Κείμενα - Εικονογράφηση Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
6 Τα πολύ παλιά χρόνια ο ξακουστός βασιλιάς Αμφιτρύωνας με την πανέμορφη γυναίκα του Αλκμήνη αναγκάστηκαν να φύγουν από την Τροιζήνα και να ζητήσουν καταφύγιο στη Θήβα. Εκεί απέκτησαν δύο γιους, τον Ιφικλή και τον Ηρακλή. Από μωρό ακόμα ο Ηρακλής ξεχώριζε γιατί ήταν μεγαλόσωμος, δυνατός και πανέξυπνος. Έτσι όλοι άρχισαν να πιστεύουν ότι πατέρας του ήταν ο Δίας. Το έμαθε η Ήρα, η γυναίκα του Δία, που ζήλεψε πολύ και έβαλε σκοπό να εξοντώσει τον Ηρακλή. Μια νύχτα σκοτεινή, έστειλε στην κούνια των μωρών δυο τρομερά φίδια. Ο Ηρακλής όμως τα άρπαξε από το λαιμό και τα έπνιξε, ενώ ο μικρούλης Ιφικλής, κατατρομαγμένος, έκλαιγε γοερά. Έτσι όλοι πείστηκαν πια ότι ο Ηρακλής ήταν γιος του Δία.
Συγκλονισμένος ο Αμφιτρύωνας, αποφάσισε να φροντίσει ιδιαίτερα τη μόρφωση του ξεχωριστού παιδιού του και ανέθεσε στους κορυφαίους και άριστους δασκάλους την εκπαίδευσή του. Aνάμεσά τους, ο κένταυρος Χείρωνας ανέλαβε να τον διδάξει τις Επιστήμες και ο Λίνος τη Μουσική. Έπειτα ο Αμφιτρύωνας τον έστειλε στον Κιθαιρώνα για να ανδρωθεί. 7
8 Εκείνο τον καιρό ζούσε στις βουνοκορφές του Κιθαιρώνα ένα άγριο και αιμοβόρο λιοντάρι. Τριγυρνούσε και αφάνιζε τα κοπάδια των βοσκών και είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο Ηρακλής έψαξε και βρήκε τα ίχνη του. Του έστησε καρτέρι και μ ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με το μυθικό ρόπαλό του το σκότωσε. Το κατόρθωμά του έγινε αμέσως γνωστό κι όλοι θαύμαζαν την τόλμη και τη δύναμή του.
Στο μεταξύ είχε μεγαλώσει αρκετά κι έπρεπε να αποφασίσει τι θα κάνει στη ζωή του. Ένα δειλινό που στάθηκε σ ένα σταυροδρόμι, εμφανίστηκαν μπροστά του δυο νεαρές γυναίκες. Η μια ήταν καλοντυμένη, με πλούσια στολίδια, ενώ η άλλη ήταν ντυμένη απλά και σεμνά. Η χιλιοστολισμένη τού είπε: «Οι φίλοι με φωνάζουν Ευτυχία και οι εχθροί Κακία. Ακολούθησέ με και ποτέ δε θα δουλέψεις ούτε θα κουραστείς. Η ζωή σου θα είναι μια ατελείωτη απόλαυση». «Με λένε Αρετή. Στο δρόμο το δικό μου θα πρέπει να νικάς το κακό και το άδικο. Θα κερδίζεις με κόπο και αγώνες ό,τι χρειάζεσαι, αλλά θα απολαμβάνεις με χαρά την αγάπη του κόσμου», είπε η σεμνή γυναίκα. Ο Ηρακλής χωρίς δεύτερη σκέψη διάλεξε το δρόμο της Αρετής. 9
10 Εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα για τη Θήβα, γιατί ο βασιλιάς Εργίνος του Ορχομενού είχε αναγκάσει το βασιλιά Κρέοντα να του παραδίνει για φόρο κάθε χρόνο εκατό καλοθρεμμένα μοσχάρια. Ο Ηρακλής αποφάσισε να δώσει τέλος σ αυτή την ντροπή. Όταν εμφανίστηκαν οι στρατιώτες για να παραλάβουν το φόρο, με τρομερή γρηγοράδα και δύναμη τους αντιμετώπισε και τους σώριασε κάτω τον έναν μετά τον άλλο. Κι αργότερα όλοι οι Θηβαίοι μαζί νίκησαν το στρατό του Εργίνου και γλίτωσαν το φόρο.
Οι Θηβαίοι τον λάτρεψαν και ο βασιλιάς Κρέοντας του ζήτησε να παντρευτεί την κόρη του, την πανέμορφη Μεγάρα. Ο Ηρακλής δέχτηκε. Έγινε γάμος βασιλικός. μέχρι και οι θεοί κατέβηκαν από τον Όλυμπο και γέμισαν δώρα τους νεόνυμφους. Η ζωή κυλούσε ήρεμα και το ζευγάρι απέκτησε τρία αγόρια. 11
12 Η Ήρα, όμως, από καιρό ετοίμαζε την εκδίκησή της. Τον έκανε να χάσει τα λογικά του και να προξενήσει κακό στα παιδιά του. Ο πόνος και οι τύψεις τον κυρίεψαν. Έφυγε από την πόλη και περιπλανήθηκε στα βουνά. Αποφάσισε να πάει στους Δελφούς και να ζητήσει από τους θεούς να τον βοηθήσουν. «Να πας στις Μυκήνες που βασιλεύει ο θείος σου ο Ευρυσθέας. Θα σου ζητήσει να κάνεις δώδεκα άθλους. Όταν τους πραγματοποιήσεις, οι θεοί θα σε συγχωρήσουν και θα βρεις τη γαλήνη που ζητάς», του είπε η Πυθία.
Ο Ηρακλής ξεκίνησε αμέσως μαζί με τον ανιψιό του Ιόλαο. Ο Ευρυσθέας, που φοβόταν μήπως του πάρει το θρόνο, αποφάσισε να τον εξοντώσει ζητώντας του να κάνει άθλους επικίνδυνους και ακατόρθωτους. Τα χρόνια εκείνα ζούσε στα βουνά της Νεμέας ένα τεράστιο λιοντάρι που είχε γίνει το φόβητρο της περιοχής. Όσοι είχαν προσπαθήσει να το θανατώσουν δεν τα είχαν καταφέρει. Ο Ευρυσθέας έδωσε εντολή στον Ηρακλή να το σκοτώσει και να του φέρει το τομάρι του. Εκείνος, αφού περιπλανήθηκε κάποιες μέρες ψάχνοντας το λιοντάρι χωρίς αποτέλεσμα, έφτασε στις Κλεωνές. Εκεί συνάντησε ένα βοσκό, που του έδειξε τη φωλιά του. 13