ανασύνθεση και αηοδοση osvooeas erlvms ikapos
Η φυςη δημιουργεί τις δικές της συγγένειες, κάποτε πολύ πιο ισχυρές από τις άλλες πού μάς χαλκεύει τό αίμα. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στη Μυτιλήνη, βλέπω ακόμη τη Σαπφώ σαν μια μακρινή έξαδέλφη πού παίζαμε μαζί στούς Ιδιους κήπους, γύρω απ τις ίδιες ροδιές, πάνω απ τις ίδιες στέρνες. Λιγάκι μεγαλύτερη στα χρόνια, μελαχρινή, με λουλούδια στα μαλλιά κι ένα κρυφό λεύκωμα γεμάτο στίχους πού δεν μ άφησε ν αγγίξω ποτέ. Βέβαια, είναι πού ζήσαμε στο Ιδιο νησί. Πού είχαμε την ίδια αίσθηση τοϋ φυσικού κόσμου, τη χαρακτηριστική, πού εξακολουθεί αναλλοίωτη από τα χρόνια εκείνα ίσαμε σήμερα να παρακολουθεί τά τέκνα τής Αίολίδας. "Αλλά πάνω άπ δλα είναι πού δουλέψαμε στα μέτρα του ό καθένας με τις ίδιες έννοιες, για να μην πώ περίπου με τις ίδιες λέξεις: με τον ουρανό καί τη
θάλασσα, τον ήλιο και τη σελήνή, τα φυτά και τα κορίτσια, τον έρωτα. Μια συζυγία, μίση στον ουρανό καί μίση στη γη, μίση στην αμφιβολία καί μίση στην αθανασία, ευδιάκριτη εάν όχι τίποτε άλλο. *Ας μοΰ συγχωρεθεϊ, λοιπόν, να μιλήσω για τη Σαπφώ σαν για μια σύγχρονη μου. Στην ποίηση^ όπως καί στα όνειρα, δεν γερνάει κανένας. Το πρώτο πράγμα πού κάνει εντύπωση στη Σαπφώ είναι ή πίστη πού δείχνει στην ποιητική ιδέα, ή αντίληψή της δτι γράφοντας γίνεται μέτοχος αθανασίας. «Μνάσεσθαί τινά φαμι καί ύστερον άμμέων» δηλώνει, καί αυτό είναι κάτι πού ό "Ομηρος δεν το είχε, ίσως, σκεφθεϊ ποτέ. Σαν νά ξερε από τότε ή ποιήτρια δτι καί τα εννέα δέκατα τοϋ έργου της νά εξαφανίσει ό χρόνος, εκείνη, σάν αίσθηση ζωής, θά έπιβιώσει. Οπως καί έγινε. Καλύτερο παράδειγμα γιά την ισχύ πού μπορεί νά έχει ό ποιητικός λόγος δεν υπάρχει. Στροφές άκρωτηριαιο
σμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις, ένα τίποτε κι απ αντό τό τίποτε, ένα θαύμα: μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, με τα ιδιαίτερό της χαρακτηριστικά, τον ατομικό της μύθο και ολόκληρο τό φυσικό και τον ανθρώπινο διάκοσμο τον πολιτιστικού χώρου όπου αναπτύχθηκε. Τόσο, θά έλεγες, μεγάλος είναι ό μαγνητισμός που εξαπολύουν οι λέξεις, φτάνει ν' άποσπασθοϋν από τον άξονα τής χρησιμοθηρικής τους ύποτέλειας. Στην περίπτωση πού μάς απασχολεί, ακόμα και ή τοποθέτησή τους εδώ ή εκεί μέσα στο νοερό σύνολο πού προϋποθέτουν, μάς επιτρέπει ν άποτυπώσονμε μια νέα μορφή ποίησης πού γεννήθηκε την εποχή εκείνη, μέ τα μετρικά της συστήματα, τό λεκτικό της, τα ποικίλα της μυστικά. Καί αυτό είναι ένα δεύτερο θαύμα. Σε μια στιγμή πού οι θρησκευτικές βάσεις τής κοινωνίας είναι ακόμη αυστηρές πού ό λόγος 6 επικός έχει τή μονοκρατορία στην έκφραση πού τό ηρωικό στοιχείο είναι ή μόνιμη καί παραδεγμένη αξία ένας Α ρχίλοχος στήν Πάρο καί αία Σαπφώ στη Λέσβο για ν άναφερθούμε στους κυριότερους τ άνατρέπουνε ολα, 11
φέρνουν τά αισθήματα καί τά όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να ποϋν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, νά χορέψουν. 01 πρώτοι στο Αιγαίο καί οί πρώτοι σ όλο το γνωστό κόσμο, θέλω νά πώ στον πολιτισμό που ακόμη σήμερα συνεχίζουμε. Ά ν μέσα στα θραύσματα πού μάς άπόμειναν περισυλλέγουμε ήδη διαμαντένιες εκφράσεις, θά πρέπει νά υποθέσουμε, σύμφωνα με το νόμο τών πιθανοτήτων, ότι μέσα στά εννέα ποιητικά βιβλία πού έγραψε ή Σαπφώ, ένας πραγματικός θησαυρός λόγων μέ στοχαστική δύναμη, παρομοιώσεων τολμηρών καί πρωτότυπων εικόνων, είχε κιόλας δημιουργηθεϊ έκεϊ, στο χώρο τοϋ Ανατολικού Αιγαίου, πριν ακόμη αρχίσει ν ακμάζει εκείνο πού, γενικά, θεωρούμε σάν ελληνικό θαύμα, κι εννοώ, βέβαια, την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Οί ιστορικοί έχουν μιλήσει γιά τον εξαιρετικά εκλεπτυσμένο καί πλούσιο συνάμα τρόπο ζωής πού είχε άναπτύ- 12
ξει ή Λέσβος στον 7ο καί στον 6ο αιώνα. "Ενα κράμα ηθών ελευθέρων καί θεσμών βασισμένων σε πρότυπα λατρείας, όπου ή φύση καί ό έρωτας είχανε προεξάρχουσα θέση. Ά ν προσθέσει κανένας δτι στην αντικρινή Α σιατική ένδοχώρα, δχι καί τόσο μακριά, υπήρχε ή Λυδία, με τις Σάρδεις τις περίφημες για τα ψιμύθια καί τις γυναικείες αμφιέσεις, θά καταλάβει πώς κοντά στο Παρίσι τής εποχής εκείνης οί γυναίκες τής Μυτιλήνης μπορούσανε νά μιλούν όπως μίλησε ή Σαπφώ. Τό σπίτι της ασφαλώς είχε κάποιαν αναλογία μέ τά «φιλολογικά σαλόνια» τής προπολεμικής Ευρώπης. "Ενα κέντρο γιά τη μετεκπαίδευση τών κοριτσιών τής καλής κοινωνίας, ένα είδος ανώτερης Σχολής ή 5Ωδείου, όπου οί πιο αναπτυγμένες νέες τού νησιού έβρισκαν την ευκαιρία νά τελειοποιηθούν στο χορό, στο τραγούδι, στην ποίηση, στους λεπτούς τρόπους. νηταν γραφτό μερικές απ αυτές, ή Άτθίς, ή 3Λνακτορία, ή Γογγύλα, ή Γυρίννω, ή Μνασιδίκα, νά φτάσουν ώς εμάς τυλιγμένες μ 5ένα χρυσό νέφος θάμβους καί ομορφιάς. Στο περίφημο απόσπασμα πού μάς διασώθηκε γιά την ΐ3
3Ανακτορία ( έως προχθές νομίζαμε δτι πρόκειται για κάποιαν 3Αριγνώτα), ένα από τα ωραιότερα αποσπάσματα, για να μην πώ το ωραιότερο, ή μορφή της ή- ρωίδας πού βρίσκεται μακριά στις Σάρδεις άναδύεται χάρη σέ μια πρωτότυπη τεχνική, από τον τρόπο και μόνο πού μιλά γι αυτήν ή ποιήτρια στην πιο αγαπημένη της φίλη. "Οσο προχωρούμε, τόσο νιώθουμε το ποίημα να γεμίζει από τό μυστήριο μιας γυναικείας μορφής πού μήτε άκοϋμε, μήτε βλέπουμε, παρά μαντεύουμε μονάχα μέσ από μια διάθλαση αισθημάτων εξαιρετικά τρυφερών, σταλμένων μέ τό φεγγάρι στην αντικρινή ακτή και ξαναφερμένων μαζί μέ τή φωνή τής απωλεσμένης πού ή νύχτα, μέ τά χιλιάδες αυτιά της, μιά "νύξ πολύως, αγωνίζεται νά συλλάβει πάνω απ τά κύματα. Είναι σέ μιά τέτοια στιγμή πού μπορούμε ν υποτιμήσουμε ολόκληρη τή λυρική αξία τής Σαπφώς κι όχι στά " Ποικιλόθρον άθάνατ33αφρόδιτα33 ούτε, πολύ περισσότερο, στά ξέφτια μένα από τήν κατοπινή χρήση κοσμητικα επίθετα, τα ρροοοοακτνλος και τα χρνσοπεοίλος. 14
Σ αυτά, δπως επίσης καί σε μερικές γνωμικές εκφράσεις πού δεν έχασαν ίσαμε σήμερα τό αντίκρισμά τους στη ζωή καί πού, ίσως, δεν θά τις περίμενε κανείς από μια γυναίκα: ου δυνατόν γένεσθαι λώστ ον άνθρώπωι πεδέχην δ άρασθαι τ έξ άδοκήτω. Τέτοιο πλάσμα ευαίσθητο καί θαρρετό συνάμα δεν μάς παρουσιάζει συχνά ή ζωή. "Ενα μικροκαμωμένο, βαθυμελάχρινο κορίτσι, ένα "μαυροτσούκαλο, δπως θά λέγαμε σήμερα, πού, ωστόσο, έδειξε δτι είναι σε θέση νά υποτάξει ένα τριαντάφυλλο, νά ερμηνεύσει ένα κύμα ή ένα αηδόνι καί νά πει "σ αγαπώ γιά νά συγκινηθει ή ύφήλιος. ΐ5
άερίων έπέων άρχομαι
αερίων έπέων άρχομαι άλλ όνάτων [έ]γω τό κάλλος έπιτ[ ]μέζον τί γάρ ήνεμ[ at με τιμίαν έπόησαν έργα τά σφά δοϊσαι μνάσεσθαί τινά φα μι καί ύστερον άμμέων. ED la. LP 90 33a. RP 21. RP 43. 18
άρχινώ τό τραγούδι μου μ αιθέρια λόγια μά γ ι αυτό κι απαλά στ άκουσμα τήν Ομορφιά διακόνησα τί πιό μεγάλο θά μπο ροΰσα πού μ αξίωσαν (οί Μούσες) τη δική τους δύναμη δίνοντας νά λέω: άλή θεία σέ μελλούμενους καιρούς κάποιος θά βρίσκεται νά με θυμάτ εμένα. *9
ζά έλεξάμαν δναρ Κυπρογενηα άγι χέλυ δια φωνάεσσα δεύτε νυν ά βροα Χάριτες καλλίκομοί τε Μοΐσοα βροδοπάχεες άγναι Χάριτες δεϋτε Δέος κόραι δεύρο δηυτε Μοΐσαι χρύσιον λίποισαι δφθάλμοις δε μέλοας νύ κτος άωρος καί ποθήω καί μάομαι ούκ οϊδ δττι θέω' δίχα μοι τά νοήμ ματα κάτ έμον στάλαχμον... LP 134 17. LP 118 I. LP 128 Π. LP 53 I. LP 127 10. LP 151 34. LP 36 6. LP 51 7. LP 37 7. 20
στον ύπνο μου είδα δτι μιλούσα λέει μέ τή θεά Αφροδίτη έλα τώρα λοιπόν βγάλε φωνή και μίλησε θεϊκή λύρα Μούσες μ,έ τ όμορφο μαλλί καί σεις απαλές Χάριτες τού Διός κόρες αγνές μ,έ τό ρόδινο στά χέρια δέρμα ξεπροβάλλετε άπό τό χρυσό παλάτι σας όταν όλονυχτϊς ό σκοτεινός δ ύπνος τα μάτια κυριεύει καί μέ καίει ό πόθος καί μ άνάβει σύγκορμη τί θέ λω μήτε ξέρω- δυο γνώμες είναι μέσα μου σταγόνα τή σταγόνα ό πόνος μέσα μου... 21
μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα τον δ έπιπλάζοντ άνεμοι φέροιεν καί μελέ δωναι αλλά τις ούκ έμμι παλιγκό των οργαν άλλ άβάκην τάν φρέν εχω ψαύην δ ού δοκίμωμ όράνω δυσπα χέα ήρ ετι παρθενίας επιβάλλομαι; LP 146 29. LP 37 7 II. LP 120 3. LP 52 8. LP 107 4. 22
δεν τη θέλω τη μέλισσα κοά το μέλι της ούτε άς πά νά παραδέρνει σ έγνοιες και σ άγέρηδες κείνος πού τό κακό μου θέλησε οργητα δέ με θρέφει εμένα μήτε ζητάω γδικιωμούς* καθαρός κι αθώος δ νους μου πάντοτε όμως άνθρωπος δυο σπιθαμές εγώ τον ουρανό δέν κάνω άπόπειρα ν άγγι ξω λοιπόν παντοτινή παρθένα θά μαι; 23
οΰ τί μοι ύμμες άς θέλετ ύμμ,ες ]θαμέω[ δ]ττινα[ς γάρ ευ θέω κηνοί με μ,ά]λιστα πά[ντων σίνοντα]ι έγω δ έμ [αύτοα τούτο συ]νοίδα μή κι νη χέραδος ού γάρ θέμις έν μοισο πόλων ohdca θρήνον έμμεν * ού κ άμμι τάδε πρέποι. RP 49 1. LP 45 I. LP 26 26. LP 145 28. LP 150 33. 24
όχι δέν είναι σείς όπου γιά μένα δσο σείς τό θελήσετε είναι αυτοί πού εγώ πασχίζω πάντοτε γιά τό καλό τους πού μου κάνουν ίσια ίσια τό χειρότερο κακό ναι τό χω βάλει αυτό βαθιά μέσα στο νοΰ μου καί τό ξέρω άσε λοιπόν τά βότσα λα καί μην τ άνασκαλεύεις σωστό δέν είναι σέ σπίτι ποιητών θρήνοι ν άκούγονται δέν μάς αρμόζουν τέτοια. 25
ή ρος άγγελος
ήρος άγγελος ιμερόφωνος άήδων χρυ σοφάη[ν] θερ[άπαιν]αν Άφροδίτ[ας πλήρης μεν έφαίνετ ά σελάννα αί δ ώς περί βωμόν έστάθησαν Κρήσσαί νύ ποτ ώδ έμμελέως πόδεσσιν ώρχώντ άπάλοισ άμφ έρόεντα βωμόν πόας τέ ρεν άνθος μαλακόν μάτεισαι. LP 136 19. RP 145. LP 154 37. RP 151. 28
μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής άηδό νι» της Αφροδίτης ή θεραπαινίδα ή χρυ σοφώτεινη ανέβαινε ψηλά ή πανσέληνος καί στού βωμού τό χώρο συναγμένες κα θώς σ άλλους καιρούς της Κρήτης οί κοπέ λες έσέρναν τό χορό τριγύρω στον ωραίο βω μό καί με ρυθμό τα λυγερά τά πόδια τους χτυπώντας πατούσανε στά τρυφερά των χόρτων άνθουλάκια. 29
αστέρων πάντων 6 κάλλιστος Έ σπερε πάντα φέρων δσα φαίνολις έσκέ δασ Αύως φέρεις διν φέρεις αίγα φέ ρεις άπυ μ,άτερι παΐδα. LP 104 lb. LP 104 la. 30
α π βλα τ' άστρα συ το λαμπερότερο Έσπερε πού τη δύναμη κατέχεις δλα τα πράγματα νά φέρνεις πίσω αυτά πού με τό χάραμα ή Αυγή σκόρπισε πέρα: φέρνεις πί σω τό πρόβατο* φέρνεις πίσω τήν αιγα* φέρ νεις καί τό μικρό παιδί στην άγκαλιά τής μάνας του. 3ΐ
άστερες μέν άμφι κάλαν σελάνναν άψ άπυκρύπτοισι φάεννον είδος δπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι γάν β αργύρια. LP 34 4. 33
κι δσ άστρα γύρω βρίσκονται στην έκπα γλη σελήνη παρευθύς τό φωτεινό τους πρό σωπο κρύβουν κάθε φορά πού εκείνη όλόγιο μη καταλάμ,πει τή γη τη σκοτεινή άνεβαί νοντας β άσημοκαπνισμ,ένη. 33
δέδυκε μεν ά σελάννα καί Πληίαδες μέ σαι δε νύκτες παρά δ έρχετ ώρα έγω δέ μόνα κατεύδω άλγεσίδωρος μυθόπλοκος β Έρος δ έτίναξέ μοι φρέ νας ώς άνεμος κάτ όρος δρύσιν έμ πέτων. RP 74. LP 172 55. LP 188 71. LP 47 3. 34
γρήγορα ή ώρα πέρασε* μεσάνυχτα κοντεύ ουν* πάει τό φεγγάρι πάει κι ή Πούλια (3α σιλέψανε* καί μόνο εγώ κείτομαι δώ μονά χη κι έρημη ό Έρωτας πού βάσανα μοι ράζει ό Έρωτας πού παραμύθια πλάθει μου άρπαξε την ψυχή μου καί την τρά νταξε ίδια καθώς άγέρας άπό τά βουνά χυ μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας. 35
τί με Πανδίονις "Ωιρανα χελίδω 8 πο λυιδριδι αύτάρ όραΐαι στεφανηπλό κευν ποικίλλεται μεν γαΐα πολύ στέφανος * σύ τε κάμος θεράπων Έ ρος β έλθοντ έξ όράνω πορφυρίαν περ θέμενον χλάμυν ώς δε πάϊς πεδά ματερα πεπτερυγωμαι. LP 135 18. RP 199. RP 70. RP 148. LP 159 42. LP 54. 2. RP 130. 36
πες μου γιατί λάμπουσα χελιδόνα μου του Πανδίωνα κόρη που δλα τά κατέχεις δταν στεφάνια πλέκουνε τριγύρω μου οί ώ ραΐες κοπέλες κι ή γης που τά στεφά νια θρέφει βρίθει άπό άνθη εσύ καί ό Έρωτας πού πάντα μου υπακούει φτά νοντας άπ τούς ουρανούς ψηλά ντυμένος καταπόρφυρη χλαμύδα (γιατί) φτεροκο πάω καί πάω κατ αύτόν σαν τό μωρό στην άγκαλιά της μάνας του. 37
ράνοθεν χατιου[σ δεΰρύ μ εκ Κρήτας έπ[ΐ τόνδ]ε ναΰον αγνόν δππ[αι rot] χά ριεν μεν άλσος μαλί[αν] βωμοί δέ τεθυ μοάμενοι [λι]βανώτωι* εν δ ύδωρ ψΰ χρον κελάδει δι υσδων μαλίνων βρόδοι σι δέ παΐς δ χώρος έσκίαστ αΐθυσσομέ νων δέ φύλλων κώμα κατάγρει έν δέ λείμων ΐππδβοτος τέθαλε ήρίνοισιν άνθεσιν at δ άηται μέλλιχα πνέοΐσίν 38
κατεβαίνοντας τούς ουρανούς έλα καί φτά σε από την Κρήτη εδώ στού ναού τούτου τό λάμπος πού τό ζώνει γελαζούμενο δασάκι μήλων καί όπου καίει πάντα ατούς βωμούς λιβανωτού θυμίαμα εδώ πού κελαρύζει τό νερό κατάδροσο μέσ από τής μηλιάς τούς κλώνους* όπου απ τα ρόδα τά πολλά σκιές γεμίζει ό κήπος* κι από τις φυλλω σιές οπού θροούν καί τρέμουν λες μιά χαύ νωση άργοπέφτει εδώ τό λιβαδάκι οπού βόσκανε τ άλογα φούντωσε απ άνθη τού Μαγιού κι ελαφρές πνέουν οί αύρες» ελα 39
» ένθα δή συ ελοισα Κυπρί χρυσίοασιν έν κυλίκεσσιν άβρως όμ[μ,ε]μείχμ.ενον θαλίαισι νέκταρ οένοχόαΐσον. LP 2. 40
λοιπόν έδώ Αφροδίτη μου σέ κάλυκες χρυ σούς έτοιμασμένο μέ λεπτή τέχνη νέκταρ τοϋ τραπέζιου τούς φίλους νά κεράσεις. 4 ΐ
ποικιλόθρον άθανάτ Αφρόδιτα παΐ Δίος δολόπλοκε λίσσομαί σε μή μ άσαισΐ μηδ όνίαισι δάμνα πότνια θυμόν άλ λά τυίδ ελθ at ποτά κάτέρωτα τάς έ μας αύδας άίοισα πήλοι έκλυες πάτρος δε δόμον λίποισα χρύσιον ήλθες >/ > αρμ ύπασδεύξαισα κάλοι δε σ άγον ώκεες στροΰθοι περί γάς μελαίνας πυκνά δέν νεντες πτέρ απ ώράνωϊθερος διά μέσ σω' 42
αθάνατη Αφροδίτη του Διός κόρη πού σέ φανταχτερό κάθεσαι θρόνο κι δλο στήνεις πα γίδες τής άγάπης εσένα Δέσποινα παρακα λώ μη νά χαρεΐς μη ρίχνεις άλλο βάρος άπό καημούς καί πίκρες στην ψυχή μου άλλ εδώ πάλι έλα σαν πού κάποτε καί μό νο άν ήθελες λιγάκι άκούσει άπό μακριά νά σου φωνάζω άπόκριση έδινες κι ευθύς τό χρυσαφένιο του πατρός σου άνάκτορο άφη νες γιά νά ρθεις άρμα ζεύοντας κι ά πόσο ωραία τής άστραπής σέ πήγαιναν πε τούμενα κατά τής γής τη σκοτεινάγρα πέ 43
αϊψα δ έξίκοντο* σΰ δ ώ μά καιρα μειδιαίσαισ άθανάτωι προσώπωι ήρε οττι δηυτε πέπονθα κώττι δηυτε κάλλημι κώττι μοι μάλιστα θέλω γένεσθαι μαινόλαι θύμωι* τίνα δηυτε πείθω άψ σάγην ές σαν φιλότατα; τίς σ ώ Ψάπφ άδικήει; καί γάρ αί φεύγει ταχέως διώξει αί δέ δώρα μή δέκετ άλλα δώσει αί δέ μή φίλει τα χέως φιλήσει κωύκ έθέλοισα. 44
ρα- καί πώς τά πυκνοπούπουλα φτερά τους από τους ουρανούς ψηλά χτυπώντας έδιναν μ,ίά νά σχίσουν τούς αιθέρες κι ευθύς νά φτάσουν τότε πού εσύ στ αλήθεια θεά μα καρισμένη εσύ μ ενα χαμόγελο στο άθάνα τό σου πρόσωπο ζητούσες λέει τί νά παθα τι νά παθα νά μάθεις γιά ποιάν αιτία σε φώναζα κοντά μου τί νά ναι πάλι εκείνο πού ζητά ή τρελή καρδιά μου: «ποιά νά ναι πάλι αυτή πού τήν Πειθώ ικετεύεις νά σου φέρει πίσω; ποιά νά πονέσεις σ εκα νε Σαπφώ μου; γιατί κι αν έστοχάστη 45
έλθε μοί καί νυν χαλέπαν δέ λΰσον έκ μερί μναν δσσα δέ μοι τέλεσσαί θυμός ιμέρ ρεί τέλεσον συ δ αύτα σύμμαχος έσσο. DP I. 46
νά σ άφήκει πίσω σου θά τήν κάνω εγώ νά τρέχει* κι άν τά δώρα σου κάνει πώς τ άρνιέται κείνη νά δεις πού θά σου τά <ρορ τώνει πάλι' κι άν σου λέει πώς πιά δεν σ άγαπάει θά σ άγαπήσει ευθύς θέλει δε θέ λει» έλα λοιπόν ακόμα μιά φορά νά μέ λυτρώσεις άπ τά βάσανά μου* νά γίνουν δ σα λαχταρά ή ψυχή μου* σύμμαχο πάντα νά σ έχω στο πλευρό μου. 47
κείνον ώ χρυσόθρονε Μουσ ένισπες ΰ μνον έκ τάς καλλιγύναικος έσθλάς Τή ιος χώρας δν άειδε τερπνώς πρέσβυς άγαυός. RP 208 48
της χώρας της ευγενικής μέ τις ωραίες γυ ναΐκες ψάλε τόν ύμνο Μούσα εσύ από τό χρυσό σου θρόνο* τόν ύμνο πού έψαλλε σ άλ λους καιρούς δ φημισμένος γέροντας της Τέω. 49
ταΐς 8 μα ις έταίραις
τάδε νυν έταίραις ταΐς έμ,αις τερπνά κάλως άείσω άβραι δεύτε [τάχος] πάλαι άλλόμ,αν * άλλ άγιτ ώ φί λαι άγχι γάρ άρ,έρα ταΐς κάλαι σιν ΰμμ,ι νόημ,μα τώμ,ον ού διάμ,ειπτον. LP 160 43. RP 99. LP 43 I. LP 41 11. 52
καί τώρα εγώ στις φίλες τις καλές μου γλυκά θά πω τραγούδια νά τις ξετρελάνω ελάτε μην αργείτε αγάπες μου πάει καιρός πού πιά παιδί δεν είμαι πάμε χρυσές μου πάμε* όπου νά ναι ξημερώνει κι έννοια σας όμορφοΰλες μου- κείνο που νιώθω εγώ γιά σάς δεν άλλάζει με τίποτε. 53
ύακινθίνω μεν άνθει β διαφθεΐρον τάς όψεις παρθένον άδυφωνον β μυελέ φωνοι εύ]αορφο[τέρα δπταις άμ με έγω δ έπϊ μολθάκαν τύλαν κα σπολέω μέλεα $ τό μέλημα [τώ]μον. RP 179 2. RP 179 1. LP 153 36. RP 195. RP 86. LP 38 8. RP 54. RP 178. 54
θαμπωτική λαμποκοπή σαν του γυακίν θου τ άνθος παρθένα με γλυκιά φωνή φωνή γλυκιά σά μέλι δμορφότερη ά κόμη φωτιές μου ανάβεις κι εγώ σε πουπουλένιο στρώμα τό κουρασμένο σου κορ μΐ θά τό ξαπλώσω μόνη μου έγνοια. 55
άμ,φϊ δ άβροισιν λασίοισ ευ Fs πύκασ σεν δαύοις άπάλας έτάρας έν στή θεσιν νύκτα αύτ^ γενέσθαι διπλασί αν αεθ εγω χρυσοστέφαν Άφρόδι τα τόνδε τον πάλον λαχοίην. RP 102. LP 126 9. RP 172. LP 33 3. 56
κι ανάμεσα σε μαλακά σκεπάσματα χνου δάτα με προσοχή την πλάγιασε ά νά ταν πάντα το κεφάλι ν άκουμπάς σέ τέ τοιας φιλενάδας τρυφερής τά στήθη νά κράταγε για μένα δυο φορές ή νύχτα έτού τη νά ταν χρυσή Αφροδίτη μου τέτοια μιά μοίρα νά μου λάχει εμένα! 57
άνθε άμέργοισαν παΐδ άγαν άπάλαν πόλυ πάκτιδος άδυμελεστέρα γά λακτος λευκοτέρα ύδατος άπαλωτέρα πηκτίδων έμμελεστέρα Γππου γαυροτέ ρα ρόδων άβροτέρα ίματίου έανοΰ μα λακωτέρα χρυσού τιμιωτέρα. LP 122 5. LP 156 39. RP 140. 58
μια παιδούλα τρυφερή λεπτή πού μάζευε αγκαλιές λουλούδια» πού ή φωνή της κι \ απ τής λύρας είναι ακόμη πιο γλυκιά» πιό λευκή απ τό γάλα- πιο γλυκόπιοτη ά πό το νερό πιό μελωδική απ τή λύρα πιό γαύρη απ τής φοράδας πιό βελούδινη απ τό ρόδο πιό τρυφερή απ τό ρούχο το άπα λό* πιό πολύτιμη άπό τό χρυσάφι. 59
ήράμιαν μεν έγω σέθεν "Ατθι πάλαι πο τά* σμιίκρα μιοι πάις εμμεν έφαίνεο κά χάρις ήλθες καλ έπόησας έγω δε σ έμιαόμιαν δν δ έφλυξας Ιμιαν φρένα καιομιέναν πόθωι ]έρωτος ήλπ[ ]τι ον εΐσίδως[ Έρμιιόνα τεαυ[τα ]ξάνθαι δ Έλέναι σ έίσ[κ]ην ]κες ]ις θνάταις τό δε δ ισ[6ι] τάι σάι ]παίσαν κέ μιε τάν μιερίμιναν ]λαισ άντιδ[ ] [ ]αθοις δέ LP 49 5. RP 46. LP 23 23. 6ο
νά ξερες από πότε σ άγαπούσ Άτθίδα μου δμως μου φαινόσουν ακόμη τόσο μικρού λα κι άβγαλτη ά τί καλά πού ρθες* καϊ πώς σε λαχταρούσα και τί φωτιές μες στην ψυχή μου άναψες πού την έκαψαν! έλπί δα τού έρωτα! τώρα καθώς αντίκρυ σέ κοιτά ζω λέω πώς δεν ήταν ποτέ της έτσι ωραία ή Έρμιόνη καί πώς αν έκανα με την ξανθή Ελένη νά σέ παρομοιάσω άνάρμοστο δέ θά ταν αν κάτι τέτοιο γίνεται γιά τις θνητές ποτέ μά σου λέω καί τούτο νά τό ξέρεις: μπροστά στην ομορφιά σου οί έγνοιες μου δ λες χάνονται καί σκορπούν σάν πούπουλα... 6ι
Έρος δηύτέ μ, δ λυσιμέλης δόνει γλυ κύπικρον άμάχανον δρπετον Άτθι σοΐ δ εμεθεν μέν άπήχθετο φροντίσδην επί δ Ανδρομέδαν πόται» τίς δ ά γροΐω τις θέλγει νόον... ούκ έπισταμέ να τά βράκε έλκην επί τών σφυρών; LP 130 13. LP 131 14. LP 57 5. 62
πάλι πάλι ό έρωτας- δ έρωτας με παιδεύει καί πώς να τον παλέψω Άτθίδα μου- πού αύτός με τα φαρμάκια καϊ τις γλύκες του μου κόβει τά ήπατα τό τέρας! κι εσύ πάει με βαρέθηκες- κάνεις φτερά τό ξέρω γιά την Ανδρομέδα ποιά ναι λοιπόν αύ τη πού σε ξετρέλανε ή χωριάτα πού μήτε καν πώς να κρατήσει τό φουστάνι της πάνω από τον άστράγαλο δεν ξέρει; 63
κατθάνοισα δέ κείσηι ουδέ ποτά μναμο σύνα σέθεν έσσετ ουδέ ποκ ύστερον ου γάρ πεδέχηις βρόδων των εκ Πιερίας- άλλ αφανής καν Άίδα δόμωι φοιτάσηις πεδ αμαυρών νεκύων έκπεποταμένα. LP 55 3. 64
I και θά ρθει μέρα πού θά κείτεσαι νεκρή χω ρϊς ποτέ στά χρόνια πού θ ακολουθήσουν σε κανενός τή μνήμη νά ξανάρχεσαι" βλέπεις εσένα ή χάρη δεν σου δόθηκε ποτέ ρόδα τής Πιερίας νά κόψεις" άσημη πάντα μές στις χώρες του "Άδη καί τούς σκοτεινούς άποθα μένους θα πλανιέσαι. 65
Μ [κ]έλομαι σ[ε Γο]γγύλα [πέφα]νθι λάβοισα μα[ γλα]κτίναν* σέ δηΰτε πό θος τ[έαυτος] άμφιπόταται & τάν κά λαν ά γάρ καταγωγές αύτα[ έπτόαισ ίδοισαν εγω δέ χαίρω καί γάρ αύτα δή τ[όδ]ε μέμφ[εταί σοι Κ ]υπρογέν[ηα τ]άς άραμα[ι τούτο τω] β]όλλομα[ι» Γογγυλα κατθάνην δ ίμερός τις [έ χει με καί λωτίνοις δροσόεντας [όχ[θ]οις ίδην Άχερ[ RP 36. LP 95 4. 66
γυρνά πάλι κοντά μου σ έξορκίζω Γογγύ λα- το χιτώνα φορώντας το λευκό σά γάλα πάλι φανερώσου- όμορφη νά ξερες τί λα χτάρες μου γεννάς έτσι ντυμένη! καί πώς * νιώθω χαρούμενη πού όχι εγώ μά ή θεά μας ή ίδια σου τό λέει* σά νά σε μαλώνει* πού τόσα χρόνια την παρακαλώ καί την παρα καλώ Γογγύλα* λες κι ένας πόθος μέ πιάνει νά πεθάνω και τις όχθες όπου ανθεί δ λωτός μέσα στη δρόσο ν αντικρίσω του Αχέροντα. 67
χαΐρε πόλλα [Γύρινν ] ισάριθμα [τε] τώι χρόνωι δν [σέθεν] άπελε&πόμαν β ούδ!αν δοκίμωμι προσίδοισαν φάος άλίω έσσεσθαί σοφίαν παρθένον είς ούδένα πω χρόνον τεαύταν. RP 47. LP 56 4. 68
καλώς μάς ήρθες Γυριννώ κι άμποτε λέω νά μείνεις χρόνους πολλούς εδώ κοντά μου όσους κι αυτούς πού μου λειψες ούτε ποτέ πιστεύω στους καιρούς πού θά ρθουν κάτω απ τό φώς τού ήλιου θά βρεθεί ποτέ παρθένα μέ τη γνώση τη δική σου. 69
εύμ,ορφοτέρα Μνασιδίκα τάς άπάλας Γυ ρίννως σΰ δε στεφάνοις ώ Δίκα πέρ θεσθ έράτοις φόβαισιν ορπακας άνήτω συναέρραισ άπάλαισι χέρσίν* εύάνθεα γάρ πέλεται καί Χάριτες μάκαφαι μάλ λον προτερην άστεφανώτοισι δ άπυστρέφονται. LP 82 25. LP 81b. 70
ομορφότερη λέω πώς είναι ή Μνασιδίκα κι από την τρυφερή τη Γυριννώ έλα Δίκα λοιπόν από φρέσκο γλυκάνισο στεφάνια νά ετοιμάσεις* κι επάνω στα μαλλιά σου πού ναι χάρμα σωστό μ άέρινα δάχτυλα νά τα φορέσεις* επειδή νά τό ξέρεις οι Θεές ά μα κάριες θέλουν νά τούς πηγαίνεις άνθοστόλι στη* άλλιώς μήτε πού καταδέχονται νά σε κοιτάξουν. 7ΐ
]μισσε Μίκα ]ελα[ ]λά σ εγωύκ έάσω ]ν φιλότ[ατ ] ήλεο Πενθιλήαν[ ] δα κα[κό]τροπ άμ.μα[ ]μ,έλ[ος] τι γλύκερον[ ]α μελλιχόφων[ ]δει λί γυραι δ άη[ ] δροσ[ό]εσσα[ LP 71 14. 72
μά νά σ άφήκω εγώ δε γίνεται Μίκα γλυ κιά μου* κι ας έλαχε νά σ αγαπήσουν κό ρες από τό σόι των Πενθελιδών εμάς δλο παραξενιές κάποιο μαγευτικό τραγούδι απαλό στ άκουσμα ψάλλει κι αηδόνια με κελαηδητό τρελό δρόσο σταλάζοντας... 73
άσαροτέρας ούδαμά πώρα[ν]να σέθεν τύ χασαν σοι δ έγω λεύκας επιδω μον αίγος [πίονα καύσω] κάπιλεί ψω τοι εμεθεν δ έχηισθα λάθαν ή τιν άλλον ανθρώπων εμεθεν φίληισθα... RP 72 2. LP 40 10. RP 17. LP 129 12. 74
ούτε πού μου τυχε ποτέ γυναίκα πιο άλαζο νίκη ωραία μου από σένα πού εγώ γιά χάρη σου πάνω στο βωμό γίδας άσπρουδε ρής (τό λίπος γιά θυσία θ άνάψω) καί λέω άκόμη νά σου άφήκω μ δλο πού μοιάζει νά μ έχεις λησμονήσει* άνίσως καί δέν είναι κάποιος άλλος πού ν άγαπάς άκόμη πιό πολύ... 75
πόλλα μοι τάν ΓΙωλυανάκτιδα παΐδα χαίρην άλλα μη μεγαλύνεο δακτυ λίω πέρι μάλα δή κεκορημένοις Γδρ γως εχεί μέν Ανδρομέδα κάλαν ά μοίβαν Ψάπφοι τί τάν πολύολβον Άφροδίταν; LP 155 38. RP 52-53 1. LP 144 27. LP 133 16-16Α. 70
κόρη του Πολυάνακτα γειά καί χαρά σου- μήν παριστάνεις δα και τή σπουδαία γιά να δαχτυλιδάκι άνόητη! τή Γοργώ τή σιχάθηκε ή ψυχή μου ίσαμε κεΐ πού άλ λο δέν παίρνει κι δσο γιά τήν Άνδρομέ δα τί περίμενες έκανε πάλι τήν παλιοδου λειά της* δμως κι εσύ Σαπφώ τήν Άφρο δίτη πού σου τά φέρνει πάντα δεξιά πάει; τήν ξέχασες; 77
φαίνεται μοι κηνος ίσος θέοισιν έμ,μ,εν ώνηρ δττις ενάντιός τοι ΐσδάνει και πλά σιον άδυ φωνείσας υπακούει * και γε λαίσας ίμ,έροεν τό μ. 1τ\ μ,άν καρδίαν εν στήθεσιν έπτόαισεν* ώς γάρ ες σ ιδω βρόχε ώς μ,ε φώναισ ούδ έν έτ εικει άλλ άκαν μεν γλώσσα έαγε λεπτόν δ αύτικα χρώι πυρ ύπαδεδρόμηκεν όπ πάτεσσι δ ούδ έν δρημμ έπιρρόμβεισι δ άκουαι 78
θεός μου φαίνεται στ αλήθεια έμενα κείνος δ άντρας πού κάθεται αντίκρυ σου κι από κοντά τή γλύκα τής φωνής σου άπολαμβά νει καί τό γέλιο σου αχ πού ξελογιάζει καί πού λιώνει στό στήθος τήν καρδιά μου σου τ ορκίζομαι γιατί μόλις πού πάω να σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται ή μι λιά μου μες στό στόμα ή γλώσσα μου στεγνώνει πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω μά βου ίζουν τ αύτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας τό κορμί μου περιχάει τρέμω σύγκορμη αχ 79
έκαδε μ ΐδρως ψυχρός κακχέεταί τρόμος δέ παϊσαν άγρει χλω ροτέρα δέ ποίας έμμι τεθνάκην δ όλίγω πιδεύης φαίνομ ca αλλά παν τόλ ματον έπεϊ και πένητα... LP 31 I. 8ο
καί πρασινίζω σάν τό χόρτο καί λέω πώς λίγο ακόμη* λίγο ακόμη καί πάει θά ξεψυ χήσω κι όμως δλα κανείς νά τα τολ μάει πρέπει* τί καί παρατημένη ακόμη... 8 ι
τεθνάκην δ άδόλως θέλω* ά με ψισδο μένα κατελίμπανεν» πόλλα καί τόδ έειπ[ ώιμ ώς δείνα πεπ[όνθ]αμεν Ψάπ <ρ 1τ\ μάν σ άέκοισ άπυλιμπάνω. τάν δ έγω τάδ άμειβόμαν χαίροίσ ερ χεο κάμεθεν μέμναισ οίσθα γάρ ώς σε πεδήπομεν β αί δέ μή αλλά σ έγω θέλω ομναισαι [ ] [ ]αι [ ] καί κάλ έ πάσχομεν β πο[ ]οις ίων καί βρ[όδων 82
«νά χα πεθάνει τό χα πιο καλά μά την αλήθεια»' έκλαιγε μέ λυγμούς εκείνη κι έτοιμη πια νά φύγει μου είπε: «άχου Σαπφώ Σαπφώ μου τί κακό καί τούτο πού μάς βρήκε* δεν τό θελα στ ορκίζομαι νά χωρίσουμε ποτέ» πού εγώ τότε άποκρί θηκα: «πήγαινε στό καλό καί πότε πότε νά μέ θυμάσαι κι εμένα πού τό ξέρεις τί λα τρεία σου είχα- ή αν όχι άσε με μιά στιγμή νά σου θυμίσο.) κείνα πού μοιάζει νά χεις λησμονήσει* τίς όμορφες καί τίς γλύκες στιγμές πού ζήσαμε μαζί πό 83
]κίων τ ΰμοι κα[ ] πάρ έμοι περεθή καο καί πό[λλαις ύπα]θύμιδας πλέ κ[ταις άμφ ά]πάλαι δέραι άνθέων [ ] πεποημμέναις β καί π [ ] μύρωι βρεν θείωι [ ]ρυ[ ]ν έξαλείψαο κα[ί βασ][λ7] ίωι καί στρώμν[αν έ]πί μολθάκαν άπάλαν πα[ ] ων έξίης πόθο[ ] νίδων. LP 94 3. 84
σα στεφάνια, κρόκους ρόδα μενεξέδες καθι σμένη στο πλάι μου δέν δοκίμαζες* καί πόσες αρμαθιές ολόγυρα στον τρυφερό λαι μό σου από λουλούδια υπέροχα πλεγμένες δέν περνούσες* τί κούπες άρωμα βασιλι κό και βρένθειο αδέιαζες πάνω στα όμορ φα μαλλιά σου* κι ύστερα σ απαλό στρώμα ξαπλωμένη κολλητά μου θυμήσου πώς έσβηνες τη δίψα σου...» 85
o]t μέν ίππήων στρότον οι δέ πέσδων οί δέ νάων φαΐσ έπ[ί] γάν μέλαι[ν]αν ε]μμεναι κάλλιστον εγω δέ κην δττω τις έρατατ πά]γχυ δ ευμαρες σύνε τον πόησαι π]άντι τ[ο]ΰτ ά γάρ πόλυ περσκέθοισα κάλλος [άνθ]ρώπων Έλένα [τό]ν άνδρα τόν [πανάρ]ιστον καλλ [ίποι]σ εβα ς Τροίαν πλέοι[σα κωύδ[έ πα]ΐδος ουδέ φίλων το[κ]ήων πά[μπαν] έμνάσθη ά[λλ]ά παρά[γα]γ αύταν πη 86
τούς ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τούς πεζούς κι άλλοι τούς ναυτικούς πώς τ ώ ραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας γή δμως εγώ: κείνο πού πιο πολύ αγαπά ό καθένας εύκολο νά τό νιώσει αυτό κα νείς παράδειγμα ή Ελένη πού άσύγκριτη στην ομορφιά μες σ δλους τούς άνθρώπους ξάφνου παράτησε τον άντρα της τόν άκριβό κι έβαλε πλώρη για την Τροία δίχως ποτέ της νά γνοιαστεΐ μήτε γιά κόρη μήτε γιά γονιούς μά έρωτοχτυπημένη σύγκορμα τη συνεπήρε ή Κύπρις αχ πόσο μ ένα 87
λε φίλει]σαν Κύπρις ευκ]αμπτον γάρ [άει τό θήλυ αΐ κέ τις] κούφως τ[ό πάρον ν[οήσ7] κωύ]δέ νυν Άνακτορί[ας τις έ]μναί[σθ ου] παρεοίσας* τά]ς [κ]ε βολλοίμαν έρατόν τε βάμα κάμά ρυ[γ]μα λαμπρόν ί'δην προσώπω η τά Λύδων άρματα καν δπλοισι πεσδομά χεντας. ευ μεν ιδ]μεν ου δυνατόν γένεσθαι λωστ ] ον άνθρώπ[ωι* π]εδέχην δ άρασθαι τ εξ άδοκή[τω. LP 16 & DP 16 & RP 27. 88
τίποτα λυγά πάντα ή γυναίκα! πώς πιάνε ται απ αυτό πού τρώει τό νοΰ της ή άμυα λη καί πιο μακριά δέ βλέπει! σάμπως καί τώρα την Άνακτορία πού φύγε μακριά μας λέω τη θυμάται πιά κανείς;» πού τό κα μαρωτό της τό περπάτημα καί του προσώ που της τό φωτεινό τό γύρο να δω χίλιες φορές τό προτιμούσα παρά των Αυδών δλα τ άρματα καί τούς πεζούς με τά σιδερικά στη μάχη» όμως τό ξέρω πώς δέ γίνε ται ποτέ κανείς νά ελπίζει σ όλάκαιρη την εύτυχία* ενα μικρό μερίδιο νά προσδοκάει μονάχα 3 κεΐ πού δέν τό περιμένει... 89
άπΰ] Σαρδ[ίων πόλ]λακι τυίδ[ε ν]ών έ χοισα' ώς πε [δε]ζώομ.εν β[εβάω]ς εχεν σε θέα[ι]σ ΐκέλαν άριγνώται σάι δέ μάλίστ εχαιρε μ,όλπαι. νυν δέ Λύ δαισιν ένπρέπεται γυναίκεσσιν ώς ποτ άελίω δύντος ά Ρροδοδάκτυλος [σελάν να] πάντα περ[ρ]έχοισ άστρα φάος δ έπίσχει θάλασσαν έπ άλμυραν ίσως καί πολυανθέμοις άρούραις 90
πολλές φορές από τις μακρινές τις Σάρδεις εδώ σ εμάς γυρίζει δ λογισμός της έ δώ πού σάν θεά φανερωνόταν μαγεμένη απ τό γλυκό τραγούδι σου! τώρα μέσα στις άλλες γυναίκες της Λυδίας όμορφη ξε χωρίζει καθώς όταν ό ήλιος έχοντας βασιλέ ψει πια ή σελήνη μ ένα κόκκινο θάμπος ξε προβάλλει όλα τ άστέρια γύρω της νά εξαφανίσει- κι ένα φέγγος απλώνει ως πέρα στ αλμυρό τό πέλαγος καί στους άγρούς μέ τά χιλιάδες άνθη τότε πού ή δρόσο λα μπερή σταλάζει" ζωντανεύουν τά ρόδα καί
ά δ [i] ερσα κάλα κέχυται τεθάλαισι δε Ρρόδα κάπαλί άνθρυσκα καί μελίλωτος άνθεμώ δης πόλλα δε ζαφοίταισ άγάνας έ πιμνάσθεισ "Ατθιδος ίμέρωι λέπταν ποί φρένα κηρ [δ ] άσαι βόρηται* β κηθυ δ έλθην άμμ δξυ βόαι τά δ ού νώντ ά[π]υστα νυξ πολύω[ς] γαρύ[ει δι ]άλος π[... RP 96 & LP 96. 92
τό τρυφερό μυρώνι και τό ζαμπάκι με τη δυνατή ευωδιά* ώστόσο εκείνη με βαριά καρδιά ολοένα πάει κι έρχεται κι δ νους της στην Άτθίδα την απαλή πού τήν ποθεί καί πια μαράζωσε ή ψυχή της άκου φω νάζει με φωνή μεγάλη εκεί κι έμεΐς να πά με* νά σμίξουμε μαζί της* κι ή νύχτα πού ναι δλη αύτιά νά ξαναπεΐ πασχίζει επάνω από τά κύματα πού μάς χωρίζουν τό κάλε σμά της τό κρυφό και τό ανεξήγητο... 93
ύμήναον ώ τόν Άδώνιον» κατθνα[ί] σκει Κυθέρη αβρός "Αδωνις τί κε θεγ μεν; καττύπτεσθε κόραι καί κατερείκε σθε κίθωνας «οι:αν τάν υάκινθον έν ώρεσι ποίμενες άνδρες πόσοι καταστεί βοισι χάμαι δέ τε πόρφυρον άνθος... παρθενία παρθενία ποι με λίποισα οι χηι; ούκετι ήξω προς σέ ούκέτι ήξω. RP 116. LP 140 23. LP 105 2c. LP 114 11. 96
τον om>fl. ψάλλετε* τό τραγούδι του Άδω νι πεθαίνει δ "Αδωνις δ τρυφερός αχ Κυ θερεία πεθαίνει* καί τώρα τί θά κάνουμε; κο ρίτσια εμπρός ελάτε* σκίστε τά ρούχα σας* τό στήθος σας χτυπάτε! όπως επάνω στά βουνά κάποτε τον υάκινθο βλέπεις με τά ποδάρια τους βοσκοί νά τον πατάνε* κείτεται καταγής τό πορφυρό λουλούδι παρθενιά παρθενιά που πάς καί που μ ά φήνεις; Πάω πάω καί δέν γυρίζω πιά. 97
σοί χάριεν μεν είδος δππατα [δ έστι νύμφα] μέλλιχ [έρος] δ επ ίμμέρτωι κέχυται προσώπωι καί [βεβάως] τετί μ,ακ έξοχά σ Άφρόδιτα χαΐρε νύμ φα χαΐρε τίμιε γαμβρέ πόλλα νυ κτ[ παρθένοι δ[έ παννυχίσδομ[εν σαν ά είδοι[σαι φιλότατα καί νύμ]φας ίοκόλ πω. άλλ έγέρθ7][τ στεΐχε σοίς [ψί λοις... RP 108. RP 107. RP 39. 98
γιομάτη χάρες ή θωριά σου νύφη! μέλι στά ζουν τά μάτια σου κι δλο τό πρόσωπό σου τό μαγικό πλημμύρισε ή άγάπη βλέπεις εσένα διάλεξε μες σ δλες ή Αφροδίτη τέ τοια χαρά νά δώσει γειά σου νύφη! γειά σου κι εσύ χίλιες φορές ακριβέ σύντρο φε! οι παρθένες έμεΐς δλη νύχτα εδώ ά γρυπνάμε στο κατώφλι γιά νά τραγουδήσου με τον έρωτά σου αγαπημένε φίλε καί τον έρωτα τής νύφης μέ τά μενεξεδένια στήθη* άλλά ξύπνα σήκω εμπρός καί τούς φίλους... 99
όλβιε γαμβρέ σοί μεν δή γάμος ώς ά ραο έκτετέλεστ έχης δε παρθένον άνα ράο τίωι σ ώ φίλε γαμβρέ κάλως έϊκάσδω; δρπακι Ρραδίνωι σε μάλιστ έϊκάσδω RP 106. RP 117. ΙΟΟ
δ γάμος πού ονειρευόσουν νά πού γιν έπιτέ λους καί τήν παρθένα πού θελες τήν έχεις πιά δική σου τυχερέ μου άλλα με τί γαμπρέ μου νά σε παρομοιάσω; ά ναί' με λυγερό κλαδί μ αύτό προ πάντων. ΙΟΙ
ού γάρ έτέρα νυν πώς ώ γαμβρέ τε αύτα δώσομεν ήσι πάτηρ χαί ροισα νύμφα χαιρετώ δ δ γαμβρός 8 κή δ αμβροσίας μέν κράτηρ έκέκρατ Έρμαις δ ελών δλπιν θέοισ ώινοχόαι σε. χηνοι δ άρα πάντες καρχάσι ήχον κάλειβον άράσαντο δε πάμπαν έσλα τώι γάμβρωι. LP 113 10. LP 109 6. RP 119. LP 141 24. 102
ούτε πού υπάρχει άλλη κοπέλα σαν κι αύ τη γαμπρέ μου εμείς τή δίνουμε δ πα τέρας είπε νά ζήσει ή νύφη! νά ζήσει κι δ γαμπρός! κι απ αμβροσία εκεί ξε χείλισε δ κρατήρας σταμνί πήρε δ Έρμης καί τούς θεούς κερνούσε* κι αυτοί κούπες πλατιές υψώνοντας κάναν σπονδές κι ευχές πολλές δίνανε του γαμπρού! Ψ, 103
θυρώρωι πόδες έπτορόγυιοι τά δέ σάμ βαλα πεμπεβόηα πίσυγγοι δέ δέκ έξε πόνασαν ί'ψοι δή τό μέλαθρον ύμή ναόν άέρρετε τέκτονες άνδρες" ύμήναον γαμβρός εισέρχεται ίσος "Αρευι άνδρος μεγάλω πόλυ μέζων τάν δέ φυλάσ σετε έννε[άβοι]οι γαμβροί [τάν] πολίων βασίληες RP 118. LP 111. 8. LP 161 44. 104
οργιές εφτά του φύλακα οι ποδάρες πιάνουν έξω απ των νιόνυφων τη θύρα" πέντε βοδιώ τομ-άρια καί τσαγκαράδες δέκα τά σάντα λά του νά του φτιάξουν παιδεύτηκαν!» μαστόροι ελάτε κι άνεβάστε της στέγης τό δοκάρι- και τόν υμέναιο ψάλετε! τί θά δια βει άπό δω γαμ-πρός πού μοιάζει μέ τόν "Αρη- καί τόν υμέναιο ψάλετε! δέν είν θεός μά πιό τρανός κι απ τόν τρανότερο άντρα» όμως καλά τόνε κρατάτε σείς των εννιά βοδιώ γαμπροί κι άρχοντοβασιλιάδες! ιο5
οΐον τό γλυκύμ,αλον έρευθεται άκρωι επ υσδωι άκρον επ άκροτάτωι λελάθο ντο δε μαλοδρόπηες ού μάν έκλελάθοντ άλλ ούκ έδύναντ έπίκεσθαι... LP 105 2a. 106
καθώς πού βλέπεις κάποτε το μήλο τό γλυ κό άκρη άκρη στ αψηλότερο κλωνί νά κοκ κινίζει και λες πάει τ αλησμόνησαν οι κορ φολογητάδες όμως δεν τ αλησμόνησαν δέν έσωναν νά φτάσουν έτσι καί... ιο7
θέλω τί τ ειπην αλλά με κωλύει α! δως [ ] αί δ ^χες έσλων ίμερον ί) κά λων καί μη τί τ είπην γλώσσ έκύκα κάκον αιδώς κέν σε ούκ?ίχεν δππατ άλλ έλεγες περί τώ δικαίω β γλύ κηα μάτερ ού τοι δύναμαι κρέκην τον ιστόν πόθωι δάμεισα παΐδος βραδίναν δι Άφροδίταν LP 137 20. LP 102 1. Ιθ8
θέλω κάτι νά σου πώ μά πώς δεν ξέρω' ντρέπομαι (μάνα μου)* έννοια σου κι αν αύ τό πού χες νά πεις ήταν ωραίο στ αλήθεια κι ή γλώσσα σου δεν σ έτρωγε λόγο κα κό νά βγάλεις από ντροπή ποτέ δε θά χα μήλωνες τά μάτια μά θά μου λεγες ίσια κείνο πού χεις στο νου σου γλυκιά μου μάνα δεν μπορώ στον αργαλειό νά υφαίνω* ή αγάπη μ έλιωσε γ ι αυτό τό νέο παιδί πού ή λυγερή Αφροδίτη μου στείλε...
Κυπρί και Νηρήιδες
Κυπρί κα]ΐ Νηρήϊδες άβλάβη[ν \lol τον κασί]γνητον δότε τυίδ?κεσθα[ι κώσσα F]oi θύμ,ωι κε θέληί γενεσθαι πάντα τε] λέσθην δσσα δέ πρ]όσθ άμβροτε πάντα λΰσα[ί ώς φίλοισ]ι FoTat χάραν γένεσθαι κώνίαν ε[χθροισγ γένοιτο δ άμ μ,ι μήποτα μ,]7 δ ετς* τάν κασιγ]νή ταν δέ θέλοι πόησθα[ι έμ,μιορον τίμας [δν]ίαν δέ λύγραν ]ο τοίσι [πάρ]οιθ* ά χεύων θΰμον έδά]μνα
εσένα Κύπριδα παρακαλώ κι εσάς Νηρηί δες τον αδερφό μου κάντε νά γυρίσει πίσω γερός καί δυνατός κι όσα ή ψυχή του λα χταράει δλα νά γίνουν νά ξεπλυθεΐ από τις παλιές ντροπές του χαρά στους φίλους του νά δίνει καί πίκρα στους εχθρούς του πού απ αυτούς άμποτε νά μήν άπομείνει ούτ ένας μά νά σταθεί στέρξετε άξιος νά δώσει τήν τιμή πού πρέπει σ εμέ τήν αδερφή του κι απ τούς μαύρους καημούς νά μου άλαφρώσει τήν καρδιά πού τήν ει χε σ άλλοτινούς καιρούς πληγωμένος ό ί
λ εισαίω[ν] τό κ έγ χρώι κέρρον ^λ]λ έπαγ[ορί]αί πολίταν ]αλλωσ[ ό]ν7]κε δ αυτ ού μάν δεά μά]κρω άλλ άκουσ]ον αι κ[ε θέα ]ι ]ν συ [δέ] Κύπ[ρ έ]ρε[μ]να[ι ] θε μ[έν]α κάκαν RP 25. 114
διος άγρια τσακίσει* τότε που άκούον τας γύρω μου δλοι τής πολιτείας οί άνθρω ποι νά λεν γιά κείνον λόγια πικρά πού μου σχίζαν τά στήθη πάλι και πάλι άλλα θεά μου (άνίσως κι ευφροσύνη κάποτε μέ τη λύρα μου σου εχω δώσει) άκουσέ με καί με να καί στη μαύρη νύχτα ρίξε τα όλα διώ ξε τα όλα τά κακά μακριά μου...
ούκ άπυ]δώσ7]ν. ]ύτων μέντ έπτ[ καί κ]άλων κάσλων ε] τοις φί]λοις λύπηις τέ μ[ε εις ε[μ όνειδος ώι κεν] οϊδή σαις έπί τ[ καρδί]αν άσαιο- τό γάρ [νό ημμα τώ]μον ούκ ούτω μ[αλάκως διά κηται. αλλά ] μ ή δ[ό]αζε* ]χις συν ίημ [έγω σε ]λης κακότατο[ς ]μεν ν άτέραις με[μήλων ]η φρένας εύ ]α τοις Μάκα[ρας ]μοι παρέοντας]. RP 23. ιι6
καί μήτ ένα χατίρι να μου κάνεις παρά δλα τά καλά καί ώραΐα στους δικούς σου φίλους καί σ έμενα μόνο θλίψη καί ντρο πή φουσκωμένο πλάσμα μπρος λοιπόν χόρτασε την καρδιά σου- ωστόσο ξέρε το εύκολα δέ λυγά ή ψυχή μου έμένανε καί μην έχεις αμφιβολία καμιά τό πιστεύω πώς γιά την παλιανθρωπιά σου (μιά μέρα θά πληρώσεις) καί πώς θά ναι πάντα στό πλευρό μου νά με παραστέκουν οί Θεοί οί Μακάριοι.
εστι [χοί κάλα πάις χρυσίοισιν άνθέμοι σιν έμφέρην έχοισα μόρφαν Κλέις άγα πάτα αντί τάς εγωύδέ Λυδίαν παΐσαν ούδ έράνναν... LP 132 15. Ιΐ8
έχω ένα κοριτσάκι εγώ πού ναι σάν χρυσό λούλουδο τό πρόσωπό του τήν Κλείδα* τό μονάκριβό μου* πού δε θά τ άλλαζα ποτέ με τή Λυδία όλάκαιρη μήτε καί με τη φη μίσμένη (Λέσβο).
στάθι κάντα φίλος καί τάν επ οσσοισ όμ.πέτασον χάριν άλλ έων φίλος άμ,μι λέχος άρνυσο νεώτερον ού γάρ τλάσομ έγω συνοίκην έοισα γεραιτέρα... LP 138 21. LP 121 4. 120
λοιπόν στάσου αντίκρυ μου αγαπημένε κι άφησε μες στά μάτια ή χάρη σου δλη ν ά πλωθεΐ» κι άφοΰ είσαι φίλος κοίταξε συ ντροφό σου πιο νέα νά διαλέξεις γιατί νά ζήσω εγώ στά χρόνια μεγαλύτερη μαζί σου δε θά τό δεχτώ ποτέ.
]θος ά γάρ με γέννα[τ ] σφάς επ άλικίας μέγ[αν κ]όσμον αϊ τις έχη[ΐ] φόβα[ι]ς πορφύρωι κατελιξαμέ[να πλό κωι έμμεναι μάλα τούτο δ]ή άλλ ά ξανθοτέρα[ι]ς έχη[ τα[ΐ]ς κόμα[ι]ς δά ιδος προ[ σ]τεφάνοισιν έπαρτια[ άν θέων έριθαλέων [μ]ιτράναν δ άρτίως κλ[ ποίκιλαν άπύ Σαρδίω[ν ]αονι ασπολεις [ σοΐ δ έγω Κλέι ποικί λαν [ ούκ εχω πόθεν έσσεται [ μιτράν [αν]' αλλά τώι Μυτιληνάωι[ παι α ειον έχην πο[ αΐκε η ποικιλασκ[ ταΰ 122
επειδή (θυμάμαι) πού λεγε ή μητέρα μου στά χρόνια της νά δένει ένα κορίτσι τις πλεξούδες του μέ μιά κορδέλα κόκκινη στ αλήθεια ήταν δ,τι χρειάζεται δμως αν είχε τό μαλλί ξανθό πού νά φεγγοβολάει πιότερο από δάδα» ένα στεφάνι άπό μπου μπουκιά έτοιμοάνοιχτα ταίριαζε περισσότε ρο δεν πάει καιρός πού ένα χρώμα τιστό μαντίλι φερμένο άπό τίς Σάρδεις» τώρα Κλεί'ς γιά σένα μήτε τό χω μήτε και ξέρω κάν πού νά τό βρω ενώ (στήν ά γορά) τής Μυτιλήνης (τότε) πράγματα 123
τα τάς Κλεανακτίδα[ φύγας ίσαπολισε χει μνάματ ίδε γάρ αίνα διέρρυε[ν. DP 98. 124
πού μάς θυμίζουν την εξορία των γιων τού Κλεάνακτα μά τά δικά μας τώρα πά ει ρήμαξαν γίνανε κομμάτια. ΐ25
π λάσ lov δ ή μ ο ί not δναρ
πλάσην δή μ[οί ποτ δναρ παρέστα πό τνι Ήρα σά χ[αρίεσσα μόρφα τάν άρά ταν Άτρ[έϊδαι FtSov κλύτοι βασίληες έκτελέσσαντες [γάρ Άρευος εργον πρώτα μέν π[αρ ώκυρόω Σκαμάνδρω τύιδ άπορμάθε[ντες επ οίκον ίκην ούκ έδύναντο πριν σέ και ΔΓ άντ[ιάσαι μέγιστον καί Θυώνας ίμ[μερόεντα παί δα- νυν δέ καί ρέζοισι θύη πόλιται κάτ τό πά[λαιον άγνα καί κά[λον κατά 128
σιμά πολύ μέσα στον ύπνο κάποτε μου φα νερώθηκε ή χαρμόσυνη μορφή σου Ήρα βα σίλισσά μου* δμοια καθώς την ατενίσανε φερμένη εμπρός τους απ τις πολλές τους ί κεσίες οί ξακουστοί βασιλιάδες τής γενιάς του Άτρέα τον καιρό πού άφου ξετέλε ψαν με του ΧΑρη τά έργα έκεΐ στην άκρο ποταμιά του ορμητικού Σκαμάνδρου κίνησαν νά ρθουν πίσω στην πατρίδα καί δέ γινό ταν βολετό νά φτάσουν προτού κι εσέ να καί τον Δία παρακαλέσουν καί τής Θυ ώνης τό γλυκύτατο παιδί' γ ι αυτό καί τώ
γοισι πέπλον π]άρθ[ενοι συν ταΐσι δέ καί γυναίκες ά]μφί σ[όν βωμόν πύκιναι στάθεισαί... RP 28. 130
ρα πού συνήθη πιά το πήραν έρχονται γιά νά σου προσφέρουν οι πολίτες δλοι ά γνές θυσίες καί τα νέα κορίτσια πέπλον 6 μορφο κι από κοντά οί γυναίκες γύρω από τό βωμό σου συναγμένες πλήθος...
Κυπρο[ ]ας κάρυξ ήλθε θε[ ]ελε[ ]θεις "Ιδαος ταδεκα φ[ ]ις τάχος άγγελος[ ] τάς τ άλλας Ασίας [ ]δε αν κλέος ά φθιτον* Έκτωρ καί συνέταιρ[ο]ι ά γοισ έλικώπιδα Θήβας έξ ίέρας Πλα κίας τ ά[ ]νάω άβραν Άνδρομάχαν έ νί ναΰσιν έπ αλμυρόν πόντον» πόλ λα δ [έλί]γματα χρυσία κάμματα πορ φύρ[α] καταύτ[ ]να ποίκιλ άθύρματα άργύρα τ άνάρ[ί]θμα [ποτή]ρ[ια] κάλέ 132
έφτασε τρέχοντας ταχύς μαντατοφόρος ό Ίδαος κι άνάμεσό τους στάθη καί σ όλες (της Φρυγίας τις πολιτείες) καί τίς άλλες της Ασίας άφθαρτη δόξα» «ό Έκτωρ νά καί οί σύντροφοί του φέρνουν από τη Θή βα την ιερή κι απ την Πλακία με τά κρύα νερά τη νεαρή Ανδρομάχη σκίζοντας πέλα γο αρμυρό φέρνουν με τά καράβια τους χρυσά βραχιόλια λεπτοδουλεμένα καί πορ φυρά φορέματα μέ κεντητά λουλούδια κι άλ λα λογής χρωματιστά στολίδια μ έλεφα ντόδοντο καί πλήθος κούπες ασημένιες» είπε 133
φαις ώς εϊπ ότραλέως δ άνόρουσε πάτ[η]ρ φίλος φάμα δ ^λθε κατά πτό λιν εύρύχορον φίλοις. αύτικ Ίλία δαι σατίναι[ς] ύπ έυτρόχοις άγον αίμιό νοις έπ[έ]βαινε δε παΐς οχλος γυναικών τ άμα παρθενίκα[ν] τ [ ] σφυρών χωρίς δ αυ Περάμοιο θυγ[α]τρες[?ππ [οις] δ άνδρες ύπαγον ύπ άρ[ματ π[ ]ες ήίθεοί μεγάλω[σ]τι δ[ δ[ ] άνίοχοι 134
ό κήρυκας κι ευθύς πάνου πετάχτηκε ό πατέρας ό καλός κι απ άκρη σ άκρη της μεγάλης πολιτείας σ όλους τούς φίλους έ φτασαν τα νέα τότε τού Ίλιου οί γιοι μη χάνοντας καιρό στ αμάξια τους με τούς ωραίους τροχούς ζευουνε τα μουλάρια κι έπά νω τους γυναίκες πλήθος άνεβάζουν καί τίς παρθένες όλες μέ τό λυγερό κορμί χώ ρια κι οί θυγατέρες του Πριάμου ακολούθου σαν κι απ τ άλλο μέρος οί άντρες στ άρ ματα τά πολεμικά δένανε τ άλογα κι άπό κοντά οί νέοι άκολουθώντας ποταμός σωστός ΐ35
φ[ ] [ ]π ]ξα ο!]κελοι θέοι[ς ]ά γνον άολ[λε- δρμαται ]νον ές *Ίλιο[ν αυλός δ άδυ[[λ]έλης[ ]τ δνεμίγνυ[το καί ψ[ό]φο[ς κ]ροτάλ[ων ]ως δ άρα πάρ[θενοι άειδον μέλος άγν[ον ικα]νε δ ές αί'θ[ερα άχω θεσπεσία γελ[ πάνται δ ής κάτ δδο[ κρατήρες φίαλαί τ ό[ ]υ εδε[ ] εακ[ ] [μύρρα καί κασία λί βανός τ όνεμείχνυτο γυναίκες δ έλέλυ σδον οσαι προγενέστερα[ι πάντες δ ΐ3 6
ξεχύνονταν s καθώς δ Έκτωρ κι ή Άνδρο μάχη παν άνεβασμένοι στο άρμα τους ίδια θεοί κι δλος μαζί δ λαός τούς συντροφεύει ώς πέρα στο Ίλιον μέ γλυκύτατους αυλούς καί μέ κιθάρες και κροτάλων χτυπήματα οί γλυκιές παρθένες τραγούδι ψάλλανε ιερό κι ώς τούς αιθέρες έφτανε αχός θεσπέσιος καί παντού σέ κάθε δρόμο κρατήρες καί φιάλες καί λιβάνι καί σμύρνα καί κανέλα μιαν εύ ωδία σκορπούσαν άκουγες μπήγανε φωνές χαράς οί μεγαλογυναΐκες * κι οί άντρες τον παιάνα τον όρθιο απαγγέλλανε για τό 137
άνδρες έπήρατον ί,'αχον δρθιον Πάον όν καλέοντες έκάβολον εύλύραν υμνην δ Έκτορα κ Ανδρομάχαν θεοεικέλο[ίς. LP 44 2. 138
θεό τον έκηβόλο μέ τήν ωραία λύρα κι δλοι μαζί άναπέμπανε δοξαστικό στήν Άνδρομά χη και στον Έκτορα λές κι ήτανε θεοί. 139
π αν %ο 6άπαιαι μεμειχμένα
πόδας δέ ποικίλος μάσλης έκάλυπτε Λύδιον κάλον έργον παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν χερρόμακτρα δέ καγγόνων πορφύραι καταυταμενά τατιμάσεις έπεμψ άπΰ Φωκάας δώρα τίμια καγγόνων... LP 39 9. LP 152 35. LP 101 2. 142
καί τά πόδια της έβλεπες νά τά σκεπάζει ριχτός απ τη Λυδία φερμένος όμορφος χι τώνας με χρώματα όλων των λογιών απάνω του κι οί μαντίλες εκείνες καί ά πό κόκκινο πορφύρας τ άλλα πού δ Μνάσις α π τη Φώκαια έστειλε δώρα πολύτιμα... 143
δνοφε μελα&να[ φ[ο]ίταις δτα τ ύπνος [ γλύκυς θ[έ]ος ^ δεΐν όνίας μ[ ζά χωρίς εχην τάν δυναμ[ ελπίς δε μ έχει μή πεδέχη[ν μηδέν μακάρων έλ[ ού γάρ κ έον ούτω [ αθύρματα κα[ γένοίτο δέ μοί[ LP 63 6. 144
όνειρο πού μέ σκοτεινές φτεροΰγες έρχεσαι όταν δ ύπνος ήμερος θεός από τις έ γνοιες φοβερά νά με χωρίσει έχει τη δύνα μη όμως πολύ τό ελπίζω μερίδιο νά μην έχω από τούς αθανάτους τίποτε μιας πού δεν είναι κι έτσι τά όμορφα παι χνίδια μακάρι νά μου λάχει έμενα 145
τον Fov παΐδα κάλει [t γάρ μ ά πύ τάς έ[ ύ]μως δ έγεν[το ]!σαν θέοι σιν ]ασαν άλίτρα[ Άν]δρομέδαν[ ] αξ[ ]αρ[ ]α κ[ ]α ]εον δέ τρόπον α[ ]ύνη ]κορον ούκατις ε[ ]κα[ ] Τυνδαρίδαι[ς ]ασυ[ ] κα[ ] χαρίεντ ά[ ]κ άδολον [μ.]ηκετι συν[ ]μεγαρα [ ]να[ ]α[ β ]φ [ ] [ ] θύρα[ RP 138. LP 68 11. 146
πού παιδάκι της τό λέει επειδή μακριά κι εγώ από την μά πού όμως έγιναν ά παράλλαχτη θεά την Ανδρομέδα μέ ποιόν τρόπο καϊ νά πάρει τ άπάνω δεν μπορεί τού Τυνδάρεω τη γενιά μέ τόση χάρη μ άθωότη ποτέ πιά τή θύρα ΐ47
ώ τον χαδωνιν αϊμιτύβιον στάλασ σον ]θε θυμόν ]μί πάμπαν ] δυ ναμαι ]ας κεν μοι ]σαντιλάμπην ]λον πρόσωπον.] ]γχροίσθεις ] [ ]ρος ταΐσι... ψυχρός μεν έγεντ δ θυμός πάρ δ ιεισι τά πτερά όφθάλμοισ[ι] μέλαις χύτ* άωρος... RP 133. LP 119 2. LP 4. LP 42 12. RP 59. 148
δ "Αδωνις αχ ένα πανί βρεμένο πού δ λο στάζει «καρδιά μου όλότελα μπο ρώ έμένανε άντιλάμπει δμορφο πρόσω πο άναψες κι οι περιστέρες δλες που πάγωσε ή καρδούλα τους και τά φτερά τους δίπλωσαν στα μάτια τους άπλω θηκε ό μαύρος ύπνος... ΐ49
έπτάξατε[ δάφνας δτα[ πάν δ άδι ον[ η κηνον έλο[» καί ταΐσι μέν ά[ όδοίπορος άν[ ] μ,ύγις δέ ποτ εί σάιον* έκλ[ ψύχα δ άγαπάτασυ [» τέαυτα δέ νυν έμμ[ ί'κεσθ άγανα[ έφθατε κάλαν[ τά τ έμμ,ατα κα[ LP 62 5. 150
κουρνιάσατε από την τρομάρα σάν της δά φνης κι όλο γλυκύτερα είναι παρά κείνο κι από τή μιά σ αυτές δ πεζό πόρος κι από την άλλη μόλις πού άκου γα ψυχή μου πολυαγαπημένη καϊ νά τώρα πού τέτοια ερχόσασταν προφτά σατε καϊ την ωραία καί τά φορέματα...
]δα[ ] ]α ]ύγοισα[ ] ]ιδάχθην ]χυ θ [ ]οι[ ]αλλ[ ]ύταν ]χθο[ ]ατί[ ]εισα ]μ ένα ταν[ ώ]νυμόν σε ]νι θήταί στ[ύ]μα [τι] πρόκοψαν ]πων κάλα δώρα παίδες ]φ&λάοιδον λιγύραν χελύνναν ]ντα χρόα γήρας ήδη ]ντο τρίχες έκ μελαίναν ]οα γόνα δ [ο]ύ φέροισι ]ησθ ίσα νεβρίοισιν ά]λλά τί κεν ποείην;» ]ού δυνατόν γένεσθαι ] βροδοπάχυν Αύων έσ]χατα γάς φέροισα[ ]ον ύμως έμαρψε[ ]άταν άκοιτιν ]ιμέναν νομίσδει ]αις δπάσδοι εγω δε φίλημμ άβροσύναν ]τοϋτο καί 152
με πήγανε δμως στόμα έξοχα δώρα (φέρνανε) τά παιδιά τήν καθαρόηχη λύρα τα γηρατειά βαραίνουν τό κορμί πέρα γιά πέρα κι οί μαύρες τρίχες άσπρισαν δε βαστάνε τά γόνατα ήσουνα σάν τό νέο έ λάφι μά τί μπορούσα εγώ δε γινό ταν αλλιώς τή χαραυγή τη ρόδινη ά κρη άκρη τής γης πηγαίνοντας την άρπα ξε ωστόσο τή σύντροφο τού κρεβατιού της τή λαχταριστή καί πιστεύει πώς έχει πιά πεθάνει συντροφεύει τή χαρμοσύνη εγώ αγαπώ κι αλήθεια είναι σε μένα πού ή ΐ53
μοι το λά[μπρον έρος τώελίω καί το κά]λον λέ[λ]ογχε. LP 58 1.!54
λάμψη του ήλιου δ έρωτας καϊ τό άγα θό έχουν λάχει. ΐ55
]άεισον άμμι (τάν ίοκολπον*)» ]καΐ γάρ[ αί'τ]ινες μ,έμ[φοντο ]ζάλεξαι* κ[ ά]δρα χάρισσα[ι σ]τείχομ.εν γάρ [ κα]ί σΰ τουτ άλλ [ πα]ρ[θ]ένοις άπ[ ]εν εχοιεν....ανάγ... δ[έ μ,νάσεσθ ά[σ σα ά]μμες έν νεό[τατι έ]πόημμ,εν πόλ λα μ]έν γάρ και κά[λα ]μεν πολι[ και χ]ο[ρ]είαις δ[ RP 32. RP 38 1. RP 34. 156
τραγούδησε μας την μέ τις μενεξεδιές πλεξούδες γιατί καί πού τούς κακολο γούσανε πάνω σε κάτι πού είπανε χάρη καϊ λοιπόν περπατούσαμε κάτι τέτοιο κι εσύ* άλλα όμως κορίτσια γιά θυμηθεί τε τότε πού μασταν νέες καί τί δεν κάνα με- σέ πόσες των θεών γιορτές καί σέ πόσους χορούς... ΐ57
]τύχοισα ]θέλ ών τ απαίσαν ]εσον νό ημμα ]έτων κάλ7)[χ[μ]ΐ [ ]πεδά θυμόν αιψα δ]σσα τύχην θελήσφς ]ρ έμοι μάχεσθα[ι χ]λιδάναι πίθεισα[ ]ι σΰ δ εύ γάρ οϊσθα ]έτει τα[ ]λε ]κλασ[ & αυτα δέ σύ Καλλιόπα μένοισα[ θ έν θύοισι[ν έχοισαν εσλ[α [και κάλα δώ ρα] ]ει δέ βαισα[ ε[υ γάρ ί'δμεν ]ιν ερ γων δ ύπίσσω κ]άπικυδ [ τόδ είπη[ν. LP 60 3. LP 124 7. RP 30. 158
κείνο πού βαλές με τό νοΰ σου νά τό κά νεις προσκαλώ στην ψυχή μου ευθύς δσο κι αν τύχει νά θελήσεις νά μέ μάχε ται μπροστά σέ τόση τρυφεράδα πώς νά κάνει αλλιώς μά κι εσύ πολύ καλά τό ξέρεις ώς κι εσύ Καλλιόπη μένο ντας εκείνη καί μες στ άρώματα εχο ντας τά ευγενικά δλοι μας τό γνωρίζου με τών έργων πίσω αυτό νά πει. Ι59
άρτίως μεν ά χρυσοπέδιλλος Αύως ]αν Άφροδί[τα ά]δύλογοι δ έρ[ ]βαλ λα ]ις έχασα ]ένα θαασ[σ ]άλλει ]ας έέρσας[ χρύσειοι δ ερέβινθοι επ άι όνων έφύοντο πτερύγων δ ύποκακ χέει ληγυράν άοίδαν δ τι ποτ άν φλό γιον καθέταν έπιπτάμενον καταυδείη. LP 123 6. LP 73 16. LP 143 26. RP 206. ΐ6θ
λίγο πριν ή Αυγή μέ τό χρυσό της πέδιλο τήν Αφροδίτη κι οι ερωτες μέ τά γλυ κά τά λόγια κι άλλους έχοντας αυτή δροσοσταγόνες φούντωναν χρυ σορέβιθα σ όλο τό μάκρος του γιαλού» καί τώρα ένα τραγούδι βγάνει τό τζιτζί κι δυνατό κάτω από τά φτερούγια του κα θώς απολαμβάνει τήν πύρα πού άναδίνει 6 κάμπος μές στον ήλιο.
Είναι άνάγκη νά δώσω έδώ μερικές εξηγήσεις στον αναγνώστη για τον τρόπο πού έργάσθηκα: α) Δεν άκολούθησα σέ τίποτε την κλασική κατάταξη των άποσπασμάτων της Σαπφώς, μια πού ή προσπάθειά μου άπέβλεπε άλλου καί οχι στο χώρο της φιλολογικής έπιστήμης. β) Προχώρησα πιο πέρα: στην αύθαίρετη σύνδεση των θραυσμάτων, μέ γνώμονα τη φύση του περιεχομένου τους καί άπώτερο στόχο τη δημιουργία μιας νέας ποιητικής μονάδας, έστω καί έλλειπτικής. γ) Χρειάστηκε γι αυτό ν άλλάξω πολύ συχνά τό χρόνο (άπό ενεστώτα. σε παρατατικό ή σέ μέλλοντα κλπ.) καθώς καί νά προσθέσω συνδετικά μόρια (όπως, καί, λοιπόν, όμως, άλλά κλπ.) χωρίς ωστόσο νά φτάσω ποτέ, όπως ό J. Μ. Edmonds παλαιότερα ή ή Edith Mora στις ήμέρες μας, νά καλύψω τά κενά μέ τό υποτιθέμενο ενδιάμεσο νόημα, δ) Κατάργησα τό άρχικό κεφαλαίο καί τά κόμματα. Περιορίσθηκα στις τελείες, τήν παύλα καί τό θαυμαστικό. Επίσης χρήσιμο-
ποίησα ένα κόσμημα για νά δείξω που χωρίζουν οί άποσπασματικοί στίχοι ή οί στροφές (δσες φορές είχα νά κάνω μέ ποίημα πού έτυχε νά διασώζεται στο μεγαλύτερο μέρος του). ε) "Υστερα άπό πολλές δοκιμές, πρόσφορη βρήκα γιά τήν τυπογραφική εμφάνιση, τη στενή στήλη, τόσο στο πρωτότυπο οσο καί στή μετάφραση. Έ τσι, βέβαια, δυσκολεύεται ό άναγνώστης νά διαβάσει τό κείμενο σωστά, δηλαδή σύμφωνα μέ τό ρυθμό πού έ'χουν οί στίχοι. Παρ ολα αύτά, προτίμησα νά ρθω σε συναισθηματική συστοιχία μέ τό μυστήριο πού άναδίδεται άπό τις άρχαΐες στήλες καί τούς παπύρους, άκριβώς έξαιτίας τής δυσκολίας πού παρουσιάζει ή άνάγνωσή τους- καί μέ τήν ίδια χειρονομία νά λυτρωθώ άπό τήν καταθρυμματισμένη επιφάνεια των σελίδων, ώστε νά κερδίσω τήν ισόρροπη κι ένιαία τους έμφάνιση. ϊ) Στήν αριστερή σελίδα καί κάτω άπό τό άρχαϊο κείμενο πού είναι κατά κανόνα καί πιο σύντομο έκρινα σωστό νά παραθέσω τις παραπομπές μέ τό γνωστό συντομογραφικό τρόπο. ED γιά τον J. Μ. Edmonds, DP γιά τον Denys Page, LP γιά τούς Lobel and Page καί RP γιά τούς Reinach et Puech.
ζ) Τά βιβλία πού άναφέρω στο βιβλιογραφικό σημείωμα τα συμβουλεύθηκα δλα. Βασικά, όμως, θέλησα να στηριχθώ στην πιο υπεύθυνη έκδοση της Οξφόρδης, των Lobel and Page. Ή καταφυγή μου στους άλλους έγινε μόνο δταν ή έκδοχή τους γιά τήν άποκατάσταση λέξεων ή φράσεων μέ έβρισκε πιο σύμφωνο ή έξυπηρετοΰσε καλύτερα τις προθέσεις μου. Οί διαφανογραφίες πού συνοδεύουν τά έκτος έμπορίου άντίτυπα έγιναν μέ αύτοκόλλητα καί διαφανή χαρτιά (τά λεγάμενα lettrafilms) πού πάσχισα νά τά προσαρμόσω επάνω σ ένα, βασικό κάθε φορά, σχέδιο. Από κεΐ κι ό μονοτονικός τους χαρακτήρας. Βιβλιογραφικό σημείωμα 1. Poetae Lyrici Graeci. E didit Theodorus Bergk. Lipsiae 1843. (Sum tu Reichenbachiorum fratrum) 2. Lyra Graeca. Edited and translated by J. M. Edmonds. Yol. I. London MCMLXIII (William Heineman Ltd, Cambridge, Massachusetts, H arvard University Press) 3. Alcde - Sapho. Texte etabli et trad u it par Theodore Reinach avec la collaboration de Aime Puech. Paris 1937 (Societe d edition «Les Belles Lettres»)
4. Σαπφώ. Άρχαΐον κείμενον - εισαγωγή - μετάφρασις - σχόλια ύπό Παναγή Λεκατσα. Άθήναι 1938 (Πάπυρος) 5. Sappho de Lesbos. Par A rthur Weigall. Traduction de Theo Varlet. Paris 1951 (Payot) 6. Lirici Greci. T radotti da Salvatore Quasimodo. Con un saggio di Luciano Anceschi. (Arnoldo Monadori editore, 1951) 7. La civilisation grecque. Vol. I. Sapho de Lesbos, Dixieme Muse. Par Andre Bonnard. Lausanne 1954 (Editions Clairefontaine) 8. Sappho and Alcaeus. An Introduction to the Study of A n cient Lesbian Poetry by Denys Page. Oxford 1955 (At the Clarendon Press) 9. Sappho. Griechisch und deutsch herausgegeben von Max Treu. Munchen 1958 (Ernst Heimeran Verlag) 10. Poetarum Lesbiorum Fragmenta. E diterunt Edgar Lobel et Denys Page. Oxford 1963, (At the Clarendon Press) 11. Sappho. Histoire d un poete et traduction integrate de l oeuvre par E dith Mora. Paris 1966 (Flammarion) 12. Sappho. A new translation by Mary Barnard. Foreword by Dudley Fitts. Berkeley and Los Angeles 1966 (University of California Press)
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α άερίων έπέων άρχομαι άερίων έπέων άρχομαι ζά έλεξάμαν οναρ Κυπρογενηα μήτε μοι μέλι μήτε μέλισσα οΰ τί μοι ύμμες 18 20 22 24 ήρος άγγελος ήρος άγγελος ίμερόφωνος άήδων άστέρων πάντων 6 κάλλιστος άστερες μέν άμφί κάλλαν δέδυκε μέν ά σελάννα τί με Πανδίονις Ώιρανα χελίδω ράνοθεν κατιου[σ ποικιλόθρον άθανατ Αφρόδιτα κείνον ώ χρυσόθρονε 28 30 32 34 36 38 42 48 ( ταΐς εμαις έταίραις τάδε νυν έταίραις ταίς έμαις 52 167
ύακινθίνω μέν ανθεί 54 άμφί δ άβροισιν λασίοισ εύ 56 άνθε άμέργοισαν παΐδ άγαν 58 Έρος δηύτε μ ό λυσιμέλης 62 κατθάνοισα δέ κείσηι 64 [κ]έλομαί σ[ε Γο]γγύλα 66 χαιρε πόλλα [Γύρινν ] 68 εύμορφοτέρα Μνασιδίκα 70 ]μίσσε Μίκα 72 άσαροτέρας ουδαμά πώρα[ν]να 74 πόλλα μοι τάν Πωλυανάκτιδα 76 φαίνεται μοι κήνος ίσος θέοισιν 78 τεθνάκην δ άδόλως θέλω 82 ο]ΐ μέν ΐππήων στρότον 86 άπύ] Σαρδ[ίων πόλ]λακι τυίδ[ε 90 ν μ ή ν α ο ν ύμήναον ώ τον Άδώνιον 96 σοί χάριεν μέν είδος 98 όλβιε γάμβρε 100 168
ού γάρ έτέρα νυν πάις 102 θυρώρωι πόδες έπτορόγυιοι 104 οίον τδ γλυκύμαλον έρεύθεται 106 θέλω τί τ ε ίπην 108 Κνπρ ι και Νηρήϊδες Κύπρι κα]ί Νηρήϊδες 112 ούκ άπυ]δώσην 116 έ'στι μοι κάλα πάις 118 στάθι κάντα φίλος 120 θος ά γάρ με γέννα[τ 122 πλάσ ιον δ ή μοί ποτ όναρ πλάσιον δή μ[οί ποτ οναρ 128 Κυπρο[ ]ας κάρυξ ήλθε 132 πχιντοδάπαισι μεμειχμένα πόδας 8ε ποικίλος μάσλης 142 βνοιρε μέλαινα 144 τον Fov παΐδα κάλει 146 169
ώ τον Άδωνιν 148 έπτάξατε[ δάφνας 150 ]δα ]α ]ύγοισα [ιδάχθην 152 ]άεισον άμμι (τάν ίόκολπον) 156 ]τύχοισα ]θέλ5 ών τ απαίσαν 158 άρτίως μέν ά χρυσοπέδιλλος Αΰως 160 170
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ «ΚΕΙΜΕΝΑ» ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 1984 ΣΤΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΜΙΧΑΛΗ ΜΠΟΡΜΠΟΥΔΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΜΜ. ΜΟΣΧΟΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ «ΙΚΑΡΟΣ» ΤΥΠΩΘΗΚΑΝ 2000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ & 77 ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΑΡΙΘΜΗΜΕΝΑ ΑΠΟ 1-77 ΤΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΑΥΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ 11 ΔΙΑΦΑΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΤΥΠΩΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΞΟΤΥΠΙΑΣ ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΕΓΙΝΕ ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1985