Εικόνες: Eύα Καραντινού
H Kοκκινοσκουφίτσα Mια φορά κι έναν καιρό, έμεναν σ ένα χωριουδάκι μια γυναίκα με το κοριτσάκι της, που φορούσε μια κόκκινη σκουφίτσα. Γι αυτό ο κόσμος την φώναζε Κοκκινοσκουφίτσα. Μια μέρα, η μητέρα της έβαλε λίγα κομμάτια πίτας σ ένα καλαθάκι, έβαλε και βούτυρο κι είπε στο κοριτσάκι της: Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε το καλαθάκι και πήγαινέ το στη γιαγιά σου που είναι άρρωστη. Πρόσεξε όμως να μην κουβεντιάσεις με κανέναν στο δρόμο. Η Κοκκινοσκουφίτσα πήρε το καλαθάκι της, βγήκε από το χωριό κι έφτασε στο δάσος. Εκεί είδε όμορφα αγριολούλουδα κι άρχισε να τα μαζεύει. Έξαφνα, όμως, ακούει δίπλα της μια φωνή: Καλημέρα, κοριτσάκι! Πού πας από δώ; Γύρισε κι είδε μπροστά της έναν μεγάλο λύκο. Καλημέρα, λύκε, του είπε. Πάω πίτες και βούτυρο στη γιαγιά μου, που είναι άρρωστη και μένει πέρα από το δάσος κοντά στο μύλο. Α! Α! έκανε ο λύκος. Και σένα, πώς σε λένε; Κοκκινοσκουφίτσα. Ο λύκος συλλογίστηκε μια στιγμή και είπε: Κοκκινοσκουφίτσα, θέλεις να πας εσύ απ αυτό τον δρόμο, δεξιά, κι εγώ να πάω από τον άλλο, αριστερά, και να δούμε ποιος θα βγει πρώτος από το δάσος. Καλά, λύκε, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα, και κίνησε να φύγει. Μα καθώς περπατούσε, έβλεπε τόσο όμορφα λουλούδια γύρω της που έτρεχε και τα μάζευε και τα έφτιαχνε μπουκέτο. 2
Ο λύκος, με δυο πηδιές, έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε την πόρτα. Ποιος είναι; φώναξε η γιαγιά από το κρεβάτι της. Ο λύκος έκανε τη φωνή του ψιλή ψιλή και είπε: Η Κοκκινοσκουφίτσα, γιαγιά, κι ήρθα να δω τι κάνεις. Τράβα το χερούλι κι η πόρτα θ ανοίξει, είπε η γιαγιά. Ο λύκος τράβηξε το χερούλι και μπήκε. Η καημένη η γιαγιά, μόλις τον είδε τρόμαξε. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της κι έτρεξε και κλείστηκε στην κουζίνα. 3
Τότε ο λύκος δίχως να χάσει καιρό, ντύθηκε με ρούχα της γιαγιάς και χώθηκε στο κρεβάτι της. Η Κοκκινοσκουφίτσα, ύστερα από κάμποση ώρα, έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς της και χτύπησε την πόρτα. Ποιος είναι; ρώτησε από το κρεβάτι ο λύκος. Η Κοκκινοσκουφίτσα, γιαγιά, είπε το κοριτσάκι. Ήρθα να δω τι κάνεις. Σου φέρνω πίτες και βούτυρο, που μου έδωσε η μαμά μου. Τράβηξε το χερούλι κι η πόρτα θ ανοίξει, είπε ο λύκος. Η Κοκκινοσκουφίτσα τράβηξε το χερούλι, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Στη συνέχεια ακούμπησε το καλαθάκι της στο τραπέζι και πήγε και κάθισε κοντά στο κρεβάτι της γιαγιάς της. Γιαγιακούλα, ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί η φωνή σου είναι τόσο χοντρή; Γιατί είμαι κρυωμένη, παιδάκι μου, απάντησε ο λύκος κι έβγαλε τα χέρια του έξω από τα σκεπάσματα. Η Κοκκινοσκουφίτσα τα είδε και ρώτησε: Γιαγιακούλα, γιατί τα χέρια σου είναι τόσο μεγάλα; Για να σ αγκαλιάζω, παιδάκι μου, απάντησε ο λύκος, αλλά καθώς μιλούσε, η σκούφια γλίστρησε από το κεφάλι του. Γιαγιακούλα, ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί τ αυτιά σου έγιναν τόσο μεγάλα; Για να σ ακούω καλά, παιδάκι μου! είπε ο λύκος. 4
Γιαγιακούλα, ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί τα μάτια σου έγιναν τόσο μεγάλα; Για να σε βλέπω καλά, παιδάκι μου, απάντησε ο λύκος. Και χαμογέλασε. Γιαγιακούλα, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα, γιατί τα δόντια σου είναι τόσο μεγάλα και μυτερά; Για να σε φάω! φώναξε ο λύκος. Και πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του. Η Κοκκινοσκουφίτσα είδε τότε τον λύκο και τρομαγμένη βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Ο λύκος έτρεξε να την πιάσει, αλλά μόλις βγήκε στην πόρτα, είδε μπροστά του έναν κυνηγό που ερχόταν πάνω του με το τουφέκι του. Αυτός ο κυνηγός κυνηγούσε μέσα στο δάσος, όταν άκουσε ένα πουλάκι, σε ένα κλαδί, να του λέει: Καλέ μου κυνηγέ, πρέπει να βρεις τον λύκο! Πήγαινε στο σπιτάκι που είναι πέρ από το δάσος, κοντά στον μύλο και θα τον βρεις. Τρέξε γρήγορα, όμως, πριν κάνει κανένα κακό.
Ο κυνηγός μόλις έφτασε στο σπιτάκι είδε τον λύκο να βγαίνει από κεί, φορώντας ένα μακρύ νυχτικό. Αμέσως τότε τον χτύπησε με το τουφέκι του και τον έριξε κάτω. Η Κοκκινοσκουφίτσα μόλις είδε τον λύκο ξαπλωμένο στη γη, πήρε θάρρος κι έτρεξε στον κυνηγό. Σ ευχαριστώ, καλέ μου κυνηγέ, είπε. Μέσα στο σπίτι είναι η γιαγιά μου, και φοβάμαι μην έπαθε κακό. Πάμε να δούμε, είπε ο κυνηγός. 7
Και μπήκε μαζί με την Κοκκινοσκουφίτσα στο σπιτάκι όπου βρήκαν τη γιαγιά μέσα στην κουζίνα, να τρέμει από τον φόβο της. Όταν είδε όμως γερή την εγγονούλα της, την αγκάλιασε χαρούμενη. Ύστερα ευχαρίστησε τον κυνηγό, που τις έσωσε και τον φίλεψε ένα κομμάτι πίτα. Όταν έφυγε, ρώτησε την εγγονή της τι έγινε. Η Κοκκινοσκουφίτσα τής τα διηγήθηκε όλα από την αρχή. Αν δεν στεκόσουν να μιλήσεις με τον λύκο, τίποτε απ αυτά δεν θα γινόταν, είπε η γιαγιά της. Γιατί δεν άκουσες τη μανούλα σου; Θα την ακούω άλλη φορά, είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. Και πέρασε χαρούμενη όλη την ημέρα με τη γιαγιά της.