ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΙΘ. 2530/2015 ΣΤΕ ΜΕ ΣΧΟΛΙΟ ΑΝΤΩΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ Αριθ. 2530/2015 ΣΤΕ Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης. Η επίμαχη υπόθεση διήρκησε 6 έτη 2 μήνες και 26 ημέρες. Η αιτούσα εταιρία δεν συνέβαλε στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως (Άρθρα 53 έως 58 ν. 4055/2012, 6 1 της ΕΣΔΑ). Διακύβευμα της διαφοράς. Τα ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν με την απόφαση δεν εμφάνιζαν ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, ενώ το διακύβευμα της διαφοράς, που είχε ως αντικείμενο σύμβαση έργου, ήταν γιa την αιτούσα εταιρία σημαντικό (Άρθρο 57 1 ν. 4055/ 2012, 43 5 π.δ. 609/1985).Ηθική Βλάβη. Η καθυστέρηση προκάλεσε στον αιτούντα ηθική βλάβη. Ύψος της επιδικαζό-μενης χρηματικής ικανοποίησης. Κρίσιμο το βιο-τικό επίπεδο της Ελλάδας. Επιδίκαση ποσού 2.600 ευρώ, χωρίς καταβολή τόκων. Μερικά δεκτή η αίτηση (Άρθρο 57 2 ν. 4055/2012)
Συμβούλιο Επικρατείας (ΣΤ Τμήμα, Μονομελές) Αριθ. 2530/2015 Πρόεδρος: Κ. Μαρίνου Δικηγόροι: Ν. Κοροβέσης, Ε. Μουστάκης, ΝΣΚ Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης. Η επίμαχη υπόθεση διήρκησε 6 έτη 2 μήνες και 26 ημέρες. Η αιτούσα εταιρία δεν συνέβαλε στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως (Άρθρα 53 έως 58 ν. 4055/2012, 6 1 της ΕΣΔΑ). Διακύβευμα της διαφοράς. Τα ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν με την απόφαση δεν εμφάνιζαν ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, ενώ το διακύβευμα της διαφοράς, που είχε ως αντικείμενο σύμβαση έργου, ήταν γιa την αιτούσα εταιρία σημαντικό (Άρθρο 57 1 ν. 4055/ 2012, 43 5 π.δ. 609/1985). Ηθική Βλάβη. Η καθυστέρηση προκάλεσε στον αιτούντα ηθική βλάβη. Ύψος της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης. Κρίσιμο το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας. Επιδίκαση ποσού 2.600 ευρώ, χωρίς καταβολή τόκων. Μερικά δεκτή η αίτηση (Άρθρο 57 2 ν. 4055/2012). ( ) Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται να επιδικασθεί στην αιτούσα το ποσό των 100.000 ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία άρχισε την 2.6.2008 με την κατάθεση από την αιτούσα αιτήσεως περί αναιρέσεως της υπ αριθ. 327/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης και περατώθηκε με την δημοσίευση της υπ αριθ. 2803/2014 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 28.8.2014. Με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα ζητεί επίσης να επιβληθεί εις βάρος του Δημοσίου η δικαστική της δαπάνη. Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο, στρέφεται δε κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση εύλογου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του ΕΔΔΑ, απαριθμούνται στο άρθρο 57 1 του νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία της υποθέσεως για τον αιτούντα. Τέλος, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τις διατάξεις της 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/ 2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τρία (3) στάδια. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής
δίκης με βάση τα κριτήρια της 1 του άρθρου 57 του νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. σχετ. αποφ. ΕΔΔΑ, της 29.3.2006, Cochiarella κατά Ιταλίας, της 23.9.2004, Αγαθός κ.λπ. κατά Ελλάδος και της 15.7.2004, Θεοδωρόπουλος κατά Ελλάδος). Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, το δικαστήριο προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθαρισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου, των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του ν. 4055/2012. (ΣτΕ 4467/2012, βλ. και 1, 1856/2013). Επειδή, η υπ αριθ. 2803/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσιεύθηκε στις 28.8.2014, η δε εξάμηνη προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης χρονικής διάρκειας της δίκης, κατ επίκληση των άρθρων 53 επ. του ν. 4055/ 2012, άρχισε την επομένη, 29.8.2014, έληξε δε στις 29.2.2015. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, κατατεθείσα στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 27.2.2015, ασκείται εμπροθέσμως. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η αιτούσα ανέλαβε, βάσει συμβάσεως που υπεγράφη στις 12.7.1999 μεταξύ αυτής και της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως, την εκτέλεση του προαναφερθέντος έργου. Ειδικότερα η εκτέλεση του έργου αυτού περιελάμβανε την κατασκευή: α) αντλιοστασίου, β) ανοιχτής διώρυγας μήκους 1.450 μέτρων για τη μεταφορά νερού από τον ποταμό Στρυμόνα στο αντλιοστάσιο και γ) δύο δεξαμενών οι οποίες θα συνεδέοντο με το αντλιοστάσιο με υπόγειους αγωγούς. Κατά τη διάρκεια εκτελέσεως του έργου ανέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των συμβληθέντων μερών, σχετικές με την ευχέρεια απρόσκοπτης εκτελέσεως των εργασιών από την πλευρά της αιτούσας, λόγω αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από ιδιοκτήτες των ακινήτων μέσω των οποίων είχε προγραμματισθεί η χάραξη των έργων, καθώς και άλλων προβλημάτων, με αποτέλεσμα η αιτούσα να αποστείλει σειρά εγγράφων προς τη Διευθύνουσα Υπηρεσία (Τμήμα Εγγειοβελτιωτικών Έργων της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως ) με τα οποία διετύπωνε επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα εμπροθέσμου παραδόσεως του έργου, ισχυριζόμενη ότι δεν της είχαν παραδοθεί ελεύθερες όλες οι ζώνες εντός των οποίων όφειλε να εκτελέσει τις εργασίες και ενημέρωνε ότι, εφόσον η διαμορφωθείσα κατάσταση δεν οφείλετο σε υπαιτιότητά της, θα απαιτούσε την καταβολή αποζημιώσεως προς αποκατάσταση οιασδήποτε ζημίας θα προέκυπτε από την παραπάνω αιτία, μεταξύ των οποίων και για σταλίες των μηχανημάτων της. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια εκτελέσεως του έργου υπεβλήθησαν από την αιτούσα εννέα πρωτόκολλα παραλαβής αφανών εργασιών και στις 10.12.01 υπεβλήθη η
τελική επιμέτρηση του έργου. Η επιμέτρηση διορθώθηκε από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και με το υπ αριθ. πρωτ. 32 /28.12.01 έγγραφό της απεστάλη ταχυδρομικώς στην αιτούσα, λόγω μη ανευρέσεως του διορισθέντος στην έδρα της Διευθυνούσης Υπηρεσίας αντικλήτου της αιτούσας, η οποία ισχυρίζεται ότι ουδέποτε παρέλαβε τη διορθωμένη τελική επιμέτρηση. Εξάλλου, η αιτούσα στις 2.12.03 υπέβαλε αρμοδίως ειδική όχληση, με την οποία, αφού ανέφερε ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος, ζήτησε την οριστική παραλαβή του έργου. Με την υπ αριθ. πρωτ. ΤΤ 32../5.12.03 απόφαση του διευθυντή της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως (Προϊσταμένης Αρχής) συγκροτήθηκε επιτροπή για την προσωρινή παραλαβή του έργου. Η επιτροπή αυτή, ύστερα από επιτόπια μετάβαση και με την παρουσία εκπροσώπου της προσφευγούσης, διεπίστωσε την ύπαρξη κακοτεχνιών. Κατόπιν τούτου προέβη στη σύνταξη του από 15.12.03 πρωτοκόλλου προσωρινής παραλαβής του έργου, με το οποίο, αφού αναφέρονται λεπτομερώς όλες οι κακοτεχνίες που αφορούν σε όλα τα τμήματα του έργου, διεκόπη η παραλαβή αυτού και ετάχθη στην αιτούσα προθεσμία πέντε μηνών για την αποκατάσταση των κακοτεχνιών, με την επισήμανση ότι μετά την εξάλειψη τούτων η επιτροπή θα προχωρήσει στην παραλαβή του έργου. Κατά του παραπάνω πρωτοκόλλου, το οποίο υπεγράφη από την αιτούσα με επιφύλαξη στις 14.5.04, αυτή άσκησε την από 17.5. 04 ένσταση με την οποία προέβαλε ότι η σύνταξη του πρωτοκόλλου προσωρινής παραλαβής δεν είναι νόμιμη, διότι το αίτημα που υπέβαλε ήταν να αναγνωρισθεί ότι έχει συντελεσθεί η αυτοδίκαιη οριστική παραλαβή του έργου και όχι η προσωρινή, εφόσον είχαν παρέλθει οι σχετικές προθεσμίες που τάσσονται από το νόμο. Συγχρόνως με την υποβολή της ενστάσεως (ήτοι στις 17.5.04) η αιτούσα υπέβαλε προς την ίδια αρχή (Προϊσταμένη Αρχή) τον 2ο Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.), που τον συνόδευε με το 2ο Πρωτόκολλο Κανονισμού Νέων Τιμών Μονάδος, ο οποίος συντάχθηκε για να συμπεριλάβει αφενός αυξήσεις ποσοτήτων που προέκυψαν από την τελική επιμέτρηση, η οποία, όπως προέβαλε η αιτούσα, είχε εγκριθεί αυτοδικαίως μετά την πάροδο διμήνου από της υποβολής της λόγω του ότι δεν της κοινοποιήθηκε νομίμως η διόρθωση στην οποία προέβη η Διευθύνουσα Υπηρεσία, αφετέρου δε αποζημίωση για τις κατά τα ανωτέρω σταλίες των μηχανημάτων της. Με το υπ αριθ. πρωτ. 11 / 11 /25.5.04 έγγραφο, που απέστειλε η Προϊσταμένη Αρχή προς την αιτούσα, αφενός της κοινοποίησε την υπ αριθ. πρωτ. 11 /25.5.04 απόφασή της, με την οποία απέρριψε την προαναφερθείσα ένσταση, αφετέρου της επέστρεψε τον υποβληθέντα 2ο Α.Π.Ε. αναφέροντας ότι: «Η υποβολή του 2ου Α.Π.Ε. που συντάξατε για το έργο που αναφέρεται στο θέμα σας επιστρέφεται, η σύνταξη Α.Π.Ε. θα γίνει από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία με βάση το πρωτόκολλο παραλαβής που θα συνταχθεί από την αρμόδια επιτροπή παραλαβής». Κατά του τελευταίου εγγράφου, κατά το μέρος που σ αυτό αντιστοιχεί ο αριθμός πρωτοκόλλου 11 και αναφέρεται στην επιστροφή του 2ου Α.Π.Ε., η αιτούσα άσκησε απ ευθείας την από..6.04 αίτηση θεραπείας, ενώπιον του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, με αίτημα την ακύρωση τούτου και την έγκριση του υποβληθέντος Α.Π.Ε. Κατά δε της τεκμαιρόμενης απορρίψεως της αιτήσεως θεραπείας από τον παραπάνω υπουργό, λόγω απράκτου παρόδου της τασσόμενης από το νόμο τρίμηνης προθεσμίας, ασκήθηκε προσφυγή, με την οποία η αιτούσα διατύπωσε τα ίδια αιτήματα. Το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την 327/2008 απόφασή του έκρινε ότι το υπ αριθ. πρωτ. 11 /25.5.04 έγγραφο της Προϊσταμένης Αρχής, κατά του οποίου ασκήθηκε
από την αιτούσα αίτηση θεραπείας, έχει απλώς πληροφοριακό χαρακτήρα εφόσον μ αυτό η Προϊσταμένη Αρχή ενημερώνει ουσιαστικώς την αιτούσα ότι, σύμφωνα με όσα ορίζονται από το άρθρο 43 5 του π.δ. 609/1985, ο Α.Π.Ε. και το πρωτόκολλο νέων τιμών συντάσσονται, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως του αναδόχου, από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία και υπογράφονται από τον ανάδοχο, ο οποίος, σε περίπτωση διαφωνίας, μπορεί να ασκήσει ένσταση, ακολούθως δε υποβάλλονται προς έγκριση στην Προϊσταμένη Αρχή, προς την οποία διαβιβάζεται και η τυχόν ασκηθείσα από τον ανάδοχο ένσταση, μαζί με τα λοιπά πληροφοριακά στοιχεία. Με βάση δε τα ανωτέρω εκτεθέντα, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη και δη ως στρεφομένη κατά μη εκτελεστής πράξεως. Κατά της αποφάσεως αυτής η αιτούσα κατέθεσε στις 2.6.2008 αίτηση αναιρέσεως, με τον μοναδικό λόγο της οποίας προέβαλε ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο προέβη σε παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, δεχόμενο πραγματικά περιστατικά προφανώς διαφορετικά από τα αναφερόμενα σε αυτό και ειδικότερα εκλαμβάνοντας ως διαβιβαστικό έγγραφο υποβολής του 2ου Α.Π.Ε. την υπ αριθ. πρωτ. 11 /17.5.2004 αίτηση που υπέβαλε η αιτούσα προς την Προϊσταμένη Αρχή. Η αίτηση αναιρέσεως διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και εισήχθη στις 10.6.2008 ενώπιον του ΣΤ Τμήματος, με πρώτη ορισθείσα δικάσιμο την 19.1.2009. Η υπόθεση αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως δεκατρείς φορές, μεσολάβησε δε προ της προτελευταίας αναβολής και αλλαγή εισηγητού. Εν τέλει, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την 2804/28.8.2014 απόφασή του, απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, η αιτούσα τελούσε σε κατάσταση πτωχεύσεως και στερούνταν, ως εκ τούτου, της δικανικής ικανότητας να ασκεί ένδικα βοηθήματα και μέσα ιδίω ονόματι, μόνος δε νομιμοποιούμενος για την άσκηση της αιτήσεως ήταν ο σύνδικος της πτωχεύσεως. Ειδικότερα, το δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στην κρίση αυτή έλαβε υπ όψιν του το υπ αριθ. πρωτ. 204./10 /9.5.2014 έγγραφο της Νομικής Υπηρεσίας της Περιφερειακής Ενότητας. της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με το οποίο διαβιβάσθηκαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας (υπ αριθ. πρωτ. 26 /2.6.2014) στοιχεία, από τα οποία προέκυπτε ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, αρχικά, με την 35179/11.11.2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (εκουσία δικαιοδοσία), η οποία εξαφανίσθηκε με την 345/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και στη συνέχεια με την 6712/25.2.2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (εκουσία δικαιοδοσία), με την οποία ορίσθηκε δικηγόρος ως προσωρινός σύνδικος της πτώχευσης. Από τα αυτά στοιχεία προέκυπτε ότι με την 84 / 26.8.2008 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου κηρύχθηκε η παύση των εργασιών της πτώχευσης ελλείψει ενεργητικού (βλ. υπ αριθ. 45 /5.5.2014 πιστοποιητικό Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πτωχεύσεων και οικ: 177 / 20 /7.5.2014 αίτηση Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων Π.Ε.. Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας προς Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης), δίχως στη συνέχεια να κινηθεί εκ νέου η διαδικασία κήρυξης σε πτώχευση ή να υποβληθεί αίτηση για πτώχευση, ούτε δήλωση αναστολής πληρωμών της αιτούσας ή να κινηθεί σε βάρος της διαδικασία κήρυξης σε αναγκαστική διαχείριση (βλ. υπ αριθ. 14./ 8.5.2014 πιστοποιητικά Γραμματέως Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Γραμματείας Πιστοποιητικών Διαθηκών Σωματείων). Με βάση τα ανωτέρω έγγραφα το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την προαναφερθείσα 2803/2014 απόφασή του, έκρινε ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν ασκήθηκε παραδεκτώς από
την πτωχεύσασα εταιρεία, καθόσον η απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εκδόθηκε μετά την κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως, το απαράδεκτο δε αυτό δεν θεραπευόταν, εκ των υστέρων, καθισταμένης της αιτήσεως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι ο χρόνος που μεσολάβησε από την κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως (2.6.2008) μέχρι τη δημοσίευση της 2804/2014 απόφασης του ΣΤ Τμήματος στις 28.8.2014, ήτοι έξι (6) έτη, δύο (2) μήνες και είκοσι έξι (26) ημέρες, υπερέβη κατά πολύ την εύλογη διάρκεια της δίκης, κατά παράβαση του άρθρου 6 1 της ΕΣΔΑ, χωρίς υπαιτιότητα της αιτούσας, δεδομένου ότι η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε και τις δεκατρείς φορές αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η ένδικη διαφορά δεν παρουσίαζε καμία ιδιαιτερότητα ή δυσκολία. Όσον αφορά στο διακύβευμα της υπόθεσης για την αιτούσα, προβάλλεται ότι αυτό ήταν όχι απλά ιδιαίτερα σημαντικό για αυτήν, αλλά «αφορούσε αυτήν καθ εαυτήν την επιβίωσή της», αφού «αφορούσε την απόρριψη του νομίμως υποβληθέντος 2ου Α.Π.Ε., ποσού 1.253.606.582 δρχ.». Προς ενίσχυση δε του ανωτέρω ισχυρισμού, η αιτούσα προβάλλει ότι περιήλθε σε δεινή θέση και λόγω της κηρύξεώς της σε πτώχευση και έχουν ήδη εκπλειστηριαστεί ακίνητα των νομίμων εκπροσώπων της. Προβάλλεται, επίσης, ότι η ως άνω υπέρβαση των ευλόγων χρονικών ορίων της δίκης προκάλεσε στην αιτούσα ηθική βλάβη, συνιστάμενη στην αβεβαιότητα και την ταλαιπωρία που υπέστη καθ όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Προς αποκατάσταση δε της ηθικής της βλάβης, η αιτούσα ζητεί να της επιδικασθεί το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με υπόμνημά του, κατατεθέν εντός της χορηγηθείσης από το Δικαστήριο προθεσμίας, προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι «η προσκόμιση των στοιχείων από τα οποία προέκυψε η κήρυξη της πτώχευσης της αντιδίκου δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο, κατά του οποίου στρέφεται η υπό κρίσιν αίτηση, αλλά από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και επομένως μη νομίμως ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης εις βάρος του Δημοσίου». Επειδή, από τα ανωτέρω εκτεθέντα προκύπτει ότι η διαδικασία για την εκδίκαση της ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας διήρκεσε έξι έτη, δύο μήνες και είκοσι έξι ημέρες, χωρίς να προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε με τη συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης, δεδομένου ότι οι αναβολές συζητήσεως αυτής έλαβαν χώρα αυτεπαγγέλτως. Ο ως άνω, εξάλλου, ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, ότι δεν ευθυνόταν αυτό για την καθυστερημένη αποστολή των στοιχείων των αφορώντων στην πτώχευση της αιτούσας, και επομένως δεν θα έπρεπε να στρέφεται κατά αυτού η κρινόμενη αίτηση αλλά κατά της Περιφερείας Κεντρικής Μακεδονίας, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, κατά την έννοια του άρθρου 53 2 του ν. 4055/2012, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση στρέφεται μόνον κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξαρτήτως του εάν αυτό ήταν διάδικος στην διοικητική δίκη επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση για την καθυστέρηση της οποίας παραπονείται ο αιτούμενος την ικανοποίηση. Επειδή, περαιτέρω, η υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 2803/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ναι μεν δεν εμφάνιζε δυσχέρεια ως προς τo ζήτημα που προεβλήθη με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως (περί παραμορφώσεως εγγράφου), πλην το ζήτημα που αφορούσε στην ενεργητική νομιμοποίηση της αναιρεσείουσας, είχε παραπεμφθεί, στα πλαίσια εξετάσεως
άλλης υποθέσεως, από την 1.2.2012 ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο και το επέλυσε με την 1375/5.4.2013 απόφασή του. Επειδή, τέλος, το διακύβευμα της υποθέσεως, ήταν μεν κατ αρχήν σημαντικό για την αιτούσα, ενόψει και του συνολικού προϋπολογισμού του έργου (498.664.976 δρχ.), όπως αυτό προκύπτει από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, πλην ο ισχυρισμός της αιτούσας αναφορικά με την κήρυξή της σε πτώχευση, ουδεμία επιρροή ασκεί στην παρούσα δίκη, δεδομένου ότι αυτή είχε κηρυχθεί σε πτώχευση προ της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως και, συνεπώς, η καθυστέρηση εκδικάσεως αυτής δεν τελούσε σε αιτιώδη συνάφεια με την κήρυξη αυτής σε πτώχευση, καθ ερμηνείαν του σχετικώς προβαλλομένου, με το υπόμνημα του Ελληνικού Δημοσίου, ισχυρισμού. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω και κατ εκτίμηση του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως με βάση τα προαναφερθέντα νόμιμα κριτήρια, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα των έξι ετών, δύο μηνών και είκοσι έξι ημερών δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 1 της ΕΣΔΑ. Η επιμήκυνση δε της επίμαχης διαδικασίας προκάλεσε ηθική βλάβη στην αιτούσα, συνιστάμενη στη μακρά αβεβαιότητα για την έκβαση της δίκης και στην ταλαιπωρία που υπέστη, κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας. Επειδή, η θέσπιση με το ν. 4055/2012 ειδικού ένδικου βοηθήματος για την δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης δικαιολογεί την επιδίκαση στην αιτούσα ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΔΑ, εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιόν του, εφ όσον το ποσό που θα επιδικασθεί δεν θα είναι πολύ κατώτερο ενός ευλόγου ορίου («unreasonable»), θα στοιχεί προς τη νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard living») της Χώρας και η απόφαση θα εκτελεσθεί αμέσως (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 10ης.10. 2004 «Dubjakova κατά Σλοβακίας» και της 26ης.3. 2006 «Scordino κατά Ιταλίας»). Στο πλαίσιο αυτό, συνεκτιμάται η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, η οποία συνδέεται με τον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους λόγω εκτοξεύσεως σε πρωτοφανή επίπεδα του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και αντικατοπτρίζεται στην οικονομική ύφεση και μείωση του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος (ΣτΕ 2273, 1340/2014, 2974/ 2013, 4467/2012 Μονομελούς). Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, κρίνει ότι πρέπει κατά μερική παραδοχή της κρινομένης αιτήσεως να επιδικασθεί στην αιτούσα το ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων (2.600) ευρώ για ηθική βλάβη. Επειδή, περαιτέρω, πρέπει, κατά τα παγίως κριθέντα (ΣτΕ μον. 1423, 100/2014, 3517, 3152/ 2013 κ.ά.), να απορριφθεί το αίτημα καταβολής του ποσού της δίκαιης ικανοποίησης νομιμοτόκως, κατ' εκτίμηση δε των περιστάσεων, να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη της αιτούσας, της οποίας γίνεται εν μέρει μόνο δεκτή η κρινόμενη αίτηση, και του Δημοσίου, και να αποδοθεί σε αυτήν τμήμα του καταβληθέντος παραβόλου, ύψους εκατό (100) ευρώ. Διά ταύτα
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση. Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων (2.600) ευρώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό. ΣΧΟΛΙΟ Το ένδικο βοήθημα του ν. 4055/2012. Μια νέα ιστορία του Σίσυφου!!! 1. Η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης είναι βασικό σημείο για τη λειτουργία της δημοκρατίας Με τη φράση αυτή και με το δικό του τρόπο, ο τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, έθεσε πρόσφατα επί τάπητος τις δυσλειτουργίες που υπάρχουν στην απονομή της δικαιοσύνης,λόγω της νακροχρόνιας καθυστέρησης απονομής της. Είναι γνωστόν ότι η κατάσταση οδηγεί πλέον στο φαινόμενο της «αρνησιδικίας». Οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης, και κυρίως ο τρόπος και η ταχύτητα με την οποία λειτουργεί το σύστημα, έχουν επιπτώσεις σε όλη την κοινωνία, ακόμη και στην οικονομία του τόπου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), στα 52 χρόνια λειτουργίας του έχει καταδικάσει την Ελλάδα συνολικά 403 φορές για παραβίαση του άρθρου 6 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) εξαιτίας υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δικαστικής διαδικασίας, ενώ μόνο το 2011 οι καταδίκες ανήλθαν τις πενήντα. Σε κάθε μία από τις υποθέσεις αυτές το Ελληνικό Κράτος εξαναγκάστηκε από το ΕΔΔΑ να καταβάλει αποζημίωση πολλών χιλιάδων Ευρώ στους παθόντες, το ανθρώπινο δικαίωμα των οποίων σε δίκαιη δίκη κρίθηκε ότι παραβιάστηκε. 2.- «Iustitiae dilatio est quaedam negation» 1 Η Ελληνική Πολιτεία με τους νόμους 4055/2012 και 4239/2014 2 επιχειρεί να συμμορφωθεί προς τις διεθνώς ανειλημμένες υποχρεώσεις της, οι οποίες απορρέουν από το Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και το πρωταρχικό δικαίωμα σε ταχεία κι αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη «right to a fair and speedy trial». Οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για την ευθυγράμμιση της χώρας μας στις απαιτήσεις του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε συμμόρφωση των άρθρων 6 1 και 13 της ΕΣΔΑ, όπως αυτά ερμηνεύθηκαν με την απόφαση του ΕΔΔΑ, της 21.12.2010, Αθανασίου κλπ. κατά Ελλάδος. Είχε άλλωστε προηγηθεί και σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ελληνική έννομη τάξη δεν προσφέρει στους ενδιαφερομένους μια πραγματική προσφυγή για το παράπονο του εύλογου χρόνου (βλ. απόφαση της 10 Απριλίου 2003, nο. 53401/99, Κόντη-Αρβανίτη κατά Ελλάδος, 29-30). 1. Μτφρ. «Καθυστέρηση είναι ένα είδος άρνησης της Δικαιοσύνης». 2. Βλ. Α ν τ ώ ν η Π. Α ρ γ υ ρ ο ύ, «Η δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης»(ν. 4055/2012, 4239/2014) με πρόλογο του Π α ν α γ ι ώ τ η Ο. Π ι κ ρ α μ μ έ ν ο υ, Εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2015.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί της προσφυγής αριθ. 40547/10 ΤΕΧΝΙΚΗ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ Α.Ε κατά Ελλάδας 3, είχε την ευκαιρία να εξετάσει το ένδικο βοήθημα του ν4055/12 που θεσπίστηκε στην Ελλάδα για την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στα διοικητικά δικαστήρια και το ΣτΕ. Την 9.10.2014 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) εξέδωσε απόφαση επί της υποθέσεως «Ξυνός κατά Ελλάδας», η οποία αφορούσε το ευρύτερο ζήτημα της υπερβολικής διάρκειας δικών ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης και ειδικότερα μια περίπτωση ολιγωρίας των ελληνικών διοικητικών αρχών να εκτελέσουν απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το ΕΔΑΔ διακήρυξε ότι τα παραπάνω περιστατικά στοιχειοθετούν παραβίαση του άρθρου 6 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης). Περαιτέρω, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το ένδικο βοήθημα που θεσπίστηκε στην Ελλάδα με το νόμο 4239/2014 για την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αυτό, μαζί με τη διαδικασία που προβλέφθηκε με το νόμο 4055/2012 στα πλαίσια της διοικητικής δικαιοσύνης, αποτέλεσε την απόπειρα συμμόρφωσης του ελληνικού κράτους σε δύο προηγούμενες αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις α) «Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδας» (προσφυγή υπ αριθ. 54447/ 10) της 3.4. 2012 και β) της «Γλύκαντζη κατά Ελλάδας» (προσφυγή υπ αριθ. 40150/09) της 30.10.2012, οι οποίες καταδίκαζαν την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το εν λόγω ένδικο βοήθημα αποτελεί ικανοποιητική συμμόρφωση του ελληνικού κράτους στις αποφάσεις του, έστω κι αν δεν προβλέπει αξιώσεις για προληπτική προστασία σε περίπτωση καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης. Παρόλα αυτά, η ανωτέρω διαδικασία του ν. 4055/2012 και του ν. 4239/2014 είναι, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, δίκαιη, γρήγορη, προσιτή για τον αιτούντα, όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, και οδηγεί σε ικανοποιητικές αποζημιώσεις. Εν προκειμένω η σχολιαζόμενη απόφαση, αναφέρεται εμπεριστατωμένα στο δικαίωμα αποζημίωσης-δίκαιης ικανοποίηση, λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, παραπέμπει στην σχετική μέχρι σήμερα νομολογία του ΕΔΔΑ και των ελληνικών δικαστηρίων. 3.- Το ένδικο βοήθημα των άρθρων 53-58 του ν. 4055/ 2012 Το ένδικο βοήθημα των άρθρων 53-58 του ν. 4055/ 2012, υπήρξε μια επιτυχής παρέμβαση της Ελληνικής Πολιτείας για την αντιμετώπιση του προβλήματος της προσβολής του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, με πληθώρα δικαστικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με πλήρη σχεδόν απουσία αιτήσεων στα Πολιτικά Δικαστήρια. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το ΕΔΔΑ στην απόφαση της 5.4. 2011, υπόθ. Πεσματζόγλου και Πεσματζόγλου-Φιτσιούλα κατά Ελλάδας 4 έκρινε ότι υφίστατο παραβίαση του εύλογου χρόνου διεξαγωγής αστικής δίκης που αφορούσε ακύρωση αγοραπωλησίας ακινήτου, η οποία διήρκεσε συνολικά 22 χρόνια! 3. Βλ. ΕΔΔΑ, Τεχνική Ολυμπιακή κατά Ελλάδας, 1/10/2013, σε ΘΠΔΔ 1. 2014 με παρατ. Σ τ. Τ ρ ε κ λ ή. 4. Βλ. σε ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 4/2011, Απρίλιος.
Δυστυχώς το ένδικο αυτό βοήθημα 5 είναι σχεδόν άγνωστο στην κοινή γνώμη και στους εφαρμοστές του δικαίου. Οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί 6, ενώ διαπιστώνουν την μακροχρόνια ταλαιπωρία των διαδίκων που φτάνει στα όρια της αρνησιδικίας, εντούτοις, επιδικάζονται στην πλειοψηφία εντελώς εξευτελιστικά ποσά που αποτελούν και τροχοπέδη για την δικαστική επιδίωξη και ακόμη περισσότερο ανατρέπουν τον σκοπό του νόμου. Να αντιληφθεί κανείς την ψυχική ταλαιπωρία του διαδίκου που αναμένει επί τόσα έτη την έκδοση της απόφασης για την υπόθεσή του, αλλά και τις παράπλευρες υλικές συνέπειες. Η επιδίκαση εξευτελιστικών ποσών αποζημιώσεως γίνεται προφανώς κατά παράβαση της αρχής αναλογικότητας και της έννοιας του δικαίου και δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία επιδίκασης μικρών ποσών η επί μακρόν σοβούσα νομισματική κρίση. Έτσι και στην σχολιαζομένη κρίθηκε ότι η καθυστέρηση έξι ετών με μεγάλες συνέπειες για την αιτούσα και πλέον αποτέλεσε υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διάρκειας της διοικητικής δίκης προκαλώντας ηθική βλάβη και επιδικάσθηκε εύλογη αποζημίωση σε αυτήν το ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων (2.600) ευρώ! Έχουμε τη γνώμη ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην επιδίκαση του ύψους της αποζημιώσεως αφού δεν επιτρέπεται από τον νόμο η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων του ένδικου βοηθήματος των άρθρων 53-58 του ν. 4055/2012, πράγμα που νομίζουμε ότι πρέπει να επιτραπεί. Σε κάθε περίπτωση, ο δικαστής στην επιδίκαση του ύψους της αποζημιώσεως πρέπει να συνεκτιμά όλα τα ιδιαίτερα στοιχεία της υποθέσεως και ιδίως την έννοια της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, που συνιστά αόριστη νομική έννοια, κατά την εξειδίκευση της οποίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης υπόκειται, με εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας. Συμπερασματικά: Η σχολιαζομένη είναι υποδειγματική σε όλα τα επίπεδα πλην του ύψους της αποζημιώσεως, το οποίο θεωρούμε εξευτελιστικό ενόψει του μακρού χρόνου της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης. Προβλέπουμε ότι πολύ σύντομα, το ένδικο αυτό βοήθημα θα μείνει στη ιστορία σαν ένα απρόσφορο μέσο για την επιταχύνση απονομής της δικαιοσύνης (όπως και η αγωγη κακοδικίας),αφού το υψος της επιδικαζόμενης αποζημιώσεως δεν θα καλύπτει στις περισσότερες φορές ούτε τα εξοδα της δίκης, Μια νέα ιστορία του Σίσυφου!!! AΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ αrgyros.office @ gmail.com 5. Βλ. Δ. Ρ ά ι κ ο υ, «Δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης», ΘΕΩΡΙΑ & ΠΡΑΞΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, 8-9/2013, Αύγουστος-Σεπτέμβριος. 6. Το ΣτΕ εξέδωσε το 2015(από 1.1.2015 έως 31.8.2015) με αντικείμενο δίκης την δίκαιη ικανοποίηση 25 αποφάσεις εκ των οποίων έκανε δεκτές 23, επιδίκασε χρηματικά ποσά από 1.800 μέχρι 5.300!