Η Ζοβεϊντά και ο Δράκος του Κόκκινου Πύργου Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν, σ ένα όμορφο παλάτι της Ανατολής, ένας βασιλιάς με τη βασίλισσα και τα δυο αγαπημένα τους παιδιά, τον Μπακπουμπούκ και τη Ζοβεϊντά. Ο βασιλιάς φημιζόταν για τη δικαιοσύνη του, γι αυτό ο λαός του τον αγαπούσε και η μικρή του χώρα είχε όλα τα καλά και τ αγαθά του Θεού. Τούτο, όμως, στάθηκε αιτία κάποιος μοχθηρός γειτονικός μονάρχης να φθονήσει το βασιλιά και την ευτυχισμένη του πολιτεία και να θελήσει να την κατακτήσει. Έτσι, ένα πρωινό έστειλε στον καλό βασιλιά μήνυμα και, ούτε λίγο ούτε πολύ, του ζητούσε να του παραδώσει το μισό του βασίλειο, που, όπως ισχυριζόταν, ανήκε στους μακρινούς προγόνους του. Ειδάλλως, απ την ίδια μέρα κιόλας, θ αρχινούσε πόλεμος και, το δίχως άλλο, θα του το έπαιρνε με το έτσι θέλω! Ο καλός βασιλιάς, αφού κουβέντιασε ώρες πολλές με τους δώδεκα σοφούς συμβούλους του για το σοβαρό αυτό ζήτημα, κατέληξε στην απόφαση να συμβιβαστεί με τους εχθρούς του, μια που εκείνοι διαθέτανε τριπλάσια στρατιωτική δύναμη απ τη δική του. Τι λες, πατέρα; πετάχτηκε ταραγμένο, όταν το άκουσε, το βασιλόπουλο και πρόσθεσε: Συμβιβασμό με τον εχθρό μας ποτέ δε θα δεχτώ, και ας είμαι ανήλικος ακόμα... Ας τα χουν να τα χαίρονται εκείνοι τα δικά τους! Μα εσύ ποτέ να μη δεχτείς να μοιραστούν το βιος και τ άγια χώματά μας... Όποιοι κι αν είναι, όσοι και να είναι, στείλε τους μήνυμα να ρθούνε να τα πάρουν! Τα χρόνια σου είναι άγουρα, παιδί μου, μα μίλησες πολύ σωστά και εύγε σού ταιριάζει, είπε με περηφάνια ο βασιλιάς στο παλικάρι του κι αμέσως κήρυξε επιστράτευση. 17
Τότε, ο Μπακπουμπούκ έζεψε τη Σαΐτα, το πιο γρήγορο και αγαπημένο του άλογο, και τράβηξε για τη μεγάλη πλατεία της πόλης, να εμψυχώσει τα παλικάρια και να τους μιλήσει για τον τίμιο αγώνα τους. Σε λίγο σύσσωμη η μικρή πολιτεία ξεσηκώθηκε. Οι κάτοικοι, με επικεφαλής το βασιλιά και τον πρίγκιπα στην πρώτη γραμμή, έτρεξαν στο πεδίο της μάχης και άρχισαν να πολεμούν με λύσσα και γενναιότητα το βάρβαρο εχθρό, που στα καλά καθούμενα ξεσηκώθηκε με μπαμπεσιά να κατακτήσει την τιμημένη χώρα τους. Ο πόλεμος ήταν άνισος και σκληρός... Πολλοί γενναίοι στρατιώτες έπεφταν καθημερινά κι απ τις δύο πλευρές. Το αίμα χυνόταν ποτάμι κι ο κόσμος βαστούσε την ανάσα του, μέχρι να δουν προς τα πού θα έγερνε η ζυγαριά της νίκης. Στην τελευταία μάχη, που ήτανε κι η πιο σκληρή και μ αυτή κρινόταν ο πόλεμος, ο πρίγκιπας Μπακπουμπούκ λαβώθηκε θανάσιμα. Ένα εχθρικό βόλι τον χτύπησε κατάστηθα και σωριάστηκε χάμω νεκρός. Είχε όμως προλάβει να δώσει το τελικό θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό, που πανικόβλητος το βαλε στα πόδια και δεν ξαναμίλησε ποτέ πια για συμβιβασμό. Απαρηγόρητος ο βασιλιάς, έδωσε εντολή και μετέφεραν με τις πρεπούμενες τιμές το άψυχο κορμί του πρίγκιπα στο παλάτι. Κι αμέσως κάλεσαν τον Παταπούφ, τον ταριχευτή, που με τα φίλτρα του τα μαγικά, έκανε το πριγκιπόπουλο να μοιάζει ζωντανό. Του φόρεσαν το στέμμα του και τη φανταχτερή στρατιωτική στολή του κι ύστερα το τοποθέτησαν σ ένα ολόχρυσο κρεβάτι, στην καλύτερη αίθουσα του παλατιού, που φωτιζόταν απ τα πολύχρωμα κρυστάλλινα άστρα της οροφής. Η Ζοβεϊντά, η αδερφή του, του έκανε συνεχώς αέρα με τη βεντάλια της, μήπως και τον αναστήσει. Κάμποσος καιρός πέρασε από τότε, μα ο δύστυχος βασιλιάς δεν έλεγε να συνέλθει από το βαρύ χτύπημα της μοίρας του. Μια μέρα, μάλιστα, έπεσε άρρωστος βαριά. Πολλοί ξενόφερτοι γιατροί προσπάθησαν να τον συνεφέρουν, μα του κάκου! Κανένας δεν κατάφερε να τον κάνει καλά. Και τότε κάλεσαν το γερο-αμπακούμ, το φημισμένο μάγο, που γιάτρευε όλες τις αρρώστιες. Όμως το κακό που βασάνιζε τον άτυχο βασιλιά ολοένα και θέριευε πιο πολύ... Θέλεις γιατί το λαδάκι του είχε σωθεί, θέλεις γιατί τα βότανα εκείνα δεν ήτανε καμωμένα για την περίπτωσή του, τίποτα δε γινόταν. Μην έχοντας, λοιπόν, τι άλλο να κάνει ο γερο-αμπακούμ, κάλεσε σε συμβούλιο όλη τη βασιλική οικογένεια και τους είπε: Πολυχρονεμένοι μου, ό,τι ήτανε να κάμω το έκαμα για να γλιτώσω τον αγα- 18
πημένο μας βασιλιά. Μα δε φτάνει τούτο μονάχα. Χρειάζεται να πιει απ τ Αθάνατο Νερό, που γιατρεύει τον άνθρωπο όχι μονάχα απ όλες τις αρρώστιες, μα κι απ τα σκοτάδια του νου... Μόνο που είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεθεί... Η πηγή αυτουνού του νερού είναι αρκετά μακριά από δω, μες στον Κόκκινο Πύργο, αν τον έχετε ακουστά, που κάποτε ήταν παλάτι.»μέσα κει, λοιπόν, κατοικεί ένας φοβερός Δράκος, που ολημερίς και ολονυχτίς φυλά τ Αθάνατο Νερό. Η τεράστια στομάρα του διαρκώς ξερνά φωτιά... Κι αλίμονο σ εκείνον που θα τολμήσει να βρεθεί μπροστά του!»το μόνο πράγμα που αγαπά στον κόσμο είναι ο Ξανθούλης του. Ένας όμορφος ολόξανθος γάτος που τον κοιτά στα μάτια και τον συντροφεύει στην απέραντη μοναξιά του. Του είχε παρουσιαστεί κάποιο δειλινό, νιαουρίζοντας σπαρακτικά από την πείνα και τη δίψα. Τον είχαν εγκαταλείψει τ αφεντικά του και είχαν φύγει μακριά, αφήνοντάς τον έρημο και μονάχο στην τύχη του. Και ο Δράκος, που συνταύτισε τον πόνο του ζωντανού με το δικό του, τον σπλαχνίστηκε και τον κράτησε παντοτινά κοντά του.»ένας θρύλος λέει ότι ο Δράκος αυτός στην πρωτινή του ζωή ήταν ένας ωραίος πρίγκιπας, που τον λέγανε Πουπουλένιο, γιατί αγαπούσε πολύ τα πουπουλένια μαξιλάρια, και για κάποια άγνωστη αιτία τον καταράστηκε ο βασιλιάς πατριός του να μεταμορφωθεί έτσι. Και του υποσχέθηκε ότι τότε μονάχα θα ξαναγίνει πρίγκιπας, αν άνθρωπος βρεθεί να κάμει κάτι που θα του ζητήσει. Σαν τι ν αυτό το «κάτι»; ρώτησε περίεργη η Ζοβεϊντά. Ένα ξέρω μόνο, κόρη μου, απάντησε σκεφτικός ο γερο-αμπακούμ, ότι είναι πολύ δύσκολο να γίνει εκείνο που γυρεύει ο Δράκος. Και γι αυτό δεν έχει τολμήσει κανείς ως τώρα να του κάνει το χατίρι. Και το θεριό, από εκδίκηση, ανοίγει τότε τη φοβερή στομάρα του και τους καταβροχθίζει. Να, λοιπόν, γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να μαθευτεί το μυστικό... Αν όμως του το καναν το χατίρι, δε θα γλίτωναν οι άνθρωποι; ρώτησε και πάλι περίεργη η Ζοβεϊντά. Θα γλίτωναν, σύμφωνα με την υπόσχεση που δινε το θεριό, μα κανένας, βλέπεις, δεν τόλμησε ως τα τώρα να το κάνει. Φαντάσου τι δύσκολο πράγμα θα ναι αυτό που τους ζητά... Εγώ όμως θα τολμήσω! δήλωσε αποφασιστικά η μικρή αρχοντοπούλα, που ήταν η πιο ψυχωμένη απ όλους. Και σίγουρα θα φέρω τ Αθάνατο Νερό, να το πιει ο πατέρας μου, να γιατρευτεί. Πες μου, λοιπόν, γρήγορα, γερο-αμπακούμ, πού βρίσκεται ο Κόκκινος Πύργος; Τι ν ετούτα που ακούω, κόρη μου, και σχίζεται η καρδιά μου; Τέτοιο φαρμάκι 19
σκέφτεσαι τη δόλια σου τη μάνα να ποτίσεις, εσύ, η μονάκριβη χαρά που μου χει απομείνει; ξεφώνισε απελπισμένη η δύστυχη βασίλισσα, που είχε ακούσει όλη την κουβέντα της Ζοβεϊντά με το μάγο. Μη σκιάζεσαι, μανούλα μου, εμπιστέψου με... Και δώσ μου την ευχούλα σου στου μισεμού την ώρα... Όλα θε να πάν καλά, θα σώσω τον πατέρα! είπε με σιγουριά η Ζοβεϊντά και ζήτησε από το μάγο να της πει με λεπτομέρειες πού βρισκόταν ο Κόκκινος Πύργος, όπου κατοικούσε ο φοβερός Δράκος. Θα μπορούσα να μη σου μαρτυρήσω τίποτα και να κρατήσω το μυστικό μου, της είπε ο γερο-αμπακούμ συλλογισμένος και θαυμάζοντας την τόλμη του κοριτσιού. Άκουσε όμως, κόρη μου, με προσοχή αυτά που θα σου πω... Θα σ τ αραδιάσω όλα ένα προς ένα και δεν πρέπει να παραλείψεις ούτε ένα γράμμα απ τις συμβουλές μου, αν θες να επιτύχεις στην προσπάθειά σου και να σώσεις τη ζωή σου και τη ζωή του πατέρα σου. Και πού ξέρεις... Κάτι ακόμα, πολύ ευχάριστο, μπορεί να σου συμβεί... πρόσθεσε συλλογισμένος, χαϊδεύοντας την άσπρη του γενειάδα. Βλέποντας την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια της αρχοντοπούλας και θέλοντας ν αποφύγει κι άλλα ερωτήματα, έβγαλε μονομιάς απ τον κόρφο του κάτι παράξενα πράγματα και της είπε: Να, πάρ τα, λοιπόν, κι αυτά κι ας είναι χάρισμά σου! Πάρε τούτον εδώ το βάτραχο κι αυτά τα τρία φακελάκια, που περιέχουν τριών ειδών σκόνες: μια άσπρη, μια κόκκινη και μια κίτρινη. Α! Να σου πω και κάτι ακόμα: Ο βάτραχος αυτός τρώει ό,τι τρώνε οι άνθρωποι.»κι αύριο, με το χάραμα, προτού οι αχτίνες τ Αυγερινού ακουμπήσουν τη γη, θα ξεκινήσεις και θα αφήσεις το βατράχι να σε οδηγεί. Μπρος αυτό, ξοπίσω του κι εσύ και, πρόσεχε, να μην τον χάσεις απ τα μάτια σου ούτε στιγμή. Θ ανηφορίσεις και θα κατηφορίσεις δύο πανύψηλα βουνά. Προτού φτάσεις στο τρίτο βουνό, θα συναντήσεις έναν όμορφο αγελαδότοπο, γιομάτο δροσερά χόρτα και λουλούδια. Εκεί θ ανταμώσεις, ακόμα, ένα μεγάλο μαύρο χελιδόνι, που ολημερίς γυρνά απαρηγόρητο και γυρεύει τα παιδιά του. Σίγουρα, λοιπόν, άμα σε δει, θα σε ρωτήσει: Μήπως απάντησες τα παιδιά μου; Τότε εσύ πρέπει αμέσως να του πεις: Ναι, τα συνάντησα και σου στέλνουν χαιρετίσματα. Κι αυτό, θα πετάξει χαρούμενο που ζουν τα παιδιά του και θα φύγει. Ειδεμή, αν πεις όχι, δεν τα είδα, το χελιδόνι θα μεταμορφωθεί σε κακιά μάγισσα που θα καταπιεί και σένα και το βατράχι σου.»κι όταν, με το καλό, φτάσεις στο τρίτο βουνό κι ανηφορίσεις λιγάκι, τότε θ αντικρίσεις επάνω στην κορυφή του τον Κόκκινο Πύργο. Άμα πλησιάσεις στην 20
καστρόπορτα, σκούντα την κι αυτή θ ανοίξει μεμιάς. Έμπα μέσα με θάρρος κι ο βάτραχος πάλι θα σε περάσει απ τις σαράντα πόρτες που χρειάζεται για να φτάσεις στην τεσσαρακοστή πρώτη, την κάμαρα του Δράκου. Προτού να μπεις μέσα, ρίξε στον αέρα την άσπρη σκόνη κι αυτή θα σε κάνει αόρατη. Έτσι δε θα μπορεί αυτός να σε δει... Τότε, τράβα ολόισια στην κάμαρά του και, χωρίς να χάσεις καιρό, ρίξε στον αέρα την κόκκινη σκόνη που θα κάνει το Δράκο να μερώσει. Ύστερα ρίξε και την κίτρινη σκόνη στον αέρα, που θα σε ξανακάνει ορατή. Τότε εκείνος θα γυρίσει να σε δει, μα μη φοβηθείς... Δε θα σου κάνει κακό... Αντίθετα, αν του αρέσεις, πράμα που ναι βέβαιο, θα σου γυρέψει κάτι...»εκεί, λοιπόν, σε θέλω να δείξεις τη δύναμή σου! Μη δειλιάσεις και κάνε ό,τι σου πει το θεριό. Η τόλμη σου θα σ ανταμείψει! Και θα δεις τι θα συμβεί κατόπι... Από κει και πέρα τ Αθάνατο Νερό θα ναι στη διάθεσή σου. Κι ό,τι ακόμα λαχτα - ράει η ψυχή σου... Και πάλι σ το ξαναλέω: Να τυπώσεις καλά στο νου σου αυτά που άκουσες, ειδεμή... αλίμονό σου! Και με τα τελευταία τούτα λόγια ο γερο-αμπακούμ έγινε άφαντος. Με το χάραμα, η μικρή πριγκίπισσα, με μοναδική συντροφιά το βατραχάκι της, τα τρία φακελάκια με τις μαγικές σκόνες, κάνα δυο αλλαξιές και μερικά τρόφιμα, που της έβαλε η βασίλισσα μες στο πανεράκι της για το δρόμο, ξεκίνησε για τη μεγάλη της περιπέτεια. Ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του σοφού Αμπακούμ, δρόμο έπαιρνε, δρόμο άφηνε... Μπροστά το βατραχάκι, πίσω αυτή, προσέχοντας να μην το χάνει απ τα μάτια της ούτε λεπτό... Αφού πρώτα πέρασε τα δυο βουνά, όπως της είχε πει, αμέσως μετά αντάμωσε την όμορφη κοιλάδα με τις αγελάδες που έβοσκαν στο δροσερό χορτάρι. Σε λίγο, να σου και το χελιδόνι... Μήπως, καλή μου αρχοντοπούλα, συνάντησες στο δρόμο σου τα παιδιά μου; τη ρώτησε λυπημένο. Ναι, καλό μου πουλάκι, τα συνάντησα και σου στέλνουν χαιρετίσματα... Να χεις την ευχή μου κι ό,τι η ψυχούλα σου ποθεί να πραγματοποιηθεί, της είπε το χελιδόνι ευτυχισμένο και χάθηκε στον ανοιχτό ουρανό. Η Ζοβεϊντά, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο πανέμορφο τοπίο και με οδηγό πάντα το βατραχάκι της, συνέχισε το δρόμο της. Έπειτα από κάμποση ώρα αντίκρισε, επιτέλους, το μαγευτικό Κόκκινο Πύργο. Έφτασε στην καστρόπορτα και, για να μην τα πολυλογούμε, αφού πέρασε τις σαράντα πόρτες, έριξε τις σκόνες όπως την είχε συμβουλέψει ο σοφός. Πρώτα την 21
άσπρη για να γίνει αόρατη και να μην τη βλέπει ο Δράκος... Μετά την κόκκινη για να τον μερώσει και, τέλος, την κίτρινη για να ξαναγίνει ορατή, να τη δει και να της ζητήσει εκείνο που ήθελε... Εδώ, όμως, πρέπει να πούμε πως, παρόλο το κουράγιο της, η Ζοβεϊντά, μόλις έριξε την πρώτη σκόνη, που την έκανε αόρατη, κι αντίκρισε το θεριό, χωρίς εκείνο ακόμα να τη βλέπει, ανατρίχιασε σύγκορμη απ το φόβο της, ενώ κρύος ιδρώτας περιέλουσε το πρόσωπό της. Ποπό! Με ποιον ήρθα να τα βάλω... ψιθύρισε έντρομη, βλέποντας την τρομερή όψη του Δράκου, που έμοιαζε με φιγούρα της Κόλασης. 23
Οι τοίχοι κι οι πόρτες του Πύργου τριζοβολούσαν απ το βροντερό ουρλιαχτό του. Δύο κέρατα απειλητικά ήτανε φυτρωμένα πάνω στην τεράστια κεφαλή του και τα μάτια του σπίθιζαν φωτιές. Τα σουβλερά δόντια του, μαυρισμένα και αραιά, κρέμονταν έξω απ τις χειλάρες του. Ρίγος από φρίκη διαπέρασε το ντελικάτο κορμάκι του κοριτσιού, που λίγο έλειψε να το βάλει στα πόδια... Η θύμηση όμως του ετοιμοθάνατου πατέρα της έκανε το θαύμα της και, παίρνοντας καινούριο θάρρος, συνέχισε να εκτελεί κατά γράμμα τις εντολές του γερο-αμπακούμ. Άνοιξε, λοιπόν, το φάκελο με την κόκκινη σκόνη και, ω του θαύματος, ο Δράκος ημέρεψε μεμιάς. Οι κραυγές του σταμάτησαν απότομα, τα μάτια του φαίνονταν τώρα μεγάλα και ήρεμα, οι ξεχειλωμένες χειλάρες του πήγαν στη θέση τους και τίποτα δε θύμιζε την πρωτινή του άγρια όψη. Ξεθαρρεμένη κάπως, η Ζοβεϊντά άνοιξε και το τελευταίο φακελάκι με την κίτρινη σκόνη, που την έκανε πάλι ορατή, και περίμενε με αγωνία πώς θα της φερόταν ο Δράκος και τι θα της ζητούσε. Εκείνος, ολοφάνερα συγκινημένος απ την εμφάνιση του κοριτσιού, στύλωσε πάνω της τα μάτια του με λατρεία και με φωνή γεμάτη τρυφεράδα, άρχισε να της λέει: Καλώς όρισες, καλό μου κορίτσι, στον Κόκκινο Πύργο μου... Λυπήσου τη μαύρη μοναξιά μου και μείνε κοντά μου... Βασίλισσα θα γίνεις και κάθε σου επιθυμία θα ναι νόμος και προσταγή για μένα... Έλα κοντά μου και μη σκιάζεσαι... Μη σε τρομάζει η ασχήμια μου. Έχω χρυσή καρδιά και σ αγαπώ. Έλα, λοιπόν, και δώσ μου ένα φιλί να μ αναστήσεις! Η μικρή πριγκίπισσα, σφίγγοντας την καρδιά της και αποφασισμένη πια για όλα, πλησίασε το Δράκο και, κλείνοντας τα μάτια της, τον φίλησε στο στόμα. Την ίδια στιγμή, μια γλυκιά ευωδιά τη συνεπήρε και μια πρωτόγνωρη λαχτάρα συντάραξε το νεανικό της κορμί. Είχε απομείνει με τα μάτια κλειστά ακόμα στην αγκαλιά του και δεν ήθελε να τραβηχτεί από κει... Όταν, τέλος, άνοιξε τα μάτια της, εκείνο που αντίκρισε δεν περιγράφεται με λόγια... Ο φοβερός Δράκος, που λίγο πριν την έκανε να παραλύει απ την τρομάρα και τη σιχαμάρα, είχε εξαφανιστεί και στη θέση του βρισκόταν τώρα ένα πανώριο βασιλόπουλο, που την ξετρέλαινε με την ομορφιά του. Τότε, θυμήθηκε τα λόγια του σοφού: «Και θα ξαναγίνει πρίγκιπας, αν βρεθεί άνθρωπος να κάνει κάτι που θα του ζητήσει». «Ώστε αυτό το κάτι ήταν το φιλί», συλλογίστηκε η Ζοβεϊντά και ξαναφίλησε με λαχτάρα το παλικάρι. 24
Σαν συνήλθε από τη συγκίνηση, το κορίτσι διηγήθηκε στο βασιλόπουλο το σκοπό της επίσκεψής της στον Κόκκινο Πύργο. Κι εκείνο, με τη σειρά του, της εξιστόρησε τη δική του δραματική ιστορία... Προσθέτοντας, μάλιστα, πως είχε ακόμα μια όμορφη μικρή αδερφούλα, που κι εκείνη την είχε καταραστεί ο βασιλιάς πατριός του να γίνει βάτραχος. Και πως τότε μονάχα θα ξαναγινόταν όπως ήταν πρώτα, αν βρισκόταν κάποιος να φιλήσει το βάτραχο. Πού ν ο βάτραχος να τον φιλήσω κι αυτόν; ρώτησε με λαχτάρα η κοπέλα. Να τος, είπε το παλικάρι, δείχνοντας το βατράχι που χε οδηγήσει τη Ζοβεϊντά στον πύργο! Η κοπέλα, ταραγμένη ακόμα από την καινούρια τούτη έκπληξη, άρπαξε στα χέρια της το βάτραχο και τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι του κήπου. Έλα, καλό μου, να φας το σταφυλάκι σου από τη φούχτα μου, του είπε, και ύστερα θα σου δώσω και σένα ένα φιλάκι, για να ξαναγίνεις πριγκίπισσα. Έτσι κι έγινε. Η Ζοβεϊντά, χωρίς να αισθάνεται την παραμικρή αηδία, φίλησε το βάτραχο κι ευθύς παρουσιάστηκε μπροστά της μια νεαρή βασιλοπούλα με κουκλίστικη ομορφιά και ευγενικούς τρόπους, που την έλεγαν Τζοάνα. Ο Πουπουλένιος, που με ολοφάνερη αγωνία τα παρακολουθούσε όλ αυτά, σαν είδε ολοζώντανη μπροστά του την αγαπημένη του αδερφούλα, παραλίγο να λιποθυμήσει. Η μιλιά του είχε κοπεί. Και η Τζοάνα, που ένιωσε τη μεγάλη του συγκίνηση, δίνοντάς του χρόνο να συ - νέλθει, γύρισε και είπε της Ζοβεϊντά: Σ ευχαριστώ που έσωσες τον αδερφούλη μου κι εμένα από την κατάρα του κακού βασιλιά, που ήτανε ο πατριός μας. Σ ευχαριστώ και σου εύχομαι ν αποχτήσεις όλα τα καλά και τ αγαθά που ποθεί η ψυχούλα σου για το καλό που μας έκανες. Σαν πέρασαν οι πρώτες συγκινήσεις, το βασιλόπουλο γέμισε μια κανάτα με τ Αθάνατο Νερό και δίνοντάς το στη Ζοβεϊντά της είπε: Είναι πολύ θαυματουργό... Και άθαφτους νεκρούς ακόμα ανασταίνει. Στα λόγια ετούτα του νέου, η μικρή πριγκίπισσα σκίρτησε από χαρά. Τότε θα σωθεί κι ο σκοτωμένος αδερφούλης μου, είπε σκουπίζοντας τα μάτια της απ τα δάκρυα κι έπιασε να τους διηγείται πώς το παλικάρι σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία τον εχθρό, και ο πατέρας τους διέταξε τον Παταπούφ να τον ταριχέψει και να τον διατηρήσει ώστε να μοιάζει ζωντανός. Θαυμάσια! φώναξε χαρούμενο το βασιλόπουλο, σαν άκουσε τα τελευταία λόγια της Ζοβεϊντά, και αμπαρώνοντας βιαστικά τη βαριά καστρόπορτα, κατέβηκε στο στάβλο αγκαλιά με τον Ξανθούλη κι έζεψε στην άμαξα τα πιο γοργά του 26