ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ 1 Η

Σχετικά έγγραφα
Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Το παραμύθι της αγάπης

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ΕΛΕΝΗ" ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: Β ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ στίχοι:

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Απόψε μες στο καπηλειό :: Τσιτσάνης Β. - Καβουράκης Θ. :: Αριθμός δίσκου: Kal-301.

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΣΟΦΟΚΛΈΟΥΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ. Μετάφραση ΔΉΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 2017

Είσαι ένας φάρος φωτεινός

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

(Αντιλαμβάνεται τη Ρωξάνη που βγαίνει από της Κλομίρης.)

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΙΧΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Ευλογημένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ημοτικού

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ποίημα στους φίλους. Επιλεγμένα ποιήματα.

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου - Λυκείου

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Χ ρ ο ν ι κ έ ς π ρ ο τ ά σ ε ι ς. Υ π ο θ ε τ ι κ έ ς π ρ ο τ ά σ ε ι ς

w w w. s t i x o i. i n f o

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού


Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Playlist με τίτλο: Κώστας Κανούλας. Δημιουργήθηκε από georgina.levitikou στις 25 Ιανουαρίου 2016

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ΦΥΛΑΚΗ ΥΨΙΣΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

T: Έλενα Περικλέους

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Τζιορντάνο Μπρούνο

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΣΚΗΝΙΚΑ. Η ιστορία διαδραματίζεται έξω από το σπίτι της Μήδειας στην Κόρινθο. Άρα σκηνικό θα είναι η πρόσοψη του σπιτιού.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

μέρα, σύντομα δε θα μπορούσε πια να σωθεί από βέβαιο αφανισμό, αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια του Ωκεανού.

...Μια αληθινή ιστορία...

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Transcript:

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ 1 Η Στα βουνά της Πολωνίας. Ψηλά από µια βουνοπλαγιά, εµφανίζεται η, ντυµένη ανδρικά, και κατεβαίνει προς τα κάτω λέγοντας τους πρώτους στίχους. Άλογο ον, που βάλθηκες να φτάσεις τον άνεµο και να τον ξεπεράσεις, πουλί άφτερο, Πήγασε πεισµατάρη, άφλογε κεραυνέ, χερσόβιο ψάρι, κτήνος, αφύσικο της φύσης πλάσµα, πού µ έφερες; Μπροστά σ αυτό το χάσµα, σ ένα λαβύρινθο γυµνά λιθάρια µε παρατάς και σπας τα χαλινάρια; Εσύ µείνε εδώ πάνω, όπου τ αγρίµια του Φαέθοντα προσµένουν τα συντρίµµια. Εγώ, που δεν µου µένει παρά ο δρόµος που χάραξε του πεπρωµένου ο νόµος, τυφλή κι απελπισµένη, κατεβαίνω στη ρίζα του βουνού, που χει ορθωµένο το ανάστηµα µε θράσος προς τον ήλιο και µ οδηγεί στου σκότους το βασίλειο. Αχ, Πολωνία, σκληρή η υποδοχή σου στον ξένο που χει µόλις µπει στη γη σου: το πόδι του µατώνει όπου πατάει µε πόνους έρχεται, σε πόνους πάει. Μα η τύχη µου είν γραµµένη εδώ και χρόνια πώς να βρει ένας δύσµοιρος συµπόνια; Μπαίνει ο, κωµικός. υο δύσµοιροι να λες! Κι όχι ν αρχίζεις τις κλάψες και να µη µε υπολογίζεις! Γιατί αν αποξαρχής ήµασταν δύο που είπαµε στην πατρίδα µας αντίο, αν µπήκαµε κι οι δυο σε περιπέτειες, µπελάδες, τρέλες και λαχτάρες τέτοιες, κι αν φτάσαµε κι οι δυο µαζί εδώ κάτω κουτρουβαλώντας στου βουνού τον πάτο, βρίσκεις σωστό σ όλα να µ έχεις µπλέξει και να µη λες για µένα ούτε µια λέξη;

Προτίµησα να µη σε υπολογίσω στους θρήνους µου, Κλαρίν, µη σου στερήσω την ευχαρίστηση που θα γευτείς αν κάτσεις µοναχός σου να κλαφτείς. Γιατί το κλάµα τόσο ανακουφίζει, που λέει ένας φιλόσοφος: «Αξίζει πόνους και βάσανα να επιζητήσεις, για να ευχαριστηθείς να τα θρηνήσεις». Τέτοιες βλακείες, φιλοσοφίες τάχα, τις λέει φιλόσοφος µπεκρής µονάχα. Και να τρωγε χίλια χαστούκια, λέει, να δεις πώς θα χαιρότανε να κλαίει! Όµως, µ εµάς, κυρά µου, τι θα γίνει σ αυτή την ερηµιά που έχουµε µείνει, πεζοί, χαµένοι µες στην άγρια φύση, τώρα που ο ήλιος πάει πια να δύσει; Τέτοιο τοπίο παράξενο, αµφιβάλλω αν είδε άλλος κανείς. Αλλά αν δεν σφάλλω, αν δεν µε περιπαίζει η φαντασία και δεν είναι µονάχα µια οπτασία, στο φως το αχνό του δειλινού, στο βάθος, βλέπω ένα κτίριο. Ναι, δεν κάνεις λάθος, εκτός κι αν βλέπω οράµατα απ την πείνα. Χωµένος πίσω από τα βράχια εκείνα, είναι ένας πύργος, τόσο χαµηλός, που ο ήλιος τον περιφρονεί εντελώς. Κι είναι τόσο άτεχνη η κατασκευή του και τόσο αδρή η αρχιτεκτονική του, που, στου γκρεµού τα πόδια όπως κουρνιάζει και µες στις πέτρες, θα λεγες πως µοιάζει βράχος που αρνήθηκε του ήλιου τα χάδια κι έχει κατρακυλήσει στα σκοτάδια. Όµως, γιατί δεν πάµε προς τα κει;

Ωραία είναι να βλέπουµε, µα αρκεί. Καλύτερα να δώσουµε, κυρία, σ αυτόν που µένει εκεί την ευκαιρία γενναιόδωρα να µας υποδεχτεί. Η πόρτα, απ ό,τι βλέπω, είν ανοιχτή. Μα µέσα, νύχτα, ζοφερό σκοτάδι, λες και στεκόµαστε στην πύλη του Άδη. Από µέσα ακούγεται θόρυβος από αλυσίδες. Θεέ µου, τι ακούω; Παγώνω από τον τρόµο, σαν να µ αγγίζει ο θάνατος στον ώµο! εν ήταν αλυσίδα αυτό; Ποιος ξέρει ποιανού κατάδικου η ψυχή υποφέρει, και τρέµω από το φόβο µου, ο καηµένος! ΣΚΗΝΗ 2 Η (Από µέσα) Ο άµοιρος εγώ, ο δυστυχισµένος! Τι θρήνος είν αυτός που ακούν τ αυτιά µου; Νέοι πόνοι, νέα βάσανα µπροστά µου. Κι εγώ νέες λαχτάρες περιµένω. Κλαρίν Κυρία; πύργο! Μακριά απ τον στοιχειωµένο

εν πάω πουθενά, δεν έχω κουράγιο ούτε να φύγω! εν αντέχω! Είναι λυχνάρι εκείνο το φωτάκι που τρεµοπαίζει σαν χλωµό αστεράκι, εκείνη η ξέπνοη λάµψη, που πασχίζει να µην πεθάνει, κι αντί να φωτίζει το χώρο αυτό, πιο σκοτεινό τον δείχνει µε τι θαµπές ανταύγειες που ρίχνει; Λυχνάρι, ναι! Στο ηµίφως του, εκεί, διακρίνω από µακριά µια φυλακή, µαύρη σαν τάφο για ζωντανό πτώµα. Και, πράγµα πιο τροµακτικό ακόµα, βλέπω έναν άνθρωπο χάµω πεσµένο, σαν άγριο θεριό αλυσοδεµένο, ντυµένο µοναχά µ ένα τοµάρι, µε µόνη συντροφιά του το λυχνάρι. Κι αφού να φύγουµε πια δεν µπορούµε, τους θρήνους του ας ακούσουµε, να δούµε για ποιαν αιτία ζει φυλακισµένος. Αποκαλύπτεται ο, αλυσοδεµένος, ντυµένος µε τοµάρια ζώων, και κρατώντας ένα λυχνάρι. Ο άµοιρος εγώ, ο δυστυχισµένος! Με βλέπεις, ουρανέ, πόσο υποφέρω πες µου: τόσο πολύ σ έχω προσβάλλει που ήρθα στον κόσµο, κι έχεις επιβάλλει τέτοια σκληρή ποινή; Αν κι ίσως ξέρω γιατί η γέννησή µου είν η αιτία να λιώνω εδώ, σε µαύρη φυλακή: η γέννηση του ανθρώπου µόνο αρκεί, αυτή ναι η πιο µεγάλη του αµαρτία. Μα σε ρωτώ, ουρανέ, κι εσύ αποκρίσου, να βρω µια λογική στα βάσανά µου: έξω απ τη γέννηση, ποιο έγκληµά µου προκάλεσε τη φοβερή οργή σου για να χω τέτοια τύχη; εν γεννιούνται στον κόσµο πλάσµατα άλλα; Αυτά τι κάνουν; Γιατί τόσα προνόµια απολαµβάνουν, προνόµια που εµένα µου στερούνται; Γεννιέται το πουλί, και κελαηδάει,

ίσα-ίσα µια µικρή µπάλα από χνούδι, όµορφο, λες, σαν φτερωτό λουλούδι η φύση το χει πλάσει. Όµως πετάει, αρνιέται της φωλιάς την προστασία σκίζει τη διάφανη οροφή του κόσµου κι εγώ, µε πιο πολλή ψυχή εντός µου, λιγότερη να έχω ελευθερία; Γεννιέται και το αγρίµι, στολισµένο µ όµορφα στίγµατα, λες και η φύση µ αστερισµούς τού έχει ζωγραφίσει το δέρµα. Μα σαν νιώσει πεινασµένο, θα δείξει την τυφλή του θηριωδία και άγρια θα ξεσκίσει τη βορά του κι εγώ, που ένστικτα έχω ανώτερά του, λιγότερη να έχω ελευθερία; Γεννιέται και το ψάρι, τυφλό σπέρµα του αφρού και των φυκιών, κι ούτε αναπνέει, άβουλο µες στα κύµατα επιπλέει σαν ασηµένια βάρκα δίχως έρµα. Κι όµως, βουτά στην άβυσσο την κρύα, τα απύθµενά της βάθη να µετρήσει κι εγώ, που έχω βούληση και κρίση, λιγότερη να έχω ελευθερία; Γεννιέται το ρυάκι, στα λουλούδια ανάµεσα τις σπείρες ξεδιπλώνει σαν φίδι που ολοένα µεγαλώνει. Κι αµέσως, µε κελαρυστά τραγούδια, υµνεί του κάµπου τη γενναιοδωρία κι ελεύθερο κυλάει, χωρίς εµπόδιο κι εγώ, που έχω της ζωής το εφόδιο, λιγότερη να έχω ελευθερία; Η σκέψη αυτή µαρτύριο µού χει γίνει, ηφαίστειο που µου καίει τα σωθικά µου, και µου ρχεται να κάνω την καρδιά µου χίλια κοµµάτια. Ποια δικαιοσύνη, ποια λογική, ποιοι νόµοι έχουν στερήσει από τον άνθρωπο ένα δώρο θείο που απλόχερα χαρίζουν στο θηρίο, στο ψάρι, στο πουλί, σ όλη τη φύση; Φόβο µού προκαλούν αυτά τα λόγια, µα και συµπόνια. Είναι εκεί κανένας;

Κλοτάλντο εσύ; Πες ναι! Όχι, µόνο ένας δύστυχος είµαι, που σ αυτά τα υπόγεια τα σκοτεινά σ άκουσε να θρηνείς. Τότε, σε περιµένει ο θάνατός σου, γιατί αυτό που µόλις είδες µπρος σου, δεν έπρεπε να το χει δει κανείς. (Την αρπάζει στα χέρια του). Και µόνο επειδή µ άκουσες, θα δέσω βρόχο τα µπράτσα µου και θα σε λιώσω! Εγώ λέξη δεν άκουσα, µη σώσω! Είµαι κουφός! Στα πόδια σου αν πέσω κι έχεις καρδιά, θα βρω το λυτρωµό. Αυτή η φωνή σου πόσο µε ηµερεύει, κι η παρουσία σου πώς µε γαληνεύει, και µπρος στη θέα σου νιώθω σεβασµό! Ποιος είσαι; Γιατί, µες στη φυλακή µου, από τον κόσµο ελάχιστα έχω µάθει, αφού τούτος ο πύργος που µαι εστάθη τάφος µαζί και κούνια βρεφική µου κι από της γέννας µου τη µέρα αν όντως γεννήθηκα ποτέ αντικρίζω µόνο την ερηµιά, και σ αυτήν µέσα λιώνω σαν άταφος νεκρός, σκιά ανθρώπου ζώντος και µ όλο που δεν µου κανε παρέα άνθρωπος άλλος, παρά ένας µόνο, εκείνος που µου στέκεται στον πόνο και λέει της γης και τ ουρανού τα νέα µ όλο που η όψη τούτου του προσώπου δείχνει για να σε κάνει να τροµάζεις κι ανθρώπινο θεριό να µε ονοµάζεις κάτι µεταξύ τέρατος και ανθρώπου

µ όλο που, µες σε τόση δυστυχία, σπούδασα την πολιτική, τους νόµους, µελέτησα των αστεριών τους δρόµους, µαθαίνοντας από όρνεα και θηρία, εσύ, µονάχα εσύ έχεις καταφέρει να µετριάσεις κάπως την οργή µου, εσύ κατέπληξες την ακοή µου κι εσύ το δέος στο βλέµµα µου έχεις φέρει. Όσο σε βλέπω, τόσο σε θαυµάζω, τόσο την παρουσία σου δεν χορταίνω, που, µε τα µάτια ορθάνοιχτα, επιµένω ακόµα πιο πολύ να σε κοιτάζω σαν θάνατο γλυκόπιοτο ρουφάω τη θέα σου, κι όλο πίνω παραπάνω, κι ενώ, κοιτάζοντάς σε, θα πεθάνω το ξέρω, όµως πεθαίνω να κοιτάω. Αλλά ας πεθάνω τι έχει να µου λείψει; Αν είναι θάνατος το να σε βλέπω, τάχα τι θα ναι το να µη σε βλέπω; Χειρότερο από θάνατο, από θλίψη αβάσταχτη, πάθος απελπισµένο: θα ναι ζωή. Τέτοια ζωή αν χαρίζεις στον δυστυχή, µοιάζει σαν να δωρίζεις το θάνατο σ έναν ευτυχισµένο. Με τόσο δέος, κατάπληξη και τρόµο σε βλέπω και σ ακούω, που τα χάνω! Τι να σου πω, τι ερώτηση να κάνω; Ένα θα πω: ότι µού δειξε το δρόµο ο ουρανός να ρθω σ αυτό το µέρος, να παρηγορηθώ αν επιτρέπει παρηγοριά στον δυστυχή να βλέπει άνθρωπο δυστυχέστερο. Ένας γέρος σοφός, λένε πως βρέθηκε σ ανέχεια τόσο βαθιά, που τρέφονταν µονάχα µε άγρια χόρτα. «Υπάρχει άλλος, τάχα, φτωχότερος στον κόσµο;» Αυτό συνέχεια ρωτούσε, ώσπου, γυρνώντας να κοιτάξει, είδε, πιο πίσω, την απάντησή του: άλλον σοφό, που µάζευε ως τροφή του τις ρίζες που αυτός είχε πετάξει. Κι εγώ έτσι ζούσα, κλαίγοντας τη µοίρα κι ενώ απορούσα αν πλάσµα άλλο κανένα είχε ατυχία χειρότερη από µένα, βρέθηκα εδώ, κι έτσι από σένα πήρα

µια απάντηση λυτρωτική, αφού τώρα, ξαναγυρνώντας πια στα λογικά µου, καταλαβαίνω πως τα βάσανά µου για σένα θα ταν ευσπλαχνίας δώρα. Κι αν η ιστορία µου λίγο θα µπορούσε να σε παρηγορήσει, άκουσε τώρα τα πάθη µου, κι εγώ θα σου χαρίσω όσα απ αυτά νοµίζεις πως δεν έχεις. Είµαι, λοιπόν ΗΜΕΡΑ ΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ 3 Η Μπαίνουν µουσικοί που παίζουν και τραγουδούν. Ακολουθεί ο, σαστισµένος, και πίσω του υπηρέτες που τον βοηθούν να ντυθεί. Θεέ µου, τι βλέπω; Τι είν εδώ; Πού να µαι; Τι θαύµατα είναι τούτα που κοιτάζω; Με πληµµυρίζει δέος, µα δεν φοβάµαι, θέλω να τα πιστέψω, µα διστάζω. Εγώ, σε µεγαλόπρεπο παλάτι; Εγώ, ντυµένος ρούχο µεταξένιο; Εγώ, να χω ξυπνήσει σε κρεβάτι µε στρώµα µαλακό και πουπουλένιο; Εγώ, να χω υπηρέτες στο πλευρό µου σβέλτους, κοµψούς, µε τόση προθυµία, να µε βοηθούν ώς και στο ντύσιµό µου και να εκτελούν κάθε µου επιθυµία; Μήπως µε ξεγελάνε τα όνειρά µου; Κι όµως, το ξέρω πως έχω ξυπνήσει. εν είναι Σιγισµούνδος τ όνοµά µου; Ουρανέ, πες µου, έχω παραφρονήσει! Πες µου, για να µε βγάλεις απ την πλάνη: Τι µπορεί να συνέβη στο µυαλό µου την ώρα που κοιµόµουν, και µε κάνει να βλέπω µέσα εδώ τον εαυτό µου; Μα ας έγινε ό,τι να ναι, τι µε µέλλει, τι βάζω το κεφάλι µου να σπάσει; Θ αφήσω να µε υπηρετεί όποιος θέλει, κι η τύχη ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

ΣΚΗΝΗ 6 Η Τι έγινε εδώ; Τίποτα. Κάποιον, µόνο, που µ έσκασε, τού δωσα µια να πάει απ το µπαλκόνι κάτω. Ενηµερώνω πως είν ο βασιλιάς που σου µιλάει. Πώς; Ο ερχοµός σου, από την πρώτη µέρα, κόστισε τη ζωή ενός ανθρώπου; Έλεγε ότι η απειλή µου ήταν φοβέρα µόνο, κι εγώ του απάντησα επί τόπου. Πρίγκιπα, είµαι βαθύτατα θλιµµένος ενώ ήρθα να σε δω µε την ελπίδα πως µάχεσαι τη µοίρα σου µε σθένος και βγαίνεις θριαµβευτής, αντίθετα είδα µιαν άσβεστη αλαζονική µανία, ενώ το πρώτο µέγα επίτευγµά σου ήταν µια στυγερή ανθρωποκτονία. Πώς τώρα ν αφεθώ στο αγκάλιασµά σου, πώς να σου δείξω αγάπη, όταν το χέρι που θα µ αγγίξει έχει πια αποκτήσει τη γνώση του θανάτου; Είδε µαχαίρι κανείς, γυµνό, µόλις να χει χτυπήσει θανάσιµα, και δεν έχει παγώσει; Είδε κανείς φρέσκο το αίµα να στάζει στη γη όπου κάποιον έχουνε σκοτώσει, δίχως ν ανατριχιάσει; Εδώ τροµάζει και υποχωρεί κι ο πιο ισχυρός ακόµα. Κι εγώ, που είδα του φόνου τα εργαλεία, τα δυο σου χέρια, κι είδα πως το χώµα είναι ζεστό απ την πρόσφατή σου λεία,

θα τραβηχτώ µακριά απ την αγκαλιά σου. Κι ενώ ήθελα µ αγάπη να σε σφίξω επάνω µου, θα φύγω από κοντά σου τα χέρια αυτά φοβάµαι να τ αγγίξω. Η αγκαλιά σου λίγο θα µου λείψει, όπως δε µού λειψε ως εδώ. Πατέρας που µ έχει δίχως οίκτο εγκαταλείψει, που µ απαρνήθηκε σαν να µουν τέρας, που µ έστειλε θεριό σ έρηµα µέρη να µεγαλώσω, κι εύχεται η καρδιά του να χα πεθάνει, λίγο µ ενδιαφέρει αν δε µε δέχεται στην αγκαλιά του, αφού, ώς τα τώρα, καν δε µου χει δώσει δικαίωµα στην ανθρώπινη ύπαρξή µου. Είθε ο ουρανός να µη µ είχε αξιώσει να σού δινα ζωή, να σουν παιδί µου έτσι το µίσος σου δεν θα χα νιώσει, δεν θ άκουγα τα λόγια τα ασεβή σου. Λάθος: διόλου ζωή αν δε µού χες δώσει, παράπονο δεν θα χα απέναντί σου µου δωσες, όµως, και την πήρες πάλι. Να δίνεις, είναι πράξη καλοσύνης κι ευγένειας µα αχρειότητα µεγάλη είναι να παίρνεις πίσω αυτό που δίνεις. Αυτό είν το ευχαριστώ σου, που έχεις γίνει πρίγκηψ, από άθλιος δεσµώτης που ήσουν; Και θες γι αυτό να δείξω ευγνωµοσύνη; Όταν πεθάνεις γιατί δεν θ αργήσουν τα γηρατειά στον τάφο να σε πάνε τι παραπάνω, τότε, θα µου αφήσεις έξω απ αυτό που ήδη δικό µου θα ναι; Πατέρας µου δεν είσαι; Άρα, απ της φύσης το δίκαιο, έχεις εµένα κληρονόµο, κι όλα τα µεγαλεία σου και τα πλούτη µού ανήκουν δικαιωµατικά απ το νόµο. Όσο για την καλοτυχία µου τούτη,

τίποτα δεν χρωστώ, αφού θα µπορούσα να σου ζητήσω ευθύνες για τα χρόνια που σαν ατιµασµένος σκλάβος ζούσα. Άρα, εσύ πρέπει ευγνωµοσύνη αιώνια να µου χρωστάς, που αν και µου είσ οφειλέτης, δεν σου ζητώ λογαριασµό κανένα. Βάρβαρος, µαταιόδοξος, προπέτης να που επαληθευτήκαν τα γραµµένα. Μάρτυς µου ο ουρανός, λοιπόν: το νου σου, γιατί, µ όλο που ξέρεις πλέον ποιος είσαι και διέλυσες τα σκότη του µυαλού σου, µ όλο που, εδώ που βρέθηκες, ηγείσαι των πάντων, δείξε ταπεινότητα, άσε την έπαρση και τον εγωισµό σου, γιατί όσο κι αν θαρρείς πως δεν κοιµάσαι, µπορεί όλα να τα βλέπεις στ όνειρό σου. (Φεύγει ο ). Τι λέει; Ότι µπορεί και να κοιµάµαι και να ονειρεύοµαι; Όχι, δεν νοµίζω! Ξέρω το τι είµαι, τι ήµουνα θυµάµαι, πιστεύω σ ό,τι βλέπω, σ ό,τι αγγίζω. Τώρα δεν µπορείς πια να επανορθώσεις, τώρα είν αργά, την ξέρω την αλήθεια, κι όσο κι αν λυπηθείς, κι αν µετανιώσεις, δεν θα σου δώσει ο ουρανός βοήθεια. Κανείς πια δεν µπορεί να µου στερήσει τα δικαιώµατα που έχω στο θρόνο σαν κληρονόµος. Κι αν, πριν, µ είχες κλείσει στης φυλακής τα σίδερα, ήταν µόνο γιατί δεν ήξερα. Μα έχω ξυπνήσει τώρα, και ξέρω, είµ ενηµερωµένος για το ποιος είµαι. Κι είµαι, από τη φύση, άνθρωπος µε θεριό µαζί πλασµένος. ΣΚΗΝΗ 18 Η Κλοτάλντο; ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ

Κύριε! Εδώ, µεταµφιεσµένος; Μια περιέργεια διαβολεµένη να µάθω ο Σιγισµούνδος πώς πηγαίνει, µ έκανε να ρθω ταπεινά ντυµένος. ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ Να, κοίτα τον, εκεί, παραδοµένο σ άθλια δεσµά, όπως πριν έτσι και τώρα. Αχ, πριγκιπόπουλο άτυχο, που σε ώρα κακιά κι ολέθρια είσαι γεννηµένο! Ξύπνα τον πια, το υπνωτικό θα πρέπει να χει στραγγίξει όλη τη δύναµή του. ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ Κινείται, κύριε, ακούω τη φωνή του. Άραγε, τώρα τι όνειρο να βλέπει; Ας δούµε. (στ όνειρό του). Πρίγκιπας µε δίκαιη κρίση είν όποιος τους τυράννους εξοντώνει. Στα χέρια µου ο Κλοτάλντο ας τελειώνει, τα πόδια µου ο πατέρας µου ας φιλήσει. ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ Με θάνατο φρικτό µ έχει απειλήσει. Κι εµένα ταπεινώσεις µού ετοιµάζει. ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ Να µου αφαιρέσει τη ζωή σχεδιάζει. Σκοπεύει καταγής να µε πατήσει. (στ όνειρό του) Ας βγει στο µέγα θέατρο του κόσµου η άφθαστή µου ανδρεία, ας σαγηνεύσει. Και θα χω ως Σιγισµούνδος θριαµβεύσει

µόλις συρθεί στα πόδια µου ο γονιός µου. (Ξυπνάει). Θεέ µου! Πού βρίσκοµαι; Πιο κει κρυµµένος θα τον ακούω, δίχως να µε βλέπει. Ξέρεις τι έχεις να κάνεις και τι πρέπει. (Ο αποσύρεται). Να το πιστέψω; Εγώ είµ εδώ, κλεισµένος στης φυλακής τους τοίχους; Τον εαυτό µου βλέπω στα σίδερα; Την απορία µου λύσε, πύργε: το µνήµα µου εσύ δεν είσαι; Εσύ είσαι! Θεέ µου, τι είδα στ όνειρό µου! ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ ιδίαν) Σειρά µου τώρα εγώ να πάω πιο πέρα την πλάνη τούτη. Είν ώρα να ξυπνήσω; ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ Ναι, ξύπνα πια, καιρός να σου µιλήσω. Μα τι ύπνος είν αυτός, όλη τη µέρα; Από την ώρα που έφυγα θυµάσαι; έναν αετό να παρακολουθήσω στο αργό του πέταγµα, κι έµεινες πίσω, από την ώρα εκείνη, εσύ κοιµάσαι; Ναι, ναι. Κι ούτε και τώρα έχω ξυπνήσει, αφού, Κλοτάλντο, ξέρω ότι στο βάθος κοιµάµαι ακόµα, και δεν κάνω λάθος. Αν όσα στ όνειρό µου έχω ζήσει τα είδα, τ άγγιξα κι ήταν αλήθεια, τα τωρινά είναι ψεύτικα. Εποµένως, θα βλέπω την αλήθεια κοιµισµένος και ξυπνητός θα βλέπω παραµύθια. ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ Τι ονειρευόσουν;

Πράγµατι αυταπάτη αν ήταν, δεν θα πω τι ονειρευόµουν, µα τι έβλεπα, Κλοτάλντο. Πως κοιµόµουν, λέει, και ξύπνησα σ ένα κρεβάτι ω, τι σκληρή ειρωνεία στολισµένο µε τόσα χρώµατα, τόσα κεντίδια, που µοιαζε σαν να χε έρθει η Άνοιξη η ίδια κι έστρωσε ένα χαλί λουλουδιασµένο. Εκεί, χίλιοι ευγενείς, ενώπιόν µου γονατιστοί, πρίγκιπα µε καλούσαν, πετράδια, πλούσια ρούχα µού φορούσαν και τη γαλήνη των αισθήσεών µου την έκανες εσύ χαρά, τα νέα σαν µου φερες: πως, αν κι είµαι δεσµώτης, η Πολωνία µε έχει διάδοχό της. ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ Και µάλλον θα µε αντάµειψες γενναία. εν θα λεγα προδότη σε καλούσα, και δυο φορές πήγα να σε σκοτώσω απ την οργή µου µανιασµένος. ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ σκληρός µαζί µου; Τόσο Σ όλους κυριαρχούσα, κι απ όλους εκδικιόµουν. Αγαπούσα µονάχα µια γυναίκα Ήταν αλήθεια αυτό, γιατί όλα αν χάθηκαν, στα στήθια η αίσθηση τούτη µόνο είναι παρούσα. Ο φεύγει. ΚΛΟΤΑΛΝΤΟ (Κατ ιδίαν) Έφυγε ο βασιλιάς, συγκινηµένος µ όσα άκουσε. (Στον ΣΙΓΙΣΜΟΥΝ Ο). Γιατί είχαµε µιλήσει για τον βασιλικό αετό, είχες στήσει βασίλεια µες στον ύπνο βυθισµένος. Μα ας µην ξεχνάµε, έστω και κοιµισµένοι, αυτόν που µας µεγάλωσε µε κόπους

διότι η καλή πράξη στους ανθρώπους, ούτε και στ όνειρο δεν πάει χαµένη. (Φεύγει). ΣΚΗΝΗ 19 Η Σωστά λοιπόν, η λύσσα αυτή ας κοπάσει κι η µαταιοδοξία µας η µεγάλη, γιατί µπορεί να ονειρευτούµε πάλι κι αλήθεια, στην παράξενη αυτή πλάση, µόνο όνειρο είναι η ζωή. Κι η πείρα µού έδειξε πως ζούµε στ όνειρό µας ό,τι πιστεύουµε για τον εαυτό µας, ώσπου ν αφυπνιστούµε από τη µοίρα. Σ όνειρο ο βασιλιάς έχει την πλάνη ότι διατάζει, ορίζει, βασιλεύει, αλλά οι ιαχές, τα ζήτω που µαζεύει, δανεικά είναι ο θάνατος τα κάνει στάχτες και τα σκορπίζει στον αέρα. Ποιος θα θελε άραγε να κυβερνήσει ξέροντας ότι πρέπει να ξυπνήσει σ ένα όνειρο θανάτου κάποια µέρα; Όνειρο βλέπει ο πλούσιος πως φυλάει µε κόπο τόσα πλούτη όνειρο πάλι βλέπει ο φτωχός τη φτώχεια τη µεγάλη όνειρο αυτός που η τύχη τού γελάει, κι αυτός που µε τις προσβολές χορταίνει το µίσος του, κι αυτός που δάφνες δρέπει τι είν ο καθένας, σ όνειρο το βλέπει, αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει. Κι εγώ, το ότι ήµουν χθες σ ένα παλάτι, όνειρο το δα κι όνειρο είναι πάλι πως στο κελί δεµένο µ έχουν βάλει. Τι είν η ζωή; Ένα ψέµα, µια αυταπάτη, µια χίµαιρα, µια σκιά. Στιγµή στου απείρου το χάος είν ό,τι φαίνεται µεγάλο. Γιατί η ζωή είν ένα όνειρο, τι άλλο! Και τα όνειρα, είναι όνειρο του ονείρου. ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ 10 Η

Ευγενικέ πρίγκιπα Σιγισµούνδο, που µέσα από της νύχτας σου τα ερέβη, το ηρωικό σου µεγαλείο προβάλλει στο φως των πράξεών σου των ενδόξων κι όπως ο µέγας του ουρανού πλανήτης που απ της Αυγής την αγκαλιά επιστρέφει να ξαναδώσει λάµψη στα λουλούδια, και πάνω από τις θάλασσες, τα όρη, στεφανωµένος µε αίγλη, φως σκορπίζει, και των χρυσών ακτίνων του το νήµα κεντάει κορφές βουνών και αφρούς κυµάτων, έτσι κι εσύ στον κόσµο ν ανατείλεις, ήλιε βασιλικέ της Πολωνίας, ώστε να προστατέψεις µια γυναίκα δύσµοιρη, που µπροστά σου γονατίζει. Είναι γυναίκα, και δυστυχισµένη δυο πράγµατα, που µόνο του καθένα φτάνει να υποχρεώσει έναν άνδρα που χει για καύχηµά του την ανδρεία. Τρίτη φορά είναι τούτη που µε βλέπεις, και τρίτη πάλι που αγνοείς ποια είµαι, αφού κάθε φορά µ έβλεπες µ άλλη περιβολή και µε µορφή αλλαγµένη. Την πρώτη τη φορά, µε πήρες για άνδρα, όταν της φυλακής σου το µαρτύριο ξαλάφρωσε λιγάκι το δικό µου. Τη δεύτερη, µε θαύµασες γυναίκα, όταν οι δόξες και τα µεγαλεία που ζούσες ήταν όνειρο, ίσκιος, φάσµα. Και τρίτη τούτη εδώ, που είµαι ένα κράµα αλλόκοτο απ τα δύο φύλα, αφού έχω όπλα ανδρικά και ρούχα γυναικεία. Μα για να σου ξυπνήσω τη συµπόνια, να σαι πιο πρόθυµος να µε συντρέξεις, άκου τις τραγωδίες της ζωής µου. Γέννηµα της Αυλής της Μοσχοβίας είµαι, από µάνα ευγενική, που πρέπει να υπήρξε πολύ όµορφη, αν κρίνω από τις δυστυχίες της ζωής της. Την ερωτεύτηκε κάποιος προδότης δεν θα τον ονοµάσω, αφού ποτέ µου δεν τον εγνώρισα, µα αν του έχω µοιάσει, πρέπει να ταν γενναίος σαν κι εµένα. Και τώρα που το σκέπτοµαι, λυπάµαι

που δεν γεννήθηκα σε καιρούς άλλους, ειδωλολατρικούς, για να πιστέψω, η ανόητη, πως ήταν θεός, που ήρθε να αποπλανήσει, µεταµορφωµένος σε κύκνο, σε χρυσή βροχή ή σε ταύρο, τη Λήδα, τη ανάη ή την Ευρώπη! Όχι, δεν φλυαρώ αναφέροντάς σου µύθους περί απιστίας, αντιθέτως, µ αυτό τον τρόπο, σου είπα µε δυο λέξεις πώς η µητέρα µου, που ήταν ωραία όσο καµιά και δύστυχη όπως όλες, πλανεύτηκε από τα γλυκόλογά του. Οι όρκοι πίστης κι οι υποσχέσεις γάµου τόσο την ξεγελάσανε, που ακόµα και τώρα, η θύµησή τους την πονάει γιατί, ο προδότης, έφυγε άρον-άρον, όπως ο Αινείας το σκασε απ την Τροία αφού ούτε καν το ξίφος του δεν πήρε! Να το, στη θήκη θα το ξεγυµνώσω εγώ, προτού τελειώσει αυτή η ιστορία. Από τον άτυχο δεσµό ετούτο, που ούτε δεσµά του γάµου ήταν, ούτε της φυλακής αν κι όλα αυτά είναι ένα, εβγήκα εγώ, της µάνας µου πορτραίτο φτυστό όχι βεβαίως στην οµορφιά της, µα στα δεινά της και στις ατυχίες. εν χρειάζεται, λοιπόν, να πω ότι εκείνη κι εγώ, η κληρονόµος τέτοιας µοίρας, τραβήξαµε κι οι δυο τον ίδιο δρόµο. Το µόνο που µπορώ να σου αναφέρω για µένα, είναι το όνοµα του ανθρώπου που λήστεψε τα τρόπαια της τιµής µου, που έκανε λάφυρο την αρετή µου: Ο Αστόλφο! Ω, Θεέ µου, µόνο που το λέω, οργίζεται η καρδιά µου κι ανταριάζει, όπως συµβαίνει όταν ακούς του εχθρού σου τ όνοµα. Ναι, ο Αστόλφο ήταν εκείνος ο αχάριστος που, λησµονώντας όρκους γιατί όταν ένας έρωτας τελειώσει, ξεχνιέται ακόµα και η ανάµνησή του ήρθε στην Πολωνία, κυνηγώντας νέο λάφυρο: το χέρι της Εστέλλας αυτή ανατέλλει, τώρα που εγώ δύω. Ποιος να πιστέψει πως, αν ένα αστέρι ενώνει δυο εραστές, ένα άλλο αστέρι, η Εστέλλα, είν αυτό που τους χωρίζει!

Έµεινα µόνη µε την προσβολή µου, την κοροϊδία, τη θλίψη µου, την τρέλα, σχεδόν νεκρή, και µέσα µου ένα χάος, λες και της κόλασης η σύγχυση όλη σαν µια Βαβέλ κυρίεψε το µυαλό µου. Κι αποφασίζοντας βουβή να µείνω γιατί είναι κάποιοι πόνοι, που τα µάτια καλύτερα τους λένε από το στόµα, υπέµενα το βάσανο σιωπώντας. Ώσπου µια µέρα που ήµασταν µονάχες, η µάνα µου, η Βιολάντα, καλά να ναι, µου σπασε τη σιωπή, και σαν πληµµύρα ξεχύθηκαν οι πίκρες απ το στήθος, στρατιά ασυγκράτητη δακρύων και πόνων. εν ντράπηκα που τα λεγα όταν ξέρεις πως τις αδυναµίες σου τις ακούει κάποιος που χε στο παρελθόν δικές του, σ ανακουφίζει γιατί, πότε-πότε, και το κακό παράδειγµα αποβαίνει χρήσιµο. Άκουσε τις συµφορές µου πονετικά, κι ήθελε να µου δώσει παρηγοριά, λέγοντας τις δικές της κριτής που κάποτε ένοχος υπήρξε, πόσο εύκολα χαρίζει τη συγγνώµη! Μαθαίνοντας απ τον εαυτό της, είδε πως φάρµακο για την τιµή δεν ήταν το κύλισµα του χρόνου κι η απραξία προτίµησε, έτσι, να µε συµβουλέψει να τον ακολουθήσω, και µε τρόπο να τον εξαναγκάσω να πληρώσει το χρέος του στην τιµή µου µάλιστα, είπε για ασφάλεια να φορέσω ανδρικά ρούχα. Ξεκρέµασε κι ένα παλιό σπαθί είναι τούτο που χω στη µέση κι ήρθε µάλλον η ώρα να βγει απ τη θήκη του, όπως το χω τάξει, γιατί, πιστεύοντας στη δύναµή του, µου το δωσε η µητέρα µου, και µου είπε: «Εµπρός στην Πολωνία, και να φροντίσεις να δουν το ξίφος οι ευγενείς της χώρας κάποιος ανάµεσά τους, ίσως δείξει συµπόνια για τη µοίρα σου, και θα βρεις έτσι παρηγοριά και προστασία.» Ήρθα, λοιπόν, κι εγώ στην Πολωνία. Θα παραλείψω, αφού το ξέρεις ήδη, ότι το αφηνιασµένο άλογό µου µ έφερε στη σπηλιά σου, όπου εξεπλάγης

µόλις µ αντίκρισες. Θα παραλείψω πως ο Κλοτάλντο, εκεί, µε προθυµία και ζήλο µε υποστήριξε, ζητώντας χάρη απ το βασιλιά για τη ζωή µου πως, όταν έµαθε ποια είµαι, µου είπε, αφού φορέσω τα σωστά µου ρούχα, να µπω στη συνοδεία της Εστέλλας, όπου κατόρθωσα να φέρω εµπόδια στο γάµο που σχεδίαζε ο Αστόλφο. Θα παραλείψω πως εδώ µε βλέπεις σαστίζοντας ξανά, µια κι οι αντιφάσεις της όψης µου σύγχυση προκαλούνε. Θα φτάσω στο σηµείο που ο Κλοτάλντο, κρίνοντας πως συµφέρει για το κράτος να παντρευτούνε και να κυβερνήσουν ο Αστόλφο κι η Εστέλλα, συµβουλεύει, ενάντια στην τιµή µου, να ξεχάσω τις βλέψεις που είχα και να υποχωρήσω. Ανδρείε Σιγισµούνδο, τώρα που είδα πως ήρθε η ώρα της εκδίκησής σου, µια κι ο ουρανός το θέλησε να σπάσεις της φυλακής σου τα δεσµά, όπου ζούσες σαν άνθρωπος µ αισθήµατα θηρίου κι υπέµενες τα βάσανα σαν βράχος, τώρα που ύψωσες σηµαία πολέµου ενάντια σε πατέρα και πατρίδα, ήρθα συµπαραστάτης σου, φορώντας µαζί µε τις Αρτέµιδος τα ρούχα, τα όπλα της Παλλάδας, στολισµένη µε αβρό µετάξι και σκληρό ατσάλι. Εµπρός, λοιπόν, ατρόµητε αρχηγέ µου! Συµφέρει και τους δυο µας να µη γίνει ποτέ τούτος ο γάµος που σχεδιάζουν: εµένα, για να µη δω παντρεµένο αυτόν που θα γινόταν σύζυγός µου κι εσένα, γιατί, µόλις ενωθούνε τα δυο βασίλειά τους, θ αντιτάξουν διπλές δυνάµεις στο µικρό στρατό µας και θα ναι αµφίβολη η δική µας νίκη. Ήρθα ως γυναίκα εδώ, για να σε πείσω υπέρµαχος να γίνεις της τιµής µου, κι ως άνδρας ήρθα για να σε εµψυχώσω στη µάχη της ανάκτησης του θρόνου. Ήρθα ως γυναίκα να σε συγκινήσω πέφτοντας ταπεινά στα δυο σου πόδια, κι ως άνδρας ήρθα να σε υπηρετήσω

και να συνδράµω τους δικούς σου ανθρώπους. Ήρθα ως γυναίκα για να µε συντρέξεις στην προσβολή και στην ταπείνωσή µου, κι ως άνδρας ήρθα για να σε συντρέξω µε το σπαθί και µ όλο µου το είναι. Μα πρόσεξε: αν σκεφτείς να µου πουλήσεις έρωτα βλέποντάς µε σαν γυναίκα, σαν άνδρας τότε θα σε θανατώσω για να υπερασπιστώ την αρετή µου γιατί, στο θέµα αυτό, η τιµή µου θα ναι γυναίκα για να σου παραπονιέται κι άνδρας για να κερδίζει τ όνοµά της. ΣΚΗΝΗ 14 Η Γιατί εκπλήσσεστε; Γιατί απορείτε που ένα όνειρο ήταν δάσκαλός µου, και τρέµω από την αγωνία µήπως ξυπνήσω και ξαναβρεθώ κλεισµένος στη φυλακή µου; Κι έτσι να µη γίνει, µόνο να τ ονειρεύοµαι µού φτάνει. Γιατί, επιτέλους, µπόρεσα να µάθω πως κάθε ανθρώπινη ευτυχία είναι σαν όνειρο που χάνεται και σβήνει. (Στο κοινό). Και θέλω να επωφεληθώ απ το λίγο χρόνο που µου έµεινε, για να ζητήσω συγγνώµη για όσα λάθη έχουµε κάνει, γιατί οι ευγενικές καρδιές σας ξέρω πως είναι πρόθυµες να συγχωρήσουν. ΤΕΛΟΣ Traducción: Nicos Jatsópulos (Ed. Nefeli, Atenas, 2003) Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος (Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2003)