ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΣΤΟΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ Εποπτεύοντες καθηγητές: κ. Κωνσταντίνος Παμπούκης, ομότιμος καθηγητής. κ. Νικόλαος Τέλλης, αναπληρωτής καθηγητής. κ. Αρχανιωτάκη - Παπαδρόσου, λέκτορας. Θέμα: Η υπέρβαση των ορίων της διαχειριστικής εξουσίας των οργάνων εκπροσώπησης της εταιρίας. Ευαγγελία Τ. Αποστόλου, Υπότροφος Ι.Κ.Υ.
2 Περίληψη Η διαχείριση μίας εταιρίας τόσο με τη στενή έννοια 1, όσο και με την ευρεία έννοια (ή άλλως εκπροσώπηση μίας εταιρίας ) 2, οριοθετείται από εταιρικό σκοπό, από το αντικείμενο δηλ. της εταιρικής δραστηριότητας και την έκτασή της, από τις διατάξεις του καταστατικού και από τις αποφάσεις των εταίρων, ως ανώτατου οργάνου της εταιρίας. Η υπέρβαση των ορίων της διαχείρισης με την στενή του όρου έννοια δεν επισύρει νομικά ζητήματα, καθώς έχει ως αποτέλεσμα την υποχρέωση αποζημίωσης της εταιρίας από το διαχειριστικό της όργανο. Αντίθετα, η υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκπροσώπησης των διαχειριστικών οργάνων της εταιρίας γεννά αμφισβητήσεις ως προς τη δέσμευση ή μη της εταιρίας απέναντι στους συναλλασσόμενους με αυτή τρίτους. Ειδικότερα, πριν την παρέμβαση του κοινοτικού νομοθέτη, προσπάθησαν να δώσουν λύση στο προαναφερόμενο ζήτημα δύο θεωρίες, η θεωρία της Prokura και η ultra vires θεωρία ή άλλως η principe de la specialite de la personne morale. Η πρώτη θεωρία, γερμανικής προέλευσης, υποστήριζε ότι η εταιρία δεσμεύεται ακόμη και από πράξεις που υπερβαίνουν τα όρια της διαχείρισής της, ενώ μία επιεικέστερη εκδοχή της, δεχόταν ότι η εταιρία δε δεσμεύεται από τις προαναφερόμενες πράξεις, αν αποδείξει ότι ο συναλλασσόμενος με αυτήν τρίτος ήταν κακόπιστος. Η δεύτερη θεωρία, αγγλοσαξονικής και γαλλικής προέλευσης, υποστήριζε ότι η εταιρία δεν δεσμεύεται απέναντι στους τρίτους για πράξεις που υπερβαίνουν τα προαναφερόμενα όρια, εκτός αν τρίτος αποδείξει ότι ήταν καλόπιστος Κατά το προϊσχύον δίκαιο, η επιστήμη και η νομολογία ακολουθούσε για είδους εταιρία πλην της αφανούς τη δεύτερη 1 η οποία αφορά τις εσωτερικές σχέσεις της εταιρίας και των εταίρων 2 η οποία αφορά την εκπροσώπηση μίας εταιρίας, δικαστικώς και εξωδίκως, προς τους τρίτους,
3 θεωρία, στηρίζοντας την άποψη της στις διατάξεις των άρθρων 70 παρ. 1 και 68 παρ. 1 Α.Κ, υπό τη προϋπόθεση βέβαια μη ευδοκίμησης του άρθρου 281 Α.Κ. Ο κοινοτικός νομοθέτης, με το άρθρο 9 παρ. 1 της πρώτης κοινοτικής οδηγίας της 9 ης Μαρτίου 1968 (1968/151/ΕΟΚ ) όρισε ότι οι πράξεις που υπερβαίνουν τον εμπορικό σκοπό δεσμεύουν την εταιρία, ενώ παρείχε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον παραπάνω αυστηρό κανόνα και να υιοθετήσουν πλην της ως άνω κοινοτικής ρυθμίσεως - την επιεική παραλλαγή της πρώτης θεωρίας. Αντίθετα, με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 της προαναφερόμενης Οδηγίας καθιερώθηκε η αρχή του μη ανατάξιμου προς τους τρίτους των περιορισμών της εξουσίας των διαχειριστικών οργάνων της εταιρίας από το καταστατικό ή από αποφάσεις των εταίρων, ακόμη και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας. Ο εθνικός νομοθέτης εναρμονίστηκε με τις παραπάνω κοινοτικές διατάξεις με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 π.δ. 409/1986 για την ανώνυμη εταιρία και με τη διάταξη του άρθρου 8 του π.δ. 419/1986 για την Ε.Π.Ε και την ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία. Σύμφωνα, λοιπόν, τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1β του Ν. 2190/1920 και 18 παρ. 1 του Ν. 3190/1955 ο έλληνα νομοθέτης σχετικά με τις πράξεις των διαχειριστικών οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών που υπερβαίνουν τον εταιρικό σκοπό εφάρμοσε τη θεωρία της Prokura στην επιεική της μορφή. Να σημειωθεί εδώ ότι δημιουργείται ζήτημα ως προς το είδος της κακής πίστης του τρίτου, την τύχη των πράξεων του διαχειριστικού οργάνου που γίνονται καθ υπέρβαση του εταιρικού σκοπού, αν αποδεικνύεται η κακή πίστη των τρίτων καθώς και με τον αν χωρεί μετέπειτα έγκριση των πράξεων αυτών και υπό ποιες προϋποθέσεις.
4 Όμως, εξαιτίας της διαφορετικής διατύπωσης των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 2 του Ν 2190/1920 και του άρθρου 18 παρ. 1 εδ. γ του Ν. 3190/1955 η αρχή του μη ανατάξιμου προς τους τρίτους των περιορισμών της εξουσίας των εταιρικών διοικητών, που προκύπτουν από το καταστατικό ή από απόφαση των εταίρων, την οποία καθιέρωσε η ως άνω Οδηγία, εφαρμόστηκε μόνο στην Ε.Π.Ε και στην κατά μετοχές ετερόρρυθμη εταιρία. Αντίθετα, στην Α.Ε η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Ν. 2190/1920 επέτρεπε την επίκληση των περιορισμών της εξουσίας εκπροσώπησης των οργάνων της εταιρίας, που απορρέουν από το καταστατικό της ή από αποφάσεις των εταίρων έναντι των καλόπιστων τρίτων. Έτσι, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανωτέρω ανομοιομορφία, που δημιουργήθηκε στο ελληνικό δίκαιο και να επιτευχθεί πιστή εναρμόνιση με τις προαναφερόμενες κοινοτικές διατάξεις, ακολούθησε δεύτερη τροποποίηση του άρθρου 22 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, η οποία έγινε με το άρθρο 29 του Ν. 3604/2007. Φυσικά, τα ανωτέρω χρήζουν κριτικής, για την οποία γίνεται λόγος στην παρούσα. Οι τροποποιημένες πλέον διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 β και παρ. 2 του Ν. 2190/1920 και 18 παρ. 1 Ν. 3190/1955 εφαρμόζονται όχι μόνο επί των κανονικών κεφαλαιουχικών εταιριών, αλλά και επί των ελαττωματικών ή ανώμαλων εταιριών. Επίσης, ισχύουν και για τις πράξεις που επιχειρούν τα υποκατάστατα όργανα των ως άνω εταιριών. Επιπλέον, για την ενότητα της νομικής επιστήμης και της νομολογίας χρειάζεται να ερμηνευτούν προς την ίδια κατεύθυνση τα άρθρα 68 και 70 Α.Κ, ώστε να προαναφερόμενα να ισχύσουν και στις προσωπικές εταιρίες. Τέλος, προτείνεται αναλογική εφαρμογή των ανωτέρω εθνικών διατάξεων και για την περίπτωση που η υπέρβαση των ορίων εκπροσωπευτικής εξουσίας γίνεται κατά το στάδιο που η εταιρία τελεί υπό εκκαθάριση.
5 ΕΙΣΑΓΩΓΗ..σελ. 7 1. Η έννοια της «διαχείρισης» μίας εταιρίας και η οριοθέτησή της με βάση την έννοια και η λειτουργία του εταιρικού σκοπού αυτής σελ. 7 2. Οριοθέτηση της έννοιας της διαχείρισης μίας εταιρίας από το καταστατικό ή με απόφαση του ανώτατου οργάνου της σελ. 11 3. Συνέπειες από την υπέρβαση των ορίων της διαχείρισης με την στενή του όρου έννοια σελ. 12 4. Συνέπειες από την υπέρβαση της εκπροσωπευτικής εξουσίας του διαχειριστικού οργάνου της εταιρίας σελ. 14 Προϊσχύον δίκαιο σε κοινοτικό επίπεδο οι δύο θεωρίες. Η θεωρία της Prokura..σελ. 14 Η ultra vires θεωρία ή θεωρία της specialite de la personne morale σελ.14 Προϊσχύον ελληνικό δίκαιο. σελ. 16 5. Αντιμετώπιση του ζητήματος από το κοινοτικό δίκαιο σελ. 17 6. Κριτική της κοινοτικής οδηγίας σελ. 19 7. Η εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με τις προαναφερόμενες κοινοτικές διατάξεις..σελ. 20 8. Η εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με τις προαναφερόμενες κοινοτικές διατάξεις και η κριτική αυτής..σελ. 23 Ως προς την οριοθέτηση της εκπροσωπευτικής εξουσίας από τον εταιρικό σκοπό σελ. 24 Η έννοια της καλής πίστης σελ. 24 Οι συνέπειες που επισύρει η απόδειξη της κακοπιστίας του τρίτου σχετικά με πράξεις του διαχειριστικού οργάνου που υπερβαίνουν των εταιρικό σκοπό..σελ.25 9. Η έγκριση της εταιρίας των μη δεσμευτικών πράξεων των οργάνων εκπροσώπησής της σελ. 27
6 10. Ως προς την οριοθέτηση της εκπροσωπευτικής εξουσίας από τις καταστατικές προβλέψεις και τις αποφάσεις των εταίρων σελ. 28 Προσπάθεια ερμηνείας των ελληνικών διατάξεων.σελ. 29 11. Η δεύτερη τροποποίηση του άρθρου 22 παρ. 2 του Ν. 2190/1920. σελ. 30 12. Ερμηνεία του όρου πράξεις των εκπροσωπευτικών οργάνων της εταιρίας...σελ. 32 13. Πεδίο εφαρμογής των νέων διατάξεων σελ. 33 14. Η υπέρβαση των ορίων της εκπροσωπευτικής εξουσίας κατά το στάδιο που η εταιρία τελεί υπό εκκαθάριση σελ. 34 Επίλογος σελ. 38
7 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εκπροσώπηση των εμπορικών εταιριών, η έκταση αυτής καθώς και οι νομικές συνέπειες που επισύρει η υπέρβαση των ορίων της από τα εκάστοτε διαχειριστικά τους όργανα αποτέλεσε ένα φλέγον θέμα την προηγούμενη εικοσαετία. Ωστόσο, καθώς τα ερμηνευτικά προβλήματα που δημιουργούνται είναι πολλά, παρ όλες τις νέες κοινοτικές διατάξεις και τη σύγχρονη τροποποίηση του Ν. 2190/1920, για τις οποίες γίνεται λόγος αναλυτικά παρακάτω, το ως άνω ζήτημα εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και στις μέρες μας. Έτσι, με την παρούσα θα επιχειρηθεί να προσεγγιστεί το παρόν ζήτημα πολύπλευρα, ώστε να καταστεί σαφές στον εφαρμοστή του δικαίου, ότι ακόμη και μετά από τη ρύθμιση ενός ζητήματος από τον κοινοτικό νομοθέτη, αυτός οφείλει να το αντιμετωπίζει πάντα με σύνεση και περίσκεψη. 1. Η έννοια της «διαχείρισης» μίας εταιρίας και η οριοθέτησή της με βάση την έννοια και η λειτουργία του εταιρικού σκοπού αυτής. Πριν ξεκινήσει η ανάπτυξη του παρόντος νομικού ζητήματος, για την πληρέστερη κατανόηση του κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί η έννοια «της διαχείρισης μίας εταιρίας». Η διαχείριση μίας εταιρίας πραγματοποιείται με τον καθορισμό του οργάνου που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου, το οποίο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά τη διοίκηση της εταιρίας ή τη διαχείριση της περιουσίας της, με εξαίρεση τις αποφάσεις εκείνες που κατά διάταξη καταστατικού ή νόμου υπάγονται στη γενική συνέλευση. 3 Να σημειωθεί δε, ότι η έννοια της διαχείρισης της εταιρίας έχει διττό χαρακτήρα. Ειδικότερα, διακρίνεται αφενός μεν, στη διαχείριση της εταιρίας με τη στενή έννοια του όρου ( ή απλώς 3 Βλ. ΑΠ 112/2008, Α δημοσίευση Νόμος, όπου παρατίθεται ο ως άνω ορισμός.
8 διαχείριση ), η οποία αφορά τις εσωτερικές σχέσεις της εταιρίας και των εταίρων και αφετέρου στην εκπροσώπηση αυτής, η οποία αναφέρεται στις εξωτερικές σχέσεις, εξώδικες και δικαστικές, της εταιρίας με τους συναλλασσόμενους με αυτήν τρίτους. 4 Ωστόσο, για να γίνει πλήρως αντιληπτή η παραπάνω έννοια, θα επιχειρηθεί να δοθεί σε συνάρτηση με την έννοια και τη λειτουργία του εταιρικού σκοπού μίας εταιρίας. Τούτο είναι εύλογο, διότι η διαχείριση μίας εταιρίας τελεί σε αιτιώδη συνάρτηση και αλληλεξάρτηση με τον εταιρικό σκοπό αυτής, ώστε η κατανόηση της μίας έννοια αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή κατανόηση της άλλης. Άλλωστε, η ύπαρξη ενός εταιρικού σκοπού συνιστά το απαραίτητο συστατικό στοιχείο οποιασδήποτε εταιρίας με ευρεία έννοια 5, ανεξάρτητα αν αυτή διαθέτει ή όχι νομική προσωπικότητα. Έχει δε, χαρακτηριστικά ειπωθεί ότι η αναγνώριση των ενώσεων προσώπων εκ μέρους της έννομης τάξης δεν είναι αυτοσκοπός: οι εταιρίες τυγχάνουν νομοθετικής αναγνωρίσεως χάριν του επιδιωκόμενου εταιρικού σκοπού. 6 Ο εταιρικός σκοπός μίας εταιρίας τόσο στη νομική φιλολογία όσο και στα νομοθετικά κείμενα συνιστά μία δισδιάστατη έννοια 7. Ειδικότερα, ο εταιρικός σκοπός με την ευρεία έννοια του όρου υποδεικνύει τον γενικό προσανατολισμό της εταιρίας, δηλ. αν αυτή έχει κερδοσκοπικό ( π.χ. εμπορικές εταιρίες ) ή ιδεαλιστικό ( π.χ. νομικά πρόσωπα με μη κερδοσκοπικό σκοπό ) ή συνεργατικό χαρακτήρα ( π.χ. συνεταιρισμοί ). Παράλληλα, με τη στενή του όρου έννοια ο εταιρικός σκοπός ταυτίζεται με το αντικείμενο της εταιρικής δραστηριότητας και συνεπώς αποτελεί το βασικό γνώμονα για την 4 Βλ. Παμπούκης, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 129. 5 Βλ. μεταξύ άλλων, Παμπούκης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Γενικόν Μέρος, 1975/1979 σελ. 11, Εταιρίαι υπό ευρείαν έννοιαν είναι αι ενώσεις προσώπων αι δια δικαιοπραξίας συγκροτουμέναι προς επιδίωξιν κοινού σκοπού υπό τας δικαιοπραξίας ταύτης καθοριζομένου. 6 Έτσι επί λέξει Karsten Schmidt Gesellschaftsrecht 1986, 49 das geltende Recht erkennt die privaten Verbande nur um ihres Verbandszwecks willen an. 7 Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 325, Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνού, Αρμ 1994, σελ. 245
9 οριοθέτηση του είδους της δραστηριότητας που σκοπεύει να ασκήσει η εταιρία, προκειμένου να επιτύχει το βασικό της σκοπό για τον οποίο συστάθηκε( π.χ εισαγωγές και εμπορία μηχανημάτων ) 8. Μάλιστα για την ορθή οριοθέτηση της διαχειριστικής εξουσίας, σύμφωνα με ισχυρώς υποστηριζόμενη άποψη, λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η γενική κατεύθυνση της εταιρίας και το αντικείμενο της εταιρικής δραστηριότητας, αλλά και η εν γένει έκταση που έχει αυτή. 9 Στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί ότι η έννοια του εταιρικού σκοπού δεν ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός κοινού σκοπού ή συμφέροντος των κατ ιδίαν εταίρων, άλλα με την ύπαρξη ενός υπερατομικού σκοπού, που αποτελεί τον λόγο ίδρυσης της εταιρίας. Συνεπώς, για την ύπαρξη μίας εταιρίας δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζονται τα ατομικά συμφέροντα των κατ ιδίαν μελών του νομικού προσώπου, αλλά αρκεί η εκάστοτε ένωση προσώπων να αποβλέπει στην πραγμάτωση ενός υπερατομικού σκοπού. 10 Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, ο εταιρικός σκοπός αποτελεί το μέσο εξατομίκευσης μίας εταιρίας, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτει σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο συναλλακτικό κύκλο σε γενικές γραμμές το πεδίο δραστηριότητας της, καθώς και τον κλάδος της αγοράς, στα πλαίσια του οποίου εντάσσεται η επιχειρηματική της δράσης. Επιπροσθέτως, μέσω του εταιρικού σκοπού τα μέλη μίας εταιρίας, παρόντα και μέλλοντα δύνανται να προβούν σε εκτιμήσεις σχετικά με τη βιωσιμότητα της. 11 Πλην των προαναφερομένων, ο εταιρικός σκοπός παίζει κύριο ρόλο και στον 8 Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 328. 9 Βλ. Παμπούκης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Γενικόν μέρος 1975-1979 παρ. 34 Ι σελ. 268 επ, ιδίου, Παρατηρήσεις στην ΕφΘρ 484/1995, ΕπισκΕΔ Α/1995 σελ. 836, για παράδειγμα η διαχείριση μίας επιχείρησης κατασκευής ετοίμων ενδυμάτων οριοθετείται τόσο από το αντικείμενο της εταιρικής δραστηριότητάς της, που είναι η επιχείρηση κατασκευής ετοίμων ενδυμάτων, όσο και ότι η επιχείρηση αυτή αποτελεί μία μικρή βιοτεχνία και όχι μία μεγάλη βιομηχανία. 10 Βλ. Παμπούκης, Δίκαιον Εμπορικόν εταιριών, Γενικόν Μέρος, 1975/1979, σελ. 11, Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας. ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 325 11 Βλ. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανώνυμης εταιρίας, τόμος Ι, 1955, σελ. 94 με περαιτέρω παραπομπές.
10 τρόπο κατανομής των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα εταιρικά όργανα. Ειδικότερα, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί ο εταιρικός σκοπός οριοθετεί τον τομέα εκείνο της επιχειρηματικής δράσης, στο οποίο το εταιρικό όργανο της διοίκησης επιτρέπεται να αναζητεί την επίτευξη του εταιρικού σκοπού, με την ευρεία έννοια, εκθέτοντας τις εισφορές των μελών μίας εταιρίας στους αντίστοιχους επιχειρηματικούς κινδύνους 12. Όλα τα προαναφερόμενα δικαιολογούν απόλυτα την υποχρεωτική αναγραφή του εμπορικού σκοπού στο καταστατικό μίας εταιρίας, υπό την προϋπόθεση, μάλιστα, να μην περιγράφεται η εταιρική δραστηριότητα με αόριστο τρόπο, αλλά απαιτείται σαφή και ορισμένη περιγραφή αυτής στο καταστατικό, ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσει την προαναφερθείσα εξατομικευμένη λειτουργία και να οριοθετήσει τη δράση του διαχειριστικού οργάνου της εταιρίας. 13 Συνοψίζοντας, θα έλεγε κανείς ότι οι πράξεις εκείνες που τείνουν να πραγματώσουν τον εμπορικό σκοπό μίας εταιρίας καθορίζουν την διαχείριση της, με την ως άνω διπλή έννοια. 14 Πράξεις συνεπώς που βρίσκονται έξω από το πλαίσιο της τακτικής διαχείρισης, επειδή διευρύνουν ή συρρικνώνουν την έκταση της συγκεκριμένης, κάθε φορά, εταιρικής επιχείρησης, δεν επιτρέπεται να τις επιχειρήσει το όργανο της διοίκησης της εταιρίας 15, διαφορετικά η εταιρία θα υποστεί τις συνέπειες, για τις οποίες γίνεται λόγος εκτενέστερα παρακάτω. Να σημειωθεί τέλος ότι, όπως πάγια γίνεται δεκτό σε θεωρία 16 και νομολογία, 17 ούτε η φύση της πράξη 18 εξεταζόμενης in abstracto 12 Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 13 Βλ Ρόκας, Εμπορικές εταιρίες, σελ. 159, όπου απορρίπτονται ως αόριστες οι εκφράσεις άσκησιν γενικού εμπορίου ή εισαγωγών εξαγωγών. Βλ. επίσης ΝΣΚ 800//74 ΕΕμπΔ 1977, 151, το οποίο έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η αόριστη περιγραφή της εταιρικής δραστηριότητας με εκφράσεις όπως συμμετοχή εις πάσαν εν γένει εμπορικήν βιομηχανικής εταιρίαν. 14 Βλ. Παμπούκης, Δίκαιον εμπορικών εταιριών, Γενικόν μέρος, 1975-1979, σελ. 267 επ. ιδίου, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τομος Γ, 2000, σελ. 129. 15 Βλ. για τις πράξεις αυτές Παμπούκη, Παρατηρήσεις στην ΕφΘρ 484/1995, Επισκ.ΕΔ Α, 1995, 824, ιδίως 826. 16 Βλ. Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 328, με εκεί παραπομπές.
11 ούτε το αποτέλεσμα της 19 είναι κριτήριο για την υπαγωγή της στον εταιρικό σκοπό. Σημασία έχει αν η συγκεκριμένη κάθε φορά πράξη ήταν πρόσφορη για την επιδίωξη, έστω και κατά τρόπο έμμεσο, του εταιρικού σκοπού, ανεξάρτητα αν τελικά υπήρξε ή όχι επωφελής για την εταιρία 20. Να σημειωθεί τέλος, ότι ορθώς γίνεται δεκτό πως σε περίπτωση αμφιβολίας μία πράξη πρέπει κατά τεκμήριο να θεωρείται ότι εμπίπτει στον εταιρικό σκοπό 21. 2. Οριοθέτηση της έννοιας της διαχείρισης μίας εταιρίας από το καταστατικό ή με απόφαση του ανώτατου οργάνου της. Πέρα από τον εταιρικό σκοπό, από το αντικείμενο δηλ. της εταιρικής δραστηριότητας και την έκτασή της, εξίσου σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των ορίων της διαχείρισης διαδραματίζουν οι διατάξεις του καταστατικού ή οι αποφάσεις των εταίρων, ως ανώτατου οργάνου της εταιρίας. Οι τελευταίες δύνανται να αναχαιτίσουν την εξουσία του διαχειριστικού οργάνου της εταιρίας και να την υποβάλλουν σε περιορισμούς. Να προστεθεί εδώ, ότι όταν γίνεται λόγος για περιορισμούς που προέρχονται από αποφάσεις των εταίρων, συμπεριλαμβάνονται σε αυτές και οι οδηγίες που δίνουν οι εταίροι με την ιδιότητά τους αυτή στο διαχειριστικό όργανο της 17 Βλ ΑΠ 338/1965 ΝοΒ 24, σελ. 125, ΑΠ 492//1976, ΝοΒ 24, σελ. 1059, ΑΠ 517/1991, ΕλλΔ 1991, 1245, ΑΠ 163/2000 Α δημοσίευση Νόμος, ΕφΑΘ 12964/1987, Δ/ΝΗ 1990 σελ. 382, ΕφΛαρ. 521/1989, Αρμ. 1993, σελ. 917, ΕφΑθ 2742/2003, Δ/ΝΗ 2004, σελ. 242, 18 Λόγου χάρη πράξεις ελευθεριότητας που ενεργούνται από τα όργανα της εταιρίας επ ονόματι της τελευταίας θεωρούνται κατ αρχήν ότι δεν εμπίπτουν στο σκοπό της εταιρίας, εντούτοις, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συμβάλλουν έστω και έμμεσα στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού, θεωρούνται ότι υπάγονται στη διαχειριστική εξουσία των οργάνων της εταιρίας. Βλ. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρίας, 1955, τ. ΙΙ, σελ. 559-560, ΕφΑθ 1798/1980, ΕΕμπΔ 1981, 253. 19 Παραδείγματος χάριν και η πράξεις διάθεσης αντικειμένων της εταιρικής περιουσίας μπορούν να κατευθύνονται στην επίτευξη του εταιρικού σκοπού. Βλ. Γεωργακόπουλος, Το δίκαιο των εταιριών, τομ. 3, 1965, σελ. 79, Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρίας, 1955, τομ. ΙΙ, 554. Αντίθετα, η εκποίηση ολόκληρης της εταιρικής επιχείρησης γίνεται καθ υπέρβαση του εταιρικού σκοπού. Να σημειωθεί τέλος ότι το διαχειριστικό όργανο δεν έχει εξουσία να επιχειρεί πράξεις που άγουν εμμέσως σε τροποποίηση του καταστατικού ή προϋποθέτουν τέτοια τροποποίηση: διάλυση, παράταση, συγχώνευση Βλ. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρίας, τόμος ΙΙ, 19955, σελ. 558 σημ. 13 20 Βλ. ΑΠ 338/1965, ΝοΒ 1966, 125, ΑΠ 10/1965, ΝοΒ 1965, 722 21 Βλ. Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 328, με εκεί περαιτέρω παραπομπές.
12 εταιρίας. Οι περιορισμοί αυτοί, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, λειτουργούν όπως και εκείνοι που τίθενται από τον εταιρικό σκοπό 22. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το καταστατικό τόσο το αρχικό, όσο και το τροποποιημένο δεν επιτρέπεται να επιβάλλει περιορισμούς αντίθετους με το πνεύμα του νόμου, που θέλει τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων να ασκούν οι εταιρικοί διοικητές. Μπορεί να περιορίσει μόνο το οικονομικό πεδίο δράσης τους. Όμως, δεν μπορεί να εμποδίζει το διαχειριστικό όργανο της εταιρίας να καθορίζει αυτό, μέσα στα πλαίσια της διαχειριστικής εξουσίας, τα μέτρα που εξυπηρετούν την οργάνωση της επιχείρησης και τη δημιουργία των προϋποθέσεων της λειτουργίας της. Τέλος, δεν επιτρέπεται το καταστατικό να διαγράφει αυστηρά συγκεκριμένους κανόνες διαχείρισης, ούτε να εξαρτά το κύρος των πράξεων του από προηγούμενου απόφαση της γενικής συνέλευσης. Από την άλλη πλευρά η γενική συνέλευση έχει τη δυνατότητα να αναμιγνύεται στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, πλην όμως η δυνατότητα αυτή υπόκειται στους ως άνω περιορισμούς που υπόκειται και η αντίστοιχη εξουσία του καταστατικού 23. 3. Συνέπειες από την υπέρβαση των ορίων της διαχείρισης με την στενή του όρου έννοια. Η προαναφερομένη οριοθέτηση της διαχειριστικής εξουσίας του αντιπροσωπευτικού οργάνου της εταιρίας από τον εταιρικό σκοπό, από το καταστατικό ή από αποφάσεις του ανώτατου οργάνου της εταιρίας ισχύει απαράβατα στη διαχείριση της εταιρίας με τη στενή του όρου έννοια, δηλ. στις εσωτερικές σχέσεις της εταιρίας και 22 Βλ. Παμπούκης, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 131 με τις εκεί παραπομπές στην υποσημ. 12. 23 Βλ. Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνού, Αρμ 1994, σελ. 250.
13 των εταίρων αυτής 24. Τούτο σημαίνει ότι αν το διαχειριστικό όργανο της εταιρίας επιχειρήσει τέτοιες πράξεις που ούτε έμμεσα δεν εξυπηρετούν τον εταιρικό σκοπό ή δράσει ενάντια στις καταστατικές διατάξεις ή τις αποφάσεις των εταίρων, τότε θα κληθεί να αποκαταστήσει τη ζημία που ενδεχομένως υπέστη η εταιρία από της ως άνω παράνομη συμπεριφορά. 25 Ειδικότερα, η εταιρία είναι η μόνη που νομιμοποιείται στην άσκηση της σχετικής αγωγής εξαιτίας της προαναφερομένης παράνομης συμπεριφοράς των εταιρικών διοικητών, αφού επικαλεστεί και αποδείξει την υπέρβαση των ορίων της διαχείρισης 26. Άλλωστε, τα αποδεικτέα περιστατικά που στηρίζουν την εκτός σκοπού δράση του αντιπροσωπευτικού οργάνου βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής της εταιρίας και είναι εύλογο αυτή να φέρει σε κάθε περίπτωση και το βάρος απόδειξης 27. Όμως, αμφισβητείται αν είναι δυνατή η αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας των μετόχων. Μία άποψη δέχεται ότι το διαχειριστικό όργανο της εταιρίας υπέχει ευθύνη και απέναντι στους μετόχους αυτής, η οποία στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 281 Α.Κ. Να επισημανθεί εδώ, ότι με βάση τις ως άνω διατάξεις αποκαθίσταται μόνο η άμεση και όχι η έμμεση ζημία 28. Άλλη άποψη προσπαθεί να επιλύσει το ζήτημα στηριζόμενη στη θεωρία της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, όταν αυτό επιβάλλεται από τις αρχές της καλής πίστης 29. Εξάλλου, όπως σωστά παρατηρείται και από όσους επικαλούνται για 24 βλ. Παμπούκης, Δίκαιον εμπορικών εταιριών, Γενικόν μέρος, 1975-1979, σελ. 267 επ. ιδίου, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 129. 25 Βλ. Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 327. 26 Βλ., Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνού, Αρμ 1994, σελ. 247, Τσιριμονάκη Μπάκα, Ο εταιρικός σκοπός ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών μετά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας εναρμόνισης του κοινοτικού δικαίου των κρατών μελών της ΕΟΚ, ΕΕμπΔ 1988, σελ. 407, σελ. 408, ΕφΑθ 2469/1985. 27 Για την κατανομή του βάρους απόδειξης γενικά βλ. Ράμμος, Εγχειδίον αστικού δικονομικού δικαίου, τ. Β, παρ. 265, σελ. 762 28 ΑΠ 494/1976, ΝοΒ 16, σελ. 78, ΑΠ 1298/2006, Δ/ΝΗ 2006, σελ. 1410, ΕφΑθ 252/2007, ΕπισκΕμπΔ 2007, σελ. 758, ΠΠΑ 6377/2007, ΧΡΙΔ 2009, σελ. 132, ΠΠΑθ 2836/1997, Α δημοσίευση Νόμος 2000. 29 Βλ. Λιακόπουλος, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, ( έκδοση 2 η ), 1993, σελ. 105 επ.
14 την αντιμετώπιση του θέματος τη θεωρία της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και πάντοτε σε συνδυασμό με τα συμφέροντα των εταιρικών δανειστών. Τέλος, να σημειωθεί ότι η πλαγιαστική άσκηση από τους μετόχους της αξίωσης της εταιρίας κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου δεν είναι δυνατή, διότι οι μέτοχοι δεν είναι δανειστές της εταιρίας 30. 4.Συνέπειες από την υπέρβαση της εκπροσωπευτικής εξουσίας του διαχειριστικού οργάνου της εταιρίας. Προϊσχύον δίκαιο σε κοινοτικό επίπεδο οι δύο θεωρίες. Αντίθετα, όσον αφορά την υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκπροσώπησης των διαχειριστικών οργάνων της εταιρίας και κατά συνέπεια τη δέσμευση ή μη της εταιρίας απέναντι στους συναλλασσόμενους με αυτής τρίτους τα πράγματα περιπλέκονται. Ειδικότερα, παλαιότερα, πριν την παρέμβαση του κοινοτικού νομοθέτη, η εν λόγω οριοθέτηση ίσχυε ανάλογα με τους όρους από τους οποίους εξαρτιόταν η δέσμευση της εταιρίας 31. Τους όρους αυτούς προσπάθησαν να ερμηνεύσουν δύο θεωρίες, οι οποίες αναπτύχθηκαν σε κοινοτικό επίπεδο. 32 Ειδικότερα, οι θεωρίες αυτές προσπάθησαν να δώσουν λύση σχετικά με την ικανότητα δικαίου, και κατ επέκταση και την ικανότητα βούλησης των νομικών προσώπων του ιδιωτικού δικαίου. Η θεωρία της Prokura Η πρώτη θεωρία, η οποία διατυπώθηκε στη Γερμανία και είναι γνωστή ως θεωρία της Prokura, εισήγαγε το σύστημα της γενικής 30 Βλ. Παμπούκης, Δίκαιον εμπορικών εταιριών, Γενικόν μέρος, παρ. 3 ΙΙ 1 σελ. 242, ΕφΑθ 10725/1979 ΝοΒ 1980, 1186 31 Βλ. Παμπούκης, Δίκαιον εμπορικών εταιριών, Γενικόν μέρος, 1975 1979, σελ. 269 270. 32 Βλ. Παμπούκης, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 129.
15 εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων της εταιρίας. Υποστήριζε δηλ. στην πιο ακραιφνή της διατύπωση, χωρίς ωστόσο να συμπίπτει με την εμπορική πληρεξουσιότητα του γερμανικού δικαίου, 33 ότι η ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου, όπως και του φυσικού, είναι απεριόριστη, εκτός, βέβαια, αν ο νόμος προβλέπει διαφορετικά ή αν οι πράξεις του διαχειριστικού οργάνου της εταιρίας αντίκεινται στα χρηστά ήθη ή τέλος, εκτός από την περίπτωση που η έννομη τάξη προϋποθέτει ιδιότητα φυσικού προσώπου ( για παράδειγμα στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 62 Α.Κ. ). Συνεπώς, η ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου, κατ επέκταση και η αντιπροσωπευτική εξουσία των οργάνων του δεν μπορεί να περιορισθεί ούτε από τον εμπορικό σκοπό στον οποίον αποσκοπεί, ούτε με διάταξη του καταστατικού ή με απόφαση του ανώτατου οργάνου του. 34 Άρα, η εταιρία δεσμεύεται ακόμη και από πράξεις που υπερβαίνουν τα όρια της διαχείρισής της. Η ως άνω θεωρία λοιπόν, αποβλέπει κυρίως στην ασφάλεια του δικαίου και στην προστασία των τρίτων, αφού αυτοί δεν είναι υποχρεωμένοι να ανατρέχουν στο καταστατικό του νομικού προσώπου και στις αποφάσεις του ανώτατου οργάνου 35. 33 O Prokurist, όντας γενικός αντιπρόσωπος διορίζεται με ρητή δήλωση του φορέα εμπορικής επιχείρησης, η οποία δήλωση καταχωρείται στο Handelsregister, έχει εξουσία να επιχειρεί οποιεσδήποτε δικαστικές και εξώδικες πράξεις συναφείς προς τη διαχείριση της εμπορικής επιχείρησης. Εξαιρούνται από την εξουσία αυτή πράξεις εκποίησης ακινήτων της επιχείρησης και επιβάρυνσής τους με εμπράγματα βάρη, πράξεις για τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Την παραπάνω εξουσία δεν μπορεί να περιορίσει έναντι των τρίτων ο κύριος των υποθέσεων. Βλ. Ηeymann Kotter, Handelsgesetzbuch, έκδοση 21 η, 1971, παρ. 48 σελ. 113, Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνου, Αρμ 1994, σελ. 241. 34 Βλ. Παμπούκης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Γενικόν μέρος 1975-1979 παρ. 43 ΙΙ σελ. 367 επ, Λιακόπουλος, Η άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία ( έκδοση 2 η ), 1993, σελ. 24 επ., Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνου, Αρμ 1994, σελ. 242, Τσιριμονάκη Μπάκα, Ο εταιρικός σκοπός ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών μετά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας εναρμόνισης του κοινοτικού δικαίου των κρατών μελών της ΕΟΚ, ΕΕμπΔ 1988, 408 επ. 35 Βλ Παμπούκης Θέματα εναρμόνισης του ελληνικού εταιρικού δίκαιου με τις κοινοτικές ρυθμίσεις ΕΕΕυρΔ (1981), σελ 152, Λιακόπουλος, Η άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, ( έκδοση 2 η ), 1993, σελ. 24 επ., Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνου, Αρμ 1994, σελ. 242, Τσιριμονάκη Μπάκα, Ο εταιρικός σκοπός ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών μετά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας εναρμόνισης του κοινοτικού δικαίου των κρατών μελών της ΕΟΚ, ΕΕμπΔ 1988, σελ. 408 επ
16 Κατά συνέπεια με την υιοθέτηση της νομικής αυτής εκδοχής τα συμφέροντα της εταιρίας μένουν απροστάτευτα. Με τον καιρό όμως, η ανωτέρω θεωρία υποχωρεί σε μία επιεικέστερη εκδοχή της, η οποία δέχεται ότι η εταιρία δε δεσμεύεται από πράξεις που κινούνται έξω από τον εταιρικό σκοπό ή ενάντια στις καταστατικές ρυθμίσεις ή αποφάσεις των εταίρων, αν η ίδια αποδείξει ότι ο συναλλασσόμενος με αυτήν τρίτος ήταν κακόπιστος, δηλ. ο τελευταίος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα διαχειριστικά της όργανα ενεργούσαν καθ υπέρβαση των ορίων διαχείρισή της. Με την ανωτέρω εκδοχή λοιπόν τα εταιρικά συμφέροντα δεν μένουν τελείως απροστάτευτα, αλλά απολαμβάνουν μερική προστασία, όταν είναι τούτο πραγματικά απαραίτητο. Η ultra vires θεωρία ή θεωρία της specialite de la personne morale. Η δεύτερη θεωρία, που έχει την προέλευση της Αγγλία και στη Γαλλία, γνωστή ως ultra vires θεωρία ή αντίστοιχα ως principe de la specialite de la personne morale εισήγαγε το σύστημα της περιορισμένης δικαιοπρακτικής ικανότητας της εταιρίας. Ειδικότερα, υποστήριζε ότι η ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου, συνεπώς και η δικαιοπρακτική ικανότητα, άρα και τα όρια της αντιπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων του, προσδιορίζονται και περιορίζονται από το σκοπό του νομικού προσώπου, από τις καταστατικές διατάξεις και τις αποφάσεις του ανώτατου οργάνου της. Επομένως, η εταιρία δεν δεσμεύεται απέναντι στους τρίτους για πράξεις που υπερβαίνουν τα προαναφερόμενα όρια. Μόνη περίπτωση που δεσμεύεται η εταιρία αποτελεί η περίπτωση που ο τρίτος αποδείξει ότι ήταν καλόπιστος, δηλ. ως προαναφερθεί, όταν ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την υπέρβαση των ορίων της διαχείρισης. Είναι φανερό ότι η θεωρία αυτή τάσσεται υπέρ της προστασίας των συμφερόντων του νομικού προσώπου και όχι των τρίτων.
17 Εν προκειμένω, μπορεί να λεχθεί ότι η βασική διαφοροποίηση των δύο αρχικά αντίθετων θεωριών έγκειται στο βάρος απόδειξης της κακής πίστης του τρίτου. Ειδικότερα, η θεωρία της Prokura - στην επιεικέστερη παραλλαγή της - επιβάλλοντας το βάρος αποδείξεως στην εταιρία, τάσσεται υπέρ του τρίτου. Αντίθετα, η ultra vires θεωρία ή θεωρία της specialite de la personne morale τάσσεται υπέρ της εταιρίας, μεταθέτοντας το βάρος απόδειξης στους τρίτους. 36 Προϊσχύον ελληνικό δίκαιο Κατά το προϊσχύον δίκαιο, πριν δηλ της εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσία περί κεφαλαιουχικών εταιριών στην πρώτη κοινοτική οδηγία η επιστήμη και η νομολογία ακολουθούσε τη δεύτερη θεωρία, 37 την ultra vires θεωρία ή την principe de la specialite de la personne morale σε κάθε είδους εταιρία - πλην της αφανούς 38, στην οποία δεν χωρεί εκπροσώπηση, αφού ο διαχειριστής της, ο εμφανής εταίρος, ενεργεί στο δικό του όνομα 39. Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με τα νομικά πρόσωπα και ανεξάρτητα από την ύπαρξη τυχόν ειδικών διατάξεων 40, η εξουσία των εταιρικών οργάνων οριοθετούνταν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 70 Α.Κ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 229 36 Βλ. Παμπούκης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Γενικόν μέρος 1975-1979 παρ. 43 ΙΙ σελ. 368, ιδίου Θέματα εναρμόνισης του ελληνικού εταιρικού δίκαιου με τις κοινοτικές ρυθμίσεις ΕΕΕυρΔ (1981), σελ. 152, Σταθοπούλος, Χιωτέλη Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, Επιπτώσεις κοινοτικών οδηγιών στο δίκαιο του Α,Κ, 1995,σελ. 191 επ. 37 Βλ. Παμπούκης, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 129 38 Βλ. Παμπούκης, Η αφανής εταιρία και η περιουσία που υπηρετεί το σκοπό της. ΕπισκΕΔ 1995, σελ. 9 και τις παραπομπές σε επιστήμη και νομολογία που γίνονται στις υποσημ. 20 και 21. 39 Να σημειωθεί εδώ ότι η κρατούσα άποψη της σύγχρονης επιστήμης είναι ότι τα νομικά πρόσωπα έχουν απεριόριστη ικανότητα δικαίου, άρα και δικαιοπρακτική ικανότητα, υπό την προϋπόθεση βέβαια του άρθρου 62 Α.Κ. Συνεπώς, ο εταιρικός σκοπός περιορίζει μόνο την εξουσία εκπροσώπησης των διαχειριστικών οργάνων απέναντι στους τρίτους, και όχι την δικαιοπρακτική ικανότητα της εταιρίας. Βλ. Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 335. 40 Όπως λ.χ το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 2190/1920, πριν προστεθεί σε αυτή το εδ. β με το άρθρο 22 Π.Δ 409/1986.
18 Α.Κ. Έτσι, έχοντας ως βάση το άρθρο 68 παρ. 1 Α.Κ., τα όρια της εκπροσωπευτικής εξουσίας των εταιρικών οργάνων προσδιορίζονται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό, κατ επέκταση και από τον καταστατικό προβλεπόμενο σκοπό. Η εν λόγω οριοθέτηση δέσμευε και τους συναλλασσόμενους με την εταιρία τρίτους. 41 Παλαιότερα λοιπόν, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, οι πράξεις των εταιρικών διοικητών που βρίσκονταν έξω από τα όρια του εταιρικού σκοπού, με τη στενή του όρου έννοια δεν δέσμευαν την εταιρία, ακόμη και απέναντι στους καλόπιστους τρίτους, οι οποίοι ούτε γνώριζαν, ούτε όφειλαν να γνωρίζουν ότι οι επίμαχες πράξεις των οργάνων επιχειρήθηκαν καθ υπέρβαση του εταιρικού σκοπού 42. Αντίθετα, λαμβάνονταν υπόψη κατά το άρθρο 22 παρ. 2 Ν. 2190/1920, προκειμένου για περιορισμούς που έθετε το ανώτατο όργανο της εταιρίας 43. Υπό το προηγούμενο σύστημα η καλή πίστη του τρίτου, η οποία, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ήταν χωρίς σημασία για την επέλευση των συνεπειών της υπέρβασης του εταιρικού σκοπού, έμμεσα λαμβανόταν υπόψη στην περίπτωση που η εταιρία δημιούργησε εύλογα στον τρίτο, λόγω της διατύπωσης του καταστατικού της ή της συμπεριφοράς του διοικητικού της οργάνου, την εντύπωση ότι η πράξη των εταιρικών διοικητών κινούνταν εντός του εταιρικού σκοπού. 44 Σε μία τέτοια περίπτωση μπορούσε να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του τρίτου για κατάχρηση δικαιώματος της εταιρίας, η οποία επικαλείται την υπέρβαση του 41 Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 329, Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνου, Αρμ 1994, σελ. 242. 42 Βλ. Σημαντράς, Γενικαί αρχαί του αστικού δικαίου, έκδοση 2 η, 1976, αριθμ. 465, Γαζής, Γενικαί αρχαί του αστικού δικαίου, τομος Β2, 1974, παρ. 45V, Μπαλής, Γενικαί αρχαί του αστικού δικαίου, έκδοση 8 η, 1961, παρ. 18. Βλ. επίσης, Ολ.ΑΠ 381/1962, ΝοΒ 1962, σελ. 720, ΑΠ 1055/1975, ΝοΒ 1976, σελ. 390, ΕφΑθ 3365/1980, ΕΕμπΔ 1980, σελ. 593. 43 Βλ. Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνου Αρμ 1994, σελ. 243 44 Βλ. Τσιριμονάκη Μπάκα, Ο εταιρικός σκοπός ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών μετά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας εναρμόνισης του κοινοτικού δικαίου των κρατών μελών της ΕΟΚ, ΕΕμπΔ 1988, σελ. 417.
19 εταιρικού σκοπού, για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις της. 45 Στην περίπτωση αυτή το βάρος απόδειξης για το είδος αυτό της καλής πίστης έφερε ο τρίτος που την επικαλούταν 46. 5. Αντιμετώπιση του ζητήματος απο το κοινοτικό δίκαιο. Σήμερα μετά τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που επέφερε η πρώτη κοινοτική οδηγία της 9 ης Μαρτίου 1968 (1968/151/ΕΟΚ ) στο χώρο των κεφαλαιουχικών εταιριών οι δύο ανωτέρω θεωρίες, καθώς και η κρατούσα άποψη στο ελληνικό δίκαιο έχουν εγκαταλειφθεί. Εντούτοις, όσα προαναφέρθηκαν εξακολουθούν να εκφράζουν την κρατούσα γνώμη στη νομολογία 47, με πολλές πλέον αμφισβητήσεις 48 στο χώρο των προσωπικών εταιρικών. Όμως για το σημαντικό ρήγμα στην ενιαία κρίση του παρόντος νομικού ζητήματος που επήλθε από τις νέες κοινοτικές ρυθμίσεις και με την μετέπειτα ελληνική εναρμόνιση θα γίνει λόγος αναλυτικά παρακάτω. Έτσι, για τις πράξεις του διαχειριστικού οργάνου της εταιρίας, οι οποίες γίνονται καθ υπέρβαση του εταιρικού της σκοπού, θεσπίστηκε η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 της προαναφερομένης Οδηγίας, η οποία ορίζει επακριβώς τα ακόλουθα: Η εταιρία δεσμεύεται έναντι των τρίτων από τις πράξεις των οργάνων της, έστω και αν οι εν λόγω πράξεις δεν εμπίπτουν στον εταιρικό σκοπό, 45 Βλ. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρίας, 1955, τ. ΙΙ, σελ. 564 46 Βλ. Πασσιάς, Το δίκαιον της ανωνύμου εταιρίας, 1955, τ. ΙΙ, σελ. 564, Τσιριμονάκη Μπάκα Ο εταιρικός σκοπός ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών μετά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας εναρμόνισης του κοινοτικού δικαίου των κρατών μελών της ΕΟΚ, ΕΕμπΔ 1988, σελ. 415 επ. Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνου Αρμ 1994, σελ. 243. 47 Βλ. ΑΠ 2039/1986, ΕΕμπΔ 39, σελ. 60, ΑΠ 1520/2001, Α δημοσίευση Νόμος, ΕφΑθ 2969/1995, ΕΕμπΔ 1996, σελ. 82, ΕφΠατρ 68/2003, ΕπισκΕΔ, 2003, σελ. 325, ΕφΑθ 2186/2006 ΕπισΕΔ 2006, σελ. 1141, 48 Βλ. Σταθόπουλος Χιωτέλη Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, τόμος Ι, επιπτώσεις κοινοτικών οδηγιών στο δίκαιο του Α.Κ. ( 1995 ), σελ. 200, Παμπούκης, Συμβολή στη Θεωρία της εκπροσώπησης των εταιρίων, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 128, ιδίου Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1180/1995, ΕπισκΕΔ Α ( 1995 ) σελ 581, Τέλλης, Εταιρικός σκοπός και εκπροσωπευτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας ΕπισκΕΔ Β/1998, σελ. 329,
20 εκτός αν οι πράξεις αυτές αποτελούν υπέρβαση των εξουσιών, που ο νόμος παρέχει η επιτρέπει να παρέχονται στα όργανα αυτά. Τα κράτη δύνανται εντούτοις να προβλέπουν ότι η εταιρία δεν δεσμεύεται όταν οι εν λόγω πράξεις υπερβαίνουν τα όρια του εταιρικού σκοπού, εφόσον η εταιρία αποδεικνύει ότι ο τρίτος εγνώριζε την υπέρβαση ή δεν ηδύνατο, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, να την αγνοεί. Μόνη όμως η δημοσίευση του καταστατικού δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη. Εξάλλου, το ζήτημα - το οποίο είναι συναφές με το προηγούμενο σχετικά με την ευθύνης της εταιρίας από πράξεις των εταιρικών της διοικητών, οι οποίες εξέρχονται των καταστατικών περιορισμών ή των αποφάσεων των εταιρών 49 επιλύεται από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 της ως άνω κοινοτικής πράξης. Η πιστή διατύπωση της τελευταίας είναι η εξής: Οι εκ του καταστατικού ή εξ αποφάσεως των αρμοδίων οργάνων περιορισμοί της εξουσίας των οργάνων της εταιρίας, δεν δύνανται να αντιταχθούν κατά των τρίτων, έστω και αν δεν έχουν δημοσιευθεί. 6. Κριτική της κοινοτικής Οδηγίας. Οι νέες κοινοτικές διατάξεις εισάγουν τον κανόνα της γενικής αντιπροσωπευτικής εξουσίας των εταιρικών διοικητών, η οποία είναι απεριόριστη. Το διαχειριστικό όργανο της εταιρίας δεσμεύει την εταιρία σε κάθε περίπτωση που προβαίνει πράξεις διαχείρισης ακόμη και στην περίπτωση που αυτές βρίσκονται έξω από τον εταιρικό σκοπό ή ενάντια των καταστατικών διατάξεων ή των αποφάσεων των εταίρων. Τούτο συνάδει και προς τη δυνατότητα που έχει πάντοτε το νομικό πρόσωπο, τροποποιώντας το καταστατικό, να διευρύνει τον εταιρικό σκοπό. 49 Βλ. Παμπούκης, Θέματα εναρμόνισης του ελληνικού εταιρικού δίκαιου με τις κοινοτικές ρυθμίσεις ΕΕΕυρΔ 1981 σελ. 157, Σταθόπουλος, Χιωτέλη Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο, τόμος Ι, επιπτώσεις κοινοτικών οδηγιών στο δίκαιο του Α.Κ. ( 1995 ), σελ.. 198 επ.
21 Ο κοινοτικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από τα ανωτέρω, υιοθέτησε την πρώτη θεωρία, τη θεωρία της Prokura και μάλιστα στην ακραιφνή της διατύπωση. 50 Τούτο είναι πρόδηλο, διότι ρυθμίζοντας τους περιορισμούς της εξουσίας των εταιρικών οργάνων εκπροσώπησης, περιορισμούς από τον εταιρικό σκοπό, από το καταστατικό ή από απόφαση των εταίρων δεν προέβλεψε οποιαδήποτε επιφύλαξη 51, ώστε θέλησε να δεσμεύεται η εταιρία σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την καλοπιστία ή όχι του τρίτου. Συνεπώς, ο κοινοτικός νομοθέτης τάχθηκε υπέρ της προστασίας των συναλλασσόμενων με την εταιρία τρίτων, συμβάλλοντας με αποτελεσματικό τρόπο στην ασφάλεια δικαίου 52, ωστόσο έθεσε σε δεύτερη μοίρα τα συμφέροντα της εταιρίας, των μετόχων και των υφιστάμενων δανειστών της 53. Εντούτοις, η ως άνω Οδηγία, σεβόμενη την παράδοση των υπόλοιπων κρατών μελών, η έννομη τάξη των οποίων θα μπορούσε να διαταραχθεί με τη θεωρία της Prokura 54, υπήρξε διαλλακτική. Έτσι, ο κανόνας που καθιέρωσε ως προς το πρώτο ζήτημα - των πράξεων των εκπροσωπευτικών οργάνων που υπερβαίνουν τον εταιρικό σκοπό - ήταν ελαστικός, αφού παρείχε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από τον παραπάνω αυστηρό κανόνα και να υιοθετήσουν πλην της ως άνω κοινοτικής ρυθμίσεως - την επιεική παραλλαγή της πρώτης θεωρίας. Επομένως, άφησε περιθώρια προστασίας και της εταιρίας, καθώς ο εθνικός νομοθέτης είχε τη δυνατότητα να μην προστάτευε τον τρίτο, όταν 50 Βλ. Παμπούκης, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 132, Βλ. Αντωνόπουλο, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνού, Αρμ 1994, σελ. 242. 51 Βλ. Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνού, Αρμ 1994, σελ. 243. 52 Αντίθετα σύμφωνα με Σταθόπουλος Χιωτέλη Αυγουστιανάκη, Κοινοτικό Αστικό Δίκαιο Ι, Επιπτώσεις κοινοτικών οδηγιών στο δίκαιο του Α,Κ, 1995, σελ. 196 η ρύθμιση της πρώτης κοινοτικής οδηγίας ενισχύει απλώς την ασφάλεια των συναλλαγών. 53 Βλ. Αντωνόπουλος, Δέσμευση της ανώνυμης εταιρίας από πράξεις του αντιπροσωπευτικού οργάνού, Αρμ 1994, σελ. 242 54 Βλ. Τσιριμονάκη Μπάκα, Ο εταιρικός σκοπός ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών μετά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας εναρμόνισης του κοινοτικού δικαίου των κρατών μελών της ΕΟΚ, ΕΕμπΔ 1988, σελ. 411
22 δεν έχρηζε αληθινής προστασίας, δηλ. όταν ήταν κακόπιστος. Το βάρος δε, απόδειξης της κακοπιστίας αυτής έφερε η εταιρία. Αντίθετα, με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 της προαναφερόμενης Οδηγίας καθιερώθηκε η αρχή του μη αντιτάξιμου προς τους τρίτους των περιορισμών της εξουσίας των διαχειριστικών οργάνων της εταιρίας από το καταστατικό ή από αποφάσεις των εταίρων, ακόμη και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας. 55 Παρ όλο που το ζήτημα αυτό είναι παρόμοιο συναφές με το προηγούμενο ( τους περιορισμούς της διοίκησης από τον εταιρικό σκοπό ), εντούτοις υπάρχει ανομοιογένεια όσον αφορά τη νομική του αντιμετώπισή. Στην εν λόγω περίπτωση ο κοινοτικός νομοθέτης επέβαλε έναν αυστηρό κανόνα δικαίου, απόλυτα εναρμονισμένο με τη θεωρία της Prokura, στην πιο αυστηρή της μορφή, χωρίς μάλιστα καμία δυνατότητα παρέκκλισης απ αυτόν. Ειδικότερα, παρ όλο που οι περιορισμοί της εξουσίας των εταιρικών διοικητών που τίθενται από το καταστατικό της εταιρίας ή από αποφάσεις των εταίρων τελούν υπό καθεστώς δημοσιότητα, ο κοινοτικός νομοθέτης τάσσεται υπέρ των τρίτων, ανεξαρτήτως αν αυτοί είναι ή όχι καλόπιστοι. Τούτο μάλιστα αν και πρόκειται για περίπτωση που η κακοπιστία των τρίτων είναι εύκολο να σημειωθεί, διότι οι περιορισμοί που τάσσονται στο διαχειριστικό της εταιρίας όργανο τελούν υπό τα όμματα των τρίτων 56. Συνεπώς, στο εν λόγω ζήτημα η πρώτη οδηγία δημιούργησε ένα σοβαρό κενό, διότι εισήγαγε μία υπέρμετρή εύνοια υπέρ του συναλλασσόμενου τρίτου, ακόμη και για την περίπτωση που αυτός δεν χρήζει προστασίας, δηλ. όταν είναι κακόπιστος. 55 Βλ. Τσιριμονάκη Μπάκα, Ο εταιρικός σκοπός ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών μετά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας εναρμόνισης του κοινοτικού δικαίου των κρατών μελών της ΕΟΚ, ΕΕμπΔ 1988, σελ. 411 56 Βλ. Παμπούκης, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 136.
23 7. Η εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με τις προαναφερόμενες κοινοτικές διατάξεις. 57 Η ελληνική έννομη τάξη εναρμονίστηκε με το κοινοτικό δίκαιο που εισήγαγαν οι προαναφερόμενες διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας της 9 ης Μαρτίου 1968 (1968/151/ΕΟΚ αρχικά) με τη διάταξη του άρθρου 22 π.δ. 409/1986, που προσέθεσε το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 22 Ν. 2190/1920, καθώς και με τη διάταξη του άρθρο 23 του ιδίου Διατάγματος που αντικατέστησε τη δεύτερη παραγράφου του άρθρου 22 του Ν. 2190/1920, καθώς και με τη διάταξη του άρθρου 8 του π.δ. 419/1986 που αντικατέστησε την παρ. 1 του άρθρου 18 Ν. 3190/1955. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 εδ. β του Ν. 2190/1920 ορίζει τα εξής: Πράξεις του διοικητικού συμβουλίου, ακόμη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού δεσμεύουν την εταιρία απέναντι τρίτους, εκτός αν αποδειχθεί ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή όφειλε να τη γνωρίζει, ενώ η παρ. 2 του ιδίου άρθρου, πριν τη δεύτερη τροποποίηση της, για την οποία γίνεται λόγος κατωτέρω, όριζε τα εξής: Περιορισμοί της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου από το καταστατικό ή από απόφαση της γενικής συνέλευσης δεν αντιτάσσονται στους καλόπιστους τρίτους, ακόμα και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας. Αντίθετα, η νέα διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 εδ. β και 50 α παρ. 2 ( που παραπέμπει και πάλι στην προηγούμενη ) Ν. 3190/1955, απέκτησε την εξής διατύπωση: Πράξεις των διαχειριστών ακόμη και αν είναι εκτός του εταιρικού σκοπού 57 Γενικά για την εναρμόνιση του ελληνικού εταιρικού δικαίου προς το κοινοτικό δίκαιο βλ. Ηλιόπουλος, Η εναρμόνισις του ελληνικού δικαίου των κεφαλαιουχικών εταιριών προς το Ευρωπαϊκόν Δίκαιον, Ε.Ε.Ν. 1979, 222, Παμπούκης, Θέματα εναρμονίσεως του ελληνικού εταιρικού δικαίου με τις κοινοτικές ρυθμίσεις, ΕΕ.Ευρ.Δ 1 ( 1981 ), σελ. 149, Κοτσίρης, Το εταιρικό δίκαιο στα προπύλαια της εναρμόνισης, τιμ. Τομ, Αλ. Τσιριντάνη, 1980, σελ. 221.
24 δεσμεύουν την εταιρία απέναντι στους τρίτους, εκτός αν η εταιρία αποδείξει ότι ο τρίτος γνώριζε την υπέρβαση του εταιρικού σκοπού ή όφειλε να τη γνωρίζει. Δε συνιστά απόδειξη μόνο η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας ως προς το καταστατικό ή τις τροποποιήσεις του, ενώ το εδάφιο γ της παρ. 1 του ιδίου άρθρου ορίζει ότι Περιορισμοί της εξουσίας των διαχειριστών της εταιρίας, που προκύπτουν από το Καταστατικό από απόφαση της συνέλευσης των εταίρων δεν αντιτάσσονται στους τρίτους, ακόμη και αν έχουν υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8. 8. Η εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με τις προαναφερόμενες κοινοτικές διατάξεις και η κριτική αυτής. Ως προς την οριοθέτηση της εκπροσωπευτικής εξουσίας από τον εταιρικό σκοπό. Ο εθνικός νομοθέτης ως προς το πρώτο ζήτημα χρησιμοποίησε κατά την εναρμόνιση του κοινοτικού δικαίου ως γνώμονα το γεγονός ότι οι περιορισμοί της διαχειριστικής εξουσίας από τον εταιρικό σκοπό δεν μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτοί στον συναλλασσόμενο με την εταιρία τρίτο. Τούτο είναι εύλογο, διότι μπορεί μεν να καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή του εταιρικού σκοπού στο καταστατικό της εταιρίας, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 του Ν. 2190/1922 και 6 παρ. 2 εδ. γ του Ν. 3190/1955 ( επιχείρημα και από το άρθρο 50 α παρ. 1 εδ. γ του Ν. 3190/1955 ), όμως από την περιγραφή του μόνο έμμεσα μπορεί να συναχθεί αν μία πράξη του διαχειριστικού της εταιρίας οργάνου εμπίπτει ή όχι στον εταιρικό σκοπό. Συνεπώς, είναι δύσκολο οι τρίτοι να αντιληφθούν αν μία πράξη εμπίπτει ή όχι στον εταιρικό σκοπό και ιδιαίτερα μάλιστα αν πρόκειται για υπέρβαση του περιορισμού που απορρέει από την έκταση του εταιρικού σκοπού. 58 58 Βλ. Παμπούκης, Συμβολή στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 135
25 Ο έλληνας νομοθέτης, όντας γνώστης του παραπάνω προβλήματος, εισήγαγε την επιεική παραλλαγή της θεωρίας της Prokura, εμμένοντας έτσι, στην ασφάλεια των συναλλαγών. 59 Ταυτόχρονα, όμως συνέβαλε στην νομική επιστήμη, καθώς προσέθεσε ένα νέο στοιχείο, σε αντίθεση με το προϊσχύον δίκαιο, την καλή πίστη του τρίτου, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την δέσμευση της εταιρίας και τη γέννηση δικαιωμάτων υπέρ του τρίτου, με αποτέλεσμα να εξισορροπήσει τα αντίπαλα συμφέροντα. Τάχθηκε από τη μία πλευρά υπέρ της εταιρίας στην περίπτωση κακοπιστίας του τρίτου 60, όταν δηλ. γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι το διαχειριστικό όργανο δρα καθ υπέρβαση του εταιρικού σκοπού, ενώ από την άλλη όρισε ότι το βάρος απόδειξης της κακοπιστίας του τρίτου θα φέρει η εταιρία. Η έννοια της καλής πίστης. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι, για να εφαρμοστεί η προαναφερόμενη εξαίρεση, απαιτείται η υποκειμενική κακή πίστη του τρίτου και δεν αρκεί η καλή πίστη με την αντικειμενική έννοια του όρου, δηλ. με την έννοια που προσλαμβάνει στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 Α.Κ. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση η κακοπιστία του τρίτου συνίσταται στη γνώση ή στην υπαίτια άγνοια του ότι η πράξη του διοικητικού οργάνου της εταιρίας δεν εμπίπτει στον εταιρικό σκοπό 61. Η γνώση του σκοπού της εταιρίας, όπως διαγράφεται στο καταστατικό της εταιρίας δεν αρκεί, αλλά απαιτείται επιπλέον η γνώση ή η υπαίτια άγνοια εκ μέρους του τρίτου της αντίθεσης της συγκεκριμένης πράξης στον εταιρικό σκοπό. Εντούτοις, η κακή πίστη του τρίτου δεν προϋποθέτει συμπαιγνία με 59 Βλ. Παμπούκης, στη θεωρία της εκπροσώπησης των εταιριών, Σύμμεικτα, τόμος Γ, 2000, σελ. 132, ιδίου, για τη διάκριση των δύο ανωτέρω δικαιικών εννοιών Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, έκδοση 1 η, 1977, σελ. 97, Σέλεκος, Το Εμπορικό Μητρώο στο παράδειγμα του Μητρώου Α.Ε, 1995, σελ. 213 επ. 60 Για την έννοια της υποκειμενικής καλής πίστης βλ. ενδεικτικά Παπαντωνίου, Η καλή πίστις εις το αστικόν δίκαιον, σελ. 119 επ. Κουμάντος, Η υποκειμενική καλή πίστις, σελ. 193 επ.
26 τους εκπροσώπους της εταιρίας, ούτε πρόθεση του τρίτου βλάβης του νομικού προσώπου. Εξάλλου, για κριθεί η άγνοια του τρίτου ως υπαίτια εξετάζονται οι περιστάσεις της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης, ενόψει του συνόλου των περιστάσεων, χωρίς να αρκεί μόνο η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας της εταιρίας ως προς το καταστατικό ή τις τροποποιήσεις του ( άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β ) 62. Χαρακτηριστικά δε, περιστατικά που μπορούν να οδηγήσουν στην κρίση ότι συντρέχει υπαίτια άγνοια είναι η εμφάνιση του αντικειμένου της εταιρικής επιχείρησης στην επωνυμία ή τη σφραγίδα της εταιρίας, οι επαγγελματικές σχέσεις του τρίτου με την εταιρία, το επάγγελμα του τρίτου σε σχέση με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, καθώς επίσης, η φύση και το μέγεθος της συγκεκριμένης πράξης 63. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η καλή πίστη του τρίτου προϋποθέτει ότι η αντίθεση της πράξης προς τον σκοπό της εταιρίας απαιτείται να είναι έντονη και εμφανής. Στην περίπτωση δε, που δικαιολογείται εύλογη αμφιβολία όσον αφορά την αντίθεση της πράξης προς τον εταιρικό σκοπό θα γίνεται δεκτή η καλή πίστη του τρίτου και θα σώζεται το κύρος της πράξης. Με άλλα λόγια, εισάγεται στο ελληνικό δίκαιο, υπέρ των τρίτων το τεκμήριο ότι αυτοί βρίσκονται σε καλή πίστη. Το τεκμήριο αυτό καλείται να το ανατρέψει η εταιρία, που θα επικαλεστεί και θα αποδείξει αφενός μεν ότι η εκάστοτε πράξη βρίσκεται εκτός του εταιρικού σκοπού, αφετέρου δε ότι τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει αυτό 64. 62 Βλ. Τσιριμονάκη Μπάκα, Ο εταιρικός σκοπός ως όριο της εκπροσωπευτικής εξουσίας των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών μετά την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της πρώτης κοινοτικής οδηγίας εναρμόνισης του κοινοτικού δικαίου των κρατών μελών της ΕΟΚ, ΕΕμπΔ 1988, σελ. σελ. 413, 63 Πράξεις αντίθετες στην καλή πίστη βλ. Τσιριμονάκη - Μπάκα, ο.π. σελ. 413, Λιακόπουλος, Η άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογίας, έκδοση 3 η, 1993, σελ. 31. 64 Βλ. Λιακόπουλος, Η άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογίας, έκδοση 3 η, 1993, σελ. 31, Τσιριμονάκη Μπάκα. ο.π. σελ. 415 επ. Αντωνόπουλος ο.π. σελ. 248