1 Τρίωρο Κριτήριο Αξιολόγησης Αρχαία Κατεύθυνσης Γ Λυκείου Ημερομηνία: Ονομ/μο:.. Αξιολόγηση: Α. ΔΙΑΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἔνθα δὴ πᾶς παντί θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης. Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτὸ σὲ διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστόν εἶναι ἀρετήν. Οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται οὐ γὰρ ἂν τὸ γε πραχθὲν ἀγένητον θείη ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἴνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα. Καὶτοι αύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτήν εἶναι ἀρετήν ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει. Ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν, ὅσοιπερ τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. Τιμωροῦνται δὲ καὶ κολάζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα οἱ Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοι εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστόν εἶναι καὶ διδακτόν ἀρετήν. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. Από το διδαγμένο κείμενο να μεταφράσετε το απόσπασμα: «Εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ». Β1. Πώς ο Πρωταγόρας μέσα από την ανάλυση της θέσης του για την επιβολή τιμωριών φτάνει να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται; Αξιολογήστε την πειστικότητα του επιχειρήματός του.
2 Β2. «κολάζω», «τιμωροῦμαι», «ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι φαίνεται»: Να σχολιάσετε τις λέξεις/ φράση. Β3. Ο Πρωταγόρας μιλώντας στην 4η ενότητα για τη θανατική ποινή και στην 6 η για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας φαινομενικά πέφτει σε αντίφαση. Εξηγήστε σε τι συνίσταται η αντίφαση αυτή και πώς τελικά αίρεται Β4. Σε ποια θέµατα επικέντρωσε το ενδιαφέρον του ο Σωκράτης και σε τι διαφέρει η προσέγγισή του στα θέµατα αυτά από την προσέγγιση των προγενέστερων φιλοσόφων και ιδίως των σοφιστών; Β5. α. Να γράψετε δύο οµόρριζες λέξεις της νέας ελληνικής απλές ή σύνθετες, για καθεµιά από τις παρακάτω λέξεις του κειµένου: λόγου, πραχθέν, θείη Μονάδες 6 β. Με ποιες λέξεις του κειµένου έχουν ετυµολογική συγγένεια οι παρακάτω λέξεις της νέας ελληνικής; περιουσία, σχήµα, µυωπία, φάσµα Μονάδες 4 ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ὦ µακάριε, ῥητορικῶς γάρ µε ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν, ὥσπερ οἱ ἐν τοῖς δικαστηρίοις ἡγούµενοι ἐλέγχειν. καὶ γὰρ ἐκεῖ οἱ ἕτεροι τοὺς ἑτέρους δοκοῦσιν ἐλέγχειν, ἐπειδὰν τῶν λόγων ὧν ἂν λέγωσι µάρτυρας πολλοὺς παρέχωνται καὶ εὐδοκίµους, ὁ δὲ τἀναντία λέγων ἕνα τινὰ παρέχηται ἢ µηδένα. οὗτος δὲ ὁ ἔλεγχος οὐδενὸς ἄξιός ἐστιν πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἐνίοτε γὰρ ἂν καὶ καταψευδοµαρτυρηθείη τις ὑπὸ πολλῶν καὶ δοκούντων εἶναί τι. καὶ νῦν περὶ ὧν σὺ λέγεις ὀλίγου σοι πάντες συµφήσουσιν ταὐτὰ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ ξένοι, ἐὰν βούλῃ κατ ἐµοῦ µάρτυρας παρασχέσθαι ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγω: µαρτυρήσουσί σοι, ἐὰν µὲν βούλῃ, Νικίας ὁ Νικηράτου καὶ οἱ ἀδελφοὶ µετ αὐτοῦ, ὧν οἱ τρίποδες οἱ ἐφεξῆς ἑστῶτές εἰσιν ἐν τῷ Διονυσίῳ, ἐὰν δὲ
3 βούλῃ, Ἀριστοκράτης ὁ Σκελλίου, οὗ αὖ ἐστιν ἐν Πυθίου τοῦτο τὸ καλὸν ἀνάθηµα, ἐὰν δὲ βούλῃ, ἡ Περικλέους ὅλη οἰκία ἢ ἄλλη συγγένεια ἥντινα ἂν βούλῃ τῶν ἐνθάδε ἐκλέξασθαι. ἀλλ ἐγώ σοι εἷς ὢν οὐχ ὁµολογῶ: οὐ γάρ µε σὺ ἀναγκάζεις, ἀλλὰ ψευδοµάρτυρας πολλοὺς κατ ἐµοῦ παρασχόµενος ἐπιχειρεῖς ἐκβάλλειν µε ἐκ τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ἀληθοῦς. Πλάτωνος Γοργίας 471e-472b 1. Να μεταφράσετε το παραπάνω κείμενο. Μονάδες 20 2. Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται: ἡγούµενοι: το β ενικό πρόσωπο οριστικής αορίστου ἐλέγχειν: β ενικό πρόσωπο ευκτικής αορίστου (και τους δύο τύπους) λέγωσι: το ίδιο πρόσωπο σε ευκτική αορίστου β καταψευδοµαρτυρηθείη: οι άλλες εγκλίσεις του ίδιου χρόνου στο ίδιο πρόσωπο παρασχόµενος: το β ενικό πρόσωπο προστακτικής του ίδιου χρόνου και της ίδιας φωνής ἐκβάλλειν: τα απαρέµφατα ενεστώτα και αορίστου β στη µέση φωνή Μονάδες 5 3. Να γράψετε τους τύπους που ζητούνται: ἡγούµενοι: αιτιατική ενικού της µετοχής αορίστου θηλυκού γένους ὧν: αιτιατική ενικού του ίδιου γένους παρέχωνται: δοτική πληθυντικού της µετοχής µέλλοντα του αρσενικού γένους ἕνα: δοτική ενικού ἀληθῆ: γενική ενικού του ίδιου γένους τρίποδες: αιτιατική ενικού ἑστῶτες: δοτική πληθυντικού ἥντινα: γενική ενικού του αρσενικού γένους ὢν: αιτιατική ενικού του ίδιου γένους
4 Μονάδες 5 4. α) Να αναγνωρισθούν συντακτικά και να αναλυθούν σε προτάσεις οι µετοχές: λέγων, παρασχόµενος Μονάδες 3 β) Να αναγνωρισθεί συντακτικά η πρόταση του κειµένου που εισάγεται µε το σύνδεσµο «ἐπειδὰν.» Μονάδες 2 5. Να αναγνωρισθούν συντακτικά οι όροι: οὐδενὸς, παρασχέσθαι, ἀληθῆ, ὁ Νικηράτου, οὗ. Μονάδες 6 Τύχη ἀγαθή!! Προσοχή: 1. τόνοι, ορθογραφικά λάθη, ευανάγνωστα γράμματα 2. στη δομή: μέρη παραγράφου, συνοχή, συνεκτικότητα 3. δε φλυαρούμε. Απαντάμε ΜΟΝΟ σε ό,τι μας ζητάει 4. κάνουμε σύνταξη στο άγνωστο 5. στο συντακτικό αναφέρουμε που είναι αντικείμενο ή υποκείμενο η η λέξη
5 Ενδεικτικές Απαντήσεις: Α. Διότι εάν θέλεις να καταλάβεις Σωκράτη το να τιµωρεί κανείς αυτούς που αδικούν ποια δύναµη τέλος πάντων έχει, αυτό το ίδιο θα σε διδάξει ότι οι άνθρωποι βέβαια θεωρούν ότι η αρετή µπορεί να αποκτηθεί. Διότι κανείς δεν τιµωρεί αυτούς που διαπράττουν αδικία έχοντας στραµµένη την προσοχή του σε αυτό και εξαιτίας αυτού, ότι δηλαδή αδίκησε, εκτός εάν τιµωρεί απερίσκεπτα όπως ακριβώς το θηρίο αυτός όµως που επιχειρεί µε περίσκεψη να τιµωρήσει δεν τιµωρεί εξαιτίας αδικήµατος που διαπράχτηκε στο παρελθόν ñδιότι δε θα µπορούσε να κάνει αυτό που πραγµατικά έγινε να µην είχε γίνει- αλλά για να αποτρέψει µελλοντικό, για να µην αδικήσει πάλι ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε πως αυτός τιµωρήθηκε. Και επειδή έχει αυτή τη σκέψη θεωρεί ότι η αρετή είναι θέµα παιδείας τιµωρεί εποµένως για αποτροπή (µελλοντικής άδικης πράξης). Αυτή λοιπόν τη γνώµη έχουν όλοι όσοι τιµωρούν και ιδιωτικά και δηµόσια. Β1. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, για να αποδείξει ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται, έχει ως εξής: εφόσον κάποιος κάνει χρήση της έλλογης τιμωρίας με στόχο να αποτρέψει την επανάληψη ενός αδικήματος στο μέλλον, αυτό σημαίνει πως πιστεύει ότι η αρετή μπορεί να διδαχθεί θεωρεί δηλαδή ότι με την επίδραση της ποινής, ενός εξωτερικού παράγοντα, ο άνθρωπος που αδίκησε μπορεί να αποβάλει την αδικία, να συνετιστεί, να βελτιωθεί και να στραφεί στην αρετή κάνοντάς τη σταδιακά κτήμα του. Αν υπήρχε η αντίληψη ότι η αρετή είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, θα ήταν μάταιο να επιβάλλονται ποινές, αφού όλοι θα γεννιόμαστε με ή χωρίς την αρετή, χωρίς όμως αυτό να μπορεί να μεταβληθεί. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα μπορεί να θεωρηθεί μη πειστικό για τους εξής λόγους: α) Η άποψη ότι οι άνθρωποι επιβάλλουν τιμωρίες σε όσους διαπράττουν αδικήματα, επειδή αδιαφόρησαν να αποκτήσουν την αρετή, και, επομένως, ότι η αρετή είναι διδακτή είναι μια άποψη που δεν μπορεί να υιοθετηθεί ανεπιφύλακτα, γιατί πρέπει πρώτα να αποδειχθεί. Ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί δηλαδή την αποδεικτέα θέση (ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται) και ως αποδεικτικό στοιχείο. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, έχουμε το σόφισμα της λήψεως του ζητουμένου. β) Η πρωτοποριακή και γενικά αποδεκτή θέση του Πρωταγόρα για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας θεωρείται δεδομένη αλλά ανήκει μάλλον στη σφαίρα της θεωρίας και της δεοντολογίας (= τι πρέπει να συμβαίνει) και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ιδιαίτερα εκείνης της εποχής. Ο Πρωταγόρας, λοιπόν, επιχειρεί να αποδείξει τον παιδευτικό ρόλο της ποινής και συνεπώς το διδακτό της αρετής, αναφερόμενος στο τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, και όχι τι πραγματικά κάνουν, όταν δικάζουν. Άλλωστε ο σοφιστής δεν κάνει λόγο καθαρά για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι δίκαζαν. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, επομένως, είναι έμμεσα δεοντολογικό και μπορεί να αποδοθεί περίπου ως εξής «η αρετή είναι διδακτή, εφόσον οι ποινές (πρέπει να) έχουν παιδευτικό/σωφρονιστικό χαρακτήρα». Και είναι λογικό ότι με τη σωφρονιστική σκοπιμότητα της ποινής και με το τι θα έπρεπε να κάνουν οι Αθηναίοι, όταν δικάζουν, δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει ο Σωκράτης. Β2. Ο Πρωταγόρας αναφέρεται σε δύο είδη τιμωρίας κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών ρημάτων: α) Με το ρήμα τιμωροῦμαι αναφέρεται στην τιμωρία που έχει ως στόχο την εκδίκηση και την ικανοποίηση του αδικηθέντος. β) Με το ρήμα κολάζω αναφέρεται στην έλλογη τιμωρία του αδικήσαντος με σκοπό τον σωφρονισμό του. Κατά τη γνώμη του, ο άνθρωπος ως έλλογο ον οφείλει να επιβάλλει τιμωρίες με το δεύτερο σκεπτικό, απορρίπτοντας τα κίνητρα της ανταπόδοσης και της αντεκδίκησης. Η τιμωρία, για τον
6 Πρωταγόρα, έχει παιδευτικό χαρακτήρα και όχι εκδικητικό και κατασταλτικό. Στόχος της δεν είναι η θεραπεία ενός αδικήματος που έχει ήδη διαπραχθεί, γιατί αυτό αποτελεί μια συντελεσμένη πια πραγματικότητα η οποία δεν μπορεί να αλλάξει («οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη»). Αντίθετα, αφορά την αποτροπή διάπραξης μιας άδικης πράξης στο μέλλον («τοῦ μέλλοντος χάριν»). Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος της είναι διττός: 29 ο σωφρονισμός του παραβάτη («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος»), ώστε να μη διαπράξει ποτέ ξανά στο μέλλον αδίκημα και ο παραδειγματισμός («μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα») των υπολοίπων Ο Πρωταγόρας ολοκληρώνει το επιχείρημά του γεμάτος αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια (ἱκανῶς), πιστεύοντας ότι αντιμετώπισε με πειστικότητα τον αντίπαλό του, Σωκράτη, και ανέτρεψε το επιχείρημά του για το μη διδακτό της πολιτικής αρετής. Έτσι, ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του και ενισχύει το κύρος του ως κορυφαίου διανοητή της εποχής του. Συγχρόνως, στο τέλος, μετριάζει ευγενικά τη στάση του με τη φράση «ὥς γέ μοι φαίνεται». Β3. Και πριν από το επιχείρημά του για τον παιδευτικό χαρακτήρα της ποινής, ο Πρωταγόρας αναφέρθηκε ήδη στην ποινή στην 4η ενότητα, στο πλαίσιο του μύθου. Ο Πρωταγόρας στην 4η ενότητα, διά στόματος Δία στον μύθο, πρότεινε για όποιον δεν συμμετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη τη θανατική ποινή («κτείνειν ὡς νόσον πόλεως»). Σ αυτή την ενότητα, αντίθετα, μιλά για την παιδευτική σημασία της τιμωρίας («ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα»). Φαινομενικά, λοιπόν, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια αντίφαση: η θανατική ποινή δεν αφήνει περιθώρια βελτίωσης στον δράστη, άρα αίρεται ο σωφρονιστικός χαρακτήρας της και, συνεπώς, η έλλογη σκοπιμότητα που πρέπει να έχει κάθε ποινή. Κατά συνέπεια, η αποδοχή της θανατικής ποινής αντιφάσκει με την αποδοχή του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής εν γένει. Η αντίφαση αίρεται ως έναν βαθμό, αν λάβουμε υπόψη μας και το ακόλουθο χωρίο της 7ης ενότητας: «πρέπει να εκδιώκουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία, ακόμα και μετά την τιμωρία». Η θανατική ποινή αποτελεί, λοιπόν, έσχατο μέσο τιμωρίας που επιβάλλεται όταν οι άλλες μορφές τιμωρίας (νουθεσίες, θυμοί, μικρές τιμωρίες, εξορία και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων) δεν έχουν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή τον σωφρονισμό του δράστη. Μάλιστα, επιβάλλεται όχι για να εκδικηθεί η πολιτεία αυτόν που διέπραξε ένα αδίκημα, αλλά για να διαφυλάξει την αρμονική συμβίωση και ισορροπία μέσα στην πόλη, απομακρύνοντας οποιοδήποτε ταραχοποιό στοιχείο. Ωστόσο, προβάλλει και πάλι το όριο του πολιτισμικού επιπέδου που έχει κατακτήσει και βιώνει στις καθημερινές συνθήκες πραγμάτωσής του μια κοινωνία. Αν το θεσμικό πλαίσιο δεν διαμορφώθηκε από συνειδήσεις που έχουν αναγάγει την ανθρώπινη ζωή σε υπέρτατη αξία, τότε θα παρατηρούνται ρωγμές σε οριακές στιγμές, κατά τη διελκυστίνδα των οποίων η ζυγαριά θα γέρνει όχι στον άνθρωπο, αλλά στην ανάγκη διατήρησης του συστήματος. Στον βαθμό που η κοινωνία συμπεριφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρεκτραπέντα, συνιστά αποδεικτικό σημάδι της ιδεολογικής, ηθικής και συνειδησιακής ανεπάρκειάς της. Αν η θεσπισμένη πολιτεία χρησιμοποιεί λαιμητόμους, κώνεια ή ηλεκτρικές καρέκλες για να αφαιρέσει ένα μοναδικό γεγονός με βίαιο τρόπο, σε τι διαφέρει το αποτέλεσμα της πράξη της από εκείνο του αδικοπραγήσαντα; Μια ορθολογικά διαμορφωμένη κοινωνία δεν μεταμορφώνεται σε Μήδεια. Αφοσιώνεται στη διαπαιδαγώγηση και στη συνειδησιακή διαμόρφωση των πολιτών κατευθύνοντάς τους πάντα προς τη βίωση της ανάγκης για την έκφραση της ηθικοπνευματικής ιδιοσυστασίας τους
7 Β4. Η απάντηση βρίσκεται στην εισαγωγή του σχολικού βιβλίου, σελ. 36 Έχει λεχθεί για τον Σωκράτη Ö και όχι τα ηθικά φαινόµεναª. Β5. α. λογικός, παράλογος απραξία, εισπράττω νοµοθέτης, συγκατάθεση β. οὔσης, ἔχων, ἰδών, φαίνεται ΑΓΝΩΣΤΟ 1. Θαυµάσιε άνθρωπε, επιχειρείς λοιπόν να µε ελέγχεις ρητορικά, όπως ακριβώς αυτοί που νοµίζουν ότι ελέγχουν στα δικαστήρια. Γιατί και εκεί η µία πλευρά νοµίζει ότι ελέγχει την άλλη, όταν παρουσιάζει πολλούς και αξιόπιστους (σπουδαίους) µάρτυρες των λόγων τους οποίους τυχόν λένε, και (όταν) αυτός που λέει τα αντίθετα παρέχει έναν ή κανέναν (µάρτυρα). Αυτός ο έλεγχος δεν αξίζει τίποτα για την αλήθεια γιατί µερικές φορές µπορεί να ψευδοµαρτυρήσουν πολλοί και σπουδαίοι (πολλοί που θεωρούνται ότι είναι κάτι) εναντίον κάποιου. Και τώρα σχετικά µε αυτά που λες εσύ σχεδόν όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι θα συµφωνήσουν µαζί σου στα ίδια, αν θέλεις να παρουσιάσεις µάρτυρες εναντίον µου ότι δήθεν δεν λέω την αλήθεια. Θα µαρτυρήσουν για σένα, αν θέλεις, ο Νικίας ο γιος του Νικηράτου και οι αδελφοί (του) µαζί µε αυτόν, των οποίων οι τρίποδες έχουν στηθεί στη σειρά στο Διονυσιακό θέατρο, και αν θέλεις, ο Αριστοκράτης ο γιος του Σκελλίου, του οποίου πάλι είναι το ωραίο αυτό αφιέρωµα στο (ναό) του Πυθίου, και αν θες, ολόκληρη οικογένεια του Περικλή ή άλλη οικογένεια την οποία τυχόν θελήσεις να επιλέξεις από αυτές (που βρίσκονται) εδώ. Αλλά εγώ αν και είµαι ένας δεν συµφωνώ µαζί σου γιατί εσύ δεν µε αναγκάζεις αλλά αφού παρουσιάσεις πολλούς ψευδοµάρτυρες εναντίον µου επιχειρείς να µε αποµακρύνεις από την περιουσία και την αλήθεια. 2. α) - λέγων: επιθετική µετοχή σε θέση υποκειµένου στο ρήµα της πρότασης παρέχηταιª. Αναλύεται στην αναφορική πρόταση στις τἀναντία λέγειª - παρασχόµενος: επιρρηµατική χρονική µετοχή, συνηµµένη στο υποκείµενο του ρήµατος σύª. Δηλώνει το προτερόχρονο σε σχέση µε το ρήµα της πρότασης το οποίο και προσδιορίζει επιρρηµατικά. Αναλύεται στη χρονική πρόταση πεί παρέσχου ψευδοµάρτυρας πολλοὺς κατ ἐµοῦª β) ἐπειδὰν τῶν λόγων (...) µάρτυρας πολλοὺς παρέχωνται καὶ εὐδοκίµους: δευτερεύουσα επιρρηµατική χρονική - υποθετική πρόταση. Εισάγεται µε τον χρονικοϋποθετικό σύνδεσµο ἐπειδὰνª κι εκφέρεται µε υποτακτική. Με την κύρια πρόταση καὶ γὰρ ἐκεῖ οἱ ἕτεροι τοὺς
8 ἑτέρους δοκοῦσιν ἐλέγχεινª σχηµατίζει λανθάνοντα υποθετικό λόγο που εκφράζει την αόριστη επανάληψη στο παρόν και το µέλλον [Υπόθεση: ἐπειδὰν + υποτακτική (παρέχωνται), Απόδση: οριστική µέλλοντα (δοκοῦσιν)]. Λειτουργεί επιπλέον ως επιρρηµατικός προσδιορισµός του χρόνου, προσδιορίζοντας το ρήµα της κύριας πρόταση. 3. - οὐδενὸς: ετερόπτωτος ονοµατικός προσδιορισµός, γενικής της αξίας στο ἄξιόςª. - παρασχέσθαι: τελικό απαρέµφατο, αντικείµενο στο ρήµα βούλῃª. - ἀληθῆ: σύστοιχο αντικείµενο στο ρήµα της πρότασης λέγωª (λέγω ἀληθε#ς λόγους). - ὁ Νικηράτου: οµοιόπτωτος ονοµατικός προσδιορισµός, παράθεση στο υποκείµενο του ρήµατος Νικίαςª. - οὗ: γενική κατηγορηµατική κτητική στο υποκείµενο τὸ ἀνάθηµαª µέσω του συνδετικού ρήµατος ἐστινª. 4. ἡγήσω, ἐλέγξαι / ἐλέγξειε(ν), ε$ποιεν, κατεψευδοµαρτυρήθη, καταψευδοµαρτυρηθ%, καταψευδοµαρτυρηθήτω, παράσχου, ἐκβάλλεσθαι, ἐκβαλέσθαι. 5. ἡγησαµένην, ν, παρεξοµένοις / παρασχησοµένοις, ἑνί, ἀληθο ς, τρίπουν / τρίποδα, ἑστῶσι, ο&τινος / του, 'ντα.