ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 2017 Α1. Στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως ακριβώς λες εσύ, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής ή ικανός σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία δεν είναι, ή τον περιγελούν ή αγανακτούν, και οι δικοί του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν, σαν να είναι τρελός. Όμως στη δικαιοσύνη και στην άλλη πολιτική αρετή, και αν ακόμα ξέρουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια σε βάρος του μπροστά σε πολλούς άλλους, πράγμα που το θεωρούσαν στην περίπτωση με τις τέχνες ότι είναι σωφροσύνη, δηλαδή το να λέει την αλήθεια, σ αυτή την περίπτωση το θεωρούν τρέλα, και ισχυρίζονται ότι όλοι πρέπει να λένε πως είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι διαφορετικά, (ισχυρίζονται) ότι είναι τρελός όποιος δεν παριστάνει τον δίκαιο γιατί, κατά τη γνώμη τους, είναι αναγκαίο ο καθένας να έχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μερίδιο σ αυτή διαφορετικά (είναι αναγκαίο) να μην συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Β1. Στο συγκεκριμένο χωρίο ο Πρωταγόρας προσπαθεί να αποδείξει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή, κάτι άλλωστε που απορρέει και από τον μύθο που προηγήθηκε. Ο Πρωταγόρας τώρα χρησιμοποιεί ένα «τεκμήριο», μια απόδειξη δηλαδή που στηρίζεται στα δεδομένα της εμπειρίας. Συγκεκριμένα χρησιμοποιεί δύο παραδείγματα που απεικονίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων στην καθημερινή ζωή και αποδεικνύουν την καθολικότητα της αρετής. Το πρώτο παράδειγμα αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι σε κάποιον που
ισχυρίζεται ότι είναι ειδικός σε έναν τομέα, για παράδειγμα στο παίξιμο του αυλού. Οι οικείοι του αγανακτούν και θεωρούν τρελό αυτόν που ισχυρίζεται ότι είναι καλός αυλητής ενώ δεν είναι. Η μη παραδοχή της αδυναμίας του πράγμα εμφανές θεωρείται απ όλους παραφροσύνη ενώ θεωρείται σύνεση η παραδοχή της αλήθειας. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά τη δικαιοσύνη και στην περίπτωση αυτή παράφρων θεωρείται αυτός που παραδέχεται ότι είναι άδικος ενώ σώφρων αυτός ο οποίος προσποιείται τη δικαιοσύνη. Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων προϋποθέτει τη δικαιοσύνη και ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί από την κοινωνία. Β2. Στο τεκμήριο που χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας προκειμένου να αποδείξει την καθολικότητα της αρετής ισχυρίζεται ότι αυτός που παραδέχεται ενώπιον όλων ότι δεν κατέχει την δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή είναι τρελός, ενώ αντίθετα σώφρων είναι αυτός που ισχυρίζεται ότι είναι δίκαιος. Κι αυτό γιατί θεωρεί τρέλα να έρχεται σε αντίθεση με την εδραιωμένη κοινωνική αντίληψη που θεωρεί την ύπαρξη δικαιοσύνης προϋπόθεση για τη συνοχή της κοινωνίας. Καθένας λοιπόν γνωρίζει ότι πρέπει να λέει ότι είναι δίκαιος, ακόμα κι αν δεν είναι γιατί διαφορετικά θα δεχτεί τις συνέπειες της συμπεριφοράς του αυτής. Όπως αναφέρθηκε και κατά τη διήγηση του μύθου, αυτός που δεν έχει την πολιτική αρετή θα υποστεί φοβερές τιμωρίες και θα εκδιωχτεί ως αρρώστια της πόλης. Είναι τρέλα λοιπόν να παραδεχτεί κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα πιστεύω του κοινωνικού συνόλου με αποτέλεσμα να μην μπορεί πια να συγκαταλέγεται ως μέλος του κοινωνικού συνόλου. Β3. Ο Σωκράτης στην προσπάθειά του να αντικρούσει την άποψη του Πρωταγόρα ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται φέρνει ένα παράδειγμα από τον δημόσιο βίο των Αθηναίων. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι όταν πρόκειται να εκτελέσουν ένα έργο που απαιτεί τεχνικές γνώσεις καλούν έναν ειδικό κι αυτός μόνο έχει δικαίωμα συμβουλής. Όταν όμως πρόκειται να συζητήσουν για πολιτικά θέματα, δίνουν δικαίωμα
λόγου σε όλους τους πολίτες άσχετα με το επάγγελμα, την καταγωγή ή τον πλούτο τους. Δεν αναγνωρίζουν ειδικούς στα πολιτικά αφού κανένας δε διδάσκεται στην πολιτική. Επομένως οι Αθηναίοι δεν θεωρούν ότι η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχθεί όπως οι άλλες τέχνες. Ο Πρωταγόρας φαίνεται αρχικά ότι συμφωνεί απόλυτα με το Σωκράτη σχετικά με τη στάση των Αθηναίων. Θεωρεί μάλιστα εύλογο το γεγονός ότι οι Αθηναίοι δίνουν σε όλους τη δυνατότητα να πουν τη γνώμη τους. Ωστόσο δίνει διαφορετική ερμηνεία και εξήγηση για τη στάση των Αθηναίων. Ο λόγος που δέχονται τη γνώμη όλων των πολιτών δεν είναι ότι η πολιτική αρετή δε διδάσκεται αλλά ότι όλοι οι άνθρωποι την έχουν ως δυνατότητα, αποτελεί καθολικό γνώρισμα των ανθρώπων και είναι αναγκαία για την ύπαρξη των πόλεων. Β4. Α. Σωστό, Β. Λάθος, Γ. Σωστό, Δ. Σωστό, Ε. Λάθος Β5α. ἴωσιν: εισιτήριο δεῖ: ένδεια ἀνέχονται: έξη εἰδῶσιν: συνείδηση Β5β. Η κριτική ικανότητα είναι μια από τις αρετές που πρέπει να διακρίνουν τον πολίτη. Δε μου εξήγησε το λόγο της άρνησής του. Η δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου ολοκληρώνει πνευματικά και συναισθηματικά το άτομο.
Γ1. Γιατί όταν ο λόγος στερηθεί το κύρος του ομιλητή και τη φωνή του και τις εναλλαγές που συμβαίνουν στους ρητορικούς λόγους και επιπλέον τον επικαιρικό του χαρακτήρα και τη βιασύνη να γίνει πράξη και (όταν) δεν υπάρχει τίποτα που βοηθά και πείθει μαζί αλλά λείπουν από το λόγο όλα όσα προειπώθηκαν και κάποιος τον διαβάζει χωρίς πειστικότητα και χωρίς να δείχνει κανένα συναίσθημα σαν να απαριθμεί, εύλογα, νομίζω, φαίνεται ασήμαντος στους ακροατές. Αυτά βέβαια θα μπορούσαν να βλάψουν και το λόγο που τώρα παρουσιάζεται και να τον κάνουν να φαίνεται κατώτερος. Γ2α. ἀναγιγνώσκῃ: ἀνάγνωθι ἀπαριθμῶν: ἀπαριθμοῖεν τοῖς ἀκούουσιν: ἀκούσεσθαι μάλιστ : μάλα φαίνεσθαι: φανῆτε Γ2.β. τῶν μὲν προειρημένων ἁπάντων ἔρημος γένηται : τοῦ μὲν προειρημένου ἅπαντος ἔρημοι γένωνται. Γ3α. τῶν μεταβολῶν: αντικείμενο στο ρήμα ἀποστερηθῇ τῶν προειρημένων: επιθετική μετοχή που λειτουργεί ως γενική αντικειμενική στο ἔρημος ή/και γυμνός γυμνός: κατηγορούμενο στο υποκείμενο του συνδετικού ρ. γένηται εἰκότως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο ρ. δοκεῖ τοῖς ἀκούουσιν: επιθετική μετοχή που λειτουργεί ως δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο ρ. δοκεῖ
Γ3β. Ἅπερ καὶ τὸν [...] ἐπιδεικνύμενον μάλιστ ἂν βλάψειε καὶ φαυλότερον φαίνεσθαι ποιήσειεν: Ἅπερ καὶ τὸν [...] ἐπιδεικνύμενον μάλιστ ἂν βλάψειε: Πρόκειται για κύρια πρόταση κρίσεως (εισάγεται με την αναφορική αντωνυμία ἅπερ που βρίσκεται στην αρχή περιόδου και συνδέεται παρατακτικά με τη δεύτερη κύρια, επομένως δεν είναι αναφορική). ἅπερ: υποκείμενο στο ρήμα ἂν βλάψειε (αττική σύνταξη) τὸν ἐπιδεικνύμενον : επιθετική μετοχή που λειτουργεί ως αντικείμενο στο ρήμα ἂν βλάψειε φαυλότερον: κατηγορούμενο στο υποκείμενο του απαρεμφάτου τὸν ἐπιδεικνύμενον μέσω του συνδετικού ρηματικού τύπου φαίνεσθαι φαίνεσθαι: τελικό απαρέμφατο που λειτουργεί ως απαρέμφατο του αποτελέσματος στο ρήμα ποιήσειεν Επιμέλεια Βίκυ Πουπνάρα