ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σπανακοπιτάκια... 11 Γλάροι.... 17 Τρύπες... 20 Φεγγαράνθρωποι.............................. 28 Παλάτια... 33 Γενέθλια... 42 Φτερά... 49 Χρώματα... 55 Κουμπιά... 62 Φασολάκια.... 66 Λα-λα-λα-λα... 73 Λεπτομέρειες.... 77 Βιτρίνες.... 80 Κοχύλια... 87 Μάγοι... 92 Γαύροι.... 98 Κομματάκια.... 104 Αστροναύτες... 107 Μπουρμπουλήθρες.... 113 Μπαλάκια... 124
Κολόνες... 139 Μπαλόνια.... 146 Έγκατα... 150 Αιώνες... 153 Κουμπότρυπες... 159 Όλα... 163 Σύννεφα... 166 Πρίγκιπες.... 174 Αγριοπερίστερα... 178
Σπανακοπιτάκια «Σήμερα είναι μεγάλη μέρα» ακούω συνεχώς τη μαμά μου να μου λέει. «Ο Βάσος μου σήμερα πρέπει να είναι το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου». Ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου: θέλω να της πω ότι ο Βάσος της δε χρειάζεται ούτε και μπορεί να γίνει το πιο όμορφο αγόρι του κόσμου, όσο μεγάλη κι αν είναι η μέρα. Θέλω ακόμα να της πω ότι το έχω καταλάβει πια πως δεν είμαι ένα όμορφο αγόρι, αλλά δεν πειράζει αφού επίσης έχω καταλάβει πως ούτε ο κόσμος είναι όμορφος και γιατί πρέπει τα αγόρια να είναι σώνει και καλά όμορφα σ έναν κόσμο που δεν είναι; Και, τέλος, θέλω να της πω ότι η ομορφιά δεν έχει καμία σημασία σημασία έχει να είναι κανείς καλός. Η ίδια μού το λέει συνέχεια. Εκτός από εκείνες τις μέρες. Τις μέρες που η μαμά μου τις ονομάζει μεγάλες. Εκείνες τις μέρες εγώ πρέπει να φοράω κοστούμι. Να χτενίζω χωρίστρα τα μαλλιά μου. Εκείνες οι μέρες πολύ θα θυμώσουν αν δουν τον μικρούλη Βάσο, δηλαδή εμένα, με φράντζα ή τσουλούφια που πετάνε εδώ κι εκεί. Εκείνες τις μέρες πρέπει τα παπούτσια μου να 11
έχουν άρωμα ξεραμένου βερνικιού και συνήθως να είναι λουστρίνια. Δε μου αρέσουν τα λουστρίνια, αλλά εκείνες τις μέρες δεν έχει σημασία τι αρέσει σ εμένα. Φτάνει να είμαι όμορφος. «Πρέπει να είσαι όμορφος, Βάσο μου. Σήμερα θα πάμε να συναντήσουμε τον καινούριο μας μπαμπά». Έτσι μου λέει η μαμά. Ακόμα και τη στιγμή που είμαστε μέσα στο αυτοκίνητο. Που πλησιάζουμε. Που τελικά φτάνουμε. «Η μαμά είναι όμορφη. Δεν είναι όμορφη;» λέει κοιτάζοντας τον καθρέφτη, στον οποίο υποτίθεται πως θα έπρεπε να κοιτάζει τα υπόλοιπα αυτοκίνητα. Πάντως σημασία έχει ότι φτάνουμε. Και τότε η μαμά βγαίνει με ένα περήφανο σάλτο από το αυτοκίνητο, άκουσε σίγουρα τον καθρέφτη να της ψιθυρίζει το «ναι», κι έρχεται και μου ανοίγει την πόρτα κι εγώ νιώθω σα μικρός πρίγκιπας. Και οι περαστικοί μάς βλέπουν, σα να είμαστε από άλλο πλανήτη. Κορδωμένοι και οι δύο, πάμε να συναντήσουμε το μέλλον. «Κι είναι τόσο σπουδαίος αυτός ο καινούριος μπαμπάς, μαμά;» τη ρωτάω ενώ περπατάμε. «Είναι» μου λέει. «Δεν είναι ώρα όμως να τα λέμε αυτά. Εσύ κοίτα μόνο να είσαι όμορφος. Και να μη μιλάς πολύ». «Σου το υπόσχομαι, μαμά» ψιθυρίζω και μετά το βουλώνω. Θα πω μόνο «γεια σας» στον καινούριο μπαμπά, όταν αυτός θ ανοίξει την πόρτα. Θα του χαμογελάσω πλατιά, για λίγα δευτερόλεπτα, περίπου πέντε κι ύστερα θα κοιτάξω να είμαι όμορφος, όσο γίνεται, 12
και να μη μιλάω πολύ. Είναι καλός ο καινούριος μπαμπάς. Κι αν πάνε καλά τα πράγματα, θα παντρευτεί τη μαμά. Και μετά θα τρώμε όλοι μαζί πρωινό, θα πηγαίνουμε βόλτες στη θάλασσα και για ψώνια στο σούπερ μάρκετ κι η ζωή μας θα κυλάει όμορφα, όμορφα, πολύ όμορφα, έτσι λέει η μαμά. Έτσι λέει για κάθε καινούριο μπαμπά που πηγαίνουμε στο σπίτι του. Μέχρι τη στιγμή που φεύγουμε. Και τότε εγώ πάντα τη ρωτάω, όχι γιατί με πολυνοιάζει, αλλά γιατί φαντάζομαι ότι πρέπει να ξέρω. «Μαμά, θα πηγαίνουμε με τον καινούριο μπαμπά στη θάλασσα;» Και τότε αυτή βάζει τα κλάματα. Πάντα έτσι γίνεται. Ποτέ δεν πήγαμε με έναν καινούριο μπαμπά στη θάλασσα. «Αυτή τη φορά θα δεις, Βάσο μου» μου λέει. «Ο Σπύρος είναι ένας υπέροχος άντρας, έχουμε μιλήσει πολλές φορές στο τηλέφωνο, έχουμε ανοίξει και κάμερα στον υπολογιστή μου είπε πως είμαι όμορφη. Κι εσένα θα σε αγαπήσει, το ξέρω. Αγαπάει πολύ τα μικρά παιδιά, μου το είπε, και θα αγαπήσει κι εσένα». Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η μαμά πιέζει με το δάχτυλό της το κουδούνι της πόρτας. Ο καινούριος μπαμπάς, ο Σπύρος, μας ανοίγει. Είναι ψηλός και μελαχρινός. Δεν έχω δει ποτέ καινούριο μπαμπά που να είναι ξανθός και νομίζω, ύστερα από τόσο πολλούς καινούριους μπαμπάδες που έχω δει, πως στη μαμά μάλ- 13
λον αρέσουν οι μελαχρινοί άντρες. Ο Σπύρος, εκτός από μελαχρινός, είναι και χαρούμενος, κι αυτό φαίνεται από το γέλιο του. Λέει στη μαμά πως είναι όμορφη. Και συμπληρώνει ότι κι εγώ είμαι πολύ γλυκός. Χαμογελάω. Ο κόσμος ξαφνικά μοιάζει όμορφος, η θάλασσα πιο κοντά από ποτέ. Δυο βήματα. Το χαμόγελό μου γίνεται πλατύ. Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε δευτερόλεπτα. Μετά σταματάω να χαμογελάω. Η μαμά και ο καινούριος μπαμπάς μιλάνε. Λένε πράγματα για τον καιρό κι ύστερα για δίσκους και μετά για βιβλία. Κάποια στιγμή λένε κάτι και για μένα. «Πολύ καλό παιδί ο γιος σου!» ακούω τον καινούριο μπαμπά να λέει. «Είναι ο μικρός μου πρίγκιπας!» απαντάει η μαμά. Εγώ δε λέω τίποτα, αλλά εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι μεγάλος. Κι όχι ακριβώς πρίγκιπας. Βασιλιάς αισθάνομαι. Σα να νιώθω ανάμεσα στα ξανθά μου μαλλιά ένα στέμμα. Σα να μετράω ήδη τα πετράδια του. Μετά η συζήτηση περνά σε άλλα θέματα κι ο καινούριος μπαμπάς μάς βγάζει να φάμε σπανακοπιτάκια. Κι εγώ που είμαι ένας μικρός βασιλιάς και που δε μου αρέσει το σπανάκι, αρχίζω να πετάω τα σπανακοπιτάκια στον αέρα. Κι αυτά κάνουν κύκλους μέσα στο δωμάτιο και καταλήγουν στο χαλί. Κι ο καινούριος μπαμπάς θυμώνει και φεύγουμε κακήν κακώς από το σπίτι του, αλλά εγώ δε νιώθω άσχημα. Γιατί, αν δεν ήταν αυτό, θα ήταν κάτι άλλο. Πάντα κάτι γίνεται και ο καινούριος μπαμπάς δε γίνεται ποτέ καινούριος μπα- 14
μπάς. Και δεν πηγαίνουμε βόλτες στη θάλασσα. Και οι θάλασσες είναι μακριά, πολύ μακριά από εδώ. «Γιατί το έκανες αυτό, μωρό μου;» με ρωτάει η μαμά, καθώς φτάνουμε στο αυτοκίνητο. «Όλα πήγαιναν τόσο καλά μέχρι να το κάνεις αυτό» «Όλα, μαμά; Είσαι σίγουρη;» Η μαμά κοντοστέκεται. «Όλα εντάξει σχεδόν. Είχε πολύ μεγάλα κενά ανάμεσα στα δόντια του, αλλά εντάξει κανενός ανθρώπου τα δόντια δεν είναι τέλεια». Εγώ χαμογελάω. Πλατιά. Χωρίς να μετράω μέχρι το πέντε. «Εκτός βέβαια αν φοράει μασέλες», συμπληρώνει η μαμά. «Οι μασέλες είναι τέλειες, αλλά και πάλι δε μου αρέσουν οι μασέλες». «Ποτέ, μαμά ποτέ τίποτα δεν πηγαίνει τελείως καλά». Είμαστε ήδη στο αυτοκίνητο. Η μαμά μου με κοιτάζει στενοχωρημένη. Ποτέ. Ποτέ τίποτα δεν πηγαίνει τελείως καλά. Το έχω μάθει πια. Το έχει μάθει κι η μαμά μου. Και νομίζω αυτό την κάνει ακόμα πιο όμορφη. Της χαρίζει ένα είδος ομορφιάς που κανένας από τους καινούριους μπαμπάδες δεν μπόρεσε ποτέ να δει. Γιατί αυτοί το ξέρω βλέπουν πάνω της μόνο τα ωραία μάτια και τα ψηλά πόδια. Ποτέ εκείνη την ομορφιά που βλέπω εγώ σ αυτήν, ειδικά όταν φεύγουμε από το σπίτι ενός παραλίγο καινούριου μπαμπά. Ενός ανθρώπου που η μαμά μου, έστω και για λίγο, αγάπησε, για- 15
τί, το ξέρω, η μαμά μου τους αγάπησε όλους αυτούς τους καινούριους μπαμπάδες. Και θέλω να της πω ότι σημασία δεν έχει να αγαπάμε κάτι που είναι καινούριο, σημασία έχει να αγαπάμε κάτι που το βλέπουμε σιγά σιγά να παλιώνει. Όπως εσένα, μαμά. Εσένα που παλιώνεις αλλά εγώ σ αγαπάω. Κι είμαι βασιλιάς. Και σημασία δεν έχει να φοράω στέμμα ούτε να πηγαίνω στη θάλασσα. Φτάνει που είμαι κοντά σου. Εσύ είσαι, μαμά, η θάλασσα. 16
Γλάροι Το μυστικό λοιπόν είναι αυτό εδώ: ότι πάντα υπάρχει επόμενη μέρα. Ακόμα κι αν δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε τον καινούριο μπαμπά που ψάχνουμε εγώ και η μαμά μου, ακόμα κι αν εκείνο το βράδυ η μαμά έκλαιγε για πολλή ώρα μέσα στην κουζίνα κι εγώ την είδα και τα δάκρυά της έγιναν και δικά μου δάκρυα κι έβρεξαν τους τοίχους, τα πλακάκια της κουζίνας και την καρδιά μου, ακόμα κι αν όλοι μας κλαίμε πού και πού τις νύχτες, πάντως επόμενη μέρα υπάρχει. Ο ήλιος βγαίνει, και κάποτε κάτω από τις αχτίδες του θα ανακαλύψουμε τα πάντα. Κι έναν μπαμπά. Και τη θάλασσα. Γι αυτό λέω στη μαμά μου να μη στενοχωριέται και όταν μου στρώνει το τραπέζι του πρωινού και βάζει πάνω του μια σπανακόπιτα, εγώ την τρώω όλη. Και νομίζω, δηλαδή είμαι σίγουρος, ότι μπορώ να φάω και ακόμα μία σπανακόπιτα, μπορώ να φάω χιλιάδες σπανακόπιτες, γιατί εγώ το λατρεύω το σπανάκι: το λατρεύω, μαμά, το σπανάκι, είναι το αγαπημένο μου λαχανικό. Και πιο πολύ λατρεύω να σε βλέπω να γελάς, έτσι που με κοιτάς να κάνω δυο μπουκιές ολόκληρη τη 17
σπανακόπιτα σε λατρεύω, σε λατρεύω, μαμά. Είμαι ο μικρός σου πρίγκιπας. Είμαι ο Ποπάυ. «Τώρα πρέπει να πας σχολείο» μου λες κι εγώ ξαφνικά γίνομαι και πάλι ο Βάσος. «Αφού ξέρεις, το λατρεύω το σχολείο» λέω και η μαμά δεν το πιστεύει. Αλλά δεν πειράζει, γιατί ούτε κι εγώ το πιστεύω. Το σχολείο είναι ένα παράξενο μέρος, λίγο τρομακτικό, έχει διαδρόμους και τάξεις και συμμαθητές και δασκάλους, κι όλα αυτά φωτίζονται από μακριές λάμπες, καρφωμένες δίπλα δίπλα πάνω στο ταβάνι κι αυτό είναι το πιο τρομακτικό απ όλα μέσα στο σχολείο, οι λάμπες. Νομίζω ότι κάποια στιγμή θα πέσουν πάνω στα κεφάλια μας και θα μας πλακώσουν, όλους μας. Και γι αυτό δεν πολυθέλω να πηγαίνω στο σχολείο και το έχω πει στη μαμά και το ξέρει, αλλά μου λέει συνεχώς πως οι φόβοι μου είναι ανόητοι και και λέει και μια άλλη λέξη, πολύ δύσκολη «ανυπόστατοι» λέει είναι οι φόβοι μου, που πάει να πει πως δεν πρέπει να τους έχω. Το λέει έτσι, για να με μπερδέψει, αλλά εγώ δεν μπερδεύομαι και εξακολουθώ να φοβάμαι τις λάμπες. Αλλά σήμερα δε θέλω να πω στη μαμά μου ούτε μία λέξη για τις λάμπες. Με έχω βαρεθεί να φοβάμαι και είμαι σίγουρος ότι και ο ίδιος ο φόβος μου με έχει βαρεθεί κι αυτός. Σήμερα κάνω την πιο ίσια χωρίστρα του κόσμου και πηγαίνω στο σχολείο χαρούμενος. Δε θα κρατήσει για πάντα αυτό, το ξέρω. Η χαρά θα φύγει 18
και η χωρίστρα θα χαλάσει, έτσι γίνεται πάντα, αλλά μέχρι να γίνει αυτό που γίνεται πάντα, όλα θα είναι τέλεια. Βγαίνω στον δρόμο και νιώθω όλος ο κόσμος να θαυμάζει τη χωρίστρα μου, τόσο ίσια είναι, που λες και την τράβηξα με χάρακα μα κανένας δεν ξέρει ότι στ αλήθεια την τράβηξα με χάρακα κι ότι σήμερα τα πρόσεξα όλα μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Γιατί σήμερα, είμαι σίγουρος, θα είναι μια διαφορετική μέρα. Οι περαστικοί θα μου χαμογελάνε με το πιο πλατύ τους χαμόγελο, θα με κοιτάζουν με εμπιστοσύνη και κάποιοι θα σταματήσουν και θα με ρωτήσουν πού βρίσκεται κάποια οδός ή τι ώρα είναι. Και μπορεί ακόμα κι οι συμμαθητές μου να μου μιλήσουν σήμερα κι αν όχι όλοι μαζί, τουλάχιστον ένας. Την αρχή πάντα ένας την κάνει κι ύστερα ακολουθούν και όλοι οι υπόλοιποι. Και μπορεί μετά να θελήσουν να παίξω κι εγώ στα παιχνίδια τους, να με κάνουν αρχηγό τους στο ποδόσφαιρο, να φιλήσω όλα τα κορίτσια της τάξης με τη σειρά και να υποκλιθούν μπροστά μου όλα τα αγόρια. Μα για να γίνουν όλα αυτά, πρέπει πρώτα κάποιος απ όλους να μου μιλήσει. Ίσως στη διαδρομή προς το σχολείο, ίσως και λίγο μετά, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι, να με ρωτήσει ας πούμε πώς πέρασα το Σαββατοκύριακο. Κι εγώ το ορκίζομαι πως θα του τα πω όλα. Ένας μόνο να με ρωτήσει κι εμένα, η γλώσσα μου θα φορέσει τις πιο ωραίες λέξεις και θα τις ξεστομίσει με χάρη κι όλοι θα λένε «μα τι χαριτωμένο παιδί αυτός ο Βάσος». Αλλά δε με ρωτά ποτέ κανείς. 19