ΕYΡΩΣYΣΤΗΜΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ» ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2012 Λεωφόρος Κέννεντυ 80, 1076 Λευκωσία Τ.Θ. 25529, 1395 Λευκωσία Τηλέφωνο: 22714100 - Ιστοσελίδα: www.centralbank.gov.cy
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΕΛΕΓΚΤΕΣ 1 ΤΡΑΠΕΖΩΝ Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Στόχος της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (εφεξής καλούμενη «η ΚΤΚ») είναι η δημιουργία εποικοδομητικής επικοινωνιακής σχέσης με τους εγκεκριμένους ελεγκτές των τραπεζών, έτσι ώστε να προωθηθεί η παροχή πληροφοριών προς την ΚΤΚ η οποία θα διευκολύνει την εποπτική της δραστηριότητα, όπως αυτή απορρέει από τους περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμους του 1997 έως του 2011 (εφεξής καλούμενοι «ο Νόμος»). 2. Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του Νόμου, η ΚΤΚ δύναται να διευθετεί, τριμερείς συναντήσεις με κάθε τράπεζα και τον εγκεκριμένο ελεγκτή της για συζήτηση θεμάτων που σχετίζονται με τις εποπτικές αρμοδιότητες της ΚΤΚ. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 28(2) του Νόμου, η ΚΤΚ δύναται αν το θεωρήσει επιθυμητό ή αναγκαίο προς το συμφέρον των καταθετών να διευθετεί διμερείς συναντήσεις με τους εγκεκριμένους ελεγκτές τραπεζών. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 28(3Α) του Νόμου, οι εγκεκριμένοι ελεγκτές τράπεζας υποχρεούνται να γνωστοποιούν ταχέως στην ΚΤΚ κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά την τράπεζα, των οποίων έλαβαν γνώση κατά τη διάρκεια του ελέγχου της και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν: α) να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των τραπεζών, β) να επηρεάσει τη συνεχή λειτουργία της τράπεζας, ή γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων. 1 Σύμφωνα με το άρθρο 2(1) του Νόμου εγκεκριμένος ελεγκτής σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει τα δυνάμει του άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου αναγκαία προσόντα για διορισμό του ως ελεγκτoύ εταιρείας άλλης από εξαιρούμενη ιδιωτική εταιρεία και το οποίο είναι ρητά εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό από την ΚΤΚ. 2
3. Σκοποί του παρόντος Εγγράφου είναι: α) ο καθορισμός του περιγράμματος των διευθετήσεων για τις τριμερείς συναντήσεις μεταξύ της ΚΤΚ, των τραπεζών και των εγκεκριμένων ελεγκτών τους, β) η γενική περιγραφή των περιπτώσεων και περιστάσεων κάτω από τις οποίες η ΚΤΚ πιθανόν να καλεί τους εγκεκριμένους ελεγκτές των τραπεζών σε διμερείς συναντήσεις, και γ) η περιγραφή των περιπτώσεων κάτω από τις οποίες οι εγκεκριμένοι ελεγκτές υποχρεούνται να ενημερώνουν την ΚΤΚ σύμφωνα με το άρθρο 28(3Α) του Νόμου. Β. ΤΡΙΜΕΡΕΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ 4. Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του Νόμου, η ΚΤΚ δύναται να διευθετεί τριμερείς συναντήσεις με κάθε τράπεζα και τον εγκεκριμένο ελεγκτή της για συζήτηση θεμάτων που σχετίζονται με τις εποπτικές αρμοδιότητες της ΚΤΚ και οι οποίες προκύπτουν από τον έλεγχο που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 24 του Νόμου. Τις συναντήσεις αυτές θα διευθετεί το Τμήμα Εποπτείας και Ρυθμίσεως Τραπεζικών Ιδρυμάτων της ΚΤΚ. 5. Οι συναντήσεις παρέχουν τη δυνατότητα στην ΚΤΚ να συζητήσει σημαντικά θέματα που προκύπτουν από το νομικά προβλεπόμενο έλεγχο που διεξάγουν οι εγκεκριμένοι ελεγκτές σε κάθε τράπεζα και σχετίζονται με την εποπτική ευθύνη της ΚΤΚ. Αυτά περιλαμβάνουν θέματα σχετικά με τις εργασίες της τράπεζας, του λογιστικού της συστήματος, του συστήματος εσωτερικού ελέγχου και του ετήσιου ισολογισμού και λογαριασμού αποτελεσμάτων χρήσεως. 6. Το Τμήμα Εποπτείας και Ρυθμίσεως Τραπεζικών Ιδρυμάτων θα ετοιμάζει την ημερήσια διάταξη για κάθε τριμερή συνάντηση, την οποία θα κοινοποιεί εκ των προτέρων στα εμπλεκόμενα μέρη. Τα θέματα προς συζήτηση κατά τις τριμερείς συναντήσεις αναμένεται να καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: 3
α) τον ετήσιο ισολογισμό και λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσεως, αντίγραφα τον οποίων κάθε τράπεζα υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 24(1) του Νόμου, να υποβάλλει στην ΚΤΚ, εντός τεσσάρων μηνών από το τέλος του κάθε οικονομικού έτους, β) την έκθεση του εγκεκριμένου ελεγκτή που υποβάλλεται μαζί με τις πιο πάνω αναφερόμενες οικονομικές καταστάσεις καθώς και άλλες ειδικές εκθέσεις που υποβάλλονται σε μορφή που καθορίζει η ΚΤΚ, γ) θέματα που, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό, προκύπτουν από την ελεγκτική εργασία του εγκεκριμένου ελεγκτή σε σχέση με τα (α) και (β) πιο πάνω καθώς και την επιστολή ευρημάτων ελέγχου (management letter) που, ενδεχομένως, υποβλήθηκε από τους εγκεκριμένους ελεγκτές στην Ανώτατη Διεύθυνση της τράπεζας, δ) το περιβάλλον ελέγχου και το προφίλ κινδύνου της τράπεζας, ε) τις διαδικασίες ελέγχου για αναγνώριση, αξιολόγηση, διαχείριση και μείωση των κινδύνων, ζ) θέματα τα οποία, είτε η τράπεζα είτε ο εγκεκριμένος ελεγκτής της, έχουν φέρει σε γνώση της ΚΤΚ, σε χρονική περίοδο που προηγείται της συνάντησης, και τον τρόπο με τον οποίο τα θέματα αυτά έχουν ή δεν έχουν επιλυθεί προς ικανοποίηση του ελεγκτή ή/και της ΚΤΚ, ή/και τον τρόπο με τον οποίο τα θέματα αυτά παρουσιάζονται στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, η) θέματα, τα οποία προκύπτουν από τις εποπτικές αρμοδιότητες της ΚΤΚ, και θ) οποιαδήποτε άλλα θέματα επιθυμούν η ενδιαφερόμενη τράπεζα ή ο εγκεκριμένος ελεγκτής της να περιληφθούν στην ημερήσια διάταξη. 7. Αναμένεται από τον εγκεκριμένο ελεγκτή να συμμετέχει ενεργά και εποικοδομητικά στις τριμερείς συναντήσεις και να συζητά με την ΚΤΚ τις πληροφορίες που κατέχει για την οικονομική κατάσταση της τράπεζας, 4
συμπεριλαμβανομένων, αν παραστεί ανάγκη, πληροφοριών αναφορικά με τους πελάτες της τράπεζας που έχει συλλέξει κατά τη διάρκεια του ελέγχου. 8. Μετά το πέρας της τριμερούς συνάντησης, το Τμήμα Εποπτείας και Ρυθμίσεως Τραπεζικών Ιδρυμάτων ετοιμάζει πρακτικά, τα οποία συμφωνούνται τόσο με την τράπεζα όσο και με τον εγκεκριμένο ελεγκτή της προτού οριστικοποιηθούν και κυκλοφορήσουν. Γ. ΔΙΜΕΡΕΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΤΚ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥΣ ΕΛΕΓΚΤΕΣ 9. Σύμφωνα με το άρθρο 28(2) του Νόμου, οι διμερείς συναντήσεις πραγματοποιούνται όταν η ΚΤΚ το θεωρήσει επιθυμητό ή αναγκαίο προς το συμφέρον των καταθετών και το πλαίσιο εργασίας τους είναι παρόμοιο με αυτό των τριμερών συναντήσεων όπως αναλύθηκε πιο πάνω. Ειδικότερα, οι διμερείς συναντήσεις διευκολύνουν την ενημέρωση της ΚΤΚ από τους εγκεκριμένους ελεγκτές τραπεζών, για τα θέματα που προκύπτουν από τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το άρθρο 28(3Α) του Νόμου. 10. Σύμφωνα με το άρθρο 28(3Α)(α) του Νόμου, ο εγκεκριμένος ελεγκτής τράπεζας υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στην ΚΤΚ κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά τράπεζα, των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχό της και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν: α) να αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των τραπεζών, β) να επηρεάσει τη συνεχή λειτουργία της τράπεζας, ή γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων. 11. Η πιο πάνω υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 28(3Α)(β) του Νόμου ισχύει επίσης, για εγκεκριμένο ελεγκτή τράπεζας όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση κατά τον έλεγχο 5
επιχείρησης που διαθέτει στενούς δεσμούς 2 απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με την τράπεζα. 12. Στην περίπτωση που ο ελεγκτής, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει εύλογους λόγους να πιστεύει ότι υπάρχουν γεγονότα ή αποφάσεις που αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, ή να επηρεάσουν τη λειτουργία της τράπεζας ή να οδηγήσουν σε άρνηση έκφρασης γνώμης ή σε διατύπωση επιφυλάξεων στην έκθεσή του επί των οικονομικών καταστάσεων, υποχρεούται να ενημερώσει την ΚΤΚ πριν την έκδοση της έκθεσης του επί των οικονομικών καταστάσεων της τράπεζας. 13. Ο εγκεκριμένος ελεγκτής έχοντας υπόψη το Νόμο και τα συγκεκριμένα άρθρα του, τα οποία αναφέρθηκαν πιο πάνω, ασκεί την επαγγελματική του κρίση για να αποφασίσει κατά πόσον ένα θέμα που προκύπτει από τον έλεγχο που διεξάγει εμπίπτει στις πρόνοιες των σημείων (i), (ii) και (iii) του άρθρου 28(3A)(α) του Νόμου. Τα θέματα αυτά δύναται να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύει ότι: α) η τράπεζα δεν τηρεί, ή πιθανό να μην είναι σε θέση να τηρεί στο άμεσο μέλλον, το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που έχει καθορίσει η ΚΤΚ σύμφωνα με το άρθρο 21 του Νόμου ή/και άλλες Οδηγίες της, ή β) η τράπεζα δεν τηρεί τους δείκτες ρευστότητας που ήθελε εκάστοτε ορίσει η ΚΤΚ σύμφωνα με το άρθρο 23 του Νόμου ή/και άλλες Οδηγίες της, ή γ) η τράπεζα δεν έχει προβεί σε επαρκή εκτίμηση αποτίμησης και προβλέψεων για την απομείωση του δανειακού χαρτοφυλακίου της και των άλλων στοιχείων του ενεργητικού της, ζημιών από ενδεχόμενες υποχρεώσεις και των φορολογικών υποχρεώσεων 2 Σύμφωνα με το άρθρο 2(1) των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμων του 1997 έως 2011, στενοί δεσμοί σημαίνει την κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με έναν από τους ακόλουθους τρόπους: (α) συμμετοχή υπό μορφή κατοχής, απ ευθείας ή μέσω δεσμού ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της επιχείρησης, ή (β) δεσμό ελέγχου, ή (γ) μια κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται σταθερά με το αυτό τρίτο πρόσωπο με σχέση δεσμού ελέγχου. 6
της όπως απαιτείται από τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς, ή δ) το λογιστικό σύστημα και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου της τράπεζας είναι ανεπαρκή για το μέγεθος, τη φύση και την πολυπλοκότητα των εργασιών της, ή/και ο τρόπος οργάνωσης και διοίκησης της τράπεζας δεν είναι σύμφωνος με τις πρόνοιες της Οδηγίας της ΚΤΚ αναφορικά με το «Πλαίσιο Αρχών Λειτουργίας και Κριτηρίων Αξιολόγησης της Οργανωτικής Δομής, Εσωτερικής Διακυβέρνησης και των Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου των Τραπεζών», ή ε) οι εργασίες της τράπεζας, ή ένα σημαντικό μέρος των εργασιών της, κατευθύνονται, ή μπορεί να κατευθύνονται για κάποιο χρονικό διάστημα, ή η τράπεζα διοικείται από ένα πρόσωπο μόνο, κατά παράβαση του άρθρου 19 του Νόμου, ή ζ) η τράπεζα δεν τηρεί ή πιθανό να μην τηρεί στο άμεσο μέλλον τα ελάχιστα ίδια κεφάλαια που απαιτούνται από το άρθρο 20 του Νόμου ή/και τις Οδηγίες της ΚΤΚ, ή η) υπήρξε αλλαγή στο όνομα ή τροποποίηση στο ιδρυτικό έγγραφο ή στο Καταστατικό της τράπεζας ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που αφορά τη σύστασή της, για τα οποία δεν ενημερώθηκε η ΚΤΚ, ή θ) υπάρχουν στοιχεία που θέτουν σε αμφισβήτηση την ορθότητα ενεργειών ή αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου ή/και της Ανώτατης Διεύθυνσης της τράπεζας και που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση της τράπεζας ή/και να εγείρουν εποπτικές ανησυχίες, ή ι) η τράπεζα έχει υπερβεί τους περιορισμούς σε χρηματοδοτικά ανοίγματα που καθορίζονται στο άρθρο 11 του Νόμου, ή κ) η λειτουργία της τράπεζας ως δρώσα οικονομική μονάδα (going concern) τίθεται υπό αμφισβήτηση, ή 7
λ) οποιεσδήποτε άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει συμμόρφωση με τους όρους της άδειας που χορηγήθηκε στην τράπεζα, τις πρόνοιες του Νόμου, τους Κανονισμούς και τις Οδηγίες της ΚΤΚ ή άλλα γεγονότα που μπορεί να οδηγήσουν σε άρνηση έκφρασης γνώμης ή στη διατύπωση επιφυλάξεων στην έκθεση επί των οικονομικών καταστάσεων της τράπεζας. Οι περιπτώσεις που αναφέρονται πιο πάνω είναι μόνο ενδεικτικές και δεν συνιστούν εξαντλητικό κατάλογο περιπτώσεων που δυνατό να εμπίπτουν στο άρθρο 28(3Α) του Νόμου. Ο εγκεκριμένος ελεγκτής γνωστοποιεί προς την ΚΤΚ όλα τα γεγονότα και αποφάσεις που αφορούν την τράπεζα, τα οποία, ασκώντας την επαγγελματική του κρίση, έχει εύλογους λόγους να πιστεύει ότι περιλαμβάνονται στις πρόνοιες των παραγράφων (i) ή (ii) ή (iii) του άρθρου 28(3Α)(α) του Νόμου. Η γνωστοποίηση των αποφάσεων ή γεγονότων του άρθρου 28(3Α) του Νόμου πρέπει να γίνεται γραπτώς, εντός μίας εργάσιμης ημέρας από την ημέρα που ο εγκεκριμένος ελεγκτής λαμβάνει γνώση αυτών. Η ΚΤΚ δύναται, αφού λάβει γραπτώς τις πιο πάνω γνωστοποιήσεις, να διευθετεί διμερείς συναντήσεις με τον εγκεκριμένο ελεγκτή για την περαιτέρω συζήτηση των γεγονότων και των περιστάσεων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της γνωστοποίησης τους στην ΚΤΚ σύμφωνα με το άρθρο 28(3Α) του Νόμου. Τα πρακτικά των πιο πάνω διμερών συναντήσεων δεν θα αποστέλλονται στους εγκεκριμένους ελεγκτές, εκτός εάν η ΚΤΚ αποφασίσει διαφορετικά. 14. Περαιτέρω, αν η ΚΤΚ το θεωρήσει αναγκαίο για τη διατήρηση της υγιούς οικονομικής κατάστασης της τράπεζας ή/και προς το συμφέρον των καταθετών της, μπορεί να διευθετήσει τριμερή συνάντηση με την τράπεζα και τον εγκεκριμένο ελεγκτή της για συζήτηση της γνωστοποίησης που έγινε από τον τελευταίο προς την ΚΤΚ σύμφωνα με το άρθρο 28(3Α) του Νόμου. 8
Δ. ΓΕΝΙΚΑ 15. Οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα μέρη, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε τη σύγκληση τριμερούς ή διμερούς συνάντησης για περιπτώσεις άλλες εκτός των προαναφερόμενων για συγκεκριμένα θέματα ή ανησυχίες που εγείρονται κατά τη διάρκεια του έτους. 16. Στις συναντήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν μέρος μέλη της Ανώτατης Διεύθυνσης της τράπεζας, τα οποία έχουν πλήρη γνώση των θεμάτων που θα συζητηθούν και έχουν την απαιτούμενη δικαιοδοσία για λήψη αποφάσεων και, όπου θεωρηθεί αναγκαίο, την έκδοση οδηγιών για λήψη μέτρων. Αναφορικά με τους εγκεκριμένους ελεγκτές, αναμένεται ότι στις συναντήσεις θα λαμβάνει μέρος ο συνέταιρος που φέρει την ευθύνη του ελέγχου της τράπεζας καθώς και διευθυντικό προσωπικό που είχε εμπλακεί στον έλεγχο και είναι σε θέση να παρουσιάσει τα ευρήματα του ελέγχου και των συστάσεων που έχουν γίνει. 17. Σύμφωνα με το άρθρο 28(3) του Νόμου, η καλή τη πίστει κοινοποίηση προς την ΚΤΚ από εγκεκριμένο ελεγκτή, οποιασδήποτε γνώμης ή πληροφορίας που σχετίζεται με τις αρμοδιότητες και ευθύνες της ΚΤΚ δυνάμει του Νόμου, δεν παραβιάζει την υποχρέωση για εμπιστευτικότητα στην οποία υπόκειται ο εγκεκριμένος ελεγκτής τράπεζας. 18. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 43(1) του Νόμου, η παράβαση οποιασδήποτε από τις διατάξεις του Νόμου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα 85.430 ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές και σε περίπτωση που το αδίκημα συνεχίζεται, τιμωρείται με περαιτέρω χρηματική ποινή μέχρι 1.708.60 ευρώ για κάθε μέρα για την οποία συνεχίζεται. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 43(3) του Νόμου, ευθύνη έχουν και οποιοσδήποτε σύμβουλος, διευθύνων σύμβουλος, πρώτος εκτελεστικός διευθυντής, διευθυντής, συνέταιρος ή άλλος λειτουργός ή υπάλληλος οργανισμού με νομική ή χωρίς νομική προσωπικότητα, ο οποίος εξουσιοδότησε ή εν γνώσει του επέτρεψε τη διάπραξη του αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 43(1). 9