* Όπου παρατίθενται ποιητικά αποσπάσματα, έχει γίνει σεβαστό και έχει διατηρηθεί το ορθογραφικό σύστημα εκάστου ποιητή. (Σ.τ.Επιμ.)
Σαν πρόλογος Ο χρόνος που κυλάει φέρνει μαζί του και τη λησμονιά. Και η λησμονιά φέρνει την άγνοια. Οι μεγαλύτεροι θυμούνται. Οι λίγο νεότεροι ίσως κάτι να γνωρίζουν και αυτοί. Η νέα γενιά όμως αγνοεί την ιστορία του τόπου μας. Ευτυχώς που τουλάχιστον γράφει τη δική της ιστορία, γιατί η ιστορία αποτελεί την ταυτότητα της πατρίδας. Η πατρίδα βέβαια δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Αποτελείται από όλους εμάς, τους κατοίκους της, η ιστορία του καθενός μας είναι και μία ψηφίδα στην ιστορία της. Για μένα η Ελλάδα μοιάζει με ένα καράβι που θαλασσοδέρνεται στη δίνη των καιρών. Με αμφιλεγόμενους καπεταναίους, με πλήρωμα γενναίους θαλασσινούς που δυστυχώς δεν λένε να μονοιάσουν στην αντιμετώπιση της όποιας καταιγίδας, και με αδιάφορους επιβάτες που μόνη τους έγνοια είναι σε περίπτωση ναυαγίου να σώσουν το τομαράκι τους. Κανονικά, ένα τέτοιο καράβι θα έπρεπε να έχει προ πολλού ναυαγήσει. Να όμως που αυτό σε πείσμα κάθε λογικής ταρακουνιέται μεν αλλά επιπλέει. Fluctuat nec mergitur! Έχουμε τόσο πλούσια ιστορία ως λαός, ώστε πολλοί από εμάς αντέχουμε στην πολυτέλεια να την αγνοούμε. Εμείς της παλιότερης γενιάς, που μεγαλώσαμε μέσα σε καθεστώτα παθών και λογοκρισίας, τι έχουμε διδαχθεί από την ιστορία μας; Εμείς που είχαμε ψεύτικη πληροφόρηση όταν κρύβαμε τον «Ριζοσπάστη» με το εξώφυλλο της «Καθημερινής» ώστε να κυκλοφορούμε ανενόχλητοι, τι συμπεράσματα έχουμε βγάλει π.χ. για τον Εμφύλιο; Οι κάπως νεότεροι, με τη μονόπλευρη διδασκαλία στα σχολεία που πήγαν κατά τη διάρκεια των σκοτεινών χρόνων της Χούντας, τι ξέρουν άραγε για την άποψη των «ληστοσυμμοριτών» αντιπάλων του εθνικισμού, αλλά και για τους «δωσίλογους» και τους «ταγματασφαλίτες» της αντίθετης πλευράς;
14 αρτεμησ αρτεμιαδησ Οι ακόμα πιο νέοι σε τι συμπεράσματα μπόρεσαν να καταλήξουν όταν τα βιβλία της Ιστορίας τούς δίδασκαν για λαούς «φίλους» ή «εχθρούς», ενώ είναι γνωστό ότι δεν υπάρχουν φίλοι που μας «αγαπούν» και εχθρικοί λαοί που μας «μισούν», όταν έχει αποδειχτεί πως στην ιστορία δεν υπάρχουν «φίλοι» και «εχθροί» παρά μόνο κρατικά συμφέροντα και σκοπιμότητες; Τέλος, τι μαθαίνουν τα σημερινά παιδιά της παγκοσμιοποίησης όταν υποβαθμίζουμε τα ιστορικά γεγονότα της πατρίδας μας μόνο και μόνο για να οδηγήσουμε τους μαθητές στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ούτε υπήρξαν ποτέ λαοί με ταυτότητα, με εθνική συνείδηση, με μια ιστορία σαν τη δική μας, γεμάτη ηρωισμούς και προδοσίες; Τώρα τους διδάσκουμε τη θεωρία ότι όλοι οι λαοί είμαστε απρόσωπα ίδιοι, ότι σε λίγο θα ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα, χωρίς εθνική συνείδηση, με μόνο ιδανικό τα οικονομικά συμφέροντα. Πόσοι από εμάς σε λίγο καιρό θα θυμόμαστε ποιοι υπήρξαμε στο παρελθόν ως έθνος; Πόσοι θα ξέρουμε τι γιορτάζουμε στις εθνικές μας επετείους όταν βλέπουμε να καίγονται ατιμώρητα από ορισμένους καθοδηγούμενους φανατικούς «δικούς μας», νέους δυστυχώς, τα εθνικά μας σύμβολα και να καταστρέφονται τα εθνικά μας μνημεία; Πώς και γιατί περιμένουμε να αντιδράσουν οι πολλοί, αυτοί που δεν θα έχουν ιδέα τι είναι η Μικρασιατική καταστροφή και ποιοι την προκάλεσαν, όταν η Σμύρνη είναι γι αυτούς μια τουρκόπολη που για κάποιο φεγγάρι βρέθηκε με την προτροπή των «μεγάλων» σε ελληνικά χέρια, όταν τους είναι άγνωστες οι τοπωνυμίες Εσκί-Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, όταν αγνοούν πού βρίσκεται ο Σαγγάριος και τι τραγικά γεγονότα ξετυλίχτηκαν στις όχθες του; Τι γνωρίζουν για γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί και εντέλει τι ήταν και κάτω από ποιες συνθήκες φτάσαμε στην περίφημη ανταλλαγή των πληθυσμών; Ποιος θα έχει σε λίγο καιρό επιχειρήματα υπέρ ή κατά του Ελευθέριου
οι ανυπακουοι 15 Βενιζέλου, όταν το μόνο που θα ξέρουν γι αυτόν θα είναι ότι έδωσε το όνομά του στο αεροδρόμιο της Αθήνας; Πόσους θα απασχολεί το ερώτημα τι έγινε στην Αθήνα κατά τα Δεκεμβριανά και ποια γεγονότα σφράγισαν τη δραματική εποχή του Εμφυλίου; Πόσοι θα μάθουν τι ήταν και ποιοι έκαναν την αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών, πού βρίσκεται ο Γοργοπόταμος και τι συνέβη εκεί, τι ήταν το παιδομάζωμα, τι σήμαινε το Μπούλκες για τους δημοκρατικούς αγωνιστές, πώς αλληλοπροδόθηκαν μεταξύ τους, πόσο υπέφεραν από τους αντιπάλους συμπατριώτες τους, πόσο βασανίστηκαν όσοι εξορίστηκαν στα ξερονήσια και ποιο ήταν το αποτέλεσμα της αδελφοκτονίας; Και τέλος, το σπουδαιότερο απ όλα, ποια είναι τα επιχειρήματα των δύο αντιπάλων, Ελλήνων και Τούρκων, για την αιώνια διαμάχη γύρω από τα θέματα του Αιγαίου και της Κύπρου; Πόσα και πόσα τραγικά γεγονότα κινδυνεύουν να πνιγούν μέσα στη λησμονιά και στο βωμό της τελευταίας μόδας, που ονομάστηκε παγκοσμιοποίηση Και πόσα πρόσωπα, πόσοι άνθρωποι κινδυνεύουν επίσης να περάσουν για πάντα στη λήθη Γενιές ηρώων που θυσιάστηκαν για τα ιδανικά τους, γενιές συμφεροντολόγων που κατάφεραν να επωφεληθούν από καταστάσεις, γενιές τίμιων πολιτών και άτιμων πολιτικάντηδων, γενιές αδικημένων που πάλεψαν για «μια θέση στον ήλιο», με τραγική κατάληξη τη σημερινή γενιά των απόκληρων μηδενιστών, τη γενιά του Τίποτα. Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον μιας Ελλάδας που πλημμυρίζει από λαθρομετανάστες, βορά στις αρπαχτικές ορέξεις κάθε είδους «λαμόγιου», μιας Ελλάδας που βυθίζεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο στα χρέη και την κοινωνική αδικία; Το ταπεινό αυτό αφήγημα περιγράφει ανθρώπινες ιστορίες όπως αυτές ξετυλίγονται μέσα στη δίνη των ιστορικών γεγονότων του τόπου, μια και η ιστορία ενός έθνους είναι πρώτιστα
16 αρτεμησ αρτεμιαδησ η ιστορία των ανθρώπων που την έζησαν, παλεύοντας στην αρχή μονοιασμένοι εναντίον του εχθρού και καταλήγοντας διχασμένοι να πολεμούν μεταξύ τους, των ανθρώπων που μέσα στη δίνη των τραγικών γεγονότων αγαπήθηκαν και μισήθηκαν, δημιούργησαν οικογένειες, ερωτεύτηκαν, πρόδωσαν και προδόθηκαν. Συνδυάζοντας ιστορίες ανθρώπων που ξετυλίγονται μέσα στην ιστορία του έθνους φιλοδοξεί να μην καταλήξει σε ένα «στεγνό» ιστορικό πόνημα, αλλά μέσα από μια αναδρομή στα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα παλαιότερων εποχών να σώσει από τη λήθη για όσο ακόμα είναι μπορετό στοιχεία της ταυτότητας του έθνους μας.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Αναζητώντας έναν νέο Μεγαλέξαντρο Αλίμονο στα έθνη που δεν έχουν ήρωες. Αλίμονο στα έθνη που έχουν ανάγκη από ήρωες. Μπέρτολτ Μπρεχτ, Η ζωή του Γαλιλαίου
1. Ο χαρισματικός κύριος Μιχαλάκης Σοβαρόν, ὑψηλὸν δόσε τόνον ὦ Λύρα λάβε αστραπήν, καὶ ἦθος λάβε νοός, ὑμνοῦμεν ἔνδοξον ἔργον. Α. Κάλβος, «Εἰς Πάργαν» (Ωδή VII) Αλήθεια πόση αξιοπρέπεια θα μπορούσε να μαντέψει κανείς ότι κρυβόταν μέσα σε εκείνο το φθαρμένο γκρίζο κουστούμι, τη μόνιμη αμφίεση του κυρίου Μιχαλάκη; Το παντελόνι έκανε «γόνατα» μια και ο ιδιοκτήτης του είχε χρόνια να ασχοληθεί με το σιδέρωμά του ίσως να μην είχε σιδερωθεί ποτέ μετά το θάνατο της αγαπημένης του συντρόφου, το σακάκι είχε αρχίσει να γυαλίζει από τη φθορά του χρόνου, ο γιακάς του πουκαμίσου του είχε επαναστατήσει από καιρό σημαδεύοντας τον ουρανό, η γραβάτα του είχε πάψει να είναι μονόχρωμη μια και έφερε διακοσμήσεις από διάφορους παλιότερους ή πρόσφατους λεκέδες. Και όμως, ο κύριος Μιχαλάκης που φορούσε τούτα τα ρούχα διατηρούσε έναν αέρα αρχοντιάς, ξεπεσμένης βέβαια αλλά πάντως αρχοντιάς. Ίσως αυτό να οφειλόταν στην ανατολίτικη καταγωγή του, που εύκολα μπορούσε να τη μαντέψει κανείς από τη φιλοσοφημένη γαλήνη του βλέμματός του, την κάποια μελαγχολία που ήταν
20 αρτεμησ αρτεμιαδησ αποτυπωμένη στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τη μοιρολατρική παραίτησή του από τα εγκόσμια που φανέρωνε το όλο παρουσιαστικό του. Όμως ο κύριος Μιχαλάκης είχε προικιστεί από τη φύση με ένα «χάρισμα». Γι αυτόν το παρελθόν και το μέλλον δεν έκρυβαν μυστικά. Η δυνατότητα επικοινωνίας με τους νεκρούς συγγενείς και φίλους των ανθρώπων που έδιναν πίστη στα λεγόμενά του, τον είχαν κάνει περιζήτητο, στη γειτονιά του αρχικά και ύστερα σε έναν κύκλο «πιστών» που μεγάλωνε μαζί με τη φήμη του. Βέβαια ποτέ του δεν σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί αυτό του το χάρισμα, του αρκούσε ένας κάποιος οβολός που οι «πελάτες» του άφηναν διακριτικά στο τραπεζάκι της εισόδου του φτωχικού του διαμερίσματος, και αυτό φυσικά αν τους περίσσευε, αν όχι καλή καρδιά. Έζησε σε πολυτάραχες εποχές ο κύριος Μιχαλάκης. Και όσες δεν τις έζησε ο ίδιος, τις «είδε» μέσα από τα οράματά του ή τις προέβλεψε να έρχονται σε ένα μέλλον που γι αυτόν δεν είχε μυστικά. Το χάρισμά του τον προίκισε με σοφία, αλλά τον έκανε και να διακατέχεται από μια βαθιά μελαγχολία. Τη μελαγχολία του ανθρώπου που είδε με τα ίδια του τα μάτια, τα φυσικά ή της ψυχής, την καταστροφική ιστορία του τόπου του και τα άπειρα ελαττώματα της φυλής του. Α ναι, σε μια εταζέρα στην είσοδο του διαμερίσματος βρίσκονταν παραταγμένα και τα διάφορα μαγικά αγαλματάκια που έφερνε από τα ταξίδια του στην Άπω Ανατολή, το Νεπάλ, τις Ινδίες, το Θιβέτ, όλες αυτές τις γεμάτες μυστήριο χώρες που δεν παρέλειπε να επισκέπτεται για όσο διάστημα του επέτρεπαν τα οικονομικά του. Υπήρχαν εκεί διάφοροι πήλινοι Βούδες, για να φέρνουν γαλήνη και μακροημέρευση σε όσους πίστευαν σε κάτι τέτοια, κάτι σιντριβανάκια μινιατούρες, για να αλαφραίνουν με το κελαηδιστό μουρμούρισμα του νερού τον αέρα και να δροσίζουν τις κουρασμένες ψυχές, διάφορες χελωνίτσες που κοιτούσαν προς βορράν, για να φέρνουν υγεία, ευημερία και χαρά στα σπιτικά, διάφορα τέτοια δημιουργήματα του ανατολίτικου πνεύματος.
οι ανυπακουοι 21 Όσοι τα είχαν προμηθευτεί και τα είχαν τοποθετήσει στα σπίτια τους, έπαιρναν όρκο για τις υπερφυσικές τους ιδιότητες και δεν τα αποχωρίζονταν ποτέ! Το σπίτι όπου έμενε μαζί με την οικογένειά του ήταν ένα ταπεινό δυαράκι. Δεν έκανε τίποτα όνειρα να το αφήσει για κάποια πολυτελέστερη κατοικία. Η μοναδική πολυτέλεια που πρόσφερε αυτό το σπίτι ήταν η θέα προς το απέραντο πέλαγος και το ασίγαστο τραγούδι της θάλασσας που έφτανε στα αυτιά σου. Φυσικά, από έπιπλα δεν έλεγε πολλά πράγματα ένα ελαφρώς σαραβαλιασμένο κρεβάτι, ένας ξεθωριασμένος καναπές με δύο πολυθρόνες να «κλαίνε» στην κάθε πλευρά του, ένα χαμηλό τραπεζάκι φωτισμένο με ένα άθλιο λαμπατέρ. Μόνη εξαίρεση η μεγάλη βιβλιοθήκη που κάλυπτε όλο τον απέναντι τοίχο, κατάφορτη από βιβλία για τη φιλοσοφία, για τις διάφορες θρησκείες και τις ερμηνείες τους περί θανάτου, για τη μετεμψύχωση και τη μεταβίβαση της σκέψης, για τα μέντιουμ και τη θετική ή αρνητική ενέργεια, για όλα τα θέματα των «απόκρυφων επιστημών» που του είχαν γίνει βίωμα από τα νεανικά του χρόνια. Βιβλία που δεν δίσταζε να δανείσει σε όσους πιστούς μάντευε ότι θα πιάσουν τόπο. Μέσα σε αυτό το ταπεινό περιβάλλον κυριαρχούσε πάντως μια περίεργη ατμόσφαιρα. Ίσως να βοηθούσε σε αυτό το λιγοστό φως οι βαριές, ξεθωριασμένες κουρτίνες των παραθύρων δεν επέτρεπαν στον ήλιο να εισβάλει στο σπίτι, ίσως οι διάφορες λιγωτικές μυρωδιές από λιβάνια και άλλα περίεργα μυρωδικά που αιωρούνταν στον μπαγιατεμένο αέρα, ίσως ακόμα και η σιωπηλή παρουσία του Αγκόπ, του περσικού γάτου με τα παράταιρα μάτια ένα γαλάζιο και ένα πράσινο, που καθισμένος ακίνητος σε μια γωνιά του καναπέ παρατηρούσε επίμονα τον κάθε επισκέπτη, λες και συμμετείχε και αυτός στην επίκληση του απόκρυφου κόσμου και στην ερμηνεία των μηνυμάτων που έστελναν τα διάφορα πνεύματα στους εύπιστους αποδέκτες τους. Κύριο μέλημα του Μιχαλάκη ήταν να κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του ώστε να ξεχωρίζει από τους διάφορους αεριτζήδες
22 αρτεμησ αρτεμιαδησ του επαγγέλματος. Πριν βυθιστεί στους απόκρυφους διαλογισμούς του φρόντιζε να πάρει τις πληροφορίες του για όσους ζητούσαν τα φώτα του. Πληροφορούνταν το ιστορικό τους μάθαινε για τους γονείς τους, τα παιδικά τους χρόνια, τις ιδιαιτερότητές τους και όποια άλλη λεπτομέρεια της ζωής και του χαρακτήρα τους θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμη. Δεν παρέλειπε να εξηγεί στους επισκέπτες του τα περιορισμένα περιθώρια των δυνατοτήτων του καθώς και να δίνει μια επιστημονική ερμηνεία στα τηλεπαθητικά του χαρίσματα, ώστε να μην τρέφουν μεγάλες ψευδαισθήσεις όσοι ζητούσαν τη βοήθειά του. Προσπαθούσε να τους εξηγήσει τι είναι η τηλεπάθεια, πώς γίνεται η μεταβίβαση της σκέψης, πώς επιδρά στον άνθρωπο η αρνητική και η θετική ενέργεια και τέλος πώς αντιδρούν τα πνεύματα όταν γίνεται η επίκλησή τους. Πράγματα στα οποία πίστευε ο ίδιος ακράδαντα και προσπαθούσε ερμηνεύοντάς τα να πείσει τους «πελάτες» του για τη σοβαρότητά του και τις πιθανότητες επαλήθευσης των οραμάτων του. Γαλήνιος και αγέλαστος, με χαμηλούς τόνους και μακριά από φανφαρονισμούς, πετύχαινε να δώσει την εντύπωση ενός σοβαρού και προικισμένου από τη φύση ερευνητή. Και ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός όσων κατέφευγαν στο χάρισμά του ήταν μια απόδειξη ότι είχε πετύχει το στόχο του, πράγμα που τον γέμιζε ικανοποίηση. Χρόνια τώρα ο κύριος Μιχαλάκης «έβρισκε» σκορπισμένους στο χάος του κόσμου συγγενείς και ένωνε διαλυμένες οικογένειες, «διάβαζε» τις σκέψεις συγγενών και φίλων, έστελνε και λάμβανε μηνύματα από τα πνεύματα των νεκρών, έδιωχνε τα «κακά πνεύματα» και βοηθούσε όσο του ήταν δυνατόν όσους είχαν κυριαρχηθεί από τις «δυνάμεις του κακού». Και να που τώρα, προαισθανόμενος ότι το πέρασμά του από τούτο τον κόσμο πλησίαζε στο τέλος του, είχε αποτραβηχτεί στο νησάκι της καταγωγής του, θέλοντας να καταγράψει όσα έζησε και έμαθε στην πολυτάραχη ζωή του. Κλεισμένος στο ταπεινό γραφειάκι του απομονώθηκε εντελώς από τον έξω κόσμο και άρχισε να γράφει...
οι ανυπακουοι 23 Αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο για τη ζωή των δικών μου, των ανθρώπων που αγάπησα και που οι περισσότεροι από αυτούς δεν υπάρχουν πια. Θα μιλήσω για τους αγαπημένους μου γονείς, τον πατέρα μου, τον σπουδαίο μαχητή που δεν άφησε πόλεμο για πόλεμο και εθνική περιπέτεια όπου να μην πάρει μέρος, και την ταπεινή μανούλα μου, που υπέφερε στωικά μια τυραννισμένη ζωή άλλοτε δίπλα του και άλλοτε μακριά του, καλή τους ώρα όπου κι αν βρίσκονται. Αναπολώ με απέραντη στοργή τη γυναικούλα μου, την Κοραλία, που φώτισε με την παρουσία της τη ζωή μου και μου χάρισε τον μοναδικό μου γιο, τον Μάνο. Ύστερα έρχεται η σειρά της χαμένης μου αδελφής, της ηρωικής αγωνίστριας Μαρίνας, και του περήφανου συντρόφου της, του Ορέστη, που έφυγε πικραμένος από τη ζωή. Ριγώ από περηφάνια όταν αναπολώ το θάρρος και τους αγώνες τους για μια καλύτερη πατρίδα. Ακολουθεί το συμπαθέστατο ζευγαράκι, ο «θετός» αδελφός της Μαρίνας, ο Βίκτορας, που συντροφεύτηκε στη ζωή με τη γλυκιά και στωική Παολίνα, αλλά και που συνταράχτηκε με τη γνωριμία της Λένας, μιας γυναίκας με δυνατή προσωπικότητα που έζησε από κοντά την κτηνωδία του ναζισμού. Καρπός του εφήμερου έρωτά τους η Μελίνα, μια κοπέλα της σύγχρονης εποχής που γρήγορα έμαθε να δίνει και να κερδίζει τη μάχη της ζωής. Αυτός ήταν ο κόσμος μου, «ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας», κατά τον ποιητή, οι άνθρωποι που με συντρόφεψαν και με προβλημάτισαν στη ζωή μου. Για μένα οι άνθρωποι πεθαίνουν σε δύο φάσεις, αρχικά από φυσιολογικό ή βίαιο θάνατο, αργότερα όμως χάνονται οριστικά όταν σβήσουν από τη μνήμη μας, όταν οι δικοί τους και οι υπόλοιποι ζωντανοί πάψουν να τους θυμούνται και να μνημονεύουν το όποιο έργο τους. Θέλω να τον προλάβω αυτό τον δεύτερο θάνατο για τους αγαπημένους μου νεκρούς, μιας και έζησα μαζί τους σε μια πολυτάραχη, καταραμένη εποχή και είδα τους περισσότερους απ αυτούς να
24 αρτεμησ αρτεμιαδησ θυσιάζουν τη ζωή τους κάνοντας αυτό που θεωρούσαν σωστό και παλεύοντας με νύχια και με δόντια να το επιβάλουν. Εγώ δεν κατόρθωσα ποτέ μου να αποφασίσω με το μέρος ποιων ήταν το δίκιο, ποιοι ακολούθησαν τον σωστό και ποιοι τον λανθασμένο δρόμο. Ίσως γι αυτό παρακολούθησα όλον αυτό τον τιτάνιο αγώνα του έθνους μας και των δικών μου ανθρώπων παραμένοντας ένας μάλλον ουδέτερος παρατηρητής. Πολλές φορές με συγκίνησαν με το θάρρος και τις πράξεις τους όσοι πάλεψαν στον Μακεδονικό αγώνα, στην εκστρατεία της Μικρασίας μετέπειτα, στην αντίσταση ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές και τέλος στον Εμφύλιο. Αυτοί οι τελευταίοι πολλές φορές με απογοήτευσαν με τη δογματική τους τι κρίμα! σκέψη και τη μονόπλευρη αντιμετώπιση των καταστάσεων. Συχνά φανατίστηκα εναντίον και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών όταν μάθαινα τις κτηνωδίες στις οποίες κατέφευγαν κατά τη διάρκεια του εμφύλιου αγώνα τους. Πρέπει να είναι αυτοί οι λόγοι που δεν πάλεψα αρκετά στο πλευρό των ανθρώπων που αγάπησα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν τους θαύμασα για το θάρρος, την παλικαριά και το πείσμα τους, ή ότι δεν έρχονται και στιγμές που με κατατρώγουν οι τύψεις για την τότε στάση μου να οχυρωθώ πίσω από μια βολική ουδετερότητα. Αφιερώνω αυτό το βιβλίο στη μνήμη τους, σε μια προσπάθεια να προλάβω την τελική και οριστική φάση του θανάτου τους. Τους το οφείλω αυτό, θέλω να συμβάλω όσο μπορώ ώστε να παραμείνουν ζωντανοί μέσα μου. Και τώρα, σαν «έτοιμος από καιρό», ας προσπαθήσω να συγκεντρώσω τις αναμνήσεις μου, όσες σκόρπιες αναμνήσεις έχω από τη ζωή μου.