ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΑ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ὑπό Ἐπισκόπου Ἰερεμίου, Μητροπολίτου Ἱ. Μ. Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως «Εἰς πόλιν ἤ εἰς Ρούμελην, ὅπου περιπατήσεις, παντοῦ ἀκούεις ὄνομα τό τῆς Προυσιωτίσσης» (Ἆσμα τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ) Kυριακή 7 Αὐγούστου 2011 Η Ματθαίου, Δομετίου ὁσ., Νικάνορος ὁσ. θαυμ. Ἀπολυτίκιον Παναγίας Προυσιωτίσσης Ἦχος α Τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης Σύ προΐστασαι πρόμαχος καί τερατουργός ἐξαισίων τῇ ἐκ Προύσσης εἰκόνι Σου. Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ καί γάρ φωτίζεις ἐν τάχει τούς τυφλούς δεινούς τε ἀπελαύνεις δαίμονας καί παραλύτους δέ συσφίγγεις, Ἀγαθή, κρημνῶν τε σῴζεις καί πάσης βλάβης τούς Σοί προσφεύγοντας. Δόξα τῷ Σῷ ἀσπόρῳ τοκετῷ, δόξα τῷ Σέ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά Σοῦ τοιαῦτα θαύματα. ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ 44. ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ 1. Στά προηγούμενα κηρύγματά μας, ἀγαπητοί ἀδελφοί, μιλήσαμε γιά τήν ἰσοτιμία τῶν δύο φύλων, τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας. Εἶναι σοβαρό τό θέμα αὐτό, γι αὐτό καί ἐπιμείναμε σέ συνεχῆ κηρύγματα. Ἀκόμη καί στήν Τουρκοκρατία ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔθιγε τό θέμα αὐτό καί εἶχε λόγο βέβαια νά τό θίξει, γιατί ὑποτιμοῦσαν τότε τήν γυναίκα. Καί τό σημερινό μου κήρυγμα, ἀλλά καί τό ἑπόμενο, θά τό ἀφιερώσω στό ἴδιο θέμα. Γιατί τό θέμα τῆς ἰσοτιμίας τοῦ ἄνδρα
καί τῆς γυναίκας ἔχει πολλές θεολογικές πτυχές, πού πρέπει νά τίς θίξουμε γιά τήν ὠφέλειά μας. 2. Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, βλέπει καί τήν γυναίκα καί τόν ἄνδρα ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί τούς δύο. Ἑπομένως εἶναι ἰσότιμοι. Ἀκόμη περισσότερο, ἡ θεολογία μας βλέπει τή γυναίκα καί τόν ἄνδρα ἑνοποιημένους, ὡς ἄνθρωπο γενικά. «Γυναίκα δέ καί ἄνδρα ἕν οἶδε ζῶον καί οὐδαμοῦ διαιρεῖ τό γένος», λέγει ὁ Χρυσόστομος. 1 Ἔτσι, ὀνόματα ἁγίων ἀνδρῶν, γιά παράδειγμα Δημήτριος, Κωνσταντῖνος, τά δίνουμε καί σέ γυναῖκες καί τίς ὀνομάζουμε Δήμητρα καί Κωνσταντίνα. Ὁμοίως πάλι, ὀνόματα ἁγίων γυναικῶν, γιά παράδειγμα Παρασκευή, Μαρίνα, τά δίνουμε καί σέ ἄνδρες, καί τούς ὀνομάζουμε Παρασκευᾶ καί Μαρῖνο. Στή σειρά τῶν πατερικῶν ἔργων ἔχουμε ἕνα ἔργο τοῦ Μεθοδίου, Ἐπισκόπου Ὀλύμπου, ἐπιγραφόμενο «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἤ περί ἀγνείας». Θά ἤθελα κάποτε, μιλώντας σας γιά τήν παρθενία, νά σᾶς πῶ μέ λίγα λόγια τό περιεχόμενο τοῦ ἔργου αὐτοῦ. Γενικά σᾶς λέω τώρα ὅτι στό ἔργο αὐτό δέκα νεάνιδες παρθένες λέει ἡ καθεμιά ἕνα ἐγκώμιο πρός τήν παρθενία. Ἐκεῖνο δέ πού μοῦ κάνει προσωπικά ἐντύπωση εἶναι ὅτι, ἐνῶ πρόκειται περί νεανίδων γυναικῶν, ὅμως δέν προσφωνοῦνται σέ θηλυκό γένος, ἀλλά σέ οὐδέτερο. Ἔρχεται, γιά παράδειγμα, ἡ παρθένος Εὐβουλία νά μιλήσει καί τήν ὀνομάζουν «Εὐβούλιον». «Ὡς εὖ παρέστης Εὐβούλιον», τήν προσφωνοῦν. «Καλῶς ὥρισες», δηλαδή, «Εὐβούλιον». Καί τήν ἄλλην παρθένο τήν Γρηγορία, τήν προσφωνεῖ τό ἔργο «Γρηγόριον». Ἡ προσφώνηση αὐτή τῶν γυναικῶν στό οὐδέτερο γένος, ἀπό ἐκκλησιαστικό μάλιστα ἔργο, δηλώνει μυστικά αὐτό πού σᾶς εἶπα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἑνοποιεῖ τά δύο φύλα, τά βλέπει γενικά ὡς ἕνα ἄνθρωπο, καί ὅτι τόν παρθενεύοντα εἰδικά πρέπει νά τόν βλέπουμε ὡς ἄγγελο, ὄχι ὡς ἄνδρα ἤ γυναίκα. 3. Ὑπάρχει, ἀγαπητοί ἀδελφοί, καί ἕνα ἄλλο παλαιό πατερικό κείμενο, ἡ Β πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, πού ἀναφέρει ἕνα λόγο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού δέν εἶναι γραμμένος στά Εὐαγγέλια. Ρώτησαν κάποτε τόν Χριστό, λέει τό κείμενο αὐτό, πότε θά ἔρθει μέ τήν δεύτερη παρουσία Του. Πρέπει νά ξέρουμε γενικά ὅτι ἡ δεύτερη παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά ἔρθει ὅταν ἡ ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων φθάσει στό χειρότερο, ἀλλά καί ὅταν ἡ ἀρετή καί ἡ ἁγιότητα τῶν ἀνθρώπων φθάσει στό ἀνώτερο ὕψος. Αὐτό τό ὑπαινίσσεται ἡ Ἀποκάλυψη μέ τήν προτροπή της «ὁ ρυπαρός ρυπαρωθήτω ἔτι... καί ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀποκ. 22,11. Βλ. καί Ματθ. 24,37 ἑξ.). Στό πατερικό δέ κείμενο πού σᾶς λέγω, ὡς σημεῖο μεγάλης ἁγιότητος ὁ Χριστός θεωρεῖ τό νά συναναστρέφονται ἄνδρες καί γυναῖκες, χωρίς ὁ ἄνδρας νά σκέπτεται τίποτα τό πονηρό, ὅταν βλέπει τήν γυναίκα, καί χωρίς ἡ γυ- 1. Εἰς τό κατά Ματθαῖον ὁμιλία ΙΖ (κ.5), εἰς ΑΑΠ 64,225 Β, σ. 325. 2
ναίκα νά σκέπτεται τίποτα τό ἁμαρτωλό, ὅταν συναντᾶ τόν ἄνδρα, ἀλλά νά βλέπονται καί οἱ δύο ὡς ἀδελφοί. Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος, κατά τό πατερικό αὐτό κείμενο, ὅταν τόν ρώτησαν πότε θά ἔρθει ἡ Βασιλεία Του: «Ὅταν ἔσται τά δύο ἕν...καί τό ἄρσεν μετά τῆς θηλείας, οὔτε ἄρσεν οὔτε θῆλυ... ἵνα ἀδελφός ἰδών ἀδελφήν οὐδεν φρονῇ περί αὐτῆς θηλυκόν, μηδέ ἀδελφή ἰδοῦσα ἀδελφόν φρονῇ τί περί αὐτοῦ ἀρσενικόν. Τοιαῦτα ὑμῶν ποιούντων, φησίν, ἐλεύσεται ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός μου». 2 4. Τήν ἑνοποίηση τῶν δύο φύλων, γιά τήν ὁποία σᾶς μιλῶ, ἀδελφοί, κατά τόν μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων τρόπο, τήν ἐκφράζει ὁ γάμος. Πραγματικά, στόν γάμο τά δύο γίνονται ἕνα. Σάν ἡ κοπεῖσα πλευρά τοῦ Ἀδάμ νά συναρμόζεται στό ἴδιο σῶμα. Ἔχουμε δέ καί τήν λαϊκή ἔκφραση «ἀνδρόγυνο», πού ἐκφράζει ὡραῖα καί δυνατά τήν ἑνοποίηση τῶν δύο φύλων στόν γάμο. Γιά τόν γάμο ἔχω νά σᾶς πῶ, ἀδελφοί, ὅτι ἄν δέν ἁμάρταναν οἱ πρωτόπλαστοι, θά αὐξάνονταν στόν παράδεισο παρθενικά, κατά τρόπο πού θά ὑπεδείκνυε ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Στήν πτωτική κατάσταση πού βρισκόμαστε, ὁ γάμος ἀρχίζει ἀπό κάποια σαρκικότητα, πού ἐκφράζεται στήν ἕλξη τῶν δύο φύλων. Φυσικό εἶναι αὐτό μετά τήν πτώση. Δέν ἀφήνει ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἐκεῖ τόν γάμο, στήν σαρκικότητα δηλαδή. Ἀλλά τελεῖ τό ἱερό Μυστήριο, στό ὁποῖο ἐπικαλεῖται τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά γίνει ἡ ἀγάπη τῶν δύο «τελεία», ὅπως λέει κάποια εὐχή. Νά φεύγει δηλαδή ἡ σχέση τῶν δυό ἀπό τό πτωτικό σαρκικό καί νά γίνεται ὅσο τό δυνατόν καθαρή, νά γίνεται παραδείσια. Καί ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, αὐτό τόν σκοπό ἔχει: Τά πτωτικά νά τά κάνει παραδείσια! Ἡ ἕνωση, λοιπόν, τῶν δύο φύλων στόν γάμο, πρέπει νά ἐκφράζει τήν ἑνοποίηση τῶν δύο φύλων, ὅπως αὐτή ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση, πρίν ἀπό τήν ἀποκοπή τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδάμ γιά τήν ξεχωριστή πλάση τῆς γυναίκας. Ἡ πρώτη εὐχή τοῦ ἀρραβώνα λέει γιά τόν Θεό «ὁ τά διῃρημένα συναγαγών εἰς ἑνότητα». Καί οἱ νεόνυμφοι ἦταν «διῃρημένοι», ἀλλά τώρα μέ τόν γάμο τους συνέρχονται σέ ἑνότητα, σέ ἑνοποίηση. Καί ἀφοῦ στό γενικό θέμα μας περί τῆς ἰσοτιμίας τῶν δύο φύλων ὁ λόγος μας ἦρθε τώρα στόν γάμο, στό ἑπόμενο κήρυγμά μας θά σᾶς μιλήσω πῶς ἑρμηνεύεται σωστά τό «ἡ δέ γυνή νά φοβῆται τόν ἄνδρα» καί γιατί ἡ γυναίκα δέν μπορεῖ νά γίνει ἱερέας. Εἶναι πολύ λογικό νά ρωτήσει κάποιος: Πῶς ἡ γυναίκα εἶναι ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα, ἀφοῦ λέει ὁ ἀπόστολος γι αὐτήν νά «φοβεῖται» τόν ἄνδρα, καί ἀφοῦ ἡ γυναίκα δέν μπορεῖ νά γίνει καί αὐτή ἱερέας, ὅπως ὁ ἄνδρας; Μέ πολλές εὐχές Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας 2. Κλήμεντος πρός Κορινθίους Β ΧΙΙ, 2-6. Εἰς Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων (ΒΕΠ) 1, σ. 44,10-20. 3
Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ (Κείμενο, μετάφραση, προλογικά σημειώματα καί ὀλιγοστά σχόλια) Πληροφοροῦμε τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες μας ὅτι τό ἑρμηνευόμενο ἐδῶ βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης παρατίθεται ἄστητο διά πρακτικούς λόγους μετά ὅμως τήν ὁλοκλήρωσή του, ὅταν αὐτό θά ἐκδοθεῖ εἰς βιβλίον, θά εἶναι στημένο μέ τά σχόλια στήν ἴδια σελίδα τῆς ἑρμηνευομένης περικοπῆς. ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Ἡ Πεντηκοστή (2,1-13) 1. Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πού οἱ Ἰουδαῖοι ἑόρταζαν γιά τούς καρπούς τῆς γῆς καί γιά τήν χορήγηση σ αὐτούς τοῦ Νόμου στό Σινᾶ, τότε κατά θεία ἐκλογή ἔγινε καί ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στούς Ἀποστόλους (στίχ. 1 ἑξ.). 2. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦλθε μέ τό εἶδος μιᾶς βοῆς ὁρμητικοῦ ἀνέμου καί μέ τήν μορφή πυρίνων γλωσσῶν, πού διαμοιράζονταν καί κάθησαν στό καθένα ἀπό τούς Ἀποστόλους καί αὐτοί τότε ἄρχισαν νά ὁμιλοῦν ξένες γλῶσσες (στίχ. 2-4). 3. Ὅλα αὐτά ἔχουν βαθύτερη ἔννοια καί σημασία: (α) Ἦλθε τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιά νά φανεῖ ἡ συμφωνία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης διότι καί ὅταν δόθηκε ὁ παλαιός Νόμος τό ὅρος σειόταν καί ἐκάπνιζε ὁλόκληρο, ἐνῶ ἀκούονταν φωνές καί ἀστραπές καί δυνατός ἦχος σάλπιγγος (βλ. Ἐξ. 19,16 ἑξ.), ἀλλά καί τώρα τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦλθε μέ βιαία πνοή ἀνέμου (στίχ. 2). (β) Ἦλθε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πυρίνων γλωσσῶν, γιά νά δηλωθεῖ πρῶτα ἡ θεότητά του, γιατί μέ τό πῦρ εἰκονίζεται ὁ Θεός (Ἑβρ. 12,29) γιά νά δηλωθεῖ ἔπειτα ἡ καθαρτική, ἡ φωτιστική, ἡ παρήγορη καί καυστική (διά τούς ἀμετανοήτους) ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά δηλωθεῖ τρίτον ὅτι ἔργο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι τό κήρυγμα, γιατί ἡ γλώσσα ὑπονοεῖ λόγο. Τό ὅτι δέ στήν κεφαλή κάθε Ἀποστόλου ἐκάθησε καί μία πύρινη γλώσσα (στίχ. 3) αὐτό ἐσήμαινε μία χειροτονία. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ τώρα χειροτονοῦνται Ἀπόστολοι ὅλης τῆς οἰκουμένης καί ὄχι τῆς Ἰουδαίας μόνο. 4. Ὅλο τό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, Ἰουδαίων καί προσηλύτων, πού εἶχε συρρεύσει στά Ἰεροσόλυμα γιά τήν ἑορτή καί ὁ κάθε ἕνας ἄκουε νά ὑμνεῖται στήν γλώσσα του ὁ Θεός, ἐθαύμαζαν καί ἔμειναν ἐκστατικοί μή δυνάμενοι νά ἑρμηνεύσουν τό γεγονός (στίχ. 5-12) ὑπῆρχαν ὅμως καί οἱ χλευαστές, οἱ ὁποῖοι ἑρμήνευαν τό φαινόμενο λέγοντες ὅτι οἱ μαθητές εἶναι μεθυσμένοι (στίχ. 13). 2, 1 Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. 2 Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι 3καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, 4 καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσ- 4
σαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. 5 Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν 6 γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. 7 Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; 8 Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, 9 Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, 10 Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, 11 Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ; 12 Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ διηπόρουν, ἄλλος πρὸς ἄλλον λέγοντες τί ἂν θέλοι τοῦτο εἶναι; 13 Ἕτεροι δὲ χλευάζοντες ἔλεγον ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί. 2, 1 Καί ὅταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί μέ μιά ψυχή συγκεντρωμένοι στόν ἴδιο τόπο. 2 Καί ἦλθε αἰφνίδια ἀπό τόν οὐρανό μιά βοή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος καί γέμισε ὅλο τό σπίτι, ὅπου ἔμειναν. 3 Καί φάνηκαν σ αὐτούς γλῶσσες σάν φλόγες φωτιᾶς, πού διαμοιράζονταν καί κάθισε κάθε μία στόν καθένα ἀπ αὐτούς. 4 Ὅλοι τότε γέμισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ξένες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ αὐτό πού τούς ἔδινε τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ὁμιλοῦν. 5 Κατοικοῦσαν δέ τότε στήν Ἱερουσαλήμ εὐλαβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπό ὅλα τά ἔθνη, πού εἶναι κάτω ἀπό τόν οὐρανό. 6 Ὅταν ἀκούστηκε αὐτή ἡ βοή συγκεντρώθηκε τό πλῆθος καί ἔγιναν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουε (τούς Ἀποστόλους) νά ὁμιλοῦν στήν δική του γλώσσα. 7 Ἔμειναν δέ ὅλοι ἐκστατικοί καί θαύμαζαν καί ἔλεγαν μεταξύ τους: «Μά, ὅλοι αὐτοί, πού ὁμιλοῦν, δέν εἶναι Γαλιλαῖοι; 8 Πῶς λοιπόν ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε καθένας στήν δική μας γλώσσα, στήν ὁποία γεννηθήκαμε; 9 Πάρθοι καί Μῆδοι καί Ἐλαμῖτες καί ὅσοι κατοικοῦν τήν Μεσσοποταμία καί τήν Ἰουδαία καί τήν Καππαδοκία, τόν Πόντο καί τήν Ἀσία 10 καί τήν Φρυγία καί τήν Παμφυλία, τήν Αἴγυπτο καί τά μέρη τῆς Λιβύης πού εἶναι πρός τήν Κυρήνη, καί οἱ Ρωμαῖοι πού διαμένουν ἐδῶ 11 καί Ἰουδαῖοι καί προσήλυτοι, Κρῆτες καί Ἄραβες, ἀκοῦμε νά ὁμιλοῦν στίς γλῶσσες μας τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. 12 Ὅλοι λοιπόν ἦταν ἐκστατικοί καί ἔλεγαν ὁ ἕνας στόν ἄλλο ἀπορημένοι: «Τί ἄραγε νά σημαίνει αὐτό;». 13 Ἄλλοι πάλι χλεύαζαν καί ἔλεγαν: «Εἶναι πολύ μεθυσμένοι». 5
2,1. Τήν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Σ αὐτή τήν ἑορτή, πού ἐτελεῖτο πενῆντα ἡμέρες μετά τό Πάσχα, ἑορταζόταν ἡ διαθήκη μεταξύ Θεοῦ καί Ἰσραήλ. Ἡ ἑορτή συγκέντρωνε στήν Ἰερουσαλήμ ἰουδαϊκά πλήθη ἐρχόμενα ἀπό διάφορες χῶρες. Αὐτό θά ἦταν τό θέατρο τοῦ ἀρχικοῦ δώρου τοῦ Πνεύματος διά τοῦ Ἰησοῦ (2,33). Αὐτό τό δῶρο θά ἐκδηλωθεῖ μέ ἕνα εἶδος ἔκρηξης γλώσσης. Στόν Λουκᾶ τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ ἄρχισε ἀπό τήν Ναζαρέτ (Λουκ. 4,16-30) ἐδῶ τό ἀποστολικό κήρυγμα (2,1-41) ξεκινᾶ ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ (βλ. 1,8). Ἦσαν ἅπαντες. Ὄχι τό σύνολο τῶν ἑκατόν εἴκοσι τῆς περικοπῆς 1,15-26, ἀλλά ἡ ἀποστολική ὁμάδα, οἱ μνημονευόμενοι στούς στίχ. 1,13-14. 2,2. Οὗ ἦσαν καθήμενοι. Χωρίς ἀμφιβολία ὁ τόπος ὁ ἀναφερόμενος εἰς 1,13-14, τόπος συγκεντρώσεως καί προσευχῆς τῆς ἀποστολικῆς ὁμάδος. 2,3. Γλῶσσαι ὡσεί πυρός. Ἡ μορφή τῶν φλογῶν (Ἠσ. 5,24 βλ. καί Ἠσ. 6,6-7) συνδυάζεται ἐδῶ μέ τό δῶρο τῶν γλωσσῶν. 2,4. Ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις. Τό φαινόμενο ὑπενθυμίζει ἀσφαλῶς τήν γλωσσολαλιά: Οἱ Ἀπόστολοι ἐκφράζονται κάπως μέ ἕνα τρόπο τῶν παλαιῶν προφητῶν (Ἀριθμ. 11,25-29. Α Βασ. 10,5-6. 10-13. 19,20-24. Γ Βασ. 22,10. Βλ. καί Ἰωήλ 3,1-5 περικοπή πού παρατίθεται ἐδῶ στίχ. 17 ἑξ.) ἀλλά καί οἱ χριστιανοί, κυριευμένοι ὑπό τοῦ Πνεύματος στούς πρώτους χρόνους τῆς Ἐκκλησίας (10,46. 11,15. 19,6. Α Κορ. 12 καί 14 βλ. καί Μάρκ. 16,17), μιλοῦσαν σέ μιά κατάσταση χαρακτηριστικῆς ἐξάρσεως (2,13). Ἀλλά τό «λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις» κάποιον αὐτό τόν κάνει νά γίνεται κατανοητός στήν γλώσσα τῶν ἄλλων λαῶν καί αὐτό εἶναι γιά τόν συγγραφέα τό μεῖζον μέρος στό γεγονός. Ὁ Λουκᾶς τό φαινόμενο νά ὁμιλοῦν οἱ Ἀπόστολοι σέ ὅλες τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου τό βλέπει ὡς μία ἐπανόρθωση τῆς χαμένης στήν Βαβέλ (βλ. Γεν. 11,1-9) ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων καί αὐτό τό φαινόμενο προεικονίζει τήν παγκόσμια διάσταση τῆς ἀποστολῆς τῶν Ἀποστόλων (βλ. 1,8). 2,5. Ἦσαν δέ ἐν Ἰερουσαλήμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι... Δέν πρόκειται ἀποκλειστικά καί μόνο γιά τό σύνθετο πλῆθος τῶν προσκυνητῶν Ἰουδαίων γιά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά ἐπίσης καί περί Ἰουδαίων ἐλθόντων ἀπό ὅλα τά σημεῖα τοῦ κόσμου καί κατοικησάντων μονίμως στήν Ἰερουσαλήμ. 2,9-11. Αὐτά τά ἔθνη (δώδεκα;), τά ἀριθμούμενα σχεδόν ἀπό Ἀνατολή πρός τήν Δύση μέ κέντρο τήν Ἰουδαία, συμβολίζουν χωρίς ἀμφιβολία τό σύνολο τοῦ κατοικημένου κόσμου. 2,10. Προσήλυτοι. Ἐδῶ καί εἰς 6,5 αὐτός ὁ ὅρος ἐσήμαινε τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι, χωρίς νά εἶναι Ἰουδαῖοι ἐκ καταγωγῆς, εἶχαν γίνει δεκτοί στόν λαό τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο γιατί τηροῦσαν τά διατάγματα τοῦ Νόμου, ἀλλά καί διότι εἶχαν δεχθεῖ νά περιτμηθοῦν. Γιά μιά ποιό εὐρεία ἔννοια τοῦ ὅρου «προσήλυτος» βλ. σχόλ. εἰς 13,43. 6