ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ Alter Μια µικρή ιστορία Χωρίς ηλικία και πατρίδα ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 1995
Μ ΗΝ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙΤΕ ΣΕ ΠΟΙΑ ΠΟΛΗ ΕΙΜΑΣΤΕ. ΘΑ µπορούσε να ήταν οπουδήποτε. Εδώ, εκεί, πιο µακριά στα τελευταία σύνορα του κόσµου. Οι πόλεις δεν έχουν καµιά, µα καµιά σηµασία. Ούτε οι χρονιές. Ση- µασία έχουµε εµείς, οι ψυχές που µένουν αδιάφθορες στον τόπο και στο χρόνο.,. Τίποτα δεν αλλάζει. Όλα µένουν ίδια, απλώς επαναλαµβάνονται Κύκλοι, που περιµένει ο καθένας τη σειρά του για να κλείσουν. Στην πραγµατικότητα, τίποτα δεν αλλάζει. Μόνο που το καταλαβαίνουµε όταν είναι αργά. Ζούµε πιστεύοντας ότι θ αλλάξουµε κάτι, ότι θα γίνουµε διαφορετικοί, ότι δεν είναι έτσι, κι εµείς θα το ανακαλύψουµε, θα το διορθώσουµε, θα το σταµατήσουµε... Κι έτσι προχωράµε... Χωρίς προορισµό... Γιατί δεν υπάρχει τίποτα εκεί πέρα... Δεν υπάρχει ούτε άκρη, ούτε τέλος. Μια συνέχεια είναι όλα... Μια επανάληψη... Οι ψυχές µένουν ίδιες, και οι καρδιές µιλούν πάντα την ίδια γλώσσα. Είτε πριν, είτε τώρα, είτε αύριο. Οι έρωτες, οι αδυναµίες, οι ενοχές, τα πάθη, τα διλήµµατα, οι τύψεις, τα όνειρα, τα απωθηµένα δεν επηρεάζονται ούτε από γεωγραφικό, ούτε από χρονικό στίγµα. Μένουν πάντα σταθερά. Αναλλοίωτα. Μας καθορίζουν, µας εξουσιάζουν, µας οδηγούν. Είναι οι πραγµατικοί κυρίαρχοι. Ό,τι κι αν κάνουµε, όπως κι αν ζούµε, όσο ψηλά κι αν φτάσουµε, οι ψυχές µάς ελέγχουν. Και δεν µπορούµε να τις αντιµετωπίσουµε, να τις πολεµήσουµε. Γιατί είναι βαθιά µέσα µας ριζωµένες. Γιατί είναι µέρος από το «εµείς». Η µόνη ευκαιρία που έχουµε µαζί τους, είναι η συµφιλίωση. Τίποτε άλλο! Γιατί εµείς συµβιβαζόµαστε, αυτές όχι. Γιατί εµείς πουλιόµαστε, αυτές όχι! Γιατί εµείς εξαπατιόµαστε, αυτές όχι!
Όποιος νοµίζει ότι µπορεί να τις αγνοήσει ή να τις ε- ξουσιάσει, κόβει το εγώ του στα δύο. Διχάζει την ύπαρξη του και αυτόµατα χάνει την ισορροπία του... Είναι σαν να υπάρχει ένα ποτάµι, 'και περνάς απέναντι. Στην άλλη όχθη. Αν δεν περάσεις ολοκληρωµένος, συµπαγής, δεν πας πουθενά. Απλώς περιπλανιέσαι, χωρίς ταυτότητα, τάχα µε προορισµό.
. Η ΤΑΝ ΕΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟ ΠΡΩΩΙΝΟ. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη αρκετή ώρα. Γερνούσε... 0 καθρέφτης δεν έδειχνε τίποτα, αλλά εκείνη το καταλάβαινε. Χτένισε τα µαλλιά της και µε µια απότοµη κίνηση τα µάζεψε πίσω. Της ήταν αδύνατον να τα ανεχθεί ελεύθερα. Την εκνεύριζαν. Τον τελευταίο καιρό, ήταν πολύ χλωµή. Το πρόσωπο της στεγνό. Η αϋπνία και το υπερβολικό κάπνισµα τη στράγγιζαν. Το χρώµα των χειλιών της ξεθώριαζε, είχε γίνει ένα µε το δέρµα της. Τα µάτια της βαθουλωµένα, ανέκφραστα. Οι τεράστιοι µαύροι κύκλοι αποτύπωναν την ταλαιπωρία της. Όχι, το είδωλο του καθρέφτη δεν ήταν γερασµένο ήταν εξοντωµένο... Δεν είχε τίποτα το ζωντανό πάνω του.
Πήρε την τσάντα της και έκλεισε την πόρτα πίσω της... Σήµερα θα έκανε µια µεγάλη βόλτα. Αληθινά µεγάλη! Θα περπατούσε. Θα διέσχιζε την πόλη από τη µια άκρη ως την άλλη. Μια πορεία που θα τελείωνε αργά το απόγευµα» Είχε προγραµµατίσει εδώ και µέρες ετούτη τη βόλτα. Και τίποτα δε θα την έκανε ν αλλάξει αυτή της την απόφαση. Ο πρώτος σταθµός της διαδροµής ήταν το σχολείο. Ζούσαν σε προάστιο και τα τρία παιδιά της είχαν πάει στο ίδιο σχολείο. Τώρα, βέβαια, είχε µείνει µόνο το ένα κοντά της, κι αυτό πήγαινε στην τελευταία τάξη. Τ άλλα δύο σπούδαζαν στην Αµερική. Ο µικρός έτσι τον έλεγε πάντα τελειώνοντας θα φεύγε κι αυτός. Δεν του άρεσε η Αµερική και είχε διαλέξει ένα απαιτητικό πανεπιστήµιο κάπου στη Γαλλία. Ο µικρός πάντα ήθελε τα δύσκολα. Τι αυτό του είχε και αδυναµία. Ήταν πολύ περήφανη για τα αγόρια της. Και, µέχρι στιγµής, τα είχαν καταφέρει. Ήταν, αυτό που λέµε, «νέοι µε προοπτικές». Θα πετύχαιναν... Περίεργο παιδί η κόρη σας! Παιδί των αντιθέσεων, θα έλεγα. Πότε είναι αµίλητη και απόµακρη, και πότε µιλά συνέχεια; και σκαρώνει φάρσες. Δεν ξέρει κανείς ποτέ τι σκέφτεται. Ενώ αυτή µαντεύει» συνήθως, τι πρόκειται να πει ο καθένας. Ειλικρινά, δεν ξέρουµε πώς να τη χειριστούµε!
Είναι πολύ καλή µαθήτρια, αλλά απείθαρχη. Έξυπνη αλλά απρόβλεπτη. Φιλότιµη, ετοιµόλογη και πεισµατάρα, αλλά τροµερά εκδικητική! Είµαστε σε αδιέξοδο µαζί της. Είναι µεγάλος µπελάς η κόρη σας, κυρία µου. Σκέτος πονοκέφαλος! Το καλύτερο θα ήταν να συνέχιζε σε κάποιο άλλο σχολείο» Τι είχε γίνει εκείνη τη µέρα! Η µητέρα της είχε γυρίσει στο σπίτι σε έξαλλη κατάσταση. Φώναζε και την απειλούσε» Στο τέλος τη χαστούκισε κιόλας. Το συµβούλιο του σχολείου ήταν ανένδοτο! Δεν την δεχόταν µε τίποτα στην τελευταία τάξη του Γυµνασίου. Έπρεπε να βρουν κάποιο άλλο... Η παιδική της ηλικία ήταν σχετικά ήρεµη, εκτός από µερικά τέτοια περιστατικά, που τάραζαν την οικογένεια για µέρες. Διαφορετικά, µε τους γονείς της µιλούσε ελάχιστα. Τους αγαπούσε, τους σεβόταν, αλλά τίποτα περισσότερο. Έτσι είχε µάθει, άλλωστε. Μεγάλωσε µε σχετική άνεση, αλλά χωρίς την απλή, καθηµερινή τρυφερότητα. Κι έτσι οι συναισθηµατικές της ελλείψεις ήταν αρκετές. Οι γονείς της ήταν άνθρωποι δηµιουργικοί, δίκαιοι και ειλικρινείς, µόνο που είχαν µια «φυσική» αδυναµία: δεν µπορούσαν να επικοινωνήσουν µε τα παιδιά τους δεν µπορούσαν να τους εκφράσουν την αγάπη τους. Δεν είναι ότι δεν ήθελαν. Απλώς, δεν µπορούσαν ή δεν το έκριναν και απαραίτητο... ΩΩστόσο,
προσπαθούσαν να µην τους λείψει τίποτα. Και κόπιαζαν πολύ γι αυτό. Για τη Βαλέρια η στέρηση τούτη ήταν κάτι το φυσιολογικό. Πώς θα µπορούσε να της λείπει, άλλωστε, κάτι που ποτέ δεν είχε; Κι έτσι, µε τον τρόπο της, ήταν ευτυχισµένη. Εκτός από µερικές φορές, που τύχαινε να βλέπει τρυφερές σκηνές άλλων παιδιών... Αισθανόταν τότε ξαφνικά µόνη κι έστρεφε ενοχληµένη το κεφάλι της. Ήταν οι µόνες στιγµές που ένιωθε κάποιο κενό στο στοµάχι της, νόµιζε κι έτρεχε στο ψυγείο. Έτρωγε υπερβολικά, χωρίς ποτέ να χορταίνει. Ήταν πολύ µικρή για να εξηγήσει τι της συνέβαινε. Ένα είχε καταλάβει. Κάθε φορά που αισθανόταν έτσι µόνη, µ αυτό το κενό, έτρωγε πάντα ασταµάτητα, χωρίς κορεσµό... Χαµογέλασε πικρά. Ήταν τόσο λίγες οι φορές που τη χάιδεψαν, που τις θυµόταν όλες, µία µία! Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι υπήρξε ένα παιδάκι ονειροπαρµένο! Βουτηγµένο στον κόσµο του. Σ έναν κόσµο ιδανικό, όπου κυριαρχούσαν η αλήθεια και η δικαιοσύνη. Η µικρή Βαλέρια είχε φτιάξει µε το µυαλουδάκι της έναν κόσµο πανέµορφο, και δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον παραβιάσει. Τον προστάτευε από όλους, µα πιο πολύ από την πραγµατικότητα. Οι ήρωες της είχαν διάφανα πρόσωπα, επίτηδες, για να βλέπει τις ψυχές τους, το
µυαλό τους. Κι έλεγαν πάντα αυτό που ήθελαν να πουν, κι όχι αυτό που έπρεπε! Κάθε βράδυ, λοιπόν, πριν κοιµηθεί, σκηνοθετούσε στο σκοτάδι και από µια ιστορία. Έβαζε τους πρωταγωνιστές της να παίζουν, να µιλούν. Και τους έβαζε δύσκολα. Έπρεπε να περνούν δοκιµασίες, να ταλαιπωρούνται, για να αποδείξουν ότι αξίζουν! Ήταν σκληρή και απαιτητική µε τον κόσµο της η µικρή. Σιγά σιγά, αυτό το αόρατο παιχνίδι της έγινε µανία. Την απασχολούσε όλη την ηµέρα. Έφτιαχνε ιστορίες ανάλογα µε τη διάθεση της, µε την εποχή, µε το τι είχε ακούσει και µε το τι είχε δει. Κάποτε µπήκε στον πειρασµό να βάλει και δυο φίλες της να παίζουν, αλλά το µετάνιωσε αµέσως. Κι αν δεν καταλάβαιναν; Κι αν γελούσαν µαζί της; Κι. αν της κατέστρεφαν τον κόσµο της; Όχι, καλύτερα µόνη της. Δεν έβρισκε ενδιαφέρον σε κανένα άλλο παιγνίδι. Βαριόταν να παίζει µε τ άλλα παιδιά. Προτιµούσε να κουρνιάζει στο δωµάτιο της και να βυθίζεται στον ονειρικό κόσµο της! Αρκετές φορές, σκέφτηκε να δοκιµάσει κάτι άλλο. Κάποιο καινούριο παιχνίδι. Έβγαινε, λοιπόν, στην αυλή, γεµάτη αποφασιστικότητα και όρεξη να χαλάσει τον κόσµο. Βούιζε σαν µέλισσα, έτρεχε, χοροπηδούσε, κρυβόταν, γελούσε, πείραζε τις φίλες της. Μα γρήγορα βαριόταν και ξανακλεινόταν στο καβούκι της. Η πραγµατική χαρά ήταν στον κόσµο της. Τα µεγάλα αισθήµατα, οι αληθινοί φίλοι, ο ηρωισµός, η
γενναιότητα, η τόλµη. όλα ήταν εκεί, µέσα της! Δε χρειαζόταν να τα ψάχνει αλλού. Χαµένη στις σκέψεις της, δεν κατάλαβε για πότε αποµακρύνθηκε από το σχολείο. Περπατούσε τώρα σ ένα έρηµο δροµάκι, ανάµεσα σε δέντρα. Πανύψηλα δέντρα, που της πρόσφεραν γενναιόδωρα τη σκιά τους. Ήταν καλά έτσι, γιατί η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται ανυπόφορη. Σήκωσε τα µανίκια του πουκαµίσου της και προχώρησε κοιτάζοντας κάτω αφηρηµένη. Ξαφνικά, σήκωσε το κεφάλι της. Μια αχτίδα ήλιου είχε καταφέρει να σπάσει το σκιερό κλοιό. «Τι περίεργο», σκέφτηκε. «Όσο είµαστε παιδιά, νοµίζουµε ότι ο κόσµος είναι όλος δικός µας. Αλλά, µεγαλώνοντας, όλο και µικραίνει το κοµµάτι που µας ανήκει!» Ιδρωµένη, έφτασε έξω από ένα πάρκο. Το α- ναψυκτήριο είχε πολύ κόσµο. Βρήκε ένα απόµερο τραπεζάκι και κάθισε. Πιο πέρα, µια παρέα από παιδάκια έπαιζαν φωνάζοντας. Ανάµεσά τους κι ένα κοκαλιάρικο µικρό κορίτσι. Έτρεχε χωρίς λόγο κι έτρωγε τα µούτρα του... Βαλέρια, πόσες φορές σου χω πει να µην είσαι αφηρηµένη! Γι αυτό πέφτεις συνέχεια! Πρέπει να προσέχεις. Δες τα γόνατά σου! Μες στα αίµατα. Δεν προλαβαίνουν να κλείσουν οι πληγές... Ούτε τ αγόρια δεν έχουν τέτοια πόδια! Θα µεγαλώσεις και θα ναι
άσκηµα µε τόσα σηµάδια! Θα θελα να ξέρω τι έχεις µέσα στο κεφάλι σου. Σκοτώνεσαι, επειδή είσαι τόσο αφηρηµένη και τρέχεις κιόλας!... Ήταν ο πατέρας της... Κι είχε τόσο δίκιο! Πού να φανταζόταν, ο ταλαίπωρος, ότι η Βαλέρια θα έπεφτε συνέχεια, ακόµα και ολόκληρη γυναίκα... Άναψε ένα τσιγάρο. Όχι πολύ µακριά, σ ένα παγκάκι, καθόταν ένα ζευγαράκι... Είχε γνωρίσει τον άντρα της σ ένα πάρτι. Εκείνη µόλις είχε τελειώσει το πανεπιστήµιο, κι ο Αλέξης ήταν το νεότερο στέλεχος µιας πολυεθνικής εταιρείας. Τον είχε ερωτευτεί αµέσως. Ήταν επιβλητικός και, χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη οµορφιά, σαφώς ερωτεύσιµος. Αλλά κι αυτός είχε ενθουσιαστεί µαζί της. Η Βαλέρια είχε πια µεγαλώσει και είχε γίνει µια ελκυστική γυναίκα, ίσως υπερβολικά αδύνατη µόνο. Με ωραία κίνηση και έντονο βλέµµα που σε διαπερνούσε. Τα µάτια της, αστραφτερά και γεµάτα ζωή, ήταν σαγηνευτικά, χανόσουν µέσα τους. Η Βαλέρια δε σε κέρδιζε απλώς, σε κατακτούσε! Της άρεσε η συζήτηση, αν και δεν την επεδίωκε ποτέ. Συνήθως ήταν σιωπηλή. Έπρεπε να της κινήσεις την περιέργεια για ν αρχίσει. Ούτε ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτική. Ίσως γινόταν και ψυχρή µερικές φορές. Ευγενική και τυπική µε τους
γύρω της, κρατώντας ωστόσο πάντα µια περίεργη απόσταση. Χαµογελούσε σπάνια και είχε απέναντι στον κόσµο µια συγκρατηµένη στάση. ΩΩστόσο, ήταν καλή ακροάτρια. Της άρεσε ν ακούει τους άλλους µε τις ώρες. Να παρατηρεί ανθρώπινες καταστάσεις. Ήταν ψύχραιµη και αποφασιστική. Έβλεπε τα προβλήµατα σφαιρικά, εκτιµούσε µε ακρίβεια τις δύσκολες καταστάσεις και έκανε σωστές κινήσεις. Γι αυτό και όλοι ζητούσαν τη βοήθεια της. Κι εκείνη δεν τους την αρνιόταν ποτέ. Ονειροπόλα, όπως όλες οι κοπέλες της ηλικίας της, ονειρευόταν κάθε βράδυ, πριν κοιµηθεί, τον πρίγκιπα που θα 'ρχόταν να την πάρει... Όταν, λοιπόν, συνάντησε τον Αλέξη, νόµισε ότι αυτός ήταν ο δικός της πρίγκιπας, που πάντα περίµενε... Ο πρώτος καιρός της γνωριµίας τους ήταν υπέροχος. Η γοητεία του καινούριου τους είχε συνεπάρει. Δε χόρταιναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, να φιλιούνται και να κάνουν έρωτα. Ο Αλέξης ήταν πολύ γήινος. Τον ενδιέφερε η σάρκα και το πώς να την ικανοποιεί. Του άρεσε το καλό φαγητό και η διασκέδαση. Ήταν έξυπνος άντρας, δραστήριος και φιλόδοξος. Έβλεπε τη ζωή σε γενικά πλάνα και δεν τον ενδιέφεραν οι λεπτοµέρειες. Δεν κοσκίνιζε τις καταστάσεις, ούτε έχανε χρόνο αναλύοντας και το παραµικρό.