Γιάννης Ο Καρκάλης (νερόφιδο) Ο Καρκάλης ένα γενναίο νερόφιδο φεύγει για μια αποστολή να σώσει τον πολιτισμό του δήμου Νεροφιδέ στη λίμνη του Kουρνά, διότι οι ψαράδες γλύφουν τα δάχτυλα των ποδιών τους για να φάνε αυτά τα νερόφιδα. Ο Καρκάλης συναντά τον Σάμαρη και τον Τσίπρς τα δηλητηριώδη φίδια που του υπόσχονται, πως θα τον βοηθήσουν. Με το που ξεκίνησαν τους άκουσε η τρελή φώκια η παπαρήγω και θέλει να τους ακολουθήσει. Φτάνουν κοντά στην επικίνδυνη ζώνη 100 μέτρα κοντά στο χωριό, Ανθρωποβουλή, που ζούσαν οι μανιακοί ψαράδες. Όταν πλησιάζουν πιο κοντά κόβει με τα δόντια της η φώκια τα σκοινιά από τους κάβους, και συναντά έναν αλλιώτικο ψαρά που τους βοήθησε να διαλύσουν τις βάρκες μέσα στη λίμνη. Το όνομά του Μπακωγιαννήτης. Όμως στο τέλος τους είδαν οι ψαράδες και τρέξανε να τους πιάσουν. Ο Καρκάλης έδωσε την ειδική αναπνοή στο Μπακωγιαννήτη και ήρθε μαζί τους μέσα στη λίμνη. Μετά για να ευχαριστήσουν τον ψαρά και τη φώκια έκαναν ένα ευχαριστήριο πάρτι με τηγανητούς ψαράδες. Ο Καρκάλης έφτιαξε νέους φίλους και έσωσε τον πολιτισμό του. Γιώργος Η μετανάστευση του κύκνου Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας εξάμηνος κύκνος που ήθελε να μεταναστεύσει στη Βραζιλία. Πήρε φόρα από την άκρη της λίμνης και άρχισε να πετάει. Περνούσε δέντρα, φυτά, ζώα μες την καταιγίδα. Περνούσε βατράχια, πηγάδια πολλά σπίτια.πέρασε κι ένα βουνό. Το άλλο εξάμηνο πέρασε αγελάδες, γουρούνια, μοσχάρια, λαγούς, γαιδάρους και άλογα, πρόβατα και μπεμπενάκια. Στο τέλος βρισκόταν στη μέση της λίμνης. Ελευθερία Μια φορά κι έναν καιρό, στη λίμνη Κουρνά υπήρχαν πολλά ψάρια, πέτρες, δέντρα, βουνά που ήταν γύρω στη λίμνη και φυσικά ο υπέροχος ήλιος που ακτινοβολεί πάνω στα νερά της. Μια μέρα όμως ένας ψαράς έριξε κάτι μέσα στη θάλασσα που κανείς δεν ήξερε τι ήταν. Μετά από πολύ καιρό, το μεγαλύτερο ψάρι, ο Σμούτσια, κατάφερε να αποκαλύψει το υγρό κι έβαλε στόχο να σώσει τα υπόλοιπα ψάρια. Κι ύστερα από πολλές υποθέσεις και εμπόδια έλεγε να τα παρατήσει, αλλά στο τέλος είπε: «Δεν πρόκειται να τα παρατήσω». Ξανάρχισε από εκεί που το είχε αφήσει. Την ώρα που ξεκίνησε, άρχισε να ψάχνει στο βυθό πράγματα που θα τον βοηθούσαν για να λύσει το μυστήριο. Δεν έβρισκε τίποτα, μέχρι που είδε μια πολύ βαριά πέτρα και δε μπορούσε να τη
σηκώσει. Ξαφνικά ένα μεγάλο κύμα κατάφερε να γυρίσει την πέτρα και ήταν χαραγμένα κάτι γράμματα που έλεγαν :«Αν καταφέρεις να τη σπάσεις, θα σωθούν». Στο τέλος, μετά από πολλά εμπόδια κατάφερε να σπάσει την πέτρα. Από μέσα της βγήκε μια σκόνη που κατάφερε να τραβήξει όλο το υγρό και όλοι σώθηκαν. Έπειτα έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα! Εμμανουέλα Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια πάπια στην λίμνη του Κουρνά. Καθώς πλατσούριζε στο νερό με μεγάλη χαρά, κάποια στιγμή άκουσε κάτι φωνές έτρεξε να δει ποιος φώναζε και γιατί. Μετά συνειδητοποίησε ότι ήταν η φίλη της, η χήνα. Κι ύστερα, αφού της μίλησε, ήρθε ένας βατραχαστυνόμος και ανέθεσε στην πάπια μια σημαντική αποστολή: να σώσει μια χελώνα από το θάνατο ενός αμαξιού στο δρόμο που κινδύνευε να την πατήσει, επειδή είχε βγει στο δρόμο για να βρει τα μικρά της. Επειδή ο βατραχαστυνόμος κατάλαβε ότι δεν θα τα κατάφερνε, της έδωσε ένα μαγικό αντικείμενο για να τη βοηθάει, ένα καλάμι. Η πάπια έτρεξε αμέσως να βρει τη χελώνα, όμως ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της ένα εμπόδιο, άρχισε να χιονίζει και με δυσκολία μεγάλη, κατάφερε να περπατήσει μέχρι να βρει τη χελώνα. Έπειτα, το χιόνι σταμάτησε και πήγαινε πιο γρήγορα για να μην την πιάσει πάλι κακοκαιρία. Άργησε να βρεθεί εμπόδιο μπροστά της και επειδή είχε κουραστεί, σταμάτησε να πιει λίγο νερό, νομίζοντας ότι δε θα ξαναεμφανιστεί τίποτα μπροστά της. Μόλις ήπιε νερό, γύρισε την πλάτη της και είδε ένα κοπάδι από αγελάδες που έρχονταν κατά πάνω της. Δεν ήξερε τι να κάνει, είχε πανικοβληθεί, όμως μετά θυμήθηκε ότι έχει το μαγικό καλάμι, έτσι το έβγαλε από την τσέπη της, το κούνησε λίγο προς τις αγελάδες και αυτές εξαφανίστηκαν. Έπειτα, συνέχισε την αποστολή της. Στο τέλος, βρήκε τη χελώνα, την πήρε και την πήγε στο βατραχαστυνόμο. Ο βατραχαστυνόμος την συνεχάρη δίνοντας της ένα μετάλλιο που έλεγε «Συγχαρητήρια». Ερμής Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ο παπίνος. Βρήκε μια παπίνα και έκανε παιδιά στο νούφαρο που βρισκόταν δίπλα από τη λίμνη Αράλη. Λίγα χρόνια μετά τα παπίνια μεγάλωσαν. Ένας δυνατός θόρυβος ακουγόταν από τη λίμνη. Ο παπίνος πήγε να δει από πού ακουγόταν αυτός ο μεγάλος θόρυβος. Δύο άντρες με μάσκες κατευθύνονταν προς τη μεριά των παπιών του. Ο παπίνος προσπάθησε να τους διώξει, αλλά οι άνθρωποι τον τραυμάτισαν και ακάθεκτοι συνέχισαν με τη βάρκα τους τη διαδρομή. Όμως ο παπίνος με το μαγικό του ραβδί έκανε μια ασπίδα που μόνο με τρία σπασμένα δόντια τα μάγια θα έλυναν. Οι άνθρωποι έριξαν οξύ στη λίμνη και όλα τα ψάρια σκοτώθηκαν. Μόνο τα τρία παπιά και η παπίνα σώθηκαν. Ο παπίνος είχε καεί και η οικογένεια του έφυγε για μια καλύτερη ζωή.
Κωνσταντίνος Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα χέλι που ήθελε να σώσει την πέτρα την πετρούλα που ήταν στη λίμνη του κουρνά. Κι ύστερα πήγε να τον βρει, αλλά καθώς πήγαινε, είδε έναν κροκόδειλο, τον σκότωσε και συνέχισε πέρασε ακόμα καρχαρίες, ξιφίες, αχινούς κι άλλα. Στο τέλος πήγε στη λίμνη Κουρνά και έσωσε την πέτρα Μαρία Ο water το νερό Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μια μαγική λίμνη που θα πραγματοποιούσε μια ευχή σε όποιον έπινε από αυτήν. Η λίμνη όμως σιγά σιγά άδειαζε και έτσι έστειλε μήνυμα στον water να έρθει στη λίμνη για να γεμίσει και πάλι. Καθώς όμως του έλεγε πώς να πάει εκεί, ο water είχε ήδη φύγει. Ο water ακολούθησε το πρώτο ποτάμι που βρήκε πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε μέχρι που το ποτάμι δε συνέχιζε. Έτσι γύρισε πίσω και πήρε άλλο ποτάμι όμως και αυτό δε συνέχιζε. Αυτό έγινε και στα δύο άλλα ποτάμια που ακολούθησε. Ένα πουλί που τον είδε εκεί ανήσυχο τον ρώτησε γιατί ήταν ανήσυχος.του είπε για τη λίμνη που ήθελε να πάει. Αμέσως το πουλάκι κατάλαβε για ποια λίμνη του έλεγε και έτσι τον οδήγησε σε αυτήν. Ο water γύρισε στη λίμνη και όχι μόνο γέμισε τη λίμνη, αλλά και ο water έγινε και αυτός μαγικός. Έτσι οι άνθρωποι μπορούσαν να κάνουν και πάλι ευχές. Σοφία Η χήνα και το μαγικό ραβδί Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια χήνα, που δεν την έκανε καμιά άλλη χήνα παρέα και αυτή στεναχωριόταν. Το πρόβλημα ήταν πως αυτή ήταν διαφορετική από τις άλλες. Καθώς λοιπόν έτρωγε, η λίμνη στον πάτο είχε ένα κουτί. Η χήνα ήταν περίεργη να δει τι είχε μέσα. Όταν το πήρε από εκεί το πήγε πάνω σε μια πέτρα και το άνοιξε. Είχε μέσα ένα μαγικό ραβδί. Αυτή δεν πίστευε στα μάτια της. Το πήρε και το έδειξε στις άλλες χήνες όμως είπαν πως το είχε φτιάξει αυτή για να την κάνουν παρέα. Οι χήνες δεν την πίστεψαν. Και ύστερα που η χήνα κούνησε το ραβδί και έκανε ένα μαγικό την πίστεψαν. Τότε στο τέλος ήταν όλοι αγαπημένοι με αυτήν την χήνα και ποτέ πια δεν ήταν μόνη
Στέλιος Μια φορά κι έναn καιρό ήταν ένας ψαράς που δεν ήθελε να ψαρέψει αλλά να προστατέψει τα ψάρια από τους άλλους ψαράδες. Το θέμα όμως ήταν πως δεν είχε πολύ μεγάλη άμυνα γι αυτό πήγε να φωνάξει και τους φίλους του, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Έτσι ο ψαράς γύρισε όλη την χώρα αλλά δεν βρήκε κανένα που να ενδιαφέρεται. Κι ύστερα άρχισε να κλαίει και ταυτόχρονα πήγαινε να πάρει όπλα για την άμυνα. Όταν όμως ο ψαράς έφτασε στην λίμνη, το νερό του είπε πως θα παίξει και αυτό ρόλο σε αυτή την μάχη. Στο τέλος που έγινε η μάχη, το νερό με την εκπληκτική του άμυνα προστάτεψε τον ψαρά και αυτοί μαζί, έτσι, νίκησαν και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα Χάρης Ένα μαγικό ραβδί Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα χέλι με ένα μαγικό ραβδί που έσωνε ψάρια. Όμως μια μέρα είχε πρόβλημα με έναν καρχαρία που ήθελε να σκοτώσει την οικογένεια του χελιού. Κι ύστερα μετά τη μάχη του καρχαρία είχε άλλη μια αποστολή. Στο δρόμο του όμως είχε πολλά εμπόδια για όλα τα ψάρια του ζητούσαν να τους σώσει αλλά στο τέλος βρήκε για όλους λύση. Αντώνης Μι αφορά κι έναν καιρό, στη λίμνη Κουρνά υπήρχε μια πάπια που λεγόταν «καμπινές». Μια μέρα έκανε μια βόλτα και βρήκε ένα δοχείο με καπάκι από πάνω του και έγραφε «Lsprpco». Το πήγε στο σπίτι του και το άνοιξε, το ήπιε και φούσκωσαν τα φτερά του, πήρε μπόι. Τότε ήξερε ότι ήταν καθήκον του να προστατεύει πάπιες. Όλα πήγαιναν μια χαρά, ώσπου εμφανίστηκε ένας ψήστης παπιών και ήθελε να πιάνει πάπιες. Έβαλε τη στολή του η πάπια και στη μέση έγραφε «L» που σημαίνει «καμπινές». Ο καμπινές πήρε ένα αυτοκίνητο, (το κουβαλούσε) και το πέταξε στον ψήστη. Όμως ο ψήστης είχε μυστικές δυνάμεις και πήρε το αυτοκίνητο και το πέταξε στην πάπια καμπινέ. Λιποθύμησε η πάπια. Και τότε ο ψήστης πήρε δέκα σακιά πάπιες. Κι ύστερα, ο καμπινές ξύπνησε και πήγε στο σπίτι του. Ο ψήστης ήταν αλκοολικός και κοιμόταν. Η πάπια πήρε τις άλλες πάπιες και τις πήγε στη λίμνη Κουρνά. Στο τέλος, οι πάπιες έζησαν ειρηνικά με τους ανθρώπους χάρη στη συνθήκη του «Καπιού μαή». Ασημίνα Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα χέλι, που μια ηλιόλουστη μέρα βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα. Εκεί πετούσε λίγο παρά πέρα ένας γύπας, που ήταν ταλαιπωρημένος και έψαχνε για τροφή. Ο γύπας όταν είδε το χέλι δεν είχε
άλλη επιλογή από το να το κυνηγήσει για να μπορεί να ζήσει. Την ώρα που πήγε να το πιάσει εμφανίστηκε μια πέτρα που μιλάει. Η πέτρα ήταν ο ήρωας που θα μπορούσε να βοηθήσει. Το χέλι όταν πλησίαζε ο γύπας το κατάλαβε και κρύφτηκε αμέσως, αλλά έλα που όμως η πέτρα αντέδρασε και ο γύπας άρχισε να κράζει και να φωνάζει και έτσι ήρθαν και άλλοι γύπες και η πέτρα φοβήθηκε, αλλά τα κατάφερε τους χτύπησε και έφυγε. Μετά η πέτρα και το χέλι μετά τη νίκη τους πήγαν για καφέ