ΑΠ 858/2004 Περίληψη Απόφανση του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) να μην γίνει κατηγορία για την πράξη της απάτης, καθώς το Συμβούλιο Εφετών κατ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου παρέπεμψε τον κατηγορούμενο για το συγκεκριμένο αδίκημα, καίτοι δέχθηκε ότι η μοναδική πράξη στην οποία προέβη, εξαιτίας της απατηλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ο παραπλανηθείς εγκαλών ήταν η παράδοση στον κατηγορούμενο συγκεκριμένων εγγράφων, πράξη που δεν ενέχει περιουσιακή διάθεση, δεν επήλθε περιουσιακή βλάβη από την ενέργεια στην οποία προέβη ο εγκαλών, ενώ η μεταγενέστερη περιουσιακή βλάβη δεν οφείλεται στην παραπλανητική προς τον εγκαλούντα συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αριθμός 858/2004 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Γεωργίλη, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Βούρβαχη και Χρήστο Μαυρογένη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2003, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Μαγκλάρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου:... του..., κατοίκου Θεσσαλονίκης, για αναίρεση του υπ` αριθμ. 1680/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον... του... κάτοικο Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σε αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Νοεμβρίου 2002 αίτησή του αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2365/2002. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Μαγκλάρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο την σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Κανιαδάκη, με αριθμό 94/20-2- 2003, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω την αρ. 75/25-11-2002 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου..., κατοίκου Θεσσαλονίκης, κατά του αρ. 1680/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, μαζί με την σχετική δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, στρέφεται δε κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως της απολύτου ακυρότητας, της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, της παραβιάσεως του δεδικασμένου, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας (αρ. 465 παρ. 1, 474 παρ. 1, 482 παρ. 1 περ. Α στοιχ. α, 484 παρ. 1 στοιχ. α, β, γ, ε και 3 Κ.Π.Δ.).
Με το αριθ. 1508/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί ως υπαίτιος α) απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας κατ εξακολούθηση και κατ επάγγελμα τελεσθείσης, από την οποίαν η συνολική ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. β) πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό τον προσπορισμό οφέλους, από την οποίαν το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. γ) ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση. Κατά του εν λόγω βουλεύματος, ο αναιρεσείων άσκησε την αρ. 11/24-1-2000 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το αρ. 419/2000 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η ανωτέρω έφεση του. Με την αριθ. 1416/2000 απόφαση του Δικαστηρίου σας σε Συμβούλιο αναιρέθηκε το ως άνω βούλευμα 419/2000 του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, με άλλη σύνθεση. Περαιτέρω εκδόθηκε το αρ. 182/02 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με την αριθ. 737/02 απόφαση του Δικαστηρίου Σας σε Συμβούλιο, αναιρέθηκε το ως άνω αριθ. 182/02 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και παραπέμφθηκε και πάλι η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, με άλλη σύνθεση. Στη συνέχεια εκδόθηκε το προσβαλλόμενο αρ. 1680/02 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε και πάλι ως κατ ουσίαν αβάσιμη, η ως άνω έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος 1508/99 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο και επικύρωσε, αφού προέβη στην προσθήκη και διαγραφή στο διατακτικό του εν λόγω βουλεύματος (πρωτοδίκου) των φράσεων που λεπτομερώς αναγράφονται στο διατακτικό του ως άνω αρ. 1680/02 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατά του τελευταίου αυτού βουλεύματος (1680/02) του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτησή του. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 1, 306 Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό και προς τη διάταξη του αρ. 139 του ίδιου Κώδικα, προς τη διάταξη του αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και προς τις διατάξεις των αρ. 35,36 του Ν.184/75 και αρ. 40 Ν.2172/93 σαφώς συνάγεται ότι βούλευμα, σε περίπτωση διχοψηφίας των δικαστών, είναι η γνώμη της πλειοψηφίας, του οποίου (βουλεύματος) επιβάλλεται η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση, η έλλειψη δε αυτής συνιστά τον λόγο αναιρέσεως που προβλέπεται από το αρ. 484 παρ. 1 περ. ε Κ.Π.Δ. Σύμφωνα δε με το αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το αρ. 40 του Ν.2172/93 στις δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα καταχωρίζονται υποχρεωτικώς η γνώμη της τυχόν μειοψηφίας και τα ονόματα των δικαστών που μειοψηφούν. Η μη τήρηση των εν λόγω διατάξεων που αφορούν την γνώμη της μειοψηφίας δεν δημιουργεί ακυρότητα, αφού τούτο δεν ορίζεται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στο νόμο, η δε παράλειψη ή πλημμελής καταχώριση της γνώμης της μειοψηφίας στην απόφαση ή το βούλευμα δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων ή βουλευμάτων, αφού οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα της Ποινικής Δικονομίας, που αξιώνουν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων και βουλευμάτων αναφέρονται
μόνο στην γνώμη της πλειοψηφίας η οποία αποτελεί την απόφαση και το βούλευμα (βλ. και ΑΠ 359/77 Ποιν. Χρ. ΚΖ/745). Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο σχετικός λόγος της αιτήσεως, σύμφωνα με τον οποίον πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω του ότι δεν καταχωρίσθηκε στο σκεπτικό του και η γνώμη της μειοψηφίας, που φαίνεται να υπάρχει εν προκειμένω από τη φράση που έχει περιληφθεί στο σκεπτικό «κατά τη ψήφο που επεκράτησε στο συμβούλιο τούτο.» (σελ. 44). Από τη διάταξη του αρ. 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 εδ. α του ίδιου αρ. 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. Η τελευταία αυτή διάταξη, μετά την κατά τα προεκτεθέντα τροποποίησή της, είναι, ενόψει του οριζόμενου πλέον ελάχιστου ποσού του επιδιωκόμενου οφέλους ή της επελθούσας ζημίας, επιεικέστερη και εφαρμόζεται αναδρομικώς σύμφωνα με το αρ. 2 ΠΚ (ΑΠ 5/01 Π.Χρ. ΝΑ/591, ΑΠ 829/01 Π.Χρ. Ν.Β/313, ΑΠ 243/00 Π.Χρ. Ν/781). Περαιτέρω από τη διάταξη του αρ. 216 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν, η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου και η χρήση αυτού από τον ίδιο (υπαίτιο), υποκειμενικά δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης. Για τη θεμελίωση της βαρύτερης μορφής της πράξης, οπότε η πλαστογραφία τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή
σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ., είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές (βλ. ΑΠ 725/00 Π.Χρ. ΝΑ/59, ΑΠ 357/01 Π.Χρ. ΝΑ/984). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αξιοποίνου αδικήματος της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται ο, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α και 263 α του ΠΚ, υπάλληλος, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, να βεβαιώνει σε τέτοιο έγγραφο, για την κατάρτιση του οποίου έχει καθ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα, ψευδώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να αναφέρεται στη γένεση, μεταβολή ή απώλεια δικαιώματος ή δημόσιας ή ιδιωτικής έννομης σχέσεως ή καταστάσεως. Για την κακουργηματική δε μορφή της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται πλέον, κατά την παρ. 3 του άρθρου 242 του ΠΚ, όπως συμπλ. με το άρθρο 14 παρ. 6 του ν.2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (βλ. ΑΠ 932/00 Π.Χρ. ΝΑ/217, ΑΠ 78/01 Π.Χρ. ΝΑ/889, ΑΠ 1382/01 Π.Χρ. ΝΒ/599). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α του Π.Κ., όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε τιμωρείται ως ηθικός αυτουργός με την ποινή του αυτουργού, ενώ για την κακουργηματική μορφή της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση απαιτείται, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 49 παρ. 2 και 242 παρ. 3 του ΠΚ, να συντρέχουν στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού οι ως άνω επιβαρυντικές περιστάσεις της παρ. 3 του άρθρου 242 του Π.Κ. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει, για το παραπεμπτικό βούλευμα, λόγο αναίρεσης από το αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. ε του ίδιου κώδικα, υπάρχει, όταν αναφέρονται σ αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οισκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο. Κατά δε το άρ. 484 παρ. 1 εδ. β του Κ.Π.Δ., συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόσθηκε στο
βούλευμα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι, δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (βλ. ΑΠ σε ΟΛΟΜ 1178/93 Π.Χρ. ΜΔ/167 ΑΠ 446/99 Π.Χρ. Ν/57, ΑΠ 879/96 Π.Χρ. ΜΖ/1269 κ.α.). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 36, 43 και 57 ΚΠΔ συνάγεται, ότι αν για την ίδια αξιόποινη πράξη κινήθηκαν κατά του ίδιου προσώπου δύο ή περισσότερες ποινικές διώξεις, οι μεταγενέστερες της πρώτης κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω της υφιστάμενης εκκρεμοδικίας από την άσκηση της πρώτης ποινικής δίωξης, η οποία κωλύει την εκ νέου ποινική δίωξη, διότι αυτή αναλώθηκε με την άσκηση της πρώτης. Η αρχή της εκκρεμοδικίας προκύπτει έμμεσα από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 ΚΠΔ, οι οποίες αποκλείουν την σύγχρονη εκδίκαση του ίδιου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια (βλ. ΑΠ 628/00 Π.Χρ. ΝΑ/23). Για τη δημιουργία όμως εκκρεμοδικίας απαιτείται, εκτός των άλλων, και ταυτότητα της πράξης, η οποία υπάρχει όταν η μεταγενέστερη πράξη συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τα οποία απαρτίζεται, κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά της στοιχεία, και η πρώτη (βλ. ΑΠ 898/1996 Ποιν. Χρ. ΜΖ, 399). Εξάλλου, από τις διατάξεις του αρ. 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, απαιτείται: α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξης, γ) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται η του κατηγορούμενου, δηλαδή του ως δράστη κατηγορηθέντος έστω και αν μηνύθηκε υπό ψευδές ή λανθασμένο όνομα ή μεταβλήθηκαν τα χαρακτηριστικά αυτού στοιχεία ή ιδιότητες. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ όλη τη διαδρομή και καθ όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. (βλ. και ΑΠ 783/01 Π.Χρ. ΝΒ/240). Εχει δε κριθεί ότι δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως στην περίπτωση που υπάρχει διαφορά ως προς το πρόσωπο του παθόντος (βλ. ΑΠ 1571/1990 Ποιν. Χρ. ΜΑ, 682 ΑΠ 629/1977 Ποιν. Χρ. ΚΖ 893). Στη προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, δέχθηκε με δικές του σκέψεις, στο προσβαλλόμενο αρ. 1680/02 βούλευμά του, ότι από τα προσδιοριζόμενα κατ είδος αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες-έγγραφα-απολογία) προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του τα εξής ουσιώδη: Μεταξύ των κληρονομιαίων ακινήτων του αποβιώσαντος στο Δυρράχιο Αλβανίας την 14-10-1977 ελληνικής καταγωγής αλβανού υπηκόου...
περιλαμβάνεται ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού... αρ...., εμβαδού 328,78 μ2. Το ακίνητο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 2636/1940 τέθηκε υπό τη μεσεγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, ως εχθρική περιουσία και απαγορεύθηκε έκτοτε και κηρύχθηκε άκυρη κάθε διάθεση αυτού. Μετά όμως, με την αριθ. 55254/284/5-5-80 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, το εν λόγω οικόπεδο, εξαιρέθηκε της μεσεγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον οι κατά την εποχή εκείνη, συνιδιοκτήτες κληρονόμοι του..., ως ελληνικής καταγωγής αλβανοί υπήκοοι υπήχθησαν στην 144.862/3574/1947 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας με την οποίαν είχε θεσπισθεί εξαίρεση από τις διατάξεις του ΑΝ 2636/1940. Μετά τον κατά την 14-10-1977 επισυμβάντα θάνατο του ανωτέρω..., το εν λόγω οικόπεδο περιήλθε λόγω κληρονομίας στα γνήσια τέκνα του... (εγκαλέσαντα),...,...,... και..., που τον κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου κατά ποσοστό 1/5 αδιαιρέτως έκαστος. Ακολούθως, η ανωτέρω κληρονόμος αυτού... απεβίωσε την 5-4-1991 και κατά τον χρόνο του θανάτου της, κατέλιπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς τα γνήσια τέκνα της...,...,... και... τα οποία κληρονόμησαν αυτήν εξ αδιαθέτου κατά ποσοστό Ό αδιαιρέτως έκαστο. Ετσι λοιπόν το ακίνητο αυτό ανήκε στους 1) εγκαλέσαντα..., 2)..., 3)... και 4)... κατά ποσοστό 4/20 αδιαιρέτως στον καθένα και 1)..., 2)..., 3)... και 4)..., γνήσια τέκνα της... κατά ποσοστό 1/20 αδιαιρέτως στον καθένα. Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων..., δικηγόρος Θεσσαλονίκης, περί τα τέλη του έτους 1992 επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον εγκαλέσαντα στην κατοικία του, που κατά την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Αθήνα και επί της οδού... αριθ... και συστήθηκε σ αυτόν, τον οποίο ούτε καν γνώριζε, ως ένας από τους σπουδαιότερους δικηγόρους της Θεσσαλονίκης, που διέθετε πολύ οργανωμένο και σοβαρό γραφείο. Κατά τη συνάντησή τους αυτή ο κατηγορούμενος δήλωσε προς τον εγκαλέσαντα ότι είναι γνώστης των νομικών εκκρεμοτήτων του ανωτέρω οικοπέδου του, τις οποίες μπορεί να ρυθμίσει ως ειδικός δικηγόρος και επιπλέον, ότι τυγχάνει συνιδιοκτήτης, κατά ποσοστό 30% αδιαιρέτως, του συνεχόμενου με το προηγούμενο οικοπέδου, που βρίσκεται στον αριθμό.. της προαναφερόμενης δημοτικής οδού και έχει εμβαδό 216 Μ2 περίπου, καθώς επίσης ότι προτίθεται, μαζί με τους άλλους συνιδιοκτήτες του, να ανεγείρει σύντομα επ` αυτού οικοδομή ή να πωλήσει τούτο και ότι συμφέρον του ιδίου (εγκαλέσαντος) και των λοιπών συνιδιοκτητών του είναι να πωληθούν μαζί και τα δύο οικόπεδα στον αυτό αγοραστή, μάλιστα δε προσφέρθηκε συγχρόνως να αναλάβει ο ίδιος για λογαριασμό των τελευταίων την επίλυση των νομικών εκκρεμοτήτων του οικοπέδου τους, την ανεύρεση αγοραστών και την προετοιμασία της υπογραφής της οικείας μεταβιβαστικής συμβολαιογραφικής πράξεως. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία παρέστησε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προς τον εγκαλέσαντα, τυγχάνουν ψευδή και ο πρώτος τελούσε σε γνώση της αναλήθειας αυτών, καθόσον ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ και δεν είναι συνιδιοκτήτης του προαναφερόμενου όμορου οικοπέδου, κατά το εν λόγω ιδανικό μερίδιο, και αντίθετα τούτο ανήκει κατά συγκυριότητα στους κληρονόμους της αποβιωσάσης κατά το έτος 1939..., κατοίκου στη ζωή Καστοριάς. Επίσης, ενόψει του αναληθούς αυτού περιστατικού, η υποκρύπτουσα βεβαίωση πραγματικών γεγονότων πρόθεση του κατηγορουμένου να ανεγείρει μαζί με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες του
οικοδομή επί του ως άνω ομόρου οικοπέδου ή πωλήσει τούτο, τυγχάνει ψευδής και, εφόσον συνοδεύεται αυτή ταυτόχρονα με την παράσταση του άλλου ως άνω ψευδούς γεγονότος, ότι αναφέρεται στο παρόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται η εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως της προθέσεως αυτής με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον κατηγορούμενο που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υπόσχεση, είναι ικανή να θεμελιώσει και αυτή, το έγκλημα της απάτης. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος προέβη σε παράσταση προς τον εγκαλέσαντα των ψευδών αυτών πραγματικών περιστατικών με μία και μόνο πράξη, που τελέσθηκε περί τα τέλη του έτους 1992, οπότε ο ίδιος ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, ένεκα της οποίας, όπως εκτίθεται κατωτέρω, παραπλανήθηκε ο εγκαλέσας, τελούσε σε γνώση της αναλήθειας αυτών. Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις έπεισε τον εγκαλέσαντα και παρέδωσε σ αυτόν διάφορα έγγραφα και μάλιστα συμβολαιογραφικά πληρεξούσια, κληρονομητήρια, φωτοτυπίες διαβατηρίου του και τα οποία λεπτομερώς αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε ο ίδιος, χωρίς να γνωρίζει τίποτα ο εγκαλέσας και χωρίς να καταβληθεί σ αυτόν οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για την κατάρτιση του 3439/5.7.1995 προσυμφώνου συμβολαίου και στη συνέχεια του 3723/1.7.1996 οριστικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης,... Με το εν λόγω προσύμφωνο συμβόλαιο, το οποίο συντάχθηκε την 5.7.1995 στη Θεσσαλονίκη και στα γραφεία της δικηγορικής εταιρίας «...», στην οποία συμμετέχει ως μέλος, και ο κατηγορούμενος δικηγόρος, ο εγκαλέσας, ενεργώντας για τον εαυτό του και ως πληρεξούσιος των προαναφερομένων συγκληρονόμων του,φέρεται ότι προσυμφώνησε την πώληση του ανωτέρω οικοπέδου τους στον... κατοίκους Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους..., κατοίκου Θεσσαλονίκης, τον οποίο υπέδειξε σ αυτούς ο κατηγορούμενος και ο οποίος ειδοποιήθηκε στη συνέχεια να παρασταθεί κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου αυτού συμβολαίου και τον τελευταίο, αντί συμφωνηθέντος τιμήματος, ανερχομένου στο ποσό των 8.000.000 δραχμών συνολικώς, έναντι του οποίου οι αγοραστές κατέβαλαν στον κατηγορούμενο, που ενεργούσε ως πληρεξούσιος των πωλητών, το ποσό των 5.000.000 δραχμών σε μετρητά, ενώ, κατά τη συμφωνία τους, το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος, ανερχομένου σε 3.000.000 δραχμές, θα καταβαλλόταν κατά τη σύνταξη του οριστικού συμβολαίου. Κατά ρητό δε όρο του ανωτέρω προσυμφώνου συμβολαίου, ο εγκαλέσας, ενεργώντας για τον εαυτό του και ως πληρεξούσιος των ως άνω συγκληρονόμων του, παρέσχε στους αγοραστές την εντολή και την πληρεξουσιότητα να υπογράψουν μόνοι τους και χωρίς προηγούμενη πρόσκλησή τους προς αυτούς το οριστικό συμβόλαιο εις εκτέλεση του προσυμφώνου αυτού, συμβαλλόμενοι ατομικά ως αγοραστές και ως πληρεξούσιοι των πωλητών με αυτοσύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 235 Α.Κ. Οι αγοραστές, εις εκτέλεση του προαναφερόμενου όρου του προσυμφώνου συμβολαίου προέβησαν με αυτοσύμβαση, στην κατάρτιση του ως άνω οριστικού συμβολαίου, το οποίο συντάχθηκε την 1.7.1996 και αυτό στα γραφεία της δικηγορικής εταιρίας «...» και όχι στο γραφείο του ανωτέρω συμβολαιογράφου. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις του προς τον εγκαλέσαντα αποσκοπούσε να αποκομίσει παράνομο όφελος τόσο ο ίδιος, που συνίστατο
στο ποσό των 8.000.000 δραχμών, το οποίο οι αγοραστές κατέβαλαν σ αυτόν στο σύνολό του ως τίμημα (το υπόλοιπο ποσό των 3.000.000 δραχμών καταβλήθηκε στον ίδιο κατά τη σύνταξη του οριστικού συμβολαίου), ενώ ο τελευταίος δεν απέδωσε ουδέν ποσό του τιμήματος στους πωλητές, αφού, κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου συμβολαίου, δεν παραστάθηκε ο εγκαλέσας, αλλά μόνο ο κατηγορούμενος, που συνοδευόταν από ένα άγνωστο πρόσωπο, ηλικίας 60 ετών περίπου, το οποίο δήλωσε ότι ονομάζεται..., όσο και οι αγοραστές, που συνίστατο στη διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας του οικοπέδου, ανερχομένης στο ποσό των 40.000.000 δραχμών τουλάχιστον και του καταβληθέντος τιμήματος των 8.000.000 δραχμών ήτοι κατά 32.000.000 δραχμές τουλάχιστον, ζημιώνοντας με τον τρόπο αυτόν τον εγκαλέσαντα και τους λοιπούς ως άνω συνιδιοκτήτες του κατά την αξία του ακινήτου τους, που υπερβαίνει το ποσό των 40.000.000 δραχμών και μάλιστα έκαστον των τεσσάρων πρώτων ως άνω συνιδιοκτητών κατά το ποσό των 8.000.000 δραχμών και έκαστον των λοιπών εξ αυτών κατά το ποσό των 2.000.000 δραχμών, η δε προξενηθείσα αυτή ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Στη συνέχεια στο ίδιο βούλευμα παραθέτονται σκέψεις, συλλογισμοί και επιχειρήματα, αξιολογώντας τα μνησθέντα αποδεικτικά στοιχεία, που βεβαιώνεται και αιτιολογείται η κρίση περί της κατά τον χρόνο εκείνο, αξίας του οικοπέδου εις το ποσό των 40.000.000 δρχ. Τέλος η πράξη αυτή τελέσθηκε από τον κατηγορούμενο κατ επάγγελμα, αφού από την υποδομή, που έχει διαμορφώσει ο ίδιος με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (επισημαίνεται ότι έχει παραπεμφθεί με το αρ. 750/99 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και για κακουργηματική απάτη). Περαιτέρω, κατά τη σύνταξη του ως άνω οριστικού συμβολαίου, έπρεπε να προσκομισθεί στον συμβολαιογράφο και απόδειξη περί καταβολής στους πωλητές του υπολοίπου του φερομένου ως συμφωνηθέντος τιμήματος, ανερχομένου στο ποσό των 3.000.000 δραχμών. Προς τούτο ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη την 1.11.1995 κατάρτισε την από την αυτή ημερομηνία εξοφλητική απόδειξη, στην οποία ανέγραψε ιδιοχείρως ότι ο εγκαλέσας εισέπραξε το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό από τον ίδιο, ενεργούντα ως πληρεξούσιο του..., ο οποίος, προηγουμένως είχε καταβάλει αυτό στον κατηγορούμενο και στη συνέχεια έθεσε υπό την ένδειξη «Ο ΛΑΒΩΝ» κατ απομίμηση και χωρίς την έγκριση και τη συναίνεση αυτού την υπογραφή του εγκαλέσαντος, εμφανίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι η απόδειξη εκδόθηκε από τον τελευταίο. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος παρέδωσε την απόδειξη αυτή την 1.7.1996 στον ανωτέρω συμβολαιογράφο, ο οποίος με βάση αυτή προέβη στην σύνταξη του άνω μνημονευομένου οριστικού συμβολαίου με αυτοσύμβαση των αγοραστών... και..., εις εκτέλεση του 3439/5.7.1995 προσυμφώνου συμβολαίου του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου. Ο κατηγορούμενος με την κατάρτιση και τη χρήση της εν λόγω εξοφλητικής αποδείξεως σκόπευε να προσπορίσει αφ ενός μεν στον εαυτό του, εκτός από το ποσό των 5.000.000 δραχμών, που είχε λάβει προηγουμένως από τους αγοραστές έναντι του τιμήματος κατά τη σύνταξη του προσυμφώνου συμβολαίου και επιπλέον το ποσό των 3.000.000 δραχμών, αφετέρου δε στους ως άνω αγοραστές τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας του
οικοπέδου, ανερχομένου στο ποσό των 40.000.000 δραχμών τουλάχιστον και του καταβληθέντος τιμήματος των 8.000.000 δραχμών ήτοι κατά 32.000.000 δραχμές τουλάχιστον, δοθέντος ότι χωρίς την πλαστή αυτή απόδειξη δεν μπορούσε να καταρτισθεί, όπως προεκτίθεται το οριστικό συμβόλαιο μεταβιβάσεως της κυριότητας του εν λόγω ακινήτου, ζημιώνοντας αντίστοιχα κατά το ποσό των 40.000.000 δραχμών τον εγκαλέσαντα και τους λοιπούς ως άνω συνιδιοκτήτες του εν λόγω οικοπέδου. Ακολούθως, ο συμβολαιογράφος Θεσσαλονίκης..., βεβαίωσε ψευδώς την 5.7.1995 στο ανωτέρω με αριθμό 3439/5.7.1995 προσύμφωνο συμβόλαιό του ότι ενεφανίσθη ενώπιόν του στα γραφεία της δικηγορικής εταιρείας «...», που βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού... αριθμ... και συνέπραξε κατά τη σύνταξη του εν λόγω προσυμφώνου συμβολαίου, καθώς και ότι υπέγραψε ως πωλητής ο εγκαλέσας..., ενεργώντας για τον εαυτό του και ως πληρεξούσιος των ως άνω συνιδιοκτητών του, σύμφωνα με το οποίο προσυμφώνησε την πώληση προς τους αγοραστές... και... του προαναφερομένου επί της οδού... αριθμ.... οικοπέδου τους, κατά το ιδανικό μερίδιό του έκαστος και ότι έλαβε το ποσό των 5.000.000 δραχμών ως μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος των 8.000.000 δραχμών, ενώ ο εγκαλέσας δεν συνέπραξε κατά τη σύνταξη του ως άνω προσυμφώνου συμβολαίου, ούτε υπέγραψε αυτό, αλλ ούτε και έλαβε το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό. Αντίθετα, κατά τη σύνταξη του συμβολαίου αυτού παρίσταντο ο κατηγορούμενος, που συνοδευόταν από ένα άτομο, ηλικίας 60 ετών περίπου, το οποίο σε ερώτηση του συμβολαιογράφου απάντησε ότι ονομάζεται... και ότι παρίσταται ατομικώς και ως πληρεξούσιος των λοιπών ως άνω συνιδιοκτητών του οικοπέδου της οδού... αριθμ...., καθώς και ο..., που ενεργούσε ως πληρεξούσιος των αγοραστών... και... Ο συμβολαιογράφος, αφού έλεγξε τις ταυτότητες αμφοτέρων των παρισταμένων εν λόγω προσώπων, ήτοι του φερομένου ως... και... και βεβαιώθηκε περί των προσώπων τους, προέβη στη σύνταξη του προσυμφώνου αυτού συμβολαίου, το οποίο στη συνέχεια, αφού αναγνώσθηκε, υπογράφηκε από αμφότερα τα ανωτέρω πρόσωπα. Τα ανωτέρω βεβαιωθέντα ψευδώς στο προσύμφωνο συμβόλαιο πραγματικά περιστατικά μπορούσαν να έχουν έννομες συνέπειες, καθόσον με βάση όρο του συμβολαίου αυτού οι αγοραστές είχαν τη δυνατότητα καταρτίσεως του οριστικού συμβολαίου με αυτοσύμβαση, που πράγματι την 1.7.1996 συντάχθηκε από τον ως άνω συμβολαιογράφο και έλαβε τον αριθμό 3723/1.7.1996. Ο συμβολαιογράφος προέβη στην τέλεση της εν λόγω αξιόποινης πράξεως κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, κατόπιν αποφάσεώς του, την οποία με πρόθεση προκάλεσε σ αυτόν ο κατηγορούμενος δικηγόρος και συγκεκριμένα, με προτροπές και παραινέσεις έπεισε τον ίδιο να τελέσει το έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως, μάλιστα δε στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ηθικού αυτουργού συντρέχει συγχρόνως και η επιβαρυντική περίσταση του σκοπού προσπορισμού στον εαυτό του και στους αγοραστές... και... αθεμίτου οφέλους, ανερχομένου για τον εαυτό του στο ποσό των 8.000.000 δραχμών, το οποίο οι αγοραστές κατέβαλαν σ αυτόν στο σύνολό του ως τίμημα και για τους τελευταίους στο ποσό των 32.000.000 δραχμών, ήτοι στη διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας του οικοπέδου από 40.000.000 δραχμές και του καταβληθέντος τιμήματος των 8.000.000 δραχμών, ζημιώνοντας συγχρόνως με τον τρόπο αυτό τον εγκαλέσαντα και τους λοιπούς συνιδιοκτήτες κατά την αξία από 40.000.000 δραχμές του
ακινήτου τους και μάλιστα έκαστο των τεσσάρων πρώτων συνιδιοκτητών κατά το ποσό των 8.000.000 δραχμών και έκαστον των λοιπών εξ αυτών κατά το ποσό των 2.000.000 δραχμών. Με βάση τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που δικαιολογούν την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο προκειμένου να δικασθεί για τις πράξεις α) της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, τελεσθείσα από δράστη που ενεργεί κατ επάγγελμα, από την οποίαν η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. β) της πλαστογραφίας με χρήση προς τον σκοπό πορισμού οφέλους, από την οποίαν η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. και γ) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση προς το σκοπό προσπορισμού αθέμιτου οφέλους υπερβαίνοντος το ποσό των 25.000.000 δρχ., και απέρριψε κατ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος 1508/99 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, το οποίο και επικύρωσε, αφού διέταξε την διαγραφή και προσθήκη στο διατακτικό του των ως άνω παραδοχών του. Με όσα κατά τα προεκτεθέντα δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλομένη από τα αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αποδιδομένων στον αναιρεσείοντα ως άνω πράξεων, καθώς και τα περιστατικά που προσδίδουν σ αυτές κακουργηματικό χαρακτήρα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις του Συμβουλίου με βάση τις οποίες έκρινε τούτο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο. Επίσης το Συμβούλιο εκθέτει στο προσβαλλόμενο βούλευμά του και τις σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικώτερα δε ο λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας και που κατά την αίτηση συνίστανται στο ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν είχε εξουσία να επικαλεσθεί το αρ. 750/99 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, γιατί τούτο δεν ήταν αμετάκλητο, είναι απορριπτέος καθόσον το Συμβούλιο έχει δικαίωμα και καθήκον να λαμβάνει υπόψη και αξιολογεί όλα τα προσαγόμενα και γενικά στη διάθεσή του αποδεικτικά μέσα (βλ. Ολομ. ΑΠ 9/2001, ΑΠ 703/84, ΑΠ 300/65). Ο λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα γιατί το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε το πρώτον την παραδοχή επιβαρυντικών περιστάσεων, είναι απορριπτέος καθόσον η θεσπιζομένη από το αρ. 470 ΚΠΔ αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου δεν έχει εφαρμογή στο χώρο των βουλευμάτων, έστω και αν το Συμβούλιο ασχολείται με την υπόθεση ύστερα από έφεση του κατηγορουμένου (ΑΠ 1297/95 Π.Χρ. 1296/499, ΑΠ 593/88 Π.Χρ. 1988/726 κ.α.). Ο λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία
του αρ. 386 ΠΚ και που κατά την αίτηση συνίσταται στο ότι με τα όσα δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δεν προκύπτει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ απατηλής ενεργείας και συμπεριφοράς του παραπλανηθέντος, είναι απορριπτέος γιατί σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος γίνεται δεκτό ότι η ζημία των παθόντων είναι απότοκος των προς τον ως άνω εγκαλέσαντα ψευδών παραστάσεών του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Ο λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ωσαύτως εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και μάλιστα του αρ. 386 παρ. 3 Π.Κ. είναι απορριπτέος, αφού σύμφωνα με τις παρατεθείσες σκέψεις, ως ανωτέρω, το Συμβούλιο Εφετών, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την έννοια της υποδομής, όπως επιτάσσει το ως άνω αρ. 386 παρ. 3 Π.Κ. σε συνδυασμό και προς το άρθρο 13 περ. στ Π.Κ. Οι λόγοι αναιρέσεως για εσφαλμένη ωσαύτως ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 216 Π.Κ. και για έλλειψη της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέοι, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν και επιπροσθέτως γιατί εδράζονται επί ανακριβούς προϋποθέσεως, αφού η πλαστογραφία για την οποίαν παραπέμπεται με το προσβαλλόμενο βούλευμα, έχει αντικείμενο την ως άνω μνησθείσα πλαστή απόδειξη και όχι το αριθ. 3723/96 οριστικό συμβόλαιο του σ/φου Θεσσαλονίκης.. σε εκτέλεση του αρ. 3439/5-7-95 προσυμφώνου συμβολαίου του ίδιου σ/φου. Ως προς τον λόγο αναιρέσεως για την παραβίαση δεδικασμένου, το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δέχθηκε τα εξής: «από το 750/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης δεν προκύπτει δεδικασμένο για την παρούσα υπόθεση, καθόσον αφ ενός μεν δεν υφίσταται ταυτότητα προσώπων, αφ ετέρου δε δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ των πράξεων για τις οποίες εκδόθηκε το βούλευμα αυτό και εκείνων για τις οποίες ο κατηγορούμενος παραπέμπεται με το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού στην μεν πρώτη περίπτωση παθών από την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος είναι ο..., στη δε δεύτερη περίπτωση παθών από την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος είναι ο εγκαλέσας... και οι ως άνω συγκληρονόμοι του και επιπλέον, οι πράξεις αυτές δεν συμπίπτουν χρονικώς, διότι στη μεν πρώτη περίπτωση χρόνος τελέσεως αυτής είναι ο μήνας Απρίλιος του έτους 1996, στη δε δεύτερη περίπτωση χρόνος τελέσεως αυτής είναι το τέλος του έτους 1992, ενώ, καθόσον αφορά την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, στη μεν πρώτη περίπτωση αφορά αυτή την κατάρτιση α) του 3450/27.2.1996 πληρεξουσίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης..., β) της 1854/1996 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, γ) των 6328036/21.2.1997, 6234755/19.2.1997 και 6234756/19.2.1997 διπλοτύπων εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Κεφαλαίου Θεσσαλονίκης, δ) την 87/18.3.1997 και 94/13.5.1997 γραμματίων εισπράξεως της Τράπεζας..., ε) του 1806860/15.5.1997 διπλοτύπου εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Κεφαλαίου Θεσσαλονίκης και στ) του 5374/3.12.1993 πληρεξουσίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλλιθέας Αττικής..., στη δε δεύτερη περίπτωση αφορά αυτή την κατάρτιση της ως άνω εξοφλητικής αποδείξεως των 3.000.000 δραχμών.
Πάντα τα ανωτέρω ισχύουν ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι το ως άνω με αριθμό 750/1999 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατέστη αμετάκλητο και, σε αρνητική περίπτωση, δεν υφίσταται στην παρούσα υπόθεση ούτε εκκρεμοδικία για τους αυτούς ως άνω λόγους.» Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57 παρ. 1 και 3, 36 και 43 ΚΠΔ, διέλαβε στο βούλευμά του και ως προς το κεφάλαιο αυτό, την κατά το αρ. 139 του ίδιου κώδικα και 93 παρ. 3 του Συντάγματος, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τα δε αντίθετα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης υποστηριζόμενα για παραβίαση του δεδικασμένου και της εκκρεμοδικίας ελέγχονται αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του συμβουλίου πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Κατ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι με την αναίρεση, προτεινόμενοι λόγοι αναιρέσεως και συνακόλουθα η ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικ. έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η αριθ. 75/25-11-2002 αίτηση του κατηγορουμένου... του... δικηγόρου, κατοίκου Θεσσαλονίκης για αναίρεση του αρ. 1680/02 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Να καταδικασθεί ο ως άνω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 10-2-2003 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γρηγόριος Κανιαδάκης Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.- Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και το άρθρο 40 του Ν. 2172/1993, στις δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα καταχωρίζονται υποχρεωτικώς η γνώμη της τυχόν μειοψηφίας και τα ονόματα των δικαστών που μειοψηφούν. Η μη τήρηση των εν λόγω διατάξεων, που αφορούν την γνώμη της μειοψηφίας, δεν δημιουργεί ακυρότητα, αφού τούτο δεν ορίζεται στο Σύνταγμα ούτε στο νόμο, η δε παράλειψη ή πλημμελής καταχώρηση της γνώμης της μειοψηφίας στην απόφαση ή το βούλευμα δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος, αφού οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, που αξιώνουν την
ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων και των βουλευμάτων, αναφέρονται μόνο στη γνώμη της πλειοψηφίας η οποία αποτελεί την απόφαση και το βούλευμα. Κατ` ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο όγδοος λόγος της υπό κρίση αίτησης, με τον οποίο πλήσσεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας διότι δεν έχει καταχωριστεί στο σκεπτικό του και το σκεπτικό της μειοψηφίας, που φαίνεται να υπάρχει από την περιληφθείσα στο βούλευμα φράση «κατά την φήφο που επικράτησε στο Συμβούλιο τούτο». 2.- Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του Π.Κ. προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπομένου εγκλήματος της απάτης απαιτείται : 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίησή του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε ο απατώμενος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, που ενέχει περιουσιακή διάθεση και συνεπάγεται περιουσιακή βλάβη και 3) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή) στην οποία παραπείστηκε ο παθών. Επομένως, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης απαιτείται να υπάρχει αντικειμενικώς αιτιώδης σύνδεσμος, αφ` ενός μεν μεταξύ της απατηλής ενέργειας του δράστη και της πλάνης του άλλου, αφετέρου δε μεταξύ της πλάνης και της συμπεριφοράς στην οποία παραπείστηκεο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση που επάγεται περιουσιακή βλάβη στον ίδιο ή άλλο, η βλάβη δε αυτή να είναι το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του αυτής. Γι` αυτό, αν η βλάβη είναι τυχαίο επακόλουθο των ψευδών παραστάσεων κλπ η οφείλεται σε άλλα περιστατικά που επήλθαν μετά την απατηλή συμπεριφορά του δράστη, η πράξη δεν είναι απάτη. Εξάλλου, κατά την παρ.3 εδ. α` του άρθρου 386 Π.Κ., όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 Ευρώ). Η τελευταία αυτή διάταξη, μετά την κατά τα προεκτεθέντα τροποποίησή της, είναι, ενόψει του οριζόμενου πλέον ελάχιστου ποσού του επιδιωκόμενου οφέλους ή της επελθούσης ζημίας, επιεικέστερη και εφαρμόζεται αναδρομικώς σύμφωνα με το άρθρο 2 του Π.Κ. Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ.1 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται πλέον, κατά την παρ. 3 του άρθρου 216 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14
παρ.2β` του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 Ευρώ). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.1 του Π.Κ. προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται ο, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α` και 63 Α του Π.Κ., υπάλληλος, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, να βεβαιώνει σε τέτοιο έγγραφο, για την κατάρτιση του οποίου έχει καθ` ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα, ψευδώς περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να αναφέρεται στην γέννηση, μεταβολή ή απώλεια δικαιώματος ή δημόσιας ή ιδιωτικής έννομης σχέσης ή κατάστασης. Για την κακουργηματική δε μορφή της ψευδούς βεβαιώσεως απαιτείται πλέον, κατά την παρ.3 του άρθρου 242 του Π.Κ., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ.6 του Ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει άλλον παράνομα, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ. α` του Π.Κ., όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε τιμωρείται ως ηθικός αυτουργός με την ποινή του αυτουργού, ενώ για την κακουργηματική μορφή της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση απαιτείται, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 49 παρ.2 και 242 παρ. 3 του Π.Κ., να συντρέχουν στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού οι ως άνω επιβαρυντικές περιστάσεις της παρ. 3 του άρθρου 242 τουπ.κ. Περαιτέρω, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 περ. δ` του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τα οποία αρκεί να προσδιορίζονται κατ` είδος, καθώς και οι σκέψεις με βάση τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα εν λόγω περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Κατά το άρθρο 484 παρ.1 περ. β` του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος ιδρύει και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει τον νόμο, δεν υπάγει σωστά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρεται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη, ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή
μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 36, 43 και 51 ΚΠΔ συνάγεται, ότι αν για την ίδια αξιόποινη πράξη κινήθηκαν κατά του ίδιου προσώπου δύο ή περισσότερες ποινικές διώξεις, οι μεταγενέστερες της πρώτης κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω της υφισταμένης εκκρεμοδικίας από την άσκηση της πρώτης ποινικής δίωξης, η οποία κωλύει την εκ νέου ποινική δίωξη, διότι αυτή αναλώθηκε με την άσκηση της πρώτης. Η αρχή της εκκρεμοδικίας προκύπτει έμμεσα από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 ΚΠΔ, οι οποίες αποκλείουν την σύγχρονη εκδίκαση του ίδιου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια. Για τη δημιουργία όμως εκκρεμοδικίας απαιτείται, εκτός των άλλων, και ταυτότητα της πράξης, η οποία υπάρχει όταν η μεταγενέστερη πράξη συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά από τα οποία απαρτίζεται. Κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά της στοιχεία, και η πρώτη. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ.1 και 3 ΚΠΔ προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτείται : α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξης, γ) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται η του κατηγορουμένου, δηλαδή του ως δράστη κατηγορηθέντος έστω και αν μηνύθηκε υπό ψευδές ή λανθασμένο όνομα. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθόλη τη διαδρομή και καθ` όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Δεν υπάρχει δε ταυτότητα πράξης στην περίπτωση που υπάρχει διαφορά προς το πρόσωπο του παθόντος. 3.- Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1680/2002 βούλευμά του, δέχθηκε με δικές του σκέψεις ότι από την εκτίμηση των αναφερόμενων κατ` είδος και κατηγορία αποδεικτικών μέσων, που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση, προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ των κληρονομιαίων ακινήτων του αποβιώσαντος στις 14/10/1977 στο Δυρράχιο Αλβανίας Ελληνικής καταγωγής Αλβανού υπηκόου... περιλαμβάνεται ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού... αριθμ..., εμβαδού 328,78 τ.μ., με πρόσοψη επί της εν λόγω δημοτικής οδού 3,10 μέτρων, άρτιο και οικοδομήσιμο, του οποίου ο ίδιος ετύγχανε κύριος εξ αγοράς, κατόπιν του 10828/1920 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης..., νομίμως μεταγραφέντος. Ο ανωτέρω, κατά το χρόνο του θανάτου του, κατέλιπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς του τα γνήσια τέκνα του... (εγκαλέσαντα),...,...,... και... που τον κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου, κατά ποσοστό 1/5 αδιαιρέτως έκαστος. Ακολούθως, η ανωτέρω κληρονόμος αυτού... απεβίωσε την 5-4-1991 και, κατά τον χρόνο του θανάτου της, εγκατέλειπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς τα γνήσια τέκνα της...,...,... και... τα οποία κληρονόμησαν αυτήν εξ αδιαθέτου κατά ποσοστό Ό αδιαιρέτως έκαστο. Έτσι λοιπόν, το ακίνητο αυτό ανήκε στους α) εγκαλέσαντα,..., Θεόδωρο... και..., κατά ποσοστό 4/20 αδιαιρέτως στον καθένα και β)...,...,... και..., γνήσια τέκνα της...,
κατά ποσοστό 1/20 αδιαιρέτως στον καθένα. Στις 26-10-1996 απεβίωσε ο εκ των κληρονόμων..., ο οποίος κατά το χρόνο του θανάτου του, κατέλιπε μόνη πλησιέστερη συγγενή του τη θυγατέρα του Αουρόρα, που τον κληρονόμησε εξ αδιαθέτου σε ολόκληρο το ιδανικό μερίδιό του επί του προαναφερομένου ακινήτου. Το ανωτέρω ακίνητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 2636/1940, τέθηκε, από την έναρξη της ισχύος αυτού, υπό την μεσεγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, ως εχθρική περιουσία και απαγορεύθηκε έκτοτε και κηρύχθηκε άκυρη κάθε διάθεση αυτού. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του Ν. 4506/1996, απαγορεύθηκε η σύναψη συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουνσε Έλληνες το γένος αλβανούς υπηκόους, διαμένοντας στην Αλβανία ή προσυμφώνων, με τα οποία αναλαμβάνεται υποχρέωση προς σύναψη συμβάσεων ή προσυμφώνων, που έχουν ως αντικείμενο τη διαχείριση των ακινήτων αυτών,η δε τυχόν κατάρτιση τέτοιων συμβάσεων δεν έχει καμία ισχύ και είναι άκυρη, θεωρούμενη από τη αρχή ότι δεν έγινε. Κατ` εξαίρεση όμως επετράπη η κατάρτιση των προαναφερομένων συμβάσεων μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων και κατόπιν αδείας του Υπουργείου Εξωτερικών. Μετά ταύτα, το εν λόγω οικόπεδο, δια της 55254/284/5-5-1980 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, εξαιρέθηκε της μεσεγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, καθόσον οι κατά την εποχή εκείνη συνιδιοκτήτες αυτού ως άνω αρχικοί κληρονόμοι του..., ως ελληνικής καταγωγής αλβανοί υπήκοοι, υπήχθησαν στην 144.862/3574/1947 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας με την οποία είχεθεσπιστεί εξαίρεση από τις διατάξεις του Α.Ν. 2636/1940. Ακολούθως εκδόθηκε η Φ. 237/113/ΑΣ- 26273/1980 απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, με την οποία δόθηκε άδεια διαχειρίσεως του οικοπέδου αυτού στον..., ως πληρεξούσιο των ως άνω συνιδιοκτητών αυτού, συνταγέντος προς τούτο και εις εκτέλεση των ως άνω υπουργικών αποφάσεων του από 31-12- 1980 οικείου πρακτικού, σύμφωνα με το οποίο παραδόθηκε σ` αυτόν το εν λόγω οικόπεδο προς διαχείριση. Μετά τον κατά τη 15-5-1983 επισυμβάντα θάνατο του ανωτέρω πληρεξουσίου και εις εκτέλεση της 183/7/23-6-1983 αποφάσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η Κτηματική Υπηρεσία προέβη σε απογραφή του οικοπέδου αυτού και, αφού συνέταξετο από 6-7-1983 οικείο πρωτόκολλο, η διαχείριση του εν λόγω οικοπέδου περιήλθε και πάλι σ` αυτή, έκτοτε δε δεν εκδόθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών η προβλεπόμενη από το ν. 4506/1966 απόφαση περί αναθέσεως της διαχειρίσεως του οικοπέδου σε πληρεξούσιο των ως άνω συνιδιοκτητών του, πλην όμως τούτο, ενόψει των προεκτιθεμένων, δεν τελεί πλέον υπό τη μεσεγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Ο κατηγορούμενος..., δικηγόρος και κάτοικος Θεσσαλονίκης, περί τα τέλη του έτους 1992, επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον εγκαλέσαντα στην κατοικία του, που κατά την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Αθήνα και συστήθηκε σ` αυτόν, τον οποίο ούτε καν γνώριζε, ως ένας από τους σπουδαιότερους δικηγόρους της Θεσσαλονίκης, που διέθετε πολύ οργανωμένο και σοβαρό γραφείο. Κατά τη συνάντησή τους αυτή ο κατηγορούμενος δήλωσε επίσης στον εγκαλέσαντα ότι είναι γνώστης των νομικών εκκρεμοτήτων του ανωτέρω οικοπέδου του, τις οποίες μπορεί να ρυθμίσει ως ειδικός δικηγόρος και επιπλέον, ότι τυγχάνει συνιδιοκτήτης, κατά
ποσοστό 30% αδιαιρέτως, του συνεχόμενου με το προηγούμενο οικοπέδου, που βρίσκεται στον αριθμό 21 της προαναφερόμενης δημοτικής οδού και έχει εμβαδόν 216 τ.μ. περίπου, καθώς επίσης ότι προτίθεται, μαζί με τους άλλους συνιδιοκτήτες του, να αναγείρει σύντομα επ` αυτού οικοδομή ή να πωλήσει τούτο και ότι συμφέρον του ιδίου (εγκαλέσαντος) και των λοιπών συνιδιοκτητών του είναι να πωληθούν μαζί και τα δύο οικόπεδα στον αυτό αγοραστή, μάλιστα δε προσφέρθηκε συγχρόνως να αναλάβει ο ίδιος για λογαριασμό των τελευταίων την επίλυση των νομικών εκκρεμοτήτων του οικοπέδου τους, την ανεύρεση αγοραστών και την προετοιμασία της υπογραφής της οικείας μεταβιβαστικής συμβολαιογραφικής πράξεως. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία παρέστησε ο κατηγορούμενος προς τον εγκαλέσαντα, ήταν ψευδή και αυτός τελούσε σε γνώση της αναλήθειας αυτών, καθόσον ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ και δεν είναι συνιδιοκτήτης του προαναφερόμενου όμορου οικοπέδου,το οποίο ανήκει κατά συγκυριότητα στους κληρονόμους της αποβιωσάσης κατά το έτος 1939..., κατοίκου εν ζωή Καστοριάς, γεγονός που συνάγεται σαφώς και ευθέως από την κατάθεση ιδίως του μάρτυρα κατηγορίας..., κατοίκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης, ο οποίος, κατ` αρχήν, υπήρξε πληρεξούσιος δικηγόρος αυτών και στη συνέχεια, μετά τη συνταξιοδότησή του ανέλαβε ο κατηγορούμενος τη δικαστική υποστήριξη των δικαιωμάτων αυτών επί του εν λόγω οικοπέδου, τα δ επικαλούμενα από τον κατηγορούμενο έγγραφα,ήτοι α) το από 1-6-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπεγράφη μεταξύ αυτού και του..., β) η 1418/1993 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και γ) το 1840/1995 πληρεξούσιο έγγραφο του συμβολαιογράφου Αθηνών..., ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους, που είναι άσχετο με την επικαλούμενη συγκυριότητα αυτού επί του εν λόγω οικοπέδου, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν κατά το νόμο κτήση συγκυριότητας επί ακινήτου. Επίσης, ενόψει του αναληθούς αυτού περιστατικού, η υποκρύπτουσα βεβαίωση πραγματικών γεγονότων πρόθεση του κατηγορουμένου να ανεγείρει μαζί με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες του οικοδομή επί του ως άνω ομόρου οικοπέδου ή πωλήσει τούτο, τυγχάνει ψευδής και, εφόσον συνοδεύεται αυτή ταυτόχρονα με την παράσταση του άλλου ως άνω ψευδούς γεγονότος, ότι αναφέρεται στο παρόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται η εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως της προθέσεως αυτής με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον κατηγορούμενο που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υπόσχεση, είναι ικανή να θεμελιώσει και αυτή, το έγκλημα της απάτης. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος προέβη σε παράσταση προς τον εγκαλέσαντα των ψευδών αυτών πραγματικών περιστατικών με μία και μόνο πράξη, που τελέσθηκε περί τα τέλη του έτους 1992, οπότε ο ίδιος ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, ένεκα της οποίας, όπως εκτίθεται κατωτέρω, παραπλανήθηκε ο εγκαλέσας, τελούσε σε γνώση της αναλήθειας αυτών. Ο κατηγορούμενος με τις ως άνω ψευδείς παραστάσεις έπεισε τον εγκαλέσαντα και παρέδωσε σ` αυτόν α) τα 5588/2803/9-6-1993, 5178/2724/1-7-1993, 8955/4429/7-9-1993, 8288/4505/10-9- 1993, 9332/4691/24-9-1993 πληρεξούσια συμβόλαια της συμβολαιογράφου Δυρραχίου Αλβανίας..., β) το 196/106/3-6-1993 πληρεξούσιο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου..., γ) το 134/56/8-6-1993 πληρεξούσιο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τιράνων Αλβανίας..., δ) τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του... και της..., ε) τα κληρονομητήρια περί του