ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΜΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο Ιούνιος 2017 Θεματική Ενότητα: «Η ερημοδικία του κατηγορουμένου: Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας (αρ. 341 και αρ. 435 ΚΠΔ)» ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΕΛΠΙΔΑ ΚΕΒΡΕΚΑΚΗ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ: 2401/2014 1
«Μηδενί δίκην δικάσης πριν αμφοίν μύθον ακούσεις» (Πλάτων) «Μηδένα ανήκουστον δικάζειν» «imposibilium nulla est obligation»- «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα» 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή....σελ.9 1.1 Η ερημοδικία του κατηγορουμένου σελ.11 1.2 Το καθήκον αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου σελ.13 Δικαίωμα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο..σελ15 1.3 Κατηγορούμενος άγνωστης διαμονής...σελ.19 1.3.1 Κατηγορούμενος άγνωστής διαμονής για πλημμέλημα σελ.19 1.3.2 Κατηγορούμενος άγνωστης διαμονής για κακούργημα..σελ.20 1.4 Κατηγορούμενος γνωστής διαμονής. σελ21 1.4.1 Κατηγορούμενος γνωστής διαμονής για πλημμέλημα..σελ.21 1.4.2 Κατηγορούμενος γνωστής διαμονής για κακούργημα....σελ.22 1.4.3 Ειδικότερο ζήτημα περί «πλασματικής επίδοσης» σελ.22 1.4.4 Αντιστάθμισμα στην ερημοδικία η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας..σελ.24 2. Η συγκριτική και ιστορική διάσταση του θεσμού σελ.24 2.1. Συγκριτικές όψεις: η ερημοδικία και η προστασία του απόντα κατηγορουμένου σε άλλες έννομες τάξεις..σελ.24 2.2. Η ιστορική εξέλιξη του θεσμού της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας..σελ.28 2.3. Διεθνείς διαστάσεις των κανόνων για τη δίκη «in absentia» σελ.31 3. Η ερημοδικία του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεων: το δεσμευτικό, υπερνομοθετικής ισχύος πλαίσιο που κατοχυρώνει την προστασία του απόντα κατηγορουμένου.... σελ.32 3.1 Οι κανονιστικές επιταγές του άρθρου 20 παρ. 1 Σ σε σχέση με την ποινική δίκη: το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και ακρόασης και η διεξαγωγή δίκης ερήμην του κατηγορουμένου σελ.33 3.2 Οι επιταγές του τεκμήριου αθωότητας....σελ.39 3
3.3 Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και η «δίκη in absentia» υπό το φως της νομολογιακής αντιμετώπισης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου..σελ.41 3.4 Η γενική αρχή impossibilium nulla οbligatio: η κανονιστική υπεροχή της έννοιας της ανώτερης βίας.. σελ.50 3.5 Οι πρόσφατες κανονιστικές εξελίξεις: ο εγγυητικός χαρακτήρας της νέας Οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 9ης Μαρτίου 2016.σελ.53 3.6 Το άρθρο 2 του 7 ου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών...σελ.56 4. Διασταύρωση του θεσμού με τις ισχύουσες δικονομικές αρχές σελ.58 4.1 Αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας...σελ.59 4.2 Αρχή της αμεσότητας.σελ.60 4.3 Αρχή της προφορικότητας...σελ.61 4.4 Αρχή της κατ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης....σελ.62 4.5 Αρχή της κατ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης...σελ.63 4.6 Αρχή της ισότητας (αρ. 4 παρ. 1 Σ). σελ.63 4.7 Η συσχέτιση της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας του άρθρου 341 και 435 ΚΠΔ με τους σκοπούς της ποινικής δίκης.σελ.64 5. Το ισχύον νομικό πλαίσιο για την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας στα πλημμελήματα (άρθρο 341 ΚΠΔ).σελ.66 5.1 Σκοπός και νομικός χαρακτήρας της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας σελ.67 5.2 Έννομες συνέπειες λόγω του χαρακτήρα της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας..σελ.70 5.3 Προϋποθέσεις νομότυπης άσκησης της αίτησης. σελ.74 5.3.1 Νόμιμη κλήτευση..σελ.74 5.3.2 Ερημοδικία κατηγορουμένου....σελ.74 5.3.3 Καταδικαστική απόφαση για πλημμέλημα....σελ.74 5.3.4 Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να είναι ανέκκλητη..σελ.77 4
5.3.5 Επίκληση και Συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας.σελ.78 I. Ανάλυση των δύο εννοιών : «ανώτερη βία» και «ανυπέρβλητο κώλυμα».σελ.78 II. III. IV. Μη κλήτευση ή μη νόμιμη κλήτευση. σελ.79 Ταύτιση των εννοιών «ανώτερη βία» και «ανυπέρβλητο κώλυμα»;..σελ.80 Κώλυμα γνωστοποίησης στο δικαστήριο...σελ.81 V. Αίτημα αναβολής. σελ.82 5.4 Άσκηση της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας....σελ.85 5.4.1 Προθεσμία...σελ.85 5.4.2 Διατυπώσεις της άσκησης αίτησης ακύρωσης διαδικασίας. σελ.89 5.5 Αναστολή εκτέλεσης της ερήμην καταδικαστικής απόφασης.σελ.91 5.6 Η εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας. σελ.95 5.7 Η αποδοχή της αίτησης ακύρωσης.σελ.98 5.8 Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (501 σε συνδυασμό με 341 ΚΠΔ) σελ.99 Απόρριψη αιτήματος αναβολής από το δικαστήριο και συνακόλουθη απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτη...σελ.101 6. Η νεοπαγής νομοθετική εισαγωγή της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας στα κακουργήματα (άρθρο 435 ΚΠΔ)...σελ.101 6.1 Το μοντέλο της απουσίας του κατηγορουμένου στο ακροατήριο στα κακουργήματα, σύμφωνα με την προϊσχύσασα κανονιστική πρόβλεψη σελ.102 6.2 Η νέα ρύθμιση: το ισχύον νομοθετικό καθεστώς.. σελ.109 6.3 Προϋποθέσεις άσκησης της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας στα κακουργήματα σελ.111 6.3.1 Συγκεκριμενοποίηση προϋποθέσεων..σελ.112 6.3.2 Διαφοροποίηση από την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας στα πλημμελήματα...σελ.115 6.3.3. Προθεσμία σελ.115 5
6.3.4. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της αίτηση ακύρωσης διαδικασίας κατά καταδικαστικής απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.σελ.116 6.4 Επέκταση εφαρμογής του άρθρου 435 ΚΠΔ και στα συναφή πλημμελήματα..σελ.116 6.5 Η ειδικότερη προβληματική σχετικά με την υποχρέωση για αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου..σελ.117 6.5.1 Το δικαίωμα αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου.σελ.117 6.5.2 O αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου στον απόντα κατηγορούμενο για κακούργημα..σελ.118 6.5.3 Ειδικά ζητήματα αυτεπάγγελτου διορισμού συνηγόρου υπεράσπισης...σελ.122 6.6 Προθεσμίες άσκησης των ενδίκων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης...σελ.124 6.6.1 Η πρόβλεψη του άρθρου 435 ΚΠΔ για τις προθεσμίες των ενδίκων μέσων...σελ.124 6.6.2 Η διάταξη του άρθρου 435 ΚΠΔ κατισχύει της διάταξης του άρθρου 473;....σελ.126 6.6.3Η διαδοχική προθεσμία αποκλείει την παράλληλη άσκηση της έφεσης και της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας; σελ.129 6.7 Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας στον δεύτερο βαθμό επί κακουργημάτων.....σελ.130 6.7.1 Πώς αντιμετωπίζεται η έλλειψη ρητής νομοθετικής ρύθμισης;..σελ.130 6.7.2 Αρμοδιότητα δικαστηρίου που εκδικάζει την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας κατά απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση κατά καταδικαστικής απόφασης για κακούργημα..σελ.133 7. Ειδικότερα ζητήματα και προβληματικές που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας σελ.134 7.1 Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας κατά αποφάσεων των δικαστηρίων ανηλίκων, με τις οποίες καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε 6
ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή επιβλήθηκαν σε αυτόν αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.σελ.134 7.2 Συμμετοχή του ίδιου δικαστή στη σύνθεση κατά την εκδίκαση της υπόθεσης μετά την ακύρωση της διαδικασίας...σελ.135 7.3 Δυνατότητα του κατηγορουμένου να ασκήσει προσφυγή κατά του αρχικού κλητηρίου θεσπίσματος, μετά την ακύρωση της διαδικασίας σελ.137 7.4 Ρητή νομοθετική απαγόρευση του άρθρου 341 ΚΠΔ για την άσκηση νέας αίτησης ακύρωσης, όταν ο κατηγορούμενος πέτυχε την ακύρωση της διαδικασίας και ερημοδικάσθηκε κατά τη μετέπειτα συζήτηση ως προς την ουσία της κατηγορίας..σελ.138 7.5 Παράσταση πολιτικής αγωγής στη νέα, μετά την ακύρωση της διαδικασίας συζήτηση..σελ.144 7.5.1 Το ζήτημα της κλήτευσης του πολιτικώς ενάγοντος...σελ.144 7.5.2 Δυνατότητα επανεξέτασης της παράστασης πολιτικής αγωγής σελ.145 7.5.3 Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για πρώτη φορά στη νέα μετ ακύρωση συζήτηση της υπόθεσης....σελ.147 7.6 Το παραδεκτό της άσκησης αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας κατά απόφασης, που εκδόθηκε μετά από αναβολή της κατ έφεση δίκης σελ.150 7.7 Το παραδεκτό της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας κατά καταδικαστικής απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μετά από έφεση του εισαγγελέα κατά αθωωτικής πρωτοβάθμιας απόφασης...σελ.157 7.8 Ένδικα μέσα κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας σελ.161 7.8.1. Απόρριψη της αίτησης σε περίπτωση απουσίας του κατηγορουμένου.σελ.161 7.8.2 Απόρριψη της αίτησης με παρόντα κατηγορούμενο..σελ.162 7.8.3 Αίτηση ακύρωσης διαδικασίας κατά των αποφάσεων του που κρίνουν απαράδεκτη την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας σελ.163 7.8.4 Είναι η απόφαση δεκτική άσκησης αναίρεσης από τον εισαγγελέα;.. σελ.165 7
7.8.5 Είναι δυνατή η αίτηση επανάληψης διαδικασίας;.σελ.167 7.9 Ο υπολογισμός του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων...σελ.167 7.10 Διορισμός δωρεάν συνηγόρου για την άσκηση και την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας.σελ.168 8. Κανονιστικά ελλείμματα της ελληνικής νομοθεσίας και de lege ferenda προοπτική της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας.σελ.170 8.1 Το «ανέκκλητο» ως προϋπόθεση της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας στα πλημμελήματα (αρ. 341 ΚΠΔ) και η προβληματική της αντικατάστασης αυτής της προϋπόθεσης.σελ.171 8.2 Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας στις καταδικαστικές αποφάσεις επί πταισμάτων;. σελ.174 8.3 Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας κατά των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που κρίνουν απαράδεκτη την έφεση.σελ.177 8.3.1 Τεκμήριο σιωπηρής παραίτησης.σελ.177 8.3.2 Διαφοροποίηση «ανυποστήρικτου» και «απαραδέκτου»..σελ.179 8.3.3 Η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας ως δικονομικός μηχανισμός επανόρθωσης της ανυπαίτιας απώλειας της ακρόασης στον δεύτερο βαθμό. σελ.179 8.3.4 Προτεραιότητα εξέτασης των λόγων απόρριψης της έφεσης ως απαράδεκτης σε σχέση με το ανυποστήρικτο;.σελ.181 8.3.5 Μπορεί να γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας στην περίπτωση που η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη; σελ.184 9. Επίλογος..,,.σελ.186 10. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ...σελ.188 8
1. Εισαγωγή Η ποινική δίκη θεωρείται σήμερα ως μηχανισμός επιβολής της απάντησης της οργανωμένης κοινωνίας για συγκεκριμένο έγκλημα 1. Σ αυτόν τον ορισμό εκφράζεται και η φύση της ποινικής δίκης, όχι πια ως έννομης σχέσης ή έννομης κατάστασης, αλλά ως μηχανισμού εφαρμογής του δικονομικού συστήματος, ως επιμέρους, δηλαδή, μηχανισμού εφαρμογής του κοινωνικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάγκη προστασίας του ατόμου από τυχόν αυθαιρεσίες του μηχανισμού αυτού που επιβάλλεται από τον κρατικό φορέα, είναι αυτονόητη και αναγκαία σ ένα φιλελεύθερο πολιτειακό και κοινωνικό σύστημα 2. Η δικαστική προστασία αποτελεί εγγενές και σταθερό στοιχείο της αρχής του κράτους δικαίου, που με τη σειρά της αποτελεί οργανωτική βάση και καθοριστική συνιστώσα όλων ανεξαιρέτως των φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτευμάτων 3. Εξάλλου, η αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων αμυντικών μέσων υπεράσπισης καταδεικνύει το βαθμό της δικαιοκρατικότητας και των ελεύθερων θεσμών της κάθε πολιτείας 4. Το συνταγματικά κατοχυρωμένο θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα της δικαστικής ακρόασης πρέπει να διασφαλίζεται πλήρως στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, καθώς αποτελεί συστατικό στοιχείο και ακριβέστερα μορφικό στοιχείο μίας δικαιοκρατούμενης ποινικής δίκης 5. Ουσιαστικός περιορισμός της συνταγματικής επιταγής του εν λόγω δικαιώματος επέρχεται στην περίπτωση που ο κοινός νομοθέτης δεν παρέχει στον κατηγορούμενο άλλη νομική δυνατότητα να ακουσθεί, παρ όλο που η προηγούμενη δυνατότητα ακρόασης δεν αξιοποιήθηκε από αυτόν για λόγους ανώτερης βίας 6. Κάθε ρύθμιση που κατατείνει σε περιορισμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ή οδηγεί σε εκπτώσεις αναφορικά με τις αντικειμενικά αναγκαίες προϋποθέσεις για την ποιότητα της δικαιοσύνης που απονέμεται 1 Βλ. Μανωλεδάκη, Σχετικά με τη φύση της ποινικής δίκης, Αρμ. 1977, σελ. 705επ. 2 Γ. Καλφέλης-Λ. Μαργαρίτης, Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, Τόμ. Α, 1998, σελ. 289. 3 Κ. Λαμπράκη, Η δικαστική προστασία και το άρθρο 20 παρ. 1 Σ. 1975, Ελλ.Δικ. 1986, σελ. 618. 4 Γ. Χρηστέας, Ποινική ερημοδικία και αίτησις ακυρώσεως κατ άρθρον 341 ΚΠΔ, ΝοΒ 1958, σελ. 78. 5 Θ. Δαλακούρας, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Ι, 2012, σελ. 111. 6 Λ. Μαργαρίτης, Μελέτες για Εμβάθυνση στην Ποινική Δικονομία, Τέυχ. Α, 1992, σελ. 164. 9
και την πληρέστερη αναζήτηση της αλήθειας στην ποινική δίκη δεν είναι η δικαιοκρατικά ενδεδειγμένη. Όριο της ταχείας ποινικής δίκης αποτελεί η αντικειμενικά ορθή διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα διεξαγωγής της δίκης δεν επιτρέπεται να επιδιώκονται με υποχωρήσεις είτε σε σχέση με τα υποκειμενικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, είτε σε σχέση με τις αναγκαίες εκείνες προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν αντικειμενικά την εγκυρότητα της ίδιας της διαδικασίας και την ορθότητα της εκφερόμενης δικαστικής κρίσης. Ο υπό διερεύνηση θεσμός της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας αποτελεί αντιστάθμισμα της επιτρεπτής κατά τις προϋποθέσεις του θέτει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ερημοδικίας του κατηγορουμένου και διασφάλιση του ελάχιστου εγγυητικού περιεχομένου του συνταγματικού δικαιώματος ακρόασης του άρθρου 20 παρ. 1 Σ. Γίνεται αντιληπτό ότι η ουσιαστικού ποινικού δικαίου αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου», θα κατέληγε γράμμα κενό εάν δεν συμπληρωνόταν από την αρχή «ουδεμία ποινή άνευ δίκης», διότι αναμφισβήτητα το «μηδένα ανήκουστον δικάζειν» πρέπει να θεωρείται ακριβώς ισοδύναμο προς το «μηδένα άνευ νόμου δικάζειν» 7. Κύριο μέλημα της εκπόνησης τούτης της εργασίας είναι η ένταξη της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας στο ευρύτερο κανονιστικό πλαίσιο, η ανάδειξη των καίριων και αμφισβητούμενων ζητημάτων που δίχασαν τη θεωρία και τη νομολογία στην εφαρμογή αυτού του θεσμού και προτάσεις ερμηνευτικών λύσεων σχετικά με τα ζητήματα που τίθενται. 7 Γ. Χρηστέας, Ποινική ερημοδικία και αίτησις ακυρώσεως κατ άρθρον 341 ΚΠΔ, ΝοΒ 1958, σελ. 79. 10
1.1 Η ερημοδικία του κατηγορουμένου Η παρουσία του κατηγορουμένου κατά τη διεξαγωγή της ποινικής δίκης στα πλαίσια του βελτιωμένου μικτού δικονομικού συστήματος που ισχύει σήμερα σε αυτήν 8 έχει κεφαλαιώδη και αναμφισβήτητη σημασία, λόγω ακριβώς της διπλής ιδιότητας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη: αφενός και κατά κύριο λόγο ως υποκειμένου και αφετέρου ως αντικειμένου της 9 και αναγκαίου δομικού στοιχείου της τελολογικής λειτουργίας του μηχανισμού της ποινικής δίκης. Η τοποθέτηση μέρους του βάρους της ποινικής κύρωσης προς την πλευρά της ειδικής πρόληψης, οδηγεί στο ότι είναι απαραίτητη η παρουσία του κατηγορούμενου τόσο για την πλήρη διαφώτιση της εγκληματικής πράξης, όσο και για τη διερεύνηση της προσωπικότητας του δράστη, βάσει της αρχής της εξατομίκευσης της ποινής 10. Άλλωστε, σκοπός της ποινικής δίκης, πέρα από την ανάγκη αποκατάστασης της διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης, είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας 11, και τούτο συνάγεται από την ίδια την αποστολή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου που κατατείνει στην ανακάλυψη των δραστών των τελούμενων εγκλημάτων 12, ώστε να υφίστανται τις συνέπειες του μόνο οι αληθινά ένοχοι. Ενόψει της σημασίας της παρουσίας του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ως αυτονόητη επιλογή για τον σύγχρονο δικονομικό νομοθέτη τον αποκλεισμό της προόδου της ποινικής δίκης σε περίπτωση έλλειψης της απαραίτητης τούτης προϋπόθεσης, προτείνοντας, δηλαδή, την καθιέρωση της αναστολής της κύριας διαδικασίας μέχρις την εμφάνιση (θεληματική ή εξαναγκασμένη) του κατηγορουμένου 13. Ωστόσο, η παρεμβολή μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ τέλεσης της 8 Βλ. Ζησιάδη Β. σε Ζησιάδη-Μαργαρίτη, Εισαγωγή στην ποινική δικονομία, 1995, σελ. 6. 9 Βλ. Αλεξιάδη Στ., Ανακριτική, 1993, σελ. 305 επ., Ανδρουλάκη Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 1994, σελ. 62. 10 Δέδες Χρ., Η κατά απόντων και φυγοδίκων διαδικασία, 1968, σελ. 12, Γ. Συλίκος, Το σύστημα της ερημοδικίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη για κακούργημα, Υπερ. 1993, σελ. 1221επ. 11 Βλ. Θ. Δαλακούρα, Επανάληψη της Διαδικασίας, Συστηματική θεώρηση του κατ άρθρο 525 ΚΠΔ ένδικου βοηθήματος και των λόγων θεμελίωσής του, 2007, σελ. 53επ., και Α. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Βασικές έννοιες, 2014, σελ. 12, Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, Τομ. Β, Εκδ. Γ, 1977, σελ. 465. 12 Βλ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2007, σελ. 21επ, Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 2006, σελ. 4. 13 Μαργαρίτης Λ., Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως σε Καλφέλη-Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, Τόμ. Α, 1998, σελ. 232. 11
πράξης και έκδοσης δικαστικής απόφασης θα επέφερε ζητήματα παραγραφής και κινδύνου απώλειας ή αποδυνάμωσης των αποδεικτικών στοιχείων. Κατ αυτόν τον τρόπο γίνεται έκδηλο ότι η αντιμετώπιση της απουσίας του κατηγορουμένου από τον δικονομικό νομοθέτη προϋποθέτει στάθμιση πολλών παραμέτρων και αναδεικνύει την αναγκαιότητα θέσπισης μίας ειδικής διαδικασίας. Άλλωστε η, χωρίς πρόβλεψη ευχέρειας επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, καταδίκη του κατηγορουμένου που ανυπαίτια απουσιάζει αποτελεί οφθαλμοφανή προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως αυτού, προσβολή που δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τον κοινό νομοθέτη, γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο με τις επιταγές του άρθρου 20 του Συντάγματος. Προφανώς, είναι εντελώς διαφορετική η περίπτωση της σκόπιμης μη εμφάνισης του κατηγορουμένου στη δίκη, οπότε η αξίωση για παροχή δυνατότητας ακρόασης θα πρέπει να θεωρηθεί πληρωμένη 14. Πιθανοί τρόποι αντιμετώπισης από τον δικονομικό νομοθέτη της απουσίας του κατηγορουμένου διανοίγονται θεωρητικά οι ακόλουθοι 15 : Κατά πρώτον, η συνέχιση της κύριας διαδικασίας, κατά τρόπο όμοιο με εκείνο που ακολουθείται όταν είναι παρών ο κατηγορούμενος και η έκδοση οριστικής απόφασης, υποκείμενης στα συνήθη ένδικα μέσα. Κατά δεύτερον, ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός (: αναβολή ή αναστολή) της προόδου της κύριας διαδικασίας μέχρι την εμφάνιση του κατηγορουμένου. Κατά τρίτον, η κανονική εξέλιξη της πορείας της δίκης ως το τελικό της στάδιο, δηλαδή την έκδοση απόφασης, με πρόβλεψη αυτοδίκαιης 12 εξαφάνισης αυτής σε περίπτωση εμφάνισης ή σύλληψης του κατηγορουμένου. Και τέταρτον, η πρόοδος της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, με δυνατότητα άσκησης ενός ενδίκου βοηθήματος ( την προϊσχύσασα ανακοπή την ισχύουσα αίτηση ακύρωσης διαδικασίας) εναντίον της απόφασης, με στόχο την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Ο τελευταίος τούτος τρόπος βρίσκει εφαρμογή στο ποινικό δικονομικό μας δίκαιο και μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή των δυσμενών συνεπειών μίας ερήμην απόφασης, η οποία εκδόθηκε ενώ ο κατηγορούμενος ήταν ανυπαιτίως απών. Εξάλλου, είναι 14 Μαργαρίτης Λ., Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως σε Καλφέλη-Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, Τόμ. Α, 1998, σελ. 234. 15 Μαργαρίτης Λ., Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως σε Καλφέλη-Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, Τόμ. Α, 1998, σελ. 237, Καρράς, Η απουσία του κατηγορουμένου εις την ποινικήν δίκη, Ποιν. Χρ. 1977, σελ. 289επ.
ορατός ο κίνδυνος έκδοσης άδικων καταδικαστικών αποφάσεων, αφού δεν υπάρχει ουσιαστική αντίκρουση της κατηγορίας σε μία ερήμην δίκη, με άμεσο απότοκο την απώλεια των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του ανυπαιτίως ερημοδικασθέντα κατηγορουμένου 16. Την ανάγκη, λοιπόν, της παρουσίας του κατηγορουμένου, με έρεισμα τη γενικώς κρατούσα αρχή «impossibilium nulla est obligatio», αναγνωρίζει και αποτυπώνει ο ισχύων Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ρυθμίζοντας την αίτηση ακύρωσης διαδικασίας και διαχωρίζοντας τη δικονομική αντιμετώπιση της ερημοδικίας του κατηγορουμένου ανάλογα με τη βαρύτητα των ποινικών εγκλημάτων για τα οποία κατηγορείται, καθώς είναι εν μέρει διαφορετική για τα πλημμελήματα και τα κακουργήματα. Αξιοσημείωτο καθίσταται δε, το ότι δεν υπάρχει καμία δικονομική πρόβλεψη αποκατάστασης της βλάβης από την ερημοδικία του κατηγορουμένου επί της καταδικαστικής απόφασης επί πταισμάτων, στον βωμό της ταχείας διεξαγωγής και της οικονομίας της δίκης. 1.2 Το καθήκον αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να παρίσταται αυτοπροσώπως στη διεξαγόμενη εναντίον του ακροαματική διαδικασία αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της αρχής της δίκαιης δίκης 17. Σε αντίθετη περίπτωση, πλήθος δικονομικών εγγυήσεων και κανόνων διεξαγωγής της ποινικής δίκης καθίστανται άνευ αντικειμένου, με πρωταρχικό το δικαίωμα της ακρόασης του κατηγορουμένου. Οι εγγυήσεις που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 παρ. 3γ, 3δ και 3 ε της ΕΣΔΑ (δικαίωμα να υπερασπίζεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος τον εαυτό του, δικαίωμα να εξετάζει ή να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων και δικαίωμα δωρεάν παράστασης διερμηνέα) και στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. δ του ΔΣΑΠΔ 18, προϋποθέτουν την προσωπική παρουσία 16 Α. Καρράς, Οι πρόσφατες επεμβάσεις στους ποινικούς κώδικες- Παρατηρήσεις στο Νόμο 1941/1991, Ποιν. Χρ. 1991, σελ. 372. 17 Ι. Ανδρουλάκης, σε Λ. Κοτσαλή, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο (Ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ), 2014, σελ. 378επ. 18 Βλ. σχετικά τον Ν 2462/1997, ΚώδΝοΒ 1997,97 επ., με τον οποίο κυρώθηκε το ΔΣΑΠΔ. Συγκεκριμένα στην κρίσιμη διάταξη του ΔΣΑΠΔ κατοχυρώνεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου «... να παρίσταται στη δίκη και να υπερασπισθεί τον εαυτό του αυτοπροσώπως». 13
του κατηγορουμένου, ενώ νομοθετικά το δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης αποτυπώνεται στο άρθρο 340 ΚΠΔ. Η νομολογία του ΕΔΔΑ από νωρίς αναγνώρισε ότι το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ υπαγορεύει καταρχάς ο κατηγορούμενος να είναι κανονικά παρών και να μπορεί να ακουστεί. Επικυρώνοντας τούτο εκδόθηκε, στην υπόθεση Colloza κατά Ιταλίας, η απόφαση της 12.02.1985 19 (στην {27), αναφέροντας ότι «αν και αυτό δεν αναφέρεται ρητά στην παράγραφο 1 του άρθρου 6, το αντικείμενο και ο σκοπός του άρθρου στο σύνολό του δείχνουν ότι ένα πρόσωπο που διώκεται ποινικώς δικαιούται να λάβει μέρος στην ακροαματική διαδικασία». Στη συνέχεια, νομολογιακά διευκρινίστηκε περαιτέρω το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα ότι πρόκειται για την πραγματική, νοητική του παρουσία, με πλήρη πνευματική διαύγεια και ακέραιες τις δυνάμεις του, ούτως ώστε να δύναται να συμμετάσχει αποτελεσματικά στη διαδικασία 20. Σύμφωνα με την εθνική μας νομοθεσία, βάσει του άρθρου 340 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση 21 (δεν αποκλείεται μάλιστα και η χρήση εξαναγκαστικών μέσων : αρ. 344 παρ. 2, 346 β ΚΠΔ 22 ), δηλαδή δεν έχει απλά δικαίωμα, αλλά και το αντίστοιχο καθήκον να είναι παρών. Η προαναφερθείσα παρουσία του κρίνεται απαραίτητη για την ανακάλυψη της 19 Απόφαση Colozza κατά Ιταλίας της 12-2-1985 (7A/1983/63/97). 20 Αποφάσεις ΕΔΔΑ : υπόθεση Barbera, Messegue και Jabardo κατά Ισπανίας, απόφαση της 06.12.1988, {{69-70.89, υπόθεση Τ.(homson) και V.(enables) κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αποφάσεις της 16.12.1999, {{83επ. και 85επ. αντίστοιχα, υπόθεση Stanford κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 23.02.1994, {26, υπόθεση Pullicino κατά Μάλτας, απόφαση επί του παραδεκτού της 15.06.2000, σελ. 10επ, και υπόθεση Marcello Viola κατά Ιταλίας, απόφαση της 05.10.2006 {{64επ. 21 Βλ. Η. Αναγνωστόπουλου, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση και δικαστική ακρόαση του κατηγορουμένου, ΝοΒ 2002, σελ. 491επ., του ιδίου, Η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης-προτάσεις θεραπείας, Ποιν. Χρ. 2004, σελ. 5επ., Ν. Δημητράτου, Η αρχή της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου και η δια πληρεξουσίου παράσταση στο ποινικό δικονομικό μας σύστημα, Ποιν. Χρ. 2003, σελ. 574επ., Α. Ζύγουρα, Η αντιπροσώπευσις του κατηγορουμένου υπό του συνηγόρου του εις την ποινικήν διαδικασίαν, Ποιν. Δικ. 2000, σελ. 1033επ., Α. Καρρά, Κριτική επισκόπηση της ποινικής δικονομικής νομολογίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου των ετών 2001 και 2002, Ποιν. Λογ. 2003, σελ. 5επ., του ιδίου, Ο Ν. 3160/2003 «για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας»- Μία πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν. Λογ. 2003, σελ. 447επ., του ιδίου, Η απουσία του κατηγορουμένου εις την ποινικήν δίκη, Ποιν. Χρ. 1977, σελ. 289επ., Αθ. Κονταξή, Παρατηρήσεις στην ΟλΑΠ 9/2002, Ποιν. Δικ. 2002, σελ. 123επ., Ν. Λίβου, Διαδικασία στο ακροατήριο και εκπροσώπηση του κατηγορουμένου κατ αυτήν, Ποιν. Χρ. 2006, σελ. 1000επ, Π. Τσιρίδη, Ζητήματα εφαρμογής του Ν. 3160/2003, Ποιν. Δικ. 2003, σελ. 1121επ., του ιδίου, Ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005),2005. 22 Βλ. Μαργαρίτη σε Καλφέλη-Μαργαρίτη, Ποινική Δικονομία, Ειδικές Διαδικασίες, Τόμ. Α, 1998, σελ. 220. 14
ουσιαστικής αλήθειας, αλλά και για την εκτίμηση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου 23. Δικαίωμα εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο Ωστόσο, η υποχρέωση αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου δεν είναι άκαμπτη. Επιτρέπεται, έτσι, η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του 24. Η δήλωση αυτή γίνεται κατά τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι αυτόν. Ωστόσο, το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για την αποκάλυψη της αλήθειας. Αν και μετά από αυτό δεν εμφανισθεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατόν, ακόμη και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης (άρ. 430 παρ. 2 ΚΠΔ). Με τη διεύρυνση του προβλεπόμενου στο άρθρο 340 παρ. 2 ΚΠΔ δικαιώματος εκπροσώπησης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο από συνήγορο η ισχύουσα δικονομική ρύθμιση 25 προσαρμόζεται στην επιταγή του αρ. 6 παρ. 3 εδ. γ της ΕΣΔΑ και εναρμονίζεται με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ 26 και του ΔΕΚ 27. Είναι χαρακτηριστική η υπ αριθμ. 9/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου 28, η οποία για πρώτη φορά ασχολήθηκε αναλυτικά με το ζήτημα της αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ, και η οποία ανέφερε χαρακτηριστικά : «προκύπτει καταρχήν ότι το 23 Α. Καρράς, Η απουσία του κατηγορουμένου εις την ποινικήν δίκη, Ποιν. Χρ. 1977, σελ. 289επ., 24 Βλ. Βλ. Θ. Δαλακούρα, Η παραβίαση του δικαιώματος υπερασπίσεως και οι συνέπειές της, Ποιν. Χρ. 2016, σελ. 641επ., Α. Κωνσταντινίδη, Η θέση του συνηγόρου υπερασπίσεως στην ποινική δίκη, σειρά «Ποινικά», τευχ. 36, 1992 και Ι. Αγγελή, Η θέση του εισαγγελέα στο ακροατήριο μετά την ισχύ του Ν 3160/2003, Ποιν. Δικ. 2005, σελ. 591επ. 25 Α. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, Η δομή της ποινικής δίκης, ΣΤ εκδ, 2012, σελ. 507. 26 Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Krombach κατά Γαλλίας, 13.02.2001, no. 29731-1996, Ποιν. Χρ. 2001, σελ. 736, επιμ. Γ. Πυρομάλης., Η. Αναγνωστόπουλος, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση και δικαστική ακρόαση του κατηγορουμένου, ΝοΒ 2002, σελ. 491επ. Βλ. και ΑΠ 869/2001, ΠραξΛογΠΔ 2001, σελ. 182. 27 Βλ. ΔΕΚ (Ολομ), απόφαση Krombach κατά Bamberski, 28.03.2000, Δ. 2000, σελ. 679, παρουσίαση και παρατηρήσεις Θεοδώρου. 28 Βλ. ΟλΑΠ 9/2002, Ποιν. Χρ. 2002, σελ. 882 = ΝοΒ 2003, σελ. 92 = Ποιν. Δικ. 2002, σελ. 1236. 15
συστατικό της δίκαιης δίκης δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το δικαίωμά του να έχει συνήγορο υπερασπίσεως, περιλαμβάνει και το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν δεν επιθυμεί να εμφανιστεί αυτοπροσώπως. Ο εθνικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται από τις εν λόγω διατάξεις να αποθαρρύνει, με μέτρα που αυτός επιλέγει, την αδικαιολόγητη απουσία του κατηγορουμένου, ενόψει της σημασίας που έχει για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στην ποινική διαδικασία, τα μέτρα αυτά όμως δεν μπορούν να καταλύουν το θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να υπερασπισθεί τον εαυτό του, εκπροσωπούμενος από συνήγορο υπερασπίσεως. Το δικαίωμα αυτό είναι υπέρτερο από την ανάγκη αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη και συνεπώς ο εθνικός νομοθέτης δεν δικαιούται να τιμωρεί τον κατηγορούμενο με την αποστέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του με συνήγορο και όταν ακόμη η απουσία του είναι ηθελημένη και αδικαιολόγητη. Η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου στη δίκη είναι δυνατό να εξασφαλισθεί με άλλα μέσα και όχι με την στέρηση του δικαιώματος υπερασπίσεώς του (αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 21.1.1999 στην υπόθεση Geyseghem κατά Βελγίου, της 13.2.2001 στην υπόθεση Krombach κατά Γαλλίας, και της 20.3.2001, στην υπόθεση Goedhart κατά Βελγίου καθώς και η από 28.3.2000 απόφαση του ΔΕΚ (Ολ) στην υπόθεση Krombach κατά Bamberski).». Η σχετικοποίηση της υποχρέωσης ευπείθειας και των δυσμενών συνεπειών του μη σεβασμού της υποχρέωσης αυτοπρόσωπης εμφάνισης είναι εμφανής πλέον. Εύλογα, λοιπόν, υπάγεται στον έλεγχο της αναλογικότητας, που είναι υποχρεωτικός για τον ποινικό νομοθέτη γενικά και αφηρημένα και για το δικαστή in concreto. Βασισμένη η ελληνική νομοθεσία στην ως άνω απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005, θέσπισε το δικαίωμα της δι εκπροσώπου παράστασης του κατηγορουμένου σε κάθε περίπτωση, ως ελάχιστη εγγύηση της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 παρ. 1 και 3γ της ΕΣΔΑ. Ισχυρή μερίδα της θεωρίας υποδέχτηκε, και μάλιστα εύλογα, θετικά την ανωτέρω εξέλιξη 29. 29 Βλ. Καρρά, Ποιν. Λογ. 2003, σελ. 5επ. και 447επ., Παπαδαμάκης, Πόσο αναγκαία είναι η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας; Ποιν. Δικ. 2003, σελ. 668επ., του ιδίου, Η νομολογία του Αρείου 16
Ωστόσο, κατά τη μεμονωμένη άποψη του Ι. Ανδρουλάκη 30, εν προκειμένω, η ανωτέρω άποψη υπερακοντίζει τη ratio της νομολογίας του ΕΔΔΑ 31, καθώς η ΕΣΔΑ δεν παρέχει αδιακρίτως την ευχέρεια εκπροσώπησης του κατηγορουμένου, υπό την έννοια της διακριτικής ευχέρειας του να επιλέξει αν η δίκη θα διεξαχθεί με ή χωρίς τη δική του παρουσία. Πιο συγκεκριμένα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υποχρεώνει τα κράτη μέρη να προστατεύσουν σε κάθε περίπτωση το υπό ευρεία έννοια δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου κατά την τυχόν ερημοδικία του, δηλαδή να μην τον «τιμωρούν» για τη μη εμφάνισή με του με την απώλεια του δικαιώματος εκπροσώπησης από συνήγορο της επιλογής του, ακόμη κι αν δεν προβάλλεται κανένας πειστικός λόγος προς δικαιολόγηση της απουσίας του, καθώς υπερτερεί η κατοχύρωση του δικαιώματος υπεράσπισης. Επ αυτού, όπως υπογραμμιζόταν παλαιότερα από τον Α. Καρρά 32 και επιβεβαιώθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο, υπάρχει παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, αν η διαδικασία διεξάγεται εν απουσία του κατηγορουμένου, ενώ παράλληλα δεν επιτράπηκε η παράσταση του εμφανισθέντος ως εκπροσώπου συνηγόρου με το επιχείρημα της υποχρέωσης της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου. Το δικαίωμα αυτοπρόσωπης παράστασης είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο και δεν επηρεάζεται αρνητικά από την επιπρόσθετη αναγνώριση και επέκταση του συμπληρωματικού -αλλά διαφορετικού κατά περιεχόμενοδικαιώματος εκπροσώπησης του κατηγορουμένου από συνήγορο 33. Το Πάγου στο χώρο της ποινικής δικονομίας υπό το φως των προβλέψεων της ΕΣΔΑ, Ποιν. Δικ. 2004, σελ. 582επ., Χαραλαμπάκης, Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο χώρο του ποινικού δικαίου, Ποιν. Χρ. 2003, σελ. 865επ., του ιδίου, Παρατηρήσεις στο νέο νομοσχέδιο για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, Ποιν. Χρ. 2005, σελ. 193επ., Π. Τσιρίδη, Ζητήματα εφαρμογής του Ν. 3160/2003, Ποιν. Δικ. 2003, σελ. 1121επ., του ιδίου, Ο νέος νόμος για την επιτάχυνση της ποινικής δίκης (Ν. 3346/2005),2005, σελ. 112επ. 30 Ι. Ανδρουλάκης σε Λ. Κοτσαλή, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο (Ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ), 2014, σελ. 399, Βλ. τα σχόλια των Α. Κωνσταντινίδη, Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του ν. 3160/2003, Ποιν. Λογ. 2003, σελ. 880επ, του ιδίου, Ο ν. 3160/2003 «για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας», Ποιν. Λογ. 2004, σελ. 983επ., Αρβανίτη, Ποιν. Δικ. 2003, σελ. 886επ. 31 Βλ. Δημητράτο, Ποιν. Χρ. 2003, σελ. 574επ. 32 Α. Καρράς, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, σειρά «ΠΟΙΝΙΚΑ», 1989, σελ. 114. 33 Βλ. για το δικαίωμα εκπροσώπησης από συνήγορο την τομή που επήλθε με την ΑΠ Ολ 9/2002 ΠοινΧρ 2002,882 = ΠΛογ 2002,1269 και τις αποφάσεις που την ακολούθησαν (ενδεικτικά μόνο ΑΠ 2088/2002 ΠΛογ 2002,2404, ΑΠ 2089 Πλογ 2002,2404, ΑΠ 2194/2002 ΠοινΔικ 2003,699, ΑΠ 108/2003 ΠοινΔικ 2003,701, ΠεντΕφΑθ 1184/2002 Πλογ 2002,192). Στη συνέχεια ακολούθησε η ρητή προσαρμογή της νομοθεσίας μας στις επιταγές της ΕΣΔΑ με τον Ν 3160/2003 που με το άρθρο 24 τροποποίησε την κρίσιμη διάταξη του άρθρου 340 ΚΠΔ, επεκτείνοντας το εν λόγω δικαίωμα σε 17
δεύτερο αυτό δικαίωμα είναι πρόσθετο, έχει επίσης μονοσήμαντα εγγυητικό χαρακτήρα και παρέχει αποκλειστικά και μόνο επιπλέον (συμπληρωματική) δυνατότητα στον κατηγορούμενο 34. Πέραν τούτων, η απαραίτητη εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης βρίσκει έρεισμα στο ισχύον κατηγορητικό σύστημα στην επ ακροατηρίω διαδικασία και στις αρχές της προφορικότητας, της αμεσότητας, της δημοσιότητας και της κατ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης 35. Ωστόσο, ο νομοθέτης καθιερώνει περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η διεξαγωγή της δίκης και εν απουσία του κατηγορουμένου, αφού έχει κληθεί νομίμως και δεν εμφανίστηκε. Το δικαίωμα άμυνας που αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο σ αυτήν την περίπτωση είναι η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας, το οποίο θεμελιώνεται στο αξίωμα «μηδένα ανήκουστον δικάζειν». Επιπλέον, η θέσπιση του δικαιώματος αυτού δικαιολογείται και εκ της γενική δικαιικής αρχής ότι «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα». Άλλωστε, είναι αξιοσημείωτο ότι στο βωμό της ταχύτερης περάτωσης της δίκης, δεν θα πρέπει να περιορίζονται υπέρμετρα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Άλλωστε, το δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της άσκησης του δικαιώματος ακρόασης και για τον λόγο αυτόν ανήκει αναμφίβολα στον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος ακρόασης και υπεράσπισης και αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της δίκαιης δίκης, εφόσον συνδέεται ουσιαστικά με την αποτελεσματική άσκηση του συνόλου των επιμέρους δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου 36. όλα τα πταίσματα και πλημμελήματα, ανεξάρτητα από το ύψος της απειλούμενης ποινής, τόσο στον πρώτο, όσο και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Βλ. για μια πρώτη αξιολόγηση ειδικά της διάταξης αυτής, Α. Κωνσταντινίδη, ό.π., σελ. 5. Πρβλ. επίσης σχετικά την ΕισΕκθ του νόμου, ό.π., σελ. 13. Περαιτέρω τροποποιήσεις του άρθρου 340 ΚΠΔ επήλθαν με τον Ν.3346/2005 (ΦΕΚ Α 140/17.6.2005), τον Ν.3860/2010 (ΦΕΚ Α 111/12.7.2010), τον Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012) και με τον Ν.4356/2015 (ΦΕΚ Α 181/24.12.2105). 34 Δ. Συμεωνίδης, Η αναβολή της ποινικής δίκης σύμφωνα με το άρθρο 349 ΚΠΔ - Κανονιστικά όρια και ερμηνευτική προσέγγιση, Ποιν. Δικ. 2004, σελ. 67επ. 35 Γ. Σταθέας, Αίτηση Ακυρώσεως Διαδικασίας και Αποφάσεως κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 1987,σελ. 19, Χ. Εμμανουηλίδης, Η αίτησις ακυρώσεως της διαδικασίας, 1976, σελ. 37. 36 Η προσωπική παρουσία και η ενεργητική συμμετοχή του κατηγορουμένου συμβάλλουν κατά κανόνα στην καλύτερη υπεράσπισή του, στο μέτρο που εξασφαλίζουν καλύτερη και πληρέστερη ακρόαση και μπορούν να τον προστατεύσουν αποτελεσματικότερα από τον κίνδυνο άδικης καταδίκης ή ποινής. Ο κατηγορούμενος πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στη διαδικασία στο ακροατήριο προσωπικά, προκειμένου να υπερασπίσει αποτελεσματικότερα τον εαυτό του, βλ. χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων Σπινέλλη, Πορίσματα από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ΠοινΧρ 1998, σελ. 15. 18
1.3 Κατηγορούμενος άγνωστης διαμονής Αν ο κατηγορούμενος έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, απουσιάζει όμως από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη 37, αν πρόκειται για πλημμέλημα, τότε παρέχεται η δυνατότητα εκδίκασης της κατηγορίας, ενώ, αν αφορά κακούργημα, αναστέλλεται η επ ακροατηρίω διαδικασία. Σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου άγνωστης διαμονής είναι εκείνο το πρόσωπο, που απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του σε μέρος άγνωστο για την αρχή που παρήγγειλε την επίδοση ή αυτή που επέδωσε το επιδοτέο έγγραφο 38. 1.3.1 Κατηγορούμενος άγνωστής διαμονής για πλημμέλημα Αναλυτικότερα, αν πρόκειται για πλημμέλημα, ο εισαγγελέας κλητεύει τον κατηγορούμενο αγνώστου διαμονής στη δικάσιμο που ορίσθηκε σύμφωνα με το άρθρο 320 και 321, ενώ η επίδοση γίνεται κατά το άρθρο 156 39, υπό τον πρόσθετο όρο ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής όσων προβλέπονται στο 273 ΚΠΔ περί «πλασματικής επίδοσης». Η διαδικασία αυτή ακολουθείται όταν ο κατηγορούμενος κατέστη άγνωστης διαμονής είτε πριν από την παραπομπή του στο ακροατήριο με βούλευμα ή με απευθείας κλήση είτε ύστερα από αυτήν 40. Αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο ακροατήριο, η συζήτηση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 339-373 ΚΠΔ (βλ. άρθρο 429 παρ. 1 ΚΠΔ). Αν ο κατηγορούμενος 37 Βλ. Χ. Δέδε, Αι προϋποθέσεις εφαρμογής της κατά απόντων και φυγοδίκων διαδικασίας- ερμηνεία άρθρου 428 ΚΠΔ, Ποιν. Χρ. 1967, σελ. 5επ. 38 Βλ. Χ. Σεβαστίδη, Επιδόσεις εγγράφων στην ποινική δίκη (Παρουσίαση της σχετικής νομολογίας), Ποιν. Χρ. 2005, σελ. 101επ., Α. Καρράς, Οι πρόσφατες επεμβάσεις στους ποινικούς κώδικες- Παρατηρήσεις στο Νόμο 1941/1991, Ποιν. Χρ. 1991, σελ. 371. Θ. Δαλακούρας, Η πρόσφατη τροποποίηση των διατάξεων του ΚΠΔ : Λόγος και Αντίλογος, Ποιν. Χρ. 1991, σελ. 392, και ΟλΑΠ 8/1995, ΠοινΧρ (ΜΣΤ/1996), 829, ΑΠ 1603/2003, ΠοινΧρ ΝΔ/2004, 453, ΠραξΛογΠΔ (2003), 282, ΕλλΔνη (44/2003), 1466, ΑΠ 1319/2003, ΠοινΧρ ΝΔ/2004, 338, ΠοινΛογ (Γ/2003), 1500, ΠραξΛογΠΔ (2003), 166, ΑΠ 1124/2003, ΠοινΛογ (Γ/2003), 1195, ΑΠ 731/2003, ΠοινΧρ ΝΔ/2004, 148, ΠοινΛογ (Γ/2003), 747, ΑΠ 528/2003, ΠοινΛογ (Γ/2003), 566, ΑΠ 1768/2002, ΠοινΛογ (Β/2002), 2240, ΑΠ 1453/2002, Ποιν. Χρ. ΝΓ/2003, 518, Ποιν. Δικ. (ΣΤ/2003), 206 (περίλ.), ΠοινΛογ (Β/2002), 1499, ΠραξΛογΠΔ (2002), 287, ΑΠ 299/2002, Ποιν. Δικ. (Ε/2002), 794 (περίλ.), ΠοινΛογ (Β/2002), 243, ΠραξΛογΠΔ (2002), 13, ΑΠ 1861/2001, Ποιν. Χρ. ΝΒ/2002, 649, ΠραξΛογΠΔ (2002), 9, ΑΠ 1138/2001, Ποιν. Χρ. ΝΒ/2002, 412, Ποιν. Δικ. (Δ/2001), 1194, ΠραξΛογΠΔ (2001), 470, ΝοΒ (50/2002), 418, ΠοινΛογ (Α/2001), 1427, ΕλλΔνη (42/2001), 1443, ΣυμβΑΠ 830/2001, Ποιν. Χρ. ΝΒ/2002, 54 (με αντίθ. παρατηρήσεις Η. Αναγνωστόπουλου), Ποιν. Δικ. (Ε/2002), 383, Ποιν. Δικ. (Δ/2001), 1075 (περίλ.), ΠοινΛογ (Α/2001), 1002, ΑΠ 14/2001, Ποιν. Χρ. ΝΑ/2001, 596. 39 Α. Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4 η έκδοση, 2011, σελ. 780επ. 40 Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Σ.Κ.Π.Δ. σελ. 583. 19
δεν εμφανισθεί, οποιοσδήποτε συγγενής του εξ αίματος έως το δ βαθμό ή εξ αγχιστείας έως και το β βαθμό και κατά προτίμηση ο εγγύτερος 41 μπορεί αν εμφανισθεί, χωρίς να είναι απαραίτητη η ειδική πληρεξουσιότητα 42, να ζητήσει αναβολή ή να διορίσει συνήγορο στον απόντα κατηγορούμενο, ο οποίος να τον υπερασπίσει σαν να ήταν παρών. Εφόσον η υπεράσπιση προβάλει και αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος έχει γνωστό και ορισμένο τόπο διαμονής, η συζήτηση αναβάλλεται, με αίτηση της υπεράσπισης, σε ρητή δικάσιμο, ύστερα από 15 ημέρες τουλάχιστον, στην οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανισθεί χωρίς κλήτευση. Δηλαδή, αν δεν εμφανισθεί ορισμένος συγγενής για να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο ή δεν ζητηθεί αναβολή, η συζήτηση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τις συνηθισμένες για τα πλημμελήματα διατάξεις, δηλαδή σύμφωνα με την τακτική ή συνήθη διαδικασία. Η απόφαση που εκδίδεται, αν τυχόν είναι καταδικαστική αλλά υπόκειται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης, των οποίων όμως η προθεσμία για την άσκησή τους αρχίζει από της επίδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 156 (άρθρο 429 παρ. 2 ΚΠΔ) και όχι από τη δημοσίευσή της. 1.3.2 Κατηγορούμενος άγνωστης διαμονής για κακούργημα Αν, όμως, κάποιος που παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακούργημα είναι άγνωστης διαμονής και δεν παρουσιασθεί ή συλληφθεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος σύμφωνα με το άρθρο 156 ΚΠΔ, αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα του εφετείου, ωσότου συλληφθεί ή εμφανισθεί. Η διάταξη αυτή πρέπει να τοιχοκολληθεί σύμφωνα με το άρθρο 156 παρ. 2 και στη συνέχεια κάθε έτος, που υπολογίζεται από την ανωτέρω τοιχοκόλληση, γίνεται τοιχοκόλληση αποσπάσματος του παραπεμπτικού βουλεύματος σύμφωνα με το άρθρο 156 παρ. 2 και κοινοποιείται με επιμέλεια του εισαγγελέα εφετών σε όλες τις αστυνομικές αρχές του Κράτους, οι οποίες προσκαλούνται για τη σύλληψη του 41 Προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματική η παρεχόμενη εξασφάλιση της δυνατότητας ακρόασης του απόντος κατηγορουμένου πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να εμφανίζεται στο δικαστήριο και ενεργεί, όπως προβλέπεται για τους συγγενείς. Η ερμηνευτική αυτή διεύρυνση του κύκλου προσώπων, μέσω των οποίων ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα ακρόασής του, είναι δυνατή βάσει του αρ. 20 παρ, 1 Σ και του αρ. 6 παρ. 3 γ ΕΣΔΑ. 42 Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Σ.Κ.Π.Δ. σελ. 583. 20
κατηγορουμένου (άρθρο 432 παρ. 1 εδ. β σε συνδυασμό με το άρθρο 434 ΚΠΔ). Εφόσον διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας, ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ασκήσει την πολιτική αγωγή του στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, αλλά διατηρεί το δικαίωμα- σε περίπτωση εμφάνισης ή σύλληψης του κατηγορουμένου- να την ασκήσει ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, αν δεν εκδόθηκε εν τω μεταξύ οριστική απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου (άρθρο 432 και 433 ΚΠΔ). Σε ό,τι αφορά τις διατάξεις περί αναστολής της παραγραφής του αξιοποίνου του άρθρου 113 παρ. 1 ΠΚ, είναι εν προκειμένω εφαρμοστέες (άρθρο 432 παρ. 1 εδ. γ ). Γίνεται, συνεπώς, αντιληπτό ότι, αντίθετα με τη ρύθμιση που ακολουθείται στα πλημμελήματα, στα κακουργήματα δεν επιτρέπεται να διεξάγεται η διαδικασία ερήμην του κατηγορουμένου, όταν η διαμονή του είναι άγνωστη. 1.4 Κατηγορούμενος γνωστής διαμονής 1.4.1 Κατηγορούμενος γνωστής διαμονής για πλημμέλημα Αν ο κατηγορούμενος έχει παραπεμφθεί για πλημμέλημα και το δικαστήριο βεβαιωθεί για την απουσία του, ενώ έχει κλητευθεί νομίμως με γνωστή διαμονή 43 και δεν τέθηκε ζήτημα νόμιμης εκπροσώπησής του από συνήγορο, ούτε υποβλήθηκε αίτημα αναβολής της δίκης, είτε υποβλήθηκε και απορρίφθηκε, τότε το δικαστήριο τον δικάζει «σαν να ήταν παρών» (άρ. 340 παρ. 3 ΚΠΔ). Πάντως, η ερημοδικία του κατηγορουμένου δεν συνεπάγεται καμία δυσμενή δικονομική συνέπεια σε βάρος του 44 και δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας από το δικαστήριο, το οποίο πράττει όσα θα έπραττε κι αν παρευρισκόταν και συμμετείχε στη δίκη ο κατηγορούμενος 45, καταδικάζοντάς τον αν τον κρίνει ένοχο και αθωώνοντας τον σε διαφορετική περίπτωση 46. Δηλαδή, η έννοια «ωσεί παρών» δεν σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος είναι πλασματικά παρών, ούτε ότι πλασματικώς έλαβε γνώση της νέας δικασίμου ή της καταδικαστικής 43 Το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ οριοθετεί τις περιπτώσεις όπου ο κατηγορούμενος είναι ή θεωρείται γνωστής διαμονής. Βλ. και Λ. Μαργαρίτη, Η κατ άρθρο 432 παρ. 2 ΚΠΔ ερήμην εκδίκαση κακουργήματος σε πρώτο βαθμό (A ΜΕΡΟΣ), Ποιν. Δικ. 2007, σελ. 585επ. 44 Λ. Μαργαρίτης, ο. π. 1998, σελ. 247, Λ. Μαργαρίτης, Εφαρμοσμένη Ποινική Δικονομία, Διαδικασία στο ακροατήριο Ι, 2 ος Τόμος, 2006, σελ. 377. 45 Ν. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 4 η Εκδ, 2012, σελ. 421. 46 Α. Παπαδαμάκης, ο.π. 2012, σελ. 514. 21
απόφασης, αλλά έχει το νόημα μίας ταχείας διεξαγωγής της δίκης με υποτιθέμενη την παρουσία του κατηγορούμενου 47. 1.4.2 Κατηγορούμενος γνωστής διαμονής για κακούργημα Αν πρόκειται για κατηγορούμενο που παραπέμφθηκε για κακούργημα, ο οποίος είναι ή θεωρείται γνωστής διαμονής, δικάζεται σαν να ήταν παρών 48, αν κλητεύθηκε νόμιμα, ενώ στην περίπτωση αυτή δεν είναι αναγκαίος ο διορισμός συνηγόρου σύμφωνα με τα άρθρα 340 παρ. 1 και 376 (άρθρο 432 παρ. 2 ΚΠΔ 49 ). Στην παρ. 2 του άρθρου 432 ΚΠΔ, όπως αντίστοιχα και στα πλημμελήματα, είναι εμφανής η πρόβλεψη δυνατότητας εκδίκασης της κατηγορίας για κακούργημα στην πραγματικότητα «ερήμην» του κατηγορουμένου, αφού η ορολογία «σαν να ήταν παρών» ελάχιστα προσφέρει στον απόντα και μη δυνάμενο προφανώς να υπερασπίσει τον εαυτό του κατηγορούμενο, με συνέπεια να αποστερηθεί το θεμελιώδες δικαίωμα ακρόασής του 50. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει την έφεση, αν αυτός που αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό για κακούργημα δεν εμφανισθεί στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ύστερα από την έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα και αποβλέπει στην καταδίκη του κατηγορουμένου (άρθρο 432 παρ. 3 ΚΠΔ). 1.4.3 Ειδικότερο ζήτημα περί «πλασματικής επίδοσης» Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο κατ άρθρο 273 ΚΠΔ κλητευόμενος λογίζεται πάντα γνωστής διαμονής και πάντα δικάζεται η υπόθεσή του. Στο ζήτημα αυτό τίθεται ο εξής προβληματισμός : μήπως αυτή η δικονομική επιλογή αποτελεί μία αυστηρή κύρωση για την παραβίαση της υποχρέωσής του να δηλώσει τη μεταβολή της διεύθυνσής του; Πρόκειται για «πλασματική επίδοση», διότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στην αρχικά δηλωθείσα διεύθυνσή του, ακόμη και αν δεν ανευρεθεί σ αυτήν επειδή έχει αλλάξει διεύθυνση, θεωρείται κατά πλάσμα 47 Α. Παπαδαμάκης, ο.π. 2012, σελ. 514. 48 Βλ. παραπάνω την έννοια του «ωσεί παρών». 49 Όπως διαμορφώθηκε με την προσθήκη της παρ. 2 του άρθρου 75 του Ν. 3994/2011. 50 Α. Καρράς, ό. π. σελ. 785. 22
του νόμου ότι εξακολουθεί να διαμένει σ αυτήν. Με άλλα λόγια, σ αυτήν την περίπτωση ο νόμος (: άρθρο 273 παρ. 1 περ. γ ΚΠΔ) αναγνωρίζει τεκμήριο διαμονής στην αρχικά, κατ άρθρο 273 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, δηλωθείσα διεύθυνση51. Το πνεύμα θέσπισης της διάταξης του άρθρου 273 ΚΠΔ είναι το εξής : εφόσον ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της κατηγορίας και δήλωσε σε οποιοδήποτε στάδιο της προδικασίας ορισμένη κατοικία ή διαμονή, έχει υποχρέωση να δηλώνει αρμοδίως με ειλικρίνεια κάθε μεταγενέστερη μεταβολή της κατοικίας του και να παρακολουθεί την πορεία της υπόθεσής του. Αν δεν το κάνει, είτε από αμέλεια είτε σκόπιμα για ν αποφύγει την εκδίκαση της υπόθεσής του, αυτός είναι υπαίτιος και ως εκ τούτου η πολιτεία πρέπει να προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης, καλώντας αυτόν ως γνωστής διαμονής στη δηλωθείσα κατοικία του και σε περίπτωση άρνησής του να προβεί σε τέτοια δήλωση ή σε περίπτωση ανακριβούς δήλωσής του στον γραμματέα της εισαγγελίας 52. Η συγκεκριμένη, όμως, δικονομική επιλογή σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι αποδεκτή δικαιοκρατικά. Τούτο διότι, τόσο η αφετηρία όσο και η κατάληξη της συγκεκριμένης ρύθμισης διαπνέεται από τιμωρητική διάθεση σε βάρος του απόντα κατηγορουμένου. Η δικονομική αυτή κύρωση σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δυσανάλογη και δυσχερώς επανορθώσιμη. Επιπλέον, η «πλασματική επίδοση» ικανοποιεί πρακτικής φύσης αναγκαιότητες, όμως με τον τρόπο αυτό τίθενται υπό αμφισβήτηση η προσφορότητα της προσπάθειας αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και η δικαστική ακρόαση του κατηγορουμένου. Με τη ρύθμιση αυτή, οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κατηγορούμενος θεωρείται πλασματικά ως γνωστής διαμονής, σημαίνει αναπόδραστα και αντίστοιχο πολλαπλασιασμό των περιπτώσεων, όπου καταφάσκεται η δικονομική δυνατότητα να δικασθεί αυτός ερήμην 53. 51 Βλ. και Λ. Μαργαρίτη, Η κατ άρθρο 432 παρ. 2 ΚΠΔ ερήμην εκδίκαση κακουργήματος σε πρώτο βαθμό (A ΜΕΡΟΣ), Ποιν. Δικ. 2007, σελ. 585επ. 52 Βλ. τον συλλογισμό της Εισηγητικής Έκθεσης του Ν 1941/1991,όταν με το άρθρο 12 παρ. 4 του Ν 1941/1991 (: «Τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις») αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 432 ΚΠΔ και βλ. Λ. Μαργαρίτη, Δίκη για κακούργημα και απών κατηγορούμενος, Ποιν. Δικ. 2006, σελ. 1172επ. 53 Βλ. Καλφέλη, Οι δικονομικές τροποποιήσεις του Ν 1941/1991, στην έκδοση της Ε.ΝΟ.Β.Ε.: Οι τροποποιήσεις του ΠΚ και του ΚΠΔ με το Ν 1941/1991, τεύχ. 15, 1992, σελ. 58 επ. και Λ. Μαργαρίτη, ό.π., Ποιν. Δικ. 2006, σελ. 1172επ. 23
1.4.4 Αντιστάθμισμα στην ερημοδικία η αίτηση ακύρωσης διαδικασίας Ο νομοθέτης, λαμβάνοντας προδήλως υπόψη του την αδυναμία παρουσίας του κατηγορουμένου στις ανωτέρω περιπτώσεις όπου είναι επιτρεπτή η διεξαγωγή της δίκης χωρίς την παρουσία του και προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην προστασία των θεμελιωδών υπερασπιστικών του δικαιωμάτων και την πραγμάτωση της δικαιοσύνης 54 αφενός και του κοινωνικού συμφέροντος για την τιμωρία των δραστών των τελούμενων εγκλημάτων αφετέρου, παρέχει τη δυνατότητα της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας τόσο στα πλημμελήματα, όσο και στα κακουργήματα με τη νομοθετική θεμελίωση του θεσμού της αίτησης ακύρωσης διαδικασίας στα άρθρα 341 και 435 ΚΠΔ αντίστοιχα. 2. Η συγκριτική και ιστορική διάσταση του θεσμού. 2.1 Συγκριτικές όψεις: η ερημοδικία και η προστασία του απόντα κατηγορουμένου σε άλλες έννομες τάξεις Το πολυδιάστατο ζήτημα της ερημοδικίας του κατηγορουμένου αντιμετώπισαν τα περισσότερα ευρωπαϊκά δίκαια, προβλέποντας είτε την ανακοπή ερημοδικίας (πχ. ιταλικό, γαλλικό, βελγικό), είτε άλλη διαδικασία (πχ. γερμανικό και αυστριακό). Η προϊσχύσασα ιταλική ποινική δικονομία του 1930 55 στο άρθρο 497 Ιταλ. ΚΠΔ με τον τίτλο Del giudizio in Contumacia (δικαστική απόφαση ερήμην) προέβλεπε σε περίπτωση απουσίας του κατηγορούμενου τη δυνατότητα να δικαστεί αυτός ερήμην. Τέτοια περίπτωση συνέτρεχε όταν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιζόταν στο ακροατήριο και αποδεικνυόταν ότι η απουσία του οφείλεται σε απόλυτη αδυναμία από νόμιμο κώλυμα, τότε το δικαστήριο διέκοπτε ή ανέβαλλε και αυτεπαγγέλτως τη δίκη, πλην αν, αν και κωλυόταν νομίμως, ζητούσε και συναινούσε να διεξαχθεί η διαδικασία ερήμην του και ο δικαστής δεν έκρινε αναγκαία την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. 54 Βλ. Θ. Δαλακούρα, σε Α. Κωνσταντινίδη- Θ. Δαλακούρα, Εμβάθυνση στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2014, σελ. 11. 55 Γ. Σταθέας, Αίτηση Ακυρώσεως Διαδικασίας και Αποφάσεως κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 1987,σελ. 13, Χ. Εμμανουηλίδης, Η αίτησις ακυρώσεως της διαδικασίας, 1976, σελ. 14. 24
Εάν, όμως, ο κατηγορούμενος δεν εμφανιζόταν στο ακροατήριο και δεν αποδεικνύονταν ότι η απουσία του οφειλόταν σε απόλυτη αδυναμία, λόγω νομίμου κωλύματος, αναγιγνώσκονταν το αποδεικτικό επίδοσης και αν διαπιστωνόταν η νομιμότητά του, η δίκη διεξάγονταν σαν να ήταν παρών ο κατηγορούμενος. Κατά της απόφασης αυτής ο καταδικασθείς είχε το δικαίωμα άσκησης ανακοπής (opposizione), αναφέροντας το λόγο της ανακοπής, μέσα στην προθεσμία των πέντε ημερών από την επίδοση. Ενόψει όμως της νομολογίας του ΕΔΔΑ μετά την απόφαση Colozza κατά Ιταλίας 56, στον νέο Ιταλικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 1988 περιελήφθη η διάταξη του αρ. 175 παρ. 2 που ορίζει ότι ο ερήμην καταδικασμένος μπορεί να ασκήσει ανακοπή (impugnazione od opposizione) υπό μια από τις ακόλουθες εναλλακτικές προϋποθέσεις: (α) Αν έχει εκδοθεί διάταξη περί μη ανευρέσεως του κατηγορουμένου (decreto di irreperibilità) και η απόφαση επιδόθηκε στον συνήγορό του (που μπορεί να έχει διορισθεί και αυτεπαγγέλτως), ο καταδικασμένος ερήμην πρέπει να αποδείξει ότι δεν απέφυγε ηθελημένα να λάβει γνώση της κλήσης. (β) Αν δεν έχει εκδοθεί τέτοια διάταξη, ο ερήμην καταδικασμένος πρέπει να αποδείξει, ότι χωρίς υπαιτιότητά του δεν έλαβε γνώση της κλήσης στο ακροατήριο. Την ανακοπή μπορεί να ασκήσει ο καταδικασμένος εντός 30 ημερών από την ημέρα που έλαβε προσωπικά γνώση της απόφασης. Κατά της τυχόν απορριπτικής απόφασης της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναίρεσης (άρθρο 175 παρ. 6). Η γαλλική ποινική δικονομία ως προς την απουσία του κατηγορούμενου, διακρίνει μεταξύ απλής απουσίας κατηγορουμένου και ερημοδικίας (défaut). Στη πρώτη περίπτωση τόσο στα πταίσματα 57 και τα πλημμελήματα 58, όσο και στα κακουργήματα 59 ο κατηγορούμενος που έχει κλητευθεί προσωπικά ή πάντως έχει λάβει γνώση της κλήσης και είναι απών δικάζεται ερήμην κατ 56 Υπόθεση Colozza κατά Ιταλίας, απόφαση της 12-02-1985. 57 Code de procédure pénale : art. 544 58 Code de procédure pénale: art. 410. 59 Code de procédure pénale: art. 379.2. 25