Ο θάνατος του Διγενή Ακρίτα Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτας ή Επος του Διγενή Ακρίτα. Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από την Συρία. Στις παραλλαγές που διασώθηκαν και μελετήθηκαν στην τάξη, παρουσιάζεται ως υπεράνθρωπος με υπερφυσικές ικανότητες που αφανίζει όποιον εχθρό σταθεί στον δρόμο του. Εξαίρεση σε όλα τα χρόνια της ζωής του αποτέλεσε μόνο ο θάνατος. Ήταν αγαπητός από όλους τους ανθρώπους, γι αυτό και η φήμη του έχει διασωθεί όλους αυτούς τους αιώνες. Στις 3 παραλλαγές που θα εξεταστούν παρακάτω (από τις οποίες οι 2 πρώτες είναι κρητικής καταγωγής 1 η παραλλαγή: Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τόνε τρομάσει κι η πλάκα τον ανατριχιά που θέλει τον σκεπάσει, 2 η παραλλαγή: Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ ο απάνω κόσμος - και η 3 η η οποία είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Νικολάου Πολίτη Εκλογή από τα δημοτικά τραγούδια του ελληνικού λαού - Τρίτη εγεννήθει ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει ) παρουσιάζονται ο θάνατος του Διγενή καθώς και η μάχη του με τον Χάροντα που τόσο πολύ ήθελε την ψυχή του. Και στις 3 παραλλαγές η φύση κατέχει σημαντικό ρόλο. Ταράζεται με τον αναπάντεχο θάνατο του Διγενή καθώς δεν πίστευε ποτέ πως ένας τέτοιος άνδρας γεμάτος θάρρος και γενναιότητα, που έχει αντιμετωπίσει τόσους πολλούς εχθρούς, θα ηττηθεί τελικά από τον Χάροντα. Στην πρώτη παραλλαγή η φύση δειλιάζει και μόνο στην ιδέα πως θα φιλοξενήσει έναν άνδρα που όσο ήταν ζωντανός χαρακτηριζόταν από ανδρεία και γενναιότητα. Γι αυτό το λόγο η Γη τραντάζεται (στίχος 1-η γης
(στίχος 2-η πλάκα τον ανατριχιά). Στην δεύτερη παραλλαγή η φύση αντιδρά με τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, ο ουρανός βροντά και αστράφτει (στίχος 2), ενώ παράλληλα ο πάνω κόσμος σείεται (στίχος 2) και ο κάτω κόσμος είναι έτοιμος να τον υποδεχτεί (στίχος 3-ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια). Στην τρίτη παραλλαγή η φύση δεν αντιδρά το ίδιο έντονα, αλλά βλέπουμε τους κάμπους και τα βουνά να τρέμουν σε κάθε του αναστεναγμό (βογγάει τρέμουν τα βουνά, βογγαεί, τρέμουν οι κάμποι). Όπως προαναφέρθηκε, ο Διγενής χαρακτηρίζεται από υπερφυσικές ικανότητες, οι οποίες σε κάθε παραλλαγή παρουσιάζονται διαφορετικά. Στην πρώτη παραλλαγή, φαίνεται να θέλει να πατήσει τα σκαλοπάτια της Γης και να πιάσει τους γάντζους του ουρανού (στίχος 5-να πάτιουν τα πατήματα, να πιανα τα κερκέλια) με σκοπό να ταρακουνήσει τον ουρανό για να βγάλει μαύρα νέφη, νερό, χιόνι και καθαρό χρυσάφι (στίχοι 6-7 -να δώκω σείσμα τα ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη, να ρίξει χιόνια και νερά κι αμάλαγο χρυσάφι). Στην δεύτερη παραλλαγή, έχει την ικανότητα να διασκελίζει βουνά και να πηδάει από βουνοκορφή σε βουνοκορφή (τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα), πετούσε ογκώδεις λίθους σαν να είναι δίσκοι (αμάδες), στο τέντωμα του σώματός του έπιανε γεράκια (στίχος 9-στο βίτσιμα πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια), ενώ στο τρέξιμο παρέβγαινε τα ελάφια και τα άγρια κατσίκια (στίχος 10-στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ αγρίμια). Στην τρίτη παραλλαγή, η υπερφυσικότητα του Διγενή φαίνεται μέσα από το γεγονός ότι μπορούσε να διασχίζει βουνά και κάμπους βράδια χωρίς αστροφεγγιά (βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια, νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι). Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, πως ο Διγενής είναι ένας γενναίος και ατρόμητος άντρας. Η αντρεία του φαίνεται κυρίως στην τρίτη παραλλαγή, όπου εκτός από τις υπερφυσικές του ιδιότητες, παρατηρούμε και τις ικανότητές του ως πολεμιστής. Διέσχιζε ολομόναχος επικίνδυνα μέρη με την συντροφιά του σπαθιού και του κονταριού του (Της Αραβίνας τα βουνά, της Συρίας τα λακάδια, που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, παρά πενήντα κ εκατό, και πάλε φόβο νέχουν, κ εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι αρματωμένος, τετραπίθαμο σπαθί, με τρείς οργυές κοντάρι), αλλά αντιμετώπισε και τον Χάρο. Η αισιοδοξία και η δύναμη του Χάροντα φαίνεται να κλιμακώνεται στις δύο πρώτες παραλλαγές, ενώ στην τρίτη κορυφώνεται. Στην πρώτη παραλλαγή ο Χάροντας δεν παρουσιάζεται ως φυσικό όν, αλλά ως ασθένεια. Ο ήρωας κείτεται βαριά άρρωστος και καταλαβαίνοντας ότι το τέλος του πλησιάζει, θέλει να νικήσει το θάνατο μ ένα τελευταίο υπερφυσικό και αδύνατο κατά
τους νόμους της φύσης κατόρθωμα. Πίσω από αυτό ανιχνεύουμε τη δύναμη της ψυχής του ήρωα που αντιστέκεται στον θάνατο. Στην δεύτερη παραλλαγή ο Θάνατος παρουσιάζεται ως ένας αντίπαλος ο οποίος φοβάται να τον αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο λόγω της μεγάλης ανδρείας και του θάρρους του, γι αυτό και του έχει στήσει ενέδρα. Στην τρίτη παραλλαγή ο Χάροντας είναι αισιόδοξος και σίγουρος πως θα κερδίσει τη ψυχή του Διγενή γι αυτό και του κάνει άμεσα την πρόσκληση για την μάχη. Παρουσιάζεται ως ένας ξυπόλητος αντίπαλος, που χωρίς πανοπλία μας δίνει την εντύπωση ενός ανίκανου και μη αντάξιου αντιπάλου που όμως όπως εξελίσσεται η μάχη αποδεικνύεται να είναι ισάξιος και ίσως ανώτερός του και τον νικάει μόνο με τη δύναμή του. Επίσης χαρακτηρίζεται λαμπροφορεμένος διότι έχει μία ιδιαίτερη λάμψη στα μάτια του, σαν έναν λύκο που παραμονεύει και είναι έτοιμος να επιτεθεί στο θύραμά του. Και οι 3 παραλλαγές χαρακτηρίζονται από αρκετά εκφραστικά μέσα σχετικά με την πάλη ανάμεσα στον Διγενή και τον Χάροντα. Αυτά τα εκφραστικά μέσα δίνουν ζωντάνια και παραστατικότητα στο κείμενο, ενώ μεταδίδουν με έμφαση την εξέλιξη των γεγονότων. Όλες οι υπερφυσικές του ιδιότητες παρουσιάζονται μέσα από τις υπερβολές για να τονίσουν το πόσο ακατάβλητος αι ανίκητος ήρωας είναι ο Διγενής. Στην πρώτη παραλλαγή, παρατηρείται μια μεταφορά (στίχος- κι εκειά βαριά που κείτεται λόγια αντρειωμένα λέει) με την οποία περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές του Διγενή, ο οποίος έπεσε από αρρώστια και εκφράζει τις τελευταίες του επιθυμίες Στην δεύτερη παραλλαγή, εντοπίζεται μια ακόμα μεταφορά (στίχος 11-κ ελάβωσέ του την καρδιά) που δείχνει τον τρόπο που ο Χάροντας κατάφερε να σκοτώσει τον Διγενή, δηλαδή με ενέδρα.
Στη τρίτη παραλλαγή υπάρχει μια πληθώρα σχημάτων λόγου. Αρχικά, η αντίθεση στον χαρακτηρισμό του χάροντα ως ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο, δείχνει πως παρόλο που είναι άοπλος και φαίνεται ανίκανος να αντιμετωπίσει τον Διγενή, καταφέρνει μόνο με τη δύναμή του να τον νικήσει. Στη συνέχεια, ο Χάροντας προσωποποιείται και παρομοιάζεται με λύκο καθώς όπως και το αιμοβόρο αυτό ζώο, έτσι και αυτός έχει το βλέμμα που σε παγώνει και παραμονεύει και επιτίθεται στα θύματά του συνήθως τη νύχτα και απρόσμενα. Επιπλέον, παρατηρείται μια μεταφορά (στίχος 23-κ επήγαν κ επαλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια) που δείχνει πως όπως ο τόπος είναι σκληροτράχηλος, έτσι και οι δύο αντίπαλοι είναι πολύ δυνατοί. Αυτό προιδεάζει τον αναγνώστη για μια σκληρή σύγκρουση. Επίσης, πάνω στα κατάλευκα μάρμαρα που θυμίζουν τάφους, οι πληγές των δύο μαχητών θα φαίνονται πιο έντονα. Επιπροσθέτως, εντοπίζονται δύο τελευταίες υπερβολές που εντείνονται και με το σχήμα της επαναφοράς, (στίχοι 24 και 25 -κ όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει, κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει) και δείχνουν μέσα από τις πληγές των αντιπάλων, πως ο Χάρος, ήδη, υπερτερεί του Διγενή και πως τελικά θα τον καταβάλλει. Επομένως, ο καθένας μας μπορεί να παραδεχτεί το μεγαλείο του Διγενή και ότι η γεμάτη κατορθώματα ζωή του μας ενέπνευσε όλους και επηρέασε αξιοσημείωτα τον πολιτισμό των επόμενων αιώνων μέχρι και σήμερα. Και όπως μας δίδαξε όλους, ο θάνατος είναι αναπόφευκτος και πολλές φόρες έρχεται νωρίτερα από ότι περιμένουμε, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας εμποδίζει από το να επιτυγχάνουμε στη ζωή μας και να γινόμαστε θρύλοι όπως ο ίδιος. Σωτηρίου Χριστίνα Τσουκαλαδέλη Θεοδώρα Τμήμα Β 5 Σχολ. έτος 2016-2017