Π ( ):Layout 1 4/3/ :38 μ Page 192. πλέσους 192

Σχετικά έγγραφα
1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.)

μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει


Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Τοποθεσία: Σπίτι του κυρίου Μάριου

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Το παραμύθι της αγάπης

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015:

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Ας ξαναθυμηθούμε τα μυστικά του δάσους!

ΤΟ ΑΣΧΗΜΟΠΑΠΟ. Διασκευή: Δημήτρης Αδάμης - Δόμνα Ζαφειροπούλου. Eικονογράφηση: Νίκος Κουμαριάς. Έκδοση πρώτη: Σεπτέμβριος 2014 ISBN:

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΛΕΗΚ (William Blake)

Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι βρισκόταν στην κορυφή ενός βουνού και είχε λογής λογής κατοίκους.

Μέλισσες και Κηφήνες

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

φουρναρης Απο το μεσαιωνα ως σημερα στο χωριο ο φουρνος παραμενει ιδιος ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ Κυριακή, 16 Φεβρουαρίου :13 πμ

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Κώστας Λεμονίδης - Εμμανουηλίδου 13

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ζάλα (τα) (σπάνια στον ενικό το ζά- ζαλούρα (η) < ζάλ-η + μεγεθυντ. ζαμάνια (τα) < τουρκ. zaman (χρό-

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

«Τι να λέω Τι να λέω»

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Αγαπητό ημερολόγιο, Τον τελευταίο καιρό μου λείπει πολύ η πατρίδα μου, η γυναίκα μου και το παιδί μου. Θέλω απεγνωσμένα να επιστρέψω στον λαό μου και

Άσκηση κατανόησης γραπτού λόγου 1. Διάβασε πάλι την ιστορία και διάλεξε α, β ή γ. 1. Η ιστορία μιλάει για μια... Α. γάτα. Β. αλεπού. Γ. μαϊμού.

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ


ΓΛΩΣΣΑ ΦΥΛΛΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΟΝΟΜΑ:??? Ά ΜΕΡΟΣ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

ΕΧΩ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Προσπαθώντας να βρω θέμα για την εργασία σχετικά με την Δημοκρατία, έπεσα σε τοίχο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, τις σημειώσεις μου και δεν

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

Παραγωγή γραπτού λόγου

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Modern Greek Beginners

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όμορφος κόσμος

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ανάποδο προφιτερόλ, από τον Ακη και το akispetretzikis.com!

συγκεκριμένη ψ αόριστη

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Ποιος φταίει; (Κυριακή του Τυφλού)

ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΔΟΝΤΙΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ Β

ΓΑΛΟΠΟΥΛΑ ΓΕΜΙΣΤΗ. 1 γαλοπούλα 2,5 με 3 κιλά. χυμό από 4 πορτοκάλια. Γαλοπούλα Γεμιστή ή Χοιρινό

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

O ΣΚΡΟΥΤΖ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Να λες στη γυναίκα. σου ότι την αγαπάς και να της το δείχνεις.

Ο ον Κιχώτης και οι ανεµόµυλοι Μιγκέλ ντε Θερβάντες

Κρύο..καιρός για πάγο! Δραστηριότητα 1:

Βρε μάγκες δυο στη φυλακή (Δυο μάγκες μες στη φυλακή) :: Τζοβένος Κ. - Αμπατζή Ρ. :: 1934

Η μάνα σου θα τα πληρώσει (Τί σου λέει η μάνα σου για 'μένα) :: Σκαρβέλης Κ. - Βέζος Σ. :: 1935

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ. Εργασία. των μαθητών της Α3 τάξης του 2 ου Γυμνασίου Ελευσίνας

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Πρόσεξε τα παρακάτω παραδείγματα:

Transcript:

(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 192 πλέσους 192 πλέσους (ο) < πιθ. πλένω ακάθαρτος, βρομιάρης, με βρόμικα χέρια και ρούχα θηλ. η πλέσα: «απ τα χέρια έφτ νης τ ς πλέσας ε παίρνου τίπουτα, να μη (μου) του χαρίζ» πληχτσιό (το) < αρχ. πλῆξις πλήξη, ανία, αδιαφορία, μαρασμός πληχτσιάζου ρ. < αρχ. πλήσσω νιώθω πλήξη και ανία, βαριεστιμάρα: «πληχτσιάσα έδιου μέσα!» (έπληξα, μαράζωσα, εδώ μέσα!) πλια επίρ. < πλεά < αρχ. πλέα πληθ. του πλέον (περισσότερο) πλέον, πια: «τώρα πλια που ξύπνησης, είν αργά» π λιώ ρ. < μσν. πουλώ < αρχ. πωλώ μτφ. ξεγελώ, εξαπατώ: «φτος, κόρ υμ, ση π λιεί τσι σ αγουράζ» πλουμί (το) < μσν. πλουμίον το (φυσικό) στολίδι, η χάρη, η ομορφιά: «γέραση τσι πάει τσι τα πλουμιά τ τα έχ ακόμα» πλουμίζου ρ. < μσν. πλουμίζω κοσμώ, στολίζω με πλουμιά: «πέρδικά μου πλουμισμένη» πλύμα (το) < αρχ. πλύμα < πλύνω το νερό από το ξέπλυμα της σκάφης μετά το ζύμωμα: «για του γρούν είνι του πλύμα!» (ειρων.: αυτό δεν είναι για τα μούτρα σου, δεν είσαι συ άξιος γι αυτό) πλυσιά (η) (πιθ. χωρίς προτακτικό -α, ως ουδέτερο το πλυσιό) < μτγν. ἀπλυσία το να είναι κανείς βρόμικος, βρομιά: «τ μυτ σ να πιάγ ς απού του πλυσιό» (τη μύτη σου να κλείσεις από τη βρομιά) η ποσότητα των βρόμικων ρούχων που έχουν συγκεντρωθεί για πλύσιμο: «εν έπλυνα τ πηρσμέν τ βδουμάδα τσι έχου τώρα δυο πλυσιές ρούχα» πλυσιάρ ς - σα - κου < πλυσιά (βλ. λ.) άπλυτος, ακάθαρτος, βρόμικος: «απού τότη που τουν βαφτίσαν έχ να πλυθεί η πλυσιάρ ς», «η πλυσιάρ σα (και πλυσιαριά) έχ τα μουρά τ ς τσι γυρίζιν άπλυτα τσι πλυσιάρκα» π νατσίδα (η) < πινακίδα < αρχ. πινακίς (μικρή πινακίδα) μτφ.: κόκαλο της ωμοπλάτης: «έπηση απ τ ν ηλιά τσι έσπαση τ π νατσίδα τ» πόνει ρ. < του πόνει < το (ό) επόνει < πονώ < πόνος μόνο στη φράση «η γριγιά του πόνει τ ς λάλει τσι του πόνει τ ς έληγη» (παροιμ.) (η γριά έλεγε και ξανάλεγε τον πόνο της, αυτό που την πονούσε, που την έκαιγε)

(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 193 193 πουμπή πόρτα (η) < μσν. πόρτα < λατιν. porta είσοδος σε κλειστό χώρο, η θύρα 1. φρ.: «όχ(ι), πόρτα θα ση πιάσου!» (ειρων.: σιγά μην κρατήσω ανοιχτή την πόρτα και σου κάνω υποκλιση να περάσεις! δε θα σου χαριστώ!) 2. φρ.: «σαν τουν παλαβό μη τ πόρτα» (ενεργείς όπως ο παλαβός, που του είπαν να κλείσει την πόρτα και αυτός την έβγαλε, την πήρε στον ώμο του κι έφυγε) πόσ (το) < πόσι άγν. ετυμ. (η λέξη απαντάται σε προικοσύμφωνα ως βορειοηπειρωτική και ως βλάχικη ) μεταξωτό μαντίλι όσια έδιναν ως δώρο στους τεχνίτες στα γλιτώματα (βλ. λ.) της οικοδομής. Μέσα σε πόσια έστελναν οι κοπέλες κόκκινα αβγά στους γιαβουκλούδες τους. πούβητα επίρ. < μσν. πούπετα (ανομοίωση του π) πουθενά: «πούβητα ε θα πας!» πουδάρ (το) < ποδάρι < αρχ. ποδάριον το πόδι: «σ κουθήκαν τα πουδάρια, να δείριν του τσηφάλ» (παροιμ.) υποκορ. πουδαρέλ : «βαστάτη πουδαρέλια μ, να μη σας φα του χώμα» (παροιμ.) πουδαρώνου ρ. < ποδάρ-ι + -ώνω στέκομαι στα πόδια μου ανακτώ δυνάμεις ύστερα από αρρώστια πουλλουλουγήτ κους -κια -κου < πολλών + λογιών ο αποτελούμενος από πολλών λογιών (ειδών) μέρη: «πουλλουλουγήτ κα πλουμιά» πουμπή (η) < αρχ. πομπή < πέμπω μτφ.: κατηγόρια, ντροπή, αίσχος, μοιχεία: «ε βλέπ τ ς πουμπές υτ ς, μον θέλ να πει για τ ν άλλ!» διαπόμπευση, πόμπεμα. (Η διαπόμπευση -μοιχαλίδων γυναικών κυρίως- γινόταν με κούρεμα, μουντζούρωμα του προσώπου, και γύρισμα της διαπομπευόμενης μέσα στο χωριό πάνω σε γάιδαρο με φτυσίματα, γιουχαΐσματα, βρισιές και ρίψη αντικειμένων (κλούβια αβγά, ντομάτες). Η πομπή (διαπόμπευση) από την Αρχαιότητα πέρασε στο Βυζάντιο και διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στους μικροκλέφτες κρεμούσαν τα κλεμμένα στο λαιμό τους και τους γύριζαν μέσα στο χωριό. Απόηχο της διαπόμπευσης αποτελούν οι εκ-

(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 194 πουν κός 194 φράσεις: «μ τζουρουμέν, κουρημέν, γηβγηντ σμέν, θα ση γυρίσιν πα σ κούντουρ σ γαϊδάρ, θα στα κρημάσιν στου λιμό σ, θα ση παίξιν ντούντουρλου τσι του παγιαύλ κ.ά.» πουν κός -τσιά -κό < πονικός < πον-ώ + -ικός πονετικός, σπλαχνικός, που νοιώθει συμπόνια για τους άλλους: «πουν κός αδηρφός, πουν τσιά μάννα» πουρδουπλάδα (η) < πορδή + πουλάδα πλάσμα φανταστικό και ανύπαρκτο, που φανερώνει ανεκπλήρωτη υπόσχεση, υπόσχεση χωρίςαντίκρισμα: «- Ω μα (μάννα), τι θα μη φέρ ς απ του παναγύρ ; - μια πουρδουπλάδα μη τα κότσ να (κόκκινα) τα πουδάρια!» (τίποτα) πουρνό (το) < μεσν. πουρνόν < πωρνόν < πρωνόν < πρωινόν, ουδ. του μτγν. πρωινός πρωί: «πάητση (έφυγε) πουρνό- πουρνό στη δ λειά τσι ε τουν είδα καθιόλ» πουρπατ ξιά (η) < περπατησιά < περπατώ το (σωστό ) περπάτημα: «γέρους γάιδαρους, πουρπατ ξιά ε μαθαίν» (παροιμ.) πουρτόγαλου (το) (και προυτόγαλου)< μσν. πρωτόγαλα το πρώτο γάλα μετά τη γέννα. Το πρωτόγαλα των αιγοπροβάτων το έβραζαν και γινόταν σαν μυτζήθρα. Το είχαν για εκλεκτό γλύκισμαφαγητό. πουρτσιέλα (η) άγν. ετύμ. κωλοτούμπα: «έκανη πουρτσiέλης απ τ χαρά τ!» πουτ κουνύφ (η) < ποντικός + νύφη νυφίτσα, σκίουρος μτφ.: μικροκαμωμένη πονηρή γυναίκα πουτσουγκρουμένους -η -ο < μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. (από) τσιγκρώνου (βλ. λ.) πολύ μουτρωμένος, με «κρεμασμένα» μούτρα, θυμωμένος: «ήρτη πουτσουγκρουμένους, γιατί τσaκώθ τση μη τη γ ναίκα τ» πράμα (το) < αρχ. πρᾶγμα λόγος, είδηση, μυστικό: «α ση πω ένα πράμα, ε θα του πεις ση κανέναν;» το γεννητικό όργανο: «ω μα! η Γιάνν ς πιάν του πράμα τ!» πρασήγκουρας (ο) < αρχ. πρασοκουρίς < πράσον + αρχ. κουρίς (μηχανή για την «κουρά» των μαλλιών) γρυλλοτάλπη ή πρασοκουρίς, κοινώς πρασάγγουρας, κολοκυθοκόφτης

(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 195 195 π στιά έντομο που ζει κάτω από το έδαφος. Ανοίγει μικρές στοές, κόβει τις ρίζες νεαρών φυτών, που έτσι καταστρέφονται πρινάρ (το) < μσν. πρινάριον < αρχ. πρίν-ος + υποκορ. επθμ. -άριον πουρνάρι: «ούλ τ μέρα έκουβγα πρινάρια» προυσφουλώ ρ. < προς + φώλι βάζω το μικρό δάχτυλο στον πισινό της κότας, για να δω αν έχει έτοιμο αβγό να γεννήσει προυταλάτ ς (ο) < πρωτολάτης < πρωτο + ελαύνω (βατεύω) νεαρό κριάρι ή τραγί, που «ελαύνει» (πηδά) για πρώτη φορά, αναλαμβάνοντας κυρίαρχο ρόλο στο κοπάδι προυτσιέρνου ρ. (αόρ. πρόκανα) < προκέρνω < αρχ. προκάμνω 1. προλαβαίνω, προφταίνω: «ε προυτσιέρνου να μαζώξου τ ς ηλιές» 2. μαρτυρώ, προδίνω, σπεύδω να φανερώσω κάποιο μυστικό που μου έχουν εμπιστευθεί: «σ είπα πους του Μαρίγ θα χουρήσ, τσι πήγης τσι του πρόκανης στ μάννα σ» πρυγιόβουλους (ο) < πυριόβουλους < πυρόβολος μεταλλικός χαλκάς, που με «τσιάκτισμα» στην «τσιακμακόπετρα» (βλ. λ.) παρήγαγε σπίθα, με την οποία άναβε η ίσκα πρώμα επίρ. < πρώιμα < αρχ. πρώιμος < πρωί νωρίς, πριν από τον συνηθισμένο χρόνο: «πρώμα-πρώμα φέτους γίναν τα σταφύλια» π σσ νουβρασμένους -η -ου < πίσσα + βρασμένος (μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. βράζω) ο αμαρτωλός που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, θα βράζει για τιμωρία του στον Άλλο Κόσμο μέσα σε καζάνια πυρακτωμένης πίσσας (πρβλ. την κατάρα: «πίσσα τσι σκατά να βράγ ς») π σσόσκατους -η -ου < πίσσα + σκατά ο αμαρτωλός, ο κολασμένος, που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, στον Άλλο Κόσμο η ψυχή του θα βράζει για τιμωρία του μέσα σε πίσσα και σκατά. (πρβλ. την κατάρα «πίσσα τσι σκατά να βράγ ς») μτφ.: ο σατανάς π σσούδ (το) < πίσσ-α + υποκορ. επθμ. -ούδι μαύρο σαν πίσσα φρ: «όξου είνι π σσούδ» (έξω είναι πολύ σκοτεινά, η νύχτα είναι μαύρη σαν πίσσα) π στιά (η) < αρχ. ὀπισθία δερμάτινη ζώνη στα οπίσθια του

(181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 196 π τάρ 196 ζώου, που συγκρατεί το σαμάρι στη θέση του λογοπαίγνιο: «άμα δε του πιστεύγ ς, βάλη μια π στιά» π τάρ (το) (πληθ. τα π τάρια) < πιτάρι < πίτ-α + υποκορ. επθμ. -άριο μικρή πίτα: «π τάρια χαλβά, κουλουτσ θόπ ταρα, αχλιουπ τάρ» π τσί (το) < πουγκί < μσν. πουγγί-ον < υποκ. του πούγγα (η) μικρό σακουλάκι από ύφασμα ή δέρμα για φύλαξη χρημάτων, που το κρεμούσαν στο λαιμό με κορδόνι, το πουγκί : «γω του π τσί μ το χου μες τουν κόρφου μ» πυρήνα (η) < μσν. πυρήνη τα υπολείμματα από το άλεσμα του ελαιόκαρπου, καύσιμη ύλη για τα μαγκάλια (βλ. λ.) πύρ να (τα) (ουσιατικοπ. επίθετο με παράλειψη του ουσιαστικού δάκρυα) < αρχ. πύρινος (μτφ.) μαύρα, πικρά, καφτά: «θα παγαίνου τσι θα κλαις τα πύρ να σ» πυρουκουτσνίζου ρ. αμετ.: < πυροκοκκινίζω < πυρ + κοκκινίζω γίνομαι κατακόκκινος σαν τη φωτιά και καίνε τα μάγουλά μου (από θυμό, ντροπή κτλ.) πυρουλαντίζου ρ. < πυρ + πιθ. αρχ. ἐλαύνω γίνομαι κατακόκκινος από ενοχή, ντροπή, θυμό κτλ.: «είχη χησμέν τ φουλιά τ τσι πυρουλάντ ση μόλις τουν πήραν χαμπάρ» πυρουλάντ σμα (το) < πυρουλαντίζου (βλ. λ.) έντονο κοκκίνισμα του προσώπου από ντροπή, οργή, χαρά κτλ. πυρουμάχ (το) < πυρ + μάχομαι πρόχειρη κατασκευή στο ύπαιθρο για άναμμα φωτιάς και ψήσιμο φαγητού (πρβλ. λ. πυρίμαχος = αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες) πυρουστιά (η) < μσν. πυροστία < πυρεστία < πυρ + αρχ. ἑστία μεταλλικός τρίποδας πάνω από τη φωτιά, στον οποίο τοποθετούσαν το σκεύος για το ψήσιμο του φαγητού πυρώνου -ουμι ρ. < μσν. πυρώνω < αρχ. πυρῶ ζεσταίνω, ζεσταίνομαι: «έλα κουντά στ φουτιά να πυρουθείς» πυτιά (η) < αρχ. πυτία μαγιά για πήξιμο γάλακτος. Όταν έσφαζαν αρνάκι γάλακτος, κρατούσαν το στομάχι του με το περιεχόμενό του, το αποξέραιναν και το χρησιμοποιούσαν στην πήξη του γάλακτος και την παρασκευή τυριού