Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Σχετικά έγγραφα
Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Α Σ Τ Ε Ρ Η Σ. -Εσύ είσαι ο Άρχος γιατί είσαι δυνατός και τα φύλλα σου μοιάζουν με στέμμα

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μια ιστορία αγάπης και ελπίδας

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η Λίμνη. Κείμενο: Μαρίνα Μιχαηλίδου - Καδή Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

Πες μου για τα ζώα που κάνουν αυγά μεγάλα και μικρά

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Το παραμύθι της αγάπης

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου


Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΗΕποχήπουοΘεός Δημιούργησε τα Πάντα

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Να το καράβι του! Σαν φάντασμα στέκει φοβερό σ άδειο λιμάνι, δίχως νερό. Κι έτσι που γέρνει ρημαγμένο λένε πως είναι στοιχειωμένο!

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Α ΒΡΑΒΕΙΟ Το άσπρο του Φώτη Αγγουλέ

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Μάθημα/Τάξη: Κεφάλαιο: Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 30/10/17 Επιδιωκόμενος Στόχος: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ-Ν.ΓΛΩΣΣΑ ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1 Ο

ΠΊΝΑΚΕς ΖΩΓΡΑΦΙΚΉς ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΊΕς

Ένα μήλο στην πλάτη ενός σκαντζόχοιρου

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ Αγαπητό μου ημερολόγιο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

«Η νίκη... πλησιάζει»

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Μικροί Παραμυθάδες Γ1

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Ιστορίες για καληνύχτα

Παραγωγή γραπτού λόγου

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Φθινόπωρο μύρισε το σχολειό ξεκίνησε. Αχ! Πέφτει χιόνι και το σπουργίτι το μικρό αχ πώς κρυώνει. Όλα ανθισμένα και ο ήλιος γελά.

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΗΕποχήπουοΘεός Δημιούργησε τα Πάντα

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Αγγελική Δαρλάση. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ. Άνοιξη. Α2 Ιωάννα Οικονόμου Γεωργία Κωνστάντιου Ιάσονας Κουριανίδης Αίας Καριωρης Μάριος Αβραμίδης

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

Η Βίβλος για Παιδιά παρουσιάζει. ΗΕποχήπουοΘεός Δημιούργησε τα Πάντα

ΣΤΟ ΒΆΘΟΣ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ, κάτω από την επιφάνεια των αγριεμένων κυμάτων, βρίσκεται η κοινωνία των ψαριών. Εκεί, όλα παραμένουν ίδια για αιώνες.

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ένας Πειρατής στο Νεραϊδονήσι


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ. Σταχτοφτέρης : ο μεγάλος μου αδερφός, ο προστάτης μου

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ: ΠΑΠΑΝΙΚΟΥ ΣΩΤΗΡΙΑ

Μικρός λαχανόκηπος στο νηπιαγωγείο μας!

Μπέττυ Σμιθ, Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν,

γραπτα, έγιναν μια ύπαρξη ζωντανή γεμάτη κίνηση και αρμονία.

Αναρτήθηκε από τον/την Βασιλειάδη Γεώργιο Παρασκευή, 01 Μάρτιος :33 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 01 Μάρτιος :54

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Γ1, 3 ο Δημοτικό σχολείο Αρτέμιδας

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

Transcript:

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους, μια γριά γυναίκα. Τ όνομά της ήταν Μαραλά. Κανένας δεν ξέρει γιατί είχε αυτό το όνομα. Η Μαραλά ήταν τόσο γριά, που σαν κι αυτή δεν υπήρχε καμιά σ ολόκληρο τον κόσμο. Έλεγαν ότι ήταν πιο γριά κι από την πιο γριά. Πιο γριά απ όλες τις γριές αυτής εδώ της γης. Κι έλεγαν ακόμα πως ήξερε πολλά, τα ξερε όλα και πως μπορούσε να κάνει πράγματα ασυνήθιστα και πολύ παράξενα Μιλούσε, λέει, όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και τις γλώσσες των ζώων, των δέντρων και των πουλιών. Έφτιαχνε, λέει, τα πιο νόστιμα φαγητά, έφτιαχνε τα φαγητά όλων των τόπων, έπλαθε και ζύμωνε τα πιο αφράτα και μυρωδάτα ψωμιά, ανακάτευε τα βότανα κι έκανε βάλσαμα και γιατρικά. Μιλούσε με τ αστέρια, με τον ήλιο και με το φεγγάρι. Μιλούσε με τη βροχή, τις αστραπές και τους κεραυνούς. Μόνο με τους ανθρώπους δε μιλούσε η Μαραλά. Και πού να τους βρει τους ανθρώπους εκεί, εκείνο τον καιρό, τον πιο παλιό καιρό του κόσμου;

Και περνούσανε τα χρόνια. Και η γριά Μαραλά γερνούσε όλο και πιο πολύ. Το πρόσωπό της το χανε ζωγραφίσει τα χρόνια, κι αν έσκυβες να την κοιτάξεις από κοντά, έβλεπες πως το χανε σκάψει κιόλας. Λίμνες και ποτάμια, βουνά και χαράδρες έβλεπες πάνω στο παλιό της πρόσωπο. Κι αν έβαζες τα δάχτυλά σου, τ άγγιζες όλα αυτά. Το χανε χαράξει τα χρόνια το πρόσωπό της. Και τις έβλεπες τις χαρακιές που ήταν σαν τα μονοπάτια. Τα περπατούσες τα μονοπάτια κι έφτανες στα φωτεινά της μάτια, που είχανε μια γλύκα που όμοιά της δεν είχες ξαναδεί. Το σώμα της έγερνε κι έγερνε, είχε γίνει ένα σαλιγκαράκι και περπατούσε αργά, τόσο αργά όσο κανένα άλλο πλάσμα σ εκείνο τον τόπο δεν περπατούσε. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει πολύ και από χρόνια σέρνονταν στο χώμα κι είχαν βαρύνει πολύ και η Μαραλά δεν μπορούσε πια να τα κουβαλήσει. Καθόταν πάνω σε μια πέτρα στο βάθος της καλύβας της και τα χάιδευε, τα χάιδευε με τα παμπάλαια χέρια της. Τα χτένιζε με τα γέρικα δάχτυλά της και καμιά φορά τραγουδούσε με τη φωνή της, την πιο παλιά φωνή του κόσμου: Μα και ρα και λα τ όνομά μου Μαραλά. Κι ήτανε τόσο όμορφη αυτή η πιο παλιά φωνή του κόσμου, που μαζεύονταν γύρω της τα πουλιά κι άρχιζαν κι αυτά το τραγούδι: Μα και ρα και λα τ όνομά μου Μαραλά. Και μετά έρχονταν και τα άλλα, τα ερπετά και τα ζωύφια και τα έντομα, κι άκουγαν μαγεμένα. Μόνο οι άνθρωποι δε φάνηκαν ποτέ. Και πώς να φανούν οι άνθρωποι εκεί, εκείνο τον παλιό καιρό, τον πιο παλιό απ όλους;

Ένα ζεστό πρωινό, έτσι όπως καθόταν ανάμεσα στα πουλιά και τραγουδούσε η Μαραλά, της ήρθε μια ιδέα. Τα παρακάλεσε να της πλέξουν τα μακριά της μαλλιά, να τα κουβαλά, λέει, πιο εύκολα. Κι αρχίσαν αυτά λίγο λίγο, λίγο λίγο και της φτιάξανε μια πλεξούδα που πιο μακριά δεν υπήρχε πουθενά. Και μέσα στις στρογγυλάδες της πήγανε και κάμανε τις φωλιές τους. Κι ύστερα ήρθαν τα έντομα και τ άλλα πετούμενα και κάμανε κι αυτά τις δικές τους φωλιές. Και φέρανε σπόρους και φέρανε καρπούς και φέρανε χώμα και νερό. Κι οι σπόροι φύτρωσαν κι έγιναν λουλούδια. Λουλούδια της άνοιξης και του χειμώνα. Και γέμισε η πλεξούδα της Μαραλά χρώματα. Άσπρα, κόκκινα, γαλανά χρώματα. Και οι καρποί ωρίμασαν κι αυτοί και δρόσισαν με τους χυμούς τους τα μαλλιά της. Και τα πουλιά κλώσησαν τ αυγά τους, κι όταν ζέστανε ο καιρός, έσπασαν τα τσόφλια κι άνοιξαν σιγά σιγά και βγήκανε τα καινούρια πουλιά κι έμαθαν κι αυτά το τραγούδι: Μα και ρα και λα τ όνομά μου Μαραλά. Η Μαραλά είχε αλλάξει πολύ πια. Ήταν γεμάτη ανθούς και λουλούδια, πουλιά και καρπούς, σπόρους, τραγούδια, ήταν όλα αυτά μαζί. Κι ήταν όμορφη. Κι ούτε που καταλάβαινες πως ήταν μια γριά γυναίκα. Η πιο γρια γυναίκα του κόσμου.

Και πέρασε έτσι κάμποσος καιρός. Η Μαραλά γερνούσε όλο και πιο πολύ. Δεν έβλεπε τίποτα πια. Μόνο άγγιζε. Με τα παλιά σκεβρωμένα της δάχτυλα ψηλαφούσε τα πράγματα γύρω της και δε λάθευε ποτέ. Όλα τα καταλάβαινε. Μα πιο πολύ τα ένιωθε. Τις πέτρες, τα λουλούδια, τα έντομα, τα πουλιά, τα μικρά τους αυγά, τους θάμνους, τα δέντρα, τους καρπούς. Ακουμπούσε πάνω τους την καρδιά της. Κι ένιωθε τους χτύπους της δικής τους καρδιάς. Κι όλα γίνονταν ένα: τακ-τακ-τακ...

Οι ανάγκες της όλο και λιγόστευαν. Περνούσε τις μέρες της με λίγο νερό και μερικές σταγόνες μέλι που έσταζαν οι φίλοι της τα πουλιά με τα ράμφη τους στο γέρικό της στόμα.

Και μια μέρα, σ εκείνη τη μεριά του κόσμου που ζούσε η πιο παλιά γυναίκα, ακούστηκε ένας φοβερός κρότος σαν άγριος κεραυνός. Όλα τρόμαξαν κι αναδεύτηκαν. Τρόμαξε κι η Μαραλά. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά, κόντεψε να σπάσει. Ήταν βαρύς χειμώνας και το πυκνό δάσος περίμενε κάτω απ το χιόνι και τον πάγο να ζεστάνει ο καιρός, να ρθει η άνοιξη και μετά το καλοκαίρι. Σιωπή απλωνόταν παντού. Ο κρότος τα αναστάτωσε όλα. Άφησαν τη ζεστή πλεξούδα της Μαραλά και βγήκαν έξω, στην παγωνιά. Πέταξαν και σύρθηκαν ως εκεί απ όπου ακούστηκε, ως το ποτάμι, και τότε είδαν να ρχεται από μακριά, να κατεβαίνει με μεγάλη ορμή και να σπάει τα παγωμένα νερά με τρομερό κρότο ένα κόκκινο σημάδι. Το σημάδι πλησίαζε και πλησίαζε, ώσπου έφτασε στην όχθη. Ήταν ένα κορίτσι με κατακόκκινα μαλλιά. Το κορίτσι στεκόταν πάνω σε μια ξύλινη σανίδα και τους χαμογελούσε. Κι επειδή ήταν η ώρα που ρόδιζε η αυγή, το είπανε αμέσως Ροδινή. Και μετά τραγουδήσανε: Κι έγινε τ όνομά του. Ρο και δι και νη καλώς ήρθες, Ροδινή.