εάν παρατηρήσουμε προσεκτικά ό,τι λαμβάνει χώρα μέσα στις πόλεις. Εκεί οι νομοθέτες, οι εμπνευστές των νόμων έχουν ως βασικό τους μέλημα να κάνουν αγαθούς τους πολίτες 42. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν είναι απόλυτα διασφαλισμένο. Όπως όλοι οι μαθητές δεν μαθαίνουν στον ίδιο βαθμό τελειότητας την τέχνη, που διδάχτηκαν, έτσι και οι προσπάθειες των νομοθετών δεν στέφονται πάντοτε από την ίδια επιτυχία 43. Η φαύλη πολιτεία προκύπτει, όταν ο νομοθέτης δεν κατορθώσει να εθίσει μέσω των νόμων τους πολίτες στο να πράττουν το σωστό. Το βάρος στην τελευταία περίπτωση πέφτει στο «δάσκαλο», ο οποίος καλείται να διδάξει το άτομο, είτε σε ό,τι αφορά μία τέχνη, είτε σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια των ηθικών αρετών. Σε περίπτωση αποτυχίας οι ευθύνες βαρύνουν αποκλειστικά το νομοθέτη, ο οποίος δεν μεταχειρίστηκε τα κατάλληλα βοηθητικά μέσα, προκειμένου να ευνοηθούν οι πολίτες στην άσκηση της αρετής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει με αυτόν τον τρόπο την τεράστια σημασία της ηθικής αγωγής. Κανείς δεν γεννιέται με ήδη σχηματισμένα και αμετάβλητα ηθικά χαρακτηριστικά. Ο ανθρώπινος χαρακτήρας είναι ευμετάβλητος. Ανακεφαλαιώνοντας, στον άνθρωπο θα πρέπει να υπάρξει εθισμός μέσω ηθικής αγωγής σε ενάρετες πράξεις, που θα οδηγήσουν στην κατάκτηση της ευδαιμονίας. Η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από τη συνήθεια του να κάνεις κάτι, δηλαδή προκύπτει μέσω της επανάληψης παρόμοιων ενεργειών. Εδώ στηρίζει ο Αριστοτέλης την ιδέα ότι οι ανθρώπινες ενέργειες θα πρέπει να έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο. Προβαίνοντας σταδιακά σε πράξεις, που εκφράζουν μία συγκεκριμένη 40 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103a 26-31. 41 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103a 31 1103b 7. 42 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103b 2-6. 43 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103b 6-10. 23
αρετή, οδηγείται κανείς (με τη συνδρομή, την καθοδήγηση του δασκάλου) στην κατάκτησή της 44. 44 Βλ. Πολιτικά, VII 13. 1332a 38. 24
2.6 Προϋποθέσεις για την άσκηση της αρετής Το ζήτημα που θα απασχολήσει τον Αριστοτέλη προτού ορίσει την αρετή αφορά στο κατά πόσο η άσκηση της αρετής προϋποθέτει κάποιου είδους γνώση, όπως συμβαίνει με τις τέχνες. Στην περίπτωση της εκμάθησης μιας τέχνης ο μαθητευόμενος αποκτά όλες τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες και, έπειτα, ενεργεί υπό την ιδιότητα του τεχνίτη. Η αρετή όμως δεν συνιστά ένα απλό σύνολο γνώσεων. Μολονότι υπάρχουν κοινά σημεία ανάμεσα στις τέχνες και τις αρετές, η απόκτηση και εφαρμογή των τελευταίων δεν επαφίεται σε κάποιο εγχειρίδιο ηθικής αγωγής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τρεις παράγοντες, που έχουν σημασία, όταν πράττει κανείς με αρετή 45 : 1. εάν γνωρίζει (ἐὰν εἰδὼς) 2. αφορά την προαίρεση, δηλαδή την ελεύθερη, συνειδητή επιλογή (ἐὰν προαιρούμενος, καὶ προαιρούμενος δι αὐτὰ) 3. να τηρεί μία ακλόνητη στάση σε σχέση με αυτά που κάνει, να είναι απόλυτα σίγουρος για τις πράξεις του (ἐὰν καὶ βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων πράττῃ). Από αυτά τα τρία μονάχα τη γνώση συναντούμε στις τέχνες, προϋπόθεση που φέρει τη λιγότερη βαρύτητα στην περίπτωση του ενάρετου βίου 46. Στην τελευταία περίπτωση απαιτείται όχι μία ειδική γνώση της αρετής, αλλά μάλλον η συνειδητή, σταθερή και αμετακίνητη απόφαση, βούληση, κάποιου να καταστεί ενάρετος, κάνοντας ενάρετες πράξεις. 45 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1105a 28-33 και Δημήτριος Κούτρας, Η Πρακτική φιλοσοφία του Αριστοτέλους. τόμ. Α. Ηθική (Αθήνα: 2002) σσ. 136-137. 46 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1105a 33 1105b 5. 25
2.7 Καθορισμός του γένους της αρετής: Έξις Ο Αριστοτέλης επιχειρεί σε πρώτη ανάλυση να προσδιορίσει το γένος της αρετής, για να ασχοληθεί στη συνέχεια με την ειδοποιό διαφορά της. Αυτή είναι η τεχνική με την οποία ο Σταγειρίτης ορίζει το καθετί. Το γένος αναφέρεται στην ευρύτερη ομάδα ομοειδών αντικειμένων. Ποιο όμως είναι το γένος της αρετής; Ο Αριστοτέλης θα προσπαθήσει να δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό εξετάζοντας τα όσα λαμβάνουν χώρα στην ανθρώπινη ψυχή. Στην ψυχή λοιπόν δρουν: α) τα πάθη, β) οι δυνάμεις και γ) οι έξεις 47. Τα πάθη αναφέρονται στο σύνολο των αισθημάτων, που προκαλούν ευχαρίστηση ή πόνο. Η οργή, ο φόβος, το μίσος, ο πόθος, ο οίκτος ακολουθούνται είτε από λύπη είτε από ηδονή 48. Οι δυνάμεις καθιστούν δυνατή την εκδήλωση των συναισθημάτων μας. Είναι οι δυνατότητες, οι ικανότητες χάρη στις οποίες μπορούμε να νιώσουμε τα πάθη και, αναλόγως, να οργισθούμε ή να λυπηθούμε 49. Οι έξεις είναι οι στάσεις που έχουμε ως προς τα συναισθήματά μας. Οι στάσεις αυτές, που αφορούν στον τρόπο με τον οποίο ελέγχουμε, χειραγωγούμε και αντιμετωπίζουμε τα συναισθήματά μας, μπορεί να είναι σωστές ή εσφαλμένες 50. Η αρετή δεν μπορεί να είναι ούτε πάθος ούτε δύναμη. Πάθος δεν είναι γιατί δεν μας χαρακτηρίζουν ηθικούς ή ανήθικους επειδή έχουμε κάποια αισθήματα, αλλά για το πώς ελέγχουμε και εκδηλώνουμε αυτά τα αισθήματα. Μολονότι τα πάθη εκδηλώνονται πολλές φορές με ενστικτώδη τρόπο, οι αρετές είναι προϊόν ελέγχου και επιλογής. Ούτε πάλι η αρετή ταυτίζεται με τις ικανότητες. Οι τελευταίες δεν αποτελούν αντικείμενο επαίνου ή μομφής. Τις δυνατότητες τις έχουμε από τη φύση μας,όμως οι αρετές δεν υπάρχουν σε εμάς εκ φύσεως, αλλά σχηματίζονται 51. 47 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1105b 19-21. 48 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1105b 21-23. 49 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1105b 23-25. 50 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1105b 25-28 51 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1105b 28 1106a 10. 26
Συνεπώς, δεν απομένει πια τίποτε άλλο από το να ισχυριστούμε ότι οι αρετές είναι έξεις 52. Αυτό είναι κατά τον Αριστοτέλη το γένος της αρετής 53. 52 Βλ. Mortimer J. Adler, ό.π., σσ. 129-130 53 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106a 10-13 27
2.8 Καθορισμός της ειδοποιού διαφοράς της αρετής: Προαίρεση και Μεσότητα Το πρώτο στοιχείο του ορισμού της αρετής πρέπει να συμπληρωθεί και από ένα δεύτερο στοιχείο: την ειδοποιό διαφορά, που κατά τον Αριστοτέλη είναι η προαίρεση και η μεσότητα. Το ερώτημα, που θα απασχολήσει εδώ, διατυπώνεται ως εξής: Τί είδους στάση υπαγορεύει η αρετή σε σχέση με τα συναισθήματα; Καταρχάς, ο φιλόσοφος διευκρινίζει ότι η έννοια της αρετής δεν αφορά μόνο τους ανθρώπους, αλλά επεκτείνεται σε κάθε αντικείμενο. Πρόκειται για μία ευρεία αρετή, που βρίσκει εφαρμογή και στα άψυχα πράγματα με την έννοια της σωστής εκτέλεσης της χαρακτηριστικής λειτουργίας τους 54. Η αρετή με την παραπάνω έννοια συναντάται και στον άνθρωπο, μόνο που εκεί αποκτά πιο περίπλοκο, σύνθετο χαρακτήρα. Στους ανθρώπους προστίθεται και η παράμετρος της επιλογής, που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο αποφασίζει κανείς να ασκήσει την αρετή. Η αρετή, μας λέει ο Αριστοτέλης, είναι «ἕξις προαιρετικὴ» (ικανότητα, που αποκτούμε με ορισμένη προσπάθεια και προτίμηση). Η «προαίρεσις» είναι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της αρετής («οἰκειότατον τῇ ἀρετῇ») και χαρακτηρίζει τα ήθη των ανθρώπων πιο πολύ από τις πράξεις τους, γιατί «πράξεως ἀρχὴ προαίρεσις» 55. Η προαίρεση δεν είναι απλώς μια εκούσια πράξη 56, γιατί και τα παιδιά και τα ζώα ενεργούν εκούσια, αλλά όχι ύστερα από ώριμη σκέψη. Ούτε είναι σωστό να λέμε ότι η προαίρεση είναι επιθυμία, «θυμός», γιατί επιθυμία και «θυμό» έχουν και τα άλογα ζώα, όχι όμως και προαίρεση. Η προαίρεση, τέλος, δεν είναι ούτε βούληση, γιατί η βούληση μπορεί να στρέφεται και σε πράγματα που είναι αδύνατα, π.χ. να επιθυμούμε την αθανασία μας, ή σε πράγματα που δεν εξαρτώνται από εμάς. Αντίθετα, η προαίρεση στρέφεται σε σκοπούς που είναι προσιτοί σε εμάς («περὶ τὰ ἐφ ἡμῖν») 57. Επιπλέον, η βούληση αποβλέπει πιο πολύ στον τελικό σκοπό, ενώ η προαίρεση στα μέσα, γιατί με την προαίρεση εκλέγουμε τα μέσα που χρειάζονται, για να πραγματοποιήσουμε το 54 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106a 17-24. 55 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1139a 31. 56 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1109b 33. 57 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1111b 30 28
σκοπό μας 58. Όπως δηλώνει το ίδιο το όνομα, προαίρεση είναι εκλογή, εκλογή «πρὸ ἑτέρων» 59. Η εκλογή όμως αυτή δεν γίνεται στιγμιαία, τυχαία, επιπόλαια και απερίσκεπτα, αλλά «μετὰ λόγου καὶ διανοίας» 60, ύστερα από λογική, ώριμη σκέψη. Γι αυτό η προαίρεση προϋποθέτει το «βουλεύεσθαι», τη σκέψη α) με την οποία εξετάζουμε τα εφικτά για εμάς μέσα, β) ύστερα από την οποία εκλέγουμε από τα μέσα αυτά, εκείνα που χρειάζονται για την πραγματοποίηση του σκοπού μας και αποφασίζουμε να προχωρήσουμε στην πράξη 61. Το αποτέλεσμα της «βουλῆς», της ώριμης σκέψης είναι η προαίρεση. Προαίρεση είναι μία «ἀφωρισμένη βούλευσις», δηλαδή σκέψη που καταλήγει σε μία τελική επιλογή και απόφαση να πράξουμε κάτι 62. Επομένως, προαίρεση είναι η εκλογή, ύστερα από ώριμη σκέψη, ενός πράγματος, που επιθυμώ, ανάμεσα από δύο ή περισσότερα πράγματα που έχω στην εξουσία μου και που είναι προσιτά σε μένα με την απόφαση και την διάθεση να προχωρήσω στην πράξη 63. Έτσι την ηθική ποιότητα, τη θετική ή την αρνητική, μιας πράξης τη χαρακτηρίζει η προαίρεση, γιατί η πράξη μας δεν αξιολογείται από τα ενδεχόμενα αποτελέσματά της, αλλά από την ποιότητα των προθέσεων που τη γέννησαν, από την προαίρεση με την οποία ξεκίνησε η πράξη αυτή 64. Η προαίρεση είναι ο πυρήνας της ηθικής πράξης, η βάση της αρετής 65. Αν αποφασίσω ύστερα από ώριμη σκέψη, τότε μόνο η πράξη μου, εφόσον συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις, είναι ενάρετη. Αυτό σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης στην ηθική δέχεται την ελευθερία της βουλήσεως. Στη συνέχεια ο ορισμός της αρετής προχωρά στη δεύτερη έννοια, που μαζί με την προαίρεση, αποτελούν την ειδοποιό διαφορά της: στη μεσότητα. Η Aριστοτελική διδασκαλία αναγνωρίζει δύο είδη μεσότητας 66 : 1. κατ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα (αυτό καθ εαυτό) 2. πρὸς ἡμᾶς (σε σχέση με εμάς) 58 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1111b 26. 59 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1112a 16. 60 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1112a 15. 61 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1112a 30. 62 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1113a 2 εξ. Βλ. Κ. Δεσποτόπουλος, «Το κοινωνικό πρόβλημα κατ Αριστοτέλη». Στο Αριστοτέλης: Πενήντα τρεις ομόκεντρες μελέτες, Εκδοτική επιμέλεια: Δ. Ανδριόπουλος, Γ. Αραμπατζής σ. 37. 63 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, Γ 1113a 9-11. 64 Βλ. Ἠθικὰ Εὐδήμεια, 1228a 1. 65 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1105a 28. 66 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106a 28. 29
Συνεπώς, έχουμε δύο είδη ισότητας, μία μαθηματική, αντικειμενική αντίληψη περί μεσότητας και μία υποκειμενική, προσωπική αντίληψη. Ο Αριστοτέλης δίνει ένα παράδειγμα μαθηματικής αναλογίας, για να διευκρινίσει το περιεχόμενο της πρώτης αντίληψης περί μεσότητας 67. Σε μία κλίμακα αριθμών από το 2 έως το 10 το 6 απέχει εξίσου από τα δύο αριθμητικά άκρα. Εδώ το μέσο είναι ένα μέσο αντικειμενικό. Υφίσταται όμως και μία άλλου είδους, υποκειμενική αντίληψη περί μεσότητας, που ενδιαφέρει περισσότερο την ηθική έρευνα του Αριστοτέλη. Η ισότητα σε σχέση με εμάς δεν πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μία σταθερή απόσταση μεταξύ δύο άκρων 68. Αντίθετα, ούτε είναι η ίδια για όλους ούτε είναι μία 69. Εάν το να φάει ο αθλητής φαγητό αξίας δέκα μνῶν είναι είτε πολύ είτε λίγο, ο προπονητής δεν θα ισχυριστεί ότι πρέπει να βρούμε τη μεσότητα μεταξύ του 2 και του 10 και να λάβουμε φαγητό αξίας 6 μνῶν. Γιατί εάν έχουμε μπροστά μας τον Μίλωνα η ποσότητα αυτού του φαγητού είναι λιγοστή, ενώ για κάποιον νεοεισερχόμενο στο χώρο της άθλησης η ίδια ποσότητα κρίνεται υπερβολική 70. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτελικός συλλογισμός είναι το ακόλουθο: καθένας, που γνωρίζει καλά ένα αντικείμενο, αποφεύγει την έλλειψη και την υπερβολή. Επιπλέον, ζητεί τη μεσότητα και αυτήν επιλέγει 71. Άρα, μεσότητα για τους ανθρώπους σημαίνει να μην κάνει κανείς τίποτε περισσότερο ούτε λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά αυτό ακριβώς που πρέπει κατά περίπτωση. Αυτά είναι στοιχεία που συνιστούν την πράξη του ενάρετου ανθρώπου 72. Όσα αναφέραμε προηγουμένως στόχευαν στο να προσδιορισθεί, να περιχαρακωθεί η έννοια της αρετής. Στο μέσο του δεύτερου βιβλίου των Ἠθικῶν Νικομαχείων ο Αριστοτέλης διατυπώνει τελικά τον περίφημο ορισμό του: Ἐστὶν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἕξις προαιρετική, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς, ὡρισμένη λόγῳ καὶ ὧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν. μεσότης δὲ δύο κακιῶν, τῆς μὲν καθ ὑπερβολὴν τῆς δὲ κατ ἔλλειψιν (Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106b 36 1107a 3). 67 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106a 28-36. 68 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106a 36. 69 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106a 31. 70 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106b 1-5 και Δ. Κούτρας, ό.π., σσ. 137-138. 71 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106b 5-7. 72 Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106b 9-11. 30
2. 9 Το νόημα της μεσότητας σε σχέση με τις ηθικές αρετές Ο Αριστοτέλης επιχειρεί κατόπιν να επεξηγήσει με παραδείγματα, αλλά και να ελέγξει τη θεωρία του για την αρετή, και ειδικότερα τη θεωρία της μεσότητας, εξετάζοντας αναλυτικά τις επιμέρους αρετές. Υποστηρίζει αρχικά ότι οι αρετές δεν αφορούν μόνο συναισθήματα, αλλά περιλαμβάνουν και τη στάση μας προς τις πράξεις 73. Η αρετή ως μεσότητα ορίζεται μερικές φορές σε αναφορά με έναν τύπο συναισθήματος και άλλοτε σε αναφορά με έναν τύπο πράξης. Έπειτα διερωτάται για το εάν αυτή η αντίληψη περί μεσότητας μπορεί να βρει εφαρμογή πάνω σε κάθε συναίσθημα ή ανθρώπινη πράξη. Εδώ ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται ότι ορισμένα συναισθήματα ή πράξεις είναι σε τέτοιο βαθμό καταδικαστέα, επιλήψιμα και επιβλαβή, ώστε σε εκείνες τις περιπτώσεις δεν μπορεί καν να τεθεί ζήτημα μεσότητας. Για όσα πράγματα είναι φαύλα αυτά καθ εαυτά δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθούμε να αποφύγουμε την υπερβολή ή την έλλειψή τους. Ο Αριστοτέλης προσφέρει μάλιστα και ένα κατάλογο με ορισμένα παραδείγματα. Σε σχέση με τα συναισθήματα η χαιρεκακία, η ζήλια και η αναισχυντία πρέπει με κάθε τρόπο να αποφεύγονται. Στο χώρο, πάλι, των φαύλων πράξεων η μοιχεία, η κλοπή και η ανθρωποκτονία πρέπει να διαγραφούν από το ρεπερτόριο ενός ενάρετου ανθρώπου 74. Ο φιλόσοφος δεν αρκείται σε αυτές τις αναφορές, αλλά προσφέρει και περαιτέρω ενδείξεις, αναφερόμενος λεπτομερώς στις αρετές εκείνες που θα οδηγήσουν στην ευδαιμονία 75. Βέβαια έχει ήδη τονίσει στο πρώτο βιβλίο ότι το ηθικό του σύστημα μπορεί να υποστεί συμπληρώσεις. Το σχεδιάγραμμα, επομένως, με το οποίο μας προμηθεύει δεν εξαντλεί όλες τις περιοχές, όπου καλείται κανείς να φανεί ενάρετος. Ο Ross αναλαμβάνει το εγχείρημα της σύνταξης ενός πίνακα ο οποίος περιέχει τα 12 είδη ηθικών αρετών, που αναγνωρίζει ο Αριστοτέλης και που προσδιορίζονται σε σχέση με πράξεις και συγκεκριμένα συναισθήματα (πάθη) 76. Πιο συγκεκριμένα, έχουμε τρεις αρετές που αφορούν τη σωστή στάση απέναντι στα πρωτογενή συναισθήματα (πάθη) του φόβου, της 73 Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1106a 10-13. 74 Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1107a 8-17. Βλ. W. D. Ross, ό.π., σ. 279. 75 Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1103b 27. 76 Ἠθικὰ Νικομάχεια, B 1107a 33 1108a 16. Βλ. W. D. Ross, ό.π., σ. 288. 31