Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) Απόφαση υπ αριθμόν 983/2012 3. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, με πράξη του Προέδρου του, ζητείται η εξαφάνιση της /2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως με την οποία ο ήδη εκκαλών ζητούσε την ακύρωση της / 2003 πράξεως του Προέδρου της Βουλής καθ ο μέρος με την πράξη αυτή διαπιστώθηκε ότι ο εκκαλών, προϊστάμενος της κατά το άρθρο 160 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό) διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καταλαμβάνει αυτοδικαίως θέση επιστημονικού συνεργάτη και προϊσταμένου της κατά το ως άνω άρθρο 160 παρ. 1, όπως ήδη ισχύει, πρώτης διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, για τριετή θητεία. 4. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5Α του ν. 702/1977 (Α 268), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2944/2001 (Α 222), οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται, πλην άλλων, επί των διαφορών της περιπτώσεως γ της παρ. 1 του άρθρου 1 του εν λόγω ν. 702/1977, δηλαδή και επί των διαφορών που αφορούν την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού του Δημοσίου, ανεξαρτήτως της φύσεως της σχέσεως που το συνδέει, δεν υπόκεινται σε έφεση. Εξαιρούνται, όμως, και υπόκεινται σε έφεση, πλην άλλων, σύμφωνα με την περ. α του ως άνω άρθρου 5Α του ν. 702/1977, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων επί των διαφορών που αφορούν την επιλογή σε θέση προϊσταμένου τμήματος ή διεύθυνσης. (Ήδη, το ανωτέρω άρθρο 5Α του ν. 702/1977 έχει αντικατασταθεί, με την παρ. 6 του άρθρου 49 του ν. 3659/2008 - Α 77/7.5.2008 -, όπως όμως ορίζεται στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου 49, οι διατάξεις αυτού του άρθρου δεν καταλαμβάνουν τις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα υπόθεση). Ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί διαφοράς που αφορά κυρίως την επιλογή σε θέση προϊσταμένου διεύθυνσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής για τριετή θητεία, υπόκειται σε έφεση και, επομένως, προσβάλλεται παραδεκτώς από την άποψη αυτή. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη έφεση, η οποία ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. 5. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών υπηρετούσε ως προϊστάμενος της κατά το άρθρο 160 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό) διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Με την ως άνω προσβληθείσα ενώπιον του διοικητικού εφετείου πράξη του Προέδρου της Βουλής, η οποία εκδόθηκε κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 5 παρ. 2 του Ειδικού Εσωτερικού Κανονισμού της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ( /...2002 απόφαση του Προέδρου της Βουλής, Β /...2002), διαπιστώθηκε ότι ο εκκαλών καταλαμβάνει 1
αυτοδικαίως θέση επιστημονικού συνεργάτη και προϊσταμένου της κατά το ως άνω άρθρο 160 παρ. 1, όπως ήδη ισχύει, πρώτης διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, για τριετή θητεία. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ρηθείσα πράξη του Προέδρου της Βουλής, εκδοθείσα κατ επιταγή του ως άνω Ειδικού Εσωτερικού Κανονισμού, ο οποίος, στο προοίμιό του, επικαλείται, για την έκδοσή του, λόγους δημοσίου συμφέροντος και δη τις ανάγκες αποτελεσματικής εξυπηρέτησης του έργου της Βουλής, δεν εντάσσεται στη σχέση εργασίας που συνέδεε, κατά τα ανωτέρω, τον εκκαλούντα με τη Βουλή, αλλά έχει εκδοθεί από τον Πρόεδρο της Βουλής κατ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας, με αντικείμενο τη μονομερή ρύθμιση της έννομης σχέσεως μεταξύ Βουλής και εκκαλούντος. Κατά συνέπεια, η διαφορά που προέκυψε από την ως άνω προσβληθείσα πράξη δεν είχε χαρακτήρα διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, η οποία θα υπήγετο στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά αποτελούσε διοικητική ακυρωτική διαφορά, όπως ορθώς έκρινε (εμμέσως) το δικάσαν διοικητικό εφετείο. 6. Επειδή, στο άρθρο 65 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της με Κανονισμό που ψηφίζεται από την Ολομέλεια κατά το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. 3. 4. 5. Με τον Κανονισμό μπορεί να συσταθεί στη Βουλή επιστημονική υπηρεσία για την υποβοήθηση του νομοθετικού της έργου. 6. Ο Κανονισμός καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της Βουλής υπό την εποπτεία του Προέδρου, καθώς και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της. Οι πράξεις του Προέδρου που αφορούν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Βουλής υπόκεινται σε προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας». Περαιτέρω, στο άρθρο 95 παρ. 1 στοιχ. α του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου». Εξ άλλου στην παρ. 3 του εν λόγω άρθρου 95, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε αρχικώς, ορίζετο ότι: «Διά νόμου δύναται να υπαχθεί η εκδίκαση κατηγοριών υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητος του Συμβουλίου της Επικρατείας εις άλλου βαθμού διοικητικά τακτικά δικαστήρια, επιφυλασσομένης πάντως της εις τελευταίον βαθμόν αρμοδιότητος του Συμβουλίου της Επικρατείας». Ήδη, στην παρ. 3 του άρθρου 95 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 (Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής), ορίζεται ότι: «Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει». Τέλος, στις παρ. 1 περ. γ και 2 περ. α του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α 268), όπως οι παράγραφοι αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, μετά την αντικατάστασή τους με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2944/2001 (Α 222/8.10.2001), ορίζεται ότι στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση αιτήσεων ακυρώσεως διοικητικών αρχών, που αφορούν, μεταξύ άλλων, την πρόσληψη και την κατάσταση γενικά του προσωπικού του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξαρτήτως της φύσεως της σχέσεως που το συνδέει (παρ. 1 περ. γ ), εξακολουθούν δε να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν, πλην άλλων, το διορισμό ή την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικά των ανωτάτων υπαλλήλων (παρ. 2 περ. α ), αντίστοιχες δε 2
διατάξεις περιείχαν οι εν λόγω παρ. 1 περ. γ και 2 περ. α του άρθρου 1 του ν. 702/1977, όπως οι παράγραφοι αυτές ίσχυαν αρχικώς. 7. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 65 παρ. 6 εδ. β και 95 παρ. 1 (στοιχ. α ) και 3 του Συντάγματος, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος ήδη ισχύει, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης επιτρέπει να υπάγονται με νόμο κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εφόσον δε στις κατηγορίες αυτές υποθέσεων περιλαμβάνονται και υποθέσεις που αφορούν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού του Δημοσίου εν γένει, η μεταφορά των εν λόγω υποθέσεων στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δύναται να καταλαμβάνει, για την ταυτότητα του λόγου, και τις σχετικές ακυρωτικές διαφορές που προκύπτουν από την προσβολή πράξεων του Προέδρου της Βουλής. Ενόψει των ανωτέρω, οι προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ και παρ. 2 περ. α του ν. 702/1977 κατελάμβαναν, κατά την ορθή τους έννοια, και την ασκηθείσα ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου αίτηση ακυρώσεως κατά της προαναφερθείσης πράξεως του Προέδρου της Βουλής, η οποία αφορούσε την υπηρεσιακή κατάσταση μη ανωτάτου υπαλλήλου της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, συνδεομένου με τη Βουλή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, ορθώς κρίθηκε (σιωπηρώς) από το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι υπήγετο στην αρμοδιότητά του (και όχι στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας) η ασκηθείσα ενώπιόν του αίτηση ακυρώσεως. Κατά την γνώμη όμως των Συμβούλων Ε. Γαλανού, Α. Γκότση και Αικ. Σακελλαροπούλου, με την προαναφερθείσα ειδική διάταξη του β εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 65 του Συντάγματος, στην οποία ορίζεται ρητά ότι οι πράξεις του Προέδρου της Βουλής που αφορούν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Βουλής υπόκεινται σε προσφυγή ή αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας και η οποία δεν τροποποιήθηκε με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις των ετών 1986, 2001 και 2008, ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε η εκδίκαση, μεταξύ άλλων, αιτήσεων ακυρώσεως κατά των πράξεων αυτών, οι οποίες δεν είναι πράξεις διοικητικής αρχής αλλά οργάνου της νομοθετικής λειτουργίας του Κράτους και μάλιστα, του Προέδρου της Βουλής, να υπάγεται στην αρμοδιότητα του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου, παρόλο ότι το ίδιο το Σύνταγμα ήδη από το έτος 1975 προέβλεπε στο άρθρο 95 παρ. 3 τη δυνατότητα υπαγωγής στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια κατηγοριών υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η εκδίκαση της ως άνω αιτήσεως ακυρώσεως υπαγόταν, σύμφωνα με την προεκτεθείσα ειδική συνταγματική διάταξη, στον κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας και όχι στην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου. 8. Επειδή, σε εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων του άρθρου 65 παρ. 1 του Συντάγματος, εγκρίθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής στις 3.6.1987 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με παραγγελία του Προέδρου της Βουλής ο Κώδικας Κανονισμού Εργασιών της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό) [Α 106/24.6.1987], ο οποίος, με το άρθρο 171 παρ. 1, κατήργησε τον προϊσχύσαντα αντίστοιχο Κανονισμό του έτους 1975 (Α 238/23.10.1975). Στο άρθρο 160 του ως άνω νέου Κανονισμού ορίσθηκε ότι «1. Συνιστάται επιστημονική υπηρεσία της Βουλής που αποτελείται από: α) τη διεύθυνση επιστημονικών μελετών. β) 2. 3. Η επιστημονική διεύθυνση των εργασιών της υπηρεσίας αυτής ανήκει στο 3
επιστημονικό συμβούλιο, που υπάγεται απευθείας στον Πρόεδρο της Βουλής. 4.», στο άρθρο 161 ότι «1. 2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του επιστημονικού συμβουλίου διορίζονται από τον Πρόεδρο της Βουλής με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου για πλήρη ή μερική απασχόληση, χωρίς δέσμευση από γενικές ή ειδικές διατάξεις της εργατικής ή της άλλης νομοθεσίας Καταγγελία της σχέσης επιτρέπεται για τους λόγους που επιτρέπεται η απόλυση των μόνιμων υπαλλήλων της Βουλής. 3. Οι θέσεις του προέδρου και των μελών του επιστημονικού συμβουλίου δεν είναι ασυμβίβαστες με τις θέσεις ΔΕΠ των ΑΕΙ, ούτε με τη δικηγορία. 4.» και στο άρθρο 162 ότι «1. Η διεύθυνση επιστημονικών μελετών αποτελείται από τα ακόλουθα τμήματα: α) τμήμα νομοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων νόμων. β) τμήμα κοινοβουλευτικών ερευνών και μελετών. γ) τμήμα ευρετηριάσεων και δ) 2. Οι προϊστάμενοι της διεύθυνσης των τριών πρώτων τμημάτων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και οι επιστημονικοί συνεργάτες που τα στελεχώνουν, διορίζονται ύστερα από προκήρυξη που αναφέρει τα απαιτούμενα προσόντα. Η σχετική προκήρυξη δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Το επιστημονικό συμβούλιο εξετάζει και αξιολογεί τους τίτλους σπουδών και τα επιστημονικά έργα των υποψηφίων, καθώς και την προσωπικότητά τους, και υποβάλλει στον Πρόεδρο της Βουλής σχετική εισήγηση επιλογής. Οι παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται και για το διορισμό του προσωπικού της παραγράφου αυτής. Ο διορισμός γίνεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. 3. 4. 5. 6. 7. 8. Συνιστώνται στη διεύθυνση επιστημονικών μελετών είκοσι τέσσερις (24) θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου Η πλήρωση των θέσεων αυτών και η υπηρεσιακή τους σχέση ρυθμίζονται αναλόγως με τις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου. 9.». Εξ άλλου, στο άρθρο 94 παρ. 2 του ψηφισθέντος από την Ολομέλεια της Βουλής την 1.4.1997 και δημοσιευθέντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με παραγγελία του Προέδρου της Βουλής Κανονισμού της Βουλής - Μέρος Β -, Κώδικα Οργανώσεως των Υπηρεσιών της Βουλής και Καταστάσεως του Προσωπικού της (Α 51/10.4.1997) ορίσθηκε ότι «Με κανονισμούς εσωτερικής λειτουργίας ή άλλες αποφάσεις του Προέδρου της Βουλής μπορεί να καθορίζονται λεπτομερέστερα τα αναφερόμενα στον παρόντα Κανονισμό αντικείμενα των διαφόρων υπηρεσιών της Βουλής και η κατανομή του αντίστοιχου για κάθε αντικείμενο έργου μεταξύ του προσωπικού των Γραφείων, Τμημάτων ή Διευθύνσεων. Η ανάθεση του έργου αυτού στους υπαλλήλους της κάθε οργανικής μονάδας αποτελεί αρμοδιότητα του προϊσταμένου της». Περαιτέρω, εχώρησε τροποποίηση διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής με απόφαση της Ολομελείας αυτής ληφθείσα στις 6.12.2001 και δημοσιευθείσα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με παραγγελία του Προέδρου της Βουλής (Α 284/18.12.2001). Ειδικότερα, με το άρθρο 13 της εν λόγω αποφάσεως τροποποιήθηκαν, πλην άλλων, τα άρθρα 160 και 162 του προαναφερθέντος Κώδικα Κανονισμού Εργασιών της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό), ως ακολούθως: «1. Στο άρθρο 160 η παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Συνιστάται Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής που αποτελείται από: α) την πρώτη διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών, β) τη δεύτερη διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών, γ». 2. 3. Το άρθρο 162 τροποποιείται ως ακολούθως: α. β. Η παρ. 1 αντικαθίσταται ως εξής: «1. Στην πρώτη και δεύτερη διεύθυνση επιστημονικών μελετών συνιστώνται και κατανέμονται με αποφάσεις του Προέδρου της Βουλής τα ακόλουθα τμήματα: α) πρώτο τμήμα νομοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων νόμων, β) δεύτερο τμήμα νομοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων νόμων, γ) τμήμα κοινοβουλευτικών ερευνών και μελετών, δ) ε) και η)». Στην παρ. 2: α.α. Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής: «Οι προϊστάμενοι των διευθύνσεων και των 4
επτά πρώτων τμημάτων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και οι επιστημονικοί συνεργάτες και οι ειδικοί επιστημονικοί συνεργάτες που τα στελεχώνουν, διορίζονται ύστερα από προκήρυξη που αναφέρει τα απαιτούμενα προσόντα. Οι υπηρετούντες κατά τη δημοσίευση του παρόντος προϊστάμενοι και επιστημονικοί συνεργάτες καταλαμβάνουν αυτοδικαίως με απόφαση του Προέδρου της Βουλής αντίστοιχες θέσεις». β.β. δ. ε. στ. Η παρ. 7 αντικαθίσταται ως εξής: «Εντός τριμήνου από τη θέση σε ισχύ του παρόντος ο Πρόεδρος της Βουλής εκδίδει με απόφασή του και ύστερα από γνώμη του επιστημονικού συμβουλίου, ειδικό εσωτερικό κανονισμό της επιστημονικής υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 94 του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Β ), με τον οποίο μπορεί να τροποποιούνται και να συμπληρώνονται οι διατάξεις των άρθρων 160-163 του παρόντος για την επιστημονική υπηρεσία της Βουλής και ο οποίος επίσης μπορεί να τροποποιείται και να συμπληρώνεται με όμοιες αποφάσεις που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». ζ. Η παρ. 8 αντικαθίσταται ως εξής: «8. Συνιστώνται στις διευθύνσεις επιστημονικών μελετών σαράντα οκτώ (48) θέσεις επιστημονικών συνεργατών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου». η.». Τέλος, κατ επίκληση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 65 παρ. 5 του Συντάγματος (περί της δυνατότητας συστάσεως με τον Κανονισμό της Βουλής επιστημονικής υπηρεσίας) και του άρθρου 162 παρ. 7 του Κανονισμού της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό), όπως το άρθρο αυτό ήδη ισχύει, και μετά από γνώμη του επιστημονικού συμβουλίου, εκδόθηκε η 8199/6321/2.12.2002 απόφαση του Προέδρου της Βουλής (Β 1521/4.12.2002), με την οποία τέθηκε σε ισχύ ο Ειδικός Εσωτερικός Κανονισμός της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Ο εν λόγω Ειδικός Εσωτερικός Κανονισμός ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 2 και 3 ότι «2. α) Ως προϊστάμενοι των Διευθύνσεων Επιστημονικών Μελετών και των Τμημάτων τους τοποθετούνται Επιστημονικοί Συνεργάτες, μετά από εισήγηση του Επιστημονικού Συμβουλίου, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται με την ίδια διαδικασία. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, μπορεί να διακοπεί η θητεία προϊσταμένου, και να γίνει αντικατάστασή του, μετά από γνώμη του Επιστημονικού Συμβουλίου. β) Οι υπηρετούντες κατά τη δημοσίευση του Κανονισμού της Βουλής Επιστημονικοί Συνεργάτες καταλαμβάνουν αυτοδικαίως θέσεις Επιστημονικών Συνεργατών, με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Οι υπηρετούντες κατά τη δημοσίευση του Κανονισμού της Βουλής προϊστάμενοι Διεύθυνσης και Τμημάτων καταλαμβάνουν αυτοδικαίως, με όμοια απόφαση, αντίστοιχες θέσεις επί θητεία, εφαρμοζομένου και στην περίπτωση αυτή του δευτέρου εδαφίου του στοιχείου α αυτής της παραγράφου 3. Δύο θέσεις Επιστημονικών Συνεργατών καταλαμβάνονται από τους προϊσταμένους των Διευθύνσεων Επιστημονικών Μελετών» και στο άρθρο 6 ορίζει ότι «1. Ο παρών ειδικός εσωτερικός Κανονισμός της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής μπορεί να τροποποιείται και να συμπληρώνεται με αποφάσεις του Προέδρου της Βουλής που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Με τον παρόντα ειδικό εσωτερικό Κανονισμό της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής τροποποιούνται και συμπληρώνονται διατάξεις των άρθρων 160-163 του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Κοινοβουλευτικό)». 9. Επειδή, από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 65 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος συνάγεται ότι η Ολομέλεια της Βουλής έχει την αρμοδιότητα να ψηφίζει τον Κανονισμό της, ο οποίος καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της Βουλής υπό την εποπτεία του Προέδρου της, καθώς και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της, ο δε Πρόεδρος είναι αρμόδιος να παραγγέλλει την δημοσίευση του Κανονισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, με την ανωτέρω 5
διάταξη του άρθρου 162 παρ. 7 του Κανονισμού της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 3 εδ. στ της από 6.12.2001 αποφάσεως της Ολομελείας της Βουλής, παρασχέθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής εξουσιοδότηση στον Πρόεδρο της Βουλής να εκδώσει με απόφασή του ειδικό εσωτερικό κανονισμό της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής με τον οποίο επιτρέπεται να τροποποιούνται και να συμπληρώνονται οι διατάξεις των άρθρων 160-163 του Κανονισμού για την εν λόγω επιστημονική υπηρεσία. Η διάταξη όμως αυτή του άρθρου 162 παρ. 7 του Κανονισμού της Βουλής καθ όσον, πάντως, δεν περιορίζεται στην παροχή στον Πρόεδρο της Βουλής εξουσίας ρυθμίσεως ειδικωτέρων θεμάτων ή θεμάτων λεπτομερειακού χαρακτήρα, σε σχέση με τη θεσπισθείσα δια του ψηφισθέντος από την Ολομέλεια της Βουλής κανονισμού ρύθμιση, αλλά παρέχει στον Πρόεδρο της Βουλής εξουσία τροποποιήσεως του ψηφισθέντος από την Ολομέλεια της Βουλής Κανονισμού, δεν θεσπίζεται εγκύρως, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 65 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, στερείται νομίμου ερείσματος η εκδοθείσα κατ επίκληση της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 162 παρ. 7 του Κανονισμού της Βουλής /...2002 απόφαση του Προέδρου της Βουλής περί θέσεως σε ισχύ Ειδικού Εσωτερικού Κανονισμού της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, καθ ο μέρος προβλέπει, στο άρθρο 5 παρ. 2 και 3, τροποποιώντας τις διατάξεις των άρθρων 160-162 του Κανονισμού της Βουλής, αφενός μεν τριετή θητεία των προϊσταμένων των διευθύνσεων επιστημονικών μελετών και των προϊσταμένων των τμημάτων τους (ενώ ο Κανονισμός της Βουλής προέβλεπε ότι οι προϊστάμενοι αυτοί υπηρετούν με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου), αφετέρου δε την αυτοδίκαιη κατάληψη, με διαπιστωτική πράξη του Προέδρου της Βουλής, αντιστοίχων θέσεων προϊσταμένων για τριετή θητεία, από τους ήδη υπηρετούντες προϊσταμένους, καθώς και την κατάληψη από αυτούς θέσεων επιστημονικών συνεργατών. 10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την /...1987 απόφαση του Προέδρου της Βουλής προκηρύχθηκε, κατ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 160-162 του προαναφερθέντος Κανονισμού της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό), η πλήρωση 16 κενών οργανικών θέσεων της διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, μεταξύ των οποίων και η θέση του προϊσταμένου της εν λόγω διευθύνσεως. Ακολούθως, κατ επίκληση μεταβιβάσεως της σχετικής αρμοδιότητας από τον Πρόεδρο της Βουλής, ο Γενικός Γραμματέας της Βουλής εξέδωσε, κατόπιν σχετικής εισηγήσεως του επιστημονικού συμβουλίου, την /...1989 πράξη του, με την οποία ο εκκαλών διορίσθηκε προϊστάμενος της ως άνω διευθύνσεως με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Τέλος, κατ επίκληση του άρθρου 5 του ανωτέρου Ειδικού Εσωτερικού Κανονισμού, εκδόθηκε η /...2003 πράξη του Προέδρου της Βουλής, με την οποία διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο εκκαλών, ο οποίος κατά το χρόνο δημοσιεύσεως της προαναφερθείσης τροποποιήσεως του Κανονισμού της Βουλής (Α 284/18.12.2001) υπηρετούσε ως προϊστάμενος της κατά το άρθρο 160 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό) διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, καταλαμβάνει αυτοδικαίως θέση επιστημονικού συνεργάτη και προϊσταμένου της κατά το ως άνω άρθρο 160 παρ. 1, όπως ήδη ισχύει, πρώτης διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, για τριετή 6
θητεία. Κατά της πράξεως αυτής ο εκκαλών άσκησε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Το διοικητικό εφετείο, με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως ως αβάσιμη, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι εγκύρως βάσει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 162 παρ. 7 του Κανονισμού της Βουλής, ο ως άνω, θεσπισθείς από τον Πρόεδρο της Βουλής, Ειδικός Επιστημονικός Κανονισμός επέφερε, με το άρθρο 5 παρ. 2 και 3, τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη τροποποιήσεις των άρθρων 160-162 του εγκριθέντος από την Ολομέλεια της Βουλής Κανονισμού και ότι, συνεπώς, ήταν νόμιμη η ως άνω, στηριζόμενη στο εν λόγω άρθρο 5 παρ. 2 και 3, διαπιστωτική πράξη του Προέδρου της Βουλής, η οποία είχε προσβληθεί ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 5 παρ. 2 και 3 του θεσπισθέντος από τον Πρόεδρο της Βουλής Ειδικού Εσωτερικού Κανονισμού, οι οποίες επιφέρουν τροποποιήσεις στον ψηφισθέντα από την Ολομέλεια της Βουλής Κανονισμό, στερούνται νομίμου ερείσματος, δεδομένου ότι το άρθρο 162 παρ. 7 του Κανονισμού της Βουλής δεν παρέχει εγκύρως σχετική εξουσιοδότηση, και, επομένως, ήταν μη νόμιμη και ακυρωτέα η ερειδόμενη στο εν λόγω άρθρο 5 παρ. 2 και 3 πράξη του Προέδρου της Βουλής ( /...2003), με την οποία διαπιστώθηκε ότι ο εκκαλών, προϊστάμενος της κατά το άρθρο 160 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής (μέρος Κοινοβουλευτικό) διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καταλαμβάνει αυτοδικαίως θέση επιστημονικού συνεργάτη και προϊσταμένου της κατά το ως άνω άρθρο 160 παρ. 1, όπως ήδη ισχύει, πρώτης διευθύνσεως επιστημονικών μελετών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, για τριετή θητεία. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη έφεση, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί. Στη συνέχεια το Δικαστήριο δικάζει την αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 64 του π.δ. 18/1989 (Α 8), την δέχεται, για τον αντίστοιχο λόγο ακυρώσεως, και ακυρώνει την ως άνω 4913/15.5.2003 πράξη του Προέδρου της Βουλής, καθ ο μέρος αφορά τον εκκαλούντα - αιτούντα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Διά ταύτα Δέχεται την έφεση. Εξαφανίζει την /2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως και την δέχεται. Ακυρώνει την /...2003 πράξη του Προέδρου της Βουλής, καθ ο μέρος αφορά τον εκκαλούντα - αιτούντα, σύμφωνα με το σκεπτικό. 7