Ε Θ Ι Α Γ Ε 6 / 7 Ιστορικότητα των επιλεχθέντων φυτών στην αποκατάσταση του αρχαιολογικού τοπίου της Ολυμπίας Δρ Γεώργιος Λυριντζής, Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ Δρ Ολυμπία Βικάτου, Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη Τμήματος Αρχαιολογικών Χώρων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας της Ζ ΕΠΚΑ Αρχαίας Ολυμπίας Δρ Γεώργιος Καρέτσος, Εντεταλμένος Ερευνητής του ΙΜΔΟ & ΤΔΠ Ήταν γραφτό σε μένα, τώρα καιρούς και χρόνια να βλέπω νεκρωμένα τ' αθάνατα, τα αιώνια Και τους βαρβάρους είδα να πέφτουν λυσσασμένοι σαν άγρια καταιγίδα μεσ τα ιερά τεμένη Μ από την πρώτη ώρα της νέκρας των Αγώνων, φυλάω φρουρός ως τώρα τις δόξες των προγόνων Το παράπονο του Κρονίου Ν. Κυπαρίσσης (1927) Το Κρόνιο, σύμβολο των μύθων της Ολυμπίας, για αιώνες ακοίμητος φρουρός της, μάρτυρας της λαμπρής ιστορίας της, αντίκρισε στους πρόποδές του βωμούς, τεμένη, ναούς, περίλαμπρα μνημεία, χιλιάδες αναθήματα και θησαυρούς και κυρίως τον ανθό της αρχαίας Ελλάδας, να αγωνίζεται για τον κότινο και τους σπονδοφόρους από την Ήλιδα να αναγγέλουν την έναρξη της Ιερής Εκεχειρίας. Αργότερα αντίκρισε την καταστροφή του πολυύμνητου ιερού, πρώτα από το ανθρώπινο χέρι και μετά από τη φύση. Τα ιερά ποτάμια, ο Αλφειός και ο Κλαδέος, καταχώνουν στοργικά τα αρχαία ερείπια και τα δικά του χώματα τα σκεπάζουν, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να προστατέψει την Ολυμπία. Με την έναρξη των ανασκαφών, στα 1875 περίπου, είδε το πλήθος των εργατών να σκάβουν και να ανασταίνουν τη λαμπρή ιστορία του ιερού, φέρνοντας και πάλι στο φως το ένα μνημείο μετά το άλλο. Στο πλαίσιο αυτό της ιστορικότητας του χώρου και μετά την πυρκαγιά της 26 ης Αυγούστου 2007 που κατέστρεψε το φυσικό περιβάλλον, όπως αυτό διαχρονικά είχε διαμορφωθεί γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο και το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, η αποκατάσταση του τοπίου της Ολυμπίας χαρακτηρίσθηκε από πολλούς ως εθνικός στόχος, λόγω και του αυστηρού χρονοδιαγράμματος ενεργειών που επέβαλε η Τελετή Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας στις 24 Μαρτίου 2008 για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου. Κύριος και πρωταρχικός στόχος ήταν να αποκατασταθεί ο αρχαιολογικός χώρος και η περιβάλλουσα ευρύτερη περιοχή με σκοπό την ανασύσταση του Ολυμπιακού τοπίου με άμεσα μέτρα προστασίας του εδάφους και αποκατάστασης της βλάστησης, με βάση τις ιστορικές αναφορές, σε συνδυασμό με την προ της πυρκαγιάς κατάσταση και με ιδιαίτερη έμφαση στη διατήρηση της γεωμορφολογίας του Κρονίου λόφου. Για την επίτευξη του στόχου αποκατάστασης της βλάστησης και της διαμόρφωσης του τοπίου, προτάθηκε η φύτευση μιας πλειάδας δένδρων και θάμνων που συμμετείχαν στη σύνθεση του αρχαίου δρυοδάσους και από τα οποία τα περισσότερα εκτοπίσθηκαν ή ήταν σε καταπίεση από τη χαλέπιο πεύκη που κυριάρχησε στις μέρες μας. Για τα προταθέντα είδη φυτών κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα στοιχεία ιστορικότητας, μια και για τα περισσότερα από αυτά υπάρχουν αναφορές από την αρχαιότητα, που συνδέονται κυρίως με παλαιότερες μυθολογικές δοξασίες που συνεχίζονται μέχρι την πρόσφατη ιστορία μας. Το γεγονός αυτό μεθερμηνεύεται ως απότοκο της συνεχούς εξάρτησης των ανθρώπων από τη γη και το περιβάλλον. Αρχαίοι και σύγχρονοι συγγραφείς, αναφερόμενοι στο φυσικό περιβάλλον της Ολυμπίας γράφουν :
Βελανιδιά (Quercus ithaburensis Decaisne ssp. macrolepis (Kotschy) Hedge) Χνοώδης δρυς (Quercus pubescens Willd.) Αριά (Quercus ilex L.) Πουρνάρι (Quercus coccifera L.) Αλλ ω Πίσας εύδενδρον επ Αλφεώ άλσος και σε ελεύθερη απόδοση Μα, ω της Πίσας ομορφόδεντρο δάσος, δίπλα στον Αλφειό, γράφει ο Πίνδαρος (522-443 π.χ.) στον 8 ο Ολυμπιόνικο αναφερόμενος στο Ιερό της Ολυμπίας. Ως τον κάλλιστο της Ελλάδος τόπο χαρακτηρίζει την Ολυμπία ο Λυσίας (459-377 π.χ.) στον περίφημο Ολυμπιακό του. Μέσα σε ένα άλσος από αγριελιές λέει ότι βρίσκεται ο Στράβων (63 π.χ.- 23 μ.χ.) αναφερόμενος στο Στάδιο της Ολυμπίας. Πιο κατατοπιστικός είναι ο Παυσανίας (αρχές 2 ου αιώνα μ.χ.), όπου σε πολλά σημεία της περιγραφής του ιερού της Ολυμπίας, κάνει σαφή αναφορά για δένδρα που υπήρχαν στην Άλτη (από την αιολική λέξη άλσος, που έχει τη ρίζα του στο ομηρικό ρήμα άλδω: τρέφω, αυξάνω), πλατάνια, κυπαρίσσια, λεύκες, πεύκα, αγριελιές, δρυς, μυρτιές, ιτιές κ.ά. Δένδρα και φυτά μακρόβια, ανθεκτικά, εύοσμα, καρπερά, αειθαλή, βαθύριζα, με συμβολισμούς και αναγεννητικές δυνάμεις. Οι περιηγητές του 19 ου και 20 ου αιώνα (E. Dodwell 1819, W.M. Leake 1830, F.C. Pouqueville και E. Beule, 1855) μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες αναφερόμενοι στην ειδυλλιακή ομορφιά του Ολυμπιακού τοπίου, στην πλούσια βλάστηση και τα πανύψηλα δάση. Ιδιαίτερα κατατοπιστικές είναι οι γκραβούρες και τα σχέδια της εποχής που απεικονίζουν από διάφορες οπτικές γωνίες την κοιλάδα του Αλφειού και το Κρόνιο, το ευδείλεον όρος, το οποίο θυμίζει αρκετά τη σημερινή του εικόνα, εφόσον ως φαίνεται τότε δεν ήταν πευκόφυτο. Η εικόνα όμως του Κρόνιου αλλάζει μετά τις πρώτες ανασκαφικές εργασίες (1829 1881) με τις ανθρώπινες παρεμβάσεις (βοσκή, υλοτομία) κατά τη χρονική αυτή περίοδο, αλλά και τη σταδιακή εισβολή και επικράτηση της χαλεπίου πεύκης στους γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο λόφους. Ιδιαίτερα γλαφυρή είναι η περιγραφή του Έλληνα αρχαιολόγου Β. Λεονάρδου (1901), ο οποίος περιέγραψε το φυσικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής στη μετάβαση προς τον 20 ο αιώνα: Κλιτύες πεύκαις απωτέρω δε και κωνοφόροις πίτυσιν υλομανούσαι, λειμώνες και γύλοφοι ευθαλείς, κοιλάδες και νάπαι ποάζουσαι και σύσκιοι Παντοία και μέχρι ακολασίας σφριγώσα η χλωρίς ουδαμού σχεδόν απέλειπε ψιλόν το έδαφος δένδρα αυτοφυά και ήμερα εχορήγουν ευχύμους καρπούς και σκιάν φίλην εν τω θάλπει του θέρους. Ενταύθα μεν έθαλλεν η ήμερος ελαία και ο ούλος κότινος μετά του φοίνικος. αμφιλαφής η πλάτανος και υψικάρηνος η υπό Ηρακλέους εκ του Αχέροντος εισαχθείσα λεύκη, η άπιος. μετά της αχέρδου, και συκή οργώσα και όσα, ως και νύν, άλλα. Ενταύθα δε θάμνοι αυτόματοι και άνθη μυρία κατά τας ώρας του έτους ποικίλλοντα τας παραλλαγάς του πρασίνου εκεί μεν η μύρτος και η σχίνος, εκεί δε..η σαρκόφυλλος σκίλλα και ο πολύοζος και πολύριθος ασφόδελος εκεί δε ερείκη δενδρώδης και η ερυθρόβοτρυς κόμαρος και η βάτος και η ροδοδάφνη και αι ανεμώναι.. εκεί ποικίλη ίρις και ο χρυσαυγής κρόκος και ο ξανθός νάρκισσος, τα κίτρινα σπάρτα και η κερκίς η κερατώδης. Τινά δε ού μόνον πέριξ αλλά και εν τω κλεινώ εδάφει εφύοντο, οίον άλσος αγρίων ελαιών παρά το στάδιον και εν αυτή τη ζαθέω Άλτει, πλάτανοι εν τω μέσω, λεύκαι και άλλα δένδρα μεταξύ των ναών και βωμών και του πλήθους εκείνου των αγαλμάτων. Η περιγραφή του χώρου από τους αρχαίους συγγραφείς αλλά και οι νεώτερες μαρτυρίες ήταν δεσμευτικές ως προς την επιλογή των φυτικών ειδών. Τα φυτά που προτάθηκαν είναι απόλυτα βέβαιο ότι συμμετείχαν στη σύνθεση του αρχαίου δάσους, όπως προέκυψε από τα δεδομένα της φυτοκοινωνιολογίας, αλλά και από ιστορικές και μυθολογικές αναφορές που σχετίζονται κυρίως με τη χρηστικότητα των φυτών. Τα κυριότερα φυτά που επιλέχθηκαν για την αποκατάσταση του αρχαιολογικού τοπίου της Ολυμπίας είναι τα ακόλουθα: Βελανιδιά (Quercus ithaburensis Decaisne ssp. macrolepis (Kotschy) Hedge) Χνοώδης δρυς (Quercus pubescens Willd.) Αριά (Quercus ilex L.) Πουρνάρι (Quercus coccifera L.) Η μεγάλη έκταση και η πυκνότητα των δρυοδασών (δρυμοί ή δρυμώνες) καθώς και η μακροβιότητα των δένδρων αυτών, επέδρασαν ισχυρά στο πνεύμα των ανθρώπων, ώστε
Ε Θ Ι Α Γ Ε 8 / 9 να αποδώσουν σ' αυτά μυστηριώδεις και υπεράνθρωπες δυνάμεις. Τα δρυοδάση αποτελούσαν ενδιαιτήματα των Αμαδρυάδων Νυμφών. Κατά τον Ξενοφώντα (427-355 π.χ.) είναι γνωστό το όρος Φολόη με την υψίκορμο δρυ στο δρόμο που οδηγεί από τη Λακεδαίμονα στην Ολυμπία. Η ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία των δένδρων της δρυός φαίνεται από την πλειάδα ιερών δένδρων, όπως η ιερή φηγός του Δία στο Μαντείο της Δωδώνης, η δρυς του Μελάμπους στην Πύλο, η δρυς του Πανός στη Θυρέα της Αρκαδίας, η δρυς της Κυθήρας Φερσεφαάσης, η δρυς στη Φυλάκη της Θεσσαλίας. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ευρέως το ξύλο των δρυών σε πλείστες κατασκευές ( Δρυός πεσούσης, πας ανήρ ξυλεύεται ) μεταξύ των οποίων και για αγάλματα. Η ιδιαίτερη σημασία των δρυών για τους Έλληνες διατηρήθηκε μέχρι σήμερα σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και όλα τα φυλλοβόλα είδη της δρυός και κυρίως της βελανιδιάς φέρουν την ονομασία δένδρο. Η αριά και το πουρνάρι είναι αειθαλή είδη και η μεν πρώτη αναφέρεται ως ημερίς, το δε δεύτερο ως πρίνος τόσον από τον Θεόφραστο (372 π.χ. περ. 287/5 π.χ) όσο και από τον Διοσκουρίδη (40-90 μ.χ.). Κουκουναριά (Pinus pinea L.) Ταυτίζεται μάλλον με τη λεγόμενη πεύκη την κωνοφόρο, την οποία ο Θεόφραστος κατατάσσει στα ήμερα πεύκα. Ονομάζει τον καρπό της κώνο και τα σπέρματά της κάρυα. Ο Κοραής (1748-1833) αναφέρει ότι ο Σόλων (639-559 π.χ.) ονόμαζε τα σπέρματα της κουκουναριάς κόκκωνας, ενώ ο Αθήναιος (2 ος -3 ος αιώνας μ.χ.) οστρακίδας, κώνων πυρήνας, πιτύϊνα κάρυα, κοκκάλους ή απλώς πυρήνας. Σαφέστερες αναφορές κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο ονομάζουν την κουκουναριά στρόβιλο, τα σπέρματά της στροβίλια και το δάσος από κουκουναριές στροβιλεών, απ όπου και το σημερινό όνομα στροφιλιά. Λευκή λεύκη (Populus alba L.) Ο Ηρακλής βρήκε τη (λευκή) λεύκη να μεγαλώνει στις όχθες του Αχέρωντα, το ποτάμι της Θεσπρωτίας, και για το λόγο αυτό ο Όμηρος την ονομάζει αχερωΐδα. Όταν ο Ηρακλής θυσίασε στον Δία στην Ολυμπία, ο ίδιος έκαψε τα μηριαία οστά των θυμάτων πάνω σε ξύλο λεύκης, ενώ ο ίδιος ο Δίας αποκαλούνταν και Λευκαίος. Από τη μεταφορά αυτή της λεύκης από τον Ηρακλή από τη Θεσπρωτία στην Πελοπόννησο, οι Ηλείοι ήταν συνηθισμένοι, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, να χρησιμοποιούν για τις θυσίες στο Δία το ξύλο της λεύκης και κανενός άλλου δένδρου. Η ποσότητα των ξύλων που απαιτούσε η θυσία λεγόταν τεταγμένον λήμμα, την οποία έκοβε ο ξυλεύς που ήταν οικέτης, δηλαδή υπηρέτης του Δία. Κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens L.) Κατά τον Οβίδιο (43 π.χ.-17 μ.χ.) κάποιος νέος από την Κέα, ονομαζόμενος Κυπάρισσος, πέθανε από τη θλίψη του όταν κατά λάθος σκότωσε το αγαπημένο του ελάφι. Παρακάλεσε δε τον Απόλλωνα να διατηρήσει τη μνήμη της λύπης του αθάνατη και ο θεός τον μεταμόρφωσε σε κυπαρίσσι και από τότε αφιερώθηκε στον Πλούτωνα και καθιερώθηκε ως έμβλημα πένθους. Στην αρχαιότητα πολλά Ιερά Άλση απαρτίζονταν από κυπαρισσώνες. Ονομαστά ήταν τα κυπαρίσσια στον τάφο του Αλκμαίωνα στην Ψωφίδα της Αρκαδίας, στο ναό του Βελλερεφόντη στην Κόρινθο, στην Κνωσό και στην Τάρρα της Κρήτης όπως αναφέρουν οι Θεόφραστος, Πλάτωνας (427-347 π.χ.), Παυσανίας και Αθήναιος. Από ξύλο κυπαρισσιού στην αρχαιότητα έφτιαχναν αγάλματα, ενώ από τότε καθιερώθηκε η συνήθεια να φυτεύουν οι άνθρωποι κυπαρίσσια στα νεκροταφεία. Δάφνη Απόλλωνος (Laurus nobilis L.) Η Δάφνη, κόρη της Γης και του Πηνειού, μεταμορφώθηκε σε δένδρο όταν ο Απόλλωνας, που την αγαπούσε πολύ, προσπάθησε να την αγκαλιάσει και τότε ο θεός για να παρηγορηθεί, έκοψε ένα κλαδί από το δένδρο και στεφανώθηκε. Συμβολίζει την αμεροληψία, την ισχύ, τη σοφία, τη νίκη και την τιμή.
Αγριελιά (Olea europaea L. ssp. oleaster (Hoffmans & Link) Negodi) Η ιερή ελιά σύμβολο της ειρήνης κατείχε ιδιαίτερη θέση ανάμεσα σε όλα τα φυτά που σχετίζονται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Ηρακλής (ένας από τους Ιδαίους Δακτύλους και όχι ο γνωστός ήρωας) φύτεψε στην Ιερή Άλτη την πρώτη αγριελιά κότινος που την έφερε από την Κρήτη ή κατ' άλλους από τη χώρα των Υπερβορείων. Κοντά στην αγριελιά αυτή, που ονομαζόταν καλλιστεφάνος γιατί από τα κλαδιά της έπλεκαν στεφάνια για τους νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν και ο ναός των Δροσοφόρων Νυμφών. Από τις άφθονες αγριελιές, σύμφωνα με τους Αριστοτέλη (384-322 π.χ.), Θεόφραστο και Παυσανία, που υπήρχαν στην Ιερή Άλτη χρησιμοποιούσαν το ελαιόλαδο για να προστατεύσουν το ελεφαντοστό του αγάλματος του Δία από την υγρασία του βαλτώδους της περιοχής. Σχίνος (Pistacia lentiscus L.) Ο γνωστός από την αρχαιότητα θάμνος που αναφέρεται από τους Θεόφραστο και Διοσκουρίδη ως σχίνος, ονομαστός για τη ρητίνη και το έλαιο των καρπών του που έχουν διάφορες χρηστικές ιδιότητες, όπως για την παραγωγή μαστίχης, αντισηπτικές, σπασμολυτικές κ.ά. Φράξος (Fraxinus ornus L.) Στην αρχαιότητα αναφέρεται ως μελία ή μελίκη, ονομασία μελιός που απαντάται και σήμερα σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας. Από το είδος αυτό σύμφωνα με τον Όμηρο κατασκευάζονταν τα δόρατα. Ο Δίας, κατά τον Ησίοδο (8 ος αι. π.χ.), έπλασε την τρίτη γενιά των ανθρώπων ισχυρή όπως το ξύλο της μελιάς. Το όνομα του φυτού πιθανόν προήλθε από τη Νηρηίδα νύμφη Μελία, κόρη του Ωκεανού και σύζυγο του αδελφού της Ινάχου, μητέρα του Φορωνέα και του Αιγιαλέα. Μία από τις ερωμένες του Απόλλωνα ονομαζόταν Μελία, της οποίας τέκνα ήταν ο Ισμίνιος και ο Ταίναρος, ενώ από την ένωσή της με τον Σιληνό απέκτησε τον Κένταυρο Φόλο που ζούσε στο παρακείμενο της Ολυμπίας όρος Φολόης. Πικροδάφνη (Nerium οleander L.) Στους αρχαίους τη συναντάμε ως νήριον ή νήρις, ονομασία που παραπέμπει στις Νηρηίδες νύμφες, πολλές από τις οποίες σχετίζονται με τα νερά, ενώ αναφέρεται ως ροδοδάφνη ή ροδόδενδρο και από τους Ρωμαίους ως ολέανδρουμ. Ο Θεόφραστος ασχολείται με τα χαρακτηριστικά του φυτού και ο Διοσκουρίδης με τις ιδιότητες των φύλλων του. Στην αρχαιότητα είχε ιδιαίτερη σημασία για τους ανθρώπους και αποτελούσε αγαπητό μοτίβο διακόσμησης των Μινωικών τοιχογραφιών του 14 ου π.χ. αιώνα. Λυγαριά (Vitex agnus castus L.) Στην αρχαιότητα αναφέρεται ως άγνος, λυγία, λύγος, οισύα, οισυίς, οισίς, οίσος ή οισός. Η ονομασία άγνος απαντάται και σήμερα στη βόρεια Ήπειρο. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει ότι με κλάδους λυγαριάς οι γυναίκες κατασκεύαζαν υπόστρωμα στη γιορτή των θεσμοφοριών για να διατηρήσουν την αγνότητά τους ή να εξαγνιστούν. Η χρήση της λυγαριάς για πλεκτική ανάγεται στη μυθολογία. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος διηγείται, ότι ο Αχιλλέας έδεσε με βέργες λυγαριάς τους γιους του Πριάμου και στην Οδύσσεια, ότι ο Οδυσσέας για να διαφύγει από τη σπηλιά του τυφλωμένου Πολύφημου δέθηκε μαζί με τους συντρόφους του με
Ε Θ Ι Α Γ Ε 10 / 11 Κουμαριά (Arbutus unedo L.) βέργες λυγαριάς στις κοιλιές των προβάτων. Σύμφωνα με τον Αθήναιο, όταν ο Προμηθέας ελευθερώθηκε με τη βοήθεια του Κένταυρου Χείρωνα από τα δεσμά του Δία στον Καύκασο, φόρεσε ένα στεφάνι από κλαδιά λυγαριάς για να θυμάται τα δεσμά του. Μεταξύ των άλλων λέγεται ότι η Ήρα γεννήθηκε κάτω από μία λυγαριά, γι' αυτό θεωρείται το ιερό της δένδρο και ο Παυσανίας επιβεβαιώνει την ιερή λύγο στο ναό της Ήρας στη Σάμο. Κουμαριά (Arbutus unedo L.) Γλυστροκουμαριά (Arbutus andrachne L.) Περιγράφονται από τον Θεόφραστο ως κόμαρος και ανδράχλη. Η κουμαριά προέρχεται από τη μεταμόρφωση του γιού της Γαίας Τρικόρφου. Σύμφωνα με τον Παυσανία έξω από το ναό του Προμάχου Ερμή στην Τανάγρα, ανδρώθηκε ο φτερωτός θεός στη σκιά μιας μεγάλης γλυστροκουμαριάς. Γλυστροκουμαριά (Arbutus andrachne L.) τη Μικρά Ασία μαζί με τον Πέλοπα. Οι Πέρσες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, στις γιορτές τους έστρωναν τους δρόμους με κλαδιά μυρτιάς και οι ιερείς στεφανώνονταν με μυρτιά πριν αρχίσουν τις θυσίες, ενώ τη συνήθεια αυτή αναφέρει για την αρχαία Ελλάδα και ο Αθήναιος, όπου οι πολίτες και οι ιερείς έφεραν τέτοια στεφάνια στις θυσίες και στα συμπόσια. Από ξύλο μυρτιάς έφτιαχναν αγάλματα και είναι γνωστό το άγαλμα της Αφροδίτης στην Τήμνο της Λυδίας από ζωντανή μυρτιά. Γενικότερα το φυτό χρησιμοποιείτο στη διακοσμητική και αποτελούσε ιδιαίτερο μοτίβο στη χρυσοχοΐα, όπως μαρτυρούν τα κτερίσματα σε τάφους στην Πύδνα, στη Σταυρούπολη, στο Δερβένι και στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, όπου φαίνεται ότι αποτελούσαν δείγματα εξουσίας. Συμπληρωματικά με τα ανωτέρω είδη φυτών και για την αποκατάσταση ειδικών χώρων χρησιμοποιήθηκαν από δενδρώδη είδη η κουτσουπιά, η φλαμουριά, ο σφένδαμος και από θαμνώδη είδη το βιβούρνο, το σπάρτο, η κοκκορεβιθιά, ο ράμνος, το χρυσόξυλο, η ασφάκα και το φιλλύκι. Ειδικότερα, στον αύλειο χώρο του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου για τις ανάγκες της αισθητικής βελτίωσης του χώρου εκτός των άλλων ειδών χρησιμοποιήθηκαν είδη αρωματικής χλωρίδας όπως το δενδρολίβανο, η λεβαντίνη, η λεβάντα, η αψιθιά, το θυμάρι, η μαντζουράνα, ο δυόσμος και το θρούμπι. Η διαχείριση του προς αποκατάσταση χώρου, στο πλαίσιο του σχεδιασμού των φυτοκομικών εργασιών αλλά και της επιλογής των φυτών, διατήρησε τη σύνθεση και την ποικιλότητα του τοπίου, αποφεύγοντας κινδύνους με μη αναστρέψιμες αλλαγές στο φυσικό και αρχαιολογικό περιβάλλον. Μυρτιά (Myrtus communis L.) Ιερό φυτό της Αφροδίτης σύμβολο της παρθενίας, του έρωτα, της ευθανασίας και της προστασίας. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι το είδος αυτό ήλθε στην Πελοπόννησο από Πληροφορίες: Δρ Γεώργιος Λυριντζής Βυζαντίου 10, 15124 Μαρούσι κιν.: 9678 611276