ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Σχετικά έγγραφα
Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Κω την για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Aριθμός 382/2017 TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

Αριθμός Απόφασης 3424/2018 Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 25529/2627/2018 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αριθμός 95/2013 ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Απόφαση Αναστολής Πλειστηριασμού Κατοικίας σε Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ Αριθμός απόφασης 91/2012

Αρ. Απόφασης 5679/2015 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ _ *

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

της υπ αριθμ. 52/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης (τακτική

Μονομελές Εφετείο Αθηνών Αριθμός απόφασης 1437/2014

Αριθμός Απόφασης 1499/2015 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Αριθµός απόφασης 5819/2008 Αριθµός καταθέσεως αγωγής /2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 5

1 6. ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ 222/2011

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 12069/2013

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός απόφασης : 153/2019

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ ΤΑΚΤΙΚΉ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 278/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΙΙΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :.90./2012 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΑΠΟΦΑΣΗ 1202/2016 Αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής: 1484/ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Ειρθεσ 8971/2006. Δικαστής: Μαριάννα Κουϊνέλη. Δικηγόροι: Χ. Ματζιώρης - Α. Αργυριάδης.

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΒΑΛΑΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΠΙΝΑΚΙΟ

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1392/2019 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 36/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Αριθμός απόφασης 214 /2019 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 20/2017 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Φιλαδελφείας-Χαλκηδόνος Π Ε Ρ Ι Λ Η Ψ Η

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

1 4. δ ι κ η γ ο ρ ο ι

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 8188/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Προς τις Ασφαλιστικές Εταιρίες Μέλη της Ένωσης Αθήνα, 25 Iουνίου 2019

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.

Αριθμός αποφάσεως 5520/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αριθμός απόφασης 23892/2009 Αριθμός κατάθεσης α' αίτησης 10534/2009 Αριθμός κατάθεσης β' αίτησης 10535/2009

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου.

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

Αριθμός Απόφασης : 1 /2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Ειδική διαδικασία άρθρων ΚΠολΔ)

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΡΗΤΗΣ Αριθμ. αποφ.: 66 /2009 ΝΟΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΔΗΜΟΣ ΓΑΖΙΟΥ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 479/2008 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Του αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου.

ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΓ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ


ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ: 21722/2011 (αριθµός κατάθεσης αγωγής 22752/2008) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

712/2008. έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, καθόσον η αξίωση αυτή παραγράφεται, κατ άρθρο 249 ΑΚ, μετά εικοσαετία.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6264-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 140/2013

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/7081/

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ:. του. και.., κατοίκου Αττικής (οδός αριθ.».), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Αγγέλου Χριστοδούλου.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

(Αριθμός κατάθεσης αγωγής 2935/ TΠ/ 248/ 2006) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΒΕΡΟΙΑΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασή 5804/2018 Αριθμός κατάθεσης δικογράφου 55158/5978/2018 Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ασφαλιστικά Μέτρα)

Transcript:

+ Μέγεθος Γραμμάτων - ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) 90/2014 ΕΦ ΠΕΙΡ ( 651351) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Δικηγόροι ΟΤΑ. Αμοιβές. Κώδικας δικηγόρων. (Προϊσχύσαν). Ορισμένο αγωγής. Αίτηση απόρριψης της αγωγής ως αόριστης στο Εφετείο. Μπορεί να γίνει και για άλλους λόγους από τους οποίους επικαλείται στην έφεση ο εκκαλών. Παραγραφή. Εναρξη. Διακοπή. Αναγνώριση αξίωσης. Αναγνωριστική αγωγή. Τόκοι. Ελάχιστο αμοιβών. Ο ενάγων δικηγόρος έλαβε εντολή από τον Δήμο για την διεξαγωγή 20 υποθέσεων με την συμφωνία της καταβολής σε αυτόν της ελάχιστης αμοιβής, των εξόδων και ωριαία αποζημίωση 20 χιλ δρχ που προσαρμόστηκε στον πίνακα των αμοιβών του Δικηγορικού Συλλόγου για εξωδικαστικές αμοιβές και για παροχή συμβουλών στους εντολείς ανά ώρα. Αρμοδιότητα πολιτικών δικαστηρίων. Εξετάζεται αυτεπάγγελτα. Η έννομη σχέση είναι η εντολή. Απορρίπτει κονδύλια ως αόριστα α) γιατί δεν προσδιορίζεται το αντικείμενο της εκάστοτε εντολής, δηλαδή η φύση και το αντικείμενο της ανατιθέμενης προς διεξαγωγή υπόθεσης, β) γιατί δεν αναφέρονται οι αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής του εναγόμενου Δήμου με τις οποίες ανατέθηκε η υπόθεση στον ενάγοντα. Η απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής αποτελεί προϋπόθεση της ολοκλήρωσης της ανάθεσης εντολής και παροχής της δικαστικής πληρεξουσιότητας, δεν αρκεί ο διορισμός δικηγόρου με απόφαση του Δημάρχου. Εκκαλεί την προσβαλλομένη που έκρινε ορισμένα κονδύλια για τα οποία δεν αναφερόταν η απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής. Απορρίπτει ισχυρισμό του εναγόμενου ότι έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή ως αόριστη αφού δεν υπολογίζονταν οι αμοιβές κατά τον Κώδικα των Δικηγόρων. Υπήρχε συμφωνημένη αμοιβή. Απορρίπτεται αίτημα καταβολής ηθικής βλάβης ως μη νόμιμο. Η μη καταβολή συμφωνημένης αμοιβής και εξόδων δεν συνιστά αδικοπραξία αφού δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξή τους. Νόμιμα απορρίφθηκε πρωτόδικα η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως απαράδεκτη λόγω της επιβοηθητικής φύσεώς της. Παρέχεται στο δικαιούχο όταν αυτός δεν έχει καμία άλλη αξίωση για την ικανοποίησή του. Παραγραφή αξιώσεων δικηγόρου για την αμοιβή του, γεννάται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ενήργησε την εξώδικη πράξη ή την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη ή έπαυσε από οποιοδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του. Ο χρόνος της παραγραφής αρχίζει από το τέλος του έτους στο οποίο

εμπίπτει η γένεση της αξίωσης. Ως δίκη εννοείται η δίκη στο σύνολό της, ανεξαρτήτως των βαθμών δικαιοδοσίας. Η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε παραγραφή. Δεν υφίσταται όμως έννομο συμφέρον για την άσκησή της. Απορρίπτει ισχυρισμό για διακοπή της παραγραφής. Διακοπή της παραγραφής στους ΟΤΑ δεν γίνεται με αναγνώριση της αξίωσης. Η αναγνώριση αυτή δεν γίνεται ατύπως. Ακυρη η συμφωνία για καταβολή αμοιβής μικρότερης των ελαχίστων. Επιδικάζει τα νόμιμα κονδύλια για τις δικηγορικές ενέργειες που αποδείχθηκαν. Δεν επιδικάζεται αμοιβή για λήψη αντιγράφων και απλή κατάθεση των προτάσεων. Απορρίπτει αίτημα προσδιορισμού της αμοιβής ανάλογης της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της υποθέσεως, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ιδιαζουσών περιστάσεων και των καταβληθεισών δικαστικών ή εξωδίκων ενεργειών. Θα έπρεπε να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά, που προσδιορίζουν το βαθμό σπουδαιότητας της επιστημονικής εργασίας που παρασχέθηκε, την αξία και το είδος της υπόθεσης και τις λοιπές περιστάσεις και ενέργειες. Απορρίπτει ισχυρισμό του Δήμου ότι έπρεπε να απορριφθούν κονδύλια που αφορούσαν προσωπικές ποινικές υποθέσεις των Δημάρχων στηριζόμενο στην απόρριψη πληρωμής των ενταλμάτων από τους Επιτρόπους του ΕΣ. Εντολέας ήταν ο Δήμος. Για την θεώρηση των ενταλμάτων δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων. Απορρίπτει λόγο έφεσης ότι δεν έπρεπε να επιδικαστούν τόκοι λόγω μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό αφού τα νπδδ επί αναγνωριστικής αγωγής δεν οφείλουν τόκους. Ο νόμος εξαρτά την τοκογονία από την γέννηση της επιδικίας χωρίς να κάνει διάκριση. Εκκαλεί μερικά την υπ αριθμ. 1874/10-4-2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Δέχεται μερικά την αγωγή. ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Αριθμός 90/2014 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γεωργία Σωτηροπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Χρονόπουλο, Χρυσούλα Πλατιά - Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Γεωργία Λογοθέτη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2013 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των: ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΟΤΑ) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ», που εδρεύει στην Αίγινα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο αυτού, και το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αλεξάνδρα Τσάμη. ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:..., επιτίμου δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Λυκούρη, με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ο εφεσίβλητος - εκκαλών... άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-12-2007 και με αριθ. εκθ. καταθ. 11545/2007 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 1874/2008 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη, ήτοι α) το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν - εφεσίβλητο ΝΠΔΔ (ΟΤΑ) με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΝΑΣ» με την από 06-12-2010 και με αριθ. εκθ. καταθ. 1394/2010 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 6η-12-2012 και κατόπιν αναβολής, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και β) ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος - εκκαλών... με την από 05-04-2011 και με αριθ. εκθ. καταθ. 359/ 2011 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 16η-2-2012 και κατόπιν αναβολών, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος - εφεσιβλήτου αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου - εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε. ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Α) η από 6-12-2010 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 1394/9-12-2010) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α) «Δήμος Αίγινας» και Β) η από 5-4-2011 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 359/6-4- 2011) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος..., οι οποίες (εφέσεις) στρέφονται κατά της υπ αριθμ. 1874/10-4-2008 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρα 677 επ. ΚΠολΔ), και οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας και γιατί έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Οι υπό κρίση αντίθετες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Πρέπει, επομένως, οι εφέσεις αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικασθούν κατά τα προεκτεθέντα. ΙΙΙ. Με την από 18-12-2007 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 11545/27-12-2007) αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων... (ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος) ισχυρίσθηκε ότι είχε την ιδιότητα του δικηγόρου μέχρι τον μήνα Αύγουστο του έτους 2003, οπότε και παραιτήθηκε από το δικηγορικό λεπτούργημα, και ότι από το έτος 1990 ο εναγόμενος Δήμος Αίγινας (ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος) του είχε αναθέσει, κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, να παρέχει νομικές-δικηγορικές υπηρεσίες τόσο στον τελευταίο όσο και

στα Κληροδοτήματα του Δήμου Αίγινας καθώς και σε άλλα νομικά πρόσωπα σχετιζόμενα µε τον εναγόμενο. Οτι η ανάθεση κάθε υπόθεσης γινόταν άλλοτε προφορικώς και άλλοτε εγγράφως από τους αναφερόμενους φορείς του εναγομένου (ήτοι τον Δήμαρχο, τον Αντιδήμαρχο, τον Πρόεδρο Διαχειριστικής Επιτροπής Κληροδοτήματος καθώς και από το Δημοτικό Συμβούλιο), αντί χωριστής αμοιβής ανά υπόθεση σύμφωνα µε τα ελάχιστα όρια που ορίζονταν από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, µε τη πρόσθετη συμφωνία να καταβάλλονται επιπλέον σ αυτόν και τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβαλλόταν, καθώς και ωριαία αποζημίωση 20.000 δραχμών, ποσό το οποίο στη συνέχεια προσαρμόσθηκε στο οριζόμενο, στον πίνακα προεισπραττόμενων αμοιβών του Δικηγορικού Συλλόγου, ποσό για εξωδικαστικές αμοιβές για παροχή συμβουλών στους εντολείς ανά ώρα. Οτι, ειδικότερα, ο εναγόμενος Δήμος του ανέθεσε τον χειρισμό των αναφερόμενων σ αυτήν (αγωγή) είκοσι (20) υποθέσεων, αυτός δε, αποδεχθείς την ως άνω εντολή, προέβη σε σειρά δικαστικών και εξώδικων ενεργειών, για τις οποίες δικαιούται τα κατωτέρω ποσά, ως έξοδα και συμφωνημένη αμοιβή, ανά υπόθεση και συγκεκριμένα: 1) Για την υπόθεση «κατά... κλπ.», ανατεθείσης δυνάµει των µε αριθμούς 1542/1994 απόφασης Δημάρχου και 31/1995, 165/2000 και 189/2002 αποφάσεων Δημαρχικής Επιτροπής (Δ.Ε) και συνιστάμενης στις εκτιθέμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 10.940 ευρώ για αμοιβή και των 725 ευρώ για έξοδα, 2) Για την «υπόθεση...», ανατεθείσης δυνάµει της µε αριθμό 187/2000 απόφασης της Δ.Ε και συνιστάμενης στις εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 1.116 ευρώ για αμοιβή και των 30 ευρώ για έξοδα, 3) Για την «υπόθεση κατά...», συνιστάμενης στις εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 434 ευρώ ως αμοιβή και των 60 ευρώ για έξοδα. 4) Για την «υπόθεση επαγγελματικής εκμετάλλευσης...», συνιστάμενης στις εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 1.302 ευρώ για αμοιβή και των 140 ευρώ για έξοδα, 5) Για την «υπόθεση κατά...» ανατεθείσης δυνάµει των µε αριθμούς 73/1998 και 252/1999 αποφάσεων της Δ.Ε και συνιστάμενης στις εκτιθέμενες διαδικαστικές πράξεις ενώπιον ποινικών δικαστηρίων και δικαστικών αρχών, το συνολικό ποσό των 3.572 ευρώ για αμοιβή και των 170 ευρώ για έξοδα, 6) Για την «υπόθεση (...) κατά Ενιαίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς», ανατεθείσης δυνάµει της µε αριθμό 108/2002 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου και συνιστάμενης στην σύνταξη και κατάθεση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην σύνταξη και κατάθεση αίτησης αναστολής εκτέλεσης ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου και στις λοιπές εκτιθέμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 1.495 ευρώ για αμοιβή και 100 ευρώ για έξοδα, 7) Για την «υπόθεση (...) κατά... Τράπεζας», ανατεθείσης δυνάµει των με αριθμούς 246/2000 και 122/2001 αποφάσεων Δ.Ε και συνιστάμενης στην άσκηση και την εκδίκαση της αναφερόμενης έφεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς και στις λοιπές εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 2.358 ευρώ για αμοιβή και των 215 ευρώ για έξοδα, 8) Για την «υπόθεση κατά...», ανατεθείσης δυνάµει της µε

αριθμό 187/2002 απόφασης της Δ.Ε και συνιστάμενης σε ιδιοκτησιακή διαφορά για την οποία υποβλήθηκε μήνυση, κατατέθηκε και εκδικάσθηκε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και διενεργήθηκαν οι εκτιθέμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 2.797 ευρώ για αμοιβή και των 235 για έξοδα, 9) Για την «υπόθεση κατά... και...», ανατεθείσης δυνάµει της µε αριθμό 132/2002 απόφασης της Δ.Ε και συνιστάμενης στις εκτιθέμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 3.060 ευρώ για αμοιβή και των 250 ευρώ για έξοδα, 10) Για την «υπόθεση...», ανατεθείσης δυνάµει των µε αριθ. 285/2000 και 186/2002 αποφάσεων της Δ.Ε και συνιστάμενης στις εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες αναφορικά με αντιδικία για αγορά μεριδίου ακινήτου, το συνολικό ποσό των 2.893 ευρώ για αμοιβή και των 90 ευρώ για έξοδα, 11) Για την «υπόθεση κατά της Ενιαίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών Πειραιώς (...)», ανατεθείσης δυνάµει της µε αριθμό 150/2002 απόφασης της Δ.Ε και συνιστάμενης στην άσκηση προσφυγής και αίτησης αναστολής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και στις λοιπές εκτιθέμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 1.045 ευρώ για αμοιβή και των 55 ευρώ για έξοδα, 12) Για την «υπόθεση κατά...», ανατεθείσης δυνάµει της µε αριθμό 37/1995 του Δημοτικού Συμβουλίου και συνιστάμενης στην υποβολή μήνυσης κατά του τελευταίου σε σχέση µε παραβάσεις του ως μεταφορέα ύδατος, στην εκδίκαση της σχετικής ποινικής υπόθεσης τόσο ενώπιον του Β` Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς όσο και ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και στις λοιπές εκτιθέμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 5.434 ευρώ για αμοιβή και των 305 ευρώ για έξοδα, 13) Για την «υπόθεση κατά...», ανατεθείσης δυνάµει µε αριθμούς 20/2001, 7/2001 και 77/2003 αποφάσεων της Δ.Ε και συνιστάμενης στις εκτιθέμενες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 1.242 ευρώ για αμοιβή και των 90 ευρώ για έξοδα, 14) Για την «υπόθεση κατά...», ανατεθείσης δυνάµει των µε αριθμούς 237/1999 και 9/2000 αποφάσεων της Δ.Ε και συνιστάμενης στην υπεράσπιση του Δημάρχου ενώπιον της προανακριτικής αρχής και ενώπιον του Β` Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς καθώς και στις λοιπές εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 972 ευρώ για αμοιβή και των 30 ευρώ για έξοδα. 15) Για την «υπόθεση κατά...», συνιστάμενης στις εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 558 ευρώ για αμοιβή και των 60 ευρώ για έξοδα, 16) Για την «υπόθεση κατά... κλπ. (κονικλοτροφείον...)», ανατεθείσης δυνάμει της με αριθμό 24/1998 απόφασης της Δ.Ε και συνιστάμενης στην σύνταξη γνωμοδότησης, στην παράσταση ενώπιον του Σ.τ.Ε και στις λοιπές εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 3.596 ευρώ για αμοιβή και των 120 ευρώ για έξοδα, 17) Για την «ποινική υπόθεση... κατά Δημάρχου...», συνιστάμενης στην εκτιθέμενη νομική υποστήριξή του τελευταίου κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας (κύριας ανάκρισης) και στις λοιπές εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 5.580 ευρώ για αμοιβή και των 240 ευρώ για έξοδα, 18) Για την «υπόθεση κατά εταιρίας...», συνιστάμενης στις

εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 992 ευρώ για αμοιβή και των 20 ευρώ για έξοδα, 19) Για την «υπόθεση...», ανατεθείσης δυνάμει της με αριθμό 31/2000 απόφασης του Δημάρχου και συνιστάμενης στην εκτιθέμενη νομική υποστήριξη του τελευταίου ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αίγινας με αφορμή την σε βάρος του μήνυση του... και στις λοιπές εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 1.020 ευρώ για αμοιβή και των 40 ευρώ για έξοδα και 20) Για την «υπόθεση απορριμματοφόρων», συνιστάμενης στις εκτιθέμενες εξώδικες ενέργειες, το συνολικό ποσό των 744 ευρώ για αμοιβή και 20 ευρώ για έξοδα. Οτι, δηλαδή, αυτός (ενάγων) δικαιούται, για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 54.145 ευρώ για αμοιβές και έξοδα (ήτοι 51.150 ευρώ για αμοιβές και 2.995 για έξοδα). Οτι, επίσης, αυτός (ενάγων) δικαιούται και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, επειδή οι αλλεπάλληλες υποσχέσεις του εναγομένου για εξόφληση των ανωτέρω απαιτήσεών του ουδέποτε υλοποιήθηκαν, παρά τις συνεχείς μεταβάσεις του στην Αίγινα προκειμένου να προσκομίζει στις οικονομικές υπηρεσίες του Δήμου τα πιστοποιητικά που του ζητούσαν ώστε να εξοφληθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, αφού περιόρισε παραδεκτώς, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β και 297 ΚΠολΔ), ζήτησε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος Ο.Τ.Α (Δήμος Αίγινας) υποχρεούται να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 54.145 ευρώ, το οποίο επικουρικώς ζητεί και με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πλέον του ποσού των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των οργάνων του εναγομένου, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε: α) τα ανωτέρω αναφερόμενα υπ αριθμ. 1, 2, 3, 9, 13 (όσον αφορά την υπόθεση...), 15, 18 και 20 κονδύλια της αγωγής (αναφορικά με τις αντίστοιχες υποθέσεις), ως αόριστα και β) την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή, κατά τα λοιπά κονδύλιά της, είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 91, 92 παρ. 1, 99, 100 επ. του Ν.Δ. 3026/1954 περί Κώδικος Δικηγόρων και 914, 932 ΑΚ. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ερευνώντας την ουσία της υπόθεσης, αφού απέρριψε, κατ αποδοχή σχετικής ένστασης του εναγομένου, τα ανωτέρω αναφερόμενα υπ αριθμ. 12, 16 και 17 κονδύλια της αγωγής, ως παραγεγραμμένα, δέχθηκε εν μέρει κατ ουσίαν αυτήν (αγωγή) και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.044,44 ευρώ και συγκεκριμένα 3.044,44 ευρώ ως οφειλόμενες αμοιβές και έξοδα και 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος Ο.Τ.Α με τις υπό κρίση εφέσεις τους για τους

διαλαμβανόμενους σ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε κατά μεν τον ενάγοντα να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή στο σύνολό της, κατά δε τον εναγόμενο να απορριφθεί αυτή καθ ολοκληρίαν. Σημειώνεται, ότι η επίδικη διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ζήτημα που ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο), γιατί η έννομη σχέση που συνδέει τον ενάγοντα δικηγόρο με τον εναγόμενο Ο.Τ.Α χαρακτηρίζεται ως εντολή υπαγόμενη στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, χωρίς η ιδιότητα του εναγομένου ως ΝΠΔΔ να μεταβάλει σε τίποτα την σχέση αυτή (βλ. ΣτΕ 3522/2007 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3810/2009 ΕλλΔνη 2010.162). IV. Α. Με το άρθρο 111 παρ. 2 εδ. ι του Π.Δ. 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας) ορίζεται ότι: «Η δημαρχιακή επιτροπή αποφασίζει εκτός των άλλων, για την παροχή εντολής μόνο κατά υπόθεση δικαστική ή εξώδικη και για την παροχή γνωμοδοτήσεων και μόνο στους δήμους που δεν δικαιούνται να προσλάβουν δικηγόρους με μηνιαία αντιμισθία, κατά το άρθ. 245 του Ν. 1188/1981. Η αμοιβή των δικηγόρων αυτών, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα των δικηγόρων, όπως ισχύουν κάθε φορά, με βάση πίνακα αμοιβών που ελέγχεται ως προς το κανονικό των αμοιβών και θεωρείται από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου στον οποίο ανήκει ο δικηγόρος ή με τελεσίδικη απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου», ενώ με την παρ. 4 του ιδίου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι «Η δημαρχιακή επιτροπή μπορεί να παραπέμπει οποιοδήποτε θέμα της αρμοδιότητάς της στο δημοτικό συμβούλιο για τη λήψη απόφασης, εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από την ιδιαίτερη σοβαρότητα του θέματος». Επίσης, με το άρθρο 304 παρ. 1 εδ. β` του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι: «Οι δήμοι και οι κοινότητες έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο δημόσιο» και, τέλος, με το άρθρο 307 παρ. 1 του ίδιου Π.Δ. ορίζεται ότι: «Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, που διορίζονται από δήμο ή κοινότητα, αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων που ισχύουν κάθε φορά». Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 80 του Ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού» ορίζεται ότι «για το κύρος συμβάσεως του Δημοσίου με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των 2.500 ευρώ ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτιση της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο...». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα εξής: α) υπό το καθεστώς του Π.Δ. 410/1995, με το οποίο κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο νόμου, με τίτλο «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας», οι ισχύουσες διατάξεις του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα (ήδη, από 1-1-2007 ισχύει ο νέος Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 3463/2006), οι δήμοι και οι κοινότητες μπορούσαν, με απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής (όπως και με το νέο Κώδικα), να αναθέσουν σε δικηγόρο τη διεξαγωγή ορισμένης υπόθεσής τους (δικαστικής ή

εξώδικης), έναντι της κατά τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων οριζόμενης αμοιβής, για κάθε δικαστική ή εξώδικη εργασία, β) ότι η ως άνω προβλεπόμενη απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής αποτελεί προϋπόθεση της ολοκλήρωσης της παροχής της δικαστικής πληρεξουσιότητας, χωρίς να αρκεί ο διορισμός δικηγόρου ως δικαστικού πληρεξουσίου με απόφαση του Δημάρχου ή με δήλωση αυτού με έναν από τους τρόπους που ορίζεται στο άρθρο 96 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, παρά το ότι, σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. 1 στοιχ. α του ως άνω Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ο δήμαρχος εκπροσωπεί το δήμο στα δικαστήρια και γ) ότι ειδική έγγραφη συμφωνία για το ύψος της αμοιβής δικηγόρου απαιτείτο μόνον για αμοιβή επί πλέον των οριζομένων στα άρθρα 100 επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων και όχι και για την προβλεπόμενη στον εν λόγω Κώδικα αμοιβή (ΑΠ 94/2002 και ΕφΠατρ 812/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΚρητ. 194/2007 ΕλλΔνη 2008.250). Β. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ. 2008.1131, ΑΠ 187/2006 Δ. 2006.907). Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ο δικηγόρος ζητεί την επιδίκαση της αμοιβής που συμφωνήθηκε με τον εντολέα του για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, συναφείς με το δικηγορικό επάγγελμα μετά την εκτέλεση τούτων, πρέπει στο δικόγραφο αυτής να αναφέρονται: α) η συμφωνία περί εντολής και το αντικείμενο αυτής, δηλαδή η συμφωνία διεξαγωγής υπόθεσης του εντολέα με καθορισμό (έστω γενικό) του πλαισίου της εντολής, β) το ύψος της αμοιβής (νόμιμης ή συμφωνημένης), γ) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την ενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υπόθεσης δικαστικών και εξώδικων πράξεων και δ) ειδικά, εάν ο εντολέας είναι Ο.Τ.Α, η τήρηση του τύπου, που επιβάλλεται από το αναφερόμενο στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο άρθρο 111 παρ. 2 εδ. ι του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Π.Δ. 410/1995, που ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, αφού από 1-1- 2007 ισχύει ο νέος Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 3463/2006), δηλαδή η απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής περί ανάθεσης της υπόθεσης, ενώ, τέλος, δεν απαιτείται να αναφέρεται ότι ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας καθώς και ότι σε περίπτωση αποτυχίας δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή, αφού η αναφορά των στοιχείων αυτών είναι αναγκαία μόνο στη συμφωνία περί εργολαβίας δίκης (ΑΠ 556/2009 και ΑΠ 374/2007 δημοσιευμένες σε

ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 57/2005 ΕλλΔνη 2005.1429, ΕφΠατρ. 712/2008 ΑχΝ. 2009.715, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία του ΑΚ, τόμ. Ι, άρθρο 713, αρ. 11, σελ. 1352). Στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως αόριστη ως προς τα επί μέρους υπ αριθμ. 1, 2, 3, 9, 13 (όσον αφορά την υπόθεση...), 15, 18 και 20 κονδύλια της αγωγής (αφορώντα τις αναφερόμενες αντίστοιχες υποθέσεις), γιατί, εκτός από την γενική αναφορά των επωνύμων των φερομένων ως αντιδίκων του εναγομένου, δεν προσδιορίζεται η συμφωνία εντολής μεταξύ του εντολέα εναγόμενου Ο.Τ.Α και του ενάγοντος και συγκεκριμένα δεν προσδιορίζεται (έστω και με γενικό καθορισμό του πλαισίου) το αντικείμενο της εκάστοτε εντολής, δηλαδή η φύση και το αντικείμενο της ανατιθέμενης προς διεξαγωγή υπόθεσης (δικαστικής ή εξώδικης), ενώ ειδικότερα ως προς τις υπ αριθμ. 3, 15, 18 και 20 υποθέσεις, δεν αναφέρονται ούτε οι αντίστοιχες αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής του εναγόμενου Δήμου, δυνάμει των οποίων ανατέθηκαν στον ενάγοντα οι εν λόγω υποθέσεις. Τα στοιχεία δε αυτά είναι απαιτούμενα για την πληρότητα της αγωγής ως προς τα ανωτέρω επί μέρους κονδύλια, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι αόριστη ως προς τα προαναφερόμενα επί μέρους κονδύλια, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού (πρώτου) λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης, η ως άνω αγωγή αξιολογείται ως αόριστη ως προς τα επί μέρους υπ αριθμ. 4 και 19 κονδύλια της αγωγής (αφορώντα τις αναφερόμενες αντίστοιχες υποθέσεις), γιατί δεν αναφέρονται οι σχετικές αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής του εναγόμενου Δήμου, δυνάμει των οποίων ανατέθηκαν στον ενάγοντα οι εν λόγω υποθέσεις, στοιχείο που είναι απαιτούμενο για την πληρότητα της αγωγής ως προς τα ανωτέρω επί μέρους κονδύλια, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε. Σημειώνεται, ότι η απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής αποτελεί προϋπόθεση της ολοκλήρωσης της ανάθεσης εντολής και παροχής της δικαστικής πληρεξουσιότητας, χωρίς να αρκεί ο διορισμός δικηγόρου με απόφαση του Δημάρχου, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη ως προς τα προαναφερόμενα επί μέρους δύο κονδύλια (και στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει αυτά, ως βάσιμα κατ ουσία), έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και πρέπει, έστω και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της αυτό και να απορριφθεί η αγωγή ως προς τα υπ αριθμ. 4 και 19 κονδύλια της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των όρθρων 511, 520, 522

του ΚΠολΔ, αν με την έφεση ζητείται η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και η απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της ως αόριστης ή μη νόμιμης, αποδίδεται δηλαδή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο σφάλμα ως προς το ορισμένο και τη νομιμότητα της αγωγής (όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο έφεσης του εναγομένου), το Εφετείο, στο οποίο έτσι η υπόθεση μεταβιβάζεται ως προς το ζήτημα αυτό, δεν κωλύεται να απορρίψει τα επί μέρους αγωγικό αιτήματα ή και ολόκληρη την αγωγή ως αόριστη ή ως μη νόμιμη για λόγους άλλους από τους επικαλούμενους στην έφεση (ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 1998.573, ΕφΑιγ 192/2004 ΑρχΝ 2005.171, βλ. Μ. Μαργαρίτης, Ερμ.ΚΠολΔ, τόμ. Α, άρθρο 522, αρ. 12, σελ. 915). Αντιθέτως, η ως άνω αγωγή ως προς τα λοιπά αιτούμενα κονδύλιά της για αμοιβές και έξοδα, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως ορισμένη, αφού περιέχονται σ αυτήν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητά της ως προς τα κονδύλια αυτά, και συγκεκριμένα προσδιορίζεται (έστω και με γενικό καθορισμό του πλαισίου) το αντικείμενο της εκάστοτε εντολής, δηλαδή η φύση και το αντικείμενο της ανατιθέμενης προς διεξαγωγή υπόθεσης (δικαστικής ή εξώδικης), και, επίσης, αναφέρονται η συμφωνημένη αμοιβή, η εκτέλεση της εντολής, καθώς και οι αντίστοιχες αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής ή του Δημοτικού Συμβουλίου του εναγόμενου Δήμου, δυνάμει των οποίων ανατέθηκαν στον ενάγοντα οι εν λόγω υποθέσεις, ενώ δεν ήταν αναγκαίο ο ενάγων να υπολογίσει και τη νόμιμη αμοιβή του κατά τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, αφού αυτή (αμοιβή), κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καθοριζόταν από ειδική συμφωνία, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων υποστηρίζει ο εκκαλών-εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του και δη ότι η αγωγή, στο σύνολό της, είναι αόριστη, γιατί δεν αναφέρονται σ αυτήν η νόμιμη αμοιβή του ενάγοντος κατά τον χρόνο διενέργειας των δικαστικών και εξώδικων ενεργειών αυτού. Περαιτέρω, το αγωγικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, γιατί η εκτιθέμενη στην αγωγή μη καταβολή στον ενάγοντα εκ μέρους του εναγομένου των επιδίκων αμοιβών και εξόδων, και αληθής υποτιθέμενη, δεν συνιστά αδικοπραξία των οργάνων του τελευταίου, δεδομένου ότι η καθυστέρηση καταβολής ή η άρνηση καταβολής απολαβών, όπως αυτές είναι καθορισμένες από το νόμο, δεν συνιστά παρανομία και συνακόλουθα αδικοπραξία των οργάνων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α ή άλλων ΝΠΔΔ, με την έννοια του άρθρου 105 Εις.Ν.ΑΚ, εφόσον δεν παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη των οφειλόμενων απολαβών (ΑΠ 1489/1995 ΕλλΔνη 1998.852, Εφ.Αθ 2582/1992 ΕλλΔνη 1993.124, ΕφΠειρ 1282/1995 ΑρχΝ 1996.546). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το ως άνω αγωγικό αίτημα είναι νόμιμο (και στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει αυτό ως βάσιμο κατ ουσία), έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, δεκτού γενομένου, ως ουσιαστικά βάσιμου, του σχετικού (δεύτερου) λόγου της έφεσης του εναγομένου. Τέλος, η επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η κύρια βάση της αγωγής,

τυγχάνει απαράδεκτη, γιατί η ως άνω αξίωση, λόγω του επιβοηθητικού της χαρακτήρα, παρέχεται στο δικαιούχο όταν αυτός δεν έχει καμία άλλη αξίωση (είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία) για την ικανοποίησή του, προϋπόθεση, όμως, που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή (ΑΠ 1443/2008 ΕλλΔνη 2010.452, ΑΠ 16/2008 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.983, ΕφΑθ 422/2010 ΕλλΔνη 2012.235, ΕφΑθ 388/2009 ΕλλΔνη 2011.566, ΕφΠειρ 613/2009 ΔΕΕ 2009.224). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ως άνω επικουρική βάση της αγωγής είναι απαράδεκτη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού (τέταρτου) λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. V. Κατά το άρθρο 190 του Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», οι απαιτήσεις των δικηγόρων για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους παραγράφονται μετά από μια πενταετία, η οποία αρχίζει αν μεν πρόκειται για διοικητικές υποθέσεις ή εξώδικες πράξεις, από το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθηκε η σχετική πράξη, αν δε πρόκειται για δίκες από το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθηκε απ αυτούς η τελευταία διαδικαστική πράξη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αξίωση του δικηγόρου για την αμοιβή του, γεννάται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ενήργησε την εξώδικη πράξη ή την τελευταία διαδικαστική πράξη στη δίκη ή έπαυσε από οποιοδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του, ο χρόνος δε της παραγραφής αρχίζει από το τέλος του έτους στο οποίο εμπίπτει η κατά τα ανωτέρω γένεση της αξίωσης. Ως «δίκη», κατά την εν λόγω διάταξη, λαμβάνεται υπ όψη η δίκη στο σύνολό της, ανεξαρτήτως των βαθμών δικαιοδοσίας, γι` αυτό και στερείται σημασίας η κατά βαθμό έκδοση οριστικής απόφασης επί της συγκεκριμένης διαφοράς της υπόθεσης (ΑΠ 8/2008 και ΑΠ 192/2008 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 99/2011 ΕλλΔνη 2011.539, ΕφΠατρ 712/2008 ΑχΝομ 2009.715). Εξάλλου, κατά το άρθρο 247 ΑΚ, σε παραγραφή υπόκειται η αξίωση, δηλαδή το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη. Η αναγνωριστική, επομένως, αγωγή, με την οποία δεν ασκείται αξίωση, δεν υπόκειται, αυτή καθεαυτή, σε παραγραφή, πλην όμως δεν υφίσταται έννομο συμφέρον προς έγερση αυτής κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ και γι` αυτό καθίσταται απορριπτέα από το λόγο αυτό, αν η αντίστοιχη καταψηφιστική αγωγή, εφόσον υφίσταται τέτοια, υπέπεσε σε παραγραφή (ΑΠ 192/2008 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση ως προς τις αναφερόμενες στην αγωγή υπ αριθμ. 12, 16 και 17 υποθέσεις, οι αιτούμενες για τις υποθέσεις αυτές ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 190 του Κώδικα των Δικηγόρων, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική

σκέψη, γιατί από το τέλος του έτους κατά το οποίο διενεργήθηκε εκάστη σχετική πράξη ανά υπόθεση και, σε κάθε περίπτωση, από το τέλος του έτους 1999 για την υπ αριθμ. 12 υπόθεση, από το τέλος του έτους 1998 για την υπ αριθμ. 16 υπόθεση και από το τέλος του έτους 2000 για την υπ αριθμ. 17 υπόθεση (που είναι ο χρόνος διενέργειας των τελευταίων πράξεων ανά υπόθεση αντιστοίχως), παρήλθε πενταετία ήδη πριν ασκηθεί, κατά την 28-12-2007 (χρόνος επίδοσης), η ως άνω αγωγή. Λόγω δε της παραγραφής αυτής δεν υφίσταται πλέον έννομο συμφέρον προς έγερση της αγωγής κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, ώστε, εξαιτίας τούτου, η αγωγή αυτή κατά το εν λόγω (αναγνωριστικό) αίτημά της να είναι απορριπτέα (άρθρο 68 ΚΠολΔ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά παραδοχή της σχετικής περί παραγραφής ένστασης του εναγομένου (ζήτημα, άλλωστε, που ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως, καθόσον η παραγραφή αξίωσης κατά ΝΠΔΔ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα Δικαστήρια κατ άρθρο 52 εδ. γ του Ν.Δ 496/1974 - βλ. ΑΠ 1752/2008 ΕλλΔνη 2008.1678), ότι η ως άνω αγωγή είναι παραγεγραμμένη ως προς τα προαναφερόμενα επί μέρους τρία κονδύλια, με την έννοια ότι λόγω της παραγραφής αυτής δεν υφίσταται έννομο συμφέρον προς έγερση της έχουσας αναγνωριστικό αίτημα αγωγής ως προς τα κονδύλια αυτά, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου (δεύτερου κατά το πρώτο σκέλος του) της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως, προς απόκρουση της ένστασης παραγραφής του εναγομένου, ότι οι επίδικες αξιώσεις του ως προς τα προαναφερόμενα επί μέρους κονδύλια, δεν έχουν παραγραφεί, γιατί ο εναγόμενος τις έχει αναγνωρίσει και συνεπώς, κατ άρθρο 260 ΑΚ, η παραγραφή έχει διακοπεί, αλλά και γιατί η προβολή της ένστασης παραγραφής από τον εναγόμενο Δήμο είναι, σύμφωνα με όσα εκθέτει, καταχρηστική και, συνεπώς, δεν επιφέρει έννομες συνέπειες. Και οι δύο αυτοί, όμως, ισχυρισμοί, οι οποίοι επαναφέρονται με την έφεση του ενάγοντος, είναι νομικά αβάσιμοι για τους εξής λόγους: Α) Η διακοπή της παραγραφής επί απαιτήσεων κατά Ο.Τ.Α, όπως ο εναγόμενος Δήμος, επέρχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 95 Ν.Δ. 2362/1995 και 51 Ν.Δ. 496/1974 μόνο με τους ειδικά για το Δημόσιο (ή ΝΠΔΔ) προβλεπόμενους τρόπους μεταξύ των οποίων δεν είναι η κατά το άρθρο 260 ΑΚ αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο, ενώ, άλλωστε, στην προκειμένη περίπτωση ο υπόχρεος προς αναγνώριση της υποχρέωσης Δήμος δεν μπορεί να πράξει τούτο ατύπως, όπως τούτο συνάγεται από το όλο περιεχόμενο των διατάξεων του Δημόσιου Λογιστικού (Ν.Δ. 2362/1995 και Ν.Δ. 496/1974), το οποίο επιδιώκοντας να ρυθμίσει ειδικώς τις περιπτώσεις διακοπής της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α ή των ΝΠΔΔ, ώστε τα νομικά αυτά πρόσωπα να γνωρίζουν, ως οφειλέτες, τον ακριβή χρόνο της παραγραφής των εναντίον τους αξιώσεων, με τα άρθρα 95 και 51 των ως άνω Ν.Δ. απαριθμεί αποκλειστικώς τους λόγους διακοπής της παραγραφής χωρίς παραπομπή στις περί σχετικές διατάξεις του ΑΚ (βλ. σχετ. ΕφΑθ 2582/1992 ό.π.) και Β) Δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση

της ένστασης παραγραφής, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, προβλέπεται η αυτεπάγγελτη έρευνα της παραγραφής από το Δικαστήριο (άρθρο 52 εδ. γ του Ν.Δ 496/1974). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε, έστω και σιωπηρά, τους ανωτέρω ισχυρισμούς του ενάγοντος, δεν έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού λόγου (δεύτερου κατά το δεύτερο σκέλος του) της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. VI. Kατά το άρθρο 91 παρ. 1 του Ν.Δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος Δικηγόρων», ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αμοιβή για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη. Κατά το άρθρο 92 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παρ. 6 α του Ν. 3919/2011), η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή του αντιπροσώπου του, η οποία περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος της είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσεως νομικές εργασίες, σε καμία δε περίπτωση δεν επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του ως άνω Κώδικα, ενώ κάθε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ανωτέρω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεώς της. Από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου ως εργαζόμενου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ελάχιστων ορίων, που καθορίζονται στα άρθρα 98 επ. του Κώδικα Δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεώς της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή υπό την οποία συνάπτεται (άφεση χρέους του άρθρου 454 ΑΚ ή άλλη συμφωνία), είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα 174, 180 ΑΚ). Συνεπώς, ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί να αντιτάξει κατά της απαίτησής του ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή, όπως προεκτέθηκε, είναι άκυρη. Εξάλλου, η σύμβαση μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, με την οποία ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο το δικαστικό ή εξώδικο χειρισμό μιας υπόθεσής του και αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει για το σύνολο των ενεργειών του ορισμένη αμοιβή είναι καθαρά και δεν τελεί υπό την αίρεση της επιτυχούς έκβασης της δίκης (ΑΠ 1586/2009 ΕλλΔνη 2009.1365, ΑΠ 556/2009 και ΑΠ 760/2007 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ).

VII. Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων... και..., που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο πρώτος με επιμέλεια του ενάγοντος και ο δεύτερος με επιμέλεια του εναγομένου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου, από την προσκομιζόμενη μετ επικλήσεως από τον ενάγοντα (εκκαλούντα- εφεσίβλητο) υπ αριθμ. 9/1-2- 2008 ένορκη βεβαίωση του... ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αίγινας, η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ άρθρο 671 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου (βλ. την υπ αριθμ. 2287Β /25-1-2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Σπύρου Αλεξίου) και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (στα οποία περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα υπ αριθμ. 14/2007, 15/2007 και 22/2007 ένορκες βεβαιώσεις, που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο άλλων δικών), ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 681 παρ. 1, 671 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος Δήμος Αίγινας, με τις κατωτέρω αναφερόμενες αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής και του Δημοτικού Συμβουλίου του, ανέθεσε στον ενάγοντα..., που είχε την ιδιότητα του δικηγόρου μέχρι τον μήνα Αύγουστο του έτους 2003 (οπότε και παραιτήθηκε από το δικηγορικό λεπτούργημα), την εντολή παροχής των υπηρεσιών του, ως δικηγόρου, στις ακόλουθες υποθέσεις του εναγομένου με αμοιβή, ανά υπόθεση, συμφωνηθείσα στην ελάχιστη προβλεπόμενη κατά τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων (δηλαδή λαμβανομένων υπόψη των προσδιοριζόμενων ελαχίστων ορίων δικηγορικών αμοιβών, κατ άρθρ. 98 επ. του ως άνω Κώδικα, και του, κατά τον χρόνο εκτέλεσης των εργασιών, ισχύοντος συντελεστή δικηγορικής αμοιβής από 140 δραχμές σύμφωνα με την 12.398/9-2-1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης - ΦΕΚ 131/21-2-1989 τεύχος Β ) πλέον εξόδων (για ένσημα, επιδόσεις, δακτυλογραφήσεις, ναύλα κλπ.) και αποζημίωσης εκ ποσού 20.000 δραχμών αρχικώς και, στη συνέχεια, ταυτιζόμενης µε την καθοριζόμενη από τις οικείες Υπουργικές Αποφάσεις αμοιβές δικηγόρων ανά ώρα εξωδικαστικής απασχόλησης. Στο πλαίσιο της ως άνω σύμβασης εντολής, που κατ` αυτόν τον τρόπο καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων χειρίσθηκε, για λογαριασμό του εναγομένου, τις ακόλουθες υποθέσεις και προέβη στις εξής δικαστικές και εξώδικες ενέργειες: 1) Η Δημαρχιακή Επιτροπή του εναγόμενου Δήμου ανέθεσε, µε την υπ αριθ. 73/1998 απόφασή της, στον ενάγοντα τον χειρισμό της «υπόθεσης κατά...» (υπ αριθ. 5 της αγωγής) και συγκεκριμένα του ανέθεσε την παράσταση και εκπροσώπηση αυτού (Δήμου Αίγινας), ως πολιτικώς ενάγοντος, στην εκδίκαση της

ποινικής υπόθεσης για την τελεσθείσα σε βάρος του αξιόποινη πράξη της αυτοδικίας µε κατηγορούμενο τον..., κατόπιν σχετικής μήνυσης που υποβλήθηκε εναντίον του τελευταίου από τον εναγόμενο. Για το λόγο αυτό ο ενάγων παραστάθηκε, σύμφωνα µε την εν λόγω απόφαση, στη συνεδρίαση της 10-2-1999 στο Α` Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, όπου εκδικάσθηκε η προαναφερόμενη κατηγορία και καταδικάστηκε ο... µε την υπ αριθ. 2006/1999 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία, συγχρόνως, υποχρεώθηκε αυτός να καταβάλει στον πολιτικώς ενάγοντα Δήμο και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται για την ως άνω παράσταση, κατ άρθρο 145 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, την αντίστοιχη αμοιβή του εκ ποσού 12,33 ευρώ (30 δραχμές Χ 140 μονάδες = 4.200 δραχμές και ήδη 12,33 ευρώ). Περαιτέρω, η ίδια ως άνω Δημαρχιακή Επιτροπή, µε την υπ αριθ. 252/1999 απόφασή της, ανανέωσε την ανωτέρω εντολή προς τον ενάγοντα, ορίζοντάς τον ως πληρεξούσιο δικηγόρο του εναγομένου κατά την παράστασή του, ως πολιτικώς ενάγοντος, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, δικάζον ως Εφετείο, κατά την εκδίκαση της έφεσης του Γεωργίου Παπαργύρη κατά της ανωτέρω πρωτόδικης απόφασης τόσο στην αρχικώς ορισθείσα συνεδρίαση, όσο και σε οποιαδήποτε μετ` αναβολή συνεδρίαση. Από οιοδήποτε, όμως, στοιχείο δεν αποδείχθηκε η παράσταση του ενάγοντος κατά τις δικασίμους (9-12-1999 και 21-2- 2000), κατά τις οποίες αναβλήθηκε η εκδίκαση της εν λόγω έφεσης και, συνακόλουθα, δεν αποδείχθηκαν και οι ώρες της επικαλούμενης αναμονής του κατά τις ανωτέρω δικασίμους, με συνέπεια να είναι αβάσιμα κατ` ουσία τα σχετικώς αιτούμενα κονδύλια αμοιβής του για αναμονή και παράσταση στο κατ` έφεση Δικαστήριο κατά τις ως άνω αναβλητικές δικασίμους. Αποδείχθηκε, όμως, ότι ο ενάγων συνέταξε και κατέθεσε στις 15-1-2000 και στις 23-5-2000 ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς δύο αντίστοιχες αιτήσεις προτίμησης για την εκδίκαση της έφεσης, με συνέπεια να δικαιούται για τις αιτίες αυτές, κατ άρθρο 140 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, ως αμοιβή το ποσό των 16,43 ευρώ [ήτοι (20 δραχμές Χ 2) 40 δραχμές Χ 140 μονάδες = 5.600 δραχμές και ήδη 16,43 ευρώ]. Περαιτέρω, ο ενάγων παραστάθηκε στη δικάσιμο της 30-5-2000 ενώπιον του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, όπου εκδικάσθηκε η έφεση του... κατά της υπ αριθμ. 2006/1999 απόφασης του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας (έφεσης) εκδόθηκε η υπ αριθ. 3400/2000 απόφαση, με συνέπεια να δικαιούται για την ως άνω παράσταση, κατ άρθρο 145 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων, την αντίστοιχη αμοιβή του εκ ποσού 41,09 ευρώ (100 δραχμές Χ 140 μονάδες = 14.000 δραχμές και ήδη 41,09 ευρώ). Τέλος, στο πλαίσιο της ίδιας αντιδικίας, ο ενάγων ανέλαβε, κατόπιν σχετικής εντολής του εναγομένου, να συντάξει το απολογητικό υπόμνημα του τότε Δημάρχου Αίγινας..., το οποίο και πράγματι συνέταξε την 28-6-2001 και κατέθεσε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αίγινας προς απόκρουση της αποδιδόμενης στον τελευταίο, με την ιδιότητά του ως Δημάρχου Αίγινας, δηλαδή ως εκπροσώπου του εναγόμενου Δήμου, κατηγορίας της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, σύμφωνα με την ΑΒΜ Β/5985 παραγγελία του

Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, κατόπιν σχετικής μήνυσης που υπέβαλε εναντίον του ο... Για την αιτία αυτή, ο ενάγων δικαιούται, κατ άρθρο 139 παρ. 3 του Κώδικα Δικηγόρων, το ποσό των 12,33 ευρώ (ήτοι 30 δραχμές Χ 140 μονάδες = 4.200 δραχμές και ήδη 12,33 ευρώ), πλέον ισόποσης αμοιβής για την μελέτη της αντίστοιχης ποινικής δικογραφίας και συνολικά το ποσό των 24,66 ευρώ. Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται ως δικαστικά έξοδα και έξοδα μετακίνησης προς και από την Αίγινα το συνολικό ποσό των 50 ευρώ, ενώ δεν αποδείχθηκε η υποβολή του σε άλλα έξοδα. Επομένως, για τη νομική υποστήριξη του εναγομένου στην ως άνω ποινική αντιδικία του µε τον..., ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό των 144,51 ευρώ (12,33 + 16,43 + 41,09 + 24,66 + 50 ευρώ), ενώ δεν αποδείχθηκε η διενέργεια άλλων πράξεων του ενάγοντος, στο πλαίσιο της εν λόγω υπόθεσης, για τις οποίες αυτός να δικαιούται αμοιβής. 2) Στην αναφερόμενη στην αγωγή με αριθμό 6 «υπόθεση (...) κατά Ενιαίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών- Πειραιώς», ο εναγόμενος Δήμος µε το υπ αριθ. πρωτ. 5735/14-6-2002 έγγραφό του, ανέθεσε στον ενάγοντα τη σύνταξη γνωμοδότησης περί της ακύρωσης της µε αριθμό 36/2002 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Αίγινας από την Επιτροπή του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2839/2000 της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αν. Αττικής και Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιώς, σχετικά µε την άδεια λειτουργίας καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος του... Πράγματι, ο ενάγων συνέταξε, την 20-6-2002, την αιτηθείσα γνωμοδότηση, με συνέπεια να δικαιούται για το λόγο αυτό, κατ άρθρο 158 του Κώδικα Δικηγόρων, αμοιβή εκ ποσού 41,09 ευρώ (ήτοι 100 δραχμές Χ 140 = 14.000 δραχμές και ήδη 41,09 ευρώ). Περαιτέρω, ενεργώντας σύμφωνα µε την ως άνω γνωμοδότηση, το Δημοτικό Συμβούλιο του εναγομένου, µε την υπ αριθ. 108/2002 απόφασή του, ανέθεσε στον ενάγοντα την κατάθεση σχετικής προσφυγής και αίτησης αναστολής εκτέλεσης ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της απόφασης της προαναφερόμενης Επιτροπής. Ο ενάγων, στη συνέχεια, συνέταξε και κατέθεσε, την 2-8-2002, προσφυγή και αίτηση αναστολής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιώς, ενώπιον του οποίου παραστάθηκε την 5-8-2002 προς υποστήριξη της αίτησης αναστολής, με συνέπεια να δικαιούται ως αμοιβή για τις αιτίες αυτές, κατ άρθρα 152 παρ. 1 και 153 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων, το συνολικό ποσό των 32,87 ευρώ [ήτοι (30 + 30 + 20 δραχμές) 80 δραχμές Χ 140 μονάδες = 11.200 δραχμές και ήδη 32,87 ευρώ]. Επομένως, για το χειρισμό της εν λόγω υπόθεσης κατά της Ν.Α. Αν. Αττικής και Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιώς, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των (41,09 + 32,87) 73,96 ευρώ, πλέον δικαστικών εξόδων και εξόδων μετακίνησης προς και από την Αίγινα ποσού 40 ευρώ, δηλαδή αυτός δικαιούται το συνολικό ποσό των 113,96 ευρώ (73,96 + 40), ενώ δεν αποδείχθηκε η διενέργεια άλλων πράξεων του ενάγοντος, στο πλαίσιο της εν λόγω υπόθεσης, για τις οποίες αυτός να δικαιούται αμοιβής, ούτε αποδείχθηκε η υποβολή αυτού σε άλλα έξοδα. 3) Με την υπ αριθ. 246/2000 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του εναγομένου, ανατέθηκε την 2-11-2000 στον ενάγοντα ο χειρισμός της «υπόθεσης (...) κατά... Τράπεζας» (υπ αριθ. 7 της αγωγής) και συγκεκριμένα του

ανατέθηκε να ασκήσει έφεση κατά της υπ αριθ. 4156/2000 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε µε αντίδικο την... Τράπεζας της Ελλάδος (...) επί εμπράγματης αγωγής του ήδη εναγόμενου Δήμου για το ακίνητο που περιγραφόταν στην υπ` αριθ. καταθ. 6183/ΤΠ 1132/1990 αγωγή του και να παραστεί στη συζήτηση αυτής. Πράγματι, ο ενάγων συνέταξε την από 8-11-2000 έφεση και την κατέθεσε την 10-11-2000 (με αριθ. έκθ. κατάθ. 1351/2000) στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η έφεση αυτή εκδικάσθηκε στο Εφετείο Πειραιώς στη δικάσιμο της 24-5-2001, κατά την οποία ο ενάγων εκπροσώπησε τον τότε εκκαλούντα Δήμο, εκδόθηκε δε επ αυτής (έφεσης) η υπ αριθ. 762/17-7-2001 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, ενώ, τέλος, ο ενάγων ενημέρωσε, με το από 27-8-2001 έγγραφό του, τον Δήμαρχο Αίγινας περί της έκβασης της σχετικής υπόθεσης. Για τις ανωτέρω δικαστικές και εξωδικαστικές ενέργειές του, ο ενάγων δικαιούται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 107 παρ. 1, 111 και 125 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, το συνολικό ποσό των 445,66 ευρώ ως αμοιβή και έξοδα [ήτοι (40 δραχμές Χ 140 μονάδες για τη σύνταξη έφεσης) 5.600 δραχμές και ήδη 16,43 ευρώ + (50 δραχμές Χ 140 μονάδες για την παράσταση και συζήτηση στο Εφετείο) 7.000 δραχμές και ήδη 20,54 ευρώ + 102.225 δραχμές ή 300 ευρώ (για τη σύνταξη και κατάθεση προτάσεων στο Εφετείο, ποσό που υπολείπεται του νομίμου σύμφωνα με την αξία του αντικειμένου της δίκης, όπως αυτή προκύπτει από το ποσό που επιδίκασε ως δικαστικά έξοδα σε βάρος του τότε ενάγοντος Δήμου Αίγινας η απόφαση του Εφετείου, ήτοι 125.000 δραχμές) + 20.000 δραχμές και ήδη 58,69 ευρώ για μία ώρα απασχόλησης για τη σύνταξη του από 27-8-2001 ενημερωτικού, περί της έκβασης της έφεσης, εγγράφου του ενάγοντος προς τον Δήμαρχο Αίγινας + 50 ευρώ έξοδα μετακίνησης = 445,66 ευρώ]. Ομως, αναφορικά με τα λοιπά αιτούμενα κονδύλια που αφορούν την ίδια υπόθεση, δεν αποδείχθηκε η διενέργεια άλλων εξόδων ή άλλων πράξεων του ενάγοντος, για τις οποίες αυτός να δικαιούται αμοιβής και συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε η συμβολή του ενάγοντος στην αλληλογραφία και στις λοιπές συνεννοήσεις με την... για την τύχη του εν λόγω ακινήτου, με συνέπεια αυτά (κονδύλια) να είναι αβάσιμα κατ ουσία. 4) Με την υπ αριθ. 187/2002 απόφαση της Δημαρχιακής επιτροπής του εναγομένου ανατέθηκε στον ενάγοντα ο χειρισμός της «υπόθεσης κατά...» (υπ αριθ. 8 της αγωγής). Στο πλαίσιο της υπόθεσης αυτής ο ενάγων, κατόπιν εντολής του εναγομένου, συνέταξε την 20-6-2002, λόγω του αποκλεισμού της διόδου προς τη δημοτική γεώτρηση στο χωριό Κυψέλη της Αίγινας από τον..., εξώδικη διαμαρτυρία προς τον τελευταίο, με συνέπεια να δικαιούται για την αιτία αυτή, κατ άρθρο 158 του Κώδικα Δικηγόρων, ως αμοιβή το ποσό των 41,09 ευρώ (ήτοι 100 δραχμές Χ 140 μονάδες = 14.000 δραχμές και ήδη 41,09 ευρώ). Επίσης, στο πλαίσιο της εν λόγω αντιδικίας και εντολής, ο ενάγων κατέθεσε, τον Αύγουστο του έτους 2002, μήνυση σε βάρος του προαναφερόμενου ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ενώ, στη συνέχεια, κατόπιν εντολής του εναγομένου, συνέταξε και κατέθεσε την 20-12-2002 ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του ως