Ψυχή (Β) Κ.Δ. (Ε.Γ./ΚΕΙΜ.) ΡΙΖΑ: < ΨΥΧΩ " πνέω, φυσώ " < ρ. * ΨΥΩ <*BHS-U-, μηδενισμένη βαθμίδα του *BHS-EU- < Ι. Ε. *BHES- " φυσώ, εκπνέω ". ΕΡΜΗΝΕΙΑ: 1) Πνοή, αναπνοή, ζωή, ανάσα. 2) ( Κυριολ.) σημείο ζωής, ζωή, πνεύμα. 3) ( Γεν.) η ψυχή, το πνεύματου ανθρώπου. 4) Η ψυχή ως έδρα της βουλήσεως των συναισθημάτων και παθών, καρδιά. 5) Η ψυχή ως το όργανον του νου, δηλ. η κρίσις, το λογικόν, η διάνοια, ο νους, η αντίληψις, νοημοσύνη. 6) Το σύνολο των βιολογικών και ψυχοπνευματικών λειτουργιών του ανθρώπουκαι κατ' επέκτ. ολόκληροςο άνθρωποςωςμια ζώσα ύπαρξις. 7) ( Ομήρου και A ρχαιοελληνική άποψη ): αεριώδηςκαι αόρατη ύλη, η οποία υπάρχει στο σώμα του ανθρώπου όσο ζει και η οποία κατά το θάνατό του εξέρχεται ως τελευταία πνοή από το σώμα, το οποίο πλέον αποθνήσκει θεωρούμενο νεκρό. 8) Η ύπαρξη, η ίδια η ζωή, ο ζωντανός οργανισμός, αυτός ο ίδιος, ο εαυτόςκάποιου. 9) Η λέξη ψυχή ( Εβρ. Νεφες), η πνοή ενός ατόμου ή ενός ζώου που το καθιστά ένα έμβιο ον, δεν χρησιμοποιείται σε σχέση με τη δημιουργία της φυτικής ζωής την τρίτη δημιουργική ημέρα ή μετέπειτα καθ' όσον τα φυτά δεν έχουν αίμα. 10) Ψυχικός άνθρωπος : φυσικός (άνθρωπος) καθώς αποκλείει, αποφεύγει τα πνευματικά πράγματα, ακολουθώντας τις επιθυμίες της ανθρώπινης ψυχής. ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Ἄψυχος 1Co 14:7, Δίψυχος Jac 1:8, Ὀλιγόψυχος 1Th 5:14, Σύμψυχος Phl 2:2, Ἰσόψυχος Phl 2:20, Ψυχικός ἄνθρωπος 1Co 2:14, Jud 19.. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: Ζωή Joh 5:26, Ζωοποιῶ 1Ti 6:13, Πνεῦμα Apoc 13:15, Βίωσις Act 26:4, Βιωτικός Luk 21:34, Σῶμα Mat 10:28, Καρδιά Act 14:17, Διάνοια Mat 22:37, Mar 12:30, Ἔννοια 1 Pe 4:1. ΑΝΤΙΘΕΤΑ: Ἄψυχος 1Co 14:7, Ἐκπνέω ( μετοχ. ἐκπνεῖν ) ( Mar 15:37, 20:28, Luk 23:46). ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Ουσιαστικό α κλίσης, θηλυκού γένους : Ψυχή - ῆς. Για αναλυτική μελέτη βλ. Αρχαιοελληνική Γραμματική ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ. ΤΥΠΟΙ ΤΟΥ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: 1) Ψυχαί : ονομαστική πληθυντικού. 2) Ψυχαῖς : δοτική πληθυντικού.
3) Ψυχάς : αιτιατική πληθυντικού. 4) Ψυχή : ονομαστική ενικού. 5) Ψυχῇ : δοτική ενικού. 6) Ψυχήν : αιτιατική ενικού. 7) Ψυχῆς : γενική ενικού. 8) Ψυχῶν : γενική πληθυντικού. ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ (CONTEXT) ΛΕΞΗ-ΦΡΑΣΕΙΣ- ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: ΛΕΞΗ: Ως λ. η ψυχή είναι στενά συνυφασμένη με την πίστη των ανθρώπων στην αθανασία της ζωής, η οποία θεμελιώνεται: α) στην Ελληνική Γραμματεία στα πλαίσια της διανόησης και της θρησκευτικότητας σε φιλοσοφικό επίπεδο και β) με τα ποικίλα νεκρώσιμα έθιμα και σχετικές θρησκευτικές ακολουθίες και τελετές. Κεντρική ιδέα σε όλα αυτά είναι η αντίληψη από την προομηρική και πρωτοελληνική περίοδο, ότι «δια του θανάτου πλήττεται κυρίως το σώμα, η δε ψυχή η οποία διακρίνεται σαφώς από το σώμα εξέρχεται είτε από το στόμα είτε από την πληγή του θνήσκοντος ως καπνός, σκιά ή ως όνειρο, ζει ως «είδωλο» του θανόντος, δηλ. ως ομοίωμά του και μπορεί ν αναγνωρίζεται και να ταυτίζεται με την προσωπικότητα του αποθανόντος» (παραβ. Πινδάρου: καὶ σῶμα μὲν πάντων ἔπεσθαι θανάτῳ περισθενεῖ ζῶον δ ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον τὸ γὰρ ἐστί μόνον ἐκ θεῶν» (βλ. I Band (Paris 1931) σελ. 370 εξ.). Ιστορικά οι απόψεις αυτές από διάφορες ιδέες με πρώτη την Ορφική ανθρωπολογία, της οποίας τα διδάγματα θεωρούνται και ως Πυθαγόρεια αρχικά, τα οποία αργότερα βρίσκονται ενσωματωμένα σε φιλοσοφικές διδασκαλίες και διδάγματα από τον Θαλή με κυριότερους υποστηρικτές αυτών τους Αναξαγόρα, Παρμενίδη, Εμπεδοκλή, Δημόκριτο, Ηράκλειτο, Σωκράτη, Πλάτωνα Αριστοτέλη, Σοφοκλή, Ευριπίδη κ.ά. Στα ίδια πλαίσια περίπου βρίσκονται και οι κοσμοθεωρίες των Στωϊκών και των Επικουρίων καθώς και άλλων Κυνικών φιλοσόφων. Οι ανωτέρω φιλοσοφικές απόψεις και κοσμοθεωρίες από τους κόλπους του ειδωλολατρικού πολυθεϊσμού της Αρχαίας Ελληνικής θρησκείας ενσωματώθηκαν, με σχετικές επουσιώδεις παραλλαγές, έχουν τα χαρακτηριστικά των αντιφάσεων καθώς διαφωνούν, αντιβαίνουν, αντιτίθενται, προσκρούονται, συγκρούονται, αντιστρατεύονται και έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, αλλά υιοθετήθηκαν «ἐν πολλοῖς» στην προσπάθεια της «προπαρασκευής
της «Οικουμένης» εις Χριστόν μέσω της «Θείας Πρόνοιας», η οποία παρεσκεύασε την ανθρωπότητα ολόκληρη δια του Ελληνισμού «ὅστις κατέστη ἔκτοτε οὐ μόνον δοχεύς ἀλλά καὶ σπορεύς τῆς νέας θρησκείας τῆς χάριτος». Ως γέφυρες για τη μετάβαση των ιδεών αυτών από την «παλαιάν προχριστιανικήν ἐποχήν» στη νέα «μεταχριστιανικήν πραγματικότητα» χρησιμοποιήθηκαν ως αναγκαίοι λόγοι που ανάγονται σε θρησκειακά και ανθρωπιστικά επιχειρήματα, τα οποία για τη «σωτηρία» των ανθρώπων χρησιμοποιούνται: α) τα Μυστήρια ως μέσον για τη «θέωσιν του μύστου» στην αναγέννηση ή παλιγγενεσία αυτού και στη λύτρωσή του με κάθαρση και αθανασία ή «αποθανατισμού» και το «αθανατίζειν» και β) τα φιλοσοφικά διδάγματα, οι σκέψεις και οι απόψεις τα οποία έχουν ως αρχικό στόχο και τελικό σκοπό «την πορείαν προς ὄντως τὸν Ὕψιστον Θεόν διὰ τῆς νοήσεως ὡς μίας πρώτης Ἀρχῆς και Αἰτίας τοῦ Παντός καὶ εἰς τὴν προς τὸν κόσμον καὶ τὸν ἄνθρωπον σχέσεως αὐτῆς». Τα αποτελέσματα όλων των ανωτέρω προσπαθειών είναι γνωστά και βρίσκονται έξω από την προσπάθεια της παρούσας έρευνας, η οποία έχει ως σκοπό μόνο την αναφορά και τη σύγκριση με τις δύο σχετικές αναφορές: (Β) Κ.Δ./Ε.Γ. ΚΕΙΜΕΝΟ και ΟΜ) που ακολουθούν. Διευκρινίζεται ότι στην προηγούμενη αναφορά εδώ έγινε γνωστή η άποψη της Αρχαιοελληνικής Γραμματείας. Η παρούσα έρευνα της λέξης Ψυχή (Α) βασίζεται στα κείμενα της Αγίας Γραφής. Σήμερα στη διάνοια των περισσότερων ανθρώπων στο άκουσμα ή στην ανάγνωση της λ. ψυχή δημιουργούνται διάφοροι συνειρμοί, δηλ. διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες οι παραστάσεις που συνδέονται με τη λ. ψυχή συνδέονται μεταξύ τους στη συνείδηση κάθε ανθρώπου που την ακούει ή τη διαβάζει, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο ανασύρει την έννοιά της ο άνθρωπος όταν την ανακαλεί στη μνήμη του. Οι συνειρμοί αυτοί όταν γίνονται με συνέπεια και κάτω από εμπεριστατωμένη έρευνα καταλήγουν στη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια σαφής εικόνα της έννοιας της κάθε λέξης που ακούμε ή διαβάζουμε ή ακόμα που μας ανακαλεί αυτή στη διάνοιά μας. Για τη λ. ψυχή όταν οι συνειρμοί γίνονται κάτω από το γεγονός ότι εξετάζονται κατά τη μελέτη της Αγίας Γραφής, τότε φανερώνεται καθαρά η έννοια της λ. ψυχή όπως τη
χρησιμοποιούσαν οι συγγραφείς της (Αγ. Γραφής). Δεδομένου ότι τα κείμενα της Αγ. Γραφής είναι θεόπνευστα καθότι: 1) Ως θεόπνευστα τα κείμενα τα θεωρούσαν οι χριστιανοί από τον πρώτο κιόλας αιώνα μ.χ. 2) Μελετώντας κανείς τα κείμενα της Αγ. Γραφής διαπιστώνει: α) ότι όλα αυτά είναι αρμονικά συνυφασμένα παρόλο ότι γράφτηκαν από 40 περίπου ανθρώπους οι οποίοι είχαν ποικίλο υπόβαθρο (άλλος ήταν βασιλιάς, άλλος βοσκός, άλλος γιατρός, άλλος εισπράκτορας φόρων και άλλος προφήτης) μέσα σ ένα χρονικό διάστημα αιώνων, β) μελετώντας κάποιος τα κείμενα με τη δέουσα προσοχή και με σεβασμό διαπιστώνει ότι αποκτά σταδιακά εμπιστοσύνη σ αυτά καθώς ασκούν ισχυρή επίδραση στον εαυτό του. 3) Τα περιεχόμενα των κειμένων διακατέχονται διαχρονικά από επιστημονική ισχύ, υφή, αναφορά και επιγραφή σε τομείς οι οποίοι εμφανίζονται πολύ νωρίτερα από τις ανακαλύψεις που οι άνθρωποι εμφάνισαν πολύ αργότερα. Τέτοιοι τομείς ήταν: α) η προέλευση του Σύμπαντος, β) το σχήμα του πλανήτη που ζούμε, η γη, γ) η ζωϊκή κτίση που υπάρχει πάνω σ αυτή. Για όλα αυτά επικρατούσαν άλλες απόψεις ακόμα και αμφισβητήσεις μέχρι ακόμα και πρόσφατα σχεδόν (στον 20ό αιώνα) επιβεβαιώθηκαν όλες οι περιγραφές πανηγυρικά. 4) Πολλά αρχαία χειρόγραφα που ήρθαν στην επιφάνεια από έρευνες και ανασκαφές πιστοποιούν την αυθεντικότητα των πρωτότυπων κειμένων αλλά και την πανομοιότητα με τα αντίγραφα που υπήρχαν. 5) Τα κείμενα δεν περιέχουν αντιφάσεις στις περιγραφές και στις αναφορές και 6) Η εκπληκτική εκπλήρωση των προφητειών που αναφέρονται στα κείμενα διαχρονικά και ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή με ακρίβεια και χρονική συγκυρία υποστηρίζουν τη θεοπνευστία των περιγραφών και προρήσεων. Όλα αυτά σημαίνουν και πιστοποιούν ότι τα κείμενα των Αγίων Γραφών είναι πραγματικά θεόπνευστα καθώς είναι ο Λόγος του Θεού. (Για τη θεοπνευστία των Αγ. Γραφών βλ.λ. Θεόπνευστος). 7) Η λ. ψυχή στα ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ της Αγίας Γραφής χρησιμοποιείται κυριολεκτικά ως μια ζωντανή (ζῶσα) ύπαρξη, δηλ. ως ψυχή η οποία σημαίνει και αναφέρεται στον προσωπικό εαυτό κάποιου. Γραμματικά αυτό εκφράζεται σε πάμπολλες περιπτώσεις
με τη χρήση προσωπικών αντωνυμιών «μου», «σου», «του». Έτσι κατ επέκταση μπορεί κυριολεκτικά να αναφέρεται σ ένα πρόσωπο ή σε μια προσωπικότητα (παραβ. Joh 10:24, 2Co 12:15, Heb 10:38, 13:17, κ.λπ.). Σ όλα τα έργα τους οι θεόπνευστοι συγγραφείς, όπου αναφέρουν τη λ. ψυχή, την ταυτίζουν βασικά με ολόκληρο το άτομο, το οποίο εργάζεται (παραβ. Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Lev 23:30), ξαγρυπνάει (παραβ. Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Psa 119:28), φοβάται (παραβ. Act 2:43), θλίβεται (παραβ. 1Th 5:14), διασώζεται και διατηρείται ασφαλές (παραβ. 1Pe 3:20), αποθνήσκει (παραβ. Rom 6:16, 14:7, Jac 5:20). Κατά συνέπεια αναφέρονται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ψυχή ενεργεί ως ένα ζωντανό άτομο με ανάλογα αισθήματα και συνθήκες διαβίωσης. Άλλες φράσεις στα ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΚΕΙΜΕΝΑ πάντα της Βίβλου αναφέρουν ψυχές ζωντανές κατά το είδος περιγράφοντας ζώα και φυτά (παραβ. Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Gen 1:20,24). Επίσης αναφέρεται ότι η ψυχή πεθαίνει (παραβ. Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Lev 19:28, 21:1,11, 22:4, Num 5:2, 6:6, 19:11,12, 1Ki 19:4, Joh 4:8). Διευκρινίζεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταφράσεις αναφέρουν ότι η ψυχή «βγαίνει» και «επανέρχεται» (παραβ. Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Gen 35:18, 1Ki 17:22,23). Η διευκρίνιση εδώ γίνεται στα πλαίσια της λ. ψυχή ταυτιζόμενης με τη λ. ζωή. Στις ανωτέρω περιπτώσεις η κυριολεκτική απόδοση της έννοιας είναι ότι εδώ η ψυχή «βγαίνει» από τη ζωή του ατόμου καθώς σβήνει η ζωή του και έτσι τερματίζεται γενόμενο πλέον ένα νεκρό άτομο. Αντίθετα, όταν επανέρχεται η ψυχή, η κυριολεκτική απόδοση εδώ είναι ότι επανέρχεται το άτομο στη ζωή όπως ακριβώς συμβαίνει σε μια σοβαρή καρδιακή κρίση και προσβολή, καθώς και σε μια νεκροφάνεια. ΦΡΑΣΕΙΣ: Στα πλαίσια αυτά υπάρχουν στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων εκφράσεις που αναφέρονται στη λ. ψυχή που ταυτίζεται με τη ζωή και την ύπαρξη ενός (συνήθως) προσφιλούς ατόμου. Έτσι ακούγονται οι φράσεις: «ψυχή μου», ταυτιζόμενη σύγχρονα με τις φράσεις «ζωή μου», «αγάπη μου», «φως μου», «μάτια μου», «καλή μου», «καρδούλα μου». Εκφράσεις που απηχούν εγκάρδια συναισθήματα, βγαλμένα από τη διάνοια και την καρδιά ενός ζωντανού ανθρώπου. ΣΥΜΦΡΑΖΟΜΕΝΑ: Έτσι σημειώνεται και η διάκριση μεταξύ των λ. ψυχή και πνεῦμα που υπάρχει στο ΚΕΙΜΕΝΟ. Η ανάλυση στη διάκριση αυτή που υπάρχει στο ΚΕΙΜΕΝΟ αντιπαραβάλλει «τὸ σῶμα ψυχικόν μὲ τὸ σῶμα πνευματικόν» (παραβ. 1Co 15:46). Η
αντιπαραβολή δείχνει καθαρά ότι το σώμα ψυχικόν είναι το φυσικό σώμα καθώς το σώμα πνευματικόν είναι το σώμα που λαμβάνουν οι χριστιανοί κατά την ανάσταση σε πνευματική ζωή. Η αντιπαραβολή εδώ σημειώνεται ότι γίνεται με τα συμφραζόμενα, σύμφωνα με τα οποία οι Χριστιανοί μέχρι τη στιγμή του θανάτου τους έχουν ψυχικό σώμα όπως ο πρώτος άνθρωπος Αδάμ, ενώ με την ανάστασή τους (σε ουράνια πνευματική ζωή) λαμβάνουν πνευματικό σώμα όπως ακριβώς εκείνο που έλαβε ο ενδοξασμένος Ιησούς Χριστός μετά την ανάστασή Του (παραβ. 1Co 15:42-49). Μια παρεμφερής περιγραφή αναφέρεται σε κάποιους ανθρώπους οι οποίοι είναι «ψυχικοί», δηλ. με ζωώδη ενστικτώδη αισθήματα και συμπεριφορά καθώς «πνεύμα μη έχοντες» δεν έχουν κατά συνέπεια και πνευματικότητα (παραβ. Jude 19). Τέλος στα πλαίσια αυτά η έκφραση «ψυχή μου» από τον Θεό αποτελεί μια περίπτωση έκφρασης «ανθρωπομορφισμού» (από τον Θεό) καθώς αποδίδονται ανθρωποποιητικά χαρακτηριστικά στον Θεό (που είναι πνεύμα αόρατο στον άνθρωπο) (Joh 4:24) προκειμένου οι άνθρωποι να διευκολυνθούν στην κατανόηση του Θεού όπως ακριβώς συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις, όπου στα Κειμ. ο Θεός «φαίνεται» να διαθέτει «δάκτυλα», «φωνή» και «όραση» (παραβ. Luk 11:20, Mat 12:28, Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Exo 15:26, Gen 16:23, Pro 15:3). Με βάση τις ανωτέρω παραπομπές καθίσταται πλέον απόλυτα σαφές ότι ο άνθρωπος δεν έχει αλλά είναι ψυχή, αυτή είναι η φύση του. Στη βάση αυτή, οποιαδήποτε ελπίδα για μελλοντική ζωή για τους νεκρούς εξαρτάται από την ανάστασή τους, δηλ. την έγερσή τους από τους νεκρούς (Mat 5:28,29). Η ακριβής αυτή γνώση σημαίνει και αιώνια ζωή (Joh 17:3). ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ: 1) Το εδάφιο Mat 6:25 «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε ἤ τί πιῆτε μεδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε οὐχί ἡ ψυχή πλεῖον ἐστίν τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος» αναφέρεται σε μια έκφραση «παραλληλισμός των μελών» (parallilismus membrorum), που είναι ένα απότα κύρια γνωρίσματα της Εβραϊκής ποίησης ( παραβ. Mat 4:16, 16:2, 3). Το φαινόμενο περιλαμβάνεται και στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές ( Καινή Διαθήκη). 2) Η λ. Ψυχή για τους Αθηναίους του 5 ου αιώνα π. χ. δεν υπονοούσε τίποτε το μεταφυσικό «η ψυχή δεν ήταν ένας απρόθυμος φυλακισμένος μέσα σε ένα σώμα αλλά ήταν η ζωή ή το πνεύμα του σώματος» και σε απόλυτη αρμονία μαζί του. Κατά την πρώιμη Ελλην. χρήση η λ. Ψυχή
συνδέεται με το ρήμα ψυχείν που σημαίνει «φυσώ, αναπνέω» και χρησιμοποιείται για να δηλωθεί : α) η ψυχή των ζωντανών, β) η ψυχή των νεκρών, γ) η ψυχή των ζώντων και δ) η πεταλούδα. Στις Ελλην. Χριστιαν. Γραφές της Βίβλου ( Καινή Διαθήκη) η λ. Ψυχή σημαίνει συχνά «Ζωή»" ή «κέντρο συναισθημάτων» και ποτέ δεν έχει σχέση με τη μεταθανάτιο ζωή. Χρησιμοποιείται σε συνδυασμούς που μοιάζουν Εβραϊκοί όπωςαναφέρεται στα εδάφια Rom 13:1, Apoc 16:3, Phl 1:27. [ Πηγή: Ιστορία της Ελλην. Γλώσσας εκδ. Ινστ. Νεολλην. Σπουδών σελ. 839 και 863 ( Ζ)]. 3) Η λ. Ψυχή στο εδάφιο Act 3:24 αποτελεί εκπλήρωση προφητείας ( παραβ. Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Deu 18:15-18). 4) Η λ. Ψυχαῖς στο εδάφιο Mat 11:29 αποτελεί παραπομπή από σχετικό εδάφιο Εβρ. Γραφ. ( Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Jer 6:16). 5) Η λ. Ψυχή στο εδάφιο Mat 22:37 αποτελεί παραπομπήαπόσχετικό εδάφιο Εβρ. Γραφ. ( Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Deu 6:5). 6) Η λ. Ψυχήν στο εδάφιο Act 2:27 αποτελεί παραπομπήαπόσχετικό εδάφιο Εβρ. Γραφ. ( Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Psa 16:8-11). 7) Η λ. Ψυχήν στο εδάφιο Rom 11:3 αποτελεί παραπομπήαπόσχετικό εδάφιο Εβρ. Γραφ. ( Π.Δ./Ε.Γ.-Ο 1Ki 19:14, 18). 8) Η λ. Ψυχήν στο εδάφιο 1Co 15:45 αποτελεί παραπομπή από σχετικό εδάφιο Εβρ. Γραφ. ( Π.Δ./Ε.Γ.-Ο Gen 2:7). 9) Η λ. Ψυχή στο πρωτότυποκείμενο των Ελλην. Χριστ. Γραφών της Βίβλου ( Καινή Διαθήκη) αναφέρεται τόσο σε ανθρώπουςόσο και σε ζώα ( παραβ. Apoc 8:9, 16:3), όχι όμωςκαι στα φυτά ( γιατί δεν έχουν αίμα). ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ Ο : Gen 1:20,21, 24:30, 2:7, Exo 1:20, 24:30, 2:7, Pro 25:5, Iez 44:25.