ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Σχετικά έγγραφα
'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. αρ. 291/2016 Παραβίαση εργατικής νομοθεσίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Π ρ ο σ ή λ θ ε [...] γ ι α να δικάσει την από 8 Φεβρουαρίου 2019 [...] αίτηση αναστολής,

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Νομιμότητα και Μορφές Παρανομίας Διοικητικής Πράξης

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Σηµειώνεται πάντως ότι τα ανωτέρω θα πρέπει να εφαρµόζονται σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου όντως δεν υφίσταται σχετική νοµολογία.

Η δικαστική αναστολή εκτέλεσης των διοικητικών πράξεων στις ακυρωτικές διαφορές (Προϋποθέσεις - διαδικασία)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Ακυρωτικές διαφορές

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΠΙΛΥΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΑΦΟΡΩΝ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

«Πιστοποίηση των µηχανοδηγών και άλλες διατάξεις»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Τμήμα 16 ο ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. Α 28/ ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ν. 3900/2010. (όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 4055/2012) ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. Άρθρο 1 [Πρότυπη Δίκη]

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ. Του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας. ΚΑΤΑ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ. β. Του Π.Δ. 111/14 (ΦΕΚ Α 178) «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών».

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

1.Δικαστική και εξώδικη εκπροσώπηση και εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 6 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Καλλιθέα, 11/04/2016. Αριθμός απόφασης: 1357 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΟΛ /05/ Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων σχετικά με τη διοικητική δίκη

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Διαφορές ουσίας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Η ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.) 1ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Βιβλίο IV του Ν.4412/2016. Εισηγήτρια: Καλλιόπη Παπαδοπούλου, Νομική Σύμβουλος ΔήμοςΝΕΤ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ - Β έτος - ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: «ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ» Διδάσκοντες: Κ. Ρέμελης, Χ. Δετσαρίδης, Α. Τσιρωνάς Επιβλέπων καθηγητής: Κ. Ρέμελης Εισηγήτρια: Λάτσα Αγγελική (Α.Μ.2369) Οκτώβριος 2016 Κομοτηνή 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περιεχόμενα....σελ.2 Συντομογραφίες...σελ.4 1. Εισαγωγή.σελ.5 2. Ιστορική αναδρομή..σελ.7 3. Η προσωρινή δικαστική προστασία στο Σύνταγμα. σελ.9 4. Αναστολή εκτέλεσης Νομικό πλαίσιο....σελ.11 5. Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων-αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων...σελ.12 5.1. Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων (άρθρ.200 Κ.Δ.Δ.) σελ.13 5.1.1. Αρμοδιότητα (άρθρ.201 Κ.Δ.Δ.). σελ.14 5.1.2. Λόγοι χορηγήσεως αναστολής (άρθρ.202 Κ.Δ.Δ.).. σελ.15 5.1.3. Αρνητικές προϋποθέσεις (άρθρ.202 παρ.3 Κ.Δ.Δ.) σελ.16 6. Αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων (άρθρ.206-209 Κ.Δ.Δ.) σελ.16 6.1. Ο κανόνας: έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος... σελ.17 6.2. Εξαιρέσεις...σελ.17 6.3. Η δικαστική αναστολή εκτέλεσης (άρθρ.206 επ. Κ.Δ.Δ.)..σελ.19 1) Η άσκηση του ενδίκου μέσου να μη συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης...σελ.20 2) Προηγούμενη άσκηση ενδίκου μέσου..σελ.20 3) Σχετική αίτηση..σελ.23 6.4. Ενεργητική νομιμοποίηση..σελ.23 6.5. Συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση, η οποία δέχεται εν όλω ή εν μέρει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης..σελ.24 6.6. Αρμοδιότητα (άρθρ.207 Κ.Δ.Δ.) σελ.26 2

6.7. Λόγοι χορήγησης-απόρριψης της αναστολής (άρθρ.208 Κ.Δ.Δ.).. σελ.28 6.7.1. Λόγοι χορήγησης αναστολής..σελ.28 1) Πρόκληση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης.σελ.28 2) Πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου. σελ.32 6.7.2. Σχετική νομολογία...σελ.32 6.7.3. Λόγοι που κωλύουν τη χορήγηση αναστολής.σελ.33 1) Το δημόσιο συμφέρον και το συμφέρον των τρίτων...σελ.33 2) Προδήλως απαράδεκτο και αβάσιμο ένδικο μέσο σελ.38 3) Εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης...σελ.39 4) Το προδήλως απαράδεκτο της αίτησης αναστολής..σελ.40 6.7.4. Σχετική νομολογία...σελ.43 6.8. Το νέο άρθρο 209Α Κ.Δ.Δ. σελ.43 6.9. Διαδικασία (άρθρ. 209 Κ.Δ.Δ.)..σελ.46 6.9.1. Προδικασία (άρθρ.203 Κ.Δ.Δ.)...σελ.46 6.9.2. Κύρια Διαδικασία (άρθρ.204 Κ.Δ.Δ.).σελ.50 6.10. Η προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης (άρθρ. 204 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ.)..... σελ.55 6.10.1. Προϋποθέσεις έκδοσης Προσωρινής Διαταγής.σελ.58 6.11. Απόφαση (άρθρ.205 Κ.Δ.Δ.)...σελ.59 6.12. Ανάκληση αποφάσεως (άρθρ.205 παρ.5 Κ.Δ.Δ.).σελ.63 6.13. Τα αποτελέσματα της απόφασης επί της αίτησης αναστολής..σελ.65 7. Επίλογος...σελ.66 Βιβλιογραφία-Νομολογία-Αρθρογραφία..σελ.69 3

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ άρθρ. άρθρο βλ. βλέπε Δ περιοδικό Δίκη Δ.Ε.Ε. Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης ΔΕφΑθ Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ΔΕφΠειρ Διοικητικό Εφετείο Πειραιά ΔΠρΠειρ Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά ΔΠρΧαλκ Διοικητικό Πρωτοδικείο Χαλκίδας Δ.Φ.Ν. Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας Ε.Ε. Ευρωπαϊκή Ένωση εδ. εδάφιο Εκδ. Εκδόσεις επ. επόμενα ΕΑ ΣτΕ Επιτροπή Αναστολών Συμβουλίου της Επικρατείας ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΘΠΔΔ Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου κ.ά και άλλα Κ.Δ.Δ. Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας Κ.Πολ.Δ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ν. Νόμος Ολ. Ολομέλεια παρ. παράγραφος Π.Δ. Προεδρικό Διάταγμα σελ. σελίδα Συμβ. Συμβούλιο Συντ. Σύνταγμα ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας ΤρΔΠρΑθ Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ΤρΔΠρΘες/κης Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 4

1. Εισαγωγή. Στο πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί και πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο κάθε έννομης τάξης, δύο είναι οι κύριες επιδιώξεις, αφενός η ορθή και αφετέρου η ταχεία και έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης. Ωστόσο, σύνηθες φαινόμενο στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου αποτελεί η καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων και, συγκεκριμένα, ο συντριπτικός όγκος των εκκρεµών υποθέσεων και οι συνακόλουθες καθυστερήσεις που ταλαιπωρούν τους πολίτες και έχουν δυσµενέστατες επιπτώσεις στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται κυρίως στην αναπαραγωγή όλο και περισσότερων αντιθέσεων στο σύγχρονο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Καθίσταται, επομένως, αναγκαία η «διεύρυνση» παροχής δικαστικής προστασίας με στόχο την ορθότερη και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Η ανάγκη ορθής απονομής της δικαιοσύνης είναι φυσικά πρόδηλη, όμως, η μακροχρόνια αναζήτηση της αλήθειας με αντίστοιχη διαιώνιση της δίκης υπονομεύει την απονομή της ουσιαστικής δικαιοσύνης και αποτελεί απειλή για την ασφάλεια του δικαίου. Παράλληλα, λοιπόν, με την ορθότητα της απονομής της δικαιοσύνης παραμένει σταθερή επιδίωξη του σύγχρονου Κράτους Δικαίου και η ταχεία επίτευξη και πραγματοποίηση αυτής. Η παραπάνω ανάγκη για την αμεσότερη και ταχύτερη επίλυση των διαφορών εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη στο πεδίο της διοικητικής δικαιοσύνης, εξαιτίας της σχέσης επιβολής που χαρακτηρίζει συνήθως τα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Αφενός η άσκηση ευρείας εξουσίας του διοικητικού οργάνου και αφετέρου ο ιδιώτηςδιοικούμενος. Η ανισότητα της νομικής κατάστασης ιδιώτη και διοικήσεως βασίζεται στα προνόμια που χαρακτηρίζουν τη διοικητική δράση (αυτεπάγγελτη διοικητική ενέργεια, εκτελεστότητα, τεκμήριο της νομιμότητας), με αποτέλεσμα αρκετές πράξεις 5

να επιβάλλονται υπό καθεστώς δικαστικού καταναγκασμού, χωρίς καν ο διοικούμενος να προβαίνει σε δικαστικό έλεγχο της επιταγής ή τουλάχιστον να συνδράμει σε δικαστική προστασία. Έτσι, στο πεδίο τόσο του διοικητικού, όσο και του φορολογικού δικαίου, ο διοικούμενος βρίσκεται τις περισσότερες φορές αντιμέτωπος με την υπερέχουσα διοίκηση και τα δυσβάσταχτα φορολογικά βάρη που συχνά αυτή του επιβάλει. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να επιδιώκεται η επίλυση της ένδικης διοικητικής διαφοράς όσο το δυνατόν γρηγορότερα με σκοπό την αποτροπή καταστάσεων, που θα επέφεραν ανεπανόρθωτη βλάβη εις βάρος του κάθε διοικούμενου-φορολογουμένου πολίτη. Την ανάγκη ακριβώς αυτή ικανοποιεί ο θεσμός της προσωρινής δικαστικής προστασίας, θεσμός που έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών επιστημονικών θεωρητικών συζητήσεων, παρουσιάσεων και αναλύσεων. Η σπουδαιότητά του μέσα στο πλαίσιο της διοικητικής δίκης είναι εξίσου μεγάλη με αυτήν που συνεπάγεται η οριστική δικαστική απόφαση. Άλλωστε, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας δεν περιορίζεται μόνο στην έκδοση δικαστικής απόφασης, αλλά επεκτείνεται και στη λήψη προσωρινών μέτρων, που θα προστατέψουν προληπτικά το επίδικο δικαίωμα από τους κινδύνους για την ικανοποίησή του μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης 1. Το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι περιλαμβάνεται στο θεμελιώδες δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται τόσο σε συνταγματικό επίπεδο με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) 2. 1 Βλ. Γκέρτσος Β.-Τσόγκας Π., «Η προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ.10. 2 Βλ. Δετσαρίδης Χρ., «Το δικαίωμα παροχής προσωρινής έννομης προστασίας στις φορολογικές διαφορές Κριτική των διατάξεων του Ν.3900/2010», ΔΦΝ, Τόμος 65, σελ.1357. 6

Μορφές προσωρινής δικαστικής προστασίας κατά πράξεων και παραλείψεων της διοίκησης, αποτελούν η αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης (άρθρ.200-205 Κ.Δ.Δ.), η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρθρ.205 παρ. 3, 210 Κ.Δ.Δ.) και η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρθρ.211-215 Κ.Δ.Δ.). Επίσης, ο Κ.Δ.Δ. προβλέπει την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης κατόπιν άσκησης ένδικου μέσου (άρθρ.206-209 Κ.Δ.Δ.). Κλασσικότερη, ωστόσο, μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας στον τομέα των διοικητικών-φορολογικών διαφορών αποτελεί η αναστολή εκτέλεσης των διοικητικών πράξεων και των δικαστικών αποφάσεων. 2. Ιστορική αναδρομή. Με το άρθρο 11 του Ν.4986/1931 εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη η δυνατότητα εκ μέρους του Δικαστηρίου και εν προκειμένω του Συμβουλίου της Επικρατείας, να αναστείλει διοικητική πράξη. Ωστόσο, ο ανωτέρω θεσμός δεν εφαρμόσθηκε για πολλά χρόνια, εξαιτίας κυρίως της αβουλίας και της ατολμίας του Συμβουλίου της Επικρατείας να «φωτίσει το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας στην ολότητά του» 3. Έτσι, παρά την εισαγωγή, με το ισχύον Σύνταγμα του 1975, του δικαιώματος της απρόσκοπτης προσφυγής στη δικαιοσύνη (άρθρο 20 παρ. 1) και τις τάσεις του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και ιδίως του δικαίου της Ε.Ο.Κ. και ήδη Ε.Ε., διατάξεις που απαγόρευαν ρητά την αίτηση αναστολής εκτέλεσης, είχαν κριθεί συνταγματικές 4. Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1990, αρχικά με την κύρωση από τη χώρα μας της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης, περί Προασπίσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, στη συνέχεια με την κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αλλά και σε 3 Βλ. Γκέρτσος Β.- Τσόγκας Π., «Η προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη», Εκδ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, εισαγωγή. 4 Βλ. ΣτΕ ΕΑ 271/1984. 7

συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η προσωρινή δικαστική προστασία περιβλήθηκε τελικά συνταγματικού κύρους. Πλούσια είναι και η σχετική νομολογία του Δ.Ε.Ε. 5, το οποίο διακηρύσσει ότι δε νοείται αποτελεσματική δικαστική προστασία των κοινοτικών δικαιωμάτων, από τα εθνικά Δικαστήρια, δίχως στάδιο ασφαλιστικών μέτρων. Επίσης, το Συνταγματικό Συμβούλιο (Conceil Constitutionnel) για πρώτη φορά το έτος 1987, με την απόφαση n o 86-224/23-1-1987, περιέβαλε την προσωρινή δικαστική προστασία με συνταγματικό κύρος, κρίνοντας ότι το δικαίωμα του θιγόμενου να προσβάλει απόφαση του εν λόγω Συμβουλίου και να αιτηθεί ταυτοχρόνως την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, συνιστά ουσιαστική δικονομική εγγύηση και κανόνα συνταγματικής ισχύος που δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαίωμα για πλήρη προσωρινή δικαστική προστασία απέναντι στη δράση της διοίκησης αναγνωρίσθηκε και καθιερώθηκε νομολογιακά ως συνταγματικά κατοχυρωμένο για πρώτη φορά με την υπ αριθμ.718/1993 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών (ΕΑ) του ΣτΕ, με την οποία κρίθηκε ανίσχυρη διάταξη νόμου που απαγορεύει την αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης. Χαρακτηριστικό είναι το σκεπτικό της απόφασης αυτής: «Επειδή, από το συνδυασμό του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντ., που κατοχυρώνει το δικαίωμα της έννομης προστασίας από τα Δικαστήρια και του άρθρ. 95 του Συντ., που κατοχυρώνει το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως ακυρώσεως, συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να εξασφαλίζει την αξίωση για παροχή έννομης προστασίας έναντι των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών. Η προστασία δε αυτή, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, δεν είναι μόνο η οριστική επίλυση της ένδικης διαφοράς, δηλαδή η έκδοση οριστικής απόφασης, αλλά και η προσωρινή έννομη προστασία, η λήψη δηλαδή του 5 Βλ. ενδεικτικά, μεταξύ άλλων, ΔΕΚ 19-6-1990, C 113/89 Factortame, 6 & 9/90 Francovich κ.α. 8

κατάλληλου μέτρου για να αποσοβηθεί η ανεπανόρθωτη βλάβη, που, κατά περίπτωση, συνδέεται με την άμεση εκτέλεση της διοικητικής πράξης, ήτοι να αποσοβηθεί η ματαίωση του σκοπού της αιτήσεως ακυρώσεως». Μετά την ως άνω απόφαση, ακολούθησε σωρεία αποφάσεων, που επιβεβαίωσε τη νομολογία αυτή τόσο από το ΣτΕ 6, όσο και από τα διοικητικά Δικαστήρια 7 και το δικαίωμα για πλήρη προσωρινή δικαστική προστασία απέναντι στη δράση της Διοίκησης αναγνωρίσθηκε και καθιερώθηκε νομολογιακά, ως συνταγματικά κατοχυρωμένο. 3. Η προσωρινή δικαστική προστασία στο Σύνταγμα. Ειδικότερα, το κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ. δικαίωμα για παροχή δικαστικής προστασίας ή δικαστικής ακρόασης νοείται ως δημόσια αξίωση για παροχή «δραστικής» δικαστικής προστασίας. Ως ανωτέρω προελέχθη, η οριστική δικαστική προστασία συχνά παρέχεται καθυστερημένα και θα ήταν ως εκ τούτου ελλειμματική, αν δεν παρείχετο παράλληλα και προσωρινή δικαστική προστασία. Σκοπός της προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι, λοιπόν, αφενός να προκαταλάβει μέχρι την περάτωση της κύριας δίκης τη δημιουργία ζημιογόνων καταστάσεων, αφετέρου, αν συντρέχει επείγουσα περίπτωση, να γεφυρώσει το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα με μια προσωρινή ρύθμιση 8. Έτσι, η προσωρινή δικαστική προστασία λειτουργεί αφενός ως στάδιο και αφετέρου ως απαραίτητη προϋπόθεση του δικαιώματος της παροχής πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Γι αυτό και θεωρείται σήμερα κοινά αποδεκτό πως η προσωρινή δικαστική προστασία είναι θεσμός συνταγματικά 6 Βλ. ενδεικτικά ΕΑ ΣτΕ 136/2013, ΕΑ ΣτΕ Ολ 496/2011, ΕΑ ΣτΕ 1341/2008, 479/2006 κ.ά. 7 Βλ. ενδεικτικά 1557/2007 ΔΠρΠειρ, 164/2008 ΔΠρΧαλκ. 8 Βλ. Μπέης Ε., «Προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον κώδικα διοικητικής δικονομίας», Δ31, σελ.643. 9

κατοχυρωμένος. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας δεν κατοχυρώνεται μόνο σε συνταγματικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς και εφόσον η προσωρινή δικαστική προστασία κατοχυρώνεται πλέον όχι μόνο σε συνταγματικό επίπεδο, αλλά και σε κοινοτικό, οι διατάξεις τυπικού νόμου που επιδιώκουν την εξαίρεση των ρυθμίσεών τους από το πεδίο της προσωρινής δικαστικής προστασίας και ιδίως που απαγορεύουν τη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης είναι αντισυνταγματικές και, συνεπώς, ανίσχυρες. 9. Αυτό, όμως, δε σημαίνει, ότι το δικαίωμα δικαστικής ακρόασης είναι ανεπίδεκτο περιορισμών εκ μέρους του κοινού νομοθέτη. Αυτός δύναται να το περιορίζει, σε περίπτωση που αυτό συγκρούεται με άλλα, εξίσου συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά. Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί που θα θέσει ο κοινός νομοθέτης εις βάρος του δικαιώματος για δικαστική προστασία, οριστική ή προσωρινή, θα κριθούν με βάση τη γενική συνταγματική θεωρία για τους περιορισμούς των συνταγματικών δικαιωμάτων και την άρση της σύγκρουσης των συνταγματικώς προστατευόμενων έννομων αγαθών. Δηλαδή, θα κριθούν με βάση την αρχή της αναλογικότητας και τις τρεις επιμέρους της αρχές (αρχή καταλληλότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας υπό στενή έννοια). Γι αυτό, λοιπόν, και νόμοι που απαγορεύουν εξ αρχής την προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη είναι ευθέως αντισυνταγματικοί, επειδή προσβάλλουν τον πυρήνα ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος, δίχως να αφήνουν στο δικαστή περιθώρια στάθμισης του δικαιώματος αυτού με άλλα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά 10. 9 Βλ. Χατζητζανής Ν., Κώδιξ Διοικητικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρον, Έκδοσις Δευτέρα, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2004, σελ.1183. 10 Βλ. Μπέης Ε., «Προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον κώδικα διοικητικής δικονομίας», Δ31, σελ.643. 10

Ομόφωνα, πλέον, η επιστήμη του δικονομικού δικαίου δέχεται ότι στο κανονιστικό πεδίο του άρθρ. 20 παρ. 1 του Συντ. περιλαμβάνονται τρεις βασικές μορφές παροχής έννομης προστασίας από τη δικαστική λειτουργία: α. Η αξίωση για έκδοση απόφασης επί της ουσίας, με άλλα λόγια, η αξίωση για την αυθεντική διάγνωση της επίμαχης έννομης σχέσης, β. Η αξίωση για τη λήψη ασφαλιστικών (προσωρινών) μέτρων, δηλαδή, την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας προς αποσόβηση των κινδύνων από την καθυστέρηση έκδοσης απόφασης στην τακτική διαγνωστική διαδικασία και γ. Η αξίωση για την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων 11. Τέλος, τόσο από την ευρύτητα της διατύπωσης του άρθρ. 20 παρ. 1 Συντ., όσο και από την αρχή του Κράτους Δικαίου συνάγεται σαφώς ότι αυτό δεν περιορίζεται μόνο στην πολιτική, αλλά εκτείνεται και στη διοικητική δίκη. Συνεπώς, η συνταγματική εγγύηση της προσωρινής δικαστικής προστασίας καταλαμβάνει και τις διοικητικές-φορολογικές διαφορές. 4. Αναστολή εκτέλεσης Νομικό πλαίσιο. Με την εισαγωγή του Κ.Δ.Δ. (Ν.2717/1999) διαμορφώθηκε ένα πλέγμα κανόνων προσωρινής δικαστικής προστασίας (άρθρα 69, 200 215, 228 και 229), βάσει των οποίων ρυθμίζεται και η διαδικασία χορήγησης αναστολής εκτέλεσης. Ο Κ.Δ.Δ. αποσκοπούσε, καταρχήν, στην παροχή δυνατότητας αναστολής της άμεσης εκτέλεσης μιας δυσμενούς εκτελεστής διοικητικής πράξης ή μιας δικαστικής απόφασης. Ωστόσο, το παραπάνω πλέγμα δικονομικών διατάξεων εμφάνιζε οπωσδήποτε σημαντικά ελλείμματα κενά στη παροχή δικαστικής προστασίας, καθώς και αντιφάσεις. Με διαδοχικά νομοθετήματα (Ν.3659/2008, Ν.3900/2010, 11 Βλ. Ράϊκος Δ., «Η προσωρινή δικαστική προστασία στις φορολογικές διαφορές», Εκδ. Αντ.Ν. Σακκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1993, σελ.56-57. 11

Ν.4051/2012 και Ν.4079/2012) αντικαταστάθηκαν πολλές από τις διατάξεις περί προσωρινής δικαστικής προστασίας του Κ.Δ.Δ. και διαμορφώθηκε ένα νέο πλέγμα διατάξεων. Αντικείμενο αυτών των τροποποιήσεων υπήρξαν και αρκετές διατάξεις, που ρυθμίζουν θέματα της αναστολής εκτέλεσης. Ο Ν.3900/2010 για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης, καθώς επίσης και ο Ν.4051/2012 επέφεραν, ωστόσο, ορισμένες ουσιαστικές τροποποιήσεις στα άρθρα του Κ.Δ.Δ., που αφορούν στην αναστολή εκτέλεσης. Όπως, μάλιστα, έχει διαμορφωθεί πλέον από τον Κ.Δ.Δ., διακρίνεται στην αναστολή εκτέλεσης των διοικητικών πράξεων (άρθρα 69 και 228 του Κ.Δ.Δ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 200 205 του Κ.Δ.Δ. και με τις διατάξεις επιμέρους φορολογικών νομοθετημάτων) και στην αναστολή εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων (άρθρο 88 σε συνδυασμό με τα άρθρα 206 209 του Κ.Δ.Δ.). 5. Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων-αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Κατ αρχήν, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν τόσο στην αναστολή εκτέλεσης βλαπτικών διοικητικών πράξεων, καθώς και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, όσο και στην ανατολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, ενόψει άσκησης ενδίκων μέσων. Όταν, όμως, πρόκειται για την εκτέλεση επιβλαβούς εκτελεστής διοικητικής πράξης, ως αναστολή εκτέλεσης νοείται η παρακώλυση της ανάπτυξης των εξωτερικών εννόμων συνεπειών της πράξης αυτής, η πρόσκαιρη απενεργοποίησή της, δηλαδή, για όσο χρονικό διάστημα θα ισχύσει η απόφαση περί αναστολής, αντιθέτως, στην περίπτωση ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά βλαπτικής δικαστικής απόφασης, ως αναστολή εκτέλεσης νοείται η αδρανοποίηση της απόφασης ως τίτλου εκτελεστού, ήτοι η προσωρινή «απαγόρευση» της επέλευσης των εννόμων αποτελεσμάτων της, για όσο χρονικό διάστημα θα ισχύσει η απόφαση 12

περί αναστολής 12. Πριν προχωρήσουμε, όμως, στο αντικείμενο μελέτης της παρούσας διπλωματικής εργασίας, ήτοι στην αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, θα πρέπει να αναφέρουμε συνοπτικά τη διαδικασία χορήγησης αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων, ώστε να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη διαδικασία, τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησής της. Άλλωστε, όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια της παρούσας, ως προς τη διαδικασία και τους όρους χορήγησης της αναστολής εκτέλεσης των διοικητικών πράξεων, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για την αίτηση αναστολής εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων. Επομένως, κρίνεται σκόπιμη η αναφορά στις ως άνω διατάξεις. Πιο αναλυτικά: 5.1. Αναστολή εκτέλεσης διοικητικών πράξεων (άρθρ.200 Κ.Δ.Δ.). Σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Η εκδοθείσα, δηλαδή, εκτελεστή διοικητική πράξη, έχοντας υπέρ αυτής το τεκμήριο της νομιμότητας, δεν επηρεάζεται κατά κανόνα ως προς την εκτελεστότητά της, ούτε κατά το στάδιο της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής, ούτε και με τη άσκηση της προσφυγής 13. Η απαγόρευση βέβαια αναστολής εκτέλεσης της πράξης δεν εμποδίζει την υποβολή αιτήσεως αναστολής σύμφωνα με τα άρθρα 200 επ. του 12 Βλ. Γκέρτσος Β.- Τσόγκας Π., «Η προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, εισαγωγή. 13 Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ.69, εισάγεται εξαίρεση για τις φορολογικές υποθέσει και ορίζεται ότι, αν με την πράξη καταλογίζονται χρηματικά ποσά, που αναφέρονται σε φορολογικές εν γένει απαιτήσεις του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή αυτοτελείς χρηματικές κυρώσεις για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πράξης. Στις περιπτώσεις, δηλαδή, αυτές η αναστολή εκτέλεσης επέρχεται εκ του νόμου συνεπώς, η εκδούσα την πράξη αρχή υποχρεούται να απέχει από κάθε ενέργεια εκτελέσεως της πράξης, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε προηγούμενη ενέργεια. 13

Κ.Δ.Δ., καθώς κάτι τέτοιο θα παραβίαζε το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ. 14, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν ανωτέρω. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρ.200 του Κ.Δ.Δ., σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση της προσφυγής δεν συνεπάγεται κατά το νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης (σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ.69 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.) και εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει χορηγηθεί αναστολή από την αρμόδια διοικητική αρχή, δίνεται στο διοικούμενο η δυνατότητα να επιτύχει δικαστική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, υποβάλλοντας αίτηση αναστολής εκτέλεσης στο αρμόδιο διοικητικό Δικαστήριο. Σύμφωνα, μάλιστα, με την παρ. 3 του άρθρ. 69 Κ.Δ.Δ., «κατά τα λοιπά, σε κάθε περίπτωση, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205», τα οποία ρυθμίζουν τη χορήγηση αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων από τα Δδικαστήρια. Με βάση, λοιπόν, την ανωτέρω διάταξη, θετικές προϋποθέσεις χορήγησης δικαστικής αναστολής αποτελούν η μη ύπαρξη εκ του νόμου αναστολής 15 και η προηγούμενη άσκηση προσφυγής 16. 5.1.1. Αρμοδιότητα (άρθρ.201 Κ.Δ.Δ.). Σύμφωνα με το άρθρ. 201 εδ. α Κ.Δ.Δ., αρμόδιο για τη χορήγηση αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές Δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, εφόσον αυτό είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Στο β εδάφιο του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι σε κάθε περίπτωση αναρμοδιότητας η αίτηση 14 Βλ. Χατζητζανής Ν., Κώδιξ Διοικητικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρον, Έκδοσις Δευτέρα, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2004, σελ.509-510.. 15 Σε περίπτωση, δηλαδή, που το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται δυνάμει διατάξεως νόμου, τότε η δικαστική αναστολή εκτελέσεως είναι άνευ αντικειμένου και η σχετική αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. 16 Προϋπόθεση, επομένως, για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας με την υποβολή αίτησης αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης, είναι η προηγούμενη άσκηση του κύριου ένδικου βοηθήματος της προσφυγής. Εάν υποβληθεί αίτηση αναστολής εκτέλεσης στο δικαστήριο, χωρίς να έχει προηγουμένως ασκηθεί προσφυγή, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται ως απαράδεκτη 14

αναστολής παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο υποχρεωτικά μαζί με την κύρια υπόθεση 17. 5.1.2. Λόγοι χορηγήσεως αναστολής (άρθρ.202 Κ.Δ.Δ.). Οι λόγοι χορήγησης αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης από το δικαστήριο προβλέπονται στο άρθρ. 202 Κ.Δ.Δ., το οποίο τροποποιήθηκε με το άρθρ. 34 του Ν.3900/2010 18. Μετά την τελευταία αυτή τροποποίηση, η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή μόνον εφόσον ο αιτών επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη 19 ή αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο βοήθημα είναι προδήλως βάσιμο. Δεύτερος λόγος αναστολής, λοιπόν, αποτελεί η πιθανότητα ευδοκίμησης του κύριου ένδικου βοηθήματος, η οποία μπορεί να αποτελέσει λόγο αναστολής εκτέλεσης ακόμη και αν δεν υπάρχει στην περίπτωση αυτή επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη βλάβη. Συνεπάγεται, επομένως, υποχρέωση του δικαστηρίου, που αποφαίνεται για την αναστολή, να προβεί σε μια πρώτη εκτίμηση της βασιμότητας του κύριου ένδικου βοηθήματος. Εάν το δικαστήριο εκτιμήσει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι 17 Η διάταξη αυτή, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 του Ν.3659/2008, αντικατέστησε την προϊσχύουσα ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η αρχική αυτή διάταξη είχε προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων. Στη νομοθετική αυτή αλλαγή συνέβαλε και η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία, δέχθηκε ότι το αναρμόδιο δικαστήριο πρέπει να επιληφθεί προσωρινά της υπόθεσης (χορηγώντας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις την αναστολή) μιας και το αρμόδιο δικαστήριο αδυνατεί να επιληφθεί αυτής και ακολούθως να την παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο. 18 Πριν από την τροποποίηση, το εν λόγω άρθρο προέβλεπε ως λόγους αναστολής την απειλούμενη από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή δικαστικής απόφασης αντίστοιχα «ανεπανόρθωτη» ή «δυσχερώς επανορθώσιμη» προσωπική, υλική ή ηθική βλάβη του ενδιαφερόμενου, καθώς και την πρόδηλη βασιμότητα της προσφυγής, ανεξαρτήτως βλάβης του αιτούντος κατά την εκτίμηση του δικαστηρίου. 19 Συνεπώς, με το άρθρο 34 του Ν.3900/2010 απαλείφεται η «δυσχερώς επανορθώσιμη» βλάβη και πλέον το ένδικο βοήθημα της αίτησης αναστολής κατά διοικητικής πράξης γίνεται δεκτό μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η άμεση εκτέλεση της πράξης αυτής θα προκαλέσει στον ενδιαφερόμενο «ανεπανόρθωτη» βλάβη. Μετατρέπεται, επομένως, ο βαθμός βλάβης, που πρέπει να συντρέχει για τη χορήγηση της αναστολής, από δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη σε υποχρέωση απόδειξης από τον αιτούντα μη επανορθώσιμης βλάβης. 15

προδήλως παράνομη, τότε συντρέχει λόγος χορήγησης αναστολής εκτέλεσης ανεξαρτήτως της προκαλούμενης βλάβης 20. 5.1.3. Αρνητικές προϋποθέσεις (άρθρ.202 παρ.3 Κ.Δ.Δ.). Σύμφωνα με το άρθρ. 202 παρ.3, η αίτηση απορρίπτεται σε κάθε περίπτωση α) αν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης είναι ανεπανόρθωτη, β) αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος και γ) αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 203 έχει ουσιώδεις παραλείψεις ή ανακρίβειες.» 21. Τέλος και σύμφωνα με την παρ. 5 του ιδίου άρθρου, η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεσθεί.». 6. Αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων (άρθρ.206-209 Κ.Δ.Δ.). Αντικείμενο εμπίπτον στις προστατευτικές διατάξεις της προσωρινής δικαστικής προστασίας δεν είναι μόνο οι διοικητικές πράξεις ή παραλείψεις κλπ., αλλά και οι πρωτοβάθμιες δικαστικές αποφάσεις, που υπόκεινται σε ένδικα μέσα, οι οποίες και αποτελούν το αντικείμενο μελέτης της παρούσας διπλωματικής εργασίας. Οι διατάξεις περί αναστολής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις διατάξεις περί αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων. Για το λόγο αυτό, κρίθηκε σκόπιμη η ως άνω περιληπτική αναφορά στις τελευταίες και, 20 Βλ. Χρυσανθάκης Χ., «Εφαρμογές Διοικητικού ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια Α Διοικητικό Πρωτοδικείο», Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σελ. 696. 21 Όπως η περίπτωση γ της παρ.3 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν.4051/2012, ΦΕΚ Α 40/29.2.2012. 16

όπως θα διαπιστώσουμε, εφαρμόζονται, ως επί τω πλείστον, οι ίδιες διατάξεις αναλογικά, όσον αφορά στην προδικασία, την κύρια διαδικασία και την απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο Β του Κ.Δ.Δ. (άρθρα 206 επ.) ρυθμίζεται η αναστολή εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων. Η απόφαση περιλαμβάνει την τελική απόφανση του Δικαστηρίου για τη δικασθείσα υπόθεση και αποτελεί πράξη παροχής της έννομης προστασίας. Η αναστολή της ισχύος της απόφασης αποτελεί κατ αυτόν τον τρόπο δυνατότητα που είναι αντίθετη προς την ύπαρξή της και τους σκοπούς της και έχει στόχο την παράλυση των αποτελεσμάτων της. Για το λόγο αυτό, ο Νόμος δημιουργεί ειδική διαδικασία αναστολής των δικαστικών αποφάσεων και επιτρέπει αυτήν μόνο για συγκεκριμένους, αυστηρά διατυπωμένους λόγους 22. 6.1. Ο κανόνας: έλλειψη ανασταλτικού αποτελέσματος. Κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 88 εδ. α του Κ.Δ.Δ., «εφόσον στον Κώδικα δεν ορίζεται ειδικώς διαφορετικά, οι προθεσμίες των ενδίκων μέσων, καθώς και η άσκηση τους, δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα». Επομένως, η εκδιδόμενη οριστική απόφαση του διοικητικού Δικαστηρίου, κατά της οποίας επιτρέπεται κατ αρχήν η άσκηση ενδίκου μέσου, είναι άμεσα εκτελεστή από τη δημοσίευσή της. 6.2. Εξαιρέσεις. Παρά, ωστόσο, τη γενική αυτή διάταξη του άρθρου 88, ο Κ.Δ.Δ. θεσπίζει ορισμένες εξαιρέσεις στο γενικό κανόνα ελλείψεως ανασταλτικού αποτελέσματος. Πιο συγκεκριμένα: 1. Το άρθρο 99 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι η προθεσμία, καθώς και η άσκηση της έφεσης κατά απόφασης, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, αναστέλλει 22 Βλ. Δεληκωστόπουλος Στ., «Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», Εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, σελ. 608 παρ. Ι.1. 17

την εκτέλεση της απόφασης, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω απόφαση έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή. Ειδικά για το ζήτημα της προσωρινής εκτελεστότητας, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι είναι δυνατή η αίτηση αναστολής, εκ μέρους του Δημοσίου κλπ, απόφασης που έχει κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, ειδικά όταν λόγω νεώτερων στοιχείων ή γεγονότων, δεν ισχύουν πλέον οι λόγοι βάσει των οποίων κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η απόφαση, ώστε ανάγκη προσωρινής δικαστικής προστασίας έχει πια το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Δημόσιο, δεδομένου ότι σκοπός της προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι η ικανοποίηση εκείνου από τους διαδίκους, που αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη απειλή, υπό την προϋπόθεση πάντως της αποδεδειγμένης σοβαρής βλάβης αυτού από το προσωρινά εκτελεστό της πρωτόδικης απόφασης 23. Τέλος, το ανασταλτικό αποτέλεσμα, αν ειδικώς δεν ορίζεται αλλιώς, διαρκεί ωσότου δημοσιευθεί η οριστική απόφαση για την έφεση ή καταργηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο η κατ έφεση δίκη. 2. Το β εδ. του άρθρου 88 του Κ.Δ.Δ. ορίζει ότι και στις περιπτώσεις που δεν επέρχεται εκ του νόμου το ανασταλτικό αποτέλεσμα μπορεί να χορηγηθεί, κατά περίπτωση, αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 200 έως 209. Ισχύει δηλαδή και εδώ, όπως και στις διοικητικές πράξεις, η δυνατότητα του διοικούμενου να ζητήσει από το Δικαστήριο και να επιτύχει την αναστολή εκτέλεσης της εκδοθείσας πρωτόδικης απόφασης κατά τη διαδικασία ειδικότερα των άρθρων 206 209 Κ.Δ.Δ.. 3. Εξαίρεση από τον ως άνω κανόνα, υπέρ του Δημοσίου, καθιερώνει και το εδ. γ του άρθρου 88 Κ.Δ.Δ., σύμφωνα με το οποίο οι προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων, περιλαμβανομένης και της αναιρέσεως, κατά αποφάσεων που διατάσσουν την επιστροφή (αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων), καθώς και η άσκησή τους έχουν 23 Βλ. Χρυσανθάκης Χ., «Διοικητική Δικονομία Ερμηνεία κατ άρθρο», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 535-536. 18

ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 3 του Ν.2873/2000 και εφαρμόζεται, όπως ρητά αναφέρεται στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου, και στις υποθέσεις, που εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών Αρχών, των διοικητικών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά δε την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, επιστροφή φόρων επιτρέπεται μόνο εφόσον δεν έχουν επιρριφθεί στην κατανάλωση 24. 6.3. Η δικαστική αναστολή εκτέλεσης (άρθρ.206 επ. Κ.Δ.Δ.). Σύμφωνα με το άρθρο 206 του Κ.Δ.Δ., σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση του ενδίκου μέσου δε συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, να ανασταλεί με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της απόφασης αυτής. Η διάταξη αυτή αποτελεί, επομένως, εξαίρεση στο γενικό κανόνα ελλείψεως ανασταλτικού αποτελέσματος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω. Ειδικότερα, προϋποθέσεις για την αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων αποτελούν η προηγούμενη άσκηση ενδίκου μέσου και η μη ύπαρξη εκ του νόμου αναστολής εκτέλεσης. Πιο αναλυτικά: 24 Το άρθρο 19 του Ν.2873/2000 έχει ως εξής : Επιστροφή έμμεσων φόρων 1. Έμμεσοι φόροι που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρά το νόμο δεν επιστρέφονται αν έχουν επιρριφθεί στην κατανάλωση. Το βάρος απόδειξης έχει εκείνος που ζητάει την επιστροφή. 2. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 159 του Ν.2717/1999 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής: "Το δικαστήριο διατάσσει υποχρεωτικώς πραγματογνωμοσύνη σε υποθέσεις επιστροφής φόρων που έχουν επιρριφθεί στην κατανάλωση." 3. Στο άρθρο 88 του Ν.2717/1999 προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής: "Οι προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων, περιλαμβανομένης και της αναιρέσεως, κατά αποφάσεων που διατάσσουν την επιστροφή, καθώς και η άσκησή τους έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα." 4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που εκκρεμούν κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους ενώπιον των φορολογικών αρχών και των διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και του Συμβουλίου της Επικρατείας. 19

1) Η άσκηση του ενδίκου μέσου να μη συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης: Το άρθρο 206 Κ.Δ.Δ. θέτει ως πρώτη προϋπόθεση το γενικό κανόνα, ότι η αναστολή της εκτέλεσης είναι δυνατό να επιδιωχθεί σε κάθε περίπτωση, που η προθεσμία ή η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Κ.Δ.Δ., κανένα ένδικο μέσο δε συνεπάγεται αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης δικαστικής απόφασης αυτοδικαίως με την άσκησή του. Εξαιρέσεις, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αποτελούν μόνο το γ εδάφιο του άρθρου 88 Κ.Δ.Δ., που αφορά στην περίπτωση άσκησης ένδικων μέσων κατά αποφάσεων που διατάσσουν την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων έμμεσων φόρων, καθώς και το άρθρο 99 Κ.Δ.Δ., που αφορά την περίπτωση άσκησης έφεσης κατά αποφάσεως, που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής. Επομένως, για τις ανωτέρω περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες εξαιρέσεις, δε χωρεί αίτηση αναστολής εκτελέσεως, δεδομένου ότι αυτές συνεπάγονται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης. Τέλος, σε περίπτωση που το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται διάταξης νόμου, τότε η αίτηση αναστολής εκτέλεσης είναι άνευ αντικειμένου και η σχετική αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη 25. 2) Προηγούμενη άσκηση ενδίκου μέσου: Δεύτερη προϋπόθεση για την σχετική αίτηση αναστολής εκτέλεσης τίθεται η προηγούμενη άσκηση του ενδίκου μέσου. Αναστολή εκτέλεσης χωρίς προηγούμενη άσκηση ενδίκου μέσου δεν είναι νοητή. Ο αιτών έννομη δικαστική προστασία, παραπονούμενος κατά της απόφασης που εκδόθηκε, έχει τη δυνατότητα να καταφύγει σε άσκηση ενδίκου μέσου, που του παρέχει κατά της απόφασης ο νόμος. Με την πράξη του αυτή θέτει εκ νέου, ενώπιον ανωτέρου Δικαστηρίου, την υπόθεσή του και ζητά την εξαφάνιση της λανθασμένης 25 Βλ. Χατζητζανής Ν., Κώδιξ Διοικητικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ άρθρον, Έκδοσις Δευτέρα, Εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, Αθήνα Κομοτηνή 2004, σελ.1185. 20

απόφασης εις βάρος του. Τότε και μόνο τότε μπορεί να ζητήσει κατ άρθρο 206 του Κ.Δ.Δ. την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε 26. Εάν υποβληθεί αίτηση αναστολής εκτέλεσης, χωρίς να έχει προηγουμένως ασκηθεί το ένδικο μέσο, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται ως απαράδεκτη 27. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, η διαδικασία της προσωρινής δικαστικής προστασίας συνιστά το συνταγματικώς κατοχυρωμένο, προαπαιτούμενο για την απονομή της οριστικής δικαστικής προστασίας και ως εκ τούτου, υφίσταται τελολογικός σύνδεσμος 28 μεταξύ των δύο αυτών διαδικασιών. Αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας εξηγεί τη σχέση μεταξύ των δύο διαδικασιών, εξηγεί και τον παρεπόμενο χαρακτήρα που έχει η προσωρινή δικαστική προστασία έναντι της οριστικής. Υιοθετώντας δε ο Κ.Δ.Δ. τη σχέση αυτή, με τα άρθρα. 200 (περί αναστολής εκτέλεσης διοικητικών πράξεων) και 206 (περί αναστολής εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων), θέτει ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης αναστολής την προηγούμενη άσκηση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, αντίστοιχα και, κατά συνέπεια, η αίτηση αναστολής, αν και έχει αυτοτελή χαρακτήρα, δεν μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς 29. Είναι δε τόσο αυστηρή η προϋπόθεση αυτή, ώστε δεν κάμπτεται σε καμία διάταξη του Κώδικα, ακόμη και σε περιπτώσεις ιδιαιτέρων επειγουσών συνθηκών. Και ναι μεν στο άρθρο 204 του Κ.Δ.Δ. (το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά και στη διαδικασία αναστολής εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων) ορίζεται ότι, ειδικά για τις πολύ επείγουσες περιπτώσεις, ο δικαστής υπηρεσίας μπορεί να αποφανθεί επί του σχετικού αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής 26 Βλ. Δεληκωστόπουλος Στ., «Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», Εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, σελ.608-609. 27 Βλ. Χρυσανθάκης Χ., «Εφαρμογές Διοικητικού ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια Α Διοικητικό Πρωτοδικείο», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σελ. 696. 28 Βλ. Λαζαράτος Π., «Η προσωρινή δικαστική προστασία κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, σελ.78. 29 Όμοιο εξάλλου σύστημα ακολουθεί και το Π.Δ. 18/1989 (άρθρο 52) για την αντίστοιχη διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ. 21

αναστολής εκτέλεσης, δίχως ο αιτών να ενεργήσει τις απαραίτητες επιδόσεις προς τη διοίκηση, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση της κατάθεσης της σχετικής προσφυγής ή του ενδίκου μέσου 30. Περαιτέρω, εφόσον ο νόμος δε διακρίνει, αίτηση αναστολής της προσβαλλόμενης πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης χωρεί επί ασκήσεως όλων των ενδίκων μέσων του άρθρου 81 Κ.Δ.Δ., ήτοι της ανακοπής ερημοδικίας, της τριτανακοπής, της έφεσης και της αίτησης αναθεώρησης. Όχι όμως και της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας, διότι, όπως ορθά έγινε δεκτό με την ΤρΔΠρΑθ Συμβ. 5742/2004, με την αίτηση διόρθωσης δε δημιουργείται νέα δίκη, αλλά προκαλείται νέα συζήτηση, χωρίς να μπορεί να μεταβληθεί το ουσιαστικό της περιεχόμενο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι, για να είναι δυνατή η αναστολή, πρέπει η απόφαση του διοικητικού Πρωτοδικείου να είναι εκκλητή. Αν είναι ανέκκλητη λόγω διαφοράς ποσού φόρου, δε χορηγείται αναστολή. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δε χωρεί αναστολή εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναίρεσης, ελλείψει ρητής σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, καθώς γίνεται δεκτό ότι οι διατάξεις των άρθρων 206 επ. Κ.Δ.Δ. αφορούν μόνο στη διαδικασία ενώπιον των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων και δεν καταλαμβάνουν το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώ οι διατάξεις του Π.Δ. 18/1989 προβλέπουν τη δυνατότητα χορήγησης αναστολής εκτέλεσης, μόνο στην περίπτωση προσβολής διοικητικής πράξης με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως και όχι σε περίπτωση άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως κατά δικαστικής αποφάσεως 31. Χαρακτηριστική δε ως προς αυτό είναι η ΕΑ ΣτΕ 711/2007 που δέχθηκε ότι «Η 30 Βλ. Γκέρτσος Β.- Τσόγκας Π., «Η προσωρινή δικαστική προστασία στη διοικητική δίκη», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 13-14. 31 Βλ. Χρυσανθάκης Χ., «Εφαρμογές Διοικητικού ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια Α Διοικητικό Πρωτοδικείο», Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σελ. 706. 22

Επιτροπή μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης πράξης διοικητικής μόνον αρχής, που έχει προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, όχι όμως και δικαστικής απόφασης, κατά της οποίας έχει ασκηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση αναιρέσεως. Και ναι μεν, στο άρθρο 54 του Π.Δ. 18/1989 προβλέπεται ότι η άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά, τέτοια, όμως, ρύθμιση δεν αποτελούν τα άρθρα 206-209 Κ.Δ.Δ., εφόσον το πεδίο εφαρμογής του Κώδικα, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 1 αυτού, περιορίζεται στη διαδικασία των τακτικών διοικητικών Δικαστηρίων και ως εκ τούτου, δεν καταλαμβάνει το Συμβούλιο της Επικρατείας» 32. 3) Σχετική αίτηση: Τρίτη προϋπόθεση αποτελεί η από το νομιμοποιούμενο διάδικο υποβολή σχετικής αίτησης. Αναστολή εκτέλεσης με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου δε χωρεί. Οι κανόνες του ανακριτικού συστήματος παρουσιάζουν εδώ μία κάμψη σε σχέση με τα ισχύοντα στο συζητητικό σύστημα, όπου κυριαρχεί σε ορισμένες περιπτώσεις η ιδιωτική βούληση. Αυτό, όμως, είναι λογικό, δεδομένου ότι ούτε το ανακριτικό σύστημα επιτρέπει να παρέχεται δικαστική έννομη προστασία, όταν αυτή καν δε ζητήθηκε 33. 6.4. Ενεργητική νομιμοποίηση. Όπως ρητά ορίζει το άρθρο 206 Κ.Δ.Δ., ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, μπορεί να ανασταλεί με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της απόφασης αυτής. Το άρθρο 206, που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν.3659/2008, είχε ως εξής: «Σε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί, ύστερα από 32 Βλ. όμοια απόφαση ΕΑ ΣτΕ 468/2012. 33 Βλ. Δεληκωστόπουλος Στ., «Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», Εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, σελ. 609 παρ. 3 α. 23

αίτηση από οποιουδήποτε από τους διαδίκους, να ανασταλεί, με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της απόφασης αυτής. Η παλαιά διάταξη έδινε, λοιπόν, τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε από τους διαδίκους να ζητήσει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Μετά την εν λόγω τροποποίηση, δεν έχει οποιοσδήποτε διάδικος τη δυνατότητα να ζητήσει την αναστολή εκτέλεσης, όπως αυτό προέβλεπε η καταργηθείσα παλαιά διάταξη, αντιθέτως, μπορεί να αιτηθεί την αναστολή μόνο ο διάδικος που άσκησε το ένδικο μέσο. Αυτό είναι ευνόητο και ορθώς τέθηκε στη νέα διάταξη στο άρθρο 206 του Κ.Δ.Δ., δεδομένου ότι μόνο ο στρεφόμενος με ένδικο μέσο κατά της απόφασης είναι εκείνος που ουσιαστικά θέτει, με την άσκηση του ενδίκου μέσου, την υπόθεση ενώπιον ανωτέρω Δικαστηρίου και ζητεί την ανατροπή της απόφασης που εκδόθηκε. Η παλαιά διάταξη, που έδινε τη δυνατότητα να ζητήσει αναστολή οποιοσδήποτε από τους διαδίκους της αρχικής δίκης, στηριζόταν στο δικονομικής φύσης έρεισμα της θέσης που είχε ο αιτών την αναστολή στη δίκη. Ωστόσο, το έρεισμα αυτό δεν έχει σχέση με την κατ ουσία εκδίκαση της υπόθεσης και είναι μόνο δικονομικό, δεν παρέχει δε καμία συσχέτιση με την ανάγκη ύπαρξης εννόμου συμφέροντος για κάθε διαδικαστική πράξη και φυσικά ενταύθα για την αίτηση αναστολής 34. 6.5. Συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση, η οποία δέχεται εν όλω ή εν μέρει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Το Δικαστήριο, παρέχον ή αρνούμενο την αναστολή, υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του αυτή. Ο νόμος, ως προς την αιτιολογία, δίνει τη δυνατότητα να είναι αυτή συνοπτικά διατυπωμένη. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι, το άρθρο 206 Κ.Δ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του 34 Βλ. Δεληκωστόπουλος Στ., «Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», Εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, σελ. 609. 24

Ν.3659/2008, απαιτεί συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση, σε αντίθεση με το παλαιό άρθρο, το οποίο απαιτούσε απλά αιτιολογημένη απόφαση. Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή κινείται μάλλον προς λάθος κατεύθυνση, αφενός διότι ούτως ή άλλως στην πράξη οι αιτιολογίες των αποφάσεων προσωρινής δικαστικής προστασίας είναι ιδιαίτερα συνοπτικές, αφετέρου διότι οι συνοπτικές αιτιολογίες δεν αποφέρουν κατ ανάγκη ούτε βελτίωση, ούτε επιτάχυνση των δικών. Περαιτέρω, η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης έχει πολλές λειτουργίες. Είναι, πρώτον, προστατευτική για τα δικαιώματα των πολιτών, καθώς συνεισφέρει στην κοινωνική ειρήνη μεταξύ των διαδίκων, διότι καθιστά κατανοητή και αποδεκτή την απόφαση εκ μέρους τους, δεύτερον ειρηνευτική, ως προς το ότι βελτιώνει τη δυνατότητα αποδοχής της και τρίτον, νομιμοποιητική, δίνοντας αφενός μεν στο Δικαστήριο που εκδίδει την απόφαση τη δυνατότητα αυτοελέγχου του, αφετέρου δε στα ανωτέρω Δικαστήρια, που δικάζουν σε επίπεδο ενδίκων μέσων, τη δυνατότητα εξωτερικού ελέγχου της ληφθείσας αποφάσεως 35. Εφόσον οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στο όνομα του λαού και για το λαό, πρέπει να είναι αιτιολογημένες και πανταχόθεν ελεγχόμενες. Επιπλέον, δημιουργούνται αμφιβολίες και αντιρρήσεις ως προς τη συνταγματικότητα της ευχέρειας αυτής, ήτοι της συνοπτικά διατυπωμένης αιτιολογίας, αφού το Σύνταγμα, στην παρ. 3 του άρθρου 93, επιβάλλει όπως κάθε απόφαση Δικαστηρίου είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η απομάκρυνση από τη συνταγματική διάταξη αυτή, που συντελείται με τη λέξη «συνοπτικά», δε δικαιολογείται, ούτε καν με τη σκέψη ότι η αναστολή έχει πάντως περιορισμένη ισχύ και μπορεί να υπάρξει μόνο μέχρι να εκδοθεί η απόφαση επί του ενδίκου μέσου. Η βαρύτητα της αποδοχής ή απόρριψης της αναστολής είναι 35 Βλ. Λαζαράτος Π., «H προσωρινή δικαστική προστασία στην Διοικητική Δίκη μετά τον Ν.3659/2008», ΘΠΔΔ 8-9/2008, σελ.917 και Χρυσανθάκης Χ., «Η πρόσφατη μεταρρύθμιση στο καθεστώς εκδίκασης των διοικητικών διαφορών (Ν.3659/2008), - «Πρακτικός οδηγός», ΘΠΔΔ 2008. 25

σημαντική και συνδέεται ενίοτε με την ύπαρξη σοβαρότατων συμφερόντων, τα οποία μπορεί να θίγει ή να εκμηδενίζει. Απαιτείται, λοιπόν, να τηρείται η συνταγματική αυτή διάταξη και για λόγους γνησίως ουσιαστικούς 36. Τέλος, για το Δικαστήριο υφίσταται η δυνατότητα να αναστείλει την απόφαση μερικώς ή ολικώς. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρξει αναστολή για ορισμένα μόνο κεφάλαια του ασκηθέντος ενδίκου μέσου. Η δυνατότητα μερικής αναστολής καθιστά το θεσμό περισσότερο προσαρμόσιμο προς τις ανάγκες εκάστης περίπτωσης. Δημιουργεί, δηλαδή, ένα χώρο ευρύτερο για τη δικαστική κρίση και την απαλλάσσει από την ασφυξία να προβεί μόνο σε ολικές αποδοχές ή απορρίψεις. 6.6. Αρμοδιότητα (άρθρ.207 Κ.Δ.Δ.). Σύμφωνα με το α εδάφιο του άρθρου 207, αρμόδιο για τη χορήγηση της αναστολής είναι το τριμελές ή μονομελές Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο μέσο, εφόσον όμως είναι αρμόδιο και για την εκδίκαση της κύριας υπόθεσης. Περαιτέρω, στο β εδάφιο του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, σε περίπτωση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου η αίτηση αναστολής παραπέμπεται στο αρμόδιο Δικαστήριο υποχρεωτικά μαζί με την κύρια υπόθεση, κατ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρ.126α Κ.Δ.Δ.. Η διάταξη αυτή, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 του Ν.3659/2008, αντικατέστησε την προϊσχύουσα ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, η σχετική αίτηση απορρίπτεται. Η αρχική αυτή διάταξη είχε προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων 37. Στη νομοθετική αυτή αλλαγή συνέβαλε και η νομολογία 36 Βλ. Δεληκωστόπουλος Στ., «Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», Εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, σελ. 609-610, παρ. 3γ. 37 Βλ. Πρέζας Α., «Προσωρινή δικαστική προστασία σε περίπτωση αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, Αντισυνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων του ΚΔΔ», Δ.Φ.Ν. 2005/1500. 26

των διοικητικών Δικαστηρίων, η οποία δέχθηκε ότι το αναρμόδιο Δικαστήριο πρέπει να επιληφθεί προσωρινά της υπόθεσης (χορηγώντας, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, την αναστολή) μιας και το αρμόδιο Δικαστήριο αδυνατεί να επιληφθεί αυτής και, ακολούθως, να την παραπέμψει στο αρμόδιο Δικαστήριο. Συνεπώς, σήμερα, μετά την εν λόγω τροποποίηση, η αίτηση αναστολής δεν απορρίπτεται, αλλά ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 126 του Κ.Δ.Δ.. Δηλαδή, παραπέμπεται υποχρεωτικά μαζί με την κύρια υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι με την εν λόγω τροποποίηση επήλθε όχι μόνο εξοικονόμηση δικαστικής ενέργειας, διότι αποφεύγονται οι πολλές και αντιφατικές αποφάσεις, αλλά εξυπηρετείται καλύτερα το συμφέρον του αιτούντος, δεδομένου ότι αυτός δεν κινδυνεύει πλέον από απόρριψη της αιτήσεώς του λόγω αναρμοδιότητας. Εφόσον, μάλιστα, η δικαστική προστασία του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντ. γίνεται γενικώς πλέον δεκτό ότι περιλαμβάνει, όχι μόνο την οριστική επίλυση των διαφορών, αλλά και την προσωρινή έννομη προστασία, είναι ορθό και σύμφωνο με το Σύνταγμα μας να μην απορρίπτονται οι αιτήσεις αναστολών με την πρώτη διαπίστωση αναρμοδιότητας, αλλά πρέπει να ακολουθείται σχετικώς ο γενικός κανόνας αρμοδιότητας, κατά τα προσδιοριζόμενα στο άρθρο 126 του Κ.Δ.Δ. 38. Τέλος, να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι, εφόσον δυνάμει του άρθρ. 126 Κ.Δ.Δ. η έφεση ασκείται, υπό την έννοια της κατάθεσης του δικογράφου, στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και εν συνεχεία, η γραμματεία αποστέλλει την έφεση στο Εφετείο, το τελευταίο είναι που θα κρίνει την αναρμοδιότητά του και θα εφαρμόσει, αν συντρέχει περίπτωση, το άρθρο 126 του Κ.Δ.Δ. και όχι το Πρωτοδικείο στο οποίο κατατέθηκε η έφεση. Βλ. Δεληκωστόπουλος Στ., «Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας», Εκδ. Δίκαιο & Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2008, σελ.609 παρ.ιι. 27

6.7. Λόγοι χορήγησης-απόρριψης της αναστολής (άρθρ.208 Κ.Δ.Δ.). Σύμφωνα με το άρθρο 208 παρ. 1 και 2 Κ.Δ.Δ., όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 25 του Ν.3659/2008, η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, σε περίπτωση ευδοκίμησης του ενδίκου μέσου. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί αν, κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. Επίσης, κατά την παρ. 2 της ίδιας διάταξης, η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή, αν το Δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο μέσο είναι προδήλως βάσιμο, ακόμα και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. 6.7.1. Λόγοι χορήγησης αναστολής. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, λοιπόν, λόγοι χορήγησης αναστολής εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων αποτελούν η πρόκληση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης στον αιτούντα και η πρόδηλη βασιμότητα του ενδίκου μέσου. Ειδικότερα,: 1) Πρόκληση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης: Κύριος λόγος για να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης είναι η αποτροπή βλάβης στον αιτούντα, σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία να είναι αδύνατον ή πάντως ιδιαίτερα δύσκολο να επανορθωθεί, σε περίπτωση ευδοκίμησης του ένδικου μέσου. 28

Κατά γενική αρχή του δικαίου της προσωρινής δικαστικής προστασίας 39, ενόψει της φύσης της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας, όπου προκρίνεται ο επείγον χαρακτήρας της, τα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να προσκομιστούν από τον αιτούντα δεν είναι απαραίτητο να οδηγούν σε πλήρη απόδειξη, αλλά αρκεί και η πιθανολόγηση. Ως «πιθανολόγηση» νοείται η ελάχιστη αποδεικτική διαβάθμιση που απαιτείται για την εξαγωγή του αποδεικτικού πορίσματος ως προς τη βασιμότητα των ισχυρισμών των διαδίκων, αφού το Δικαστήριο δε δεσμεύεται από τις διατάξεις που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία, ούτε έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τους κανόνες που ρυθμίζουν τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η βλάβη δεν πρέπει να είναι αβέβαιη και υποθετική. Έτσι, δε γίνεται δεκτή αίτηση αναστολής, όταν αορίστως ο αιτών επικαλείται ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να εξειδικεύει τους λόγους και χωρίς να μπορεί να αποδείξει αυτούς 40. Πρέπει, λοιπόν, ο αιτών, να εξειδικεύει με το δικόγραφο της αίτησης αναστολής τη βλάβη του και μάλιστα, από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους του στοιχεία προς απόδειξη των ισχυρισμών του, θα πρέπει να συνάγεται σαφώς η συνολική εικόνα για την οικονομική του επιφάνεια, διότι άλλως δεν είναι δυνατή η οριοθέτηση της βλάβης ως ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης, δεδομένου ότι μόνη η οικονομική ζημία από την εκτέλεση της πράξης δεν αρκεί για τη χορήγηση της αναστολής 41. Οπωσδήποτε, επίσης, η βλάβη θα πρέπει να είναι άμεση και ενεστώσα 42. 39 Βλ. εξάλλου και το άρθρο 690 του Κ.Πολ.Δ. 40 Με τη ΔΕφΑθ Συμβ. 52/2011 έγινε δεκτό ότι όλοι οι ισχυρισμού περί ανεπανόρθωτης βλάβης προβάλλονται εντελώς αόριστα, αφού ο αιτών δεν προσκόμισε, ούτε και επικαλείται κανένα αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει η γενικότερη οικονομική κατάσταση (εισοδήματαπεριουσιακά στοιχεία) αυτού και της οικογενείας του, ώστε να αποδεικνύεται κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης του από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ μόνη η οποιαδήποτε οικονομική ζημία από τυχόν διαρροή της πελατείας του δεν αρκεί για τη χορήγηση της αναστολής. 41 Κρίνοντας με το σκεπτικό αυτό, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών σε Συμβούλιο, με την υπ αριθμ. 95/2011 απόφασή του, έκρινε ότι ανάμεσα στα προσκομισθέντα στοιχεία δεν περιλαμβάνεται κάποιο 29