Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Η κλέφτρα των ονείρων....................... 11 Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη............ 23 Το ελιξίριο της ευτυχίας........................ 47
H κλέφτρα των ονείρων Ήτανε τα παλιά τα χρόνια, όταν οι άνθρωποι ακόµα ήξεραν πώς να µπαίνουν ο ένας στα όνειρα του άλλου. Τότε λοιπόν ζούσε µια καλή γυναίκα παρέα µε τον άντρα της. Όλα τα είχανε και η αγάπη τούς περίσσευε. Μόνο ένα τούς έλειπε. εν είχανε παιδιά. Η γυναίκα ονειρευότανε νύχτα µέρα ένα παιδάκι, αλλά τίποτα. Τότε εµφανίστηκε στην πόλη τους µια 11
γριά περίεργη που έλεγε ότι γιάτρευε τους καηµούς των ανθρώπων. Το έµαθε η καλή γυναίκα και γύρεψε και τη βρήκε. Εντάξει, της λέει η γριά, αλλά πώς θα µε πληρώσεις; εν ξέρω. Είµαι φτωχή, αλλά θα σου δώσω ό,τι έχω και δεν έχω. ε θέλω τίποτα απ το βιος σου. Θέλω µόνο να µου χαρίσεις τα όνειρά σου. Αυτό είναι εύκολο, της είπε η καλή γυναίκα χωρίς να το σκεφτεί. Έτσι κι αλλιώς, νύχτα µέρα το ίδιο όνειρο βλέπω: ότι έχω ένα παιδάκι. Αν το αποκτήσω, τι µε νοιάζει αν τις νύχτες θα βλέπω όνειρα ή όχι. Τριάντα µέρες, της λέει η γριά, θα κοιµηθείς σ έναν ύπνο βαθύ δίχως όνειρα κι όταν ξυπνήσεις, θ αποχτήσεις το µωρό σου. Αυτή η γριά ήταν µια κακιά µάγισσα. Η γυναίκα δεν το ήξερε αλλά και να το ξερε, όλα θα τα δε- 12
χόταν για ν αποκτήσει παιδί. Τριάντα µέρες και τριάντα νύχτες κοιµήθηκε κι όταν ξύπνησε γέννησε ένα πανέµορφο αγοράκι. Το αγοράκι µεγάλωνε µε γέλια και χαρές και τα φιλιά και οι αγκαλιές το έκαναν όλο και πιο όµορφο. Όµως η µάνα ήταν συνέχεια κουρασµένη. Ο ύπνος χωρίς όνειρα είναι βαρύς και λυπηµένος. Τι έχεις, µάνα, κι είσαι λυπηµένη; Όταν µεγαλώσεις, θα σου πω. Την πίεζε όµως το αγόρι πολύ, κι έτσι µια µέρα η µάνα τού είπε όλη την αλήθεια. Το και το, αγόρι µου, αλλά εµένα δε µε νοιάζει, γιατί έχω εσένα που δε σ αλλάζω µε τα όνειρα όλου του κόσµου. Όχι, µάνα. Θα πάω και θα σου φέρω πίσω τα όνειρά σου. Την άλλη κιόλας µέρα, πρωί πρωί έφυγε. Στον δρόµο που επήγαινε όλο ρωτούσε για µια µάγισσα που κλέβει τα όνειρα των ανθρώπων. Κανείς όµως 13
δεν ήξερε και το αγόρι προχωρούσε κι άλλο. Ένα βράδυ, εκεί που καθότανε άκουσε µια κουκουβάγια. Ε, εσύ κουκουβάγια, εσύ που βλέπεις µες στη νύχτα, εσύ που κοιµάσαι κι ονειρεύεσαι µ ανοιχτά τα µάτια, µήπως ξέρεις πού βρίσκεται η µάγισσα που κλέβει τα όνειρα των ανθρώπων; Α την πιο κακιά απ τις κακές, α την ονειροκλέφτρα. Είναι µακρύ το ταξίδι για να πάω να τη βρω; Πολύ µακρύ. Θα διασχίσεις εφτά πολιτείες κι όταν φτάσεις στο τέλος τους, θα δεις έναν άγριο τόπο όπου οι λύκοι κοιµούνται αγκαλιά µε τα σκυλιά. Ύστερα θα συναντήσεις τη νύχτα που φαρµακώνει τα φιλιά. Αν σε φιλήσει κάποιος εκείνη τη νύχτα, θα ξεχάσεις όσους αγάπησες. Εκεί θα τη βρεις. Θα βρω τη µάγισσα, θα φέρω πίσω τα όνειρα της µάνας µου. Είπε κι έφυγε. Προχωρούσε, προχωρούσε και µέτραγε τις πολιτείες. Στο τέλος της έβδοµης έφτα- 14
σε σ έναν γυµνό τόπο, όπου οι λύκοι κοιµόντουσαν αγκαλιά µε τα σκυλιά. Και ξαφνικά νύχτωσε. «Η νύχτα που φαρµακώνει τα φιλιά» σκέφτηκε το αγόρι. «Καλύτερα να κρυφτώ, για ν αποφύγω να µε φιλήσει κάποιος. Θα µπω σ αυτή την κουφάλα, κι όταν ξηµερώσει, φεύγω πάλι». Μπήκε στην κουφάλα, αλλά έτσι όπως ήταν κουρασµένος από το ταξίδι τον πήρε ο ύπνος. Η κακιά η µάγισσα τότε µπήκε στον ύπνο του και εµφανίστηκε στο όνειρό του µε τη µορφή της µάνας του. Πού είσαι, µάνα µου, και σ αποθύµησα; Κι εγώ σ αποθύµησα, αγόρι µου, γι αυτό ήρθα να σ αγκαλιάσω, να σε φιλήσω λίγο. Όχι, µάνα µου, σήµερα αύριο, µάνα, αύριο. Αύριο θα χω φύγει, έλεγε κι έκλαιγε η µάνα του. Τι να κάνει το αγόρι, δεν άντεχε να βλέπει τη µάνα του να κλαίει. Στάθηκε να τον φιλήσει. Και 15
τότε ακούστηκε το άγριο γέλιο της µάγισσας που έσκισε τη νύχτα στα δύο. Χα χα χα! Τώρα είσαι δικός µου! φώναζε. Σαν ξυπνήσεις, δε θα θυµάσαι τίποτα. Θα κάνεις ό,τι θέλω εγώ. Και µόνο αν σαν όνειρο εµφανιστεί η αγάπη, µόνο τότε θα ξεφαρµακωθείς. Αλλά εγώ, η πιο κακιά από τις κακές, δε θ αφήσω να συµβεί αυτό ποτέ! Την άλλη µέρα το αγόρι ξύπνησε. Στις προσταγές σου, της είπε. Θέλω να πας στη διπλανή πολιτεία και να σκορπίσεις παντού τον φόβο. Τροµαγµένοι άνθρωποι ίσον ανίσχυροι άνθρωποι. Ύστερα εγώ θα κλέβω τα όνειρά τους κι εσύ ό,τι έχουν και δεν έχουν. Μόνο ν αποφεύγεις τα σηµάδια της αγάπης. ε θα πεις ποτέ τη λέξη «σ αγαπώ», γιατί τότε θα µαρµαρώσεις κι εσύ κι εγώ. Το αγόρι υπνωτισµένο ακολουθούσε τις διαταγές της µάγισσας. 16
Σε λίγο θα είµαστε πανίσχυροι! φώναζε εκείνη. Κάθε µέρα έφευγε το αγόρι και κάθε βράδυ γυρνούσε κουβαλώντας όνειρα και θησαυρούς. Μια µέρα εκεί που περπατούσε κουράστηκε και ξάπλωσε κάτω από µια δαµασκηνιά. Ξαφνικά είδε µια λάµψη κι άκουσε ένα κλάµα. Παρόλο που τίποτα πια δεν τον συγκινούσε, αυτό το κλάµα ήταν διαφορετικό. Είδε τότε µια όµορφη κοπέλα. Τα µαλλιά της ήταν µπλεγµένα στα κλαδιά του δέντρου. Βοήθα µε, του είπε. Το αγόρι αισθάνθηκε µια περίεργη ζεστασιά στο κορµί του. Εκείνη τη στιγµή όµως άκουσε την κακιά µάγισσα να τον φωνάζει κι η κοπέλα εξαφανίστηκε. Και τότε ξύπνησε. Ευτυχώς που περνούσα από δω και σε είδα. Α την άτιµη. Πώς κατάφερε και τρύπωσε στον ύπνο σου; Τα σηµάδια της αγάπης, που σου έλεγα. Αν 17
την ξαναδείς, να τη διώξεις, γιατί αλλιώς θα µαρµαρώσεις. Ευτυχώς που περνούσα και σε πρόλαβα. Τώρα θα σε φυλάω και στον ύπνο και στον ξύπνο σου. Κι αυτή τη δαµασκηνιά να την ξεριζώσεις και να κάψεις τις ρίζες της. Το αγόρι δε µαρτύρησε ότι κάτι διαφορετικό είχε νιώσει. Ότι το βλέµµα της κοπέλας τον άγγιξε. Έκοψε τη δαµασκηνιά, αλλά δεν την ξερίζωσε κι ούτε την έκαψε. Από κείνη τη στιγµή η κακιά µάγισσα δεν τον άφηνε ρούπι. Αλλά το αγόρι δεν µπορούσε να ξεχάσει την κοπέλα, και στην πρώτη ευκαιρία που έµεινε µόνος του ξαναπήγε στο ίδιο µέρος. Έψαχνε εκεί που ήταν η δαµασκηνιά, ώσπου είδε ένα µικρό µικρό δεντράκι, που είχε ξαναφυτρώσει στο ίδιο µέρος. Μόλις πλησίασε, το δεντράκι έγινε δέντρο µε µια µεγάλη σκιά. Κάθισε από κάτω το αγόρι κι έκλεισε τα µάτια του. Ονειρεύτηκε το ίδιο όνειρο. Φύγε, λέει το κορίτσι, αν µε βοηθήσεις, κινδυνεύεις κι εσύ. 18
ε µε νοιάζει, λέει το αγόρι. Απ την ώρα που σε είδα ένα µικρό πουλί κοιµάται στην καρδιά µου. Κάτι προσπαθεί να µου πει, αλλά δεν ξέρω τι είναι. Είσαι µαγεµένος. Η γριά αυτή δεν είναι η µάνα σου, µόνο µια κακιά µάγισσα είναι που κλέβει τα όνειρα και τις ψυχές των ανθρώπων. Πώς ξέρω ότι λες αλήθεια; Κοίτα µες στα µάτια µου. Το αγόρι κοίταξε µέσα στα µάτια της κι είδε όσους κι όσα είχε ξεχάσει. Τη µάνα του, το χωριό του, τη θάλασσα, το σπίτι του. Μάνα, θα ρθω γρήγορα πίσω µη λυπάσαι! φώναξε το αγόρι. Αλλά η µάνα του δεν είχε όνειρα κι έτσι δεν µπορούσε ούτε να τον δει ούτε να τον ακούσει. Η κοπέλα τού έδωσε τότε µια τρίχα απ τα µαλλιά της. Μ αυτή να δέσεις την κακιά µάγισσα όταν ο ήλιος γείρει να κοιµηθεί. Η κακιά µάγισσα θα πάρει πολλές µορφές για να σε τροµάξει ή να σε λυπήσει. 19
Μη γυρίσεις να δεις ούτε ένα µικρό βλέµµα να ρίξεις, γιατί τότε χαθήκαµε όλοι. Μετά να ρθεις να µε βρεις. Σήµερα είναι η τελευταία µέρα και η τελευταία νύχτα µου. Πριν ξηµερώσει πρέπει να ρθεις. Αν αργήσεις, δε θα µε ξαναδείς ποτέ και µην ξεχάσεις τη µαγική λέξη. Ποια είναι; φώναξε το αγόρι. Εσύ ξέρεις καλύτερα απ όλους, του είπε εκείνη. Το αγόρι βιαζότανε και δεν επέµενε. Η τρίχα έγινε τριχιά και την έδεσε τη μάγισσα και τότε αυτή πήρε χίλιες μορφές. Έγινε λιοντάρι, έγινε δράκος, αλλά το αγόρι δε γύρισε. Ύστερα άκουσε τη φωνή της µάνας του: Γύρνα, αγόρι µου, λίγο να µε δεις κι είµαι άρρωστη και θέλω να σε κοιτάξω για τελευταία φορά στα µάτια. ε γύρισε το αγόρι, ώσπου τη µάγισσα την κατάπιε η µαύρη νύχτα. Ύστερα έτρεξε στη δαµασκη- 20
νιά. Είχε ακόµα λίγο για να χαράξει. Προλάβαινε και δεν προλάβαινε. Ήρθα! φώναξε, αλλά απάντηση δεν πήρε. Τη µαγική λέξη. Τη µαγική λέξη. «εν ξέρω» σκέφτηκε «δε θυµάµαι». Πίσω από το βουνό φάνηκε η πρώτη αγουροξυπνηµένη ηλιαχτίδα. Το αγόρι έκλεισε τα µάτια και ψέλλισε: εν πρόλαβα να σου πω αυτό που ήθελα να σου πω. εν ξέρω τη µαγική λέξη, αλλά σ αγαπώ. Πιο δυνατά, ακούστηκε ένας λυγµός. Σ αγαπώ, σ αγαπώ Κι εγώ σ αγαπώ απ την πρώτη στιγµή που σε είδα. Έζησα γιατί µ αγάπησες. Πού είσαι; Εδώ ψηλά και σε περιµένω. Το αγόρι έψαξε και τότε την είδε. Έτρεξε να τη συναντήσει ενώ ολόγυρα ακούγονταν γέλια. Ήταν εκείνοι που µετά από χρόνια ονειρευόντουσαν ξανά. 21