(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 192 πλέσους 192 πλέσους (ο) < πιθ. πλένω ακάθαρτος, βρομιάρης, με βρόμικα χέρια και ρούχα θηλ. η πλέσα: «απ τα χέρια έφτ νης τ ς πλέσας ε παίρνου τίπουτα, να μη (μου) του χαρίζ» πληχτσιό (το) < αρχ. πλῆξις πλήξη, ανία, αδιαφορία, μαρασμός πληχτσιάζου ρ. < αρχ. πλήσσω νιώθω πλήξη και ανία, βαριεστιμάρα: «πληχτσιάσα έδιου μέσα!» (έπληξα, μαράζωσα, εδώ μέσα!) πλια επίρ. < πλεά < αρχ. πλέα πληθ. του πλέον (περισσότερο) πλέον, πια: «τώρα πλια που ξύπνησης, είν αργά» π λιώ ρ. < μσν. πουλώ < αρχ. πωλώ μτφ. ξεγελώ, εξαπατώ: «φτος, κόρ υμ, ση π λιεί τσι σ αγουράζ» πλουμί (το) < μσν. πλουμίον το (φυσικό) στολίδι, η χάρη, η ομορφιά: «γέραση τσι πάει τσι τα πλουμιά τ τα έχ ακόμα» πλουμίζου ρ. < μσν. πλουμίζω κοσμώ, στολίζω με πλουμιά: «πέρδικά μου πλουμισμένη» πλύμα (το) < αρχ. πλύμα < πλύνω το νερό από το ξέπλυμα της σκάφης μετά το ζύμωμα: «για του γρούν είνι του πλύμα!» (ειρων.: αυτό δεν είναι για τα μούτρα σου, δεν είσαι συ άξιος γι αυτό) πλυσιά (η) (πιθ. χωρίς προτακτικό -α, ως ουδέτερο το πλυσιό) < μτγν. ἀπλυσία το να είναι κανείς βρόμικος, βρομιά: «τ μυτ σ να πιάγ ς απού του πλυσιό» (τη μύτη σου να κλείσεις από τη βρομιά) η ποσότητα των βρόμικων ρούχων που έχουν συγκεντρωθεί για πλύσιμο: «εν έπλυνα τ πηρσμέν τ βδουμάδα τσι έχου τώρα δυο πλυσιές ρούχα» πλυσιάρ ς - σα - κου < πλυσιά (βλ. λ.) άπλυτος, ακάθαρτος, βρόμικος: «απού τότη που τουν βαφτίσαν έχ να πλυθεί η πλυσιάρ ς», «η πλυσιάρ σα (και πλυσιαριά) έχ τα μουρά τ ς τσι γυρίζιν άπλυτα τσι πλυσιάρκα» π νατσίδα (η) < πινακίδα < αρχ. πινακίς (μικρή πινακίδα) μτφ.: κόκαλο της ωμοπλάτης: «έπηση απ τ ν ηλιά τσι έσπαση τ π νατσίδα τ» πόνει ρ. < του πόνει < το (ό) επόνει < πονώ < πόνος μόνο στη φράση «η γριγιά του πόνει τ ς λάλει τσι του πόνει τ ς έληγη» (παροιμ.) (η γριά έλεγε και ξανάλεγε τον πόνο της, αυτό που την πονούσε, που την έκαιγε)
(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 193 193 πουμπή πόρτα (η) < μσν. πόρτα < λατιν. porta είσοδος σε κλειστό χώρο, η θύρα 1. φρ.: «όχ(ι), πόρτα θα ση πιάσου!» (ειρων.: σιγά μην κρατήσω ανοιχτή την πόρτα και σου κάνω υποκλιση να περάσεις! δε θα σου χαριστώ!) 2. φρ.: «σαν τουν παλαβό μη τ πόρτα» (ενεργείς όπως ο παλαβός, που του είπαν να κλείσει την πόρτα και αυτός την έβγαλε, την πήρε στον ώμο του κι έφυγε) πόσ (το) < πόσι άγν. ετυμ. (η λέξη απαντάται σε προικοσύμφωνα ως βορειοηπειρωτική και ως βλάχικη ) μεταξωτό μαντίλι όσια έδιναν ως δώρο στους τεχνίτες στα γλιτώματα (βλ. λ.) της οικοδομής. Μέσα σε πόσια έστελναν οι κοπέλες κόκκινα αβγά στους γιαβουκλούδες τους. πούβητα επίρ. < μσν. πούπετα (ανομοίωση του π) πουθενά: «πούβητα ε θα πας!» πουδάρ (το) < ποδάρι < αρχ. ποδάριον το πόδι: «σ κουθήκαν τα πουδάρια, να δείριν του τσηφάλ» (παροιμ.) υποκορ. πουδαρέλ : «βαστάτη πουδαρέλια μ, να μη σας φα του χώμα» (παροιμ.) πουδαρώνου ρ. < ποδάρ-ι + -ώνω στέκομαι στα πόδια μου ανακτώ δυνάμεις ύστερα από αρρώστια πουλλουλουγήτ κους -κια -κου < πολλών + λογιών ο αποτελούμενος από πολλών λογιών (ειδών) μέρη: «πουλλουλουγήτ κα πλουμιά» πουμπή (η) < αρχ. πομπή < πέμπω μτφ.: κατηγόρια, ντροπή, αίσχος, μοιχεία: «ε βλέπ τ ς πουμπές υτ ς, μον θέλ να πει για τ ν άλλ!» διαπόμπευση, πόμπεμα. (Η διαπόμπευση -μοιχαλίδων γυναικών κυρίως- γινόταν με κούρεμα, μουντζούρωμα του προσώπου, και γύρισμα της διαπομπευόμενης μέσα στο χωριό πάνω σε γάιδαρο με φτυσίματα, γιουχαΐσματα, βρισιές και ρίψη αντικειμένων (κλούβια αβγά, ντομάτες). Η πομπή (διαπόμπευση) από την Αρχαιότητα πέρασε στο Βυζάντιο και διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στους μικροκλέφτες κρεμούσαν τα κλεμμένα στο λαιμό τους και τους γύριζαν μέσα στο χωριό. Απόηχο της διαπόμπευσης αποτελούν οι εκ-
(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 194 πουν κός 194 φράσεις: «μ τζουρουμέν, κουρημέν, γηβγηντ σμέν, θα ση γυρίσιν πα σ κούντουρ σ γαϊδάρ, θα στα κρημάσιν στου λιμό σ, θα ση παίξιν ντούντουρλου τσι του παγιαύλ κ.ά.» πουν κός -τσιά -κό < πονικός < πον-ώ + -ικός πονετικός, σπλαχνικός, που νοιώθει συμπόνια για τους άλλους: «πουν κός αδηρφός, πουν τσιά μάννα» πουρδουπλάδα (η) < πορδή + πουλάδα πλάσμα φανταστικό και ανύπαρκτο, που φανερώνει ανεκπλήρωτη υπόσχεση, υπόσχεση χωρίςαντίκρισμα: «- Ω μα (μάννα), τι θα μη φέρ ς απ του παναγύρ ; - μια πουρδουπλάδα μη τα κότσ να (κόκκινα) τα πουδάρια!» (τίποτα) πουρνό (το) < μεσν. πουρνόν < πωρνόν < πρωνόν < πρωινόν, ουδ. του μτγν. πρωινός πρωί: «πάητση (έφυγε) πουρνό- πουρνό στη δ λειά τσι ε τουν είδα καθιόλ» πουρπατ ξιά (η) < περπατησιά < περπατώ το (σωστό ) περπάτημα: «γέρους γάιδαρους, πουρπατ ξιά ε μαθαίν» (παροιμ.) πουρτόγαλου (το) (και προυτόγαλου)< μσν. πρωτόγαλα το πρώτο γάλα μετά τη γέννα. Το πρωτόγαλα των αιγοπροβάτων το έβραζαν και γινόταν σαν μυτζήθρα. Το είχαν για εκλεκτό γλύκισμαφαγητό. πουρτσιέλα (η) άγν. ετύμ. κωλοτούμπα: «έκανη πουρτσiέλης απ τ χαρά τ!» πουτ κουνύφ (η) < ποντικός + νύφη νυφίτσα, σκίουρος μτφ.: μικροκαμωμένη πονηρή γυναίκα πουτσουγκρουμένους -η -ο < μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. (από) τσιγκρώνου (βλ. λ.) πολύ μουτρωμένος, με «κρεμασμένα» μούτρα, θυμωμένος: «ήρτη πουτσουγκρουμένους, γιατί τσaκώθ τση μη τη γ ναίκα τ» πράμα (το) < αρχ. πρᾶγμα λόγος, είδηση, μυστικό: «α ση πω ένα πράμα, ε θα του πεις ση κανέναν;» το γεννητικό όργανο: «ω μα! η Γιάνν ς πιάν του πράμα τ!» πρασήγκουρας (ο) < αρχ. πρασοκουρίς < πράσον + αρχ. κουρίς (μηχανή για την «κουρά» των μαλλιών) γρυλλοτάλπη ή πρασοκουρίς, κοινώς πρασάγγουρας, κολοκυθοκόφτης
(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 195 195 π στιά έντομο που ζει κάτω από το έδαφος. Ανοίγει μικρές στοές, κόβει τις ρίζες νεαρών φυτών, που έτσι καταστρέφονται πρινάρ (το) < μσν. πρινάριον < αρχ. πρίν-ος + υποκορ. επθμ. -άριον πουρνάρι: «ούλ τ μέρα έκουβγα πρινάρια» προυσφουλώ ρ. < προς + φώλι βάζω το μικρό δάχτυλο στον πισινό της κότας, για να δω αν έχει έτοιμο αβγό να γεννήσει προυταλάτ ς (ο) < πρωτολάτης < πρωτο + ελαύνω (βατεύω) νεαρό κριάρι ή τραγί, που «ελαύνει» (πηδά) για πρώτη φορά, αναλαμβάνοντας κυρίαρχο ρόλο στο κοπάδι προυτσιέρνου ρ. (αόρ. πρόκανα) < προκέρνω < αρχ. προκάμνω 1. προλαβαίνω, προφταίνω: «ε προυτσιέρνου να μαζώξου τ ς ηλιές» 2. μαρτυρώ, προδίνω, σπεύδω να φανερώσω κάποιο μυστικό που μου έχουν εμπιστευθεί: «σ είπα πους του Μαρίγ θα χουρήσ, τσι πήγης τσι του πρόκανης στ μάννα σ» πρυγιόβουλους (ο) < πυριόβουλους < πυρόβολος μεταλλικός χαλκάς, που με «τσιάκτισμα» στην «τσιακμακόπετρα» (βλ. λ.) παρήγαγε σπίθα, με την οποία άναβε η ίσκα πρώμα επίρ. < πρώιμα < αρχ. πρώιμος < πρωί νωρίς, πριν από τον συνηθισμένο χρόνο: «πρώμα-πρώμα φέτους γίναν τα σταφύλια» π σσ νουβρασμένους -η -ου < πίσσα + βρασμένος (μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. βράζω) ο αμαρτωλός που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, θα βράζει για τιμωρία του στον Άλλο Κόσμο μέσα σε καζάνια πυρακτωμένης πίσσας (πρβλ. την κατάρα: «πίσσα τσι σκατά να βράγ ς») π σσόσκατους -η -ου < πίσσα + σκατά ο αμαρτωλός, ο κολασμένος, που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, στον Άλλο Κόσμο η ψυχή του θα βράζει για τιμωρία του μέσα σε πίσσα και σκατά. (πρβλ. την κατάρα «πίσσα τσι σκατά να βράγ ς») μτφ.: ο σατανάς π σσούδ (το) < πίσσ-α + υποκορ. επθμ. -ούδι μαύρο σαν πίσσα φρ: «όξου είνι π σσούδ» (έξω είναι πολύ σκοτεινά, η νύχτα είναι μαύρη σαν πίσσα) π στιά (η) < αρχ. ὀπισθία δερμάτινη ζώνη στα οπίσθια του
(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 196 π τάρ 196 ζώου, που συγκρατεί το σαμάρι στη θέση του λογοπαίγνιο: «άμα δε του πιστεύγ ς, βάλη μια π στιά» π τάρ (το) (πληθ. τα π τάρια) < πιτάρι < πίτ-α + υποκορ. επθμ. -άριο μικρή πίτα: «π τάρια χαλβά, κουλουτσ θόπ ταρα, αχλιουπ τάρ» π τσί (το) < πουγκί < μσν. πουγγί-ον < υποκ. του πούγγα (η) μικρό σακουλάκι από ύφασμα ή δέρμα για φύλαξη χρημάτων, που το κρεμούσαν στο λαιμό με κορδόνι, το πουγκί : «γω του π τσί μ το χου μες τουν κόρφου μ» πυρήνα (η) < μσν. πυρήνη τα υπολείμματα από το άλεσμα του ελαιόκαρπου, καύσιμη ύλη για τα μαγκάλια (βλ. λ.) πύρ να (τα) (ουσιατικοπ. επίθετο με παράλειψη του ουσιαστικού δάκρυα) < αρχ. πύρινος (μτφ.) μαύρα, πικρά, καφτά: «θα παγαίνου τσι θα κλαις τα πύρ να σ» πυρουκουτσνίζου ρ. αμετ.: < πυροκοκκινίζω < πυρ + κοκκινίζω γίνομαι κατακόκκινος σαν τη φωτιά και καίνε τα μάγουλά μου (από θυμό, ντροπή κτλ.) πυρουλαντίζου ρ. < πυρ + πιθ. αρχ. ἐλαύνω γίνομαι κατακόκκινος από ενοχή, ντροπή, θυμό κτλ.: «είχη χησμέν τ φουλιά τ τσι πυρουλάντ ση μόλις τουν πήραν χαμπάρ» πυρουλάντ σμα (το) < πυρουλαντίζου (βλ. λ.) έντονο κοκκίνισμα του προσώπου από ντροπή, οργή, χαρά κτλ. πυρουμάχ (το) < πυρ + μάχομαι πρόχειρη κατασκευή στο ύπαιθρο για άναμμα φωτιάς και ψήσιμο φαγητού (πρβλ. λ. πυρίμαχος = αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες) πυρουστιά (η) < μσν. πυροστία < πυρεστία < πυρ + αρχ. ἑστία μεταλλικός τρίποδας πάνω από τη φωτιά, στον οποίο τοποθετούσαν το σκεύος για το ψήσιμο του φαγητού πυρώνου -ουμι ρ. < μσν. πυρώνω < αρχ. πυρῶ ζεσταίνω, ζεσταίνομαι: «έλα κουντά στ φουτιά να πυρουθείς» πυτιά (η) < αρχ. πυτία μαγιά για πήξιμο γάλακτος. Όταν έσφαζαν αρνάκι γάλακτος, κρατούσαν το στομάχι του με το περιεχόμενό του, το αποξέραιναν και το χρησιμοποιούσαν στην πήξη του γάλακτος και την παρασκευή τυριού