ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Ο ΠΕΡΙ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2017»

Σχετικά έγγραφα
Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4069, 17/2/2006

E.E., Παρ. 1, Αρ. 2571, Ν. 3/91

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3742, 25/7/2003 Ο ΠΕΡΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΝΟΜΟΣ ΜΕΡΟΣ I ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4158, 11/4/2008 NOMOΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ

«Η Διαφθορά και η πάταξή της στην Κύπρο: Παρελθόν Παρόν Μέλλον» Ηλίας Α. Στεφάνου Δικηγόρος

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

3(I)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2011 ΕΩΣ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 14ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥΣ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3451, 24/11/2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4112, 16/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΥΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ)ΝΟΜΟ

ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΕΞΩΔΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004 Ο ΠΕΡΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ (ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Παρ. Ι(I), Αρ.4545,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3939, 31/12/2004 O ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3386, 4/2/2000. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 4ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4271, 25/2/2011

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 7ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

ΕΠΕΙΔΗ η απαγόρευση αυτή κρίνεται αναγκαίο να ισχύσει για όσο χρόνο διαρκούν οι έκτακτες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί λόγω της οικονομικής κρίσης

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4615,

1438 Κ.Δ.Π. 215/2004

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΩΣ ΦΟΡΕΙΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΔΙΑΘΕΣΗΣ Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΟΙΚΙΑΚΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑIΚΗΣ EΝΩΣΗΣ 184(I)/2011

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4383,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4102, 15/12/2006

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: 2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4404,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4308, 9/12/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ ΝΟΜΟ

Αριθμός 126(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ ΕΥΡΩΠΟΛ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4259, 19/11/2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4318, 2/3/2012 9(I)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ (ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ) ΝΟΜΟ

Ο ΠΕΡΙ ΑΘΕΜΙΤΗΣ ΚΤΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3558, 14/12/2001

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4345, 10/7/2012

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Ο ΠΕΡΙ ΔΙΑΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΓΙΑ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΜΕ ΚΑΡΤΕΣ ΝΟΜΟΣ»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4143, 2/11/2007

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4282, 29/4/2011

Διοικητικό Προσωπικό Κανονισμοί 1990 και 1992

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΙΣ ΔΙΑΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΜΕ ΚΑΡΤΕΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ. ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Προοίμιο

Ο ΠΕΡΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟ ΟΤΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟ ΟΤΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΠΟΥ ΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ Ή ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2000

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4359, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΗΜΑΝΣΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4092, 20/10/2006 Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2006

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4118, 21/3/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3853, 3/4/2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3780, 5/12/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2003

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4136, 25/7/2007

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3449, 17/11/2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3415, 30/6/2000

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΜΕΡΟΣ Ι. Αριθμός 4118 Τετάρτη, 21 Μαρτίου

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΔΡΥΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Ο ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2015»

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ, ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΟΕΔΡΩ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ 2017

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4251, 16/7/2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4137, 27/7/2007 Ο ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ (ΑΔΕΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΗΧΟΥ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

E.E., Παρ. I, Αρ. 2659,

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3626, 26/7/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ O ΠΕΡΙ THΣ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2017

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: 2. Το άρθρο 2 του βασικού νόμου τροποποιείται ως ακολούθως:

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4212, 10/7/2009

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4315, 27/1/2012 ΟΙ ΠΕΡΙ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΑΙΕΥΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1988 ΜΕΧΡΙ (I)/2012

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4173, 18/7/2008

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4019, 29/7/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4425,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4289, 29/7/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΓΡΑΦΕΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΝΟΜΟ

ΟΙ ΠΕΡΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1960 ΕΩΣ Κανονισμοί δυνάμει του άρθρου 42

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/ (I)/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ (ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΗ) ΝΟΜΟ

147(I)/2015 Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΘΕΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο-

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3459, 29/12/2000. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 29ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

(ui) (iv) E.E:, Παρ. I, 1883 Ν. 199/91 Αρ. 2646,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3852, 30/4/2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4166, 13/6/2008 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4439, (Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2007

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ Ο ΠΕΡΙ ΤΕΛΟΥΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2013

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4136, 25/7/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΛΙΜΑΝΙΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

Transcript:

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «Ο ΠΕΡΙ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2017» Συνοπτικός τίτλος. 1. O παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο Περί Σύστασης και Λειτουργίας της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς, Νόμος του 2017. Ερμηνεία. 2-. (1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια «Ανεξάρτητη Αρχή» σημαίνει την Αρχή που συστήνεται δυνάμει του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου. Ν. 73(Ι) του 2004 94(Ι) του 2005 73(Ι) του 2006 153(Ι) του 2006 93(Ι) του 2008 36(Ι) του 2010 169(Ι) του 2011 52(Ι) του 2012 115(Ι) του 2012 4(Ι) του 2013 84(Ι) του 2015 64(Ι) του 2016. «Αστυνομία» σημαίνει την Αστυνομία όπως αυτή καθορίζεται στο Άρθρο 3 του περί Αστυνομίας Νόμου. «Γενικός Εισαγγελέας» σημαίνει τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. «δημόσιος τομέας» σημαίνει τη δημόσια υπηρεσία, κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία και αρχή για την οποία γίνεται πρόνοια στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό και περιλαμβάνει την Αστυνομία, την Πυροσβεστική Υπηρεσία, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία και τον Κυπριακό Στρατό:

2 «ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμός δημοσίου δικαίου περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που θεσμοθετείται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία. «ιδιωτικός τομέας» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή οργανισμό ιδιωτικού δικαίου «μέλος της Αρχής» ή «μέλος» σημαίνει πρόσωπο που διορίζεται δυνάμει του άρθρου 8 και περιλαμβάνει και τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της Αρχής. «ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος» σημαίνει τις ομάδες προσώπων όπως καθορίζονται στον Περί της Διαφάνειας στις Διαδικασίες Λήψης Δημόσιων Αποφάσεων και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2017. Ν.23(ΙΙΙ) του2000. Ν.22(ΙΙΙ) του2006. ΚΕΦ.161 ΑΝΑΚ.307 97(Ι) του 2012. Ν.51(Ι) του 2004. Κεφ.154 3 του1962 43 του 1963 41 του 1964 69 του 1964 70του 1965 5 του 1967 «πράξεις διαφθοράς» σημαίνουν τα αδικήματα που προβλέπονται στον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικός) Νόμος του 2000, τον περί του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικός) Νόμος του 2006, τον περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμο, τον περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμο του 2004, τα αδικήματα του Ποινικού Κώδικα Νόμου, που εμπεριέχουν το στοιχείο του δεκασμού, ή της κατάχρησης εξουσίας ή εμπιστοσύνης ή εναντίον της άσκησης νόμιμης εξουσίας, καθώς και οποιαδήποτε άλλα αδικήματα που από τη φύση τους θα συνιστούσαν πράξη διαφθοράς.

3 58 του 1967 44 του 1972 92 του 1972 29 του 1973 59 του 1974 3 του 1975 13 του 1979 10 του 1981 46 του 1982 86 του 1983 18 του 1986 111 του 1989 236 του 1991 6(I) του 1994 3(I)του1996 ANAK.3309 99(I)του1996 36(I)του1997 40(I)του1998 45(I)του1998 15(I)του1999 37(I)του1999 38(I)του1999 129(I)του1999 30(I)του2000 43(I)του2000 77(I)του2000 162(I)του2000 169(I)του2000 181(I)του2000 27(I)του2001 12(I)του2002 85(I)του2002 144(I)του2002 145(I)του2002 25(I)του2003 48(I)του2003 84(I)του2003 164(I)του2003

4 124(I)του2004 31(I)του2005 18(I)του2006 130(I)του2006 126(I)του2007 127(I)του2007 70(I)του2008 83(I)του2009 64(I)του2009 56(I)του2011 72(I)του2011 163(I)του2011 167(I)του2011 84(I)του2012 95(I)του2012 134(I)του2012 125(I)του2013 131(I)ρου2013 87(I)του2015 91(I)του2015 112(I) του 2015 113(I) του 2015 31(I) του 2016 43(I) του 2016. «πράξεις εν δυνάμει διαφθοράς» σημαίνει άλλες καταχρηστικές ή αθέμιτες συμπεριφορές, ενέργειες, παραλείψεις ή πρακτικές, οι οποίες παραβλάπτουν ή δυνατόν να παραβλάψουν το δημόσιο συμφέρον, περιλαμβανομένης της κατάχρησης εξουσίας, της μεγάλης κλίμακας κακοδιαχείρισης, της ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων και της παράβασης οποιασδήποτε νομικής υποχρέωσης και ο όρος περιλαμβάνει τη συγκάλυψη όλων ή οποιουδήποτε από τα ανωτέρω. Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής κατά της 3. Καθιδρύεται Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο της Αρχής και δύο μέλη.

5 Διαφθοράς Αποστολή Αρχής της 4. H Αρχή έχει ως κύρια ευθύνη να αναλαμβάνει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες και ενέργειες για τη διασφάλιση της συνεκτικότητας και της αποτελεσματικότητας των δράσεων των υπηρεσιών του δημοσίου, του ευρύτερου δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα σε θέματα πρόληψης και καταπολέμησης της διαφθοράς. Εξουσίες και Αρμοδιότητες της Αρχής 5 (1) Η Αρχή έχει τις πιο κάτω αρμοδιότητες και εξουσίες: (α) Ορίζεται ως αρμόδια αρχή για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας η οποία πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και συνεργάζεται με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11 ης Σεπτεμβρίου 2013 (ΕΕL248). (β) Συνεργάζεται με διεθνείς οργανισμούς, όργανα και υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων κρατών για την εκπόνηση, ανάληψη, χρήση, υλοποίηση προγραμμάτων στρατηγικών σχεδίων, την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και τη λήψη τεχνικής βοήθειας για την καταπολέμηση της διαφοράς και της απάτης. (γ) Συντονίζει, εποπτεύει και αξιολογεί τις δράσεις των υπηρεσιών του δημοσίου, ευρύτερου δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα σε θέματα πρόληψης και καταστολής της διαφθοράς. (δ) Αίρει συγκρούσεις και επιλύει ζητήματα επικαλύψεων αρμοδιοτήτων μεταξύ υπηρεσιών ή φορέων που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της διαφθοράς προτείνοντας λύσεις για την αποτελεσματική επίλυσή τους.

6 (ε) Δέχεται καταγγελίες και συλλέγει πληροφορίες επί υποθέσεων διαφθοράς στον δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και καταγγελίες και πληροφορίες για υποθέσεις παρατυπιών, υπόνοιας απάτης και απάτης στα συγχρηματοδοτούμενα, διακρατικά και άλλα προγράμματα με την ιδιότητα της Αρμόδιας Αρχής (AFCOS), σύμφωνα με την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου. (στ) Προτείνει, επεξεργάζεται και σχεδιάζει δράσεις συγχρηματοδοτούμενων, διακρατικών και άλλων προγραμμάτων, στα οποία συμμετέχουν οι αρμόδιες υπηρεσίες του δημοσίου, ευρύτερου δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. (ζ) Εκτελεί τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται διά ή δυνάμει του παρόντος Νόμου, της κειμένης νομοθεσίας και οποιουδήποτε άλλου νόμου και λαμβάνει μέτρα για σκοπούς πρόληψης και καταστολής πράξεων που προσκρούουν στις διατάξεις τους. (η) Συλλέγει, καταγράφει, επεξεργάζεται, αξιολογεί, αξιοποιεί και διερευνά πληροφορίες και στοιχεία, που αφορούν τη διάπραξη αδικημάτων διαφθοράς και απάτης στο δημόσιο, στον ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. (θ) Έχει εξουσία απρόσκοπτης πρόσβασης σε πληροφορίες, έγγραφα, βιβλία, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και αρχεία, όλων των τμημάτων / διευθύνσεων, αρχών και υπηρεσιών του δημοσίου τομέα ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή του ιδιωτικού τομέα για θέματα που αφορούν τη διάπραξη αδικήματος διαφθοράς και απάτης, και κάθε πρόσωπο από το οποίο ζητείται να παραχωρηθούν, υποχρεούται να παράσχει την αιτούμενη πρόσβαση ή τις

7 ζητηθείσες πληροφορίες. (ι) Έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος νόμου, να ζητεί από όλες τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα ή του ευρύτερου δημοσίου τομέα, και αυτές υποχρεούνται να παράσχουν κάθε συνδρομή, πληροφορία ή στοιχείο που είναι αναγκαίο. (ια) Συλλέγει, καταγράφει, επεξεργάζεται, αξιολογεί και αξιοποιεί δεδομένα με σκοπό την παραγωγή στατιστικών και ή στατιστικής ανάλυσης μέσω των ερευνών ή εργασιών της, η οποία πρέπει να αντανακλά όσο το δυνατό πιο πιστά την πραγματικότητα που πρέπει να αντιπροσωπεύουν και να ικανοποιούν το σκοπό. Ν.138(Ι) του 2001 137(Ι) του 2003 105(Ι) του 2012. Νοείται ότι, σε περίπτωση που οι πληροφορίες και ή τα στοιχεία που συλλέγονται αφορούν ευαίσθητα δεδομένα, παραχωρούνται τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 6 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001. Νοείται περαιτέρω ότι, αν κατά τη συλλογή πληροφοριών προκύψουν οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία δυνατό να συνιστούν ενδεχόμενη παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή της κείμενης νομοθεσίας, τότε τα στοιχεία αυτά δύναται να αποτελέσουν ικανή βάση για λήψη περαιτέρω μέτρων κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο. (ιβ) Εκπονεί μελέτες, εκδίδει εγκυκλίου προς τις αρμόδιες αρχές και λαμβάνει μέτρα, εντός των αρμοδιοτήτων της, προς διασφάλιση της αποστολής της και επεξεργάζεται εγχειρίδια για σκοπούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης.

8 (ιγ) Προχωρεί στην αξιολόγηση των κινδύνων από φαινόμενα διαφθοράς, υποβάλει εισηγήσεις και προτάσεις για καταστολή και περιορισμό τους και καθορίζει τους δείκτες αξιολόγησης. (ιδ) Συντονίζει, αξιολογεί και παρακολουθεί τις δράσεις των διαφόρων υπηρεσιών στο δημόσιο, στον ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για καταπολέμηση της διαφθοράς. (ιε) Εξετάζει τη λειτουργία των προγραμμάτων, σχεδίων, δραστηριοτήτων για να εξακριβωθεί αν τα αποτελέσματα τους είναι συμβατά με τα αναμενόμενα αποτελέσματα και τους καθορισμένους στόχους και εάν οι δράσεις ή ενέργειες διεξάγονται όπως έχουν προγραμματιστεί. (ιστ) Αξιολογεί την επάρκεια των καθορισμένων συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου πράξεων διαφθοράς. (ιζ) Παρέχει συμβουλές για τα κατάλληλα συστήματα ελέγχου και για άλλα λειτουργικά θέματα. (ιη Καθ όσον αφορά θέματα διαφθοράς και απάτης ασκεί τις πιο κάτω εξουσίες για την αντιμετώπιση και τη πάταξη των πράξεων διαφθοράς στη Δημοκρατία και την τήρηση θεμελιωδών αρχών από τις υπηρεσίες: (i) εξετάζει αυτεπάγγελτα και ετοιμάζει εκθέσεις με απόψεις, εισηγήσεις και προτάσεις για την κατάσταση που επικρατεί στη Δημοκρατία γενικά, ή για ειδικά θέματα διαφθοράς, (ii) ετοιμάζει αυτεπάγγελτα εκθέσεις με απόψεις, εισηγήσεις και προτάσεις σε περίπτωση που διαπιστώνει ότι υπάρχει ανάγκη για απόψεις, εισηγήσεις, ή προτάσεις για την αντιμετώπιση και τη πάταξη της διαφθοράς στη Δημοκρατία, και τήρηση θεμελιωδών αρχών

9 από υπηρεσίες. (ιθ) Για τους σκοπούς των πιο πάνω υποπαραγράφων (i) και (ii), έχει επαφές και διαβουλεύσεις με μη Κυβερνητικούς οργανισμούς και οργανώσεις, σχετικούς επαγγελματικούς συνδέσμους και οργανωμένα σύνολα, και με άλλες αρχές της Δημοκρατίας. (κ) Παρίσταται στις συναντήσεις ή άλλες εκδηλώσεις των εθνικών οργανισμών κατά της διαφθοράς των κρατών που εκάστοτε διοργανώνονται στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συνεργάζεται με άλλους ανάλογους θεσμούς των Ηνωμένων Εθνών, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και με οργανισμούς κατά της διαφθοράς άλλων χωρών και απαντά οποιαδήποτε έγγραφα ζητηθούν από αυτά. (κα) Διερευνά, μετά από εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, οποιοδήποτε θέμα το οποίο αφορά πράξεις διαφθοράς ή πράξεις εν δυνάμει διαφθοράς οποιασδήποτε υπηρεσίας για να διαπιστωθεί αν λειτουργεί εύρυθμα και σύμφωνα με τους νόμους και τις αρχές της χρηστής διοίκησης. (κβ) Καταρτίζει, τηρεί και διαχειρίζεται δυνάμει νόμου κεντρικό αρχείο με τις ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος. (κε) Οποιαδήποτε άλλη εργασία εμπίπτει στα πλαίσια συντονισμού, παρακολούθησης και αξιολόγησης για καταπολέμησης της διαφθοράς. Νοείται ότι η Αρχή είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό του χρόνου και τρόπου διάδοσης των αποτελεσμάτων των ερευνών ή εργασιών της κατά τρόπο ώστε όλοι οι χρήστες να έχουν ίση και ταυτόχρονη πρόσβαση σ αυτά.

10 (2) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν επηρεάζουν την αποστολή και τις αρμοδιότητες άλλων Υπουργείων, Αρχών, Τμημάτων και Υπηρεσιών της Δημοκρατίας. (3) Πληροφορίες και στοιχεία που συλλέγονται από την Αρχή κατά της Διαφθοράς, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής της. (4) Δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Αρχής: (α) οποιαδήποτε ενέργεια που πιστοποιείται από τον αρμόδιο Υπουργό ότι αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Δημοκρατίας και οποιουδήποτε άλλου κράτους ή διεθνούς οργανισμού ή την άμυνα ή ασφάλεια ή εξωτερική πολιτική της Δημοκρατίας (β) οποιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με την οποία εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή διεξάγεται ποινική ανάκριση κατόπιν διαταγής του Γενικού Εισαγγελέα. (5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, η Αρχή, στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων της, έχει εξουσία να ζητά στοιχεία σε οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένης και της ηλεκτρονικής μορφής, επεξηγήσεις και πληροφορίες, γραπτές ή προφορικές, που κατά την κρίση της μπορούν να την υποβοηθήσουν στην εκτέλεση του έργου της, από τους Υπουργούς, τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα ή του ευρύτερου δημοσίου τομέα ή του ιδιωτικού τομέα, τους δημάρχους, τους κοινοτάρχες, τα μέλη των δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων και τους υπαλλήλους τους, τους αξιωματούχους και τους υπαλλήλους των διαφόρων υπηρεσιών της Δημοκρατίας, άλλων αρχών ή συμβουλίων που συστάθηκαν ή θα συσταθούν με νόμο και γενικά από

11 οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατέχει τα στοιχεία, τις επεξηγήσεις ή τις πληροφορίες αυτές. (6) Η Αρχή δύναται να αναθέτει κατά περίπτωση την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας σε πρόσωπα εγνωσμένης ειδικής πείρας και κατάρτισης που να είναι ικανά να συνδράμουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Μη επηρεασμός εξουσιών Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας 6 Η διερεύνηση ισχυρισμών και παραπόνων δεν επηρεάζουν οποιεσδήποτε εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, περιλαμβανομένης εκείνης που του εκχώρησε το Υπουργικό Συμβούλιο, να διορίζει ποινικούς ανακριτές δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, για διερεύνηση ισχυρισμών που περιέχονται σε γνώση του με οποιοδήποτε τρόπο σε σχέση με διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Δικαίωμα επικοινωνίας του Προέδρου της Αρχής 7 Ο Πρόεδρος της Αρχής κατά την εκτέλεση του έργου της επικοινωνεί απευθείας με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τους Υπουργούς και τους Ανεξάρτητους Αξιωματούχους της Δημοκρατίας και τους Προέδρους των Διοικητικών Συμβουλίων ή Οργανισμών δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, καθώς και με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο ο ίδιος κρίνει ότι είναι αναγκαίο για επίτευξη της αποστολής της Αρχής. Ενέργειες Αρχής σε περίπτωση παραβιάσεων 8. Η Αρχή, σε περίπτωση που κατά την άσκηση της εξουσίας της προς συλλογή πληροφοριών ή από στοιχεία που με οποιοδήποτε τρόπο τίθενται ενώπιον της, διαπιστώνει το ενδεχόμενο παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή κείμενης νομοθεσία, ενεργεί ως ακολούθως: (α) σε περίπτωση που η ενδεχόμενη παραβίαση δυνατόν εκ πρώτης όψεως να συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου ή της κείμενης νομοθεσίας, συντάσσει

12 πόρισμα ή έκθεση γεγονότων και τα υποβάλλει μαζί με όλα τα στοιχεία που κατέχει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (β) σε περίπτωση που διαπιστώνει ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος συντάσσει πόρισμα ή έκθεση γεγονότων και παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια αρχή ή υπηρεσία για διενέργεια πειθαρχικής έρευνας, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης. Διορισμός Προσόντα και Παύση Μελών 8.(1) Ως μέλη της Αρχής διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ύστερα από εισήγηση του Υπουργικού Συμβουλίου πολίτες της Δημοκρατίας, εγνωσμένης μορφώσεως και πείρας και ανώτατου ηθικού επιπέδου, για περίοδο πέντε ετών. (2) Ο Πρόεδρος της Αρχής πρέπει να είναι νομομαθής εγνωσμένου κύρους και ανώτατου ηθικού επιπέδου, κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται για να διοριστεί δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, δίδει διαβεβαίωση ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι θα εκτελεί πιστά τα καθήκοντα του. (3) Ο επαναδιορισμός των μελών της Αρχής μετά τη λήξη της θητείας τους επιτρέπεται για μια μόνο επιπλέον πενταετή θητεία (4) Ο Πρόεδρος δεν κατέχει οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία ή απασχολείται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία με αμοιβή. Νοείται ότι σε περίπτωση διορισμού ως Προέδρου υπαλλήλου που κατέχει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία ή σε οργανισμό, ο υπάλληλος αφυπηρετεί αυτοδικαίως από τη θέση που κατέχει.

13 (5) Ο Πρόεδρος δύναται κατά τη διάρκεια της θητείας του να υποβάλει γραπτώς προς το Πρόεδρο της Δημοκρατίας την παραίτηση του. (6) Ο Πρόεδρος, κατά τη διάρκεια της θητείας του, δεν απολύεται ή αποχωρεί παρά μόνο για τους λόγους και με τον τρόπο που απολύονται ή αποχωρούν οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (7) Έκαστο μέλος της Αρχής, επιβάλλεται να: (α) διακρίνεται για τον επαγγελματισμό, την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, το ήθος, τη διαγωγή, την υπευθυνότητα, την ευσυνειδησία, την ακεραιότητα και την εντιμότητα του, (β) διαθέτει εμπειρίες στη συλλογή, αξιολόγηση και αξιοποίηση πληροφοριών, καθώς και στην αξιολόγηση και διαχείριση κινδύνων από φαινόμενα διαφθοράς, (γ) κατέχει γνώσεις στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλες ειδικές γνώσεις που τον καθιστούν κατάλληλο για την υπηρεσία. (8) Μέλος της Αρχής απαγορεύεται να συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα προς δικό του όφελος ή προς όφελος τρίτων σε οποιαδήποτε ενέργεια ή συναλλαγή ή να έχει επαγγελματικό συμφέρον που αφορά αντικείμενο που εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Αρχής και σε περίπτωση παράβασης της παρούσας διάταξης, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την παύσει του από μέλους της Αρχής. (9) Απαγορεύεται σε μέλος της Αρχής να μετέχει στη άσκηση των εξουσιών της Αρχής και ή στη λήψη αποφάσεων όταν πρόκειται για θέματα που αφορούν συνδεδεμένα με αυτό

14 πρόσωπα: Νοείται ότι η παράβαση της απαγόρευσης αυτής δε συνεπάγεται ακυρότητα των ενεργειών ή της απόφασης της Αρχής, αλλά παράβαση της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, συνεπάγεται την παύση του από μέλος της Αρχής. Νοείται περαιτέρω ότι, για τους σκοπούς παρόντος εδαφίου, «συνδεδεμένα πρόσωπα» αναφορικά με μέλος της Αρχής σημαίνει:- (α) τους/τις συζύγους και τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού (β) εταιρεία, στην οποία μέλος της Αρχής κατέχει ή ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον το είκοσι επί τοις εκατόν (20%) του δικαιώματος ψήφου σε γενική συνέλευση (γ) πρόσωπο, το οποίο κατά την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου τελεί σε σχέση εξάρτησης ή έχει κοινά σε ουσιώδη βαθμό, συμφέροντα με το μέλος της Αρχής. (10) Κανένα μέλος της Αρχής δεν δύναται να παυθεί προ της λήξης της χρονικής περιόδου για την οποία έχει διοριστεί, παρά μόνο για οποιοδήποτε των πιο κάτω ειδικών λόγων: (α) λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης ασθένειας που καθιστά το μέλος της Αρχής ανίκανο να εκπληρώσει επαρκώς τα καθήκοντα του για μακρά χρονική περίοδο ή για το υπόλοιπο της θητείας του, (β) λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς ή λόγω συστηματικής απουσίας ή αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,

15 (γ) λόγω κήρυξης του σε κατάσταση πτώχευσης, (δ) λόγω καταδίκης του σε ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή επιβολής ποινής φυλάκισης για την τέλεση οποιουδήποτε αδικήματος, (ε) λόγω παράβασης που προβλέπεται στο άρθρο 8 εδάφια (8) και (9) και στο άρθρο 10 εδάφια (1) και (2). (11) Σε περίπτωση παύσης ή παραίτησης του Προέδρου της Αρχής δυνάμει των εδαφίων (6), (7) και (9), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ύστερα από εισήγηση του Υπουργικού Συμβουλίου, προβαίνει άμεσα σε διορισμό άλλου προσώπου ως Προέδρου της Αρχής για την εναπομείνασα θητεία αυτού τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2). (12) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δύναται να παρατείνει τη θητεία των μελών της Αρχής μέχρι τρεις μήνες μόνο σε περίπτωση που αυτό κρίνεται αναγκαίο για την ολοκλήρωση διαδικασιών που άρχισαν δυνάμει του παρόντος Νόμου. Παραίτηση μέλους 9. Η παραίτηση μέλους της Αρχής διενεργείται με έγγραφο παραίτησης απευθυνόμενο προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Υποχρεώσεις και δικαιώματα μελών και Προσωπικού. 10. (1) Μέλος της Αρχής ή πρόσωπο που διετέλεσε μέλος της Αρχής ή πρόσωπο το οποίο ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα στην Αρχή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο λαμβάνει γνώση ένεκα της θέσης του ή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, έχει υποχρέωση σε καθήκον εχεμύθειας σε σχέση με τις πληροφορίες, τα έγγραφα ή άλλα στοιχεία για τα οποία λαμβάνει γνώση, στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του ή/και λόγω απασχόλησης του στην Αρχή, η

16 παράβαση του οποίου συνιστά ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του παρόντος Νόμου. (2) Η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα μέλους της Αρχής, που σχετίζονται με την εκτέλεση των καθηκόντων του, πέραν της ποινικής δίωξης, επιφέρει την άμεση παύση του από την Αρχή και παράλληλα αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα και δύναται να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. (3) Τα μέλη της Αρχής, με την ανάληψη των καθηκόντων τους, ενυπόγραφα, παραχωρούν την συγκατάθεσή τους για άρση του τραπεζικού απορρήτου τους και των τηλεπικοινωνιακών τους δεδομένων και ενυπόγραφα δεσμεύονται να μην αμφισβητήσουν με οποιοδήποτε ένδικο μέσο την άρση του τραπεζικού τους απορρήτου και των τηλεπικοινωνιακών τους δεδομένων. Νοείται ότι αυτά εξασφαλίζονται και αξιοποιούνται, χωρίς δικαστικό διάταγμα, σε περίπτωση που εναντίον τους διεξάγεται ποινική έρευνα για αδικήματα που σχετίζονται με διαφθορά. (4) Τα μέλη της Αρχής ενυπόγραφα αναλαμβάνουν την υποχρέωση τήρησης του καθήκοντος της εχεμύθειας, το οποίο τους δεσμεύει για όσο χρόνο υπηρετούν στην Αρχή, αλλά και για περίοδο πέντε ετών μετά την λήξη της θητείας ή και αποχώρησής τους. (5) Η Αρχή κατά την ενάσκηση του έργου της έχει γραφείο, το προσωπικό του οποίου θα αποτελείται από λειτουργούς που θα έχουν τέτοια προσόντα και θα υπηρετούν κάτω από τέτοιους όρους, όπως θα καθοριστεί βάσει Κανονισμών.

17 (6) Τα μέλη του προσωπικού του γραφείου της Αρχής είναι μέλη της δημόσια υπηρεσίας και θα διορίζονται όπως προβλέπεται στον εκάστοτε ισχύοντα περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο. (7) Τα έξοδα της Αρχής, συμπεριλαμβανομένου του μισθού των μελών και του προσωπικού, περιλαμβάνονται στο κρατικό προϋπολογισμό της Δημοκρατίας, κάτω από το κεφάλαιο προϋπολογισμός της Ανεξάρτητης Αρχής κατά της Διαφθοράς. Προστασία του Υπηρεσιακού καθεστώτος των μελών της Αρχής. 11. (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, απαγορεύεται η δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου ή κατάθεσης ή πληροφορίας που λαμβάνεται, ή τακτικής ή μεθοδολογίας που ακολουθείται ή εφαρμόζεται από την Αρχή στα πλαίσια της αποστολής της. (2) Όποιος παραβαίνει τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες Ευρώ ( 50.000) ή και στις δυο αυτές ποινές. Ποινική Έρευνα κατά μέλους της Αρχής. 12. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 10 του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που υποβάλλεται καταγγελία, αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός από την οποία ή από τον οποίο φαίνεται ότι, ο Πρόεδρος ή άλλο μέλος της Αρχής, ενδεχομένως να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα για διαφθορά ή ανέχεται και/ή συγκαλύπτει τρίτο άτομο που ενδεχομένως να έχει διαπράξει αντίστοιχο αδίκημα, ή παραβιάζει την αποστολή ή και τα καθήκοντα ή υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να διορίσει ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή για τη διεξαγωγή της σχετικής έρευνας.

18 Συνοπτικές εκθέσεις της Αρχής προς τις αρμόδιες αρχές 13.(1) Η Αρχή, κάθε τρεις μήνες, ετοιμάζει και υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές συνοπτικές εκθέσεις, με τις παρατηρήσεις και ή εισηγήσεις της αναφορικά με τα θέματα που αφορούν τον συντονισμό της δράσης, την ανάληψη πρωτοβουλιών και την υλοποίηση ελεγκτικών ενεργειών, τη δημιουργία επιτελικού σχεδιασμού, τον καθορισμό των προτεραιοτήτων, τη διαμόρφωση και ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου και κάθε άλλο ζήτημα για τον καλύτερο συντονισμό των δράσεων και την αποτελεσματική καταπολέμηση της διαφθοράς. (2) Η Αρχή, μετά την υποβολή της έκθεσης της, δύναται να διαβουλεύεται με κάθε πρόσφορο τρόπο για την υλοποίηση των εισηγήσεων της και για την επίλυση του προβλήματος της διαφθοράς. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή δεν ενημερώσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας ως προς τις ενέργειες της αναφορικά με την εφαρμογή των προτάσεων, ή εισηγήσεων ή συστάσεων της Αρχής ή δεν αποδέχεται την εφαρμογή τους και εφόσον η Αρχή κρίνει ότι οι προβληθέντες εκ μέρους της αρμόδιας αρχής λόγοι σχετικά με τη μη αποδοχή τους δεν αιτιολογούνται επαρκώς, υποβάλλει το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων της στον αρμόδιο Υπουργό. (3) Ο αρμόδιος Υπουργός αφού ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και εντός εύλογο χρόνου, καταθέτει μαζί με τις παρατηρήσεις του, έκθεση στο Υπουργικό Συμβούλιο, για σκοπούς ενημέρωσης και τυχόν οδηγίες του. (4) Κάθε τρεις μήνες ο Πρόεδρος της Αρχής υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων συνοπτικό σημείωμα στο οποίο γίνεται συνοπτική αναφορά στις εκθέσεις που υποβλήθηκαν σε κάθε αρμόδια αρχή αναφορικά με τις παρατηρήσεις και ή εισηγήσεις της ως το εδάφιο (1). Στο σημείωμα επισυνάπτεται και το κείμενο οποιασδήποτε έκθεσης ή εγκυκλίου η οποία, κατά την κρίση του Προέδρου, αφορά σημαντική υπόθεση.

19 Έκθεση Πεπραγμένων της Αρχής. 14.-(1) Ο Πρόεδρος της Αρχής υποβάλλει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, το αργότερο μέχρι την 31 Ιανουαρίου εκάστου έτους, έκθεση για την άσκηση της αποστολής και των αρμοδιοτήτων της που αναφέρονται στο παρόντα Νόμο με παρατηρήσεις και εισηγήσεις του αναφορικά με την αξιολόγηση των κινδύνων από φαινόμενα διαφθοράς. (2) Η ετήσια Έκθεση της Αρχής κατατίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, αμέσως μετά την υποβολή της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και δημοσιεύεται. Παράβαση Καθήκοντος Εχεμύθειας. 15. Μέλος της Αρχής που παραβαίνει το καθήκον εχεμύθειας, διαπράττει αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε (5) χρόνια ή/και χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ ( 100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές. Παροχή ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών 16. Οποιοδήποτε πρόσωπο: (1) Παρέχει στην Αρχή εκ προθέσεως, ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, ή παρέχει πληροφορίες ή στοιχεία που γνωρίζει ότι αυτά είναι ανακριβή ή για τα οποία έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι δεν είναι ακριβή, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ ( 50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές. (2) Αρνείται ή παραλείπει να παραχωρήσει στην Αρχή απρόσκοπτη πρόσβαση σε πληροφορίες, έγγραφα, βιβλία, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και αρχεία, όλων των τμημάτων / διευθύνσεων/ αρχών και υπηρεσιών του δημοσίου τομέα ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή του ιδιωτικού τομέα για θέματα που αφορούν τη διάπραξη αδικήματος διαφθοράς

20 και απάτης ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρεμποδίζει ή παρακωλύει την διεξαγωγή του ερευνητικού έργου της Αρχής, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος και σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ ( 10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές. Λήψη αποφάσεων, συνεδρίες 17. -(1) Αποφάσεις της Αρχής, δυνάμει του παρόντος νόμου, λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η ψήφος του Προέδρου. Για τον υπολογισμό της πλειοψηφίας λαμβάνονται υπόψη τα παρόντα και μη κωλυόμενα μέλη. (2) Για τις συνεδρίες της Αρχής τηρούνται πρακτικά τα οποία, αφού εγκριθούν από την Αρχή, επικυρώνονται από αυτή και υπογράφονται από τον Πρόεδρος της. (3) Σε σχέση με τις συνεδρίες της Αρχής εφαρμόζονται τα πιο κάτω: (α) Οι συνεδρίες συγκαλούνται από τον Πρόεδρο της Αρχής, ο οποίος καθορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, προεδρεύει των συνεδριάσεων και καθοδηγεί τις εργασίες της Αρχής και (β) απαρτία υπάρχει, όταν παρευρίσκεται η πλειοψηφία του συνόλου των μελών της Αρχής, έστω και αν μερικά από τα μέλη που είναι παρόντα απέχουν κατά την ψηφοφορία. Τήρηση μητρώου 18. Η Αρχή τηρεί μητρώο για τις υποθέσεις παραπόνων και ισχυρισμών που της υποβάλλονται ή ανατίθενται ή περιέχονται εις γνώσιν της, δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή τις οποίες διερεύνησε ή διερευνά, δυνάμει αυτού, και καταγράφει για τις μεν υποθέσεις των οποίων ολοκληρώθηκε η διερεύνηση τα αποτελέσματα της, για τις δε υποθέσεις των

21 οποίων δεν άρχισε ή ολοκληρώθηκε η διερεύνηση το στάδιο στο οποίο βρίσκεται εκάστοτε το θέμα. Σε περίπτωση δε που για οποιοδήποτε λόγο που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο δεν μπορεί να διεξαχθεί ή να αρχίσει ή να συνεχίσει η διερεύνηση, το γεγονός και ο λόγος καταγράφονται στο μητρώο. Ανεξαρτησία Αρχής 19. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 η Αρχή και το προσωπικό του Γραφείου της δεν ζητούν ούτε επιδέχονται οδηγίες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας ή οποιαδήποτε όργανα ή αρχές που λειτουργούν δυνάμει νόμου, κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους δυνάμει του παρόντος Νόμου. Έκταση ευθύνης μελών και του προσωπικού της Αρχής 20. (1) Έκαστο μέλος της Αρχής και του προσωπικού του Γραφείου της, οι ερευνώντες λειτουργοί και οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί ως κατ εντολήν της δεν υπέχει προσωπικής ευθύνης για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. (2) Έκφραση γνώμης κατά την άσκηση των καθηκόντων των προσώπων που προβλέπεται στο εδάφιο (1) αποτελεί ειδική υπεράσπιση σε αγωγή για δυσφήμιση που εγείρεται εναντίον τους βάσει του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου: Νοείται ότι, ποινική δίωξη κατά του Προέδρου και/ή άλλου μέλους της Αρχής και/ή του προσωπικού του Γραφείου της για ποινικό αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δεν ασκείται παρά μόνο από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή με τη συγκατάθεσή του. (2) Ο Πρόεδρος ή οποιοδήποτε μέλος ή μέλος του προσωπικού του Γραφείου της Αρχής δεν δύναται να κληθεί να δώσει μαρτυρία ενώπιον Δικαστηρίου ή σε οποιαδήποτε διαδικασία δικαστικής φύσης, αναφορικά με οποιοδήποτε

22 θέμα το οποίο περιέχεται σε γνώση του κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του. Κανονισμοί 21. -(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ειδικότερα για να καθορίσει οποιοδήποτε θέμα το οποίο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου πρέπει ή δύναται να καθοριστεί, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. (2) Κανονισμοί που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αν μετά την πάροδο εξήντα ημερών από την κατάθεση τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων με απόφαση της δεν τους τροποποιήσει ή τους απορρίψει, ολικά ή μερικά, τότε, αμέσως μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση τους. Μεταβατικές διατάξεις 22. Μέχρι να διοριστεί το προσωπικό του γραφείου της Αρχής και προς σκοπό στελέχωσης του δύναται να διενεργηθούν αποσπάσεις δημόσιων ή άλλων κρατικών υπαλλήλων σ αυτό.

23 Επιφυλάξεις 23.-(1) Οι διατάξεις του Νόμου αυτού δεν επηρεάζουν τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή διοικητικής πράξης ή οποιωνδήποτε κανόνων δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου ή ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής ή η διεξαγωγή έρευνας από ερευνητική επιτροπή ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, και καμιά πρόνοια στο Νόμο αυτό δεν περιορίζει και δεν επηρεάζει, με οποιοδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε τέτοια θεραπεία ή δικαίωμα ή διαδικασία. (2) Οι διενεργούμενες από την Αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου έρευνες δεν αναστέλλουν τη διαδικασία που σχετίζεται με την ενέργεια που αφορά η έρευνα που διεξάγεται ή οποιαδήποτε προθεσμία για την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ή οποιασδήποτε ιεραρχικής προσφυγής.