ΖαχαρΙαΣ ΠαΠανΤΩνΙου Τα ψηλα Βουνα



Σχετικά έγγραφα
koρυφαιοι ελληνες πεζογραφοι του 20ου αιωνα zαχαριασ παπαντωνιου τα ψηλα βουνα

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η ιστορία του δάσους

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Το παραμύθι της αγάπης

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης


Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Κατανόηση προφορικού λόγου

νται. Σύρματα παράλληλα μεταξύ τους, όμως από κάτω προς τα πάνω παράλληλα. Σαν πεντάγραμμο.

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

The G C School of Careers

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Kangourou Greek Competition 2014

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Modern Greek Beginners

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

O πιο. άγγελος. μικρός. Xίλντε Κέλερ-Τιμ. εικόνες: Στέφανι Ράιχ

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

«Ο Ντίνο Ελεφαντίνο και η παρέα του»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Στη μητέρα μου Μπέττυ

Eπίσκεψη στον Αϊ-Βασίλη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Åðßóêåøç óôçí Áêñüðïëç

μη μου πεις! Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Κατερίνα Ζωντανού. Γράμματα. Στη Νεφέλη και στον Αναστάση. K.Z. Εικονογράφηση: Γεωργία Στύλου. από τον

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε:

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Όλοι αξίζουμε στην τάξη!

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Transcript:

Ζαχαρίας ΠαπανΤΩνίου ΤΑ ψηλα Βουνα

Στην ιερή μνήμη του Λάμπρου Παπαντωνίου, δημοδιδασκάλου. Σειρά: Γαλάζια Βιβλιοθήκη Ζαχαρίας Παπαντωνίου Τα ψηλά βουνά Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση: Ιανουάριος 2011 Eικονογράφησης εξωφύλλου: Στάθης Πετρόπουλος Τυπογραφική διόρθωση: Βασίλης Τσιάμης Προσαρμογή εξωφύλλου Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης Copyright για την παρούσα έκδοση: Eκδόσεις MINΩAΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 fax: 210 27 76 818 www.minoas.gr e-mail: info@minoas.gr ISBN 978-960-481-403-9

Οι τρεις φωτιές Βραδιάζει. Τι λαμπρή φωτιά είναι αυτή που φάνηκε στο βουνό! Πρώτος ο Φάνης την είδε. Πρώτος αυτός βλέπει τις ομορφιές της γης και τ ουρανού και τις δείχνει στ άλλα παιδιά: τον ήλιο που βασιλεύει, τα σύννεφα που τρέχουν στον ουρανό, το άστρο που καθρεφτίζεται στο ρυάκι. Κοιτάτε, είπε, μια φωτιά εκεί απάνω! Έδειξε τη φωτιά στα δύο παιδιά που ήταν μαζί του, στο Μαθιό και στον Κωστάκη. Κάθονταν κι οι τρεις αυτή την ώρα στο πεζούλι της εκκλησίας. Ήταν κουρασμένοι από το πολύ παιχνίδι. Είχαν διακοπές. Ναι, αλήθεια, μια φωτιά! είπαν οι άλλοι δύο. Πώς λάμπει! είπε ο Φάνης. Σαν το χρυσάφι. 9

Ζ α χ α ρ Ι Α Σ Π Α Π α ν Τ Ω Ν Ι ο υ Τα παιδιά την κοίταζαν και ρωτούσαν το ένα το άλλο: ποιος τάχα την άναψε; Μήπως οι τσοπάνηδες, που βόσκουν τα κοπάδια; Μήπως οι λοτόμοι, που κόβουν τα δέντρα με τα τσεκούρια; Ή μήπως κανένας που πήγε να προσκυνήσει στον Αϊ-Λια; Κάπου εκεί κοντά είναι αυτό το μοναστήρι. Μπορεί να μην την άναψαν άνθρωποι, είπε ο Κωστάκης. Τότε ποιος; Μπορεί να την άναψε ο Αράπης. Και ποιος είναι αυτός ο Αράπης; ρώτησαν οι άλλοι δύο. Είναι ένας μεγάλος αράπης, που έχει τη σπηλιά του εκεί απάνω σ ένα βράχο. Στη μέση στο βουνό λένε πως είναι αυτός ο βράχος. Σώπα, καημένε Κωστάκη, λέει ο Μαθιός. Το πιστεύεις εσύ; Εγώ δεν το πιστεύω. Ποιος τον είδε; Το έλεγε η γιαγιά μου. Και πού τον ξέρει αυτή; Είναι πολύ γριά η γιαγιά μου. Όσο νύχτωνε τόσο έλαμπε αυτή η φωτιά κι όσο έλαμπε τόσο ο Κωστάκης πίστευε τη γιαγιά 1 0

Τ Α ψ η λ α Β ο υ ν α του. O Μαθιός δεν πίστευε τίποτα. Ήταν βέβαιος πως τη φωτιά την είχε ανάψει ο τσοπάνης. O Φάνης δε μιλούσε. Φάνη! Φάνη! Τρεις φωτιές, τρεις φωτιές! Έτσι ακούστηκαν να φωνάζουν δύο παιδιά, που έτρεχαν κατά το μέρος εκείνο για να βρούνε το Φάνη. O Φάνης τις είχε δει εκείνη τη στιγμή. Στη μία φωτιά κοντά είχαν ανάψει κι άλλες δυο. Τρεις χρυσές φωτιές έλαμπαν αραδιασμένες στο βουνό, που δε φαίνεται πια παρά σαν θεόρατος γαλανός ίσκιος απάνω στον ουρανό. O Φάνης τις κοίταζε με θαυμασμό. Ποιος τις άναψε; ρωτά και πάλι ο Μαθιός. Τι λες εσύ, Φάνη; O Φάνης απάντησε: Να ήμασταν εκεί απάνω! Το γράμμα του Αντρέα Και τάχα δεν μπορούσαν να είναι κι αυτοί εκεί ψηλά; Πολλές φορές ο δάσκαλος τους είχε 1 1

Ζ α χ α ρ Ι Α Σ Π Α Π α ν Τ Ω Ν Ι ο υ πει πως τα παιδιά που είναι στην τελευταία τάξη του ελληνικού μπορούν να πάνε μόνα τους στο βουνό. Πως, άμα έχουν θάρρος και πειθαρχία, μπορούν να κατοικήσουν μόνα τους εκεί ένα δυο μήνες. Φτάνει να έχουν την άδεια του πατέρα τους, την κατοικία και την τροφή. Πόσα πράματα, τους είπε, θα μάθετε όταν πάτε τόσο ψηλά! Ούτε το βιβλίο μπορεί να σας τα πει ούτε γω. Κι έφυγε για την πατρίδα του, για να περάσει τις διακοπές. Ήταν βέβαιος πως, άμα θέλουν τα παιδιά, θα το κατορθώσουν. Τα παιδιά παρακάλεσαν τους γονείς τους να τους αφήσουν να πάνε. Εκείνοι έφεραν αντιρρήσεις στην αρχή. Πού ξέρουμε, είπαν, τι θα κάνετε τόσο μακριά; Τάχα θα μπορείτε να βρίσκετε ό,τι σας χρειάζεται; Θα φροντίζει ο ένας για τον άλλο; Θα είστε αχώριστοι; Υποσχέθηκαν πως και τα είκοσι πέντε παιδιά θα είναι σαν ένας. Μα ύστερα οι δικοί τους ρώτησαν: Πού θα βρείτε τις καλύβες να καθίσετε; Ήταν η πρώτη δυσκολία. Ύστερα τους είπαν: 1 2

Τ Α ψ η λ α Β ο υ ν α Πού θα βρίσκετε την τροφή, για να ζείτε τόσο μακριά; Μπροστά στις δύο δυσκολίες τα παιδιά σταμάτησαν σκέφτηκαν να αφήσουν το ταξίδι για άλλη φορά. Και κείνο που μένει για άλλη φορά σπάνια γίνεται. Ένας όμως μαθητής, ο Αντρέας, προσπάθησε να κάνει εκείνο που οι άλλοι δεν μπόρεσαν να κατορθώσουν. Ήταν το παιδί που τολμούσε. Ο Αντρέας κυνηγούσε πιο πολύ τα δύσκολα παρά τα εύκολα. Δεν τον θυμούνται να δείλιασε ποτέ. Αλλά πιο γενναίος ήταν εκεί που θα ωφελούσε τους άλλους. Ο πατέρας του, ο κυρ Στέφανος, ήταν εργολάβος ξυλείας στο δάσος που τους είπε ο δάσκαλος να πάνε, στο Χλωρό. Είχε πολλούς λοτόμους εκεί. Τον παρακάλεσε λοιπόν ο Αντρέας να δώσει χάρισμα την ξυλεία για τις καλύβες που χρειάζονταν τα παιδιά. Και για να το πετύχει, ακολούθησε μια μέρα τον πατέρα του στο δάσος, όπου είχε πάει να επιβλέψει την εργασία. Σε δύο μέρες οι λοτόμοι έστησαν οχτώ καλύ- 1 3

Ζ α χ α ρ Ι Α Σ Π Α Π α ν Τ Ω Ν Ι ο υ βες. Οχτώ γερές και χαριτωμένες καλύβες ένα χωριουδάκι. Η κατοικία ετοιμάστηκε. Από τους λοτόμους πάλι έμαθε ο Αντρέας πως οι βλάχοι θα πήγαιναν στα Τρίκορφα, καθώς το λένε κείνο το βουνό, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους γιατί φέτος βγήκε πολύ χορτάρι σε κείνο το μέρος. Βρέθηκε λοιπόν το σπουδαιότερο, η τροφή. Από το κοπάδι θα έχουν το κρέας και τα γαλακτερά. Ο Αντρέας έμεινε στο δάσος ανυπομονώντας να έρθουν οι βλάχοι. Κι όταν ήρθαν, έστειλε στην πόλη, στα δύο παιδιά, αυτή την παραγγελία: Παιδιά, Στις είκοσι εννιά, των Αγίων Αποστόλων, εσείς οι δύο, κατά το βράδυ, να κοιτάζετε στο βουνό, προς το μέρος μας, προς το Χλωρό. Αν δείτε τρεις φωτιές στην αράδα, να ξέρετε πως αυτό θα είναι μήνυμα δικό μου για σας θα σημαίνει πως όλα έχουν ετοιμαστεί, κι η τροφή, κι οι καλύβες κι ό,τι άλλο χρειάζεται. Μόνο να ειδοποιήσετε γι αυτό το Φάνη και τ άλλα παιδιά. Και να κάνετε 1 4

Τ Α ψ η λ α Β ο υ ν α ό,τι μπορείτε για να έρθετε. Μη χάνετε καιρό. Τι ωραία που είναι δω ψηλά! αντρεασ Είκοσι εννιά, των Αγίων Αποστόλων, απόψε, να οι φωτιές! Τα δύο παιδιά έφτασαν κι έφεραν το μήνυμα στο Φάνη, στο Μαθιό και στον Κωστάκη. Ανέλπιστη χαρά! Ποτέ δεν είχαν συνεννοηθεί από τόσο μακριά. Θα πάνε; Και πότε; Πώς; Τρέχουν στο σπίτι κοιτάζοντας πάντα προς τις τρεις φωτιές. Μας γνέφουν! φωνάζει ο Κωστάκης. Κι αλήθεια, οι τρεις φωτιές νόμιζες πως τους καλούσαν. Το ξεκίνημα Στον κυρ Στέφανο το χρωστούν πως ξεκίνησαν. Αυτός ο καλός άνθρωπος, όταν γύρισε από το δάσος, έδωσε το λόγο του στους γονείς τους πως θα πάει μαζί με τα παιδιά. Είπε πως θα 1 5

Ζ α χ α ρ Ι Α Σ Π Α Π α ν Τ Ω Ν Ι ο υ τα προσέχει εκεί που βρίσκονται, πως θα τους κάνει όσες ευκολίες μπορεί και θα τους φέρνει νέα τους συχνά, όταν θα κατεβαίνει στην πόλη. Μόνο έτσι κατόρθωσαν να πάρουν την άδεια. Πέρασαν δυο τρεις μέρες, ώσπου να ετοιμαστούν και, τέλος, ένα πρωί, το μεγάλο και ζωηρό καραβάνι ξεκίνησε. Πάνε στα ψηλά βουνά. Είναι είκοσι πέντε παιδιά. Τα δεκαπέντε πήγαιναν πεζή. Τα δέκα καβάλα στα φορτωμένα μουλάρια, που τα οδηγούν τρεις αγωγιάτες. Ακολουθούσε ο κυρ Στέφανος, καβάλα στην κόκκινη φοράδα του. Και τα είκοσι πέντε παιδιά έγιναν αγνώριστα. Κρατούν από ένα ραβδί. Σακούλια και παγούρια τούς κρέμονται στην πλάτη. Φορούν μεγάλες ψάθες και χοντρά παπούτσια. Είναι ντυμένα για να ζήσουν σε βουνό. Το ίδιο ρούχο θα φορεθεί βράδυ και πρωί, θα παλέψει με αγκάθια και με πέτρες, θα σκίζεται και θα μπαλώνεται. Τίποτα καινούριο δε φορούν. Τι απλά παιδιά που έγιναν! Με τα βαριά σακούλια τους μοιάζουν στους μαστόρους και τους πραματευτάδες, που έρχονται κάτω στην πόλη. 1 6

Τ Α ψ η λ α Β ο υ ν α Όλους τους θυμούνται αυτή τη στιγμή, όλους τους παρασταίνουν έναν έναν όπως είναι, όπως περπατούν, όπως φωνάζουν. Ο Δημητράκης κάνει το γανωματή και φωνάζει: «Χαλκώματα να γανώωω...». Ο Κωστάκης τον μπαλωματή: «Παπούτσια να μπαλώωω...». Ο Γιώργος πάλι παρασταίνει τον τροχιστή: «Μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι ακόοο... νισμα». Ο Φάνης θυμήθηκε έναν πραματευτή, που τον είχαν ξεχάσει. Πουλάει τα βοτάνια, τη ρίγανη και τα χορταρικά τον λένε Κορφολόγο και φωνάζει: «Κάππαρη, καλή κάππ!...». Μέσα σ αυτά τα γέλια ο Καλογιάννης θυμήθηκε το «Τσιριτρό» κι άρχισε να το τραγουδάει. Όλη η συνοδεία πήρε το γελαστό τραγούδι και το έλεγε χτυπώντας τα ραβδιά στη γη: Σε μια ρώγα από σταφύλι έπεσαν οχτώ σπουργίτες και τρωγόπιναν οι φίλοι... τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. 1 7

Ζ α χ α ρ Ι Α Σ Π Α Π α ν Τ Ω Ν Ι ο υ Εχτυπούσανε τις μύτες και κουνούσαν τις ουρές, κι είχαν γέλια και χαρές, τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. Πόπο πόπο σε μια ρώγα φαγοπότι και φωνή! Την αφήκαν αδειανή... τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό. Και μέθυσαν κι όλη μέρα πάνε δώθε, πάνε πέρα τραγουδώντας στον αέρα τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό... Μονάχα ο Φουντούλης δε μιλάει έμεινε τελευταίος. Είναι παχύς και στρογγυλός ο καημένος ο μικρός Φουντούλης! Το μουλάρι του είναι πολύ οκνό δεν καταλαβαίνει από φωνή κι από χτύπημα. Γιατί τον φόρτωσαν σ αυτό το ζώο; Για να μην κυλήσει; 1 8

Τ Α ψ η λ α Β ο υ ν α O Φουντούλης αγωνίζεται να το φέρει μπροστά, μα κείνο μένει τελευταίο. Στο τέλος ο Φουντούλης αρχίζει να φοβάται πως το ζώο του δεν είναι μουλάρι. Το κοιτάζει καλά στ αυτιά. «Μήπως κατά λάθος» συλλογίζεται «μου έδωσαν κανένα γάιδαρο;». Μα κι οι άλλοι δεν τον αφήνουν ήσυχο και στο τέλος θα τον κάνουν να το πιστέψει. Το άτι σου, Φουντούλη, έχει μεγάλα αφτιά! Περίμενε, Φουντούλη, και θ ακούσεις και τη φωνή του! Μα ο Φουντούλης, που δε θυμώνει ποτέ, βάζει τα γέλια μαζί με τους άλλους. Το καραβάνι ανέβαινε τα Τρίκορφα, ξυπνώντας τις λαγκαδιές με τα γέλια του, τις φωνές του και με την περπατησιά του στους πετρωτούς δρόμους. Οι μικροί ταξιδιώτες ανεβαίνουν το βουνό Σαν έφτασαν σε μια ράχη, τους καλωσόρισε ο κρύος αέρας. Αυτός ο αέρας είχε περάσει 1 9

Ζ α χ α ρ Ι Α Σ Π Α Π α ν Τ Ω Ν Ι ο υ από κάθε κορφή και κάθε λαγκαδιά. Τον εισέπνευσαν με βαθιά αναπνοή. Πουλάκια με άσπρη τραχηλιά κουνούσαν την ουρά τους στους θάμνους κι ύστερα έφευγαν με γοργό λαρυγγισμό. Ένα κατσίκι κατάμαυρο έστεκε στην κόψη του βράχου. Οι βράχοι με τα χρόνια έμοιαζαν σχηματισμένοι σαν θεόρατα σπίτια, που δεν ξέρεις ποιος τα κατοικεί. Οι γκρεμοί ήταν φυτεμένοι με πουρνάρια και κουμαριές. Αλλού κατέβαιναν γυμνοί και απότομοι, σαν να τους είχες κόψει με σπαθί. O βράχος απάνω στο βράχο, ο λόφος απάνω στο λόφο σχημάτιζαν το βουνό. Πελώρια ήταν όλα. Και σ αυτό το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέβαινε, ο δρόμος. Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα που αντίκριζαν οι μικροί ταξιδιώτες, κοίταξαν προς τις κορφές. Ένας τους φώναξε: Γεια σας, ψηλά βουνά! Διαβάστε τη συνέχεια στο βιβλίο. 2 0