Ελληνικός όρος αδρανή αερακτικό υλικό άκαμπτο οδόστρωμα αλληλεπίδραση αναμικτήρας ανθεκτικότητα αντιδραστήριο αντικείμενο άντληση αντοχή αξιολόγηση, εκτίμηση απογραφή, κατάλογος αρχή αυτοεπιπεδούμενο σκυρόδεμα αυτοσυμπυκνούμενο σκυρόδεμα αφαίρεση ξυλοτύπων δείγμα διαβεβαίωση διακρίβωση διαπίστευση διαπίστωση διάστρωση διασφάλιση ποιότητας διαφανής διαχείριση ποιότητας δοκιμή δοκίμιο δόνηση δυναμοκυψέλη εκτίμηση, αξιολόγηση έλεγχος ποιότητας έμμεσες μέθοδοι (μη καταστροφικές) εξάπλωση, ροή επεξεργασιμότητα επιβραδυντικό επιθεώρηση επικυρώνω επισκευή εργαστήριο εφελκυστική αντοχή θλιπτική αντοχή Αγγλικός όρος aggregates air entraining agent rigid pavement trade-off mixer durability reagent scope pumping strength assessment inventory principle self leveling concrete self compacting concrete forms stricking off sample assertion calibration accreditation finding placement quality assurance transparent quality management test specimen vibration load cell assessment quality control non destructive indirect methods flow workability retarder audit, inspection validate repair laboratory tensile strength compressive strength Τμήμα Τυποποίησης 1
κάθιση καθοδήγηση καμπτική αντοχή κανονισμός κατάλογος, απογραφή κατευθυντήριες γραμμές κινούμενος μέσος όρος κυλινδρούμενο σκυρόδεμα κυψελωτό (σκυρόδεμα) μελέτη συνθέσεως μεμβράνη συντήρησης μετάδοση θερμικής ακτινοβολίας μεταφορά ξυλότυπος οδοστρώματα από σκυρόδεμα ορισμός παραγωγή παραδοχή πεδίο εφαρμογής περιεκτικότητα σε τσιμέντο πιστοποίηση ποινή πραγματογνώμονας προδιαγραφή προετοιμασία δείγματος προετοιμασία δοκιμίου πρόσθετo πρώτη ύλη πτυχή ρευστοποιημένο σκυρόδεμα ροή, εξάπλωση ρωγμή σκοπός σκυρόδεμα σπουδαιότητα στόχος συγκρότημα παραγωγής σκυροδέματος συμπύκνωση σύμφωνος, συνεπής συνεκτικότητα συνεπής, σύμφωνος συντήρηση slump guidance flexural strength regulation inventory guidelines moving average roller compacted concrete honey combing (concrete) mix design curing membrane transmittance of thermal radiation transportation form, shuttering concrete pavement definition production assumption field of application cement content certification penalty assessor specification preparation of sample preparation of test piece admixture raw material aspect flowing concrete flow crack goal concrete significance target concrete batching plant consolidation consistent consistency consistent curing Τμήμα Τυποποίησης 2
σύσταση ταξινόμηση τεχνητές ορυκτές ίνες τεχνολογία σκυροδέματος τσιμέντο τυποποίηση τυποποιητική παραπομπή υπερ ρευστοποιητικό recomendation classification man-made mineral fibres concrete technology cement standardization normative reference super plasticizer Τμήμα Τυποποίησης 3
Αγγλικός όρος accreditation admixture aggregates air entraining agent aspect assertion assessment assessor assumption audit, inspection calibration cement cement content certification classification compressive strength concrete concrete batching plant concrete pavement concrete technology consistency consistent consolidation crack curing curing membrane definition durability field of application finding flexural strength flow flowing concrete form, shuttering forms stricking off goal guidance guidelines honey combing (concrete) inspection, audit inventory Ελληνικός όρος διαπίστευση πρόσθετo αδρανή αερακτικό υλικό πτυχή διαβεβαίωση αξιολόγηση, εκτίμηση πραγματογνώμονας παραδοχή επιθεώρηση διακρίβωση τσιμέντο περιεκτικότητα σε τσιμέντο πιστοποίηση ταξινόμηση θλιπτική αντοχή σκυρόδεμα συγκρότημα παραγωγής σκυροδέματος οδοστρώματα από σκυρόδεμα τεχνολογία σκυροδέματος συνεκτικότητα σύμφωνος, συνεπής συμπύκνωση ρωγμή συντήρηση μεμβράνη συντήρησης ορισμός ανθεκτικότητα πεδίο εφαρμογής διαπίστωση καμπτική αντοχή εξάπλωση, ροή ρευστοποιημένο σκυρόδεμα ξυλότυπος αφαίρεση ξυλοτύπων σκοπός καθοδήγηση κατευθυντήριες γραμμές κυψελωτό (σκυρόδεμα) επιθεώρηση απογραφή, κατάλογος Τμήμα Τυποποίησης 4
laboratory load cell man-made mineral fibres mix design mixer moving average non destructive indirect methods normative reference penalty placement preparation of sample preparation of test piece principle production pumping quality assurance quality control quality management raw material reagent recomendation regulation repair retarder rigid pavement roller compacted concrete sample scope self compacting concrete self leveling concrete shuttering, form significance slump specification specimen standardization strength super plasticizer target tensile strength test trade-off εργαστήριο δυναμοκυψέλη τεχνητές ορυκτές ίνες μελέτη συνθέσεως αναμικτήρας κινούμενος μέσος όρος έμμεσες μέθοδοι (μη καταστροφικές) τυποποιητική παραπομπή ποινή διάστρωση προετοιμασία δείγματος προετοιμασία δοκιμίου αρχή παραγωγή άντληση διασφάλιση ποιότητας έλεγχος ποιότητας διαχείριση ποιότητας πρώτη ύλη αντιδραστήριο σύσταση κανονισμός επισκευή επιβραδυντικό άκαμπτο οδόστρωμα κυλινδρούμενο σκυρόδεμα δείγμα αντικείμενο αυτοσυμπυκνούμενο σκυρόδεμα αυτοεπιπεδούμενο σκυρόδεμα ξυλότυπος σπουδαιότητα κάθιση προδιαγραφή δοκίμιο τυποποίηση αντοχή υπερ ρευστοποιητικό στόχος εφελκυστική αντοχή δοκιμή αλληλεπίδραση Τμήμα Τυποποίησης 5
transmittance of thermal radiation transparent transportation validate vibration workability μετάδοση θερμικής ακτινοβολίας διαφανής μεταφορά επικυρώνω δόνηση επεξεργασιμότητα Τμήμα Τυποποίησης 6