Τό Ὀρθόδοξον βάπτισμα πότε δευτερώνεται καί πότε ὄχι (Ὀφειλομένη διευκρίνισις: Τό παρόν ἐγράφη ἐπειδή ὁρισμένοι πιστοί τοῦ νέου ἡμερολογίου, ἀφοῦ ἠθέλησαν νά φύγουν ἀπό τό σχίσμα καί νά ἐπιστρέψουν εἰς τήν ἀληθινήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, δέν ἐζήτησαν ἀπό τόν ἱερέαν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὡς ὤφειλον νά τούς ξαναβαπτίση, ἀλλά μετά τήν οἰκονομίαν τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος τούς ἥνωσεν μέ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἔλαβον τό Χρῖσμα, (ὅρα σχετικῶς σελίς 8 11) μετά ἀπό παρέλευσιν χρόνου ἱκανοῦ, ἐζήτησαν νά ἐπαναλάβουν τό βάπτισμά των, ἐπειδή αἱ τρεῖς καταδύσεις δέν ἔγιναν πλήρεις. Ἐξ αὐτοῦ ἔγινε καί τό παρόν δημοσίευμα.) Ὁρισμένοι εὐσυνείδητοι κληρικοί ὁμιλῶντας συμβουλευτικῶς εἰς τούς πιστούς, τούς προέτρεπον νά μήν ἐμποδίζουν τόν ἱερέα νά τελέση τήν βάπτισιν τῶν παιδιῶν τους κανονικῶς, ἤτοι διά μιᾶς βουτιᾶς ὅλο τό σῶμα. Διότι φοβούμενοι τόν ἱερέα μήπως τά πνίξη, τόν ἐμποδίζουν νά τά βυθίση ὁλοσχερῶς, ἀλλά μόνον μέχρι τήν μέση καί τό ὑπόλοιπον σῶμα νά τό λούση μέ τό χέρι του. Ὅμως τοιουτοτρόπως τό μυστήριον δέν ἔγινεν τέλειον, ὡς ὁρίζη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προτροπή αὕτη τῶν ἱερέων, ἀνησύχησε ὁρισμένους ἐκ τῶν πιστῶν, ἔτσι ὥστε νά ζητήσουν ἀπό τούς ἱερεῖς, νά ἐπαναλάβουν καί τό ἰδικόν των βάπτισμα, μήπως ἐξ αἰτίας τῶν μή ὁλοσχερῶν τριῶν καταδύσεων, ἔμειναν ἀβάπτιστοι. Ἠρώτησαν μάλιστα καί τούς νουνούς των, μήπως ἐνεθυμοῦντο πῶς ἔγινε ἡ βάπτισίς των, πολλοί ὅμως ἐξ αὐτῶν δέν ἦσαν ἐν ζωῇ, ἤ δέν ἦσαν βέβαιοι προκειμένου νά τούς καθησυχάσουν. Ἐπ'αὐτοῦ τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματός των, ἡμεῖς ὅταν ἠρωτήθημεν τούς ἐδώσαμε μίαν σύντομον προφορικήν ἀπάντησιν, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά ἐπαναλάβουν τό βάπτισμά των, ἀλλά μᾶλλον δέν ἐπείσθησαν. Καί προκειμένουν νά ἡρεμήσουν ἄν ἀκόμη εὑρίσκωνται εἰς αὐτόν τόν προβληματισμόν, παραθέτομεν ἐδῶ τούς κάτωθι λόγους διά τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιτρέπει νά τό ἐπαναλάβουν. Βεβαίως καί δέν εἶναι ὀρθόν νά γίνεται τό βάπτισμα ἀτελές, ἡ εὐθύνη δι'αὐτό δέν βαρύνει μόνον τόν ἱερέα, πολύ περισσότερον τοῦ ἱερέως ἡ ἁμαρτία βαρύνει τούς γονεῖς τοῦ παιδίου, οἱ ὁποῖοι διαμαρτύρονται, καί γίνονται αἴτιοι τοῦ ἀτελοῦς μυστηρίου. Παρά ταῦτα ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιτρέπει τόν ἀναβαπτισμόν, ἐπειδή ὁ βαπτιζόμενος τυπικῶς ἀποθνήσκει καί συνθάπτεται τῷ Χριστῷ ἐν τῷ ὕδατι τοῦ βαπτίσματος καί μάρτυς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγων (Βλ. Ἱερ. Πηδάλιον): «ἤ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν, εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον» (Ρωμ. ΣΤ, 3 4). Διά τοῦτο καί τό Ἱ. Πηδάλιον γράφει: «ὅτι ἀνασταυρώνουσιν μέ τόν ἀναβαπτισμόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί τόν σταυρόν αὐτοῦ καί τόν θάνατον δευτερώνουσιν, ὅπερ ἐστιν ἀσεβέστατον» (ὑποσ. ΜΖ ἀποστ. κανών σελίς 57).
Εἰς τό Ἱερόν Πηδάλιον ἀναφέρονται ἀκόμη καί περιπτώσεις ἀκραῖαι εἰς τάς ὁποίας ἐνῶ τό βάπτισμα ἔγινε εἰς σκαφίδια καί λεκάνας (βλέπε εἰς τήν ὑποσημείωσιν τοῦ Ν Ἀποστολικοῦ κανόνος Ἱ. Πηδ. σελίς 65), παρά ταῦτα δέν ἀναφέρει ὅτι εἰς αὐτάς τάς περιπτώσεις ἐπαναλαμβάνεται, ἀλλά ἁπλῶς γίνονται συστάσεις εἰς τούς ἱερεῖς, διότι μεγάλως ἁμαρτάνουν: «Οὕτω λοιπόν πρέπει καί ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι νά προσέχωμεν καλῶς εἰς τό ἰδικόν μας (βάπτισμα) νά μή γίνεται μέσα εἰς λεκάνας καί σκαφίδια, μέσα εἰς τά ὁποῖα μόλις ὀλίγον τι μέρος τῶν ποδῶν τῶν βαπτιζομένων παιδίων βουτᾶται... ὅθεν ἄν ἐλέγχωμεν τούς Λατίνους, πῶς ἠθέτησαν τό ἀποστολικόν βάπτισμα, πρέπει ἐκ τοῦ ἐναντίου ἡμεῖς νά ἔχωμεν τό ἰδικόν μας ἀκίνδυνον καί ἀνεπίληπτον. Καί περί τούτου, καθώς καί διά τά ἄλλα πάντα ἡ φροντίς καί τό χρέος ἐπίκειται εἰς τούς ποιμένας τῶν ψυχῶν». Συνεπῶς καί ἐάν ἀκόμη δέν ἔγιναν αἱ τρεῖς καταδύσεις πλήρως δηλαδή, νά βυθισθῆ ὁλόκληρο τό σῶμα διά μιᾶς βουτιᾶς μέσα εἰς τό νερό, ἀλλά μόνον τό μισό σῶμα τοῦ παιδίου καί τό ὑπόλοιπον τό ἔλουσε ὁ ἱερέας μέ τό χέρι του καί εἰς αὐτήν ἀκόμη τήν περίπτωσιν τό Ἱ. Πηδάλιον δέν ἀναφέρει ὅτι πρέπει νά ἐπαναλαμβάνεται. Κατά συνέπειαν προκύπτει ὅτι ἐξασφαλίζεται μᾶλλον καί δι' αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ συμβολισμός τῆς ταφῆς τοῦ σώματος, καθώς καί ἕνα νεκρό σῶμα δέν σκεπάζεται μέ τό χῶμα διά μιᾶς, ἀλλά σιγά σιγά. Τό ράντισμα τῶν Λατίνων* εἶναι μολυσμός καί ἀσέβεια καί ὄχι βάπτισμα, ἐνῶ τῶν ὀρθοδόξων ἀκόμη καί εἰς αὐτά τά ἀκραία περιστατικά, ὅπως ὅταν γίνεται «εἰς λεκάνας καί σκαφίδια» (ὑποσ. Ν Ἀποστ. κανόνος), ἐπειδή ὑπάρχει ὁλική κάλυψις τοῦ σώματος ἔστω καί τμηματικῶς διά τῆς χειρός τοῦ ἱερέως, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δέν τό ἐπαναλαμβάνει, διότι ὁ ἀναβαπτισμός ἀπαγορεύεται ἐπί ποινῇ καθαιρέσεως, καθώς ἐπίσης ἡ αὐτή ποινή ἐπιβάλλεται, ὅταν δέν ἀπορρίπτεται τό ἀσεβές τῶν Λατίνων ράντισμα: «Ἐπίσκοπος, ἤ Πρεσβύτερος τόν κατά ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα, ἐάν ἄνωθεν βαπτίσῃ, ἤ τόν μεμολυσμένον παρά τῶν ἀσεβῶν ἐάν μή βαπτίση, καθαιρείσθω» (ΜΖ Ἀποστολικός). Μέ δεδομένα τά ἀνωτέρω, ὅταν κατά καιρούς ἡ Ἐκκλησία ἐδέχθη χάριν οἰκονομίας τό βάπτισμα ὡρισμένων αἱρετικῶν, ὅπως π.χ. τῶν Ἀρειανῶν καί τῶν Μακεδονιανῶν διά μυρώματος, ἐδέχθη ἐπίσης καί τά ἀκραία περιστατικά των, καθώς δέν ὑπῆρξε ἐκ μέρους τῶν ἁγίων οὐδεμία ἀναφορά, ἐάν δηλαδή εἶχον τάς τρεῖς καταδύσεις πλήρεις, ἤτοι ἡ κάθε μία βουτιά, πλήρης, καί τοῦτο διά νά ἀποφύγη τήν ἀσέβειαν τοῦ ἀναβαπτισμοῦ. «Ἀνασταυρώνουσιν μέ τόν ἀναβαπτισμόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί τόν σταυρόν αὐτοῦ καί τόν θάνατον δευτερώνουσιν, ὅπερ ἐστι ἀσεβέστατον». (βλ. ὑποσ. ΜΖ Ἀποστολικοῦ κανόνος), «ἤ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστόν Ἰησοῦν, εἰς τόν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον» (Ρωμ. ΣΤ, 3 4). Ἀκραία περιστατικά πάντα ὑπῆρχον καί θά ὑπάρχουν.
Συνεπῶς ὅπως τότε, ἔτσι καί σήμερον εἰς παρομοίαν θέσιν εὑρίσκονται οἱ νεοημερολογῖται, δηλαδή καί αἱρετικοί εἶναι καί περιστατικά παρόμοια ἔχει τό βάπτισμά των. Τοιουτοτρόπως ὅπως τότε, διά τούς ἁγίους Πατέρας ἐξησφαλίζετο ὁ τύπος τοῦ ὀρθοδόξου βαπτίσματος καί εἰς αὐτά ἀκόμη τά ἀκραία περιστατικά, ἔτσι καί σήμερον πρέπει νά γίνεται εἰς τά τῶν νεοημερολογιτῶν παρόμοια περιστατικά. Ἄλλως «ἀνασταυρώνουσιν μέ τόν ἀναβαπτισμόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί τόν σταυρόν αὐτοῦ καί τόν θάνατον δευτερώνουσιν, ὅπερ ἐστι ἀσεβέστατον» καί ὑπόκεινται, ἐφ ὅσον συνεχίζουν, εἰς τό ἐπιτίμιον τοῦ ΜΖ Ἀποστολικοῦ κανόνος. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἀνεβάπτιζον τά ἀκραία περιστατικά τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν, ἐπειδή οὗτοι εἶχον τό ἀδιάπτωτον τῆς ἱερωσύνης. Ἐνῶ οἱ Οὐνῖται Παπικοί π.χ. τῆς Ἑλλάδος ἀκόμη καί νά βαπτίζουν κατά τόν ὀρθόδοξον τύπον, ἤτοι μέ τρεῖς πλήρεις ὁλικάς καλύψεις, κατά τήν ὀρθόδοξον θεολογίαν, τό βάπτισμά των στερεῖται καί αὐτοῦ τοῦ τύπου, ἐπειδή διέφθειρον τόν τύπον τῆς ὀρθοδόξου χειροτονίας των καί διεκόπη ἡ ἀποστολική διαδοχή τῆς ἱερωσύνης των. Διατί ἆρά γε γράφονται ὅλα αὐτά; Διότι, καθώς πληροφορούμεθα μερικοί ἐκ τῶν ζηλωτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, παρέσυραν καί μερικούς ἐπισκόπους ἐκ τῶν Γ.Ο.Χ. καί ἀναβαπτίζουν τούς νεοημερολογίτας, ἐκείνους μόνον τῶν ὁποίων αἱ τρεῖς καταδύσεις τοῦ βαπτίσματός των δέν ἔγιναν πλήρεις, ἤτοι διά μιᾶς βουτιᾶς καί ἔξω. Στηριζόμενοι δέ εἰς τάς ἐλλιπεῖς καταδύσεις, συνάμα καί εἰς τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, συμπεραίνουν ὅτι αὐτά τά δύο κακά προστιθέμενα, δημιουργοῦν ἕνα μεγάλο κακό, ἤτοι τήν ἀναγκαιότητα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀπόρροιάν των αὐτήν ἐκ τῶν μαθηματικῶν, τήν ἀπορρίπτει παντελῶς. Ἤ χρησιμοποιεῖ κανείς τήν ἀκρίβειαν τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τόν α κανόνα τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καί ἀναβαπτίζει ἅπαντας, ἀσχέτως δηλαδή, ἐάν αἱ τρεῖς καταδύσεις ἔγιναν πλήρεις ἤ ὄχι. Ἤ ἀποδέχεται κανείς τό βάπτισμά των χάριν οἰκονομίας καί τότε δέχεται καί τά ἀκραία περιστατικά των διά μυρώματος, ἐπειδή πιστεύει ὅτι ὑπάρχει ὁ τύπος τοῦ ὀρθοδόξου βαπτίσματος εἰς αὐτούς. Ὅλα τά ἄλλα ἀποτελοῦν νέαν καινοτομίαν μή προβλεπομένην ἐκ τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκ. Συνόδων, καί κατά συνέπειαν ἐνεργοῦν παρά τά διατεταγμένα καί παραδοθέντα ἐκ τῶν ἁγίων καί ὡς ἐκ τούτου εὑρίσκονται ἐν παραβάσει κατά τόν ἀνωτέρω μζ Ἀποστολικόν κανόνα. Ἀκόμη οἱ κληρικοί αὐτοί, ἐκτός τῶν ἄλλων, προβάλλουν τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀπαλλαγῆς ἐκ τῶν κωλυμάτων τῆς ἱερωσύνης, καί καθώς πληροφορούμεθα ἔχουν ἤδη χειροτονηθῆ μερικοί ἀναβαπτισμένοι. Δυστυχῶς μιμοῦνται τούς Παπικούς, ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα, συνεπῶς καί ἐδῶ καινοτομοῦν. Ἐνῶ ἡ ὀρθοδοξία ποτέ δέν ἔθεσε τοιαῦτα κριτήρια. Πρέπει ὅμως νά εἴπωμεν ὅτι, ναί μέν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ χρησιμοποιεῖ τήν οἰκονομίαν εἰς τούς νεοημερολογίτας, αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι θά πρέπει νά
συνεχίζεται εἰς τό διηνεκές. Καί τοῦτο ἐπειδή κατά τούς ἁγίους κάθε σχίσμα παρατεινόμενον ὁδηγεῖ εἰς αἵρεσιν, ἡ δέ αἵρεσις παρατεινομένη ἀπομακρύνει ἔτι περισσότερον ἐκ τῆς Ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, μέ συνέπειαν νά δημιουργήση τάς προϋποθέσεις τοῦ ἀναβαπτισμοῦ. Αὐτάς λοιπόν τάς προϋποθέσεις ἐξετάζουν ἱεροκανονικῶς σήμερον πολλοί ἐκ τῶν Γ.Ο.Χ. προκειμένου νά σταματήση ἡ Ἐκκλησία τήν οἰκονομίαν καί νά ἐφαρμόση τήν ἀκρίβειαν. Ὅμως ὅταν θά τό ἐπιχειρήση, θά ἀναβαπτίζη ἅπαντας, ἀνεξαρτήτως τῶν καταδύσεων, ἄν ἔγιναν πλήρεις ἤ ὄχι. Ἄρα, ἤ ἀναβαπτίζει κανείς ἅπαντας τούς νεοημερολογίτας, οὐχί ἐπιλεκτικῶς διότι δέν προβλέπεται ἐκ τῶν Ἱ. Κανόνων, ὅταν δέν ὑπάρχη εἰς τό βάπτισμά των ὁ ὀρθόδοξος τύπος, ἤ δέν ἀναβαπτίζει κανένα, μόνον διά μυρώματος. Εἰς τό ἑπόμενον τεῦχος μας, θά ἀναφερθῶμεν πότε κατά τούς ἱερούς κανόνας θά πρέπει νά σταματήση ἡ Ἐκκλησία τήν οἰκονομίαν διά τούς νεοημερολογίτας καί νά ἐφαρμόση τήν ἀκρίβειαν. *Βλ. ὑποσ. ΜΖ Ἀποστολικοῦ σελίς 56 ἱεροῦ Πηδαλίου. Εἴδομεν εἰς τό προηγούμενον τεῦχος μας ὅτι, ὅταν μία Ἐκκλησία χρησιμοποιῆ τήν οἰκονομίαν, ἀπαγορεύεται νά ἀναβαπτίζη ἀκόμη καί τά προαναφερθέντα ἀκραία περιστατικά, ἐπί ποινῇ καθαιρέσεως. Τώρα θά ἀναφερθῶμεν πότε, ἡ μέχρι σήμερον ἐφαρμοζομένη οἰκονομία εἰς τούς νεοημερoλογίτας, θά πρέπει νά σταματήση, καί νά ἐφαρμοσθῆ ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Πρωτίστως θεωροῦμεν ἀναγκαῖον νά καταγράψωμεν κατωτέρω τήν ἐν τῷ Ἱ. Πηδαλίῳ ἱστορικήν ἀναφοράν, ἐκ τῆς ὁποίας εὐκόλως ἐξάγεται καί τό ἀνάλογον συμπέρασμα, δι' ὅσους ζηλωτάς προβληματίζονται περί τοῦ ζητήματος τούτου. Λέγομεν λοιπόν ὅτι, βασική αἰτία διά τήν ἑκάστοτε οἰκονομίαν τῆς 'Εκκλησίας, ὑπῆρξε πάντοτε ὁ φόβος τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ἤ ἡ σκοπιμότης καί τό καλῶς νοούμενον συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, ἤ καί τά δύο ὁμοῦ. Ὅμως εἰς κάθε περίπτωσιν, ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται τό βάπτισμα ὅλων, ἀλλά μόνον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐφύλαττον ἀπαράλλακτον καί τό εἶδος καί τήν ὕλην τοῦ βαπτίσματος τῶν ὀρθοδόξων. «Λοιπόν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἰς τούς προῤῥηθέντας Κανόνας των, καί οἱ μνημονευθέντες ἅπαντες ἅγιοι, ἐμεταχειρίσθησαν τήν Ἀκρίβειαν, καί διά τοῦτο ἀποβάλλουσι μέ τελειότητα τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, αἱ δέ δύο Οἰκουμενικαί σύνοδοι ἐμεταχειρίσθησαν τήν οἰκονομίαν, καί τῶν μέν Ἀρειανῶν καί Μακεδονιανῶν τό βάπτισμα ἐδέχθησαν, καί ἄλλων τῶν δέ Εὐνομιανῶν καί ἄλλων
ἀκόμη, δέν ἐδέχθησαν. Διότι, εἰς τούς καιρούς μάλιστα τῆς β. συνόδου, ἤκμαζαν οἱ Ἀρειανοί, καί Μακεδονιανοί, καί ὄχι μόνον ἦσαν εἰς τό πλῆθος πολλοί, ἀλλά καί μεγάλας εἶχον δυνάμεις καί κοντά εἰς τούς βασιλεῖς, καί κοντά εἰς τούς ἄρχοντας, καί τήν σύγκλητον. Ὅθεν, ἕνα μέν διά νά τούς ἑλκύσουν εἰς τήν ὀρθοδοξίαν, καί νά τούς διορθώσωσιν εὐκολώτερα, ἄλλο δέ διά νά μή τύχῃ καί τούς ἐξαγριώσουν περισσότερον κατά τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Χριστιανῶν, καί γένει χειρότερον τό κακόν, οἰκονόμησαν οὕτω τό πρᾶγμα, οἱ οἰκονομοῦντες τούς λόγους αὐτῶν ἐν κρίσει, οἱ Θεῖοι ἐκεῖνοι Πατέρες, καί ἐσυγκατέβηκαν νά δεχθοῦν τό βάπτισμα αὐτῶν» (Βλ. Ἱ. Πηδάλιον, κανών ΜΣΤ Ἀποστολικός, ὑποσ. σελ. 53). Καί τοῦ σκοποῦ τούτου, καί τῆς ἐλπίδος ἐπέτυχον. «Διότι μέ τήν οἰκονομίαν ταύτην καί ἡμερώτεροι ἐκεῖνοι πρός τούς ὀρθοδόξους ἐγένοντο, καί τόσον πρός τήν εὐσέβειαν ἐπεστράφησαν, ὥστε ὁποῦ εἰς ὀλίγους χρόνους, ἤ τελείως ἐξέλιπον, ἤ πολλά ὀλίγοι ἔμειναν» (αὐτόθι σελ. 56). Ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος «προθέμενος γάρ εἰς τόν α. αὐτοῦ κανόνα νά εἰπῇ ποῖα βαπτίσματα εἶναι δεκτά, καί ποῖα ἄδεκτα, εἰς δύο ταῦτα μοιράζει, λέγοντας «Ὅτι, τό μέν βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ἤτοι τῶν παντελῶς χωρισμένων ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, καί κατ' αὐτήν τήν πίστιν διαφερόντων ἀπό τούς ὀρθοδόξους, καί ὧν ἡ διαφορά ἀποβλέπει παρευθύς εἰς τήν εἰς Θεόν πίστιν, ἐφάνη εὔλογον εἰς τούς ἀρχαίους παντελῶς νά ἀθετηθῆ. Τό δέ βάπτισμα τῶν σχισματικῶν, ἐφάνη μέν εὔλογον εἰς τήν περί τόν Κυπριανόν καί Φιρμιλιανόν τόν ἰδικόν μας σύνοδον, νά ἀθετηθῆ καί αὐτό, ὡσάν ὁποῦ οἱ σχισματικοί, οἱ καθαροί λέγω ὀνομαζόμενοι, καί ἐγκρατῖται, καί σακκοφόροι καί ὑδροπαραστάται καί ἄλλοι, ἐχώρισαν κατά τήν ἀρχήν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, καί χωρισθέντες δέν εἶχον τήν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς τοῦ λόγου τους πλέον, ὡσάν ὁποῦ ἡ μετάδοσις αὐτῆς διεκόπη. ὅθεν ὡς λαϊκοί γενόμενοι, οὔτε χάρισμα εἶχον πνευματικόν, οὔτε εἶχον ἐξουσίαν νά βαπτίζουν, ἤ νά χειροτονοῦν, καί ἀκολούθως οἱ παρ' αὐτῶν βαπτιζόμενοι, ὡς παρά λαϊκῶν βαπτιζόμενοι, ἐπρόσταξαν νά βαπτίζωνται μέ τό ἀληθινόν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας Βάπτισμα» ἀλλ' ὅμως ἐπειδή καί ἐφάνη εὔλογον εἰς μερικούς Πατέρας τῆς Ἀσίας νά ᾖναι δεκτόν τό Βάπτισμα τῶν σχισματικῶν διά κᾄποιαν οἰκονομίαν τῶν πολλῶν, ἄς εἶναι δεκτόν» (αὐτόθι σελ. 52). Ὅμως ὁ μέγας Βασίλειος διαφωνεῖ σχετικῶς μέ τήν οἰκονομίαν αὐτήν καί γράφει: «Εἰ δέ καί εἶναι ἀπηγορευμένον κοντά εἰς ἐσᾶς ὁ ἀναβαπτισμός, διά κᾄποιαν οἰκονομίαν, καθώς εἶναι κοντά εἰς τούς Ρωμαίους, ὅμως ὁ ἰδικός μας λόγος ἄς ἔχῃ δύναμιν νά ἀθετήσῃ δηλ. τό βάπτισμα τῶν τοιούτων». Καί σχολιάζει ὁ ἅγιος Νικόδημος τά λόγια αὐτά τοῦ Μ. Βασιλείου: «Ὅθεν ἄν τό βάπτισμα τῶν σχισματικῶν ἀθετῆ ὁ μέγας Βασίλειος, μέ τό νά τούς ἔλειψεν ἡ τελειωτική χάρις, περιττόν εἶναι λοιπόν καί τό νά ζητῇ τινάς ἄν πρέπῃ νά βαπτίζωμεν τούς αἱρετικούς. Ἐν δέ τῷ κ. Κανόνι αὐτοῦ ἀποφασιστικά λέγει, ὅτι τούς αἱρετικούς οὐ δέχεται ἡ Ἐκκλησία, χωρίς νά βαπτίσῃ αὐτούς. Τήν αὐτήν
γνώμην ἔχει καί ὁ μέγας Ἀθανάσιος, οὗ καί αὐτοῦ τούς λόγους ἡ ἕκτη ἐπεσφράγισε σύνοδος» (αὐτόθι 52). Συνεπῶς ἐκ τῶν ἀνωτέρω, ἐξάγονται τά ἑξῆς χρήσιμα διά τό θέμα μας συμπεράσματα: α) Λέγει ὁ Μ. Βασίλειος: «Εἰ δέ καί εἶναι ἀπηγορευμένον κοντά εἰς ἐσᾶς ὁ ἀναβαπτισμός, διά κᾄποιαν οἰκονομίαν» δηλαδή εἰς τάς Ἐκκλησίας τῆς Ἀσίας καί τῆς Ρώμης. Ἄρα, κοντά καί εἰς ἡμᾶς τούς Γ.Ο.Χ. ἐπειδή χρησιμοποιοῦμεν κἄποιαν οἰκονομίαν εἰς τούς νεοημερολογίτας, ἀπαγορεύεται ὁ ἀναβαπτισμός. Ἐξαιροῦνται μόνον αἱ περιπτώσεις ἐκεῖναι κατά τάς ὁποίας δέν ἔγιναν αἱ τρεῖς καταδύσεις καί ἀναδύσεις, ἀλλά μόνον ἡ μία ἤ αἱ δύο, ἀσχέτως ἐάν ἐπεκαλέσθη ὁ ἱερεύς καί τά τρία πρόσωπα. Ἤ ὅταν δέν ἀναφέρη καί τά τρία πρόσωπα, ἀλλά μόνον τό ἕνα ἤ τά δύο. Ἀκόμη καί ὅταν πρό τοῦ μυστηρίου τῆς βαπτίσεως, χρισθῆ τό σῶμα τοῦ παιδίου ὅλο μέ ἔλαιον, τοῦτο ἐμποδίζει τό νερό νά ἔλθη εἰς ἐπαφήν μέ τήν σάρκα καί ἀπαγορεύεται, καθώς ὁ Χριστός ἀπέστειλε τούς μαθητάς Του βαπτίζειν ἐν τῷ ὕδατι καί οὐχί ἐν ἐλαίῳ. β) Μία τοπική Ἐκκλησία, ἔχει τό δικαίωμα νά μήν δεχθῆ τήν οἰκονομίαν μίας ἄλλης ἀδελφῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἔπραξε καί ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἠθέτησε καί δέν ἐδέχθη τήν οἰκονομίαν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀσίας καί τῆς Ρώμης. Μεταφερόμενα αὐτά εἰς ἡμᾶς, δύνανται νά ἑρμηνευθοῦν ὡς ἑξῆς: Ἕνας ἐπίσκοπος τῶν Γ.Ο.Χ., ὡς τοπική Ἐκκλησία, καί ὄχι ὁ ἱερεύς, ἔχει τό δικαίωμα κατά τόν Μ. Βασίλειον νά ἀπορρίψη τήν οἰκονομίαν μίας ἄλλης ἀδελφῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἑνός ἄλλου συνεπισκόπου του καί νά ἐφαρμόση εἰς τήν ἐπαρχίαν του τήν ἀκρίβειαν, ἤτοι τούς προσερχομένους ἐκ τοῦ σχίσματος νεοημερολογίτας εἰς τήν Ἐκκλησίαν νά ξαναβαπτίζη, ὄχι ὅμως καί τούς ἤδη διά μυρώματος οἰκονομηθέντας. Κατά συνέπειαν ἀπορρίπτοντας τήν μέχρι τοῦδε οἰκονομίαν, βαπτίζει πλέον ἅπαντας ὅπως προείπωμεν, καί οὐχί κατ' ἐπιλογήν. Καί τοῦτο διότι «Μοναχή ἡ ἐπίκλησις τῆς Ἁγίας Τριάδος (ἀπό τούς νεοημερολογίτας) δέν εἶναι ἀρκετή πρός ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἄν δέν εἶναι δηλαδή ὀρθόδοξος καί ἐκεῖνος ὁποῦ βαπτίζει (Ἱ. Πηδάλιον σελ.52, ὑπόσ. ΜΣΤ Ἀποστ. κανόνος). «Εἰ δέ ἀληθές εἶναι τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ἀληθές δέ εἶναι καί τό τῆς ὀρθοδόξου καί Καθολικῆς Ἐκκλησίας, λοιπόν δέν εἶναι ἕν βάπτισμα, καθώς ὁ Παῦλος βοᾶ, ἀλλά δύο, ὅπέρ ἐστιν ἀτοπώτατον» (ὑποσ. ΜΣΤ Ἀποστ. κανόνος σελ. 51). Ὁ ἅγιος Φιρμιλιανός ἐπισκ. Καισαρείας γράφων πρός τόν ἅγιον Κυπριανόν, ταῦτα λέγει, «ἀλλά ποῖος ἄν καί νά ἔφθασεν εἰς τό ἄκρον τῆς τελειότητος καί σοφίας, ἐμπορεῖ νά διϊσχυρισθῇ, ἤ νά πιστεύσῃ ὅτι μοναχή ἡ τῶν τριῶν ὀνομάτων τῆς ἁγίας Τριάδος ἐπίκλησις εἶναι ἀρκετή πρός ἄφεσιν τῶν
πλημμελημάτων, καί πρός τόν ἁγιασμόν τοῦ βαπτίσματος, ἄν δέν εἶναι δηλαδή ὀρθόδοξος καί ἐκεῖνος ὁποῦ βαπτίζει;» (αὐτόθι σελ. 52). «Οὐ γάρ ὁ λέγων ἁπλῶς Κύριε, ἐκεῖνος δίδει καί τό ὀρθόν βάπτισμα, ἀλλ' ἐκεῖνος ὁποῦ καί τήν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος λέγει, καί τήν πίστιν ἔχει ὀρθήν. Διά τοῦτο λοιπόν καί ὁ Σωτήρ δέν ἐπαρήγγειλεν εἰς τούς Ἀποστόλους νά βαπτίζωσι μόνον ἁπλῶς, ἀλλά πρῶτον τούς εἶπε νά μαθητεύσουν τούς μέλλοντας βαπτισθῆναι, καί ἔτσι νά βαπτίζουν εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά νά γένῃ ὀρθή ἡ πίστις ἀπό τήν μάθησιν, καί μέ τήν ὀρθήν πίστιν νά προστεθῇ ἡ τελείωσις τοῦ βαπτίσματος.» (αὐτόθι σελ. 52). Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Νικόδημος νά ἀπαντᾶ διαχρονικῶς: «Εἰ δέ καί τις ἐξ αὐτῶν τῶν Λατίνων, ἤ καί τῶν Λατινοφρόνων, (σ.σ. νεοημερολογιτῶν οἰκουμενιστῶν) ἤθελε προβάλῃ τάς τρεῖς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν πρέπει νά καμόνηται πῶς ἀλησμόνησεν ἐκεῖνα ὁποῦ ἤκουσεν ἀνωτέρω ἀπό τόν ἱερόν Φιρμιλιανόν, καί ἀπό τόν μέγαν Ἀθανάσιον ἤγουν πῶς εἶναι ἀργά δηλαδή καί ἀνενέργητα τά ὑπέρθεα ἐκεῖνα ὀνόματα, προφερόμενα ἀπό τῶν αἱρετικῶν τά στόματα. Διατί ἄν οὕτω δέν εἶναι, βεβαιότατα πρέπει νά πιστεύσωμεν, ὅτι καί τά κακογραΐδια κάμνουσι θαύματα, μέ τό νά ἐπάδουσι τά θεῖα ὀνόματα» (αὐτόθι σελ. 56). Συμπεραίνεται λοιπόν ὅτι, ὁ τύπος τοῦ ὀρθοδόξου βαπτίσματος, κατά τόν μέγαν Βασίλειον, δέν λαμβάνεται ὑπ' ὄψιν, ὅταν ὁ κληρικός δέν φρονῆ ὀρθοδόξως. Συνεπῶς οἱ νεοημερολογῖται οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται τόν οἰκουμενισμόν καί τήν ἕνωσιν μέ ὅλους τούς αἱρετικούς, ὁμοίως καί ὅσοι διαφωνοῦν μέν, ἀλλά παραμένουν εἰς τήν αἵρεσιν, οὗτοι στεροῦνται καί τόν τύπον τοῦ ὀρθοδόξου βαπτίσματος κατά τόν ἅγιον, ὁπότε πλέον γίνεται ὁ ἀναβαπτισμός. Ὅσοι ὅμως οἰκονομοῦν ἀκόμη διά μυρώματος, δέν πρέπει νά κατηγοροῦνται, διότι καί αὐτοί ἐνεργοῦν συμφώνως μέ τήν οἰκονομίαν, ἤτοι κατά τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἀντιδροῦν ὁρισμένοι νεοημερολογῖται ἀκούγοντας ἀναβαπτισμόν καί ἀπομακρύνονται, ἐνῶ τό μύρωμα τό ἀποδέχονται εὐκολώτερα. Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα, νομίζομεν ὅτι ἐδώσαμεν τήν κατά δύναμιν ὀρθήν ἑρμηνείαν εἰς τό ἀναφυέν ζήτημα ἐκ τῶν ὅσων ἔχουν καταγραφῆ εἰς τό Ἱερόν Πηδάλιον.