. 1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Νομικής Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών Αστικού, Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου Διπλωματική εργασία της Άννας Ζαρκινού (ΑΕΜ 366) με θέμα Ανατροπή της κατάσχεσης (άρθρο 1019 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) Επιβλέπων καθηγητής ο κ. Νικόλαος Νίκας, Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2006
. 2 ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Πίνακας συντομογραφιών Ι Εισαγωγή 1 Κεφάλαιο Πρώτο: Προσέγγιση του θεσμού της ανατροπής κατάσχεσης και του άρθρου 1019 ΚΠολΔ 3 Ι. Νομική φύση της ανατροπής κατάσχεσης- Αντιπαραβολή προς άλλους θεσμούς 3 ΙΙ. Η λειτουργική αποστολή της ανατροπής κατάσχεσης και η ένταξή της στο σύστημα αναγκαστικής εκτέλεσης του ΚΠολΔ 6 ΙΙΙ. Η ιστορία του θεσμού και του άρθρου 1019 ΚΠολΔ 11 IV. Πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1019 ΚΠολΔ 15 Κεφάλαιο Δεύτερο:Προϋποθέσεις ανατροπής της κατάσχεσης 22 Ι. Προϋποθέσεις ανατροπής της κατάσχεσης, όταν δεν διενεργείται ο πλειστηριασμός εντός του προβλεπόμενου στο νόμο χρόνου 22 1. Ύπαρξη κατάσχεσης κινητού ή ακινήτου πράγματος 23 2. Παρέλευση του νόμιμου χρόνου 24 3. Μη διενέργεια του πλειστηριασμού εντός του νόμιμου χρόνου (έτους από την επιβολή της κατάσχεσης) 36 4. Δικαστική απόφαση που απαγγέλλει την ανατροπή 39 ΙΙ. Προϋποθέσεις ανατροπής της κατάσχεσης, όταν δεν διενεργείται ο αναπλειστηριασμός εντός του προβλεπόμενου στο νόμο χρόνου 41 1. Ύπαρξη κατάσχεσης κινητού ή ακινήτου πράγματος 41 2. Διενέργεια πλειστηριασμού και μη καταβολή του πλειστηριάσματος 42 3. Παρέλευση του νόμιμου χρόνου 47
. 3 4. Μη διενέργεια αναπλειστηριασμού εντός του προβλεπόμενου στο νόμο χρόνου ( έξι μηνών από τη διενέργεια του πλειστηριασμού) 48 5. Δικαστική απόφαση που απαγγέλλει την ανατροπή 49 Κεφάλαιο Τρίτο: Η διαδικασία της ανατροπής κατάσχεσης 50 Ι. Τηρητέα διαδικασία 50 ΙΙ. Αρμοδιότητα 51 ΙΙΙ. Ενεργητική νομιμοποίηση 51 ΙV. Παθητική νομιμοποίηση 54 V. Υποκειμενικά σύνθετες δίκες 56 VI. Η απόφαση επί της αίτησης ανατροπής της κατάσχεσης 56 VII. Άσκηση ενδίκων μέσων- αίτηση ανάκλησης- τριτανακοπή 57 Κεφάλαιο Τέταρτο: Έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης 62 Ι. Έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης επί μη διενεργείας πλειστηριασμού 63 II. Έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης επί μη διενεργείας αναπλειστηριασμού 70 III.Οι έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης ως προς τους αναγγελμένους με εκτελεστό τίτλο δανειστές 75 1. Οι έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης ως προς τους αναγγελμένους με εκτελεστό τίτλο δανειστές πριν τον ν. 2298/1995 75 2. Οι έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης ως προς τους αναγγελμένους με εκτελεστό τίτλο δανειστές υπό το ισχύον δίκαιο 78 Επίλογος 83
. 4 ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΚ α.ν. ΑΠ άρθρ. αριθμ. Αρμ ΑρχΝ Βλ. γνμδ. Δ ΕΕμπΔ ΕΕΝ Ειρ ΕισΝΚΠολΔ εκδ. ΕλλΔνη ΕΝΔ ΕΝΟΒΕ επ. ΕπισκΕΔ ΕΣΔΑ Εφ Αστικός Κώδικας αναγκαστικός νόμος Άρειος Πάγος άρθρο αριθμός Αρμενόπουλος Αρχείο Νομολογίας Βλέπε Γνωμοδότηση Δίκη Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου Εφημερίς Ελλήνων Νομικών Ειρηνοδικείο Εισαγωγικός Νόμος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εκδόσεις Ελληνική Δικαιοσύνη Επιθεώρηση Ναυτικού Δικαίου Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος επόμενα Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφετείο
. 5 ΚΕΔΕ Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων ΚΙΝΔ Κώδικας Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ν. νόμος ν.δ. νομοθετικό διάταγμα ΝοΒ Νομικό Βήμα Ολ Ολομέλεια ΠολΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο ΤΝΠ Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Υποσημ. Υποσημείωση Σημείωση: Με σκοπό την αποφυγή επαναλήψεων, όταν γίνεται περισσότερες φορές παραπομπή στο ίδιο έργο ή μελέτη, παραπομπή με τον πλήρη τίτλο του έργου ή της μελέτης, καθώς και τα πλήρη στοιχεία έκδοσης ή δημοσίευσής τους, γίνεται μόνον στην πρώτη υποσημείωση. Σε κάθε επόμενη υποσημείωση η παραπομπή γίνεται με αναγραφή συντετμημένου του τίτλου του έργου ή της μελέτης.
. 6 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντικείμενο της εργασίας αυτής είναι το ισχύον δίκαιο για την ανατροπή κατάσχεσης, όπως αυτό έχει εφαρμοστεί στη νομολογία των δικαστηρίων μας και ερμηνευθεί από τη νομική θεωρία. Η ανατροπή της κατάσχεσης αποτελεί νόμιμο λόγο κατάργησης της αναγκαστικής εκτέλεσης. Πρόκειται για τη δικαστική περάτωση της εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς ρευστοποίηση των κατασχεθέντων με πλειστηριασμό και ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών, η οποία επέρχεται εξαιτίας της για ορισμένο χρόνο αδράνειας της εκτελεστικής διαδικασίας 1 (ήτοι, όταν ο αναγκαστικός πλειστηριασμός δεν διενεργείται εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ή ο αναπλειστηριασμός δεν πραγματοποιείται εντός ορισμένου χρόνου από τη διενέργεια του πλειστηριασμού). Η ανατροπή της κατάσχεσης ρυθμίζεται στο σύνολό της από το άρθρο 1019 ΚΠολΔ. Το άρθρο αυτό εντάσσεται στο Η βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, υπό τον τίτλο «Αναγκαστική εκτέλεση», και ειδικότερα στο έκτο κεφάλαιο αυτού, υπό τον τίτλο «Διατάξεις κοινές για τον πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων». Το κείμενο του άρθρου 1019 ΚΠολΔ έχει ως εξής: «1. Η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αμέσως την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί 1 Κ.Μπέης, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας- Αναγκαστική εκτέλεση, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα 1983, σελ. 172, Κ.Μπέης, παρατηρήσεις υπό την ΕφΑθ 120/1964, ΝοΒ 1966, σελ. 1046, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις- τόμος V, β έκδοσηανατύπωση 1985, 660, σελ. 2181.
. 7 σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους αφότου δημοσιευθεί η απόφαση. 2. Στις προθεσμίες που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο δεν υπολογίζεται το διάστημα από την έκδοση απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 παράγραφοι 3 και 4 μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, το διάστημα αναστολής της εκτέλεσης, η οποία χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή με κοινή συναίνεση εκείνου που επισπεύδει και του οφειλέτη, η οποία βεβαιώνεται με συμβολαιογραφική πράξη, καθώς και ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγούστου. 3. Αν πριν από την έκδοση της κατά την παρ. 1 απόφασης είχαν αναγγελθεί δανειστές με τα προσόντα αυτοτελούς κατάσχεσης, κατά τα άρθρα 972 παρ. 2 εδ. β και 1006 παρ. 4 2 εδ. α, η ανατροπή επέρχεται ως προς αυτούς μόνο αν οι ως άνω προθεσμίες είχαν συμπληρωθεί και ως προς αυτούς από τις αναγγελίες τους. Διαφορετικά, η κατάσχεση ως προς αυτούς διατηρείται και ισχύει αυτοτελής προθεσμία ανατροπής της από την αναγγελία τους, η προθεσμία όμως αυτή ουδέποτε συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου από την ανατροπή». Η παρούσα εργασία στοχεύει στην ανάλυση και ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 1019 ΚΠολΔ. Πριν την κατ ιδίαν παρουσίαση των ρυθμίσεων του άρθρ. 1019 ΚΠολΔ, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί η νομική φύση της ανατροπής κατάσχεσης σε αντιπαραβολή προς άλλους παρεμφερείς θεσμούς, να επισημανθούν οι ειδικότεροι στόχοι που η ανατροπή της κατάσχεσης υπηρετεί, να αναφερθεί η ιστορία του θεσμού και να διευκρινιστεί το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1019 ΚΠολΔ. 2 Από προφανή τυπογραφική παραδρομή το κείμενο του νόμου αναφέρεται εσφαλμένα στην παρ. 1 του άρθρου 1006, αντί στην παρ. 4 του άρθρου αυτού.
. 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1019 ΚΠολΔ Ι. Νομική φύση της ανατροπής κατάσχεσης- Αντιπαραβολή προς άλλους θεσμούς Η ανατροπή της κατάσχεσης είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, νόμιμος λόγος κατάργησης της εκτελεστικής διαδικασίας, τρόπος περάτωσής της χωρίς πλειστηριασμό. Η ανατροπή της κατάσχεσης επέρχεται δια δικαστικής απόφασης λόγω της παρόδου των οριζόμενων στο άρθρ. 1019 1 ΚΠολΔ προθεσμιών και δεν αποτελεί μορφή ανισχύρου ή δικονομικής ακυρότητας. Αντίθετα προς το ανίσχυρο ή την ακυρότητα, που προϋποθέτουν ελαττωματικότητα της διαδικαστικής πράξης 3, η ανατροπή της κατάσχεσης δεν προϋποθέτει ελάττωμα της κατάσχεσης, ούτε είναι συνέπεια παραβίασης κανόνων της εκτελεστικής διαδικασίας 4. Δικαιολογητικός λόγος της ανατροπής κατάσχεσης είναι ότι η κατάσχεση, λόγω της επί ορισμένο χρόνο αδράνειας της εκτελεστικής διαδικασίας, κρίνεται απρόσφορη να λειτουργήσει ως θεμέλιο του πλειστηριασμού. Η διαπλαστική απόφαση που απαγγέλλει την ανατροπή της κατάσχεσης καθιστά την έγκυρη κατάσχεση ανενεργό. Κατ αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται η διαιώνιση της εκτελεστικής διαδικασίας, όταν αυτή δεν οδηγεί εντός ευλόγου χρόνου στο κατά νόμο αποτέλεσμά της, ήτοι, στη ρευστοποίηση του κατασχεθέντος και την ικανοποίηση των δανειστών 5. 3 Κ.Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, σελ. 70, κατά παραπομπή από Ι.Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις- τόμος V, 660, σελ. 2181. 4 Β. Μπρακατσούλας, Ασφαλιστικά μέτρα, θεωρία- νομολογία-πράξη, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα 1994, σελ. 597. 5 Για τον σκοπό του θεσμού της ανατροπής κατάσχεσης, βλ. στην αμέσως επόμενη ενότητα, υπό τον τίτλο «Η λειτουργική αποστολή της ανατροπής κατάσχεσης και η ένταξή της στο σύστημα αναγκαστικής εκτέλεσης του ΚΠολΔ».
. 9 Η ανατροπή της κατάσχεσης ομοιάζει προς τη δικονομική ακυρότητα (άρθρ. 159-161 και 933 επ. ΚΠολΔ), αφενός επειδή αμφότερες επέρχονται δια διαπλαστικής δικαστικής απόφασης και αφετέρου επειδή και οι δύο επιφέρουν την κατάλυση της κατάσχεσης (η δικονομική ακυρότητα, όταν πλήττει την κατάσχεση, και όχι άλλη διαδικαστική πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης). Πέραν αυτών, όμως, η ανατροπή της κατάσχεσης διαφοροποιείται ουσιωδώς από τη δικονομική ακυρότητα 6 : Ενώ η ανατροπή επέρχεται λόγω της επί ορισμένο χρόνο αδράνειας της εκτελεστικής διαδικασίας, η δικονομική ακυρότητα προϋποθέτει ελάττωμα, τυπικό ή ουσιαστικό, της κατάσχεσης. Την ανατροπή της κατάσχεσης νομιμοποιείται να αιτηθεί οποιοσδήποτε δικαιολογεί έννομο προς τούτο συμφέρον, χωρίς να τίθεται για την άσκηση της αίτησής του ορισμένη προθεσμία, ενώ την κήρυξη της δικονομικής ακυρότητας νομιμοποιούνται να ζητήσουν με άσκηση ανακοπής μόνον τα κατ άρθρ. 933 ΚΠολΔ νομιμοποιούμενα πρόσωπα και εντός της κατ άρθρ. 934 ΚΠολΔ προθεσμίας. Η ανατροπή, κατά το νόμο, έχει πάντοτε ως αντικείμενό της την κατάσχεση, ενώ δικονομικής ακυρότητας είναι δυνατό να πάσχει οποιαδήποτε πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας. Περαιτέρω, η ανατροπή της κατάσχεσης αναπτύσσει τα αποτελέσματά της μόνο για το μέλλον και δεν πλήττει τις πριν την ανατροπή της κατάσχεσης διενεργηθείσες πράξεις εκτελέσεως. Αντίθετα, η απαγγελία της δικονομικής ακυρότητας ενεργεί αναδρομικά (ex tunc). Η ανατροπή της κατάσχεσης δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με την παραίτηση του κατασχόντος από την κατάσχεση, η οποία, επίσης, καταργεί την εκτελεστική διαδικασία 7. Η παραίτηση του κατασχόντος 6 Γ. Ράμμος, Η ύπαρξις και το κύρος της κατασχέσεως ως προϋπόθεσις κανονικής διεξαγωγής του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αναμνηστικός τόμος Εμ. Μιχελάκη (1972), σελ. 492 επ., Ι.Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις- τόμος V, 660, σελ. 2181 επ., Β.Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνευτική- νομολογιακή ανάλυση κατ άρθρο, εκδ. 1997, υπό το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, σελ. 526, Π.Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό μέρος, εκδ. Σάκκουλα 2001, σελ. 297, Γ. Ευστρατιάδης, Η ανατροπή της κατασχέσεως, Αρμ 2005, σελ. 1882 επ. 7 Ι.Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις τόμος V, 660 α, σελ. 2183 επ.
. 10 από την κατάσχεση ενεργείται με εξώδικη έγγραφη δήλωση του κατασχόντος, η οποία κοινοποιείται προς τον καθ ου η εκτέλεση (κατ εφαρμογή των άρθρ. 297, 299 ΚΠολΔ). Από και δια της κοινοποίησης αυτής δεσμεύεται ο κατασχών από την παραίτησή του και δεν μπορεί έγκυρα να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία, ενώ έναντι των τρίτων η παραίτηση από την κατάσχεση παράγει τις έννομες συνέπειές της από το χρονικό σημείο της καταχώρισής της στα βιβλία κατασχέσεων (κατ αναλογική εφαρμογή του άρθρ. 997 2 περ. γ, 3 ΚΠολΔ). Η ανατροπή της κατάσχεσης διαφοροποιείται από την παραίτηση εκ της κατασχέσεως στα εξής σημεία: Πρώτον, η ανατροπή της κατάσχεσης δεν προϋποθέτει αντίστοιχη βούληση του κατασχόντος, ενώ η παραίτηση από την κατάσχεση απορρέει από αυτήν την βούληση του κατασχόντος. Δεύτερον, η ανατροπή της κατάσχεσης απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση, ενώ η παραίτηση από την κατάσχεση ενεργείται δίχως την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Η ανατροπή της κατάσχεσης διαφέρει και από την άρση της κατάσχεσης, η οποία προβλέπεται στο άρθρ. 1002 2 εδ. β ΚΠολΔ. Η κατάσχεση αίρεται, όταν πριν την κατακύρωση ο καθ ου εξοφλήσει τις απαιτήσεις του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών, καθώς και τα έξοδα της εκτέλεσης. Προκύπτει ότι η άρση της κατάσχεσης και η ανατροπή έχουν διαφορετικό θεμελιωτικό λόγο (ήτοι, την εξόφληση των απαιτήσεων και εξόδων από τον καθ ου η άρση, την αδράνεια της εκτελεστικής διαδικασίας η ανατροπή). Πέραν αυτού, η ανατροπή της κατάσχεσης επέρχεται από και δια της διαπλαστικής απόφασης που την απαγγέλλει, ενώ η άρση της κατάσχεσης επέρχεται αυτοδίκαια άμα τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, χωρίς να απαιτείται η έκδοση δικαστικής απόφασης, που να απαγγέλλει ή να βεβαιώνει την άρση της κατάσχεσης συνεπεία του αποσβεστικού γεγονότος της εξόφλησης 8. 8 ΜονΠρΠειρ 331/1987, ΕλλΔνη 1988, σελ. 195.
. 11 ΙΙ. Η λειτουργική αποστολή της ανατροπής κατάσχεσης και η ένταξή της στο σύστημα αναγκαστικής εκτέλεσης του ΚΠολΔ Η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί μορφή παροχής έννομης προστασίας, κατοχυρωμένη τόσο από το Σύνταγμα (άρθρο 20 Σ), όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρ. 6 1 ΕΣΔΑ). Με την αναγκαστική εκτέλεση επιτυγχάνεται η υλική πραγματοποίηση των επιταγών του δικαίου 9. Ως «αναγκαστική εκτέλεση» ορίζεται η ικανοποίηση αξιώσεων μέσω της κρατικής επιβολής 10. Κατά τον ορισμό της, η αναγκαστική εκτέλεση αποβλέπει στην ικανοποίηση αξίωσης του δανειστή, με την έννοια που αυτή γίνεται αντιληπτή στο ιδιωτικό δίκαιο (247 ΑΚ), μέσω της κρατικής επέμβασης στην ιδιωτική σφαίρα του οφειλέτη, και, ιδίως, σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα αυτού (όπως το ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας, το άσυλο της κατοικίας και ούτω καθεξής). Συνεπώς, το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης καλείται όχι μόνο να ρυθμίσει τις προϋποθέσεις, τα μέσα και τη διαδικασία της ικανοποίησης αξιώσεων μέσω της κρατικής επιβολής, αλλά, κυρίως, να ρυθμίσει αυτή κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να περιφρουρούνται τα συνταγματικά δικαιώματα αμφοτέρων των πλευρών 11, επισπεύδοντος 9 Π. Γέσιου- Φαλτσή, Αναγκαστική εκτέλεση- Γενικό μέρος, εκδ. Σάκκουλα 1998, σελ. 1, 61, Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, σελ. 78 επ., Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 1998, σελ. 360, Χαρ. Απαλαγάκη, Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Δ 2004, σελ. 766: «διαγνωστική δικαστική προστασία δίχως δυνατότητα πραγματικής υλοποιήσεως της δικαστικής αποφάσεως παραμένει γράμμα κενό. Και αυτό το αυτονόητο τόνισε με εμπεριστατωμένες αιτιολογίες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφασή του Hornsby κατά Ελλάδος, όταν κατηγορηματικά διεκήρυξε ότι η πραγματική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της δίκαιης δίκης, για την οποία προνοεί το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ». 10 Για τα εννοιολογικά στοιχεία του ορισμού της αναγκαστικής εκτέλεσης, βλ. σε Π. Γέσιου- Φαλτσή, Αναγκαστική εκτέλεση- Γενικό μέρος, σελ. 3 επ. 11 Π. Γέσιου- Φαλτσή, Αναγκαστική εκτέλεση- Γενικό μέρος, σελ. 63, η οποία γράφει σχετικά: «Η σύγχρονη θεωρία και νομολογία χρησιμοποιεί ως μέτρο- κατά την κρίσιμη τομή των αξιών ή των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων που
. 12 δανειστή και καθού η εκτέλεση οφειλέτη, και να εξισορροπούνται τα εμπλεκόμενα, και από τη φύση των πραγμάτων συγκρουόμενα, συμφέροντα: των δανειστών, αφενός, (για γρήγορη και ολιγοδάπανη ικανοποίησή τους), του οφειλέτη, αφετέρου, (για προστασία των εν γένει εννόμων συμφερόντων του). Το ημεδαπό δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης, που διαθέτει οργανική ενότητα και ισορροπία, διέπεται από δύο θεμελιώδεις αρχές: την αρχή της διαθέσεως 12 και την αρχή της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος. Η αρχή της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος 13, η οποία ειδικότερα μας ενδιαφέρει, αποδίδει το εξής: Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εξελίσσεται από στάδιο σε στάδιο μόνο μετά από ενέργεια του επισπεύδοντος. Την αρχή της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος εισάγει το άρθρο 927 ΚΠολΔ («Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει»). Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε εκείνο το πρόσωπο από τον κύκλο των δανειστών του οφειλέτη που πρώτο επεχείρησε την εναρκτήρια πράξη της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι, την κατάσχεση. Εναρκτήρια πράξη, η οποία προσδιορίζει το πρόσωπο του επισπεύδοντος, είναι η κατάσχεση και συγκρούονται-την αρχή της αναλογικότητας. Αυτό συμβαίνει επειδή αφενός από την πλευρά του επισπεύδοντος δανειστή πρέπει να προστατευθεί το ατομικό δικονομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, με την ειδικότερη μορφή της αξιώσεως εκτελέσεως, και αφετέρου από την πλευρά του οφειλέτη πρέπει να αποκρουσθούν οι ακραίες παραβιάσεις του πλέγματος των συνταγματικά κατοχυρωμένων ατομικών του δικαιωμάτων». 12 Ενδεικτικά σε Π. Γέσιου- Φαλτσή, Αναγκαστική εκτέλεση- Γενικό μέρος, σελ. 78 επ. Η δικονομική αρχή της διαθέσεως αναφέρεται στην εξουσία των διαδίκων να είναι και να παραμένουν κυρίαρχοι της διαδικασίας και του αντικειμένου της: Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει και αποπερατώνεται με αίτηση ή ενέργεια των υποκειμένων της. Η αρχή της διαθέσεως αντιπαραβάλλεται προς την αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας των οργάνων της εκτελέσεως και στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης εκδηλώνεται σε τρεις επιμέρους άξονες: α) ποιος έχει την εξουσία να αρχίζει και να αποπερατώνει τη διαδικασία και να προσδιορίζει την εκτελούμενη απαίτηση, β) ποιος έχει την εξουσία να επιλέγει το είδος και το μέσο της εκτελέσεως μεταξύ αυτών που προβλέπει ο νόμος, γ) ποιος έχει την εξουσία να επιλέγει το αντικείμενο της εκτελέσεως. 13 Για την αρχή της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος, βλ. σε Π. Γέσιου- Φαλτσή, Η αρχή της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος ως θεμελιώδης δικονομική αρχή της αναγκαστικής εκτέλεσης, στο έργο «Η δικονομική έννομη τάξη ΙΙ- Μελέτες αστικού δικονομικού και διεθνούς δικονομικού δικαίου», εκδ. Σάκκουλα 1995, σελ. 551 επ.
. 13 όχι η επίδοση επιταγής προς εκτέλεση. Και αυτό επειδή η κατάσχεση αποδυναμώνει την πρωτοβουλία των άλλων δανειστών μέσω της απαγόρευσης επιβολής δεύτερης κατάσχεσης (958 2, 997 5 ΚΠολΔ) και παρέχει στον πρώτο κατασχόντα την προτεραιότητα ως προς την περαιτέρω κίνηση της διαδικασίας 14. Ο δανειστής αυτός που προβαίνει στην κατάσχεση αποκτά τον τίτλο του επισπεύδοντος και την εξουσία να κινεί ή να αδρανοποιεί κατά βούληση τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, καταρχήν χωρίς περιορισμούς. Η εξουσία, ωστόσο, αυτή του επισπεύδοντος να κινεί και να αδρανοποιεί κατά βούληση των εκτελεστική διαδικασία γνωρίζει από τον νόμο ακραία χρονικά όρια. Αυτά αποτυπώνονται καταρχήν στις διατάξεις των άρθρων 926 2 («Όταν περάσει έτος από την επίδοση της επιταγής, δεν μπορεί να γίνει καμιά άλλη πράξη εκτέλεσης που να βασίζεται επάνω σ αυτήν») και 1019 ΚΠολΔ. Το τελευταίο εισάγει τον θεσμό της ανατροπής κατάσχεσης. Η ανατροπή της κατάσχεσης καταλύει την υφιστάμενη κατάσχεση, επιφέρει την αποδέσμευση του κατασχεμένου και επιτρέπει την έγκυρη διάθεσή του από τον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη, όταν η διενέργεια του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού βραδύνει πέραν του χρόνου που ο νόμος προβλέπει. Ο θεσμός της ανατροπής κατάσχεσης πιέζει τον επισπεύδοντα δανειστή για ταχύτητα της διαδικασίας. Με τον τρόπο αυτό υπηρετεί την επίσπευση της εκτελεστικής διαδικασίας και την αποφυγή της διαιώνισής της από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως αδρανεί. Ευνόητο είναι ότι η ανατροπή της κατάσχεσης υπηρετεί τα εύλογα συμφέροντα του οφειλέτη αλλά και την κοινωνική οικονομία, αφού αποτρέπει τη μακροχρόνια δέσμευση και οικονομική απονέκρωση των περιουσιακών 14 Ι. Μπρίνιας, Διαδικαστικά προβλήματα αναγκαστικής εκτελέσεως, Δ 1981, σελ. 427, 428, Π. Γέσιου- Φαλτσή, Η επίδραση του ν. 2298/1995 στις θεμελιώδεις αρχές της αναγκαστικής εκτελέσεως, Υποκατάσταση σε θέση επισπεύδοντος- Ανατροπή της κατασχέσεως, ΕλλΔνη 1996, σελ. 244, 245.
. 14 στοιχείων του οφειλέτη 15. Αντίθετα, η ανατροπή της κατάσχεσης δεν προάγει τα συμφέροντα του επισπεύδοντος, ούτε των άλλων δανειστών του καθ ού, οι οποίοι, όσο υφίσταται η κατάσχεση, μπορούν να αναγγελθούν ή και να υποκατασταθούν σε θέση επισπεύδοντος. Πάντως, με την επίσπευση του πλειστηριασμού, την οποία κατ αποτέλεσμα προωθεί ο θεσμός της ανατροπής κατάσχεσης, οι λοιποί δανειστές μπορούν να ελπίζουν και σε ταχύτερη ικανοποίηση των απαιτήσεών τους. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης διέπεται μεν από την αρχή της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος, αποβλέπει, ωστόσο, και στη μέσω της διανομής του πλειστηριάσματος ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των αναγγελμένων δανειστών 16. Προς εξασφάλιση αυτού του συλλογικού αποτελέσματος έχουν διαρρυθμιστεί ανάλογα και οι έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης σε σχέση με τους αναγγελμένους δανειστές που διαθέτουν εκτελεστό τίτλο. Αλλά και πέραν του θεσμού της ανατροπής κατάσχεσης, η αρχή της πρωτοβουλίας του επισπεύδοντος δεν νοείται από το δίκαιό μας ως απόλυτη κυριαρχία του επισπεύδοντος. Δεν λείπουν οι διατάξεις που 15 Γ. Ράμμος, Η ύπαρξις και το κύρος της κατασχέσεως, σελ. 497, Ι. Μπρίνιας, «Άρθρο 1019. Αποφάσεις Νομ. Επιτροπής που αναστέλλουν άμεσα ή έμμεσα την διαδικασίαν της αναγκαστικής εκτελέσεως.- Άλλες περιπτώσεις αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας.- Επίδραση τούτων επί της κατά το άρθρ. 1019 ΚΠολΔ ανατροπής της κατασχέσεως.- Ανατροπή της κατασχέσεως, που επεβλήθη κατά το σύστημα του ν.δ. της 17 ης Ιουλίου 1923» γνμδ, ΝοΒ 1982, σελ. 179, ο οποίος χαρακτηρίζει την ανατροπή κατάσχεσης κύρωση της αδρανείας του δανειστού, Κ. Μπέης, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας- Αναγκαστική εκτέλεση, εκδ. Σάκκουλα 1983, σελ. 172, ο οποίος γράφει: «Αν η πραγματοποίηση του πλειστηριασμού καθυστερεί υπερβολικά, τότε η αναγκαστική κατάσχεση χάνει το δυναμικό χαρακτήρα της και αποπροσανατολίζεται. Εναντίον του κινδύνου αυτού μπορεί να προστατευτεί καθένας που έχει έννομο συμφέρον, ζητώντας την ανατροπή της κατάσχεσης», Απ. Γεωργιάδης, Αναγκαστική εκτέλεση με βάση το ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» -ανατροπή κατασχέσεως κατά ΚΠολΔ 1019 -συνέπειες ανατροπής, γνμδ, Δ 1987, σελ. 764, Κ. Κεραμεύς, Ανατροπή της κατασχέσεως μετά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού και εμπράγματη τύχη του πλειστηριασθέντος, γνμδ, Νομικές Μελέτες, εκδ. Σάκκουλα 1994, σελ. 506, Π.Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ειδικό μέρος, εκδ. Σάκκουλα 2001, σελ. 295, Β. Μπρακατσούλας, Ασφαλιστικά μέτρα, θεωρία- νομολογία- πράξη, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα 1994, σελ. 597. 16 Ενδεικτικά σε Π. Γέσιου- Φαλτσή, Η επίδραση του ν. 2298/1995 στις θεμελιώδεις αρχές της αναγκαστικής εκτελέσεως, ΕλλΔνη 1996, σελ. 244 επ.
. 15 περιορίζουν την εξουσία του επισπεύδοντος, όχι πάντα και αποκλειστικά προς προστασία των συμφερόντων του καθ ου αλλά προς προστασία των λοιπών δανειστών του καθ ου. Τέτοιες διατάξεις είναι, λόγου χάρη, οι εισάγουσες την με ισχύ αυτοτελούς κατάσχεσης αναγγελία (972 2, 1006 4 ΚΠολΔ) και οι προβλέπουσες τον μηχανισμό της υποκατάστασης δανειστή σε θέση επισπεύδοντος (973 ΚΠολΔ). Ως ιδιαίτερης, μάλιστα, σημασίας για την περιφρούρηση της θέσης των λοιπών δανειστών του καθ ού και την παράλληλη αποφυγή διαιώνισης της εκτελεστικής διαδικασίας αξίζει να μνημονευτούν οι διατάξεις των άρθρ. 969 3, 1002 3, 959 4, 998 4 και 965 5 ΚΠολΔ. Οι μεν διατάξεις των άρθρ. 969 3 και 1002 3 ΚΠολΔ θέτουν ως προϋπόθεση για την ματαίωση του πλειστηριασμού την σύμφωνη γνώμη όλων των αναγγελμένων με εκτελεστό τίτλο δανειστών. Οι δε διατάξεις των άρθρων 959 4, 998 4, 965 5 ΚΠολΔ επιτρέπουν την υποκατάσταση σε θέση επισπεύδοντος, όταν η ημέρα του πλειστηριασμού, αρχική ή μετά από ματαίωση, ή του αναπλειστηριασμού, ορίσθηκε από τον επισπεύδοντα σε χρόνο απώτερο του τριμήνου, όταν πρόκειται για κινητά, και απώτερο του τετραμήνου, όταν πρόκειται για ακίνητα, από την κατάσχεση ή την πράξη επίσπευσης του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού.
. 16 ΙΙΙ. Η ιστορία του θεσμού και του άρθρου 1019 ΚΠολΔ Η ανατροπή της κατάσχεσης αποτελεί μακροβιότατο θεσμό του δικαίου αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο θεσμός της ανατροπής κατάσχεσης εισήχθη στο δίκαιό μας με το άρθρο 3 α.ν. 1139/1938 και η σχετική ρύθμιση προστέθηκε στο άρθρο 997 της Πολιτικής Δικονομίας Maurer 17. Η ουσία του θεσμού αυτού συνίστατο, όπως και σήμερα, στο εξής 18 : Αν ο πλειστηριασμός δεν διενεργείτο εντός ορισμένου χρόνου από την κατάσχεση, επερχόταν με δικαστική απόφαση η ανατροπή της κατάσχεσης, ώστε αυτή να μη μπορεί πλέον έγκυρα να στηρίξει τη διενέργεια πλειστηριασμού. Το ίδιο προβλεπόταν και για την περίπτωση που μετά τη διενέργεια πλειστηριασμού, και παρά την μη καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή, δεν διενεργείτο αναπλειστηριασμός εντός έξι μηνών από την διενέργεια του πλειστηριασμού. Πριν την εισαγωγή της ρύθμισης αυτής το αντικείμενο που κατασχόταν παρέμενε κατασχεμένο, έως ότου ο δανειστής ευδοκούσε να επισπεύσει τον πλειστηριασμό ή αναπλειστηριασμό. Ο οφειλέτης μόνο με ακύρωση της κατάσχεσης μπορούσε να αποδεσμεύσει την κατασχεμένη περιουσία του. Ο θεσμός της ανατροπής κατάσχεσης υιοθετήθηκε στη συνέχεια από τον ΚΠολΔ (α.ν. 44/1967) στο άρθρο 1082 αυτού (παλαιά 17 Η διατύπωση της διάταξης αυτής ήταν: «Κατάσχεσις κινητών ή ακινήτων εφ ης δεν επηκολούθησεν πλειστηριασμός εντός ενός έτους από της επιβολής αυτής, ή αναπλειστηριασμός εντός εξ μηνών από του πλειστηριασμού εν περιπτώσει καθ ην ο υπερθεματιστής δεν εξεπλήρωσε τας εκ του πλειστηριασμού υποχρεώσεις αυτού, ανατρέπεται δι αποφάσεως του Προέδρου των Πρωτοδικών του τόπου της εκτελέσεως εκδιδομένης κατ αναφοράν παντός έχοντος έννομον συμφέρον». 18 Π. Γέσιου- Φαλτσή, Η επίδραση του ν. 2298/1995 στις θεμελιώδεις αρχές, ΕλλΔνη 1996, σελ. 253. Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις- τόμος V, 659, σελ. 2180. Για την κατάσχεση ως προϋπόθεση έγκυρης διεξαγωγής του πλειστηριασμού και του αναπλειστηριασμού, βλ. σε Γ. Ράμμου, Η ύπαρξις και το κύρος της κατασχέσεως ως προϋπόθεσις, αναμνηστικός τόμος Εμ. Μιχελάκη (1972), σελ. 487 επ., Γ. Νικολόπουλου, Η συνέπεια της ανατροπής της κατασχέσεως επί του πλειστηριασμού, γνμδ, ΝοΒ 1986, σελ. 520.
. 17 αρίθμηση) 19. Η ρύθμιση του άρθρου αυτού απαιτούσε δεκαοκτάμηνο χρόνο αδράνειας 20, προκειμένου να ανατρέπεται η κατάσχεση, χωρίς από τον χρόνο αυτό να εκπίπτει το διάστημα της τυχόν χορηγηθείσας αναστολής εκτελέσεως, προέβλεπε ως τηρητέα διαδικασία για την ανατροπή τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αποκλειομένων των ενδίκων μέσων, και όριζε ρητά ότι το αποτέλεσμα της ανατροπής επερχόταν και για τους αναγγελθέντες με εκτελεστό τίτλο δανειστές. Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του άρθρου αφορούσαν, κυρίως, στον απαιτούμενο προς ανατροπή της κατάσχεσης χρόνο αδράνειας και στις έννομες συνέπειες της ανατροπής ως προς τους αναγγελμένους δανειστές 21. Με το ν.δ. 958/1971, το άρθρο 1082 ΚΠολΔ απέκτησε νέα αρίθμηση, έγινε άρθρο υπ αριθμ. 1019 ΚΠολΔ. Η πρώτη του παράγραφος έλαβε τη σημερινή της μορφή: ως τηρητέα διαδικασία για την ανατροπή εισήχθη η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προβλέφθηκε ο ετήσιος χρόνος αδράνειας, απαλείφθηκε η ρητή διάταξη περί ενέργειας της ανατροπής κατάσχεσης έναντι των αναγγελθέντων με εκτελεστό τίτλο δανειστών. Αντίστοιχα, η δεύτερη παράγραφός του προέβλεψε τη μη συνεκτίμηση του χρόνου 19 Ως προς την ανατροπή κατάσχεσης, μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ(16/9/1968), εφαρμοστέο ήταν το δίκαιο το υποδεικνυόμενο από την διαχρονικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 50 1 ΕισΝΚΠολΔ: «Οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του. Η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από τότε που επιδόθηκε η επιταγή σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση». Σύμφωνα, όμως, με την άποψη που επικράτησε, η διάταξη αυτή εφαρμόστηκε μόνον ως προς τις προϋποθέσεις της ανατροπής κατάσχεσης. Ως προς τη διαδικασία εκδίκασης της αίτησης ανατροπής, εφαρμοζόταν πάντοτε η ρύθμιση του ΚΠολΔ, επειδή γινόταν δεκτό ότι η σχετική ρύθμιση αφορούσε σε δίκη ανοιγόμενη μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, και όχι σε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, που είχε αρχίσει πριν την εισαγωγή του. Βλ. σε Π. Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως- Ειδικό μέρος, σελ. 327. 20 Για την ακρίβεια, απαιτούσε την πάροδο 18 μηνών από την κατάσχεση χωρίς να διενεργηθεί πλειστηριασμός ή την πάροδο 24 μηνών από την κατάσχεση χωρίς να διενεργηθεί αναπλειστηριασμός. Ο χρόνος αυτός υπολογιζόταν από την επιβολή της κατάσχεσης, όταν επρόκειτο για κινητά και από την εγγραφή της κατάσχεσης στα βιβλία κατασχέσεων, όταν επρόκειτο για ακίνητα. 21 Για τις έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης ως προς τους αναγγελμένους με εκτελεστό τίτλο δανειστές θα γίνει εκτενής λόγος κατωτέρω στο αντίστοιχο κεφάλαιο.
. 18 αναστολής της εκτέλεσης για τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου χρόνου αδράνειας 22, 23. Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 17 ν.δ. 490/1974 προβλέφθηκε ότι στις προθεσμίες της πρώτης παραγράφου του άρθρ. 1019 ΚΠολΔ δεν υπολογίζεται ούτε ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγούστου. Ο ν. 2145/1993 συμπλήρωσε τη δεύτερη παράγραφο του 1019 ΚΠολΔ προβλέποντας ότι στις προθεσμίες της α παραγράφου δεν υπολογίζεται ούτε το διάστημα από την έκδοση απόφασης κατά τα άρθρα 961 και 966, παράγραφοι 3 και 4, μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν. Προσέθεσε δε και τρίτη παράγραφο στο άρθρο 1019 ΚΠολΔ, όπου ορίζονταν ρητά οι έννομες συνέπειες της ανατροπής κατάσχεσης για τους αναγγελθέντες με εκτελεστό τίτλο δανειστές. Η διατύπωση αυτής της τρίτης παραγράφου ήταν: «Με την αναγγελία σύμφωνα με το άρθρο 972 παράγραφος 2 εδ. β εφόσον έχει επιδοθεί επιταγή προς εκτέλεση και επί ακινήτων έχουν τηρηθεί τα οριζόμενα στο άρθρο 1006 παράγραφος 4 εδ. α αρχίζει νέα ετήσια προθεσμία, αν ανετράπη η κατάσχεση κατά την παράγραφο 1». Η επιλογή του νομοθέτη να επεκτείνει τα αποτελέσματα της αναγγελίας ως υποκαταστάτου της κατάσχεσης και στην περίπτωση του άρθρου 1019 εκτιμήθηκε καταρχήν θετικά από τη νομική θεωρία 24. Ασκήθηκε, ωστόσο, κριτική 22 Η διατύπωση της διάταξης αυτής είχε ως εξής: «Εις τας κατά την προηγούμενην παράγραφον προθεσμίας δεν υπολογίζεται ο χρόνος αναστολής εκτελέσεως χορηγηθείσης δια δικαστικής αποφάσεως ή επελθούσης κοινή συναινέσει επισπεύδοντος και οφειλέτου, πιστοποιουμένης δια συμβολαιογραφικής πράξεως». 23 Στις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, που είχαν ξεκινήσει υπό την ισχύ του α.ν. 44/1967, εφαρμόστηκε, μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ από το ν.δ. 958/1971, ως προς τις προϋποθέσεις ανατροπής κατάσχεσης η προηγούμενη ρύθμιση του άρθρ. 1082 ΚΠολΔ, ως προς τη διαδικασία κήρυξης της ανατροπής κατάσχεσης η νέα ρύθμιση του ΚΠολΔ (κατ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 50 1 ΕισΝΚΠολΔ).Βλ. σε Π. Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως- Ειδικό μέρος, σελ. 327. 24 Κ. Πολυζωγόπουλος, Τροποποιήσεις που αφορούν στις ειδικές διαδικασίες, στη διαιτησία και στην αναγκαστική εκτέλεση, Αρμ 1993, σελ. 1001, Π. Μάζης, Τροποποιήσεις του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης με το ν. 2145/1993, Δ 1994, σελ. 219.
. 19 ως προς τη νομοτεχνική διατύπωση της διάταξης και, κυρίως, ως προς την προϋπόθεση της επίδοσης της επιταγής που επέβαλε, αφού ο νόμος δεν απαιτεί τέτοια επίδοση, προκειμένου η στηριζόμενη σε εκτελεστό τίτλο αναγγελία δανειστή να έχει ισχύ αυτοτελούς κατασχέσεως 25. Με τις τροποποιήσεις του ν. 2298/1995 26, το άρθρο 1019 έλαβε τη σημερινή του μορφή 27. Πρώτον, απαλείφθηκε από την β παράγραφο του άρθρου η πρόβλεψη η σχετική με την απόφαση την εκδιδόμενη δυνάμει του άρθρου 961 ΚΠολΔ, τροποποίηση που ακολούθησε την κατάργηση του προγράμματος του πλειστηριασμού. Δεύτερο και κυριότερο, βελτιώθηκε η ρύθμιση της τρίτης παραγράφου, της οποίας το κείμενο διαμορφώθηκε, ως ισχύει σήμερα. 25 Π. Μάζης, Τροποποιήσεις του δικαίου, Δ 1994, σελ. 219-220. 26 Από τους βασικούς στόχους του νόμου αυτού ήταν η ενίσχυση της θέσης των αναγγελμένων δανειστών σε αναφορά με τον θεσμό της υποκατάστασης σε θέση επισπεύδοντος και της ανατροπής κατάσχεσης. Βλ. Π.Γέσιου- Φαλτσή, Αναγκαστική εκτέλεση- Γενικό μέρος, σελ. 24, Η ίδια, Η επίδραση του ν. 2298/1995 στις θεμελιώδεις αρχές, ΕλλΔνη 1996, σελ. 257. 27 Μετά την εισαγωγή του ν. 2298/1995, τα ζητήματα διαχρονικού δικαίου διέπονται και όσον αφορά στην ανατροπή της κατάσχεσης από τη διάταξη του άρθρ. 4 37 ν. 2298/1995. Κατά συνέπεια, μετά την 4/4/1995, τα ζητήματα της ανατροπής κατάσχεσης υπάγονται στη νέα ρύθμιση του 1019 ΚΠολΔ, ακόμα και αν η αναγκαστική εκτέλεση είχε ξεκινήσει πριν από την ημερομηνία αυτή.
. 20 IV. Πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1019 ΚΠολΔ Όπως προκύπτει από την ένταξη του άρθρου 1019 ΚΠολΔ στο κεφάλαιο των διατάξεων των κοινών για τον πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων, η ανατροπή της κατάσχεσης αποτελεί θεσμό της κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν με αυτήν επιδιώκεται η ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσω της κατάσχεσης κινητών ή ακινήτων πραγμάτων. Συνεπώς, η ανατροπή της κατάσχεσης βρίσκει πεδίο εφαρμογής επί αναγκαστικών κατασχέσεων επιβαλλομένων κατά τα άρθρα 953 επ. και 992 επ. ΚΠολΔ 28, ήτοι, κατασχέσεων επιβαλλομένων επί κινητών 29, ακινήτων, εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε ακίνητα, δικαιωμάτων στα οποία ισχύουν οι σχετικοί με τα ακίνητα κανόνες, πλοίων 30 και αεροσκαφών (σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρ. 992 1 ΚΠολΔ). 28 Βλ. ενδεικτικά σε Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις- τόμος V, 666, σελ. 2213, Π. Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως- Eιδικό μέρος, σελ. 298. 29 Ευνόητο είναι, ενόψει των ρυθμίσεων του 1019 ΚΠολΔ, ότι δεν χωρεί εφαρμογή του άρθρου αυτού στις περιπτώσεις που τα κατασχεμένα είναι μόνον χρήματα, οπότε της κατασχέσεως δεν έπεται πλειστηριασμός (άρθρ. 957, 971 επ. ΚΠολΔ). 30 Με το άρθρο 58 ΕισΝΚΠολΔ καταργήθηκε σχεδόν στο σύνολό της η ειδική ρύθμιση του ΚΙΝΔ για την αναγκαστική εκτέλεση στα πλοία. Η κατάργησή της οφείλεται στο γεγονός ότι την αναγκαστική επί πλοίων εκτέλεση ρυθμίζει πλέον ο ΚΠολΔ (άρθρ. 944, 992 1 εδ. β, 1011 επ.). Βλ. την ΕφΠειρ 1103/2000, ΕΕμπΔ 2002, σελ. 645. Έχουν διατηρηθεί, ωστόσο, σε ισχύ οι διατάξεις των άρθρων 205-209 ΚΙΝΔ για τα ναυτικά προνόμια, το άρθρο 211 ΚΙΝΔ και το άρθρο 214 ΚΙΝΔ για τις πολλαπλές κατασχέσεις. Σχετικές οι: ΕφΠειρ 1192/1987, ΕΝΔ 1991, σελ. 188 και ΜονΠρΚαβ 3/1993, Αρμ 1993, σελ. 160. Για την εφαρμογή του 1019 ΚΠολΔ στην επιβληθείσα επί πλοίου αναγκαστική κατάσχεση βλ. την ΕφΠειρ 948/1981, ΕΝΔ 1982, σελ. 149.
. 21 Από τη νομική θεωρία 31 υποστηρίζεται ότι το 1019 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται στις κατασχέσεις εις χείρας τρίτου κατ άρθρ. 982 ΚΠολΔ επ. Επιχείρημα της άποψης αυτής είναι ότι ο θεσμός της ανατροπής κατάσχεσης δεν προσαρμόζεται στη διαδικασία της αναγκαστικής κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, επειδή εκεί δεν υφίσταται διενέργεια πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού. Φρονούμε, ωστόσο, ότι η θέση αυτή είναι ακριβής και ορθή στο μέτρο που αφορά σε κατασχέσεις απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, όπου πράγματι της αναγκαστικής κατασχέσεως δεν έπεται πλειστηριασμός. Αντίθετα, όταν στα χέρια τρίτου κατάσχονται κινητά πράγματα, την κατάσχεση ακολουθεί πλειστηριασμός, ο οποίος διενεργείται κατά τα άρθρα 959 επ. ΚΠολΔ. Θεωρούμε, επομένως, ότι λόγοι ταυτότητας της νομικής αιτίας επιβάλλουν την εφαρμογή του 1019 ΚΠολΔ και στις κατασχέσεις κινητών πραγμάτων εις χείρας τρίτου 32. Το 1019 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται επί συντηρητικής κατάσχεσης ή μεσεγγύησης. Κι αυτό επειδή η ουσία του θεσμού της ανατροπής δεν συμβιβάζεται με την φύση της συντηρητικής κατάσχεσης και μεσεγγύησης ως μέτρων ασφαλιστικών, των οποίων δεν έπεται πλειστηριασμός 33. Το 1019 ΚΠολΔ εφαρμόζεται, όμως, όταν η συντηρητική κατάσχεση τρέπεται (ή εξομοιώνεται) σε αναγκαστική 31 Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, σελ. 2214, υποσημ. 111, Π. Γέσιου- Φαλτσή, Δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως- ειδικό μέρος, εκδ. Σάκκουλα 2001, σελ. 298, Γ. Ευστρατιάδης, Η ανατροπή της κατασχέσεως, Αρμ 2005, σελ. 1886. Η νομολογία, αντίθετα, δεν έχει λάβει θέση επί του θέματος. Μεμονωμένα, σε δικαστικές αποφάσεις, που κρίνουν επί ανατροπής κατάσχεσης απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, επαναλαμβάνεται η ανωτέρω, γενικώς διατυπωμένη, θέση της θεωρίας. Βλ. ΕιρΡόδου 29/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 32 Εφόσον γίνει δεκτό ότι η ανατροπή κατάσχεσης καταλαμβάνει και τις κατασχέσεις κινητών πραγμάτων στα χέρια τρίτου, προβληματιζόμαστε αν θα πρέπει για τη συμπλήρωση του χρόνου ανατροπής να συνυπολογίζεται και ο τυχόν χρόνος εκκρεμοδικίας της ανακοπής του επισπεύδοντος κατά της παραλειφθείσας ή αρνητικής δήλωσης του τρίτου (κατ άρθρο 986 ΚΠολΔ) ή είναι ορθότερο ο χρόνος αυτός να μην λαμβάνεται υπόψη για την συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου αδράνειας. 33 Ενδεικτικά σε Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις- τόμος V, 666, σελ. 2214, Κ.Μπέη, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας- Αναγκαστική εκτέλεση, σελ. 173: «Η ανατροπή συνδέεται τελολογικά με την ανάγκη για γρήγορη πραγμάτωση του πλειστηριασμού. Γι αυτό δεν έχει θέση εκεί, όπου δεν προβλέπεται διεξαγωγή πλειστηριασμού, δηλαδή στη συντηρητική κατάσχεση».
. 22 κατά το 722 1 ΚΠολΔ 34. Στην περίπτωση αυτή ο απαιτούμενος για την ανατροπή χρόνος αδράνειας άρχεται να υπολογίζεται από την τροπή (ή εξομοίωση) της συντηρητικής προς αναγκαστική κατάσχεση. Η ανατροπή της κατάσχεσης δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στη διαδικασία του εκούσιου πλειστηριασμού, ακριβώς επειδή του εκούσιου πλειστηριασμού δεν προηγείται η επιβολή κατάσχεσης 35. Σύμφωνα με τα άρθρα 19 4 και 41 7 ΚΕΔΕ, η ανατροπή της κατάσχεσης δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής ούτε στις κατασχέσεις που επιβάλλονται κατά τον Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων ( ν.δ. 356/1974) 36. Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι η κατάσχεση υπόκειται σε ανατροπή, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται κατά τις κοινές διατάξεις και σε αυτήν αναγγέλλεται το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Και αυτό επειδή η αναγγελία του Δημοσίου δεν μετατρέπει την επισπευδόμενη κατά τις κοινές διατάξεις αναγκαστική εκτέλεση σε διοικητική 37. 34 Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις-τόμος V, 666, σελ. 2214, 2215, Β. Μπρακατσούλας, Η αναγκαστική εκτέλεση, θεωρία-νομολογία-πράξη, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα 1993, υπό το άρθρο 1019, σελ. 693. 35 Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις - τόμος V, 666, σελ. 2218, Κ.Μπέης, σε σχόλιά του υπό την ΑΠ 587/1975, Δίκη 1976, σελ. 147επ., η οποία έκανε δεκτό ότι το 1019 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στη διαδικασία εκποίησης του πτωχευτικού ακινήτου, που γίνεται από τον σύνδικο κατά τις διατάξεις του Εμπορικού Νόμου, εκκινώντας από την (εσφαλμένη) θέση ότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αναγκαστικό, και όχι εκούσιο, πλειστηριασμό. 36 ΣτΕ 4332/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 928/1991, ΕΕΝ 1992, σελ. 545, ΕιρΠειρ 56/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Κ. Μπέης, Μαθήματα πολιτικής δικονομίας- Αναγκαστική εκτέλεση, σελ. 173, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, τόμος V, 666, σελ. 2215, Κ. Κεραμεύς, Νομικές Μελέτες ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα 1994, σελ. 507, Κ. Νικολόπουλος, σε ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Κ.Κεραμέως, Δ. Κονδύλη-Ν. Νίκα, εκδ. Σάκκουλα 2000, υπό το άρθρο 1019, σελ. 1996. 37 Από τη νομολογία χαρακτηριστικές οι: ΕιρΑθ 122/1976, Δ 1976, σελ. 668, ΕιρΑθ 980/1976, Δ 1976, σελ. 670. Βλ. και Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, τόμος V, 666, σελ. 2215, 2216, όπου και περαιτέρω παραπομπές, Κ. Νικολόπουλο, σε ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Κ.Κεραμέως, Δ. Κονδύλη-Ν. Νίκα, υπό το άρθρο 1019, σελ. 1996, Β. Μπρακατσούλα, Η αναγκαστική εκτέλεση, θεωρία-νομολογία-πράξη, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα 1993, υπό το άρθρο 1019, σελ. 693. Η τύχη, μάλιστα, της αναγγελίας του Δημοσίου σε επισπευδόμενη κατά το κοινό δίκαιο αναγκαστική εκτέλεση ακολουθεί τα οριζόμενα στο κοινό δίκαιο (σήμερα τα προβλεπόμενα στο 1019 3 ΚΠολΔ). Για το ζήτημα αυτό βλ. σε Β. Παπαχρήστου, παρατηρήσεις υπό τις ΕιρΑθ 122/1976, ΕιρΑθ 980/1976, Δ 1976, σελ. 673, όπου εκφράζεται η άποψη ότι ο νομοθέτης δια των
. 23 Και, γενικότερα, όταν η εκτέλεση επισπεύδεται κατά τον ΚΠολΔ, τυγχάνει εφαρμογής το 1019 ΚΠολΔ, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του υπερού ή καθού η εκτέλεση ή των αναγγελθέντων δανειστών 38. Διχογνωμία υπήρξε, αν είναι δυνατή η ανατροπή κατασχέσεων επιβαλλομένων κατά το ν.δ. της 17 ης Ιουλίου 1923 /13 ης Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών». Αιτία ήταν ότι το σύστημα αναγκαστικής εκτέλεσης του συγκεκριμένου διατάγματος επιτρέπει τις πολλαπλές κατασχέσεις. Κρατούσα τόσο στη νομολογία 39 όσο και στη θεωρία 40 αναδείχθηκε η άποψη υπέρ της εφαρμογής εν διατάξεων των άρθρων 19 4, 41 7 ΚΕΔΕ θέλησε να περισώσει από την ανατροπή της κατάσχεσης μόνο τις επιβαλλόμενες από το Δημόσιο κατασχέσεις, και όχι τις αναγγελίες αυτού σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Λόγος επέκτασης αυτής της προστασίας και επί των αναγγελιών του Δημοσίου δεν υφίσταται. Το Δημόσιο, μη εμποδιζόμενο από την προηγουμένως επιβληθείσα κατάσχεση, μπορεί να προχωρήσει σε ιδία κατάσχεση του ήδη κατασχεθέντος (άρθρ. 12 1, 36 5 ΚΕΔΕ). Περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι το άρθρ. 55 ΚΕΔΕ ορίζοντας τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η αναγγελία του Δημοσίου σε επισπευδόμενη επί ακινήτου εκτέλεση έχει τις συνέπειες αυτοτελούς κατάσχεσης, εννοεί αυτοτελή κατάσχεση του κοινού δικαίου, και όχι ότι η αναγγελία αυτή του Δημοσίου μετατρέπεται σε αυτοτελή κατάσχεση κατά τον ΚΕΔΕ, ήτοι κατάσχεση εξαιρούμενη από την ανατροπή. Έτσι και οι: Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, εκδ. Σάκκουλα, β έκδοση- ανατύπωση 1985, υπό το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, σελ. 2215, 2216, Λ.Πίψου, Η αναγγελία δανειστή στην αναγκαστική εκτέλεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. Σάκκουλα 2001, σελ. 451, υποσημ. 123 38 Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, 666, σελ. 2216. 39 Ενδεικτικές οι: ΑΠ 1488/1987 ΕΕΝ 1988, σελ. 807, ΑΠ 478/1973, ΝοΒ 1973, σελ. 1344, ΑΠ 689/1963, ΝοΒ 1964, σελ. 408, ΑΠ 98/1961, ΝοΒ 1961, σελ. 750, ΕφΘεσ 658/1998, Αρμ 1998, σελ. 1248, ΕφΑθ 10219/1989, ΕλλΔνη 1992, σελ. 596, ΕιρΠειρ 56/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΛαρ 57/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΜεσολ 15/1996, ΑρχΝ 1997, σελ. 402, ΕιρΧρυσουπ 5/1995, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΧαλκ 8/1984, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΧαλανδρίου 269/1984, Δ 1985, σελ. 360 επ. 40 Κ. Μπέης, υπό την ΠΠρΚορ 704/1962, ΝοΒ 1963, σελ. 47, Π. Μάζης, Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, εκδ. 1983, σελ. 450, Γ.Μητσόπουλος, Ανατροπή της κατασχέσεως και επίδρασή της επί του πλειστηριασμού, γνωμοδότηση, Ελληνική Δικαιοσύνη 1985, σελ. 159, Π.Τζίφρας, Ασφαλιστικά μέτρα κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 1985, σελ. 537, Α. Γεωργιάδης, Αναγκαστική εκτέλεση με βάση το ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», ανατροπή κατασχέσεως κατά ΚΠολΔ 1019, συνέπειες ανατροπής, Δίκη 1987, σελ. 764, Κ. Κεραμεύς, Νομικές Μελέτες ΙΙ, εκδ. Σάκκουλα 1994, σελ. 506, Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής εκτελέσεως- Ειδικό μέρος, εκδ. Σάκκουλα 2001, σελ. 295, 296, Β.Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνευτική- νομολογιακή ανάλυση κατ άρθρο, εκδ. 1997, υπό το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, σελ. 529, 530.
. 24 προκειμένω του θεσμού της ανατροπής κατάσχεσης 41. Η άποψη αυτή διεκδικεί και τα περισσότερα εχέγγυα ορθότητας για τους εξής λόγους: Βρίσκει καταρχήν έρεισμα στα άρθρ. 42 3 και 53 2 του ανωτέρω ν.δ., τα οποία παραπέμπουν στις διατάξεις του κοινού δικονομικού δικαίου. Περαιτέρω, εκτιμά ορθά ότι ο θεσμός της ανατροπής κατάσχεσης, ενεργοποιούμενος όταν βραδύνει η διεξαγωγή του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, με σκοπό την επανένταξη του κατασχεθέντος στον κύκλο των συναλλαγών προς όφελος της κοινωνικής οικονομίας, δεν υπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα των λοιπών δανειστών του καθού η εκτέλεση. Άρα, δεν καθίσταται περιττός, όταν οι άλλοι δανειστές μπορούν, όπως υπό το καθεστώς του ν.δ. 17 ης Ιουλίου 1923, ανεμπόδιστοι από την υφιστάμενη κατάσχεση, να επιβάλουν νέα αναγκαστική κατάσχεση στο ίδιο ακίνητο. Άλλωστε, στις περιπτώσεις εκείνες των επιτρεπόμενων πολλαπλών κατασχέσεων, όπου ο νομοθέτης θέλησε να αποκλείσει την εφαρμογή του 1019 ΚΠολΔ, το όρισε ρητά (όπως στα άρθρα 19 4, 41 7 ΚΕΔΕ). Με σαφώς μικρότερη απήχηση σε νομολογία και θεωρία υποστηρίχθηκε και η αντίθετη άποψη 42 : Οι κατασχέσεις που επιβάλλονται κατά το ν.δ. της 17 ης Ιουλίου 1923 δεν υπόκεινται σε ανατροπή. Κατά την άποψη αυτή, η ανατροπή είναι στην ουσία της ασυμβίβαστη προς το σύστημα πολλαπλών κατασχέσεων που υιοθετεί το εν λόγω διάταγμα, αφού νοούμενη ως κύρωση της αδράνειας του 41 Με την επισήμανση ότι εδώ ο υπολογισμός του χρόνου για την ανατροπή της κατάσχεσης ακινήτων αρχίζει από την εγγραφή της επιταγής προς εκτέλεση στο βιβλίο κατασχέσεων του υποθηκοφυλακείου, εγγραφή η οποία επέχει θέση αναγκαστικής κατάσχεσης (άρθρ. 57 4 ν.δ. 17 ης Ιουλίου 1923). 42 ΕιρΘεσσαλ 239/1993, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΗγουμ 28/1993, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑλεξάνδρειας 11/1993, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑρτ 171/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠρΚορ 704/1962, ΝοΒ 1963, σελ. 47, με αντίθετα σχόλια Κ.Μπέη. Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, τόμος V, 666, σελ. 2216 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές, Ι. Μπρίνιας, «Άρθρο 1019. Αποφάσεις Νομ. Επιτροπής που αναστέλλουν άμεσα ή έμμεσα την διαδικασίαν της αναγκαστικής εκτελέσεως.- Άλλες περιπτώσεις αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας.- Επίδραση τούτων επί της κατά το άρθρ. 1019 ΚΠολΔ ανατροπής της κατασχέσεως.- Ανατροπή της κατασχέσεως, που επεβλήθη κατά το σύστημα του ν.δ. της 17 ης Ιουλίου 1923» γνωμοδότηση, ΝοΒ 1982, σελ. 181, 182, Κ. Μπαζούρος, Επί αναγκαστικής εκτελέσεως κατά το ν.δ. του 1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» δεν έχει εφαρμογήν το άρθρ. 1019 ΚΠολΔ», ΝοΒ 1980, σελ. 188 επ.
. 25 επισπεύδοντος δεν δικαιολογείται, όταν οι λοιποί δανειστές δικαιούνται να προβούν αυτοτελώς σε ανεξάρτητες παράλληλες διαδικασίες εκτελέσεως. Αντίστοιχος με τον ανωτέρω προβληματισμός υπήρξε και ως προς την επισπευδόμενη από την Αγροτική Τράπεζα, βάσει των άρθρων 13 και 14 του ν. 4332/1929, αναγκαστική εκτέλεση 43. Η διάταξη του άρθρου 13 εδ. τελευταίο του νόμου αυτού παραπέμπει στις διατάξεις των άρθρων 58-67 του από 17 Ιουλίου 1923 ν.δ/τος. Η άποψη που δέχεται τη δυνατότητα ανατροπής της κατάσχεσης 44 και όταν επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση βάσει των άρθρων 13 και 14 ν. 4332/1929 στηρίζεται καταρχήν στην ως άνω παραπομπή, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι, αφού εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 58-67 του από 17 Ιουλίου 1923 ν.δ/τος, τυγχάνει εφαρμογής και η διάταξη του άρθρ. 53 2 αυτού («Η μεσεγγύησις και η αναγκαστική εκτέλεσις διέπονται υπό των διατάξεων του κοινού δικαίου, τροποποιουμένων υπό των επομένων άρθρων»). Παρότι επισημαίνεται 45 ότι, ως προς την αιτιολογία της άποψης αυτής, έχει παρεισφρήσει παραδρομή, αφού το άρθρο 13 ν. 4332/1929 παραπέμπει μόνον στα άρθρα 58-67 του από 17 Ιουλίου 1923 ν.δ/τος, και όχι στο άρθρο 53 αυτού, γίνεται δεκτό ότι επί της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται βάσει του ν. 4332/1929 εφαρμόζεται το 1019 ΚΠολΔ, με την επιστράτευση πρόσθετων ισχυρών επιχειρημάτων: α) ως προς την κατάσχεση κινητών, που επιβάλλεται κατά τον ν. 4332/1929, το τελευταίο εδάφιο της 2 του άρθρ. 11 ν. 4332/1929 παραπέμπει ρητά στις διατάξεις του κοινού δικονομικού δικαίου («Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διατάξεις της Πολιτικής 43 Βάσει του άρθρ. 52 αριθμ. 4 ΕισΝΚΠολΔ, οι διατάξεις του ν. 4332/1929 που αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση απαιτήσεων της Αγροτικής Τράπεζας διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την έναρξη ισχύος του ΚΠολΔ. 44 ΕιρΜεσολ 15/1996, Αρχ Ν 1997, σελ. 402, Κ.Μπέης, παρατηρήσεις υπό την ΕιρΘηβ 60/1992, Δ 1993, σελ. 216, Β.Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνευτική- νομολογιακή ανάλυση κατ άρθρο, σελ. 529. 45 Γ. Ευστρατιάδης, Η ανατροπή της κατασχέσεως (άρθρο 1019 ΚΠολΔ), Αρμ 2005, σελ. 1884.
. 26 Δικονομίας περί πλειστηριασμού κινητών»). β) Ως προς την κατάσχεση ακινήτων, που επιβάλλεται βάσει του ν. 4332/1929, η εφαρμογή του 1019 ΚΠολΔ βρίσκει επαρκή θεμελίωση στην ομοιότητα της θεσπιζόμενης στο άρθρ. 13 ν. 4332/1929 διαδικασίας εκτέλεσης επί ακινήτου περιουσίας με αυτήν που καθιερώνει και το ν.δ. της 17 ης Ιουλίου 1923 (και επί της οποίας γίνεται δεκτή η εφαρμογή του 1019 ΚΠολΔ). Συνεπώς, λόγοι ταυτότητας νομικής αιτίας και ουσιαστικών σταθμίσεων επιβάλλουν και εν προκειμένω την εφαρμογή του 1019 ΚΠολΔ. Μεμονωμένα, πάντως, έχει υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη 46. Κατ αυτήν, επί της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται δυνάμει των άρθρων 13 και 14 ν. 4332/1929 δεν εφαρμόζεται το 1019 ΚΠολΔ. Επιχείρημα της άποψης αυτής είναι ότι το άρθρ. 14 4 ν.4332/1929 47 επιτρέπει τη συνέχιση της διαδικασίας εκτελέσεως οποτεδήποτε, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης, βάσει της ήδη κοινοποιηθείσας επιταγής και ότι η ρύθμιση αυτή υπερισχύει της 1019 ΚΠολΔ ως ειδικότερη. Η θέση, όμως, αυτή αποκρούεται ευχερώς, όταν διευκρινιστεί ότι το άρθρ. 14 4 ν.4332/1929 αναφέρεται στην επίδοση της επιταγής ως πράξη της προδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, και όχι στην αναγκαστική κατάσχεση, η οποία δεν επιβάλλεται με την επίδοση της επιταγής αλλά με την εγγραφή της επιταγής στα βιβλία κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου. Συνεπώς, η επέκταση της ισχύος της επιταγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεων της ΑΤΕ αφορά στην κοινοποίηση της επιταγής μόνον ως πράξη της προδικασίας της 46 ΕιρΘηβ 60/1992, Δ 1993, σελ. 216, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, εκδ. Σάκκουλα, β έκδοση- ανατύπωση 1985, υπό το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, σελ. 2218. 47 Το οποίο ορίζει: «Δια τας εξ οιασδήποτε αιτίας απαιτήσεις της ΑΤΕ δύναται να ενεργηθεί αναγκαστική εκτέλεσις επί κινητών ή ακινήτων των οφειλετών της και των προς αυτήν συνυποχρέων οποτεδήποτε επί τη βάσει κοινοποιηθείσης εις τούτους επιταγής, ήτις ισχύει μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως των απαιτήσεων της ΑΤΕ».
. 27 εκτέλεσης και όχι στην εγγραφή της ως υποκατάστατο της αναγκαστικής κατάσχεσης 48. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ Όπως προκύπτει από το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, η ανατροπή της κατάσχεσης είναι δυνατό να απαγγελθεί σε δύο περιπτώσεις, οι οποίες προβλέπονται στο νόμο διαζευκτικά: α) όταν ο πλειστηριασμός δεν διενεργείται εντός έτους από την επιβολή της κατάσχεσης ή β) όταν ο αναπλειστηριασμός δεν διενεργείται εντός έξι μηνών από τον πλειστηριασμό. Στο κεφάλαιο αυτό θα εξεταστούν οι προϋποθέσεις, που ο νόμος απαιτεί, προκειμένου να ανατρέπεται η κατάσχεση. Αρχικά, θα εξεταστούν οι προϋποθέσεις, όταν η κατάσχεση ανατρέπεται λόγω μη διενέργειας πλειστηριασμού και, στη συνέχεια, οι προϋποθέσεις, όταν η κατάσχεση ανατρέπεται λόγω μη διενεργείας αναπλειστηριασμού. I. Προϋποθέσεις ανατροπής της κατάσχεσης, όταν δεν διενεργείται ο πλειστηριασμός εντός του προβλεπόμενου στο νόμο χρόνου Για να ανατραπεί η κατάσχεση λόγω μη διενεργείας πλειστηριασμού εντός του προβλεπόμενου στο νόμο χρόνου απαιτούνται: 1) η ύπαρξη κατάσχεσης κινητού ή ακινήτου πράγματος, 48 Κ.Μπέης, παρατηρήσεις υπό την ΕιρΘηβ 60/1992, Δ 1993, σελ. 216, Β.Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, ερμηνευτική- νομολογιακή ανάλυση κατ άρθρο, σελ. 529.