Από τη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.» τέθηκαν υπόψη μου το εξής περιστατικά: Οκτώ (8) από τα είκοσι ένα (21) μέλη του Δ.Σ., το οποίο αναδείχθηκε κατά τις τελευταίες αρχαιρεσίες σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία, υπέβαλαν την παραίτησή τους. 1. Ενόψει αυτού ανέκυψε το ακόλουθο ερώτημα: Είναι δυνατή η συνέχιση της λειτουργίας της συνδικαλιστικής οργάνωσης με τα εναπομείναντα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή απαιτείται ο διορισμός προσωρινής διοίκησης; 2. Επίσης ρωτήθηκα για το ποια είναι η νόμιμη διαδικασία για την αλλαγή (τροποποίηση) του Καταστατικού της Ομοσπονδίας (συμπεριλαμβανομένου ενδεχομένως και του σκοπού της). Σε κάθε δε αντίθετη περίπτωση ποια διαδικασία χρειάζεται για την λύση της. 1. Σύμφωνα με το άρθρ. 69 ΑΚ, που αφορά στα νομικά πρόσωπα εν γένει, «αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, ή, αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο πρόεδρος των πρωτοδικών διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον». Για την απάντηση, επομένως, στο πρώτο από τα παραπάνω ερωτήματα, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η παραίτηση ενός αριθμού μελών του διοικητικού συμβουλίου συνιστά έλλειψη των προσώπων που απαιτείται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Πρωτίστως, ως προς την εφαρμογή της σχετικής ρύθμισης στα νομικά πρόσωπα γενικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτή στοχεύει στην εξασφάλιση τη δυνατότητας συνέχισης της λειτουργίας της διοίκησης τους σε περίπτωση ανάγκης. Αποτελεί, επομένως, εξαιρετικό δίκαιο, που καθιερώνει τη δυνατότητα οριακής και προσωρινής επέμβασης των
δικαστηρίων στην εσωτερική αυτονομία των σωματείων. Η επέμβαση αυτή, δηλαδή, είναι δυνατή μόνο επικουρικά, ως έσχατο μέσο διασφάλισης της δυνατότητας λειτουργίας τους (βλ. Τραυλού- Τζανετάτου, Εργατικό Δίκαιο και πολιτική, 1986, σ. 258 επ., Ντάσιου, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τ. Β/Ι, 1996, σ. 466, Βλαστού, Αστικά Σωματεία, Συνδικαλιστικές και Εργοδοτικές Οργανώσεις, 1996, σ. 372, Κουκιάδη, Εργατικό δίκαιο, Συλλογικές εργασιακές σχέσεις, 1997, σ. 298, Καζάκου, Το εργατικό δίκαιο στην πράξη, 1998, σ. 78 επ., ΕφΑθ 11514/1986, ΔΕΝ 43/1987, σ. 61). Με τη διάταξη, λοιπόν, αυτή εισάγεται απόκλιση από τις αρχές που διέπουν τη λειτουργία των νομικών προσώπων, πράγμα που επιβάλλει τη στενή ερμηνεία της (βλ. γενικά Ασπρογέρακα-Γρίβα, Έλλειψις διοικήσεως νομικού προσώπου, 1975, σ. 62-63). Πιο συγκεκριμένα, η εφαρμογή της διάταξης αυτής γενικότερα επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που αυτό καθίσταται απολύτως αναγκαίο, όταν δηλαδή χωρίς το διορισμό προσωρινής διοίκησης η λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου του νομικού προσώπου καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη. Τούτο δε, με βάση το γενικότερο ερμηνευτικό κανόνα που επιτάσσει τη στενή ερμηνεία των εξαιρέσεων. Όσον αφορά ειδικότερα την εφαρμογή της διάταξης αυτή στο πεδίο του συλλογικού εργατικού δικαίου και ιδίως της λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων πρέπει επιπρόσθετα να παρατηρηθούν τα εξής: Η διάταξη αυτή εισάγει απόκλιση από τις αρχές της Συνταγματικά κατοχυρωμένης συνδικαλιστικής ελευθερίας (άρθρ. 23 παρ. 1 Σ), στο πλαίσιο της οποίας η εσωτερική αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων ανάγεται σε κεντρικής σημασίας συνταγματική αρχή (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, σ. 258, Ντάσιου, σ. 466, Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1996, σ. 38, 208, Κουκιάδη, σ. 201 επ., Καζάκου, σ. 70). Μια ευρεία επομένως ερμηνεία της σχετικής ρύθμισης, που θα δεχόταν τη δυνατότητα δικαστικής επέμβασης και διορισμού
προσωρινής διοίκησης σε κάθε περίπτωση αδυναμίας πραγματικής ή νομικής ενός ή περισσοτέρων μελών της διοίκησης να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, όπως συμβαίνει και με την παραίτησή τους, θα προσέκρουε στις συνταγματικές αυτές αξιολογήσεις και δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή. Θα προσέκρουε επίσης μια τέτοια ερμηνεία του άρθρ. 69 ΑΚ στη δ.σ.ε. 87/1948, «περί συνδικαλιστικών ελευθεριών και προστασίας του συνδικαλιστικού δικαιώματος», όπως μάλιστα αυτή ερμηνεύτηκε κατά τρόπο σαφή από την επιτροπή συνδικαλιστικής ελευθερίας (βλ. σχετικά Κουκιάδη, σ. 298). Εξάλλου, η διεθνής αυτή σύμβαση εργασίας, ως κυρωθείσα με το ν.δ. 4204/1961, όχι μόνο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού δικαίου, αλλά μάλιστα κατισχύει του κοινού νόμου (άρθρ. 28 παρ.1 Σ και άρθρ. 8 παρ. 2 δ.σ.ε. 87/1948). Αν, λοιπόν, η διάταξη του άρθρ. 69 ΑΚ οφείλει, ως εξαιρετικό δίκαιο, να ερμηνεύεται στενά γενικά στο δίκαιο των νομικών προσώπων, πολύ περισσότερο επιβεβλημένη καθίσταται η στενή ερμηνεία της στο πεδίο του εργατικού δικαίου και δη του δικαίου των συνδικαλιστικών οργανώσεων (βλ. Τραυλού-Τζανετάτου, σ. 258 επ., Ντάσιου, σ. 466, Λεβέντη, σ. 208, Κουκιάδη, σ. 298, Καζάκου, σ. 78 επ., 83, ΕφΑθ 11514/1986, ΔΕΝ 43/1987, σ. 61, ΜΠρΑθ 799/1992, ΕΕΔ 51/1992, σ. 627 επ.), κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρ. 23 παρ. 1 Σ και την δ.σ.ε. 87/1948 (βλ. Τραυλού-Τζανετάτου, σ. 259, Ντάσιου, σ. 466 επ., Κουκιάδη, σ. 297 επ., 301 επ., Καζάκου, σ. 74 επ., 81 επ., ΕφΑθ 11514/1986, ΔΕΝ 43/1987, σ. 61, ΜΠρΑθ 799/1992, ΕΕΔ 51/1992, σ. 627 επ.). Κατόπιν και των παρατηρήσεων αυτών, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρ. 69 ΑΚ επιτρέπει το δικαστικό διορισμό προσωρινής διοίκησης, μόνο όταν, εξαιτίας της πραγματικής ή νομικής αδυναμίας ορισμένων μελών του διοικητικού συμβουλίου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, καθίσταται αντικειμενικά αδύνατη η λειτουργία της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Τέτοια αδυναμία υπάρχει, όταν τα εναπομένοντα μέλη δεν επαρκούν για το σχηματισμό απαρτίας, πράγμα που καθιστά αδύνατη τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Αν, όμως, με
τα μέλη που απομένουν μπορεί να σχηματιστεί απαρτία στο διοικητικό συμβούλιο, ώστε καθίσταται δυνατή η λήψη των σχετικών αποφάσεων που απαιτεί η λειτουργία του, δεν μπορεί, σύμφωνα και με τους κανόνες που προεκτέθηκαν (άρθρ. 23 παρ. 1 Σ, δ.σ.ε. 87/1948) που έχουν μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, υπερνομοθετική ισχύ να θεωρηθεί επιτρεπόμενη η δικαστική παρέμβαση στην εσωτερική αυτονομία της συνδικαλιστικής οργάνωσης, με το διορισμό προσωρινής διοίκησης (βλ. αντί πολλών Ασπρογέρακα-Γρίβα, σ. 98 επ., Τραυλού-Τζανετάτου, σ. 255 επ., Λεβέντη, σ. 207 επ., Ντάσιου, σ. 466 επ., Βλαστού, σ. 371 επ., Κουκιάδη, σ. 301 επ., Καζάκου, σ. 83 επ.). Τούτο, βέβαια, δεν αποκλείει το δικαίωμα οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον για υποβολή αιτήματος διορισμού προσωρινής διοίκησης, η νομιμότητα του οποίου κρίνεται σε κάθε περίπτωση δικαστικά. Παρεμπίπτον αλλά απόλυτα σχετικό είναι το ζήτημα της κατά το Νόμο και το Καταστατικό συμπλήρωσης του οργάνου από τους εκλεγέντες ως αναπληρωματικά μέλη του Δ.Σ. και η δυνατότητα της ανασυγκρότησης των αξιωμάτων μέχρι εξάντλησης της εκ του Καταστατικού θητείας του Δ.Σ. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του ισχύοντος Καταστατικού. Σχετικά θέλω να παρατηρήσω ότι όπως παγίως δέχεται η θεωρία και Νομολογία του Εργατικού Δικαίου και προκύπτει από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της συνδικαλιστικής νομοθεσίας Ν. 1264/82, εφόσον από τους όρους του Καταστατικού του συνδικαλιστικού σωματείου η κατανομή των αξιωμάτων γίνεται από το ΔΣ, το ίδιο το Δ.Σ. δικαιούται στη διάρκεια της θητείας του να προβαίνει και σε ανακατανομή αξιωμάτων, όταν την κρίνει αναγκαία για την καλύτερη λειτουργία της διοίκησης. Τούτο απαγορεύεται μόνο σε περίπτωση αξιωμάτων τα οποία εκλέγονται απευθείας από τη Γενική Συνέλευση του Σωματείου (ίδετε σχετικά Λ. Ντάσιου Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος Β/Ι, Συνδικαλιστικές Ελευθερίες και συνδικαλιστικές οργανώσεις, Αθήνα
1996 σε κεφάλαιο Διοικητικό Συμβούλιο, υπό Δ Ανακατανομή αξιωμάτων σελ. 392.) Το κρίσιμο νομικό ζήτημα είναι αν η διαδικασία ανασύνθεσης και νέας συγκρότησης του Δ.Σ. (εκλογής μελών του στα αξιώματα) γίνεται σύμφωνα με τους όρους του Νόμου και του Καταστατικού. Και τούτο διότι η κατά παράβαση του καταστατικού συγκρότηση του Δ.Σ. συνιστά παράνομη συγκρότησή του. Επομένως το Διοικητικό αυτό Συμβούλιο αυτό είναι μη νόμιμο και οι πράξεις του είναι επίσης παράνομες (ίδετε σχετικά την ad hoc ΕφΑθ 302/81, ΕΕΔ 1982, 761 καθώς και εις Γ. Λεβέντη Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, Αθήνα 1996, κεφ. Τα όργανα των συνδικαλιστικών οργανώσεων σελ. 204 επ.). Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται πρόβλημα ακυρότητας των ληφθεισών αποφάσεων και επομένως της επιχειρηθείσας (ανα)συγκρότησης. Μάλιστα πλην της έλλειψης νομιμότητας των σχετικών διαδικασιών προκύπτουν μείζονα ζητήματα και αστικών, ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών των μελών του Σωματείου και του Δ.Σ. που συνέπραξαν, αποδέχθηκαν ή με οποιονδήποτε τρόπο ζημίωσαν τα συμφέροντα και την λειτουργία του Σωματείου με την σύμπραξή τους σε αντικαταστατικές και επομένως παράνομες διαδικασίες. 2. Για την τροποποίηση του Καταστατικού ισχύ έχει η διάταξη του άρθρου 20 σύμφωνα με την οποία : Για την τροποποίηση του Καταστατικού απαιτείται η παρουσία των 2/3/ του συνόλου των αντιπροσώπων (απαρτία) και η πλειοψηφία των 3/4των παρόντων (πλειοψηφία για την λήψη αποφάσεων εφόσον διαπιστωθεί η απαρτία). Για να αποφασιστεί η μεταβολή των σκοπών της Ομοσπονδίας ή η διάλυσή της απαιτείται η συναίνεση όλων των μελών. Η δε συναίνεση των απόντων μπορεί να δοθεί εγγράφως. Η διάταξη είναι σαφής με τις αυτονόητες για τον Νόμο και το Καταστατικό δεσμεύσεις ότι πάντοτε αναφέρεται σε εκλεγμένους αντιπροσώπους και εντός της θητείας τους (χρόνου εκλογής τους 3ετής σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. 2 του ισχύοντος Καταστατικού) και
βεβαίως σε οικονομικά τακτοποιημένα (άρθρο 16 παρ. 2 ισχύοντος Καταστατικού) σωματεία - μέλη ( σύμφωνα με το άρθρο 7 του ισχύοντος Καταστατικού διαγράφεται αυτοδικαίως κάθε σωματείο μέλος : α) που αποφάσισε την αποχώρησή του από την Ομοσπονδία β) Από την νόμιμη διάλυσή του και γ) Από την τροποποίηση του Καταστατικού του με την οποία σταμάτησε να είναι επαγγελματικό Σωματείο). Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 2012 Ο Γνωμοδοτών Δικηγόρος ΔΗΜΗΤΡΗΣ Σ. ΠΕΡΠΑΤΑΡΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΑΜ ΔΣΑ 18443 ΣΟΛΩΝΟΣ 51 ΑΘΗΝΑ