Απαντήσεις Αρχαίων Ελληνικών 26/5/2010 Διδαγμένο κείμενο. Α1.Μετάφραση: Η αρετή αναφέρεται στα πάθη και στις πράξεις: σ αυτά η υπερβολή αποτελεί λάθος και ψέγεται, το ίδιο και η έλλειψη, ενώ το μέσον επαινείται και είναι το ορθό φυσικά, τα δύο αυτά, ο έπαινος και η επιτυχία του ορθού, πάνε μαζί με την αρετή. Ένα είδος μεσότητας είναι λοιπόν η αρετή, έτσι που έχει για στόχο της το μέσον. Και κάτι ακόμη: Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο: είναι εύκολο, πράγματι, να αποτύχεις στον στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις) να γιατί η υπερβολή και η έλλειψη είναι χαρακτηριστικά της κακίας και η μεσότητα της αρετής: «καλοί με έναν μόνο τρόπο, κακοί με χίλιους τόσους τρόπους.» Β1. Ο Αριστοτέλης παρουσιάζοντας την αντίθεση ανάμεσα στο λάθος (ἁμαρτάνειν), που γίνεται με πολλούς τρόπους και είναι σχετικό με την υπερβολή και την έλλειψη, και το σωστό (κατορθοῦν), που γίνεται με ένα μόνο τρόπο και είναι σχετικό με τη μεσότητα, επικαλείται τη διδασκαλία των Πυθαγορείων για τις αντίθετες μεταξύ τους δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο. Στη διδασκαλία αυτή το αγαθόν είναι σύστοιχο π.χ. με το φῶς, με το δεξιόν, με το ἕν, με το πέρας ενώ το κακόν με το σκότος, με το ἀριστερόν, με το πλῆθος, με το ἄπειρον. Κατά τον Αριστοτέλη: α. Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους, το λάθος είναι εύκολο, το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, γινόμαστε κακοί με χίλιους τρόπους. β. Το σωστό γίνεται με έναν μόνο τρόπο, το σωστό είναι δύσκολο, το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο, γινόμαστε καλοί με έναν μόνο τρόπο. Οι έννοιες που αντιτίθενται
Κακόν τό ἁμαρτάνειν πολλαχῶς τό κακόν τό ἄπειρον ῥᾴδιον τό ἀποτυχεῖν ἡ κακία ἡ ὑπερβολή καί ἡ ἔλλειψις κακοί παντοδαπῶς Ἀγαθόν τό κατορθοῦν μοναχῶς τό ἀγαθόν τό πεπερασμένον χαλεπόν τό ἐπιτυχεῖν ἡ ἀρετή ἡ μεσότης ἐσθλοί ἁπλῶς Αναλυτικότερα, το να κάνουμε λάθος (τό κακόν των Πυθαγορείων) είναι κάτι που μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους (πλῆθος των Πυθαγορείων), γιατί το κακό ανήκει στο χώρο του αδιαμόρφωτου και του χωρίς όρια. Δηλαδή οι κακές πράξεις είναι άπειρες, και το άπειρο προκαλεί δέος στην ανθρώπινη λογική, είναι κακό. Και οι τρεις έννοιες (κακόν, πλῆθος, ἄπειρον) στις οποίες αναφέρεται ο Αριστοτέλης βρίσκονται στην ίδια στήλη των δέκα αρχών των Πυθαγορείων. Αντίθετα, το να πετύχουμε το σωστό, το ορθό (τό ἀγαθόν των Πυθαγορείων) γίνεται με ένα τρόπο (το ἕν των Πυθαγορείων), γιατί το αγαθό, το να πετύχουμε δηλαδή το στόχο μας, βρίσκεται μέσα σε ορισμένα όρια (το πέρας των Πυθαγορείων). Επομένως, το αγαθό, οι καλές πράξεις, έχουν καθορισμένα όρια, είναι σύμμετρες και τέλειες, γιατί αυτό που έχει πέρας θεωρείται τελειότερο από το άπειρο και το όμορφο. Και οι τρεις έννοιες (ἀγαθόν, ἕν, πέρας) βρίσκονται στην ίδια στήλη των δέκα αρχών των Πυθαγορείων. Γι αυτό το να αποτύχουμε το στόχο μας είναι εύκολο, το να επιτύχουμε όμως είναι δύσκολο. Για τον ίδιο λόγο η υπερβολή και η έλλειψη είναι γνωρίσματα της κακίας, ενώ η μεσότητα είναι γνώρισμα της αρετής. Μετά τη φιλοσοφία και η ποίηση έρχεται να ενισχύσει το συλλογισμό του Αριστοτέλη: «καλοί μονάχα μ ένανε, κακοί με κάθε τρόπο». Β2. Το β μέρος της 10 ης ενότητας είναι το πιο κεντρικό σημείο της ηθικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη στον ορισμό της αρετής. Ήδη από την 8 η ενότητα
χρησιμοποίησε τρεις συλλογισμούς διαδοχικά, για να καταλήξει στο ίδιο κάθε φορά συμπέρασμα, ότι η αρετή είναι μεσότητα. Για τον Αριστοτέλη λοιπόν, που ολοκληρώνει σ αυτή την ενότητα τον ορισμό της αρετής: α. η αρετή είναι «ἔξις»: Η λέξη ἕξις παράγεται ετυμολογικά από το μέλλοντα ἕξω του ρήματος ἔχω. Σήμαινε λοιπόν αρχικά ότι διαθέτει κάποιος αυτά που έχει. Κατ επέκταση έφτασε να χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα χαρακτηριστικά που ο άνθρωπος διαθέτει ως μόνιμα και προκύπτουν ύστερα από συνήθεια και άσκηση. Κάθε έξη είναι αποτέλεσμα όμοιων ενεργειών που επαναλαμβάνονται και αυτό σημαίνει ότι από την ποιότητα των ενεργειών εξαρτάται και η ποιότητα των έξεων, οι οποίες μπορεί να είναι είτε αξιόλογες είτε ανάξιες λόγου, είτε θετικές είτε αρνητικές είτε καλές είτε κακές. Επομένως, δεν είναι αρκετό οι αρετές να χαρακτηρίζονται απλά έξεις, γιατί οι έξεις είναι δυο λογιών και πρέπει να προχωρήσουμε και να προσδιορίσουμε σε ποια από τις δύο κατηγορίες ανήκει η αρετή, ποια είναι η ποιότητα της (ποία τις). Αναζητείται λοιπόν το ιδιαίτερο γνώρισμα που διαφοροποιεί τις αρετές από τις άλλες έξεις, η ειδοποιός διαφορά. Και διαπιστώνεται από τον Αριστοτέλη ότι δεν πρόκειται για ένα αλλά για δύο γνωρίσματα. Έτσι, μια έξη είναι αρετή, όταν: α. κάνει τον άνθρωπο (ή το ζώο ή το πράγμα) που την έχει, να βρίσκεται στην τέλεια κατάσταση του, β. βοηθάει αυτόν (ή αυτό) που την έχει να εκτελεί με σωστό τρόπο το έργο που είναι προορισμένο γι αυτόν (η γι αυτό). β. η αρετή είναι «ἔξις προαιρετική»: Με τη λέξη προαιρετική ο Αριστοτέλης προσεγγίζει το γενικότερο και μεγάλο ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης του ανθρώπου, δηλαδή της ελευθερίας του να διαμορφώνει απόψεις και να πραγματοποιεί τις αποφάσεις του σύμφωνα με τη θέληση του και σύμφωνα με τις επιλογές του χωρίς καταναγκασμό. Προαίρεση δεν είναι απλώς μια εκούσια πράξη, ούτε επιθυμία, ούτε βούληση. Προαίρεση είναι η εκλογή που δεν γίνεται στιγμιαία, τυχαία, επιπόλαια και απερίσκεπτα, αλλά «μετά λόγου και διανοίας», ύστερα από λογική και ώριμη σκέψη. Η προαίρεση προϋποθέτει τη σκέψη που
καταλήγει σε μια τελική επιλογή και απόφαση να πράξουμε κάτι. Την ηθική ποιότητα μιας πράξης, θετική η αρνητική, τη χαρακτηρίζει η προαίρεση, γιατί η πράξη μας δεν αξιολογείται από τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της, αλλά από την προαίρεση με την οποία ξεκίνησε. Η προαίρεση είναι ο πυρήνας της ηθικής πράξης, η βάση της αρετής. Αν αποφασίσω ύστερα από ώριμη σκέψη και εφόσον υπάρχουν και οι άλλες προϋποθέσεις (π.χ. η μεσότητα), τότε η πράξη μου είναι ενάρετη. Αυτό σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης στην ηθική δέχεται την ελεύθερη βούληση. Πάντως, η σημασία της προαίρεσης για την ύπαρξη της αρετής επανειλημμένα τονίζεται από τον Αριστοτέλη. Σε άλλο χωρίο του ίδιου έργου του παραθέτει τους αναγκαίους όρους, για να χαρακτηριστεί μια πράξη ενάρετη: ο άνθρωπος πρέπει να έχει α) συνείδηση της πράξης του (εἰδώς), β) την ανάλογη προαίρεση (προαιρούμενος) και γ) σιγουριά και σταθερότητα στην πραγματοποίηση της (βεβαίως και ἀμετακινήτως). γ. η αρετή βρίσκεται στο μέσον το «σε σχέση με εμάς» Το δεύτερο γνώρισμα που αποδίδει ο Αριστοτέλης στην αρετή είναι η μεσότητα: αν διαιρέσουμε, στα δύο ένα συνεχές και διαιρετό ον, π.χ. μια ευθεία, μπορούμε να πάρουμε άλλοτε ένα μεγαλύτερο κομμάτι (πλεῖον υπερβολή) και ένα μικρότερο (ἔλαττον έλλειψη) και άλλοτε δύο ίσα: Η διαίρεση αυτή μπορεί να γίνει ή «κατ αὐτό τό πρᾶγμα», δηλαδή με αντικειμενικά κριτήρια ή «πρός ἡμᾶς», δηλαδή με υποκειμενικά κριτήρια. α. μέσο «κατ αὐτό τό πρᾶγμα»: είναι αυτό που απέχει ίση απόσταση από τα δύο άκρα του πράγματος, είναι το μέσο κατά την αριθμητική αναλογία, το αντικειμενικό μέσο, που είναι ένα και το αυτό για όλους. β. μέσο «πρός ἡμᾶς»: είναι εκείνο που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο, είναι το υποκειμενικό μέσο, που δεν είναι ένα ούτε το ίδιο για όλους το υποκειμενικό μέσο έχει κριτήριο εμάς τους ίδιους, τη φύση μας και δεν υπακούει στη λογική της αριθμητικής αναλογίας. Κατά τον Αριστοτέλη, η αρετή έχει στόχο της και επιλέγει τη μεσότητα και στα «πάθη» και στις πράξεις. Στον ορισμό που διατυπώνει σ αυτή την ενότητα διευκρινίζει
ότι η αρετή είναι μεσότητα σε σχέση με μας, «πρός ἡμᾶς», δηλαδή υποκειμενική μεσότητα, όχι αντικειμενική, «κατ αὐτό τό πρᾶγμα». Η μεσότητα που βρίσκεται σε αντίθεση με την υπερβολή και την έλλειψη, είναι κάτι το ορθό και επαινείται και γι αυτό είναι ο στόχος της αρετής. δ. Η αρετή βρίσκεται στο μέσον το «σε σχέση με μας», που καθορίζεται από τη λογική (ὡρισμένῃ λόγῳ), και ιδιαίτερα από αυτήν που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος: Με το καινούριο αυτό στοιχείο (ὡρισμένῃ λόγῳ ), που προσθέτει στον ορισμό της αρετής, ο Αριστοτέλης επιχειρεί να δώσει απάντηση και στο ερώτημα αν την υποκειμενική μεσότητα θα την καθορίσει το κάθε υποκείμενο αυθαίρετα με τη δική του κρίση, όποια κι αν είναι, και σύμφωνα, κάθε φορά, με το προσωπικό του συμφέρον και τις περιστάσεις ή όχι. Το πρώτο κριτήριο σύμφωνα με το οποίο καθορίζεται η μεσότητα, το «δεῖ», είναι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το πνεύμα της κοινότητας, οι κανόνες της κοινωνικής και πολιτικής συμβίωσης μέσα στην πόλη κράτος. Το δεύτερο κριτήριο που, κατά τον Αριστοτέλη, καθορίζει τη μεσότητα είναι ο «λόγος». Αρχικά λοιπόν είναι ο νόμος που συνηθίζει τους πολίτες να ενεργούν ενάρετα. Έπειτα έρχεται η λογική, η φρόνηση, που βοηθά το νόμο και τελειοποιεί το έργο του. Ο ορθός λόγος, το ανθρώπινο λογικό, η ορθή κρίση του μυαλωμένου όχι οποιουδήποτε ανθρώπου. Μυαλωμένος άνθρωπος είναι, κατά τον Αριστοτέλη, αυτός στον οποίο ενώνονται και συνυπάρχουν όλες οι αρετές. Όταν υπάρχει η φρόνηση γράφει αλλού ο Αριστοτέλης όλες οι αρετές θα υπάρξουν. Οι διάφορες αρετές δείχνουν πως αντιδρά ο φρόνιμος στις διάφορες περιστάσεις. Αν λείψει μία αρετή αποδιοργανώνεται το όλον. Έτσι ο ηθικά σπουδαίος αποτελεί μέτρο συγκρισης για τους άλλους. Αυτός που μπορεί να σκεφτεί καλά σχετικά με το τι είναι αγαθό και συμφέρον για τον εαυτό του όχι μόνο από μια μερική άποψη (π.χ. ποια συντελούν στην υγεία, στη σωματική δύναμη), αλλά γενικά ποια συντελούν «πρός τό εὖ ζῇν». Μυαλωμένος άνθρωπος είναι αυτός που με την πράξη του υψώθηκε σε ηθική προσωπικότητα και κατόρθωσε να γίνει παράδειγμα, μέτρο σύγκρισης για τους άλλους, ώστε να
έχουν τις πράξεις του ως κριτήριο για την ηθική ποιότητα των δικών τους πράξεων. Έτσι η «μεσότητα σε σχέση με μας», που αποτελεί την ουσία της αρετής, ενώ από την αρχή φαίνεται ότι έχει έναν υποκειμενισμό (υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί ότι το κάθε άτομο έχει το απεριόριστο δικαίωμα να ορίσει μόνο του το μέσον και να καθορίσει με το δικό του τρόπο την αρετή) τέτοιο που μπορεί να οδηγήσει σε εκφυλισμό της έννοιας αρετή, στη συνέχεια, όταν με τον ορισμό της αρετής καθορίζονται τα κριτήρια της ορθότητάς της (το πνεύμα της κοινότητας, ο ορθός λόγος που καθορίζει ο «φρόνιμος»), αντικειμενικοποιείται ως ένα βαθμό και περιορίζεται αρκετά ο υποκειμενισμός της. Μ αυτό τον τρόπο τονίζεται με έμφαση ότι είναι δύσκολο να πετύχει τη μεσότητα ο καθένας μόνο ο «εἰδώς», ο «ἐπιστήμων» και ο «φρόνιμος» μπορεί να την πετύχει. Β3. σελ σχολικού βιβλίου 147-148 «Η παράδοση λέει...και στο τέλος του Σωκράτη» Β4. σχέση: ἕξις Ανόρθωση: κατορθοῦται, κατορθοῦν Καθαίρεση: προαιρετική, αἱρεῖσθαι Απάθεια: πάθη, πάθεσι Υπόλοιπο: ἒλλειψιν, ἒλλειψις, ἐλλείπειν Διαβλητός: ὑπερβολή, ὑπερβάλλειν,ὑπερβολήν Εικαστικός: ἒίκαζον Ουσία: ἐστιν, οὖσα Πρακτική: πράξεις, πράξεσι Ραστώνη: ῥᾴδιον Γ1. Αν λοιπόν ζήσω περισσότερο χρόνο, ίσως θα είναι αναγκαίο να υφίσταμαι τα βάρη του γήρατος και να βλέπω και να ακούω λιγότερο και να σκέπτομαι χειρότερα και να μαθαίνω δυσκολότερα και να ξεχνώ πιο εύκολα, και από όσους πιο πριν ήμουν καλύτερος, από αυτούς να γίνομαι χειρότερος αλλά όμως αν δεν καταλάβαινα βέβαια αυτά από τη μια, θα ήταν ο βίος αβίωτος, αν καταλάβαινα από την άλλη, πώς δεν είναι αναγκαστικό και να ζω χειρότερα και με περισσότερη αηδία; Αλλά ωστόσο αν βέβαια σκοτωθώ άδικα, γι αυτούς, αν άδικα
με σκότωναν, αυτό θα ήταν επαίσχυντο γιατί αν είναι επαίσχυντο το να αδικεί (κανείς), πώς δεν είναι επαίσχυντο και το να κάνει (κανείς) άδικα οτιδήποτε; Γ2. πλείω: πολλοῖς γήρως: γήρᾳ δυσμαθέστερον: δυσμαθῆ ταῦτα: τούτους ἐμέ: ὑμῶν: ὁρᾶν: ἑώρα ἀποβαίνειν: ἀπόβηθι γίγνεσθαι: γενοίμεθα αἰσθανόμενον: ᾔσθηνται ἀδικεῖν: ἀδικῆσαι Γ3α. ἐπιτελεῖσθαι: τελικό απαρέμφατο, υποκείμενο της απρόσωπης έκφρασης ἀναγκαῖον ἔσται με εννοούμενο υποκείμενο την προσωπική αντωνυμία ἐμέ πρότερον: επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ρήμα ἦν τούτων: γενική συγκριτική και β όρος σύγκρισης στο επίθετο χείρω ἀβίωτος: κατηγορούμενο στο βίος από το συνδετικό ρήμα ἃν εἴη ἐμέ: αντικείμενο στη μετοχή ἀποκτείνασιν ὁτιοῦν: αντικείμενο στο απαρέμφατο ποιεῖν Γ3β.
Λαμβάνοντας υπόψη το ρήμα της πρότασης που βρίσκεται σε δυνητική ευκτική (ἄν εἴη) θα αναλύσουμε τον λανθάνοντα υποθετικό λόγο, δηλαδή την υποθετική μετοχή μὴ αἰσθόμενον σε εἰ και ευκτική, για να σχηματιστεί υποθετικός λόγος της απλής σκέψης του λέγοντος. ἀλλά μὴν ταῦτα γε εἰ μὴ αἰσθανοίμην (εἰ και ευκτική) μὲν ἀβίωτος ἃν εἴη ὁ βίος [Εναλλάκτικά η υπόθεση μπορεί να εκφέρεται και με ἐάν/ἄν /ἤν και υποτακτική που σε συνδυασμό με την απόδοση της δυνητικής ευκτικής θα σχηματίζει υποθετικό λόγο του προσδοκωμένου. Άρα: ἀλλά μὴν ταῦτα γε ἐάν μὴ αἰσθάνωμαι (ἐάν και υποτακτική) μὲν ἀβίωτος ἃν εἴη ὁ βίος]