ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέμα: ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΚΩ ΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ Άρθρα Σελ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα 1

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 5: Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΘΕΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η διαδικασία στο ακροατήριο του Πταισματοδικείου

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 7: Ιδιαιτερότητες της ποινικής διαδικασίας ανηλίκων

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 4: Βασικές Αρχές της απονομής δικαιοσύνης σε ανηλίκους

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Η μετατροπή της ποινής κατά το άρθρο 82 ΠΚ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ. ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ποινική δικαιοδοσία

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 71/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α. Ποινικός Κώδικας Άρθρο 1

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η 30/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 94/2012

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 6: Το αυτοτελές σύστημα των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2011

ΣΤΑ ΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΗΣ (είναι 4) 2 Η ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ. Προπαρασκευαστική. Κύρια διαδικασία ΑΡΧΕΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας;

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Εφαρμογές δημοσίου δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου Διοικητικές κυρώσεις «Ne bis in idem»

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ 25ΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ. Δεύτερο Στάδιο

Α Π Ο Φ Α Σ Η 111/2012

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΠΑΙΓΝΙΩΝ».

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 149/2011

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Σχέδιο νόμου για τα μέσα ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων, καταδίκων και εν αδεία κρατουμένων. Άρθρο 1 Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ - ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΩΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 9/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14 /2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 32/2011

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΝΟΜΟΣ 4325/2015 Αποκατάσταση του τεκμηρίου αθωότητας στην πειθαρχική διαδικασία

* Εκτέλεση αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων στην Ελλάδα

ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΘΕΜΑ: «Κοινοποίηση της 43/2007 γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ., σχετικά με ερωτήματα που τίθενται, για

Ζητήματα παραγραφής της αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Β ΕΤΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΑΛΕΓΡΑ ΘΕΜΑ: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... 2 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 4 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ... 5 1.1. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ... 5 1.2. Η ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ.7 1.2.1. Η κατοχύρωση στο Σύνταγμα (άρθρ. 20 παρ.1).... 7 1.2.2. Η κατοχύρωση στο «Διεθνές Σύμφωνο περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων» (ΕΣΔΑ).... 9 1.2.3. Η κατοχύρωση στο 7 ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ... 10 2. ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ... 12 2. 1. ΠΟΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ... 12 2.1.1. Σε καταδικαστικές αποφάσεις... 13 2.1.2. Καταδικαστικές αμετάκλητες αποφάσεις... 13 2.1.2. ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ... 14 2.1.3. ΟΙ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ... 15 2.2. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΟΥΤΕ ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ... 16 2.5. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΝΩ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΕΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥΝ... 17 3. ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ... 17 4. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ... 19 4.1. ΠΟΤΕ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ... 19 4.1.1. Αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα με βάση το αρθρ. 497 ΚΠΔ... 19 4.1.2. Αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα με βάση το αρθρ. 471 παρ.1 ΚΠΔ... 23 4.1.3. Αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα με βάση άλλες διατάξεις νόμων... 26 4.2. ΠΟΤΕ ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΤΟΝΕΙ ΑΠΟΛΥΤΑ... 27 4.2.1. Καταργηθείσες διατάξεις αποκλεισμού ανασταλτικού αποτελέσματος... 27 4.2.2. Κριτική των καταργημένων διατάξεων... 28 4.2.3. Ισχύουσες διατάξεις που απαγορεύουν τη χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος... 29 4.3. ΠΟΤΕ ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ... 30 4.3.1. Περιπτώσεις με βάση τα αρθρ. 471 παρ.1 και 497 ΚΠΔ... 30 4.3.2. Προϋποθέσεις και ζητήματα στην περίπτωση που η χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου... 32 4.4. ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ... 34 5. Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ... 36 5.1. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ (497 ΠΑΡ. 7 ΚΠΔ)... 36 5.1.1. Ιστορική επισκόπηση του θεσμού... 36 5.1.2. Πότε εφαρμόζεται... 37 5.1.3.Προϋποθέσεις χορήγησης αναστολής εκτελέσεως με βάση το αρθρ. 497 παρ.7 ΚΠΔ... 37 5.2. ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΑΠΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ... 43 5.2.1. Χορήγηση αναστολής κατ αρθρ. 497 παρ.2 ΚΠΔ... 43 6. ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ.... 47 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΠΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ... 47 ( ΑΡΘΡ. 429 ΠΑΡ.3 ΚΠΔ)... 47 2

7. ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡ. 472 ΚΠΔ... 49 7.1. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ... 49 7.2. ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΚΡΙΝΕΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ... 49 7.3. ΚΛΗΤΕΥΣΕΙΣ ΔΙΑΔΙΚΩΝ... 50 7.4. ΛΟΓΟΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ... 50 7.5. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΕΑΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (497 ΠΑΡ.7 ΚΠΔ)... 51 7.6 ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΡΘΡ. 497 ΠΑΡ. 7 ΚΠΔ... 51 7.7. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΡΘΡ. 472 ΚΠΔ - ΑΡΘΡ. 497 ΠΑΡ.7 ΚΠΔ... 52 8. ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΑΡΘΡ. 497 ΠΑΡ.7 ΚΑΙ 471 ΠΑΡ.2 ΚΠΔ... 53 8.1. ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΑΠΟ ΣΥΝΗΓΟΡΟ... 53 8.2. ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ... 54 8.3. ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ... 56 8.4. ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ... 57 9. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ... 58 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι... 62 ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ... 62 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ... 63 ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ... 63 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ... 64 ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ... 64 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 65 3

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Αρμ Αρμενόπουλος ΑΠ Αρείου Πάγου άρθρ. Άρθρο Βλ. Βλέπετε Βουλ Βούλευμα Γεν. Μ. Γενικό Μέρος ΔΕΚ Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εδ. εδάφιο ΕΕ Ευρωπαϊκή Ένωση ΕισΕκθ Εισηγητική Έκθεση εκατ. εκατομμυρίου/ων εκδ. έκδοση ΕΚ Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επ επόμενα ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕυρΔΔΑ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Εφ Εφετείο κ.α. και άλλα ΚΝοΒ Κώδικας Νομικού Βήματος ΚΠΔ Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ΝοΒ Νομικό Βήμα ν. νόμου ο.π. όπου παραπάνω παρ. παράγραφος π.χ. παραδείγματος χάρη περ. περίπτωση ΠΚ Ποινικός Κώδικας Πλημ Πλημμελιοδικείο Ποιν. δικ. Ποινικό δίκαιο ΠοινΔικ Ποινική Δικαιοσύνη 4

ΠοινΧρ σελ. στοιχ. Συμβ ΣΕΕ ΣΕΚ Σ τομ. υπ αριθμ. υποσ. Ποινικά Χρονικά σελίδα στοιχείο Συμβούλιο Συνθήκη Ευρωπαϊκής Ένωσης Συνθήκη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Σύνταγμα Τόμος Υπ αριθμόν Υποσημείωση 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΤΑ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ 1.1. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Κάθε δικαστική κρίση, στο μέτρο που συνιστά έργο ανθρώπου και κατ επέκταση συνδέεται με διαπιστώσεις, αξιολογήσεις και κρίσιμες διανοητικές κατεργασίες, εμπεριέχει τον κίνδυνο του λάθους, της λαθεμένης δικαστικής κρίσης. Η δυνατότητα προσφυγής σε ένα ανώτερο δικαστήριο με αίτημα τη διόρθωση του λάθους, την αποκατάσταση της αδικίας και τη διατύπωση νέας σωστής κρίσης συνιστά την πεμπτουσία των ενδίκων μέσων 1. Οι βασικότεροι λόγοι που σε θεσμικό επίπεδο υπαγορεύουν την αναγνώριση δυνατότητας επανελέγχου της υποθέσεως είναι : α/ το πάντοτε ορατό ενδεχόμενο της δικαστικής πλάνης. Η δικαστική κρίση ως έργο ανθρώπινο, μπορεί να είναι εσφαλμένη. Το δε σφάλμα μπορεί να έχει συνέπειες είτε ανεπανόρθωτες (όπως η επιβολής θανατικής ποινής), είτε ιδιαίτερα επαχθείς (όπως η κατάγνωση ισόβιας καθείρξεως ή 1 Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 1994, σ. 198, Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα, Ι, 2005, σ. 3, Παπαδαμάκης Α., Ποινική Δικονομία, γ έκδ. σ. 481 5

μακροχρόνιας στερητικής της ελευθερίας ποινής). Αυτό το στοιχείο δε συμβιβάζεται με την άμεση εκτέλεση δικαιοδοτικών κρίσεων πριν την εξάντληση των σταδίων επανελέγχου της ορθότητάς τους. 2 β/ την τόνωση του αισθήματος ευθύνης των προσώπων που εκδίδουν την σε ένδικο μέσο υποκείμενη απόφαση. Ο κίνδυνος εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως της κρίσεώς τους από το ανώτερο δικαστήριο υποχρεώνει σε επιμελέστερη έρευνα της υποθέσεως. Αυτή η λειτουργία του ενδίκου μέσου έχει προληπτικό χαρακτήρα. γ/ την ενίσχυση του κύρους της δικαιοδοτικής λειτουργία και την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην ιδέα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και κατ επέκταση στο κράτος δικαίου. δ/ την εξασφάλιση της ορθής ερμηνείας και σωστής εφαρμογής τόσο των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου όσο και εκείνων που αφορούν την ίδια τη διαδικασία. Τα ένδικα μέσα οδηγούν σε ενοποίηση της νομολογίας, στο μέτρο που εκδικάζονται από ιεραρχικά ανώτερα και αριθμητικά λιγότερα δικαστήρια. ε/ την προστασία και τον έλεγχο της σωστής (ειδικής και εμπεριστατωμένης) αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων (93 παρ.3 Συντ), δεδομένου ότι με τα ένδικα μέσα ελέγχεται η ορθότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση κυρίως τις αιτιολογίες της. στ/ την παροχή δυνατότητας στους διαδίκους να επανορθώνουν, ως ένα σημείο, με τη μεταβίβαση της υποθέσεως σε άλλο δικαιοδοτικό όργανο, δικές τους παραλείψεις που έλαβαν χώρα στην πρωτοβάθμια διαδικασία. 3 2 Μαργαρίτης Λ., ό.π., σελ. 245, Συμεωνίδης Δ., Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων στην ποινική δίκη, 1999, σελ. 29επ. 3 Μαργαρίτης Λ., ό.π. σ. 3 6

1.2. Η ΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ Η κατοχύρωση των ενδίκων μέσων και των αποτελεσμάτων που αυτά επιφέρουν σε κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας καθόσον θεμελιώνει αντίστοιχη δέσμευση του κοινού δικονομικού νομοθέτη για θέσπιση και διατήρηση της χρήσης ενός συστήματος ενδίκων μέσων μέσα από τα οποία θα επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας των δικαιοδοτικών κρίσεων. Αυτά τα κείμενα είναι το Σύνταγμα, το Διεθνές Σύμφωνο «περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα πρόσθετα Πρωτόκολλα τούτης. Ειδικότερα: 1.2.1. Η κατοχύρωση στο Σύνταγμα (άρθρ. 20 παρ.1). Το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος καθιερώνει το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας και ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια..». Η κρατούσα στο χώρο της ελληνικής επιστήμης 4 και νομολογίας 5 άποψη δέχεται ότι από την εν λόγω ρύθμιση δεν προκύπτει υποχρέωση του κοινού νομοθέτη για καθιέρωση ενδίκων μέσων. Συνεπώς, η παροχή δυνατότητας ελέγχου των δικαστικών αποφάσεων εναπόκειται αποκλειστικά στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του κοινού δικονομικού νομοθέτη, με τα εξής επιχειρήματα: α) η έννομη προστασία που κατοχυρώνεται στο άρθρ. 20 παρ.1 Συντάγματος, έχει χαρακτήρα πρωτογενή και όχι δευτερογενή και εξασφαλίζει μόνο το δικαίωμα προσφυγής στα διάφορα δικαιοδοτικά όργανα, όχι, όμως, και το δικαίωμα ελέγχου των αποφάσεων αυτών 6 4 Μαργαρίτης, ό.π., σ. 35, Αηδονά, Τα ελάχιστα όρια εφέσιμης ποινής μετά την κύρωση του 7 ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», Αρμ. 1989. 215, Αλεξιάδη, Το τεκμήριο Αθωότητας του κατηγορουμένου, ΕΕΕυρΔ 1986.35, Θ.Παπαδόπουλου, Τα όρια του εκκλητού απόφασης ποινικού δικαστηρίου, Υπεράσπιση 1993. 781, Σταμάτη, Δ 1983.658 5 ΑνώτΕιδΔικ 48/1992 Κεραμέα Δ 1982. 617, ΣτΕ 3442/1978, ΝοΒ 1979.628, ολαπ 199/1978, ΝοΒ 1979.42 6 Μαργαρίτης, ό.π., σ. 36, Κεραμέα, ό.π., Σταμάτη, ό.π. 7

β)το Σύνταγμα παρέχει προστασία δικαστική έναντι της διοικήσεως και των ιδιωτών, όχι, όμως, και έναντι των δικαστηρίων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι πρόκειται για προστασία «μέσω και όχι εναντίον του δικαστή» και προστασία «διά των δικαστηρίων και όχι από τα δικαστήρια» 7 γ) ρητή διάταξη που να εγγυάται το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων δεν υπάρχει στο Σύνταγμα. 8 Τέλος, η άποψη αυτή καταλήγει στο ότι η υποχρέωση του κοινού νομοθέτη για καθιέρωση ενδίκων μέσων δεν υπάρχει στο άρθρ. 20 παρ.1 του Συντάγματος ούτε σε άλλη αρχή αυτού, όπως εκείνη του κράτους δικαίου. Χαρακτηριστικά ο Κεραμέας (ό.π., σ. 18 σημ. 3) παρατηρεί ότι «το κράτος δικαίου, κορυφαία εκδήλωση του οποίου συνιστά το άρθρ. 20 παρ. 1 Συντ., δεν είναι κατανάγκην και κράτος ενδίκων μέσων». Επίσης, ότι η ανυπαρξία υποχρεώσεως υπάρχει για όλα τα ένδικα μέσα και για όλα τα πρόσωπα (κατηγορούμενος, πολιτικώς ενάγων, αστικώς υπεύθυνος και εισαγγελέας). Η αντίθετη άποψη επιχειρεί να θεμελιώσει την υποχρεωτικότητα των ενδίκων μέσων υπό το πρίσμα των επιταγών του σύγχρονου κράτους δικαίου. Οι επιταγές αυτές θέλουν τη δικαστική προστασία πλήρη (ολοκληρωμένη) και αποτελεσματική (ουσιαστική). Πλήρης και αποτελεσματική είναι μία δικαστική προστασία που περιέχει το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της πρωτοβάθμιας δικαιοδοτικής κρίσεως. Τέλος, από το δικαίωμα ακρόασης απορρέει το δικαίωμα υπεράσπισης. 9 Συμπερασματικά, ορθότερη είναι η δεύτερη άποψη που υποστηρίζει ότι το δικαίωμα άσκησης των ενδίκων μέσων είναι συνταγματικά επιβεβλημένη. Η ερμηνεία του συντάγματος που καθιερώνει την αρχή του κράτους δικαίου ως βασική του αρχή, δεν θα μπορούσε να αποκλείσει το δικαίωμα επανάκρισης μίας δικαστικής υπόθεσης, γιατί τότε θα αποδέχονταν το γεγονός ότι η μία και μοναδική δικαστική κρίση είναι η τελεσίδικη δυνατότητα κρίσης μίας υπόθεσης αδιακρίτως αν αυτή είναι σωστή ή λανθασμένη. Οσον αφορά τη θεμελίωση του ανασταλτικού αποτελέσματος, η σύνδεση του δικαιώματος άσκησης ενδίκων μέσων συνέχεται άμεσα με το ανασταλτικό αποτέλεσμα αυτών και τη δυνατότητα υπεράσπισης του κατηγορουμένου αποτελεσματικά σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο. Η θεμελιωμένη στο Σύνταγμα αρχή του κράτους δικαίου επιβάλει 7 Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τομ.β, 1981, σ. 4 8 Φαφούτη, Πρόταση στην ολαπ 168/1984 9 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 37, Απαλαγάκη, Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη, 1989, σ.165, Νίκα, Οι νέοι προγραμματικοί ισχυρισμοί στην κατ έφεση δίκη, 1989, σ. 18 8

τη χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος γιατί διαφορετικά η άμεση εκτέλεση των αποφάσεων θα καθιστούσε την άσκηση των ενδίκων μέσων άσκοπη. 1.2.2. Η κατοχύρωση στο «Διεθνές Σύμφωνο περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων» (ΕΣΔΑ). Σύμφωνα με το άρθρ. 14 παρ.5 του «Διεθνούς Συμφώνου περί Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το ν. 1705/1987, «κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για παράβαση έχει δικαίωμα η απόφαση περί ενοχής και καταδίκης του να εξετασθεί από ανώτερο δικαστήριο, σύμφωνα με το νόμο». Αρκετά από τα δικαιώματα που προβλέπει κατοχυρώθηκαν στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαμέσου του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεμελιώνει το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων σε υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες. Σύμφωνα με το άρθρ. 6 παρ.1 εδ.α της ΕΣΔΑ «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως». Η διάταξη αυτή καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης. Στο πεδίο του ποινικού δικονομικού δικαίου η έννοια «δίκαιη» δίκη ερμηνεύθηκε υπό την έννοια ότι πρέπει να εξασφαλίζει πλήρη και αποτελεσματική υπεράσπιση σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ανεξάρτητα και πέρα από το αν η εκάστοτε ισχύουσα δικονομική νομοθεσία καθιερώνει επαρκώς το αντίστοιχο αναγκαίο πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. 10 Αντίστοιχα, το ανασταλτικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων απορρέει από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει ουσιαστική και πλήρη υπεράσπιση. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η αντίθετη άποψη σχετικά με τη θεμελίωση του δικαιώματος των ενδίκων μέσων. Τα ίδια τα όργανα της ΕΣΔΑ ερμηνεύοντας την επίμαχη διάταξη του άρθρ. 6 ΕΣΔΑ, υιοθέτησαν την άποψη ότι από αυτή δεν συνάγεται υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για θέσπιση ενδίκων μέσων. 11 Επίσης, σύμφωνα με το άρθρ. 6 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής 10 Μαργαρίτης, ό.π.,σ.42, Καρρά, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, 1989, σ. 35 11 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 44, Αλεξιάδη Σ., Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (Άρθρο 6 παρ. 2 ΕυρΣΔΑ), ΕΕΕυρΔ 1986. 35επ., του ιδίου, Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, Έκδοση Εταιρίας Δικαστικών Μελετών Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων Η δημοκρατική νομιμοποίηση του δικαστή Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, 1995, σελ. 103επ., του ιδίου, Το άρθρο 6 παρ. 1 ΕυρΣΔΑ στην εθνική ποινική δίκη, ΕΕΕυρΔ 1997. 63επ., Κλαμαρή, Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το άρθρ. 20 παρ. 1 Συντ. σ. 258, Ανδρουλάκη Ι., Κριτήρια της δίκαιης ποινικής δίκης, 2000, 18επ., Αποστολάκη Γ., Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου μέσα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και των εθνικών ποινικών δικαστηρίων. Το διαφαινόμενο ρήγμα του τεκμηρίου στη Συμφωνία Schengen., ΠΛογ 2001. 695επ., Ζησιάδη Β., Αι εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουμένου κατά την προδικασίαν, 1967, σελ. 14επ., Κάβουρα Γ., Το τεκμήριο αθωότητας, 9

Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών της 4 ης Νοεμβρίου 1950 «παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», καθιερώνοντας έτσι το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Υποστηρίζεται η άποψη ότι το τεκμήριο αθωότητας παύει να ισχύει με την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση και αναβιώνει όταν γίνεται δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου για επανάληψη της διαδικασίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 525επ. ΚΠΔ. Η άποψη αυτή ενισχύεται τόσο από τη διάταξη του άρθρου 471 παράγραφος 1 εδάφιο α ΚΠΔ, κατά την οποία «το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρόθεσμα και νομότυπα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που προσβάλλονται..», όσο και από τη διάταξη του άρθρου 546 παράγραφος 1 ΚΠΔ, κατά την οποία «η καταδικαστική απόφαση..εκτελείται μόλις καταστεί αμετάκλητη». Ωστόσο, αμφισβητείται η ισχύς του τεκμηρίου αθωότητας στο ενδιάμεσο διάστημα των ενδίκων μέσων, στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των δύο κρίσεων. Το άρθρο 6 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ δεν προσδιορίζει το σημείο της διαδικασίας, μέχρι το οποίο εκτείνεται η προστασία του τεκμηρίου αθωότητας. μόνη η διάταξη αυτή, συνεπώς, δεν εμποδίζει τον κοινό νομοθέτη να το περιορίσει μέχρι την πρωτόδικη κρίση της ενοχής. Επίλυση του προβλήματος επέφερε, τελικά, το άρθρο 2 παράγραφος 1 του 7 ου πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα έφεσης του κατηγορουμένου. Συνεπώς, η προστασία του τεκμηρίου εκτείνεται οπωσδήποτε μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Κατ επέκταση είναι κατοχυρωμένο το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης κατά καταδικαστικής απόφασης. 1.2.3. Η κατοχύρωση στο 7 ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ Σύμφωνα με το άρθρ. 2 παρ.1 αυτού «Κάθε πρόσωπο που καταδικάστηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή». Η διάταξη αυτή αναφέρεται ρητά στην ποινική δίκη, χορηγεί δικαίωμα επανεξετάσεως μόνο στον 2003, Μπέη Κ., Τα δικονομικά ανθρώπινα δικαιώματα, κατά τα άρθρα 6 παρ. 1, 13 και 25 ευρσδα, και τα δικονομικά ατομικά δικαιώματα κατά το άρθρο 20 παρ. 1 ελληνικού Σ, Δ 1995. 25επ., του ιδίου, Η επίδραση του ευρωπαϊκού δικαίου στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, Δ 1999. 971επ., του ιδίου, Τεκμήριο αθωότητας κατηγορουμένων, Δ 2003. 922επ., Μυλωνά Ι., Πτυχές του τεκμηρίου αθωότητας, 1994, Ρήγου Γ., Το τεκμήριο της αθωότητας, ΠοινΧρ 1992. 625επ. 10

κατηγορούμενο και μόνο για εκείνες τις αποφάσεις με τις οποίες ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος ή με τις οποίες επιβάλλεται ποινή. Συνεπώς, έξω από το πεδίο ρυθμίσεως παραμένουν οι αθωωτικές αποφάσεις, οι αποφάσεις που παύουν οριστικά ή κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινή δίωξη και τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις. Επίσης, η διάταξη του άρθρ. 2 παρ.2 του Πρωτοκόλλου εισάγει αποκλίσεις από το καθιερούμενο στην πρώτη παράγραφο δικαίωμα επανεξετάσεως, ορίζοντας ότι «από αυτό το δικαίωμα μπορούν να γίνουν εξαιρέσεις στην περίπτωση αξιόποινων πράξεων μικρής σημασίας, όπως ορίζονται στο νόμο ή στις περιπτώσεις που ο καταδικασθείς κρίθηκε σε πρώτο βαθμό από ανώτερο δικαστήριο ή καταδικάσθηκε μετά από άσκηση ενδίκου μέσου εναντίον της απαλλαγής του». Ωστόσο, κατοχυρώνει με αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξης ( άρθρ. 28 του Συντάγματος) καταρχήν υποχρέωση της πολιτείας για χορήγηση δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας απέναντι στον κατηγορούμενο, δηλ. αναγνωρίζει δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως στον καταδικασθέντα. 12 Συμπερασματικά από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων και η μη χορήγησή του θα σήμαινε ουσιαστικά την αποδυνάμωσή τους και την αποθάρρυνση των διαδίκων για την άσκησή τους. Συνεπώς, η χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος πρέπει να είναι ο κανόνας και το αντίθετο (η μη χορήγησή του) η εξαίρεση. 12 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 48 11

2. ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Το ανασταλτικό αποτέλεσμα αποτελεί το πιο σημαντικό αποτέλεσμα των ενδίκων μέσων. Η μη χορήγησή του μπορεί να οδηγήσει στην άμεση εκτέλεση της απόφασης και τον εγκλεισμό του καταδικασμένου στις φυλακές 13. Ετσι, εάν εκτιθεί η ποινή εν όλω ή κατά το μεγαλύτερο μέρος, τότε η ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου είναι «δώρο άδωρο» (320 παρ.1, 144 παρ.3 ΚΠΔ) 14. Η ίδια η λέξη υποδηλώνει μία αναστολή που έχει δύο εκφάνσεις : 1/ η προθεσμία άσκησης και ίδια η άσκηση του ενδίκου μέσου αναστέλλουν το οριστικό κλείσιμο της υπόθεσης και παρεμποδίζουν την επέλευση του «τυπικού ποινικού δεδικασμένου», 2/ όσο διαρκεί η προθεσμία και όσο εκκρεμεί η εκδίκαση του ενδίκου μέσου, αναστέλλεται η εκτέλεση της δικαιοδοτικής κρίσης. Τέλος, σε πρακτικό επίπεδο η χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος παρέχει στον ενδιαφερόμενο :1/ τη δυνατότητα επανακρίσεως της υποθέσεως που τον αφορά και 2/ χωρίς στο μεταξύ να υφίσταται τις δυσμενείς γι αυτόν συνέπειες. 15 Ωστόσο, προϋπόθεση της ανασταλτικής δύναμης του ενδίκου μέσου είναι η εκτελεστότητα της προσβαλλομένης απόφασης. Συνεπώς, προηγείται η ανάπτυξη του ζητήματος της εκτελεστότητας των ποινικών δικαστικών αποφάσεων. 2. 1. ΠΟΙΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ Απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη του σταδίου της εκτελέσεως αποτελεί η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, από τον οποίο να απορρέει δικαίωμα της πολιτείας για υλοποίηση ορισμένης ποινικής κυρώσεως και υποχρέωση του πολίτη να την υποστεί. 16 Στο χώρο του ποινικού δικονομικού δικαίου εκτελεστό τίτλο αποτελούν οι δικαστικές αποφάσεις με την πλατιά του όρου έννοια : δηλαδή οι αποφάσεις και τα βουλεύματα. Ειδικότερα, οι αποφάσεις αναφορικά με τη δυνατότητα εκτέλεσής τους, διακρίνονται : 13 Κονταξής Α., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2006, σ. 2706, Μαργαρίτης Λ., ό.π., 214, Ζησιάδη Ι., Ποινική Δικονομία, Γ, 1977, σ. 230, ΕφΑθ 835/1977 ΠΧρ ΚΖ (1977) 686 14 Κονταξής Α., ό.π., σ. 2706 15 Μαργαρίτης, ό.π., σ. 244 16 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, ζ έκδ.2005, σ. 518 12

2.1.1. Σε καταδικαστικές αποφάσεις Η νομολογία δέχεται ότι καταδικαστική είναι η απόφαση που και ενοχή αναγνωρίζει και ποινή επιβάλλει. Συνεπώς δεν είναι καταδικαστικές αποφάσεις που: Απορρίπτουν την έφεση ως απαράδεκτη 17 - ανυποστήρικτη 18 - κηρύσσουν αναρμοδιότητα 19 αφορούν δήμευση 20 απορρίπτουν αίτηση μετατροπής της ποινής μετά από άρση αναστολής 21 εκδίδονται κατ άρθρο 565 ΚΠΔ επί αντιρρήσεων περί την εκτέλεση 22 απορρίπτουν αίτησης ακύρωσης ως απαράδεκτη ή αβάσιμη 23 διορθώνουν σφάλματα που αφορούν υπολογισμό χρόνου προσωρινής κρατήσεως 24. 2.1.2. Καταδικαστικές αμετάκλητες αποφάσεις Α. Σύμφωνα με το άρθρ. 546 παρ.1 ΚΠΔ, η καταδικαστική απόφαση εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, δηλ. αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Ωστόσο, υπάρχουν και αποφάσεις που αποτελούν τίτλο εκτελεστό, παρόλο που δεν έχουν γίνει αμετάκλητες, δηλ. έχουν προσωρινή εκτελεστότητα και είναι οι εξής : α/ όταν το δικαστήριο αποφασίζει αμετάκλητα για την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας ( 341 παρ.2 ΚΠΔ), β/ όταν είναι απών ο κατηγορούμενος, η απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή και υπόκειται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (429 παρ.2 ΚΠΔ), γ/ η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης και η αίτηση για την αναίρεση δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται με αυτή. (471 παρ.2 ΚΠΔ), δ/ εάν επιβλήθηκε ποινή σε χρήμα και η απόφαση είναι ανέκκλητη, η προθεσμία για την αναίρεση και η άσκηση της αναίρεσης δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. (507 παρ.4 ΚΠΔ). 25 Β. Σύμφωνα δε με το άρθρ. 546 παρ.2 ΚΠΔ αμετάκλητη είναι η απόφαση όταν : 17 ΑΠ 1500/ 1987 ΠοινΧρον 1988.202 18 ΑΠ 1055/1990 ΠοινΧρον 1991.327 19 ΑΠ 715/1975 ΠοινΧρον 1976.119 20 ΑΠ 109/1981 ΠοινΧρον 1981.476 21 ΑΠ 511/1987 ΠοινΧρον 1987.511 22 ΑΠ 106/1961/ ΠοινΧρον 1961.280 23 ΑΠ 54/1970 ΠοινΧρον 1970.194, ΑΠ 661/1971 ΠοινΧρον 1972.209 24 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, ζ έκδ.2005, σ. 521, ΑΠ 498/1970 ΠοινΧρον 1971.133 25 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, ό.π., σ. 523 13

1) όταν δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο. Χρόνος κατά τον οποίο γίνεται αμετάκληση η απόφαση είναι κατά τη δημοσίευσή της, 2) όταν το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε. Στην περίπτωση αυτή χρόνος αμετακλήτου είναι η πάροδος προθεσμίας άσκησης ενδίκου μέσου ή η δημοσίευση της απόφασης περί απόρριψης και εφόσον ούτε αυτή υπόκειται σε ένδικο μέσο 26. Οι αλλοδαπές καταδικαστικές αποφάσεις δεν είναι εκτελεστές στην Ελλάδα, αλλά αποτελούν λόγο εκδόσεως, 27 3) όταν απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης όχι μόνο ως ουσία αβάσιμη, αλλά και ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη, γιατί εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται δεύτερη άσκηση αναίρεσης 28. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το αμετάκλητο της απόφασης ή της διάταξης αποτελεί το απώτερο χρονικό σημείο πριν από το οποίο έχει αναδρομική εφαρμογή ο νεότερος νόμος που περιέχει ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο ρυθμίσεις. Μετά το σημείο αυτό, μόνον ο νόμος που καταλύει το αξιόποινο της πράξεως μπορεί να εφαρμοσθεί και όχι εκείνος που προβλέπει ηπιότερη ποινή (άρθρ.2 ΠΚ) 29. 2.1.2. ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Αθωωτική είναι η απόφαση που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο : α) επειδή η πράξη δεν είναι ποινικά κολάσιμη β) επειδή υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν το αξιόποινο 30. γ) επειδή απαλλάσσει το δράστη λόγω ελλείψεως ικανότητας καταλογισμού και επιβάλλει σ αυτόν το μέτρο ασφαλείας του άρθρου 69 ΠΚ 31. 26 Κονταξής, ό.π., σ. 3427) 27 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, ζ έκδ.2005, σ. 518, Ζαγκαρόλας, Αι εκ των αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων νομικαί συνέπειαι, ΕΕΑΝ 1952. 106 28 Κονταξής, ό.π., σ. 3426, ΑΠ 576/81 29 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, ζ έκδ.2005, σ.520). 30 ΑΠ 395/1980 ΠΧ 1981.345 31 ΑΠ 1283/1989, ΠΧ 1990.558 14

Η αθωωτική απόφαση εκτελείται μόλις δημοσιευθεί, εκτός αν νόμος ορίζει διαφορετικά (547). Αντίθετα, ως προς τις υπόλοιπες διατάξεις και η αθωωτική απόφαση εκτελείται κατά κανόνα μόλις γίνει αμετάκλητη π.χ. απόδοση ή δήμευση πραγμάτων ή πειστηρίων (373) και το αστικό μέρος της υπόθεσης π.χ. καταδίκη στην πληρωμή των εξόδων ή αποζημιώσεως υπέρ εκείνου που αθωώθηκε. Αν κάποιος αθωωθεί απελευθερώνεται αμέσως. Ωστόσο, αν πρέπει να του αποδοθούν πράγματα ή πειστήρια ή να του καταβληθούν έξοδα ή αποζημίωση, δεν γίνεται αμέσως, αλλά περιμένει το αμετάκλητο της απόφασης. 32 2.1.3. ΟΙ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ Οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις είναι αυτές που δεν αποφαίνονται τελειωτικά για την κατηγορία και μπορεί πάντοτε το δικαστήριο να τις ανακαλεί (548 ΚΠΔ). Εκτελούνται μόλις απαγγελθούν και είναι οι αποφάσεις που αποφαίνονται : α) για την αναβολή της δίκης 33 β) για τη νόμιμη ή μη παράσταση της πολιτικής αγωγής και δεν αποφαίνονται στην ουσία λόγω ελλείψεως αντίστοιχης εισαγγελικής προτάσεως 34 γ)απορρίπτουν ένσταση παραγραφής 35 δ)απορρίπτουν αίτηση εξαίρεσης δικαστή 36 ε)απορρίπτουν ένσταση ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος 37 στ) οι αποφάσεις περί αναστολής εκτέλεσης 38 32 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, ζ έκδ.2005, σ. 520 33 ΑΠ 1951/2003 ΠραξΛογΠΔ 2003. 526 34 ΑΠ 944/1978, ΕφΠατρ 861/1982, ΝοΒ 32.551 35 ΑΠ 197/1952 ΠΧ 1952.306 36 ΑΠ 428/1953 ΠοινΧρον 1954.84 37 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, ζ έκδ.2005,σ. 522 15

2.2. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΟΥΤΕ ΑΘΩΩΤΙΚΕΣ Υπάρχουν αποφάσεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε καταδικαστικές ούτε αθωωτικές και αμφισβητείται η ιδιότητά τους ως προς την εκτελεστότητα 39, καθόσον μπορούν να χαρακτηριστούν ως διαπλαστικές και είναι: α) απορρίπτουν την έφεση ως απαράδεκτη 40. β) απορρίπτουν την έφεση ως ανυποστήρικτη. Οι ως άνω αποφάσεις ποτέ δεν εκτελούνται παρά μόνο οι πρωτόδικες οι οποίες εκκαλούνται και χαρακτηρίζονται ως διαπλαστικές, δεδομένου ότι η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, επιφέρει αυτή για πρώτη 41 42 φορά το αμετάκλητο και συνεπώς το εκτελεστό αποτέλεσμα της πρωτόδικης απόφασης. γ) κηρύσσουν αναρμοδιότητα 43 δ) αφορούν δήμευση 44 ε) απορρίπτουν αίτηση μετατροπής της ποινής μετά από άρση αναστολής 45 στ) εκδίδονται κατ άρθρο 565 ΚΠΔ επί αντιρρήσεων περί την εκτέλεση 46 ζ) απορρίπτουν αίτησης ακύρωσης ως απαράδεκτη ή αβάσιμη 47 η) διορθώνουν σφάλματα που αφορούν υπολογισμό χρόνου προσωρινής κρατήσεως 48, 49 38 Μαργαρίτης Λ. Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, σ. 767 39 Κονταξής Α. H απορρίπτουσα την έφεσιν ως ανυποστήρικτον απόφασις είναι καταδικαστική; ΠοινΧρ 1982. 444. 40 ΑΠ 1500/1987 ΠΧ 1988.202 41 Α.Τζαννετής, Το αμετάκλητο των καταδικαστικών αποφάσεων στις εκπρόθεσμες και ανυποστήρικτες εφέσεις και ο αναιρετικός έλεγχος της παραγραφής, ΠΧ ΜΗ (1998), σ. 1130 42 ΑΠ 1055/1990 ΠΧ 1991.327 43 ΑΠ 715/1975 ΠΧ 1976.119 44 ΑΠ 109/1981, ΠΧ 1981. 476 45 ΑΠ 511/1987 ΠΧ 1987.511 46 ΑΠ 106/1961 ΠΧ 1961.280 47 ΑΠ 54/1970 ΠΧ 1970.194, ΑΠ 661/1971, ΠΧ 1972.209 16

2.5. ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΝΩ ΕΙΝΑΙ ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΕΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥΝ Υπάρχουν περιπτώσεις που η απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί, παρόλο ότι είναι αμετάκλητη και είναι οι περιπτώσεις : α) της υπό όρον αναστολή εκτέλεσης (99 104 ΠΚ). Στην περίπτωση αυτή η αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση δεν υλοποιείται, εφόσον η εκτέλεση της σχετικής ποινής έχει ανασταλεί υπό όρο και η αναστολή αυτή δεν έχει αρθεί ούτε έχει ανακληθεί. Και β) η αναβολή εκτελέσεως ποινής (555, 556, 559, 560, 561 ΚΠΔ), σύμφωνα με την οποία η εκτέλεση της θανατικής και της στερητικής της ελευθερίας ποινής αναβάλλεται σε ορισμένες περιπτώσεις (ψυχοπάθεια, έγκυος γυναίκα, απονομή χάρης, αίτηση ακύρωσης απόφασης, οικογενειακές-επαγγελματικές ανάγκες κ.ά.). Τούτο συμβαίνει με την προϋπόθεση ότι η σχετική ποινή δεν άρχισε να εκτελείται και ο κατηγορούμενος δεν κρατείται προσωρινά. 50 3. ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Οι βασικές διατάξεις που ρυθμίζουν το ζήτημα του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης κατά απόφασης είναι εκείνες του άρθρ. 471 παρ.1 εδ.ά και 497 ΚΠΔ. Ειδικότερα, το άρθρ. 471 παρ.1 εδ. α ΚΠΔ εντάσσεται συστηματικά στο πρώτο τμήμα των «γενικών ορισμών για τα ένδικα μέσα» του ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και θέτει ένα γενικό κανόνα για κάθε ένδικο μέσο : «τίθεται ως αρχή η ανασταλτική δύναμις του ασκηθέντος ενδίκου μέσου» 51. Επομένως, η διάταξη αποτελεί τον ερμηνευτικό οδηγό για τη θεμελιώδη ρύθμιση για το σχετικό ζήτημα (471 παρ.2 για την αναίρεση «κατ εξαίρεση»). Ετσι, οι εξαιρέσεις που εισάγονται από 48 ΑΠ 498/1970, ΠΧ 1971.133 49 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, ζ έκδ.2005, 521). 50 Λ.Μαργαρίτης-Ν.Παρασκευόπουλος, Ποινολογία, ζ έκδ.2005,σ.523 51 ΕισΕκθεση ν.2479/1997, Κονταξής, ό.π. σ. 2707 17

άλλες διατάξεις, πρέπει να ερμηνεύονται στενά συσταλτικά και σε κάθε περίπτωση αμφιβολίας περί της χορηγήσεως ή μη ανασταλτικού αποτελέσματος να λειτουργεί η χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος. 52 Τέλος, τίθεται ως βασική προϋπόθεση χορήγησης του ανασταλτικού αποτελέσματος η παραδεκτή άσκηση έφεσης που πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που περιγράφονται στο άρθρ. 498 ΚΠΔ. Η διάταξη του άρθρ. 497 παρ. 1 ΚΠΔ εντάσσεται συστηματικά στο τρίτο τμήμα των «ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων» και στο πρώτο κεφάλαιο που αφορά την «έφεση». Είναι διάταξη ειδική της διάταξης του άρθρ. 471 παρ.1 ΚΠΔ σε σχέση με την έφεση και αναφέρεται στην ανασταλτική δύναμη μόνον της έφεσης που ασκήθηκε και όχι της προθεσμίας της. 53 Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση εκκλητής απόφασης ισχύει η διάταξη αυτή και είναι αδιάφορο το είδος της ποινής που επιβλήθηκε. Επομένως, δεν απαιτείται για το εκτελεστό της απόφασης η επίδοση αυτής και πάροδος της προθεσμίας της έφεσης. 54 52 Κονταξής, ό.π. σ. 2707 53 ΑΠ 1139/1998 Πράξη και Λόγος 2000. 257 54 Κονταξής, ό.π. σ. 2709, Μαργαρίτης, ό.π. σ. 206, Συμεωνίδης, ό.π. σ.106, 143 18

4. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ Ειδικότερα, τo ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως εναντίον αποφάσεων μπορεί γενικά να διακριθεί σε δύο βασικές κατηγορίες ανάλογα με το αν μπορεί να χορηγηθεί από πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια δικαστήρια καθώς εν συνεχεία σε τρεις άλλες υποκατηγορίες ανάλογα με το αν επέρχεται αυτοδικαίως ή εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου και πότε αυτό ατονεί απόλυτα 55 : 4.1. ΠΟΤΕ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ 4.1.1. Αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα με βάση το αρθρ. 497 ΚΠΔ α) ΟΤΑΝ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΕ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΤΩΝ 6 ΜΗΝΩΝ Το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδίκαια αν επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης μικρότερη των 6 μηνών (5 μήνες και 29 ημέρες). Ο δικαιολογητικός λόγος της ρύθμισης αυτής είναι ότι η χαμηλή ποινή που επιβλήθηκε συνιστά ευθεία προβολή της αντικειμενικά μειωμένης απαξίας της αξιόποινης συμπεριφοράς και υποδηλώνει αυταπόδεικτα έλλειψη «επικινδυνότητας» του δράστη. Το ύψος της ποινής ομιλεί από μόνο του και για την έλλειψη κινδύνου φυγής του κατηγορουμένου. Ο δικονομικός νομοθέτης στάθμισε σε αφηρημένο επίπεδο τα ουσιαστικά δεδομένα τεκμαίροντας αμάχητα ότι δε συντρέχουν λόγοι που καθιστούν αναγκαία και επιτακτική την άμεση εκτέλεση. Τέλος, εκτιμάται ότι το νομοθετικό όριο των έξι μηνών, το οποίο παραμένει αναλλοίωτο από το χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, υπό τα σημερινά δεδομένα κρίνεται από δικαιοπολιτική άποψη ως ιδιαιτέρως χαμηλό και θεωρείται αναγκαία η ανύψωσή του ενόψει, ιδιαίτερα, των νομοθετικών εξελίξεων στο χώρο της μετατροπής και της αναστολής της ποινής (άρθρα 82 και 99επ. ΠΚ αντίστοιχα). 56 Τέλος, πρέπει να διευκρινισθεί ότι στην περίπτωση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και του Εφετείου, δεν επέρχεται αυτοδίκαια το 55 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 256 56 Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 257 υποσημείωση 31, Παπασπύρου, Παπασπύρου, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, σ. 119, Συμεωνίδη, ό.π., σελ. 143επ. και 145επ. 19

ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθότι υπερισχύει η ειδικότερη διάταξη του άρθρ. 497 παρ.6 ΚΠΔ και συνεπώς εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου. Αν ο καταδικασθείς τελούσε σε προσωρινή κράτηση, το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επέλθει αυτομάτως. (497 παρ.2 εδ.α - 497 παρ.1 ΚΠΔ) λόγω του αρνητικού βάρους που συμπυκνώνει από ουσιαστική άποψη η προηγούμενη επιβολή προσωρινής κράτησης. Το γεγονός ότι σε προγενέστερο διαδικαστικό στάδιο διαπιστώθηκε από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο η συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των όρων του άρθρου 282 ΚΠΔ δεν είναι ασφαλώς καταρχήν αδιάφορο. Ωστόσο, με τον περιορισμό πλέον της δυνατότητας επιβολής προσωρινής κράτησης πρωτογενώς στα κακουργήματα είναι σχεδόν αδύνατο να διατάχθηκε στην προδικασία προσωρινή κράτηση για αξιόποινη πράξη, για την οποία τελικά επιβλήθηκε πρωτόδικα ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών. Έτσι, η διατήρηση της εξαίρεσης αυτής έχει μικρή πρακτική σημασία, ιδιαίτερα μετά τον καταρχήν περιορισμό της προσωρινής κράτησης στα κακουργήματα. Αλλά και από γενικότερη δικαιοπολιτική άποψη η εισαγωγή μίας σε βάρος του κατηγορουμένου εξαίρεσης από την αυτοδίκαιη επέλευση του ανασταλτικού αποτελέσματος είναι προβληματική, όταν θεμελιώνεται μόνο στην προΰπαρξη προσωρινής κράτησης και παραβλέπει το μικρό ύψος της ποινής που επιμετρήθηκε. Τέλος, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι : i) η προσωρινή κράτηση πρέπει να επιβλήθηκε για την ίδια πράξη και ii) δεν θεωρείται ότι εμπίπτει στο πεδίο της εξαίρεσης η περίπτωση, κατά την οποία αρχικά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος, στη συνέχεια όμως αφέθηκε ελεύθερος λόγω άρσης της προσωρινής κράτησης ή αντικατάστασής της με περιοριστικούς όρους 57. Στην περίπτωση κατά την οποία οι επιμέρους ποινές είναι μικρότερες από το όριο των έξι μηνών, η συνολική όμως ποινή το υπερβαίνει, υποστηρίζεται η άποψη ότι αν ο κατηγορούμενος καταδικαστεί με διαφορετικές αποφάσεις για περισσότερα εγκλήματα σε ποινές μικρότερες των έξι μηνών, επέρχεται αυτοδικαίως το ανασταλτικό αποτέλεσμα για καθεμία από τις επιμέρους αποφάσεις. Ο μεταγενέστερος δε σχηματισμός συνολικής ποινής ύψους μεγαλύτερου των έξι μηνών δεν μπορεί να οδηγήσει σε καμία περίπτωση στην εκ των υστέρων ανατροπή του αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος. Αντίθετα, σε περίπτωση καταδίκης για περισσότερες αξιόποινες πράξεις με μία απόφαση, όταν οι επιμέρους ποινές για κάθε πράξη είναι τέτοιου ύψους που θα 57 Μαργαρίτης, ό.π., σ. 257 20

οδηγούσαν σε αυτοδικαίως επερχόμενο ανασταλτικό αποτέλεσμα, η συνολική ποινή ωστόσο είναι ανώτερη των έξι μηνών; Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική ποινή που επιβλήθηκε με την καταδικαστική απόφαση, αλλά οι επιμέρους ποινές που τη συνθέτουν. Αυτή η άποψη φαίνεται να στηρίζεται τόσο σε ουσιαστικές εκτιμήσεις όσο και στην αναγωγή στην αρχή της ίσης μεταχείρισης όμοιων περιπτώσεων. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι μία τελεσίδικη απάντηση στο εν λόγω ζήτημα τελεί υπό την επιφύλαξη ειδικότερης, συνολικής και αυτοτελούς προσέγγισης των δικονομικών προεκτάσεων και της γενικότερης μεταχείρισης της συρροής στο δικονομικό χώρο. 58 β) ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΣΤΕΡΗΣΕΙΣ-ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ-ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ Ως προς το σκέλος της αποφάσεως που αφορά τις παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, τις εκπτώσεις και τις ανικανότητες (497 παρ.2 ΚΠΔ). Ωστόσο ζήτημα ανέκυψε για το ποιες από τις παρεπόμενες στερήσεις αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Σύμφωνα με μία άποψη 59 η αναστολή αφορά μόνο τις μνημονευόμενες στο άρθρ. 489 παρ. 1 περιπτώσεις β και γ ΚΠΔ στερήσεις, δηλαδή μόνο σε στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, έκπτωση από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν (άρθρα 59επ. ΠΚ), οπότε αποκλείεται η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 497 παράγραφος 2 εδάφιο ε ΚΠΔ ως προς την απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος του άρθρου 67 ΠΚ. Κατ άλλη άποψη 60 η αναστολή αφορά και την παρεπόμενη ποινή του άρθρου 67 ΠΚ. Τα επιχειρήματα υπέρ της τελευταίας άποψης, που φαίνεται η ορθότερη είναι ότι : i) η διατύπωση είναι γενική και συνεπώς περιλαμβάνει τις στερήσεις που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα και στους ειδικούς ποινικούς νόμους (π.χ. αφαίρεση άδειας οδηγού του Τελωνειακού Κώδικα). 61 Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι η αυτόματη αναστολή καλύπτει τις εκπτώσεις ή ανικανότητες που απορρέουν από τον Αστικό Κώδικα (για παράδειγμα, αυτές των άρθρων 1622 περίπτωση 8, 1623 και 1537 ΑΚ, όπου μάλιστα η ρητή αναφορά σε τελεσίδικη καταδίκη λειτουργεί επιβεβαιωτικά προς το κανονιστικό περιεχόμενο της επίμαχης διάταξης του εδαφίου ε της παραγράφου 2 του άρθρου 497 ΚΠΔ). 62 58 Βλ. Συμεωνίδη, ό.π., σελ. 148επ. 59 Ζησιάδης, ό.π. σ. 231, Κονταξής, ό.π., 2257, Μπουρόπουλος, ό.π. σ. 237 60 Παπασπύρου, Το ένδικον μέσον της εφέσεως κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, σ. 119, Συμεωνίδης, ό.π. σ. 150 61 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Ιδιωτική γνωμοδότησις, ΠοινΧρ 1982. 819επ. 62 Ανδρουλάκη Ν., Ιδιωτική γνωμοδότησις, ΠοινΧρ 1982. 819 21

ii) σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ.1 και 67 παρ.2 ΠΚ, η επέλευση των παρεπόμενων στερήσεων δικαιωμάτων, εκπτώσεων και ανικανοτήτων εξαρτάται από το αμετάκλητο της απόφασης και iii)αμφιβολίες για το αν καλύπτει και παρεπόμενες ποινές π.χ. δημοσίευση απόφασης. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η σχετική διάταξη αναφέρεται σε στερήσεις δικαιωμάτων, εκπτώσεις και ανικανότητες και όχι σε παρεπόμενες ποινές. Συνεπώς, δημιουργείται ζήτημα εφαρμογής της εν λόγω διάταξης στην περίπτωση του άρθρου 68 ΠΚ, της δημοσίευσης της καταδικαστικής απόφασης. γ) ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ-ΑΣΤΙΚΩΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ Σύμφωνα με το άρθρ. 497παρ.3 ΚΠΔ, οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα υπέρ εκείνου που καταδικάσθηκε ή από τον αστικώς υπεύθυνο (άρθρ. 467). 63 δ) ΑΝ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΕ Η ΠΟΙΝΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ Σύμφωνα με το άρθρ. 497 παρ.6 ΚΠΔ, η έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο κατά των αποφάσεων του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, είτε αυτή είναι αθωωτική είτε καταδικαστική, εκτός αν έχει επιβάλει την ποινή του θανάτου. Ωστόσο, μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής (άρθρ. 33 παρ.1 ν. 2172/1993), η διάταξη αυτή δεν έχει πλέον ισχύ. 63 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 267 22

4.1.2. Αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα με βάση το αρθρ. 471 παρ.1 ΚΠΔ α) ΟΤΑΝ ΕΧΟΥΜΕ ΕΠΙΒΟΛΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ Δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη και συνεπώς στην περίπτωση επιβολής χρηματικής ποινής έχουμε υπαγωγή στον κανόνα του αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος του άρθρ. 471 παρ.1 εδ.α ΚΠΔ, εφόσον η ποινή είναι πέραν του εκκλητού ύψους 64. Επιπλέον επιχείρημα για το συμπέρασμα αυτό συνάγεται και από το άρθρ. 553 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο χρηματική ποινή δεν εκτελείται πριν γίνει αμετάκλητη. Ωστόσο, δημιουργείται ζήτημα όταν η καταδικαστική απόφαση επιβάλλει σωρευτικά ποινή στερητικής της ελευθερίας και χρηματική ποινή. Στην περίπτωση αυτή η αναστολή δε λειτουργεί υποχρεωτικά με τον ίδιο τρόπο για τα δύο είδη ποινής. το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται διαφορετικά ανάλογα με το σκέλος της απόφασης στο οποίο αναφέρεται. Συγκεκριμένα, η εκτέλεση της απόφασης αναστέλλεται αυτοδικαίως ως προς το σκέλος της που επιβάλλει ποινή σε χρήμα, ενώ ως προς το σκέλος της που αφορά στην στερητική της ελευθερίας ποινή αναστέλλεται αυτοδικαίως, αν η ποινή είναι κατώτερη των έξι μηνών ή, στην αντίθετη εκδοχή, η αναστολή εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου. 65 β) ΟΤΑΝ ΕΧΟΥΜΕ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ Επίσης, αυτοδίκαιο ανασταλτικό αποτέλεσμα θα έχει η άσκηση έφεσης κατά απόφασης που επιβάλλει κράτηση, εφόσον δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη 66. ΑΝΗΛΙΚΩΝ γ) ΟΤΑΝ ΑΣΚΕΙΤΑΙ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Ειδική ρύθμιση ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της ασκηθείσας έφεσης κατά απόφασης του μονομελούς ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων ( άρθρ. 489 παράγραφος 1 περίπτωση δ ΚΠΔ) με την οποία καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα 64 Κονταξή, ό.π., σ. 3000 65 Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 271, Συμεωνίδη, ό.π., σελ. 149 66 Μαργαρίτη, ό.π., σ. 271 23

κράτησης νέων, δεν υπάρχει. Στη νομολογία υποστηρίζεται η άποψη ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα εφόσον δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη και ειδικότερα ότι «από καμία διάταξη νόμου δεν προκύπτει ότι η εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκούμενη έφεση δορυφορείται από ανασταλτική δύναμη και όταν η ποινή που επιβλήθηκε είναι ποινικός σωφρονισμός», ώστε να «καθίσταται σαφές ότι η ασκηθείσα στην περίπτωση αυτή έφεση δεν έχει ανασταλτική δύναμη». Το βασικό επιχείρημα της άποψης αυτής στηρίζεται στο γεγονός ότι είναι αδύνατη η χορήγηση, προκειμένου για περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, της υπό όρο αναστολής εκτέλεσης της ποινής των άρθρων 99επ. ΠΚ. 67 Δικαιολογητικός λόγος του επιχειρήματος αυτού είναι το γεγονός ότι η επιβολή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων προϋποθέτει την κρίση του δικαστηρίου ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου για να συγκρατηθεί από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων (άρθρο 127 παράγραφος 1 ΠΚ). Αντίθετα, η αναστολή των άρθρων 99επ. ΠΚ στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων (άρθρο 100 παράγραφος 1 ΠΚ). Οι όροι, συνεπώς, που δικαιολογούν την επιβολή του ποινικού σωφρονισμού επιβάλλουν τη μη χορήγηση της αναστολής εκτέλεσης της ποινής. Οι όροι, δηλαδή, που πρέπει να συντρέχουν για την επιβολή του ποινικού σωφρονισμού είναι ακριβώς αντίθετοι των όρων, υπό τη συνδρομή των οποίων χορηγείται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Συνεπώς, η αντίφαση που θα υπήρχε σε μία απόφαση που θα επέβαλε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων και θα ανέστειλε συγχρόνως την εκτέλεσή του. Τέλος, σε αφηρημένο νομοθετικό επίπεδο ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κρατήσεως νέων ως ιδιόμορφη κύρωση φαίνεται πράγματι να είναι προσανατολισμένος προς την ιδέα της διαπαιδαγωγήσεως και όχι της τιμωρίας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κύρωση στην υλοποίησή της ελάχιστα διαφέρει από την έκτιση των κλασικών της ελευθερίας ποινών. 68 Αντίθετα, στη θεωρία υποστηρίζεται η άποψη ότι η χορήγηση του ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση κατά αποφάσεων του Δικαστηρίου Ανηλίκων είναι ο κανόνας που θεμελιώνεται στο άρθρ. 471 παράγραφος 1 εδάφιο α ΚΠΔ. Διαφορετική ρητή επιταγή του νόμου που να απαγορεύει τη χορήγησή του δεν υπάρχει πουθενά, ούτε φυσικά στο άρθρ. 497 ΚΠΔ. Επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής συνάγεται και από την Εισηγητική Έκθεση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, «η άρνηση της ανασταλτικότητας έχει ανάγκη από ιδιαίτερη πρόβλεψη και όχι η κατάφασή της». Άλλωστε, εφόσον επιτρέπεται η προσωρινή κράτηση σε βάρος 67 ΤριμΕφΑνηλΘεσ 2/2003 Αρμ.2003.1485 68 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 269, Παρασκευόπουλος, Η διαπαιδαγώγηση ως προβληματικός στόχος των στερητικών της ελευθερίας μέσων του ποινικού δικαίου των ανηλίκων, Νομικό Βήμα 1988, σελ. 732επ, όπου επισημαίνεται ότι «η στέρηση της ελευθερίας έχει πάντοτε έναν επώδυνο κατασταλτικό χαρακτήρα ο οποίος δεν απωθείται από τη σύνδεση της στέρησης αυτής με εκπαιδευτικές λειτουργίες» 24

ανηλίκου (282 παρ. 5 ΚΠΔ) και μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά των αποφάσεών τους (489 παρ.1 περ.δ ΚΠΔ), θα πρέπει, συγχρόνως, να αναγνωρισθεί και η ύπαρξη δυνατότητας ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση κατά αποφάσεων των δικαστηρίων ανηλίκων. Τέλος, εφόσον μπορεί να χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα ακόμα σε έφεση κατά αποφάσεως που επιβάλει πολυετή κάθειρξη (497 παρ.6 ΚΠΔ) και είναι επιβεβλημένη η ιδιαίτερη προστασία που πρέπει να παρέχεται στους ανηλίκους δυνάμει της κυρωθείσας με το ν. 2101/1992 «Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι επιτρεπτή η χορήγησή του στην περίπτωση άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων Δικαστηρίου (Μονομελούς- Τριμελούς) Ανηλίκων 69. δ) ΟΤΑΝ ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΤΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ Το ανασταλτικό αποτέλεσμα επέρχεται αυτοδικαίως ως προς το μέρος της αποφάσεως που επιδίκασε απαιτήσεις πολιτικές υπέρ του πολιτικώς ενάγοντα ή αποζημιώσεις και έξοδα υπέρ του αθωωθέντος κατηγορουμένου (άρθρ. 71 ΚΠΔ), ενόψει του ότι οι πολιτικές αποφάσεις αποτελούν τίτλο εκτελεστό όταν είναι τελεσίδικες (άρθρ. 904 παρ.2 ΚΠολΔ σε συνδ. 570, 571 ΚΠΔ). Τέλος, γίνεται δεκτό ότι η ασκούμενη έφεση δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα για το περί αποζημιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος μέρος της αποφάσεως, εάν ο κατηγορούμενος αποδέχθηκε το τμήμα τούτο, ή περιόρισε την έφεση στο ποινικό μόνον σκέλος της αποφάσεως. 70 ΚΑΙ ε) ΟΤΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟ-ΠΤΑΙΣΜΑΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΑΝΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ (120 παρ.3 ΚΠΔ). Σύμφωνα με το άρθρ. 497 παρ.2 ΚΠΔ, εάν η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο «κακουργιοδικείο», κηρύσσοντας εαυτό αναρμόδιο, αδιάφορα το αν τελούσε σε προσωρινή κράτηση (120 παρ.3, 487 ΚΠΔ), τότε το ανασταλτικό αποτέλεσμα εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου. Το νόημα της προβλέψεως είναι ότι η από μέρους του κατηγορουμένου έφεση εναντίον της αποφάσεως με την οποία το δικαστήριο κηρύσσεται αναρμόδιο δεν αναστέλλει αυτοδικαίως την τυχόν διάταξη αυτής για σύλληψη και προσωρινή κράτηση. Ως «κακουργιοδικείο» 69 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 271 70 Μαργαρίτης, ό.π. 258, Παπασπύρου, ό.π. σ. 120, Συμεωνίδης, ό.π. σ. 152, Τούση, ό.π. σ. 988, ΠρωτΑθ 10673/1954, ΕΕΝ 1954.1509 25

νοείται το δικαστήριο που ασκεί δικαιοδοσία σε πρώτο βαθμό στα κακουργήματα, δηλαδή το τριμελές εφετείο και το μικτό ορκωτό δικαστήριο. Συνεπώς, αν η παραπομπή γίνεται σε άλλο δικαστήριο, η ρύθμιση δεν έχει εφαρμογή. Ετσι, δεν έχει εφαρμογή η ρύθμιση του άρθρου 497 παρ.2 ΚΠΔ εάν η υπόθεση, κατ άρθρο 120 παρ.3 ΚΠΔ, παραπέμπεται στον εισαγγελέα με απόφαση του μονομελούς πλημμελειοδικείου ή του πταισματοδικείου 71. 4.1.3. Αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα με βάση άλλες διατάξεις νόμων α) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης επέρχεται αυτοδίκαια, όταν προσβάλλονται αποφάσεις αρχών ασκουσών αστυνομικά καθήκοντα ή αρχών αγροτικής ασφάλειας, που κατ άρθρ. 96 παρ.2β Συντάγματος δίκασαν αστυνομικές παραβάσεις ή αγροτικά πταίσματα 72. β) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης επέρχεται αυτοδίκαια ως προς το τμήμα της αποφάσεως που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων ή δήμευση, ανεξάρτητα από το αθωωτικό ή καταδικαστικό χαρακτήρα της απόφασης και ακόμα και αν οι άλλες διατάξεις είναι άμεσα εκτελεστές ( άρθρ. 492 ΚΠΔ, 76 παρ.2 ΠΚ). 73 γ) Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης επέρχεται αυτοδίκαια ως προς τη διάταξη της απόφασης που αφορά την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα-τέλη. Σύμφωνα με το άρθρ. 588 παρ.1 ΚΠΔ, η διάταξη της απόφαση για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που είναι εκτελεστή και η διάταξη για την ποινή. Σε κάθε άλλη περίπτωση η διάταξη της απόφασης ή του βουλεύματος για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που αυτά γίνονται αμετάκλητα. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την άσκηση ένδικων μέσων ή από την προθεσμία για την άσκησή τους επεκτείνεται και στη διάταξη για τα έξοδα. 71 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 265 72 Μαργαρίτης, ό.π.,σ. 258, Ζησιάδης, ό.π. σ. 132 73 Μαργαρίτης, ό.π. σ. 258, Παπασπύρου ό.π. σ. 74, Συμεωνίδη, ό.π. σ. 153, ΕφΠατρ 240/1995, Αρμ 1996.383 (όπου πρόταση Ζύγουρα), ΓνμδΕισΕφΘρακ 2846 α /1995 ΠοινΧρον 1996.141 (όπου παρατηρήσεις Χαραλαμπάκη) 26

4.2. ΠΟΤΕ ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΤΟΝΕΙ ΑΠΟΛΥΤΑ 4.2.1. Καταργηθείσες διατάξεις αποκλεισμού ανασταλτικού αποτελέσματος Σύμφωνα με το άρθρ. 20 παρ.2 γ του ν. 2408/1996 και με το άρθρ. 2 παρ. 12 ν. 2479/1997 καταργήθηκαν όλες οι διατάξεις που περιέχονταν στον ΚΠΔ και στους ειδικούς ποινικούς νόμους, σύμφωνα με τις οποίες το ανασταλτικό αποτέλεσμα ατονούσε πλήρως, δηλαδή αποκλειόταν η επέλευση ή η χορήγησή του στις εξής περιπτώσεις: α) όταν η έφεση ασκούνταν από τον Εισαγγελέα εναντίον ή κατά αθωωτικής αποφάσεως (497 παρ.4) β) όταν με την έφεση στρεφόταν εναντίον καταδικαστικής απόφασης με την οποία κρίθηκε έγκλημα που τελέστηκε στο ακροατήριο και καταλήφθηκε επ αυτοφώρω ( άρθρ. 116 και 497 παρ.5 ΚΠΔ). Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο Διάγραμμα ΣχΚΠΔ (σ. 344) οι λόγοι που επιβάλλουν την άμεση εκδίκαση του επ αυτοφώρω στο ακροατήριο καταλαμβανόμενου πταίσματος ή πλημμελήματος, επιβάλλουν επίσης και το μη ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως εναντίον της καταδικαστικής αποφάσεως για το αδίκημα. Η απαγόρευση αφορούσε μόνον την περίπτωση του άρθρου 116 και όχι και του 117 ΚΠΔ. 74 γ) όταν η ασκούμενη από τον εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο έφεση προσέβαλε απόφαση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του τριμελούς εφετείου, ανεξάρτητα αν αυτή είναι αθωωτική ή καταδικαστική (497 παρ.6 εδ α ΚΠΔ). Επίσης, εάν με την απόφαση καταγνώστηκε η ποινή του θανάτου, η έφεση έχει αυτοδίκαια ανασταλτικό αποτέλεσμα (497 παρ.6 εδ. β ) δ) όταν έφεση στρεφόταν κατά αποφάσεων που έκριναν πταίσματα βεβαιωθέντα με έκθεση και δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις (416 παρ.2 ΚΠΔ) 74 Μαργαρίτης, ό.π. 259, Ζησιάδη, ό.π. σ.233, contra Παπασπύρου, ό.π. σ. 122 27

ε) όταν η έφεση στρέφονταν κατά καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία κατά απόντων και φυγοδίκων (429 παρ.2) 75 στ) όπου ρύθμιση των ειδικών ποινικών νόμων, πλην του ΚΠΔ, απαγόρευε ρητά την επέλευση ή τη χορήγησή του. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν ο εμπρησμός σε δάσος (265 ΠΚ), η λαθρεμπορία (άρθρ. 122 παρ.7 β του ν. 1165/1918), νόμος περί ναρκωτικών (άρθρ. 26 εδ β ν. 5539/1932), νόμος περί «αγροφυλακής» (άρθρ. 131 παρ. 3 ν.δ. 3030/1954), νόμος περί εξωσχολικού αθλητισμού (άρθρ. 61 παρ.3 ν. 75/1975), νόμος περί προστασίας των δασών (998/1979), νόμος περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας (άρθρ. 6 παρ.3 ν. 1300/1982), νόμος περί φορολογίας ( άρθρ. 95 παρ.6 και 96 παρ.3 ν. 2238/94) 4.2.2. Κριτική των καταργημένων διατάξεων Οι ως άνω καταργητικές διατάξεις της απαγόρευσης χορήγησης του ανασταλτικού αποτελέσματος έχουν κριθεί ως ορθές δογματικά. 76 Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι αφορούν μόνο το ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά αποφάσεων και όχι κατά βουλευμάτων και δεν θίγουν τις ευνοϊκές διατάξεις για κατηγορούμενο. Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 497 παρ.4 ΚΠΔ δεν έχει καταργηθεί και ως εκ τούτου η έφεση που ασκεί ο εισαγγελέας κατά της αθωωτικής απόφασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης 77. Τέλος, καταργημένη πρέπει να θεωρηθεί και η διάταξη του άρθρ. 265 παρ.1 εδ. β ΠΚ (εμπρησμός σε δάση), ενόψει του όλου πνεύματος των δύο καταργητικών διατάξεων και του γεγονότος ότι η εισαγωγή της απαγορεύσεως έγινε με ειδικό ποινικό νόμο (663/1977). 78 Επίσης, σύμφωνα με την ΠλημΧαλκ 1379/1997 (ΠΧ 97.556), μετά το άρθρ. 20 παρ.2 γ του ν.2408/1996, οι μη εκτελεσθείσες καταδικαστικές για πλημμέλημα κατά κλητευθέντων ως άγνωστης διαμονής κατηγορουμένων αποφάσεις δεν είναι άμεσα εκτελεστές και η εναντίον τους έφεση έχει ανασταλτική δύναμη. 75 Μαργαρίτης Λ., Ποινική δίκη και απών κατηγορούμενος, τεύχ.α, σ. 94 76 Μαργαρίτης Λ., ό.π. σ. 262, Αναγνωστόπουλος, Το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης μετά τον ν. 2408/1996, Ποινικά Χρονικά 1996, σελ. 1171επ. 77 Συμεωνίδης Δ., ό.π. σ. 337 78 Καϊάφα -Γκμπάντι Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα 2005 σ. 235, Συμεωνίδης Δ., ό.π. 354. 28