ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ Του Αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Πανταζή



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Η ιστορία του δάσους

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Το παραμύθι της αγάπης

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius


ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Η χαρά της αγάπης

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

«Η νίκη... πλησιάζει»

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

«Του πιδούδ' μι ντ πίτα»

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

T: Έλενα Περικλέους

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Kangourou Greek Competition 2014

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Εισαγγελέας: Δευτέρα 03/10/2011, η ημέρα της δολοφονίας της Souzan Anders. Παρατηρήσατε κάτι περίεργο στην συμπεριφορά του κατηγορούμενου;

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

Γλώσσα. Φύλλα εργασίας. Για παιδιά E ΗΜΟΤΙΚΟΥ. Τεύχος Α. Παίζω, Σκέφτοµαι, Μαθαίνω. σελίδες

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Transcript:

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ Του Αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Πανταζή Ήταν ανήµερα του εκεπενταύγουστου του 1944. Κάθε χρόνο, την ηµέρα αυτή, έχουµε, όπως είναι γνωστό, το πανηγύρι του χωριού. Τώρα, βέβαια, τι γλέντια να κάνουµε στο πανηγύρι µέσα στο φόβο και στη δυστυχία της γερµανικής κατοχής; Ήταν κατ όνοµα πανηγύρι. Την ηµέρα εκείνη, συναινούσης και της θρησκευτικότητάς της (Κοίµηση της Θεοτόκου), µαγείρεψαν οι νοικοκυρές, ό,τι µπορούσαν καλύτερο, αφού οι δυνατότητες για πλούσια γεύµατα ήταν ανύπαρκτες. Πανηγυριώτες (Πα γκυργιώτις), βέβαια, δεν υπήρχαν. Στο σπίτι µας, π.χ., είχαµε µαγειρέψει κοτόπουλο µε κρεµµύδια γιαχνί (Ρύζι, βέβαια, δεν υπήρχε ούτε για δείγµα) και, προφανώς, είχαµε σφάξει και αρνί, γιατί είχαµε µαγειρέψει και πατσά, τον οποίο τον θυµάµαι πολύ καλά, για το λόγο που θα διαβάσετε κατωτέρω. Λουκούλλειο γεύµα, δηλαδή, µε τα δεδοµένα της εποχής εκείνης. Αργά το απόγευµα, η τοπική οργάνωση του Ε.Α.Μ. 1, εκδίδει, αιφνιδιαστικά και χωρίς καµία απολύτως προειδοποίηση, µία φοβερή διαταγή. Το πνεύµα της διαταγής το έδωσε ένα στέλεχος της οργάνωσης, το οποίο, σε τόνο αυστηρό, είπε τα εξής: «Θα έλθουν απόψε κανόνια στο Γαβαθά και, αύριο, θα χτυπήσουν το Λειανοκλάδι και τη Λαµία. Θα φύγετε όλοι απόψε για τον Καναλάκη. Όποιος παραµείνει και συµβεί τίποτε, θα αναλάβει τις ευθύνες του». 2 Το «συµβεί τίποτε», εννοούσε το αν έλθουν οι Γερµανοί. Όλοι, βέβαια, κατάλαβαν και το τι κρύβεται πίσω από αυτό το «θα αναλάβει τις ευθύνες του». Γίνεται αντιληπτό ότι, µε το περιεχόµενο της ανωτέρω ανακοινώσεως, δεν απέµεναν περιθώρια παραµονής στο χωριό από κανέναν. Το στέλεχος, που αναφέρω ανωτέρω, το είδα µε τα µάτια µου και, αυτά που είπε, τα άκουσα µε τα αυτιά µου. Η ανωτέρω ανακοίνωση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν µία αιφνιδιαστική διαταγή χωρίς καµία προειδοποίηση. Θα χτυπήσουν µε κανόνια τους Γερµανούς! Και πώς θα αντιδράσουν οι Γερµανοί; Να πάµε στον Καναλάκη και πόσες µέρες θα µείνουµε, που θα µείνουµε, τι θα φάµε και, γενικά, πώς θα ζήσουµε εκεί; Με τα ερωτήµατα αυτά προσπαθούσε, ο καθ ένας, να αντιληφθεί το µέγεθος του προβλήµατος, γιατί ήταν δύσκολη η ταχύτατη προσαρµογή από την πλήρη ηρεµία στην απόλυτη εγρήγορση. Αλλά το συγκεκριµένο, µη αναστρέψιµο και υποχρεωτικό δεδοµένο, ήταν ότι, ήθελαν δεν ήθελαν, οι χωριανοί, έπρεπε να φύγουν χωρίς καθυστέρηση. εν υπήρχε χρόνος για πολλές σκέψεις, οι οποίες, ούτως ή άλλως, δεν θα είχαν και κανένα αποτέλεσµα. Με αυτό το σκεπτικό και την ψυχολογία άρχισαν να ετοιµάζονται για την απροσδόκητη αναχώρηση και οι γονείς µου. 3 Η οικογένειά µου αποτελείτο από τους εξής: Τον Πατέρα µου και τη Μητέρα µου, εµένα (δεκατριών ετών), την αδελφή µου τη Ζωή (δέκα ετών) και την αείµνηστη αδελφή µου, την Κική (τριών ετών). Από ζώα είχαµε δύο µουλάρια, το «Μάρκο» και τη «Μαρίκα», έναν γάιδαρο (τον είχαµε αβάφτιστον και δεν είχε όνοµα, τον λέγαµε, απλώς, «ο γάιδαρος»), µία αγελάδα, τη «Ντίνα» και ένα γουρούνι (µη θέλετε, τώρα, να είχαµε δώσει όνοµα και στο γουρούνι!!!). Γρήγορα γρήγορα, οι γονείς µας, έριξαν αρκετά πράγµατα, µέσα σε δύο 1 Ε.Α.Μ. = Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, ελεγχόµενο απολύτως από το Κοµµουνιστικό Κόµµα. 2 Σ αυτή την αφήγηση δεν θα αναφέρω ονόµατα, γιατί δεν το θεωρώ σκόπιµο. 3 Και βέβαια θα αναφερθώ στις περιπέτειες της δικής µου οικογενείας, για τις οποίες έχω και προσωπικές εµπειρίες. Παραπλήσιες περιπέτειες είχαν και οι υπόλοιπες οικογένειες του χωριού,

κρυφές καταπακτές που είχαν κατασκευάσει (µία µέσα στην κουζίνα και µία στο κάτω µέρος της αυλής) 4, φόρτωσαν, στο γάιδαρο και στα µουλάρια, όσα σκεπάσµατα µπορούσαν, καθώς, επίσης, λίγο αλεύρι και άλλα τρόφιµα και είµαστε έτοιµοι να ξεκινήσουµε. Ήδη είχε αρχίσει να νυχτώνει και µπορούσαµε να ξεκινήσουµε, χωρίς να γίνουµε αντιληπτοί από τους Γερµανούς. Ξεκινήσαµε, λοιπόν, µε την εξής διάταξη: Εγώ πήγαινα µπροστά µε το γάιδαρο και κρατούσα στα χέρια µου ένα µπακράτσι 5 µε τον πατσά, που είχε περισσέψει από το µεσηµέρι, πίσω έρχονταν ο Πατέρας µε τα δύο µουλάρια, ενώ, καβάλα στο σβέρκο του, είχε την Κική, πιο πίσω έρχονταν η Μητέρα σέρνοντας την αγελάδα και, τελευταία, η Ζωή σέρνοντας το γουρούνι και κρατώντας ένα τενεκέ µεγάλης κονσέρβας, στον οποίο, ο Πατέρας, είχε προσθέσει ένα χερούλι από χοντρό σύρµα. Μέσα στον τενεκέ αυτόν είχαµε βάλλει το κοτόπουλο µε τα κρεµµύδια γιαχνί. Κρατείστε στη µνήµη σας αυτόν τον τενεκέ, γιατί, σαν άδειος αφού φάγαµε το φαγητό, διαδραµατίζει κάποιο ρόλο στην ιστορία µας. Έτσι ξεκινήσαµε για το άγνωστο και µη γνωρίζοντας τι µας επιφυλάσσει η τύχη τόσο κατά τη διαδροµή, όσο και κατά την παραµονή µας στον Καναλάκη, αν θα φθάναµε ποτέ εκεί. Στον Καναλάκη οδηγούσε ένα και µοναδικό µονοπάτι. 6 Μέσα σ αυτό το µονοπάτι ωθούνταν να εισέλθει ένα ολόκληρο χωριό µε όλους τους ανθρώπους του και τα ζώα του. Τροµερό, ανήκουστο και ανεύθυνο και, εν πάση περιπτώσει, ας δούµε ποιο θα ήταν το αντιστάθµισµα από αυτή την ανείπωτη ταλαιπωρία. Με αυτές τις προϋποθέσεις άρχισαν, σιγά σιγά, να βγαίνουν από τα δροµάκια του χωριού µικρές οµάδες χωριανών και να µπαίνουν µέσα στο µονοπάτι για τον Καναλάκη. Έτσι η κινούµενη φάλαγγα, προς το βουνό, µεγάλωνε συνεχώς. Τώρα είχε νυχτώσει για τα καλά και, µέσα στο µονοπάτι, άκουγες ανθρώπους να φωνάζουν, παιδιά να κλαίνε, γαϊδούρια να γκαρίζουν και γουρούνια να σκούζουν. Όλα αυτά, µαζί, συνέθεταν µία διαβολική συγχορδία, ένα χάος απίστευτο και µία τραγικότητα φρικτή. Και εκεί, επάνω σ αυτόν τον σάλαγο, ακούγεται µία ριπή πολυβόλου κάτω στον κάµπο. Θυµάµαι που είδα τις τροχιοδεικτικές σφαίρες της ριπής, να πηγαίνουν, η µία µετά την άλλη, προς την κατεύθυνση του Κοµποταδίτικου Αϊ Λιά (Έτσι µου φάνηκε, νύχτα που ήταν). Η καρδιά µας φτερούγισε από το φόβο. Να µας κατάλαβαν οι Γερµανοί και να έρχονται από κοντά µας; Μπροστά, η µόνη σωτηρία µας ήταν µπροστά, να προχωρήσουµε µπροστά και να φτάσουµε, το γρηγορότερο, στον Καναλάκη. Το «γρήγορα» ήταν µία λέξη. Πώς να κινηθείς γρήγορα, µέσα στις δύσκολες συνθήκες του µονοπατιού. Και δεν φθάνει αυτό, όταν φθάσαµε στο κυρ Νικόλα, διαπιστώσαµε ότι είχαν φθάσει και Κοµποταδίτικα «καραβάνια», τα οποία προσπαθούσαν και αυτά να µπουν µέσα στο ίδιο µονοπάτι, προκειµένου, σύµφωνα µε την εντολή που πήραν, να µεταβούν στη Λούκα. Για να πάνε εκεί έπρεπε να περάσουν, υποχρεωτικά, από τον Καναλάκη. Και οι Κοµποταδίτες πήραν εντολή, µε την ίδια δικαιολογία, να εγκαταλείψουν το χωριό τους. Εποµένως οι δυσκολίες κινήσεως µέσα στο µονοπάτι διπλασιάζονταν, αν λάβουµε υπ όψη ότι, οι Κοµποταδίτες, ήταν και περισσότεροι από τους Κωσταλεξιώτες.. 4 Στις ίδιες καταπακτές είχαν κρύψει µερικό καλαµπόκι και σιτάρι που είχαµε, προσπαθώντας να επιβιώσουµε στις δύσκολες εκείνες περιστάσεις. 5 Μπακράτσι = µπακιρένιο (χάλκινο) σκεύος µε χερούλι και καπάκι, το οποίο το χρησιµοποιούσαν είτε για µαγείρεµµα, είτε για µεταφορά φαγητού και άλλων τροφών. 6 Όπως περιγράφεται στο ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Ι» - ΤΜΗΜΑ ΕΥΤΕΡΟ, α/α 46, ( ρόµοι), Παράγρ. δ (Μονιοπάτι (Κωσταλέξι Λούκα), σελίδα 3.

Ας δούµε, τώρα, πως, η δική µου οικογένεια, έφθασε στον Καναλάκη: Όταν φθάσαµε στις Βαθιές Λάκκες το γουρούνι, αγανακτισµένο από την όλη κατάσταση και κουρασµένο, αποφάσισε να µας εγκαταλείψει και να γυρίσει πίσω, παρά τις φιλότιµες προσπάθειες της Ζωής να το συγκρατήσει. Στον κυρ Νικόλα το φορτίο της «Μαρίκας» «έγειρε» 7 και, το σαµάρι, έπεσε στο ένα πλευρό του ζώου. Τούτο έγινε λόγω του µεγάλου όγκου του φορτίου, που ήταν, κυρίως, βελέντζες και άλλα σκεπάσµατα. Για το λόγο αυτό, ο Πατέρας, αποφάσισε να ξαλαφρώσει το φορτίο, κρύβοντας µερικά πράγµατα µέσα στα πουρνάρια, που ήταν δίπλα στο µονοπάτι. Μέχρι τον κυρ Νικόλα, το µονοπάτι, ήταν υποφερτό και η κίνηση των ζώων κάπως εύκολη. Από εκεί και επάνω τα πράγµατα δυσκόλευαν πολύ και λόγω του κακοτράχαλου 8 του µονοπατιού και λόγω του ότι, το έδαφος, ήταν περισσότερο ανηφορικό. Ας µην ξεχνάµε ότι, εγώ, ήµουν εµπροσθοφυλακή µε το γάιδαρο. Ο καηµένος ο γάιδαρος είχε αποκάµει από την πολύ προσπάθεια και δεν µπορούσε να προχωρήσει χωρίς βοήθεια. Για το λόγο αυτό, ύστερα από κοινή συµφωνία µαζί του, γίνονταν το εξής: Άφηνα το µπακράτσι, µε τον πατσά, στο έδαφος και, µε όλη µου τη δύναµη, έσπρωχνα το γάιδαρο. Έβαζε και αυτός τα δυνατά του και προχωρούσαµε καµιά εικοσαριά µέτρα. Εκεί σταµατούσαµε και γύριζα, εγώ, για να πάρω το µπακράτσι. Αφού επέστρεφα στο γάιδαρο, άφηνα και πάλι το µπακράτσι κάτω και επαναλαµβάνονταν, συνέχεια, η ίδια διαδικασία. Αυτό, το ανέβα κατέβα, θα το έκαµα άπειρες φορές. Τώρα που το σκέπτοµαι, ύστερα από τόσα χρόνια, διερωτώµαι που τη βρήκα αυτήν τη δύναµη και αντοχή και ανταπεξήλθα σε τόση έντονη, επίπονη και µακρόχρονη προσπάθεια!!! Τα ίδιο αναλογίζοµαι και για το φουκαρά το γάιδαρο, που, εκείνο το βραδύ, επέδειξε µεγάλο ηρωισµό, πίστη και αφοσίωση στο αφεντικό του. Εγώ και ο γάιδαρος δεν έπρεπε να «πέσουµε», γιατί, πίσω µας, ακολουθούσε η υπόλοιπη οικογένεια και όλοι οι άλλοι οι χωριανοί, που ήταν µετά από εµάς. Και, όντως, σταθήκαµε και οι δύο στο ύψος των περιστάσεων και φανήκαµε σωστά παλληκάρια. Πίσω, ο Πατέρας, αγωνίζονταν και αυτός κατά τον ίδιο τρόπο µε τα δύο µουλάρια και µε τη µικρή Κική κοιµισµένη στο σβέρκο του!!! Πιο πίσω η Μητέρα µε την αγελάδα και, στο τέλος, η Ζωή, που, µετά την αποστασία του γουρουνιού, απόµεινε να κρατά τον τενεκέ της κονσέρβας µε το κοτόπουλο γιαχνί. Με τον πατέρα, ο οποίος αντιλαµβάνονταν τη δύσκολη θέση που βρισκόµουνα και το νεαρό της ηλικίας µου, είχα ακουστική επαφή (δεν βλεπόµασταν λόγω της νύχτας) και προσπαθούσε να µε εµψυχώσει, συνέχεια, µε λόγια σαν και αυτά «κουράγιο πιδί µ, άντι λίγ ακόµα.». Ήταν τόση η πίεση και τόσο δύσκολη η κατάσταση, στην οποία είχαµε εµπλακεί, που νόµιζα ότι δεν επρόκειτο ποτέ, να ξεφύγουµε από αυτή. Και όµως προχωρούσαµε, προχωρούσαµε αργά και βασανιστικά. Να επισηµάνουµε ότι, κάθε οικογένεια, είχε τη δική της τραγωδία εκείνη τη νύχτα. Είχε αρχίσει να χαράζει και καταλάβαµε ότι, όλη τη νύχτα, την καταναλώσαµε µέσα στο µονοπάτι. Και τότε συνέβη κάτι, που µου φάνηκε σαν θαύµα. Ο γάιδαρος περπατούσε σε οριζόντιο έδαφος και δεν ήθελε, πλέον, τη βοήθειά µου. Ένδειξη ότι φτάσαµε στο ξέφωτο του Καναλάκη!!! Ένας αναστεναγµός ανακουφίσεως βγήκε από τα στήθη µου και έσπευσα, όλος χαρά, να φωνάξω στον Πατέρα µου «Πατέρα φτάσαµι». Αµέσως µου έφυγε η κούραση και αισθανόµουν ανάλαφρος. Ένιωθα σαν να απελευθερώθηκα από κάποια δεσµά. Φτάσαµε «στη γη της επαγγελίας», στη γη που επέλεξαν, για να «σωθούµε» από τους Γερµανούς. 7 Έγειρε = Το σαµάρι του ζώου περιστράφηκε γύρω από τον κορµό του και ολόκληρο το φορτίο έπεσε προς τη µία πλευρά του, ανάλογα µε την πλευρά προς την οποία «έγειρε». Τούτο γίνονταν όταν, οι φόρτοι, δεν ήταν ισοζυγισµένοι, από απόψεως βάρους. 8 Κακοτράχαλος = κακός + τρόχαλος (= ξερότοιχος) < το αρχαίο επίθετο τροχαλός [= (για τόπους) δύσβατος].

Αφού και τα µουλάρια του Πατέρα άρχισαν να περπατούν σε οµαλό έδαφος, πέρασε µπροστά, µου έδωσε να κρατώ το καπίστρι της «Μαρίκας» και πήγε να οδηγήσει το γάιδαρο, στο σηµείο που θα ξεφορτώναµε. Σε κάποια θέση ξεφορτώσαµε. Αµέσως η Μητέρα έστρωσε στρωσίδια στο έδαφος και ξαπλώσαµε. ίπλα µας, στο µονοπάτι, κατέφθαναν άλλοι χωριανοί και Κοµποταδίτες, οι οποίοι συνέχιζαν για τη Λούκα. Με το που ξαπλώσαµε, µας πήρε ο ύπνος. Η κούραση και η αγωνία που περάσαµε, ήταν το καλύτερο υπνωτικό και ο ύπνος το καλύτερο βάλσαµο για να συνέλθουµε. Όταν ξυπνήσαµε ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά. Γύρω γύρω έβλεπα χαράδρες, υψώµατα και δάση από έλατα. Ένιωθα σαν χαµένος µέσα στην απεραντοσύνη της Οίτης και η παρηγοριά µου ήταν, η ασφάλεια που ένιωθα από την παρουσία των γονιών µου. Αφού ξυπνήσαµε όλοι, είπαµε να φάµε κάτι. Σειρά είχε το κοτόπουλο γιαχνί της Ζωής, που, µε τόσο κόπο και φροντίδα, κατόρθωσε να περισώσει, τη νύχτα, και να το φτάσει στον Καναλάκη. Ψωµί είχαµε ελάχιστο, εκείνο που υπήρχε όταν φύγαµε. εν θυµάµαι αν είχαµε ελάχιστο τυρί. Άρα το φάσµα της πείνας ήταν µπροστά µας. Το πολύ πολύ, µε το αλεύρι που είχαµε πάρει µαζί µας, να παρασκεύαζε η µητέρα λίγο ψωµί και τίποτε περισσότερο από αυτό. Το «τι µέλλει γενέσθαι» θα βασάνιζε πολύ τους γονείς µας, αλλά δεν µας έλεγαν τίποτε. Ας είναι, καθίσαµε και φάγαµε το γιαχνί, αλλά, νερό, δεν είχαµε, για να πιούµε. Παραδίπλα ήταν η βρυσούλα µε την ξύλινη κάνουλά της, που «τσουρνάραγε» 9 ελάχιστο νεράκι. Που να φανταστεί, η δόλια, ότι θα την επιφόρτιζαν να ξεδιψάσει ολόκληρο χωριό µε τους ανθρώπους του και τα ζώα τους!!! Ήδη είχε σχηµατισθεί µεγάλη ουρά χωριανών, για να πάρουν λίγο νερό, για να πιουν. οχείο, για νερό, δεν είχαµε πάρει κανένα µαζί µας. Με έστειλε λοιπόν, ο Πατέρας µου, να πάρω νερό µε το κονσερβοκούτι, που είχαµε το γιαχνί και το οποίο, τώρα, ήταν άδειο, αφού φάγαµε το φαγητό. Έτρεξα και πήγα στο τέλος της ανθρώπινης ουράς, που περίµενε να πάρει νερό. Εκεί δίπλα στη βρύση ήταν ένας χωριανός µας, που τον είχαν τοποθετήσει, για να τηρεί την τάξη και τη σειρά. Κάποτε έφτασα και εγώ κοντά στη βρύση. υο τρεις ήταν µπροστά από µένα. Είδα λοιπόν ότι, ο χωριανός µας, είχε περάσει, στη ζώνη του παντελονιού του, ένα περίστροφο χωρίς τη θήκη του, προφανώς για να φαίνεται καλύτερα και να επισηµαίνεται πιο έντονα η εξουσιαστική θέση του κατέχοντος. Ο χωριανός µας, λοιπόν, ήταν αντάρτης του ΕΛ.Α.Σ. 10 Ήλθε και η δική µου σειρά, για να πάρω νερό. Έβαλα λίγο νερό στο κονσερβοκούτι, το κούνησα λίγο και το έχυσα, προκειµένου να φύγουν λίγα λάδια και τα αποµεινάρια του φαγητού. Τι ήταν να το κάµω αυτό!!! Με αρπάζει, ο χωριανός και µου τραβάει ένα γερό χαστούκι, γιατί τόλµησα να χύσω το πολύτιµο νερό, ενώ, ταυτόχρονα, µε επέπληξε δριµύτατα µε λόγια. Βέβαια δεν είχε και τελείως άδικο για το χύσιµο του νερού, αλλά θα µπορούσε να µε είχε προλάβει ή να µου το πει µε λόγια και εγώ, βέβαια, θα το καταλάβαινα αµέσως. Το χαστούκι ήταν τελείως περιττό, αλλά και για τις περιστάσεις οι οποίες επέβαλαν σύµπνοια, ενότητα και συνεργασία, ήταν ανεδαφικό, αδικαιολόγητο και βάρβαρο. Τέλος πάντων, το χαστούκι µε ταπείνωσε πολύ, ακόµη δε περισσότερο που έβλεπα, τους συγχωριανούς µου, να µε κοιτούν µε οίκτο. Αλλά µε κατέλαβε και µεγάλη πίκρα, διότι, ύστερα από την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλα την προηγούµενη νύχτα, για την οποία αισθανόµουν και υπερήφανος, ένα χαστούκι ήταν το λιγότερο που µου άρµοζε. Πολλές φορές το σκέφτηκα αυτό το χαστούκι, ακόµη και τώρα που γράφω γι αυτό. Το συµπέρασµα που έχω βγάλει, είναι ότι προέβη στην πράξη αυτή, ο χωριανός µας, από εξουσιαστική έπαρση. εν είναι µικρό πράγµα να έχεις µία κουµπούρα στη µέση και να εξουσιάζεις όλους τους χωριανούς!!! Ας τραβήξουµε και κανένα χαστούκι, για να το δείξουµε ακόµη περισσότερο. Εγώ, 9 Τσουρνάραγε = έτρεχε λιγοστό νερό. 10 Ε.Λ.Α.Σ. = Ελληνικός Απελευθερωτικός Στρατός = το στρατιωτικό τµήµα του Ε.Α.Μ.

απλώς, έδωσα την αφορµή, για να γίνει η σκέψη πράξη. Αλλά το να χαστουκίζεις ένα παιδάκι 13 χρονών. Ας είναι, ο καιρός επουλώνει τις πληγές και εγώ τον έχω συγχωρήσει πλήρως, άσχετα µε το αν, αυτός, δεν ήλθε ποτέ να µου πει, ότι, η πράξη του, δεν ήταν η αρµόζουσα. Πήρα, τελικά, λίγο νεράκι και το πήγα στην οικογένεια. Ήµουν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και οι γονείς µου µε παρηγόρησαν µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για να συνέλθω. Βέβαια, όπως είχαν τα πράγµατα, ούτε ο Πατέρας µου τόλµησε να διαµαρτυρηθεί σε κανέναν για την πράξη αυτή του αντάρτη. Είπαµε προηγουµένως για την τροµερή ανεπάρκεια του νερού και µόνο για τους ανθρώπους. Για τα ζώα ούτε συζήτηση. Πως θα ζούσαν τα ζώα χωρίς νερό; Ιδίως, η αγελάδα, ήταν το µεγαλύτερο πρόβληµα, διότι, τα βόδια, πίνουν πολύ νερό. Το πρόβληµα αυτό φαίνεται ότι απασχόλησε πολύ τους µεγάλους και, σε κάποια στιγµή, ο Πατέρας µου ανακοίνωσε ότι, µερικά παιδιά, θα πάρουν τις αγελάδες και άλλα ζώα και θα πάνε στο Ρούµπαλο (Ρούµπαλου), όπου έχει πολύ νερό. Με ρώτησε, αν θέλω να πάω και εγώ µε την αγελάδα. Και βέβαια δέχτηκα. Εξ άλλου εναλλακτικές λύσεις δεν υπήρχαν. Πήρα µερικά σκεπάσµατα και λιγοστό ψωµάκι και ξεκίνησα, σέρνοντας τη «Ντίνα», για να πάµε, µαζί µε τα άλλα τα παιδιά, στο Ρούµπαλο. Εγώ ούτε που ήξερα που είναι αυτό το µέρος και ακολουθούσα τους άλλους. Θυµάµαι µόνο ότι, για να πάµε στο Ρούµπαλο, περάσαµε από τη Λούκα. Εκεί, σε µια στροφή του µονοπατιού, είδα τρεις αντάρτες µε ένα οπλοπολυβόλο. Να ήταν άραγε, οι αντάρτες αυτοί, εκείνοι που θα µας προστάτευαν από τους Γερµανούς; Καλύτερα, όµως, θα ήταν να είναι προς τα ριζά της Οίτης, για να εµποδίσουν τους Γερµανούς να ανέβουν προς τα επάνω και όχι στη Λούκα πίσω από εµάς που είµαστε στον Καναλάκη. Τελικά, δηλαδή, τους προστατεύαµε εµείς οι Κωσταλεξιώτες και όχι αυτοί εµάς!!! Μετά από κάµποσες ώρες πεζοπορίας φτάσαµε, επί τέλους, στο περιπόθητο Ρούµπαλο. Στο σηµείο που σταµατήσαµε ήταν ένα µικρό ξέφωτο µέσα στο δάσος των ελάτων. Νερό, πράγµατι, είχε πολύ και θα ήταν, προφανώς, από το ρέµα της Πόρτας (τ ς Πόρτας). Από χόρτο, όµως, δεν είχε τίποτε. Μας είπαν να µαζέψουµε Μελά (Μιλά) 11 από τα έλατα για να δώσουµε στις αγελάδες να φάνε, αλλά, η «Ντίνα», ήταν εκλεκτική και δεν το έτρωγε, παρά τα παρακάλια και τη νουθεσία που της έκαµα. Με κοίταζε µε τα παραπονεµένα µάτια της και αρνιόταν, πεισµατικά, να φάει. Αδιέξοδο και απογοήτευση. Το µόνο που περιµέναµε, ήταν να µας ειδοποιήσουν να κατέβουµε κάτω, στο χωριό. Αφήστε που φοβόµασταν να ανέβουµε στα έλατα, γιατί νοµίζαµε ότι θα σπάσουν τα κλαδιά τους και πέσουµε κάτω. Ο φόβος µας, πάντως, ήταν αδικαιολόγητος, γιατί τόσο ο κορµός του ελάτου, όσο και τα κλαδιά του, έχουν µεγάλη ευλυγισία και δεν σπάζουν εύκολα. Μερικά τσοπανόπουλα, εκεί κοντά, που έµαθαν τους φόβους µας, ανέβαιναν στην κορυφή των ελάτων και έκαναν «τραµπάλα» και µας κορόιδευαν. εν µου έφτανε, όµως, το βάσανο της αγελάδας, αλλά µου σώθηκε και εµένα το ψωµί και δεν είχα τι να φάω. Ευτυχώς είχαν ψωµί τα πρώτα ξαδέρφια Νίκος Ευαγγέλου Παλαιορούτης και Νίκος Κωνσταντίνου Παλαιορούτης (Αυτούς θυµάµαι, δεν θυµάµαι άλλους) και το µοιραστήκαµε µαζί τους. Προς µεγάλη τους τιµή, ό,τι ψωµί είχαν, το διέθεσαν για όλους µας µε την εξής διαδικασία: Άρµεγαν όσες αγελάδες είχαν λίγο γάλα και ήταν αυτές που έτρωγαν τα «Μελά». Έβραζαν το γάλα και το άδειαζαν µέσα σε µία τσίγκινη καρδάρα. Μέσα εκεί έτριβαν το ψωµί. Όλοι, τώρα, όσοι είµαστε εκεί και είµαστε δέκα περίπου άτοµα, καθόµαστε γύρω - γύρω από την καρδάρα και, µε τα κουτάλια µας, τρώγαµε από κοινού. Θυµάµαι ότι, ο Κωνσταντίνος Παλαιορούτης, είχε έναν άνδρα, που τον βοηθούσε στις αγροτικές δουλειές. Αυτός ήταν µαζί µας στο Ρούµπαλο και ήταν ο µεγαλύτερος, στην ηλικία, από όλους µας. εν θυµάµαι το µικρό του όνοµα, αλλά, την ώρα του φαγητού, έλεγε αστεία, µε τα οποία, εµείς οι µικροί, 11 Παράσιτο που φυτρώνει στους κορµούς των ελάτων.

ξακαρδιζόµασταν στα γέλια και δεν τρώγαµε. Αυτός, όµως, εκµεταλλεύονταν την αναγκαστική αποχή µας από το φαγητό και έτρωγε το περισσότερο γάλα µε το ψωµί!!!. Επί τέλους ήλθε κάποτε, από τον Καναλάκη, η πολυπόθητη ειδοποίηση, ότι θα κατέβουµε στο χωριό και πρέπει να επιστρέψουµε. Σε ελάχιστα λεπτά ξεκινούσαµε για τον Καναλάκη. Η κάθοδος ήταν σχετικά εύκολη, αλλά την έκανε ευκολότερη η σκέψη ότι τελείωναν τα βάσανά µας. Ακόµη και η «Ντίνα» φαίνεται ότι το διαισθάνθηκε, γιατί βάδιζε µε απροσδόκητη γρηγοράδα, σα να βιάζονταν να φτάσει στον κάµπο, όπου την περίµενε µπόλικο χορτάρι, για να βοσκήσει. Στον Καναλάκη συναντήθηκα µε την υπόλοιπη οικογένεια. εν θυµάµαι το πώς πέρασαν αυτοί, αλλά αυτό δεν είχε και τόση σηµασία πλέον. Αυτό που κυριαρχούσε στη σκέψη µας, ήταν ότι κατεβαίνουµε στο χωριό µας. Καθώς περνούσαµε, ηµέρα τώρα, το µονοπάτι που ανεβήκαµε εκείνη την τροµερή νύχτα, τότε καταλάβαµε πόσο µεγάλο άθλο πραγµατοποιήσαµε. Αλλά το αστείο της υποθέσεως είναι ότι, ενώ µας ανέβασαν στον Καναλάκη νύχτα, για να µη µας αντιληφθούν οι Γερµανοί, µας κατέβαζαν µέρα και ας µας έβλεπαν οι Γερµανοί, που κατεβαίναµε οµαδικά από το βουνό οι κάτοικοι και τα ζώα δύο χωριών!!! Θα πρέπει να σηµειώσουµε βέβαια, ότι, πυροβόλα, δεν ήλθαν ποτέ στο Γαβαθά και δεν έπεσε όχι µόνο κανονιά, αλλά ούτε ένα άσφαιρο εναντίον των Γερµανών!!!! Στο χωριό φτάσαµε χωρίς κανένα εµπόδιο. Όταν φτάσαµε στα πρώτα σπίτια, αισθανθήκαµε µεγάλη ανακούφιση και νιώθαµε σαν να ξυπνήσαµε από έναν τροµερό εφιάλτη. Εγώ οδηγούσα το µουλάρι µε το όνοµα «Μάρκος». Πισοκάπουλα (Μπ σουκάπ λα» 12 ήταν καβάλα η Κική. Μπήκα στο χωριό από το δροµάκι που κατέβαινε δυτικά από το σπίτι του Αθανασίου Ευθυµίου και περνούσε ανατολικά από τον «Πύργο» του Λεωνίδα Αναγνωστόπουλου και κολλητά, ακριβώς, στη µάνδρα που περιέβαλλε τον «Πύργο». Εκεί, στη γωνία της µάνδρας, ήταν µία χαµηλή συκιά, της οποίας η ρίζα ήταν µέσα από τη µάνδρα, αλλά τα κλαδιά της έβγαιναν έξω από αυτή και σκέπαζαν, χαµηλά, το δρόµο. Μπροστά πήγαινα εγώ, σέρνοντας το «Μάρκο από το καπίστρι του. Η Κική, καταλαβαίνοντας ότι φτάνουµε στο χωριό, είχε αρχίσει να είναι χαρούµενη και να τραγουδά από πολύ ώρα. Καθώς, όµως, περνούσα κάτω από τη συκιά, ακούω ένα απότοµο κλάµα της Κικής. Σταµατώ αµέσως και τρέχω από πίσω από το «Μάρκο», για να δω τι συµβαίνει. Βλέπω, µε τρόµο, την Κική να είναι πεσµένη στο έδαφος και να κλαίει φοβισµένη. Τι είχε συµβεί; Τα κλαδιά της συκιάς, καθώς περνούσε ο «Μάρκος» κάτω από αυτά, παρέσυραν την Κική και την πέταξαν στο έδαφος. Το καηµένο το παιδί πέρασε απότοµα, από τη χαρά και την καλή διάθεση, στη απότοµη λαχτάρα. Την κοίταξα να δω αν είναι χτυπηµένη, αλλά, ευτυχώς και σαν από θαύµα, δεν είχε πάθει τίποτε. Τη συνέφερα από το κλάµα της, την ξανάβαλα πισοκάπουλα στο «Μάρκο» και φτάσαµε, ύστερα από λίγα λεπτά, στο σπίτι, όπου µας περίµεναν και οι άλλοι. εν έπαθε τίποτε, η Κική, µέχρι τον Καναλάκη και κατά την επιστροφή και, παραλίγο, να το πάθει στο ίσιωµα του «Πύργου» και λίγο πριν φτάσουµε στο σπίτι!!! Θα ήταν τραγική ειρωνεία, αν πάθαινε κάτι κακό. Μόλις φθάσαµε στο σπίτι, µας υποδέχθηκε, ανεπάντεχα, το γουρούνι. Από την πρώτη στιγµή που µας είδε, έτρεξε να µας πλησιάσει και, κουνώντας την ουρά του και γρουνίζοντας (γρου, γρου, γρου..), προσπάθησε να δείξει όλη τη χαρά του, που µας είδε. Σε ανταπόδοση το ξύσαµε στη ράχη και, αυτό, ξάπλωσε αµέσως, για να απολαύσει καλύτερα το ξύσιµο. 13 εν παραλείπω να γράψω ότι το σπίτι το βρήκαµε λεηλατηµένο. Ευτυχώς δεν ανακάλυψαν τις δύο κρυφές καταπακτές, για να τις αδειάσουν. εν γνωρίζω αν συνέβη 12 Καπούλια = τα οπίσθια του ζώου. Άρα πισοκάπουλα = πίσω στα καπούλια (οπίσθια) του ζώου. 13 Τα γουρούνια, όταν τα ξύνεις, ξαπλώνουν αµέσως στο έδαφος και περιµένουν να τα ξύσεις καλύτερα.

το ίδιο και σε άλλα σπίτια. Για τις Κοµποτάδες έχω αποδεικτικά στοιχεία ότι συνέβησαν λεηλασίες νοικοκυριών. Το πρώτο που έκαµαν οι γονείς µου, µόλις φτάσαµε στο χωριό, ήταν να µου δώσουν την εντολή να πάρω τη «Ντίνα» και να την κατεβάσω στα ποτιστικά, που είχε πολλά χορτάρια, για να βοσκήσει. Παίρνω τη «Ντίνα» και ξεκινάµε. Αυτή κατάλαβε για πού πάµε και, µπαίνοντας µπροστά, άρχισε να τρέχει και δεν µπορούσα να τη φτάσω. Σαν φτάσαµε στα ποτιστικά και την έβαλα µέσα σε έναν καταπότι, άρχισε να τρώει τα χορτάρια µε µεγάλη βουλιµία και ταχύτητα, σαν να ήθελε να φάει, όσο το δυνατό γρηγορότερα, όλα τα χορτάρια που της έλειψαν, στις µέρες που πέρασαν. Απ όπου περνούσε η µουσούδα της, το έδαφος γδέρνονταν από τα χορτάρια. Αργά το απόγευµα χόρτασε και ήταν ώρα να επιστρέψουµε στο χωριό. Πήραµε το δρόµο του γυρισµού, σιγά σιγά, και, σε λίγη ώρα, φτάσαµε στο σπίτι. Εν τω µεταξύ, η Μητέρα, είχε ζυµώσει και είχε ψήσει φρέσκο ψωµί και, τα καρβέλια, άχνιζαν ζεστά ζεστά. Επί τέλους όλοι µαζί. Οι κακές µέρες πέρασαν. Η κουβέντα µεταξύ µας και το καλό φαγητό έφεραν τη γαλήνη και την ηρεµία. Η µόνη έγνοια ήταν, µήπως έχουµε καµία ξαφνική παρουσία των Γερµανών, γεγονός στο οποίο είχαµε, πάντοτε, στραµµένη την προσοχή µας. Και ήταν φυσικό, ύστερα και από την µεγάλη κούραση της ηµέρας, να έλθει ο ύπνος. Για τους λόγους που επέβαλαν την µετακίνηση του πληθυσµού του χωριού, στον Καναλάκη, διατυπώνονται διάφορες απόψεις. Προσωπικά, λαµβάνοντας υπ όψη αυτά που άκουσα να λέγει το στέλεχος που ανάφερα στην αρχή, το γεγονός ότι κανένα πυροβόλο δεν έφτασε στο Γαβαθά και δεν έριξε ούτε ένα άσφαιρο, το γεγονός ότι, η αναφερόµενη ενέργεια των ανταρτών, ήταν πέραν πάσης στρατιωτικής δεοντολογίας, το γεγονός ότι, µία τέτοια ενέργεια, θα επέσυρε τροµερά αντίποινα των Γερµανών, το γεγονός ότι µας επέτρεψαν να επιστρέψουµε από το βουνό ηµέρα και υπό τα όµµατα των Γερµανών, ενώ φύγαµε νύχτα, για να µην αντιληφθούν την αναχώρησή µας κλπ, πιστεύω ότι ήταν µία τελείως άσκοπη και αδικαιολόγητη ενέργεια, η οποία, συν τοις άλλοις, ήταν και κακώς σχεδιασµένη. Θα µπορούσα να αναφέρω για ποιους λόγους διατάχθηκε η ανωτέρω περιπέτεια, αλλά αποφεύγω να το κάµω. Αλλά, τέλος καλό, όλα καλά.